Δομνίνα η Οσία Μήτηρ ημών κατήγετο εκ της
πόλεως Κύρου της εν Αντιοχεία, ήτο δε θυγάτηρ γονέων ευσεβών και πλουσίων. Εκ
νεαράς ηλικίας αγαπήσασα η μακαρία τον Θεόν, εμιμήθη την ζωήν του Οσίου
Μάρωνος, όστις εορτάζεται κατά την ιδ΄ (14ην) Φεβρουαρίου. Έκτισε
λοιπόν μικράν καλύβην εις τον κήπον του μητρικού της οίκου και εκεί ησυχάζουσα
και πενθούσα έβρεχε με παντοτεινά δάκρυα τας παρειάς της και τα τρίχινα
ενδύματα, τα οποία εφόρει.
Επειδή δε εκεί πλησίον ήτο Εκκλησία, ηγείρετο, η μακαρία, κατά το μεσονύκτιον και πορευομένη εις αυτήν προσέφερε τας προσευχάς και υμνωδίας της εις τον Θεόν. Τούτο εποίει η Οσία και κατά την πρωϊαν και κατά την εσπέραν εκάστης ημέρας, διότι προέκρινε παντός άλλου τόπου να προσεύχηται εις τον αφιερωμένον τω Θεώ, δηλαδή εις την Εκκλησίαν. Δια τούτο πολύ επεμελήθη και εστόλισεν αυτήν, πείσασα την μητέρα και τους αδελφούς της να δαπανήσωσι την περιουσίαν των προς καλλωπισμόν του Ναού εκείνου. Αύτη η μακαρία Δομνίνα ως τροφήν της είχε την βεβρεγμένην φακήν και τον πόνον της νηστείας ταύτης υπέμεινε, μολονότι είχε σώμα πολύ αδύνατον και φιλάσθενον. Εις όλους δε, άνδρας και γυναίκας, παρουσιάζετο η μακαρία χωρίς να βλέπη πρόσωπον τινος και χωρίς να δεικνύη εις τους άλλους το ιδικόν της πρόσωπον, επειδή ήτο κεκαλυμμένη με το τρίχινον κάλυμμα και έκυπτε μέχρι γονάτων. Ωμίλει δε λεπτά μεν και άναρθρα, πάντοτε όμως δακρυρροούσα. Αύτη η αοίδιμος πολλάκις λαμβάνουσα την δεξιάν χείρα τού μακαρίου Θεοδωρήτου του Επισκόπου Κύρου, ίνα την ασπασθή και επιθέτουσα αυτήν επί των οφθαλμών της προς αγιασμόν, δια τοσούτων δακρύων την κατέβρεχεν, ώστε έσταζον εκ της χειρός του Θεοδωρήτου τα δάκρυά της. Εγέννα δε το δάκρυ εκείνο ο θερμός προς τον Θεόν έρως της, ο οποίος ήναπτε μεν τον νουν τής Οσίας εις την θεωρίαν του Θεού, εκέντα δε την καρδίαν της με τα βέλη του και ωδήγει την ψυχήν της να επιθυμή την αναχώρησιν από ταύτης της ματαίας ζωής και την μετάστασίν της εις την άλλην την αεί διαμένουσαν. Δια τοιούτων ιερών αγώνων διήρχετο όλην την ημέραν και την νύκτα, η τρισόλβιος. Υπηρέτει δε ακόμη η Οσία και ανέπαυε δι’ όλων αυτής των δυνάμεων τους τότε Οσίους Πατέρας και Ασκητάς. Όσους δε ήρχοντο προς αυτήν, έστελλε μεν να καταλύσωσιν εις την οικίαν του Αρχιερέως Θεοδωρήτου, όλα δε τα χρειώδη αύτη ητοίμαζε και έστελλεν εις αυτούς· διότι της επετρέπετο να λαμβάνη εκ των υπαρχόντων της μητρός και των αδελφών της και να τα εξοδεύη εις ελεημοσύνην, ίνα εκ της ελεημοσύνης ευλογηθώσι και αυξηθώσι περισσότερον. Ούτω λοιπόν η Οσία Δομνίνα ζήσασα θεαρέστως μετέβη εις τας ουρανίους παστάδας ίνα χαίρη αιωνίως.
Επειδή δε εκεί πλησίον ήτο Εκκλησία, ηγείρετο, η μακαρία, κατά το μεσονύκτιον και πορευομένη εις αυτήν προσέφερε τας προσευχάς και υμνωδίας της εις τον Θεόν. Τούτο εποίει η Οσία και κατά την πρωϊαν και κατά την εσπέραν εκάστης ημέρας, διότι προέκρινε παντός άλλου τόπου να προσεύχηται εις τον αφιερωμένον τω Θεώ, δηλαδή εις την Εκκλησίαν. Δια τούτο πολύ επεμελήθη και εστόλισεν αυτήν, πείσασα την μητέρα και τους αδελφούς της να δαπανήσωσι την περιουσίαν των προς καλλωπισμόν του Ναού εκείνου. Αύτη η μακαρία Δομνίνα ως τροφήν της είχε την βεβρεγμένην φακήν και τον πόνον της νηστείας ταύτης υπέμεινε, μολονότι είχε σώμα πολύ αδύνατον και φιλάσθενον. Εις όλους δε, άνδρας και γυναίκας, παρουσιάζετο η μακαρία χωρίς να βλέπη πρόσωπον τινος και χωρίς να δεικνύη εις τους άλλους το ιδικόν της πρόσωπον, επειδή ήτο κεκαλυμμένη με το τρίχινον κάλυμμα και έκυπτε μέχρι γονάτων. Ωμίλει δε λεπτά μεν και άναρθρα, πάντοτε όμως δακρυρροούσα. Αύτη η αοίδιμος πολλάκις λαμβάνουσα την δεξιάν χείρα τού μακαρίου Θεοδωρήτου του Επισκόπου Κύρου, ίνα την ασπασθή και επιθέτουσα αυτήν επί των οφθαλμών της προς αγιασμόν, δια τοσούτων δακρύων την κατέβρεχεν, ώστε έσταζον εκ της χειρός του Θεοδωρήτου τα δάκρυά της. Εγέννα δε το δάκρυ εκείνο ο θερμός προς τον Θεόν έρως της, ο οποίος ήναπτε μεν τον νουν τής Οσίας εις την θεωρίαν του Θεού, εκέντα δε την καρδίαν της με τα βέλη του και ωδήγει την ψυχήν της να επιθυμή την αναχώρησιν από ταύτης της ματαίας ζωής και την μετάστασίν της εις την άλλην την αεί διαμένουσαν. Δια τοιούτων ιερών αγώνων διήρχετο όλην την ημέραν και την νύκτα, η τρισόλβιος. Υπηρέτει δε ακόμη η Οσία και ανέπαυε δι’ όλων αυτής των δυνάμεων τους τότε Οσίους Πατέρας και Ασκητάς. Όσους δε ήρχοντο προς αυτήν, έστελλε μεν να καταλύσωσιν εις την οικίαν του Αρχιερέως Θεοδωρήτου, όλα δε τα χρειώδη αύτη ητοίμαζε και έστελλεν εις αυτούς· διότι της επετρέπετο να λαμβάνη εκ των υπαρχόντων της μητρός και των αδελφών της και να τα εξοδεύη εις ελεημοσύνην, ίνα εκ της ελεημοσύνης ευλογηθώσι και αυξηθώσι περισσότερον. Ούτω λοιπόν η Οσία Δομνίνα ζήσασα θεαρέστως μετέβη εις τας ουρανίους παστάδας ίνα χαίρη αιωνίως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου