Ιορδάνης ο ευλογημένος Νεομάρτυς ήτο από την Τραπεζούντα, την τέχνην
καζαντζής, υπανδρευμένος εις Γαλατάν της Κωνσταντινουπόλεως ετών τεσσαράκοντα.
Ημέραν δε τινα κατά την εορτήν των Εισοδείων της Παναγίας, διεσκέδαζεν ομού με
τινας Αγαρηνούς, συμπατριώτας και συντεχνίτας του και έπαιζον και παιγνίδι εις
το εργαστήριόν του, κείμενον εις τόπον καλούμενον Σουλτάν Βαγιαζήτ, εις δε εξ
αυτών είπε χλευάζων Ελληνιστί· «Άγιε Νικόλαε ψωριάρη, βοήθησόν με να νικήσω»,
του απεκρίθη και ο Ιορδάνης χλευάζων ομοίως τον Προφήτην του. Και τότε μεν ως
συμπαίζοντες και διασκεδάζοντες ανεχώρησαν έκαστος εις τα ίδια· το πρωϊ όμως,
εις εξ αυτών ενήργησε να εκδοθή τοιαύτη διαταγή, ότι όποιος υβρίση τον προφήτην
των να θανατώνεται· τούτο μαθών ο Ιορδάνης εκρύφθη εις την οικίαν Αγαρηνού
τινος μεγάλου· οι δε Τούρκοι εξέδωσαν πάλιν και άλλην διαταγήν, ότι όποιος
Τούρκος κρύψη Χριστιανόν βλάσφημον εις τον Μωάμεθ, θα θεωρήται ως να είναι
αυτός άπιστος και θα τιμωρήται αυστηρώς.
Τούτου ένεκα ηναγκάσθησαν οι κρύπτοντες αυτόν να τον παρουσιάσουν εις τον Βεζύρην και να μαρτυρήσουν κατ’ αυτού ότι ύβρισε τον Μωάμεθ· ο δε Βεζύρης του λέγει· «Άνθρωπε, κατά την μαρτυρίαν αυτών, ή η κεφαλή σου πρέπει να κοπή, ή πρέπει να γίνης Τούρκος· και αν γίνης Τούρκος, να σε τιμήσω μεγάλως» (διότι τον εγνώριζεν εκ των προτέρων). Τότε ο Ιορδάνης, λαμπρά τη φωνή, λαμπρώς εβόησε· «Δεν αρνούμαι τον γλυκύτατον μου Ιησούν Χριστόν, αλλά αυτόν πιστεύω και ομολογώ δια Θεόν αληθινόν τούτο μόνον ζητώ παρά της σης εξουσίας· το να μου δώσης άδειαν να υπάγω εις το κατάστημά μου δια να δώσω λογαριασμόν ό,τι οφείλω να δώσω και να λάβω και τότε ας γίνη το θέλημά σου». Τότε ο Βεζύρης επρόσταξε τον έπαρχον να τον υπάγη εις το εργαστήριόν του, κατά την αίτησίν του, και μετά ταύτα να τον αποκεφαλίσωσιν. Αφού λοιπόν επήγαν και έδωσε λογαριασμόν των συντρόφων του και δους και λαβών από τους Χριστιανούς την τελευταίαν συγχώρησιν, παρήγγειλε να δώσωσιν από τα πράγματά του εις Εκκλησίας και Μοναστήρια και ορφανά δια την ψυχήν του και ύστερον τον επήγαν να τον αποκεφαλίσουν· έτρεχε δε εις την οδόν περιχαρής, ως η διψώσα δαβιτική έλαφος παρά τας πηγάς των υδάτων, και ηυχαρίστει τον Θεόν όπου τον ηξίωσε του ποθητού Μαρτυρίου· εζήτει δε και ελάμβανε συγχώρησιν από μικρούς και μεγάλους όσους απαντούσε κατά την πορείαν του. Εθαύμαζε λοιπόν πας τις να βλέπη τον μακάριον Ιορδάνην, ότι ούτε εφοβήθη, ούτε εδειλίασεν, ούτε η όψις του ήλλαξεν, αλλά περιεπάτει χαίρων. Ως δε έφθασαν εις τον τόπον, όστις ονομάζεται Κιουτσούκ-Καραμάνι, εκεί τον εγονάτισεν ο δήμιος δια να τον αποκεφαλίση· και ιδού έφθασεν ένας τσαούσης του βεζύρη και είπεν εις τον Μάρτυρα μυστικώς· «Ταύτα σου μηνά ο βεζύρης· λυπήσου την ζωήν σου και ειπέ μόνον λόγον εις το φανερόν πως τουρκεύεις και κατόπιν ύπαγε όπου θέλεις, να ζης Χριστιανικά». Ο δε Μάρτυς του απεκρίθη· «Ευχαριστώ μεν τον βεζύρην, αλλά τούτο δεν θέλω κάμει ποτέ»· τούτο δε ειπών έκλινε την κεφαλήν του ο μακάριος και απέτεμεν αυτήν ο δήμιος. Κατά δε την νύκτα εκείνην επήγαν οι συγγενείς και φίλοι του εις τον έπαρχον και αφού έδωσαν χρήματα αρκετά έλαβον την άδειαν και εσήκωσαν το ιερόν λείψανον, το οποίον ενεταφίασαν εις το λεγόμενον Μπέγιογλου, ευλαβώς και εντίμως, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Τούτου ένεκα ηναγκάσθησαν οι κρύπτοντες αυτόν να τον παρουσιάσουν εις τον Βεζύρην και να μαρτυρήσουν κατ’ αυτού ότι ύβρισε τον Μωάμεθ· ο δε Βεζύρης του λέγει· «Άνθρωπε, κατά την μαρτυρίαν αυτών, ή η κεφαλή σου πρέπει να κοπή, ή πρέπει να γίνης Τούρκος· και αν γίνης Τούρκος, να σε τιμήσω μεγάλως» (διότι τον εγνώριζεν εκ των προτέρων). Τότε ο Ιορδάνης, λαμπρά τη φωνή, λαμπρώς εβόησε· «Δεν αρνούμαι τον γλυκύτατον μου Ιησούν Χριστόν, αλλά αυτόν πιστεύω και ομολογώ δια Θεόν αληθινόν τούτο μόνον ζητώ παρά της σης εξουσίας· το να μου δώσης άδειαν να υπάγω εις το κατάστημά μου δια να δώσω λογαριασμόν ό,τι οφείλω να δώσω και να λάβω και τότε ας γίνη το θέλημά σου». Τότε ο Βεζύρης επρόσταξε τον έπαρχον να τον υπάγη εις το εργαστήριόν του, κατά την αίτησίν του, και μετά ταύτα να τον αποκεφαλίσωσιν. Αφού λοιπόν επήγαν και έδωσε λογαριασμόν των συντρόφων του και δους και λαβών από τους Χριστιανούς την τελευταίαν συγχώρησιν, παρήγγειλε να δώσωσιν από τα πράγματά του εις Εκκλησίας και Μοναστήρια και ορφανά δια την ψυχήν του και ύστερον τον επήγαν να τον αποκεφαλίσουν· έτρεχε δε εις την οδόν περιχαρής, ως η διψώσα δαβιτική έλαφος παρά τας πηγάς των υδάτων, και ηυχαρίστει τον Θεόν όπου τον ηξίωσε του ποθητού Μαρτυρίου· εζήτει δε και ελάμβανε συγχώρησιν από μικρούς και μεγάλους όσους απαντούσε κατά την πορείαν του. Εθαύμαζε λοιπόν πας τις να βλέπη τον μακάριον Ιορδάνην, ότι ούτε εφοβήθη, ούτε εδειλίασεν, ούτε η όψις του ήλλαξεν, αλλά περιεπάτει χαίρων. Ως δε έφθασαν εις τον τόπον, όστις ονομάζεται Κιουτσούκ-Καραμάνι, εκεί τον εγονάτισεν ο δήμιος δια να τον αποκεφαλίση· και ιδού έφθασεν ένας τσαούσης του βεζύρη και είπεν εις τον Μάρτυρα μυστικώς· «Ταύτα σου μηνά ο βεζύρης· λυπήσου την ζωήν σου και ειπέ μόνον λόγον εις το φανερόν πως τουρκεύεις και κατόπιν ύπαγε όπου θέλεις, να ζης Χριστιανικά». Ο δε Μάρτυς του απεκρίθη· «Ευχαριστώ μεν τον βεζύρην, αλλά τούτο δεν θέλω κάμει ποτέ»· τούτο δε ειπών έκλινε την κεφαλήν του ο μακάριος και απέτεμεν αυτήν ο δήμιος. Κατά δε την νύκτα εκείνην επήγαν οι συγγενείς και φίλοι του εις τον έπαρχον και αφού έδωσαν χρήματα αρκετά έλαβον την άδειαν και εσήκωσαν το ιερόν λείψανον, το οποίον ενεταφίασαν εις το λεγόμενον Μπέγιογλου, ευλαβώς και εντίμως, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου