Θεόδωρος ο ένδοξος Μεγαλομάρτυς του Χριστού ήτο κατά τους χρόνους του
βασιλέως Λικινίου, εν έτει τκ΄ (320), καταγόμενος μεν από τα Ευχάϊτα, τα οποία
κοινώς ονομάζονται Εφλεέμ και ευρίσκονται εν τη Γαλατία, κατώκει δε εις την εν
τω Ευξείνω Πόντω κειμένην Ηράκλειαν. Ούτος λοιπόν υπερέβαλλε τους πολλούς κατά
το κάλλος της ψυχής και την ωραιότητα του σώματος και κατά την δύναμιν των
λόγων, φρόνιμος και γνωστικός υπέρ τους νέους του καιρού εκείνου, τόσον ώστε,
δια την ευγλωττίαν του και την γνώσιν του τον ωνόμαζον Βρυορήτορα, ήτοι βρύσιν
της ρητορικής· δια τούτο και όλοι εφιλοτιμούντο να αποκτήσωσι την φιλίαν του.
Όθεν και ο βασιλεύς Λικίνιος πολλήν επιμέλειαν και φροντίδα είχε να συνομιλήση μετ’ αυτού και τον διώρισεν αρχιστράτηγον, του έδωσε δε και την πόλιν Ηράκλειαν προς τιμήν του να την εξουσιάζη, μη ηξεύρων, ότι είναι Χριστιανός κεκρυμμένος. Ο δε Άγιος, ως έλαβε την εξουσίαν, παρευθύς εφανερώθη Χριστιανός, κηρύττων τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και πολλοί των Ελλήνων καθ’ εκάστην ημέραν επέστρεφον γινόμενοι Χριστιανοί· όθεν επλησίαζε να επιστρέψη όλη η Ηράκλεια εις το κήρυγμα του Αγίου. Ο δε βασιλεύς, όστις κατ’ εκείνον τον καιρόν έμενεν εις την Νικομήδειαν, ως ήκουσε τα περί του Αγίου, ελυπήθη πολύ και προσποιούμενος άγνοιαν του απέστειλεν επιστολάς επαινών αυτόν και γράφων με ιλαρότητα ούτω· «Λικίνιος ο βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων, τω στρατηλάτη Θεοδώρω χαίρειν. Οι μεγάλοι θεοί των Ελλήνων μου ενεθύμισαν να κάμω μίαν υπόθεσιν· επειδή από την δύναμιν και το θέλημα αυτών έχομεν ημείς την βασιλείαν και την τιμήν, πρέπον και ημείς να δεικνύωμεν προς αυτούς, κατά δύναμιν, εκείνο το οποίον αγαπούν αυτοί οι θεοί, να επιμελούμεθα όσον το δυνατόν να το κάμνωμεν, δια να μας δίδουν ζωήν μακροχρόνιον και πολυήμερον. Δεν αγαπούν δε άλλο οι θεοί, ειμή τιμήν, πρώτον μεν από ημάς τους βασιλείς και τους αρχιστρατήγους, έπειτα δε και από τον κοινόν λαόν. Επειδή λοιπόν τιμή των θεών είναι να προσκυνώμεν τα είδωλά των, δια τούτο στέλλω επιστολήν φιλικήν προς υμάς, κύριε Θεόδωρε, ίνα λάβης τον κόπον να έλθης εδώ δια δύο αίτια· ένα μεν να γράψωμεν διαταγάς εις πάσαν πόλιν και χώραν δια ταύτην την υπόθεσιν, άλλο δε να θυσιάσωμεν ημείς πρώτοι προς τους θεούς, ίνα ίδη και ο κοινός λαός την ιδικήν μας αγάπην, την οποίαν έχομεν προς τους θεούς, να αυξάνουν περισσότερον τον πόθον των προς τα είδωλα. Υγίαινε». Αυτήν την επιστολήν έγραψεν ο βασιλεύς και την έστειλε με επιφανείς ανθρώπους προς τον Άγιον. Ο δε Άγιος, ως είδε τους βασιλικούς ανθρώπους, τους εδέχθη και τους ετίμησε, τους έδωκε δωρεάς και τους εφιλοξένησε τρεις ημέρας. Μετά ταύτα οι αποσταλέντες του είπον να υπάγουν προς τον βασιλέα· και αυτός τους έλεγε· «Και του βασιλέως η διαταγή θα γίνη και η ιδική σας, μόνον ευφραίνεσθε και χαίρεσθε». Όταν δε έφθασεν η προσδιωρισμένη ημέρα, κατά την οποίαν τον διέτασσεν ο βασιλεύς να αναχωρήση, εκράτησε τρεις εκ των απεσταλμένων του βασιλέως, τους δε λοιπούς τους έστειλε προς τον βασιλέα με επιστολήν, γράφων ούτω: «Θεόδωρος ο στρατηλάτης Λικινίω τω βασιλεί και αυτοκράτορι Ρωμαίων χαίρειν. Την τιμίαν σου γραφήν εδέχθην, βασιλεύ, και ως έπρεπεν επροσκύνησα αυτήν, είδον δε να μου γράφης να έλθω εκεί· αλλά, πολυχρονεμένε βασιλεύ, δεν είναι τούτο εύκολον εις εμέ κατά το παρόν, διότι εδώ έχει δημιουργηθή μεγάλη αναταραχή από τους Χριστιανούς, οι οποίοι αφήσαντες την πάτριον θρησκείαν, προσκυνούν τον Χριστόν, και κινδυνεύει όλη η Ηράκλεια να επαναστατήση από την βασιλείαν σου· δια τούτο πολύ παρακαλώ την βασιλείαν σου, λάβε μόνος τον κόπον και ελθέ ενταύθα, φέρε δε και τα είδωλα των μεγαλυτέρων θεών, αφ’ ενός μεν ίνα ειρηνεύσης τον κόσμον τούτον, αφ’ ετέρου δε δια να προσφέρωμεν ημείς θυσίαν παρρησία των, ίνα μας ίδωσι και μας μιμηθώσιν. Υγίαινε». Ο βασιλεύς, ως είδε την τοιαύτην γραφήν, εχάρη πολύ, διότι εβεβαιώθη, ως ενόμισεν, ότι ο Άγιος φροντίζει δια τα είδωλα· ο δε Άγιος έγραψε ταύτα δια δύο αιτίας· αφ’ ενός μεν ίνα μαρτυρήση εκεί εις την Ηράκλειαν και αγιάση την πατρίδα του, αφ’ ετέρου δε, δια να στηρίξη με το Μαρτύριόν του τους Χριστιανούς εις την ευσέβειαν. Εσύναξε λοιπόν ο βασιλεύς οκτώ χιλιάδας άνδρας του στρατού του, επήρε και τα είδωλα των μεγαλυτέρων θεών του και ανεχώρησε με χαράν δια την Ηράκλειαν, μη γνωρίζων ποίος ήτο ο σκοπός του Αγίου. Κατ’ εκείνην δε την νύκτα προσευχόμενος ο Άγιος είδεν ως να εχάλασεν η σκέπη του οίκου, εις τον οποίον έμενε και φλόγα μεγάλη ανέβαινε και κατέβαινεν από τον ουρανόν και φωνή ηκούσθη ουρανόθεν λέγουσα· «Θάρρει, Θεόδωρε, διότι εγώ είμαι μετά σου». Όταν δε ήλθεν εις εαυτόν ο Άγιος, εγνώρισεν, ότι δι’ αυτόν ήτο το όραμα και ότι καιρός ήτο να μαρτυρήση. Όταν δε ήκουσε, ότι έρχεται ο βασιλεύς, εισήλθεν εις το δωμάτιόν του εις το οποίον προσηύχετο και εδέετο εις τον Θεόν, μετά δακρύων λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του αληθινού Θεού, συ όστις κατήλθες από τους ουρανούς εις την γην δια να μας δείξης την οδόν και τον τρόπον, πώς να ερχώμεθα και ημείς από την γην εις τον ουρανόν· συ όστις ενεδύθης σάρκα ανθρωπίνην δια να σώσης τον άνθρωπον, συ όστις υπέμεινας σταυρόν και θάνατον δια να δείξης και εις ημάς πώς να υπομένωμεν τον θάνατον δια την αγάπην σου, συ δυνάμωσόν με, συ ενίσχυσόν με, να μαρτυρήσω δια το όνομά σου». Αυτά προσηυχήθη ο Άγιος και αφού ηυτρεπίσθη και ενεδύθη λαμπρώς, ως ήρμοζεν εις στρατηγόν υποδεχόμενον βασιλέα, ιππεύσας εξήλθεν εις προϋπάντησιν αυτού μετά τιμής, ως έπρεπεν. Όταν δε ο Άγιος συνήντησε τον βασιλέα, λέγει προς αυτόν· «Χαίροις βασιλεύ θειότατε και αυτοκράτορ». Ο δε βασιλεύς απεκρίθη· «Χαίροις και συ Θεόδωρε ηλιόρατε και ωραιότατε». Συνομιλούντες δε αμφότεροι εισήλθον εις την πόλιν και ο βασιλεύς εκάθισεν επί θρόνου υψηλού και επηρμένου, επήγε δε και ο Άγιος και εκάθισε πλησίον του βασιλέως προς το δεξιόν μέρος. Τότε ο βασιλεύς ήρχισε να εγκωμιάζη τον τόπον, τον λαόν και τον Άγιον, λέγων· «Αληθώς ο τόπος ούτος Θεού θρόνος είναι άξιος να ονομάζεται και κατ’ αλήθειαν πρέπον είναι άλλον ουρανόν να ονομάζωσι τον τόπον τούτον οι άνθρωποι, επειδή και η πόλις μεγάλη είναι και οι κάτοικοι πολλοί και πιστοί προς τους θεούς· ότι εις άλλην πόλιν δεν τιμώνται τόσον πολύ οι θεοί, ως ενταύθα· αλλ’ ούτε άλλος τόπος είναι καταλληλότερος εις προσκύνησιν των μεγάλων θεών, ως ούτος. Δια τούτο και ο θαυμαστός εκείνος και ανδρείος Ηρακλής, ο υιός του μεγάλου θεού του Διός και της θεάς Αλκμήνης, ηγάπησε τον τόπον τούτον και εις το όνομά του επωνόμασε την πόλιν ταύτην Ηράκλειαν. Κατά αλήθειαν άξιος τόπος είναι προς τιμήν σου, κύριε Θεόδωρε, συ πρέπει να άρχης εις τοιαύτην θαυμαστήν πόλιν· συ είσαι άξιος να κυβερνάς τοσούτον λαόν, διότι είσαι ευσεβής προς τους θεούς, και η αγάπη σου όλη είναι εστραμμένη προς τα είδωλα, διότι νύκτα και ημέραν άλλο δεν φροντίζεις, παρά πώς να αρέσης εις τους θεούς των Ελλήνων. Το λοιπόν δείξον την αγάπην, την οποίαν έχεις προς τους θεούς, τώρα έμπροσθέν μας και θυσίασε εις τους θεούς, να ίδη και ο επίλοιπος λαός, να γνωρίση ότι είσαι φίλος των μεγάλων θεών και του βασιλέως». Ταύτα έλεγεν ο βασιλεύς κολακεύων τον Άγιον· ο δε Άγιος απεκρίθη· «Πολλά τα έτη σου, βασιλεύ, η διαταγή σου να γίνη· πλην, δος μοι κατά την εσπέραν ταύτην τα είδωλα των μεγαλυτέρων θεών των Ελλήνων, τα χρυσά και αργυρά, να θυσιάσω εις αυτά ταύτην και την ερχομένην νύκτα μόνος και όταν διατάξης, να θυσιάσω εις αυτούς και εις το φανερόν». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς εχάρη πολύ και παρευθύς επρόσταξε και έφεραν τα χρυσά και αργυρά είδωλα, τα οποία είχεν· ο δε Άγιος, όταν τα επήρεν, επήγεν εις τον οίκον του και την νύκτα εκείνην τα συνέτριψεν όλα εις μικρά τεμάχια και τα διένειμεν εις τους πτωχούς. Όταν δε παρήλθον δύο ημέραι, προσεκάλεσεν ο βασιλεύς τον Άγιον να εκτελέση εκείνο το οποίον υπεσχέθη. Επήγε λοιπόν ο Άγιος και εκάθισε πάλιν πλησίον του βασιλέως εις το δεξιόν μέρος. Λέγει τότε προς αυτόν ο βασιλεύς· «Σοφώτατε Θεόδωρε, ιδού έφθασεν η ημέρα της θυσίας· ελθέ λοιπόν και θυσίασε εις το φανερόν εις τους θεούς, όπως ίδωσι και οι επίλοιποι άνθρωποι και γίνουν προθυμότεροι προς τους θεούς». Εν ω δε έλεγεν ο βασιλεύς τούτους τους λόγους, εκατόνταρχος τις ονόματι Μαξέντιος ιστάμενος είπε προς τον βασιλέα· «Μα τους μεγάλους θεούς, βασιλεύ, σήμερον ηπατήθη η βασιλεία σου από τούτον τον μιαρόν Θεόδωρον· διότι χθες είδον εγώ την χρυσήν κεφαλήν της θεάς Αρτέμιδος εις χείρας ενός πτωχού· τον ηρώτησα που την εύρε και μου είπεν ότι αυτός ο Θεόδωρος του την εχάρισεν». Ως ήκουσε τούτο ο βασιλεύς, όλος εταράχθη και πολλήν ώραν έμεινεν άφωνος. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Με την δύναμιν του Χριστού μου, βασιλεύ, έπραξα καθώς αληθώς λέγει ο εκατόνταρχος Μαξέντιος, όμως καλώς συνέτριψα αυτούς, επειδή οι θεοί σου ούτε τον εαυτόν των δεν ηδυνήθησαν να βοηθήσουν· πως θα δυνηθούν λοιπόν να βοηθήσουν ημάς»; Ο δε βασιλεύς, ως ήκουσε και την απόκρισιν του Αγίου, έμεινεν άφωνος και έξω του νοός του, εκ της πολλής δε λύπης του έβαλε την δεξιάν χείρα του εις το πρόσωπόν του και πολλήν ώραν έμενε λυπούμενος και λέγων· «Θεόδωρε, αυταί είναι αι αμοιβαί προς τους θεούς; Αυτά εθάρρουν εγώ όταν σε ετίμων; Ούτως ήλπιζον να κάμης συ προς τους θεούς και προς ημάς; Αυτά ανέμενον εγώ και αναχωρήσας από την Νικομήδειαν ήλθον εις τους πόδας σου; Κακή και ανοησία κεφαλή, με τοιούτον δόλον με έκαμες και ήλθον ενταύθα, μιαρώτατε; Όντως της πονηρίας είσαι κατοικητήριον, ασεβέστατε, κατά αλήθειαν υιός της πανουργίας είσαι, παμμίαρε· αλλά, μα την δύναμιν των μεγάλων θεών, δεν θέλω υποφέρει εγώ αυτό, ούτε εις καλόν σου θέλει αποβή το επιχείρημα αυτό, αναιδέστατε». Τότε ο Άγιος απεκρίθη· «Βασιλεύ άγνωστε και μωρότατε, τι θυμώνεσαι τόσον πολύ; Ιδέ και μόνος σου και εννόησον την δύναμιν των θεών σου· εάν αυτοί ήσαν αληθώς θεοί, πως δε ηδυνήθησαν καν να βοηθήσουν τον εαυτόν των; Πως, ότε τους κατέκοπτον, δεν ωργίζοντο; Πως δεν έστειλαν πυρ να με κατακαύσουν; Αλλά δια να είναι μόνον καθαρός χρυσός αι άργυρος συνετρίβησαν με χείρα ανθρώπου· δια τούτο, βασιλεύ, αν και συ μεν οργίζεσαι, αλλ’ εγώ σε περιγελώ δια την αγνωσίαν, την οποίαν έχεις· εάν συ θυμώνεσαι, αλλ’ εγώ θεολογώ· εάν συ λατρεύης ξύλα νεκρά και άψυχα, αλλ’ εγώ λατρεύω τον Χριστόν μου τον ζώντα εις τους αιώνας· εάν συ λυπήσαι, αλλ’ εγώ χαίρομαι εις την απώλειαν των θεών σου». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς όλως ηλλοιώθη και από την κακίαν του ήλλαξε και το πρόσωπόν του· και παρευθύς επρόσταξε να τανύσουν τον Άγιον εις τέσσαρα μέρη και να τον δείρουν με νεύρα ωμά βοών, δίδοντες εις μεν την ράχιν του Αθλητού πληγάς επτακοσίας, εις την κοιλίαν πεντήκοντα, τον δε λαιμόν του Αγίου να κτυπώσι με μολυβδίνας σφαίρας. Είτα ξέουσιν αυτόν και με λαμπάδας καίουσιν. Ύστερον τρίβουσι τας πληγωμένας και κεκαυμένας σάρκας του με τούβλα και κεράμους, και ούτω τον ρίπτουσιν εις την φυλακήν και σφαλίζουσι τους πόδας του εις το τιμωρητικόν ξύλον, αφήνοντες αυτόν νήστιν επτά ημέρας· και όμως ο Άγιος όλα υπέμεινε δια την αγάπην του Χριστού· και παιδευόμενος άλλο δεν έλεγεν, ειμή μόνον «Δόξα σοι, ο Θεός μου». Διήλθε λοιπόν ο Άγιος εκείνας τας επτά ημέρας πεινασμένος και διψασμένος, μόνον δε η Χάρις του Θεού ενεδυνάμωνεν αυτόν. Μετά ταύτα επρόσταξεν ο βασιλεύς και εξέβαλαν τον Άγιον από την φυλακήν, ήρχισε δε πάλιν με κολακείαν να λέγη προς τον Άγιον· «Πολλά τινα συμβαίνουσιν εις τους ανθρώπους, τα οποία ημείς δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν, ως και αυτή η υπόθεσις, η οποία ηκολούθησεν εις σε, φίλε μου Θεόδωρε· το μεν πόθεν και διατί ωνείδισες και ητίμασες τους θεούς και πως υπέμεινας τας τόσας παιδεύσεις, δεν δύναμαι να το εννοήσω· θέλω καν τώρα να συνέλθης εις τον νουν σου, να θυσιάσης εις τους μεγάλους θεούς, αυτοί δε ως ελεήμονες όπου είναι θέλουν σε συγχωρήσει ει τι και αν έπταισας προς αυτούς· αλλά και εγώ δια τας τιμωρίας και τας παιδεύσεις, τας οποίας σου έκαμα, θέλω σε ανταμείψει με πλουσίας δωρεάς». Ο Άγιος απεκρίθη· «Δεν είναι δυνατόν να αρνηθώ το όνομα του Χριστού του αληθινού Θεού· όχι εάν ήθελες μοι δώσει χαρίσματα, αλλά και αν ήθελες με κατακόψει εις λεπτά τεμάχια, οάλιν δεν ήθελες δυνηθή να με αποξενώσης από τον Χριστόν μου· εάν δε θέλης να πληροφορηθής, ότι αλήθειαν σου λέγω, δοκίμασε δια να βεβαιωθής, ότι δεν είναι καμμία παίδευσις ικανή να με χωρίση της αγάπης του Χριστού μου». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς, διέταξε να στήσουν σταυρόν ορθόν έξω της πόλεως και να σταυρώσουν τον Άγιον. Ωδήγησαν λοιπόν οι στρατιώται τον Άγιον εις τον τόπον του Μαρτυρίου και εκεί εκάρφωσαν τας χείρας και τους πόδας του εις τον σταυρόν. Έπειτα, ω της θηριώδους απανθρωπίας! Επέρασαν εις το παιδογόνον και κρύφιον μέλος του Μάρτυρος περόνην, η οποία έφθασεν ως τα εντόσθιά του. Ίσταντο δε γύρωθεν και παιδία, τα οποία ετόξευον τον Άγιον εις το πρόσωπον. Όθεν από τα βέλη εχύθησαν αι κόραι των οφθαλμών του· άλλοι δε εξέκοψαν και τα σπερμογόνα του μέλη· και όμως ο Άγιος εσταυρωμένος υπέμενε γενναίως και εκ βάθους καρδίας έλεγε· «Κύριε, Κύριε ο Θεός μου, συ προείπες εις εμέ, ότι θα είσαι μετ’ εμού, τώρα δε διατί με εγκατέλειψας; Ιδού έφθασε καιρός βοηθείας· δια τούτο βοήθησόν μοι, διότι και εγώ δια σε πάσχω όλα ταύτα· δια την αγάπην σου παρέδωκα το σώμα μου εις τοιαύτας τιμωρίας· συ λοιπόν, ο Θεός μου, δυνάμωσόν με και παράλαβε την ψυχήν μου απ’ εμού, διότι δεν δύναμαι να υπομένω περισσότερον». Λέγων ταύτα ο Άγιος είδεν υπηρέτην του τινά ονόματι Ούαρον, ότι έκλαιε και έγραφε τα μαρτύριά του και του λέγει με μικράν φωνήν· «Τέκνον μου Ούαρε, να μη αφήσης την εργασίαν σου· υπόμενε, έως ου να γράψης όλον το Μαρτύριόν μου». Ταύτα είπεν ο Μάρτυς και εσιώπησε παντελώς. Επειδή δε ο Άγιος έμεινε την νύκτα εις τον σταυρόν, δια τούτο ενόμισεν ο Λικίνιος, ότι ήδη απέθανεν· ηπατάτο όμως ο μάταιος, διότι κατά το μεσονύκτιον Άγγελος Κυρίου κατέβη εκ των ουρανών και έλυσε τον Άγιον από τον σταυρόν και όλον υγιή εποίησεν, έπειτα τον ησπάσθη και του είπε· «Χαίροις, Θεόδωρε, στρατιώτα του Χριστού· θάρρει και ενδυναμού εν τω ονόματι του Χριστού του αληθινού Θεού· ιδού μετά σου είναι ο Θεός και διατί είπες, ότι σε εγκατέλειψε; Τελείωσον την οδόν του Μαρτυρίου σου και θέλεις έλθει προς τον Κύριον να λάβης τον ητοιμασμένον σοι στέφανον». Ταύτα είπεν ο Άγγελος και παρευθύς έγινεν άφαντος. Ο δε Άγιος, ως είδε τον εαυτόν του λελυμένον, ήρχισε ψάλλων και ευλογών τον Θεόν· έλεγε δε· «Υψώσω σε, Κύριε, ο Θεός μου ο Βασιλεύς μου και ευλογήσω το όνομά σου εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. ρμδ: 1). Και ούτως ευχαριστών τον Θεόν διήλθε την νύκτα εκείνην. Ότε δε εξημέρωσεν, έστειλεν ο Λικίνιος δύο υπηρέτας του, Αντίοχον και Πατρίκιον καλουμένους, δια να σηκώσωσι το σώμα του Αγίου και να το ρίψωσιν εις την θάλασσαν, να μη το πάρουν οι Χριστιανοί και το έχουν δι’ αγιασμόν των. Επήγαν λοιπόν οι απεσταλμένοι και τον μεν σταυρόν εύρον κατά γης, τον δε Άγιον δεν είδον. Λέγει τότε ο Αντίοχος προς τον Πατρίκιον· «Αληθώς λέγουν οι Γαλιλαίοι, ότι ο Χριστός ανεστήθη εκ νεκρών· ιδού ανέστησε και τον δούλον του Θεόδωρον, τον οποίον και έλαβε μαζί του, δια τούτο δεν τον ευρίσκομεν». Ο Πατρίκιος, ως ήκουσε ταύτα, επήγε πλησιέστερον εις τον σταυρόν και βλέπει καθαρώς πλησίον αυτού τον Άγιον λελυμένον, υγιά και ευχαριστούντα τον Θεόν. Τότε, ως είδον το θαύμα τούτο, εβόησαν και οι δύο μεγαλοφώνως· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών», προς δε τον Άγιον είπον· «Δεόμεθά σου, Μάρτυς του Χριστού, δέξαι και ημάς, διότι και ημείς Χριστιανοί είμεθα». Όχι δε μόνον οι δύο ούτοι επίστευσαν εις τον Χριστόν κατά την ώραν αυτήν, αλλά και άλλοι ογδοήκοντα πέντε. Ως έμαθε τούτο ο βασιλεύς, έστειλε τον επίτροπον της βασιλείας του, ήτοι τον ανθύπατον Κέστην ονόματι, με τριακοσίους στρατιώτας δια να θανατώσωσι τον Άγιον. Ως δε επήγαν και αυτοί και είδον τον Άγιον ζώντα, επίστευσαν και αυτοί· αλλά και πλήθος ανθρώπων πολύ και άπειρον συνέδραμε την ημέραν εκείνην και επίστευσαν εις τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν. Τότε εις στρατιώτης, Λέανδρος καλούμενος, επήγε και είπε του βασιλέως· «Γίνωσκε, βασιλεύ πολύχρονε, ότι όλος ο λαός της Ηρακλείας άφησαν τα είδωλα και πιστεύουν εις τον λεγόμενον Χριστόν από τας μαγείας του πλάνου Θεοδώρου». Ταύτα ως ήκουσεν ο Λικίνιος και βλέπων, ότι η πόλις ήτο τεταραγμένη, επρόσταξε τον διατεταγμένον επί τούτω στρατιώτην να υπάγη μετ’ άλλων στρατιωτών και να αποκεφαλίσωσι τον Άγιον. Χριστιανοί δε πολλοί εκεί ευρισκόμενοι ημπόδισαν τους στρατιώτας· αλλ’ ο Άγιος μόλις καταπαύσας τους Χριστιανούς είπεν· «Αδελφοί μου Χριστιανοί, μη οργίζεσθε κατά του βασιλέως Λικινίου, διότι αυτός είναι υπηρέτης του πατρός του διαβόλου, εγώ δε πρέπει να υπάγω προς τον ηγαπημένον μου Χριστόν». Λέγων αυτά ο Άγιος έκαμε τον σταυρόν του εις όλον του το σώμα, προς δε τον ταχυγράφον του Ούαρον είπε· «Τέκνον μου, να μη αμελήσης να γράψης το Μαρτύριόν μου και την ημέραν της τελειώσεώς μου· μετά δε τον θάνατόν μου, να πάρης το σώμα μου να το υπάγης εις τα Ευχάϊτα την πατρίδα μου. Χαίρε λοιπόν και ευφραίνου και πίστευε εις τον Χριστόν».Παρευθύς με τον λόγον τούτον έκυψε την κεφαλήν του και ο στρατιώτης τον απεκεφάλισε. Τότε ευσεβείς Χριστιανοί έλαβον το σώμα του Αγίου και με λαμπάδας και θυμιάματα το επήγαν εις τα Ευχάϊτα και ετέθη εις τον πατρικόν αυτού οίκον, καθώς ο Μάρτυς επρόσταξε περί τούτου τον ταχυγράφον του Ούαρον, ο οποίος ήτο παρών εις το Μαρτύριον και έγραψε τας κατά μέρος ερωτήσεις και αποκρίσεις του Αγίου, ως και τα διάφορα είδη των βασάνων, όσα έλαβε, καθώς και τας παρά Θεού βοηθείας και αντιλήψεις, όσας ηξιώθη. Πολλά δε θαύματα εγένοντο κατά τας ημέρας εκείνας δια πρεσβειών του Αγίου.
Όθεν και ο βασιλεύς Λικίνιος πολλήν επιμέλειαν και φροντίδα είχε να συνομιλήση μετ’ αυτού και τον διώρισεν αρχιστράτηγον, του έδωσε δε και την πόλιν Ηράκλειαν προς τιμήν του να την εξουσιάζη, μη ηξεύρων, ότι είναι Χριστιανός κεκρυμμένος. Ο δε Άγιος, ως έλαβε την εξουσίαν, παρευθύς εφανερώθη Χριστιανός, κηρύττων τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και πολλοί των Ελλήνων καθ’ εκάστην ημέραν επέστρεφον γινόμενοι Χριστιανοί· όθεν επλησίαζε να επιστρέψη όλη η Ηράκλεια εις το κήρυγμα του Αγίου. Ο δε βασιλεύς, όστις κατ’ εκείνον τον καιρόν έμενεν εις την Νικομήδειαν, ως ήκουσε τα περί του Αγίου, ελυπήθη πολύ και προσποιούμενος άγνοιαν του απέστειλεν επιστολάς επαινών αυτόν και γράφων με ιλαρότητα ούτω· «Λικίνιος ο βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων, τω στρατηλάτη Θεοδώρω χαίρειν. Οι μεγάλοι θεοί των Ελλήνων μου ενεθύμισαν να κάμω μίαν υπόθεσιν· επειδή από την δύναμιν και το θέλημα αυτών έχομεν ημείς την βασιλείαν και την τιμήν, πρέπον και ημείς να δεικνύωμεν προς αυτούς, κατά δύναμιν, εκείνο το οποίον αγαπούν αυτοί οι θεοί, να επιμελούμεθα όσον το δυνατόν να το κάμνωμεν, δια να μας δίδουν ζωήν μακροχρόνιον και πολυήμερον. Δεν αγαπούν δε άλλο οι θεοί, ειμή τιμήν, πρώτον μεν από ημάς τους βασιλείς και τους αρχιστρατήγους, έπειτα δε και από τον κοινόν λαόν. Επειδή λοιπόν τιμή των θεών είναι να προσκυνώμεν τα είδωλά των, δια τούτο στέλλω επιστολήν φιλικήν προς υμάς, κύριε Θεόδωρε, ίνα λάβης τον κόπον να έλθης εδώ δια δύο αίτια· ένα μεν να γράψωμεν διαταγάς εις πάσαν πόλιν και χώραν δια ταύτην την υπόθεσιν, άλλο δε να θυσιάσωμεν ημείς πρώτοι προς τους θεούς, ίνα ίδη και ο κοινός λαός την ιδικήν μας αγάπην, την οποίαν έχομεν προς τους θεούς, να αυξάνουν περισσότερον τον πόθον των προς τα είδωλα. Υγίαινε». Αυτήν την επιστολήν έγραψεν ο βασιλεύς και την έστειλε με επιφανείς ανθρώπους προς τον Άγιον. Ο δε Άγιος, ως είδε τους βασιλικούς ανθρώπους, τους εδέχθη και τους ετίμησε, τους έδωκε δωρεάς και τους εφιλοξένησε τρεις ημέρας. Μετά ταύτα οι αποσταλέντες του είπον να υπάγουν προς τον βασιλέα· και αυτός τους έλεγε· «Και του βασιλέως η διαταγή θα γίνη και η ιδική σας, μόνον ευφραίνεσθε και χαίρεσθε». Όταν δε έφθασεν η προσδιωρισμένη ημέρα, κατά την οποίαν τον διέτασσεν ο βασιλεύς να αναχωρήση, εκράτησε τρεις εκ των απεσταλμένων του βασιλέως, τους δε λοιπούς τους έστειλε προς τον βασιλέα με επιστολήν, γράφων ούτω: «Θεόδωρος ο στρατηλάτης Λικινίω τω βασιλεί και αυτοκράτορι Ρωμαίων χαίρειν. Την τιμίαν σου γραφήν εδέχθην, βασιλεύ, και ως έπρεπεν επροσκύνησα αυτήν, είδον δε να μου γράφης να έλθω εκεί· αλλά, πολυχρονεμένε βασιλεύ, δεν είναι τούτο εύκολον εις εμέ κατά το παρόν, διότι εδώ έχει δημιουργηθή μεγάλη αναταραχή από τους Χριστιανούς, οι οποίοι αφήσαντες την πάτριον θρησκείαν, προσκυνούν τον Χριστόν, και κινδυνεύει όλη η Ηράκλεια να επαναστατήση από την βασιλείαν σου· δια τούτο πολύ παρακαλώ την βασιλείαν σου, λάβε μόνος τον κόπον και ελθέ ενταύθα, φέρε δε και τα είδωλα των μεγαλυτέρων θεών, αφ’ ενός μεν ίνα ειρηνεύσης τον κόσμον τούτον, αφ’ ετέρου δε δια να προσφέρωμεν ημείς θυσίαν παρρησία των, ίνα μας ίδωσι και μας μιμηθώσιν. Υγίαινε». Ο βασιλεύς, ως είδε την τοιαύτην γραφήν, εχάρη πολύ, διότι εβεβαιώθη, ως ενόμισεν, ότι ο Άγιος φροντίζει δια τα είδωλα· ο δε Άγιος έγραψε ταύτα δια δύο αιτίας· αφ’ ενός μεν ίνα μαρτυρήση εκεί εις την Ηράκλειαν και αγιάση την πατρίδα του, αφ’ ετέρου δε, δια να στηρίξη με το Μαρτύριόν του τους Χριστιανούς εις την ευσέβειαν. Εσύναξε λοιπόν ο βασιλεύς οκτώ χιλιάδας άνδρας του στρατού του, επήρε και τα είδωλα των μεγαλυτέρων θεών του και ανεχώρησε με χαράν δια την Ηράκλειαν, μη γνωρίζων ποίος ήτο ο σκοπός του Αγίου. Κατ’ εκείνην δε την νύκτα προσευχόμενος ο Άγιος είδεν ως να εχάλασεν η σκέπη του οίκου, εις τον οποίον έμενε και φλόγα μεγάλη ανέβαινε και κατέβαινεν από τον ουρανόν και φωνή ηκούσθη ουρανόθεν λέγουσα· «Θάρρει, Θεόδωρε, διότι εγώ είμαι μετά σου». Όταν δε ήλθεν εις εαυτόν ο Άγιος, εγνώρισεν, ότι δι’ αυτόν ήτο το όραμα και ότι καιρός ήτο να μαρτυρήση. Όταν δε ήκουσε, ότι έρχεται ο βασιλεύς, εισήλθεν εις το δωμάτιόν του εις το οποίον προσηύχετο και εδέετο εις τον Θεόν, μετά δακρύων λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του αληθινού Θεού, συ όστις κατήλθες από τους ουρανούς εις την γην δια να μας δείξης την οδόν και τον τρόπον, πώς να ερχώμεθα και ημείς από την γην εις τον ουρανόν· συ όστις ενεδύθης σάρκα ανθρωπίνην δια να σώσης τον άνθρωπον, συ όστις υπέμεινας σταυρόν και θάνατον δια να δείξης και εις ημάς πώς να υπομένωμεν τον θάνατον δια την αγάπην σου, συ δυνάμωσόν με, συ ενίσχυσόν με, να μαρτυρήσω δια το όνομά σου». Αυτά προσηυχήθη ο Άγιος και αφού ηυτρεπίσθη και ενεδύθη λαμπρώς, ως ήρμοζεν εις στρατηγόν υποδεχόμενον βασιλέα, ιππεύσας εξήλθεν εις προϋπάντησιν αυτού μετά τιμής, ως έπρεπεν. Όταν δε ο Άγιος συνήντησε τον βασιλέα, λέγει προς αυτόν· «Χαίροις βασιλεύ θειότατε και αυτοκράτορ». Ο δε βασιλεύς απεκρίθη· «Χαίροις και συ Θεόδωρε ηλιόρατε και ωραιότατε». Συνομιλούντες δε αμφότεροι εισήλθον εις την πόλιν και ο βασιλεύς εκάθισεν επί θρόνου υψηλού και επηρμένου, επήγε δε και ο Άγιος και εκάθισε πλησίον του βασιλέως προς το δεξιόν μέρος. Τότε ο βασιλεύς ήρχισε να εγκωμιάζη τον τόπον, τον λαόν και τον Άγιον, λέγων· «Αληθώς ο τόπος ούτος Θεού θρόνος είναι άξιος να ονομάζεται και κατ’ αλήθειαν πρέπον είναι άλλον ουρανόν να ονομάζωσι τον τόπον τούτον οι άνθρωποι, επειδή και η πόλις μεγάλη είναι και οι κάτοικοι πολλοί και πιστοί προς τους θεούς· ότι εις άλλην πόλιν δεν τιμώνται τόσον πολύ οι θεοί, ως ενταύθα· αλλ’ ούτε άλλος τόπος είναι καταλληλότερος εις προσκύνησιν των μεγάλων θεών, ως ούτος. Δια τούτο και ο θαυμαστός εκείνος και ανδρείος Ηρακλής, ο υιός του μεγάλου θεού του Διός και της θεάς Αλκμήνης, ηγάπησε τον τόπον τούτον και εις το όνομά του επωνόμασε την πόλιν ταύτην Ηράκλειαν. Κατά αλήθειαν άξιος τόπος είναι προς τιμήν σου, κύριε Θεόδωρε, συ πρέπει να άρχης εις τοιαύτην θαυμαστήν πόλιν· συ είσαι άξιος να κυβερνάς τοσούτον λαόν, διότι είσαι ευσεβής προς τους θεούς, και η αγάπη σου όλη είναι εστραμμένη προς τα είδωλα, διότι νύκτα και ημέραν άλλο δεν φροντίζεις, παρά πώς να αρέσης εις τους θεούς των Ελλήνων. Το λοιπόν δείξον την αγάπην, την οποίαν έχεις προς τους θεούς, τώρα έμπροσθέν μας και θυσίασε εις τους θεούς, να ίδη και ο επίλοιπος λαός, να γνωρίση ότι είσαι φίλος των μεγάλων θεών και του βασιλέως». Ταύτα έλεγεν ο βασιλεύς κολακεύων τον Άγιον· ο δε Άγιος απεκρίθη· «Πολλά τα έτη σου, βασιλεύ, η διαταγή σου να γίνη· πλην, δος μοι κατά την εσπέραν ταύτην τα είδωλα των μεγαλυτέρων θεών των Ελλήνων, τα χρυσά και αργυρά, να θυσιάσω εις αυτά ταύτην και την ερχομένην νύκτα μόνος και όταν διατάξης, να θυσιάσω εις αυτούς και εις το φανερόν». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς εχάρη πολύ και παρευθύς επρόσταξε και έφεραν τα χρυσά και αργυρά είδωλα, τα οποία είχεν· ο δε Άγιος, όταν τα επήρεν, επήγεν εις τον οίκον του και την νύκτα εκείνην τα συνέτριψεν όλα εις μικρά τεμάχια και τα διένειμεν εις τους πτωχούς. Όταν δε παρήλθον δύο ημέραι, προσεκάλεσεν ο βασιλεύς τον Άγιον να εκτελέση εκείνο το οποίον υπεσχέθη. Επήγε λοιπόν ο Άγιος και εκάθισε πάλιν πλησίον του βασιλέως εις το δεξιόν μέρος. Λέγει τότε προς αυτόν ο βασιλεύς· «Σοφώτατε Θεόδωρε, ιδού έφθασεν η ημέρα της θυσίας· ελθέ λοιπόν και θυσίασε εις το φανερόν εις τους θεούς, όπως ίδωσι και οι επίλοιποι άνθρωποι και γίνουν προθυμότεροι προς τους θεούς». Εν ω δε έλεγεν ο βασιλεύς τούτους τους λόγους, εκατόνταρχος τις ονόματι Μαξέντιος ιστάμενος είπε προς τον βασιλέα· «Μα τους μεγάλους θεούς, βασιλεύ, σήμερον ηπατήθη η βασιλεία σου από τούτον τον μιαρόν Θεόδωρον· διότι χθες είδον εγώ την χρυσήν κεφαλήν της θεάς Αρτέμιδος εις χείρας ενός πτωχού· τον ηρώτησα που την εύρε και μου είπεν ότι αυτός ο Θεόδωρος του την εχάρισεν». Ως ήκουσε τούτο ο βασιλεύς, όλος εταράχθη και πολλήν ώραν έμεινεν άφωνος. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Με την δύναμιν του Χριστού μου, βασιλεύ, έπραξα καθώς αληθώς λέγει ο εκατόνταρχος Μαξέντιος, όμως καλώς συνέτριψα αυτούς, επειδή οι θεοί σου ούτε τον εαυτόν των δεν ηδυνήθησαν να βοηθήσουν· πως θα δυνηθούν λοιπόν να βοηθήσουν ημάς»; Ο δε βασιλεύς, ως ήκουσε και την απόκρισιν του Αγίου, έμεινεν άφωνος και έξω του νοός του, εκ της πολλής δε λύπης του έβαλε την δεξιάν χείρα του εις το πρόσωπόν του και πολλήν ώραν έμενε λυπούμενος και λέγων· «Θεόδωρε, αυταί είναι αι αμοιβαί προς τους θεούς; Αυτά εθάρρουν εγώ όταν σε ετίμων; Ούτως ήλπιζον να κάμης συ προς τους θεούς και προς ημάς; Αυτά ανέμενον εγώ και αναχωρήσας από την Νικομήδειαν ήλθον εις τους πόδας σου; Κακή και ανοησία κεφαλή, με τοιούτον δόλον με έκαμες και ήλθον ενταύθα, μιαρώτατε; Όντως της πονηρίας είσαι κατοικητήριον, ασεβέστατε, κατά αλήθειαν υιός της πανουργίας είσαι, παμμίαρε· αλλά, μα την δύναμιν των μεγάλων θεών, δεν θέλω υποφέρει εγώ αυτό, ούτε εις καλόν σου θέλει αποβή το επιχείρημα αυτό, αναιδέστατε». Τότε ο Άγιος απεκρίθη· «Βασιλεύ άγνωστε και μωρότατε, τι θυμώνεσαι τόσον πολύ; Ιδέ και μόνος σου και εννόησον την δύναμιν των θεών σου· εάν αυτοί ήσαν αληθώς θεοί, πως δε ηδυνήθησαν καν να βοηθήσουν τον εαυτόν των; Πως, ότε τους κατέκοπτον, δεν ωργίζοντο; Πως δεν έστειλαν πυρ να με κατακαύσουν; Αλλά δια να είναι μόνον καθαρός χρυσός αι άργυρος συνετρίβησαν με χείρα ανθρώπου· δια τούτο, βασιλεύ, αν και συ μεν οργίζεσαι, αλλ’ εγώ σε περιγελώ δια την αγνωσίαν, την οποίαν έχεις· εάν συ θυμώνεσαι, αλλ’ εγώ θεολογώ· εάν συ λατρεύης ξύλα νεκρά και άψυχα, αλλ’ εγώ λατρεύω τον Χριστόν μου τον ζώντα εις τους αιώνας· εάν συ λυπήσαι, αλλ’ εγώ χαίρομαι εις την απώλειαν των θεών σου». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς όλως ηλλοιώθη και από την κακίαν του ήλλαξε και το πρόσωπόν του· και παρευθύς επρόσταξε να τανύσουν τον Άγιον εις τέσσαρα μέρη και να τον δείρουν με νεύρα ωμά βοών, δίδοντες εις μεν την ράχιν του Αθλητού πληγάς επτακοσίας, εις την κοιλίαν πεντήκοντα, τον δε λαιμόν του Αγίου να κτυπώσι με μολυβδίνας σφαίρας. Είτα ξέουσιν αυτόν και με λαμπάδας καίουσιν. Ύστερον τρίβουσι τας πληγωμένας και κεκαυμένας σάρκας του με τούβλα και κεράμους, και ούτω τον ρίπτουσιν εις την φυλακήν και σφαλίζουσι τους πόδας του εις το τιμωρητικόν ξύλον, αφήνοντες αυτόν νήστιν επτά ημέρας· και όμως ο Άγιος όλα υπέμεινε δια την αγάπην του Χριστού· και παιδευόμενος άλλο δεν έλεγεν, ειμή μόνον «Δόξα σοι, ο Θεός μου». Διήλθε λοιπόν ο Άγιος εκείνας τας επτά ημέρας πεινασμένος και διψασμένος, μόνον δε η Χάρις του Θεού ενεδυνάμωνεν αυτόν. Μετά ταύτα επρόσταξεν ο βασιλεύς και εξέβαλαν τον Άγιον από την φυλακήν, ήρχισε δε πάλιν με κολακείαν να λέγη προς τον Άγιον· «Πολλά τινα συμβαίνουσιν εις τους ανθρώπους, τα οποία ημείς δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν, ως και αυτή η υπόθεσις, η οποία ηκολούθησεν εις σε, φίλε μου Θεόδωρε· το μεν πόθεν και διατί ωνείδισες και ητίμασες τους θεούς και πως υπέμεινας τας τόσας παιδεύσεις, δεν δύναμαι να το εννοήσω· θέλω καν τώρα να συνέλθης εις τον νουν σου, να θυσιάσης εις τους μεγάλους θεούς, αυτοί δε ως ελεήμονες όπου είναι θέλουν σε συγχωρήσει ει τι και αν έπταισας προς αυτούς· αλλά και εγώ δια τας τιμωρίας και τας παιδεύσεις, τας οποίας σου έκαμα, θέλω σε ανταμείψει με πλουσίας δωρεάς». Ο Άγιος απεκρίθη· «Δεν είναι δυνατόν να αρνηθώ το όνομα του Χριστού του αληθινού Θεού· όχι εάν ήθελες μοι δώσει χαρίσματα, αλλά και αν ήθελες με κατακόψει εις λεπτά τεμάχια, οάλιν δεν ήθελες δυνηθή να με αποξενώσης από τον Χριστόν μου· εάν δε θέλης να πληροφορηθής, ότι αλήθειαν σου λέγω, δοκίμασε δια να βεβαιωθής, ότι δεν είναι καμμία παίδευσις ικανή να με χωρίση της αγάπης του Χριστού μου». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς, διέταξε να στήσουν σταυρόν ορθόν έξω της πόλεως και να σταυρώσουν τον Άγιον. Ωδήγησαν λοιπόν οι στρατιώται τον Άγιον εις τον τόπον του Μαρτυρίου και εκεί εκάρφωσαν τας χείρας και τους πόδας του εις τον σταυρόν. Έπειτα, ω της θηριώδους απανθρωπίας! Επέρασαν εις το παιδογόνον και κρύφιον μέλος του Μάρτυρος περόνην, η οποία έφθασεν ως τα εντόσθιά του. Ίσταντο δε γύρωθεν και παιδία, τα οποία ετόξευον τον Άγιον εις το πρόσωπον. Όθεν από τα βέλη εχύθησαν αι κόραι των οφθαλμών του· άλλοι δε εξέκοψαν και τα σπερμογόνα του μέλη· και όμως ο Άγιος εσταυρωμένος υπέμενε γενναίως και εκ βάθους καρδίας έλεγε· «Κύριε, Κύριε ο Θεός μου, συ προείπες εις εμέ, ότι θα είσαι μετ’ εμού, τώρα δε διατί με εγκατέλειψας; Ιδού έφθασε καιρός βοηθείας· δια τούτο βοήθησόν μοι, διότι και εγώ δια σε πάσχω όλα ταύτα· δια την αγάπην σου παρέδωκα το σώμα μου εις τοιαύτας τιμωρίας· συ λοιπόν, ο Θεός μου, δυνάμωσόν με και παράλαβε την ψυχήν μου απ’ εμού, διότι δεν δύναμαι να υπομένω περισσότερον». Λέγων ταύτα ο Άγιος είδεν υπηρέτην του τινά ονόματι Ούαρον, ότι έκλαιε και έγραφε τα μαρτύριά του και του λέγει με μικράν φωνήν· «Τέκνον μου Ούαρε, να μη αφήσης την εργασίαν σου· υπόμενε, έως ου να γράψης όλον το Μαρτύριόν μου». Ταύτα είπεν ο Μάρτυς και εσιώπησε παντελώς. Επειδή δε ο Άγιος έμεινε την νύκτα εις τον σταυρόν, δια τούτο ενόμισεν ο Λικίνιος, ότι ήδη απέθανεν· ηπατάτο όμως ο μάταιος, διότι κατά το μεσονύκτιον Άγγελος Κυρίου κατέβη εκ των ουρανών και έλυσε τον Άγιον από τον σταυρόν και όλον υγιή εποίησεν, έπειτα τον ησπάσθη και του είπε· «Χαίροις, Θεόδωρε, στρατιώτα του Χριστού· θάρρει και ενδυναμού εν τω ονόματι του Χριστού του αληθινού Θεού· ιδού μετά σου είναι ο Θεός και διατί είπες, ότι σε εγκατέλειψε; Τελείωσον την οδόν του Μαρτυρίου σου και θέλεις έλθει προς τον Κύριον να λάβης τον ητοιμασμένον σοι στέφανον». Ταύτα είπεν ο Άγγελος και παρευθύς έγινεν άφαντος. Ο δε Άγιος, ως είδε τον εαυτόν του λελυμένον, ήρχισε ψάλλων και ευλογών τον Θεόν· έλεγε δε· «Υψώσω σε, Κύριε, ο Θεός μου ο Βασιλεύς μου και ευλογήσω το όνομά σου εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. ρμδ: 1). Και ούτως ευχαριστών τον Θεόν διήλθε την νύκτα εκείνην. Ότε δε εξημέρωσεν, έστειλεν ο Λικίνιος δύο υπηρέτας του, Αντίοχον και Πατρίκιον καλουμένους, δια να σηκώσωσι το σώμα του Αγίου και να το ρίψωσιν εις την θάλασσαν, να μη το πάρουν οι Χριστιανοί και το έχουν δι’ αγιασμόν των. Επήγαν λοιπόν οι απεσταλμένοι και τον μεν σταυρόν εύρον κατά γης, τον δε Άγιον δεν είδον. Λέγει τότε ο Αντίοχος προς τον Πατρίκιον· «Αληθώς λέγουν οι Γαλιλαίοι, ότι ο Χριστός ανεστήθη εκ νεκρών· ιδού ανέστησε και τον δούλον του Θεόδωρον, τον οποίον και έλαβε μαζί του, δια τούτο δεν τον ευρίσκομεν». Ο Πατρίκιος, ως ήκουσε ταύτα, επήγε πλησιέστερον εις τον σταυρόν και βλέπει καθαρώς πλησίον αυτού τον Άγιον λελυμένον, υγιά και ευχαριστούντα τον Θεόν. Τότε, ως είδον το θαύμα τούτο, εβόησαν και οι δύο μεγαλοφώνως· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών», προς δε τον Άγιον είπον· «Δεόμεθά σου, Μάρτυς του Χριστού, δέξαι και ημάς, διότι και ημείς Χριστιανοί είμεθα». Όχι δε μόνον οι δύο ούτοι επίστευσαν εις τον Χριστόν κατά την ώραν αυτήν, αλλά και άλλοι ογδοήκοντα πέντε. Ως έμαθε τούτο ο βασιλεύς, έστειλε τον επίτροπον της βασιλείας του, ήτοι τον ανθύπατον Κέστην ονόματι, με τριακοσίους στρατιώτας δια να θανατώσωσι τον Άγιον. Ως δε επήγαν και αυτοί και είδον τον Άγιον ζώντα, επίστευσαν και αυτοί· αλλά και πλήθος ανθρώπων πολύ και άπειρον συνέδραμε την ημέραν εκείνην και επίστευσαν εις τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν. Τότε εις στρατιώτης, Λέανδρος καλούμενος, επήγε και είπε του βασιλέως· «Γίνωσκε, βασιλεύ πολύχρονε, ότι όλος ο λαός της Ηρακλείας άφησαν τα είδωλα και πιστεύουν εις τον λεγόμενον Χριστόν από τας μαγείας του πλάνου Θεοδώρου». Ταύτα ως ήκουσεν ο Λικίνιος και βλέπων, ότι η πόλις ήτο τεταραγμένη, επρόσταξε τον διατεταγμένον επί τούτω στρατιώτην να υπάγη μετ’ άλλων στρατιωτών και να αποκεφαλίσωσι τον Άγιον. Χριστιανοί δε πολλοί εκεί ευρισκόμενοι ημπόδισαν τους στρατιώτας· αλλ’ ο Άγιος μόλις καταπαύσας τους Χριστιανούς είπεν· «Αδελφοί μου Χριστιανοί, μη οργίζεσθε κατά του βασιλέως Λικινίου, διότι αυτός είναι υπηρέτης του πατρός του διαβόλου, εγώ δε πρέπει να υπάγω προς τον ηγαπημένον μου Χριστόν». Λέγων αυτά ο Άγιος έκαμε τον σταυρόν του εις όλον του το σώμα, προς δε τον ταχυγράφον του Ούαρον είπε· «Τέκνον μου, να μη αμελήσης να γράψης το Μαρτύριόν μου και την ημέραν της τελειώσεώς μου· μετά δε τον θάνατόν μου, να πάρης το σώμα μου να το υπάγης εις τα Ευχάϊτα την πατρίδα μου. Χαίρε λοιπόν και ευφραίνου και πίστευε εις τον Χριστόν».Παρευθύς με τον λόγον τούτον έκυψε την κεφαλήν του και ο στρατιώτης τον απεκεφάλισε. Τότε ευσεβείς Χριστιανοί έλαβον το σώμα του Αγίου και με λαμπάδας και θυμιάματα το επήγαν εις τα Ευχάϊτα και ετέθη εις τον πατρικόν αυτού οίκον, καθώς ο Μάρτυς επρόσταξε περί τούτου τον ταχυγράφον του Ούαρον, ο οποίος ήτο παρών εις το Μαρτύριον και έγραψε τας κατά μέρος ερωτήσεις και αποκρίσεις του Αγίου, ως και τα διάφορα είδη των βασάνων, όσα έλαβε, καθώς και τας παρά Θεού βοηθείας και αντιλήψεις, όσας ηξιώθη. Πολλά δε θαύματα εγένοντο κατά τας ημέρας εκείνας δια πρεσβειών του Αγίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου