Προτέριος ο ένδοξος
Ιερομάρτυς ήτο Πρεσβύτερος της εν τη Αλεξανδρεία Εκκλησίας εν έτει υν΄ (450),
κατά τους χρόνους των αοιδίμων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας· ότε δε
συνεκροτήθη η Τετάρτη Αγία Οικουμενική Σύνοδος εν έτει υνα΄ (451), ανέβη και
αυτός εις την Κωνσταντινούπολιν μετά των άλλων Αλεξανδρινών Επισκόπων και Πρεσβυτέρων
και πολύ ηγωνίσθη κατά της αιρέσεως των Μονοφυσιτών. Αφ’ ου δε απέθανεν ο
Αλεξανδρείας Απολινάριος, όστις ανήλθεν εις τον επισκοπικόν θρόνον μετά τον
Μονοφυσίτην Διόσκορον τον εν τη Τετάρτη Οικουμενική Συνόδω καθαιρεθέντα, εδέχθη
τον θρόνον της Αλεξανδρείας ο θείος ούτος Προτέριος, προβληθείς υπό πάσης της
Συνόδου.
Επειδή δε οι Μονοφυσίται και ακόλουθοι του Ευτυχούς εποίουν ταραχάς εις την Αλεξάνδρειαν και ηπείλουν ότι θα εμποδίσωσι την μεταφοράν του σίτου εξ Αλεξανδρείας εις Κωνσταντινούπολιν, δια τούτο ο βασιλεύς Μαρκιανός διέταξε να μεταφέρωσι τον σίτον εκ του εσωτερικού της Αιγύπτου δια του Νείλου εις το Πηλούσιον και όχι εις την Αλεξάνδρειαν. Όθεν οι κάτοικοι της Αλεξανδρείας, βασανιζόμενοι υπό της πείνης, έβαλον μεσίτην εις τον βασιλέα τον θείον Προτέριον· ο δε βασιλεύς, πεισθείς εις την μεσιτείαν και παράκλησιν του Αγίου, προσέταξε να μεταφέρεται και πάλιν ο σίτος εις την Αλεξάνδρειαν. Αφ’ ου δε απέθανεν ο βασιλεύς Μαρκιανός, ο Τιμόθεος ο επονομαζόμενος Αίλουρος, εκλέξας νύκτα τινά σκοτεινήν και ασέληνον, μετέβη το μεσονύκτιον εις τα κελλία των Μοναχών, φορών ένδυμα μαύρον, λέγων δε προς αυτούς, ότι είναι Άγγελος του Θεού, τους παρήγγελλε να χωρισθώσι της κοινωνίας και υποταγής του Προτερίου. Οι δε Μοναχοί, απλοϊκοί όντες, ηπατήθησαν και επανεστάτησαν κατά του Αρχιερέως των. Ο δε Προτέριος φοβηθείς έφυγεν, ότε βλέπει τον Προφήτην Ησαϊαν λέγοντα προς αυτόν· «Επίστρεψον και εγώ αναμένω να σε δεχθώ». Ούτος δε ο λόγος εφανέρωνε τον θάνατον του Προτερίου. Επανελθών λοιπόν ο θείος Πατήρ εισήλθε, πιθανώς ίνα κρυβή, εντός της εν Αλεξανδρεία μεγάλης κολυμβήθρας. Μαθόντες δε τούτο οι ως άνω πλανηθέντες Μοναχοί και οι λοιποί Μονοφυσίται, έτρεξαν εκεί και κατέσφαξαν με κοπτερούς καλάμους τον Αρχιερέα του Θεού. (Ο Άγιος Προτέριος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, ίνα διασωθή από τον Μονοφυσίτην Αίλουρον κατέφυγεν εις την κολυμβήθραν του Βαπτίσματος. Ο δε Αίλουρος κατώρθωσε να σφάξωσιν αυτόν οι Μονοφυσίται.) Έπειτα, αντ’ αυτού, εχειροτόνησαν Αρχιερέα τον απατήσαντα αυτούς κακόφρονα Τιμόθεον και ανεβίβασαν τούτον εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας. Τούτο μαθών ο μετά τον Μαρκιανόν βασιλεύσας Λέων Α΄ ο Μέγας, ο και Μακέλλης επονομαζόμενος, τον μεν Τιμόθεον υπέβαλεν υπό την εξουσίαν των Αρχιερέων, ίνα κριθή κανονικώς υπ’ αυτών, οι οποίοι αφού καθήρεσαν αυτόν της Αρχιερωσύνης, εξώρισαν εις την Γάγγραν, τους δε λαϊκούς, τους συμμετασχόντας εις τον φόνον του Αγίου Προτερίου, ετιμώρησεν ο βασιλεύς με δαρμούς και με δήμευσιν των κτημάτων των. Διέταξε δε και εχειροτονήθη άλλος Αρχιερεύς Ορθόδοξος εις την Αλεξάνδρειαν, ονομαζόμενος Τιμόθεος Σαλοφακιόλιος, ούτω δε κατέπαυσεν η ταραχή και η επανάστασις αύτη.
Επειδή δε οι Μονοφυσίται και ακόλουθοι του Ευτυχούς εποίουν ταραχάς εις την Αλεξάνδρειαν και ηπείλουν ότι θα εμποδίσωσι την μεταφοράν του σίτου εξ Αλεξανδρείας εις Κωνσταντινούπολιν, δια τούτο ο βασιλεύς Μαρκιανός διέταξε να μεταφέρωσι τον σίτον εκ του εσωτερικού της Αιγύπτου δια του Νείλου εις το Πηλούσιον και όχι εις την Αλεξάνδρειαν. Όθεν οι κάτοικοι της Αλεξανδρείας, βασανιζόμενοι υπό της πείνης, έβαλον μεσίτην εις τον βασιλέα τον θείον Προτέριον· ο δε βασιλεύς, πεισθείς εις την μεσιτείαν και παράκλησιν του Αγίου, προσέταξε να μεταφέρεται και πάλιν ο σίτος εις την Αλεξάνδρειαν. Αφ’ ου δε απέθανεν ο βασιλεύς Μαρκιανός, ο Τιμόθεος ο επονομαζόμενος Αίλουρος, εκλέξας νύκτα τινά σκοτεινήν και ασέληνον, μετέβη το μεσονύκτιον εις τα κελλία των Μοναχών, φορών ένδυμα μαύρον, λέγων δε προς αυτούς, ότι είναι Άγγελος του Θεού, τους παρήγγελλε να χωρισθώσι της κοινωνίας και υποταγής του Προτερίου. Οι δε Μοναχοί, απλοϊκοί όντες, ηπατήθησαν και επανεστάτησαν κατά του Αρχιερέως των. Ο δε Προτέριος φοβηθείς έφυγεν, ότε βλέπει τον Προφήτην Ησαϊαν λέγοντα προς αυτόν· «Επίστρεψον και εγώ αναμένω να σε δεχθώ». Ούτος δε ο λόγος εφανέρωνε τον θάνατον του Προτερίου. Επανελθών λοιπόν ο θείος Πατήρ εισήλθε, πιθανώς ίνα κρυβή, εντός της εν Αλεξανδρεία μεγάλης κολυμβήθρας. Μαθόντες δε τούτο οι ως άνω πλανηθέντες Μοναχοί και οι λοιποί Μονοφυσίται, έτρεξαν εκεί και κατέσφαξαν με κοπτερούς καλάμους τον Αρχιερέα του Θεού. (Ο Άγιος Προτέριος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, ίνα διασωθή από τον Μονοφυσίτην Αίλουρον κατέφυγεν εις την κολυμβήθραν του Βαπτίσματος. Ο δε Αίλουρος κατώρθωσε να σφάξωσιν αυτόν οι Μονοφυσίται.) Έπειτα, αντ’ αυτού, εχειροτόνησαν Αρχιερέα τον απατήσαντα αυτούς κακόφρονα Τιμόθεον και ανεβίβασαν τούτον εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας. Τούτο μαθών ο μετά τον Μαρκιανόν βασιλεύσας Λέων Α΄ ο Μέγας, ο και Μακέλλης επονομαζόμενος, τον μεν Τιμόθεον υπέβαλεν υπό την εξουσίαν των Αρχιερέων, ίνα κριθή κανονικώς υπ’ αυτών, οι οποίοι αφού καθήρεσαν αυτόν της Αρχιερωσύνης, εξώρισαν εις την Γάγγραν, τους δε λαϊκούς, τους συμμετασχόντας εις τον φόνον του Αγίου Προτερίου, ετιμώρησεν ο βασιλεύς με δαρμούς και με δήμευσιν των κτημάτων των. Διέταξε δε και εχειροτονήθη άλλος Αρχιερεύς Ορθόδοξος εις την Αλεξάνδρειαν, ονομαζόμενος Τιμόθεος Σαλοφακιόλιος, ούτω δε κατέπαυσεν η ταραχή και η επανάστασις αύτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου