Μιχαήλ ο νεοφανής και μέγας του Χριστού Μάρτυς, ο αποκαλούμενος
Μαυρουδής, κατήγετο εκ μικρού τινος χωρίου καλουμένου Γρανίτσα της επαρχίας
Ευρυτανίας, κειμένου εις την περιοχήν των Αγράφων. Οι γονείς του ωνομάζοντο
Δημήτριος και Σωτήρα, αμφότεροι θεοσεβείς και δίκαιοι, φιλόπτωχοι και εις τας
ακολουθίας της Εκκλησίας συντρέχοντες. Ανέτρεφον δε ούτοι τον υιόν των με πάσαν
σεμνότητα και ταπεινοφροσύνην, διότι εις αυτούς ήτο χαρισμένος από τον Θεόν.
Τον εδίδασκον να φυλάττη τας εντολάς του Θεού, επειδή από την διαφύλαξιν των εντολών του Θεού αποδεικνύεται η αγάπη την οποίαν έχει τις προς Αυτόν, ως ο ίδιος λέγει εις το Ευαγγέλιον· «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστιν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν» (Ιωάν. ιδ: 21). Από αυτά δε τα ευαγγελικά ρητά έκαμε καλήν αρχήν να γίνη πληρωτής των εντολών του Κυρίου. Μετ’ ολίγον καιρόν απέθανεν ο πατήρ του και ανεπαύθη εις τας αιωνίους μονάς· η δε μήτηρ του, όσον ηδύνατο, με κάθε προθυμίαν ανέτρεφε τον υιόν της, τον οποίον, αφ’ ου έφθασεν εις νόμιμον ηλικίαν, υπάνδρευσε με νόμιμον γυναίκα. Κατόπιν ο Μιχαήλ ανεχώρησεν εις Θεσσαλονίκην, όπου εσχετίσθη με τους κατοίκους, άλλοτε μεν συναναστρεφόμενος τους αρτοποιούς, άλλοτε δε πάλιν καθήμενος μόνος εις εργαστήριον πωλών άρτους και με ταύτην την εργασίαν εξοικονόμει τον άρτον του. Έδιδε δε και ελεημοσύνην εις τους πτωχούς και εις τας Εκκλησίας κατά δύναμιν· εσύχναζεν εις τας ακολουθίας της Εκκλησίας· επρόσεχεν ακροαζόμενος τους θείους λόγους· και ήρχετο τακτικά και εις ημάς μόνον και μόνον δια να ακούη τους ιερούς λόγους. Θέλων δε ο Άγιος να γίνη Μοναχός, ημποδίζετο υπό πολλών, οίτινες του έλεγον, ότι συμφώνως προς τους θείους και ιερούς Κανόνας δεν είναι συγκεχωρημένον να μονάση τις άνευ συμφώνου γνώμης της συζύγου του. Όταν δε έφθασεν η της Μεγάλης Τεσσαρακοστής Τρίτη Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, ήλθεν ούτος πρώτος από όλους εις την Εκκλησίαν, εξ αυτού του μεσονυκτίου, ήκουε δε μετά προσοχής όλην την ακολουθίαν ως και τους ιερούς του Ευαγγελίου λόγους, τους οποίους, ως θείον σπόρον ενεφύτευεν εις το βάθος της καρδίας του. Μετά παρέλευσιν τριών ημερών έθεσε τούτους εις εφαρμογήν με την δύναμιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Την Δευτέραν της μεσονηστίμου εβδομάδος, μετά τον Εσπερινόν, λαβών ευλογίαν παρά του Ιερέως, ανεχώρησε δρομαίως, ενεργήσας αντιθέτως προς την συνήθειάν του. Διότι ημείς (λέγει ο συγγραφεύς περί εαυτού), συνηθίζαμεν μετά την απόλυσιν της ακολουθίας να κάμνωμεν ανάγνωσιν, προς ωφέλειαν των ακροατών. Τότε οι μεν άλλοι παρέμειναν έως ότου τελειώση η ανάγνωσις. Εκείνος όμως, ως να τον εβίαζε τις, ή και να τον ωδηγούσεν, εξήλθε πρότερον, μεταβάς δε εις το εργαστήριόν του εκάθισεν εκεί. Ελθόν τότε παιδίον τι των Αγαρηνών φειτόνων του, έχον από πρότερον γνωριμίαν μετ’ αυτού, εζήτει να αγοράση άρτον, ο δε Μάρτυς ηρώτα το παιδίον, που πηγαίνει, τι πιστεύει και εάν εννοή εκείνο το οποίον λέγει. Τούτο ο Μάρτυς έπραττε συχνά, αλλά τότε αυστηρότερον συνωμίλει με τον μικρόν Αγαρηνόν. Έτυχε δε να διέρχεται από εκεί εις εκ των νομοδιδασκάλων των Οθωμανών, τον οποίον αφού εχαιρέτησεν ο μικρός του λέγει· «Ακούεις, διδάσκαλε, τι μου λέγει αυτός ο άπιστος»; Εκείνος τότε στραφείς είπε προς τον Μάρτυρα· «Τι είναι αυτά τα οποία λέγεις, άπιστε άνθρωπε, και βλασφημείς την πίστιν μας, ήτις είναι ένδοξος και πολύτιμος»; Ο δε Άγιος μετά παρρησίας απαντά· «Εγώ είμαι αληθώς πιστός και ευσεβής με την Χάριν του Χριστού μου του αληθινού Θεού και γνωρίζω τι λέγω και τι πιστεύω, ώστε να είμαι έτοιμος να αποθάνω δια την ομολογίαν της Πίστεώς μου. Σεις δε ταλαίπωροι, ουδέ τι λέγετε γνωρίζετε, ούτε τι πιστεύετε, αλλ’ είσθε πεπλανημένοι και περιπατείτε εις το σκότος, έχοντες μίαν θρησκείαν γεμάτην από μυθολογίας και πλάσματα». Τούτων ούτω λεχθέντων, εντός ολίγου συνηθροίσθησαν εκεί πλήθος Αγαρηνών, οίτινες συλλαβόντες τον Άγιον τον έφεραν εις τον κριτήν της πόλεως λέγοντες· «Ηκούσαμεν τον άνθρωπον αυτόν να βλασφημή τον Μωάμεθ και τον Θεόν». Ο κριτής τότε, λαβών εις τας χείρας του χάρτην, ήρχισε να ερωτά λεπτομερώς τον Άγιον και να γράφη τας αποκρίσεις του. Και πρώτον μεν τον ηρώτησε· «Τι πιστεύεις και πως ονομάζεσαι και ποία είναι η πατρίς σου»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Χριστιανός είμαι, από την επαρχίαν της Ευρυτανίας, από Χριστιανούς γονείς εγεννήθην και ονομάζομαι Μιχαήλ». Ο κριτής συνέχισε· «Γνωρίζεις γράμματα»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Όχι». Λέγει ο κριτής· «Εφ’ όσον δεν γνωρίζεις γράμματα, πως κηρύττεις εμπρός εις το κριτήριόν μου τον Χριστόν, όστις ήτο άνθρωπος, Θεόν αληθινόν και Δημιουργόν του παντός και όστις, καθώς σεις λέγετε, υπέμεινε πάθη και εσταυρώθη και ετάφη»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Αν ήθελες, ω δικαστά, να ακούσης με προσοχήν το μέγα μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού, δεν ήθελες εναντιωθή ουδόλως, ούτε δε και θα έλεγες ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός. Όμως εις όσα με ηρώτησες, σου αποκρίνομαι». Θεολογών τότε ο απλούς και θεοφώτιστος Μιχαήλ, λέγει· «Δύο είναι τα πρώτα και σοβαρώτατα κεφάλαια, τα οποία σας απομακρύνουν από την αλήθειαν, το δε χείριστον είναι ότι πιστεύοντες εις τον ένα Θεόν δεν ομολογείτε τα εν τω Θεώ τρία πρόσωπα· το δεύτερον δε ότι δεν πιστεύετε εις τον ενυπόστατον Λόγον, όστις προ των αιώνων μεν εγεννήθη εκ του Θεού και Πατρός, κατά δε τους τελευταίους χρόνους έγινεν άνθρωπος τέλειος, δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Ο τρόπος της ενανθρωπήσεώς του δεν δύναται να εξιστορηθή· όμως, καθ’ όσον είναι δυνατόν εις ανθρωπίνην δύναμιν, σου εξηγώ, αρχίζων από το πρώτον κεφάλαιον, ότι δηλαδή ο Θεός είναι τρισυπόστατος· άκουσον λοιπόν. Μόνος ο Θεός είναι αϊδιος, αιώνιος, άναρχος, ατελεύτητος, άτμητος, άκτιστος, ασύγχυτος, άτρεπτος· τα δε κτίσματα είναι τρεπτά δια τούτο και φθαρτά. Αυτός λοιπόν, συνέχισε λέγων ο Άγιος, ο εις και μόνος Θεός, δεν είναι ούτε χωρίς λόγον ούτε χωρίς σοφίαν· ώστε ο Λόγος του Θεού, ο αυτός είναι και Σοφία του Θεού. Επειδή η σοφία με λόγον είναι, εξ ανάγκης και είναι αδύνατον να υπάρξη χωρίς Λόγον. Αν λοιπόν ήτο ποτέ ο Θεός και δεν ήτο ο Λόγος και η σοφία του Θεού, ο Θεός κατ’ ανάγκην θα ήτο άλογος και άσοφος, τουθ’ όπερ είναι μεγάλη ασέβεια να είπη τις, ακόμη δε και αδύνατον. Ώστε άναρχος είναι και ο Λόγος και η σοφία του Θεού, επειδή είναι και αχώριστος από τον Θεόν. Αλλ’ ούτε λόγος ευρίσκεται άνευ πνεύματος, γεγονός το οποίον και σεις ομολογείτε. Διότι λέγοντες τον Χριστόν ότι είναι Λόγος του Θεού, λέγετε ούτω ότι είναι και Πνεύμα του Θεού. Αφρόνως όμως και με πολλήν αμάθειαν, διότι δεν χωρίζετε τα πρόσωπα του Λόγου και του Πνεύματος· δι’ ο τα υπέρ φύσιν και άτρεπτα φρονείτε συγκεχυμένα, και υπολαμβάνετε ως τρεπτά και ανθρωποπρεπή. Εις Θεός είναι λοιπόν τρία πρόσωπα και πάλιν εις Θεός. Έχει λοιπόν ο Θεός Λόγον και Πνεύμα, αλλά δεν τα έχει ανυπόστατα, καθώς τα έχομεν ημείς οι άνθρωποι, αλλά τα έχει ενυπόστατα και τέλεια, καθώς πρέπει εις τον Θεόν. Ως επί παραδείγματι η λάμψις του ηλίου εκπορεύεται από αυτόν και καταβαίνει μέχρις ημών και ούτε η λάμψις ούτε η ακτίς χωρίζεται ποτέ από τον δίσκον του ηλίου. Λέγοντες δε ημείς λάμψιν και ακτίνα, δεν λέγομεν άλλον ήλιον, παρά τον ένα. Καθ’ όμοιον τρόπον και τον Λόγον του Θεού λέγοντες Θεόν, ακόμη δε και το Πνεύμα του Θεού το Άγιον, δεν λέγομεν άλλον Θεόν, παρά τον ένα Εκείνον, όστις ανάρχως και αϊδίως θεωρείται με τον συνάναρχον Λόγον του και το Άγιον Πνεύμα του· και τούτο, το να πιστεύσωμεν ημείς ούτως, αυτός ο Χριστός ο του Θεού Λόγος μάς το εδίδαξεν. Ούτω λοιπόν πιστεύομεν και ομολογούμεν και με αυτήν την πίστιν μέλλομεν να αποθάνωμεν. Και ταύτα μεν αρκούν εις το πρώτον κεφάλαιον· ας μεταβώμεν δε και εις το δεύτερον. Ο Χριστός δεν είναι μόνον Θεός αληθινός, αλλ’ εν ταυτώ και τέλειος άνθρωπος, διπλήν έχων την ενέργειαν, όπως και η ακτίς του ηλίου, ήτις όχι μόνον φωτίζει τα πάντα, αλλά και ζωογονεί και θερμαίνει αυτά. Και είναι όχι μόνον παντοκράτωρ και παντοδύναμος, αλλά και δίκαιος. Έπλασε λοιπόν ο Θεός τον άνθρωπον και τον επρόσταξε να φυλάττη τας θείας Του εντολάς. Αλλ’ επειδή ο άνθρωπος υπήκουσεν εις τον διάβολον εκουσίως και ημάρτησε, παραβαίνων την θείαν εντολήν, δια τούτο και δικαίως κατεδικάσθη εις θάνατον. Διότι δεν ήτο ίδιον του δικαίου Θεού με την βίαν να ελευθερώση τον άνθρωπον από τον διάβολον. Επειδή, δια του τρόπου τούτου, αρπάζων δηλαδή με την βίαν από τας χείρας του τον άνθρωπον, ήθελεν αδικήσει τον διάβολον, όστις δεν τον έλαβε με την βίαν. Προς τούτοις δε ήθελεν αναιρεθή και το αυτεξούσιον του ανθρώπου, αν ο Θεός με βίαν και δυναστείαν τον ηλευθέρωνε, πράγμα το οποίον δεν ήτο ίδιον του δικαιοκρίτου Θεού, το να αφανίζη δηλαδή το ιδικόν του έργον. Ήτο λοιπόν αναγκαίον να γίνη ένας άνθρωπος αναμάρτητος και να ζήση αναμαρτήτως και δι’ αυτού του τρόπου να βοηθήση τον άνθρωπον, όστις ημάρτησεν εκουσίως. Αλλ’ επειδή δεν υπάρχει ουδείς άνθρωπος αναμάρτητος, έστω και αν μία ημέρα μόνον είναι η ζωή του, καθώς λέγει η θεία Γραφή, δια τούτο, ο μόνος αναμάρτητος Λόγος του Θεού, υιός ανθρώπου γίνεται και γεννάται από Παρθένου και μαρτυρείται με φωνήν πατρικήν από τους ουρανούς και εκουσίως ενοχλείται από τον διάβολον και πολεμείται ως άνθρωπος και νικά τον πειρασμόν, με έργα δε και μεγάλα θαύματα φανερώνει και αποδεικνύει την Θεότητά Του και την εις αυτόν πίστιν και με τοιούτον τρόπον ζήσας χωρίς αμαρτίαν, αναλαμβάνει τα πάθη ημών των καταδίκων, ακόμη και αυτόν τον θάνατον. Έπειτα καταβαίνει εις τον Άδην δια να σώση και εκεί τους πιστεύσαντας. Αναστηθείς δε από τον τάφον μετα τρεις ημέρας και αναληφθείς εις τους ουρανούς ετίμησε τον άνθρωπον κάμνων αυτόν συγκάθεδρον με τον Θεόν και Πατέρα. Και καθίσας εις τα δεξιά του Θρόνου της μεγαλωσύνης εις τους ουρανούς, κατέπεμψεν εκείθεν το Πνεύμα το Άγιον και εφώτισε τους Αγίους του Μαθητάς και Αποστόλους, εκείνοι δε κατόπιν εφώτισαν τον κόσμον όλον εις την αληθή Θεογνωσίαν, με την συνεργίαν του Κυρίου, όστις εβεβαίωνε το κήρυγμά των με τα επακολουθούντα θαύματα. Ταύτα ο κριτής ακούσας ηρώτησεν· «Αλλά την Μαριάμ, ήτις εγέννησε τον Ιησούν, πως την έχετε»; Και ο Άγιος απεκρίθη. «Επειδή Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον εγέννησεν, από το μεγαλύτερον ονομάζομεν, κηρύττοντες αυτήν αληθή Θεοτόκον». Λέγει ο κριτής· «Είναι δυνατόν να χωρηθή ο Θεός εις κοιλίαν και να γεννηθή»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Όλα τα αδύνατα και δύσκολα εις τους ανθρώπους, εις τον Θεόν είναι δυνατά και εύκολα· και όπου θελει ο Θεός, αι τάξεις της φύσεως νικώνται. Δια τούτο πιστεύομεν, ότι εχωρήθη ο αχώρητος και εγεννήθη χρονικώς, καθό άνθρωπος, καθώς αυτός γνωρίζει». Ο δε κριτής ηρώτησε και πάλιν· «Τον προφήτην μας, πως τον έχετε»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Από τον καιρόν του Χριστού μέχρι σήμερον, κανείς προφήτης δεν ήλθεν, διότι λέγει ο Κύριος, ότι οι Προφήται έως του Βαπτιστού Ιωάννου επροφήτευσαν. Ώστε ο ιδικός σας δεν είναι προφήτης, επειδή είναι μεταγενέστερος από τον Χριστόν και καμμίαν προφητείαν δεν είπε· πως λοιπόν θα τον είπωμεν προφήτην»; Ταύτα όλα όσα είπεν ο Μάρτυς Μιχαήλ ο κριτής τα έγραψεν. Έπειτα δε στραφείς με άγριον βλέμμα προς τον Άγιον του λέγει· «Βλέπεις ότι έγινες κατάκριτος από τους ιδικούς σου λόγους και υπόδικος εις τους νόμους; Δια τούτο μέλλεις να παραδοθής εις το πυρ, αν δεν μετανοήσης και αρνηθής εκείνα τα οποία είπες, δια να εύρης έλεος». Τότε ο Μάρτυς εβόησε με μεγάλην φωνήν και είπε· «Πιστεύω εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, όστις είναι Θεός αληθινός και δημιουργός και πλάστης μου και είμαι έτοιμος, εάν είναι δυνατόν, να υπομείνω μυρίας βασάνους δια την αγάπην Του. Δια τούτο, από τα χρήματα, τα οποία έχω, λάβετε και αγοράσατε ξύλα δια να με καύσητε, διότι δεν θέλω από τα ιδικά σας να προσφερθώ θυσία εις τον Θεόν μου». Και ευθύς ως είπε ταύτα έπτυσεν αυτόν και το χαρτίον του. Τότε ο κριτής ρίψας τον Άγιον εις την γην τον ερράβδισε σφοδρώς και έπειτα τον εφυλάκισεν. Ήτο δε τότε περίπου η ενάτη ώρα της ημέρας, ότε από το κριτήριον ήλθον προς ημάς (λέγει ο συγγραφεύς) πιστοί τινες και μας ανήγγειλαν όλα τα γενόμενα. Ημείς δε ευθύς ως ηκούσαμεν τούτο, φόβου και χαράς ενεπλήσθημεν, φόβου μεν, συλλογιζόμενοι την ασθένειαν της φύσεως, χαράς δε, ελπίζοντες ότι ο Θεός, όστις έδωσεν εις τον δούλον του τοιαύτην γνώσιν και ευτολμίαν λόγου, εις το να κηρύξη μετά παρρησίας το όνομά Του ενώπιον των αλλοπίστων, Αυτός έως τέλους θέλει ενδυναμώσει και την ασθένειαν της ανθρωπίνης φύσεως. Όθεν παραγγείλαντες πολλά εις τους ευσεβείς εκείνους, προς ενίσχυσιν του Μάρτυρος, απεστείλαμεν τούτους εις την φυλακήν προς παρηγορίαν του. Εκείνοι δε μεταβάντες και όντες γνώριμοι με τον δεσμοφύλακα, εύρον τον Άγιον εις την φυλακήν, δεδεμένον με δύο αλύσεις και προσευχόμενον. Ως δε εκείνοι είδον τον Μάρτυρα, ότι δεν ήτο τεταραγμένος ουδόλως, αλλά χαρίεις και αλλοίαν έχων την όψιν από την θείαν Χάριν, δι’ εκείνα τα οποία έπαθε και υπέμεινε, συνεκάθισαν μαζί του και του είπον όσα εγώ τους παρήγγειλα. Ο Άγιος δε τους απεκρίθη· «Ας έχη θάρρος ο Γέρων, διότι δεν θέλει με εγκαταλείψει ποτέ η δύναμις του Θεού, ήτις με προστατεύει, αλλά και την ασέβειαν θέλω διαπομπεύσει και δια τον Χριστόν θέλω μαρτυρήσει». Αφού δε και περί άλλων πολλών συνωμίλησαν επ’ αρκετόν, όταν ενύκτωσεν ανεχώρησαν. Την πρωϊαν πάλιν, μετά από τον Όρθρον, απέστειλα τους ιδίους εις αυτόν να του είπουν τα πρέποντα και να τον παρακινήσουν εις το Μαρτύριον. Εκείνος δε, ως είδεν ότι ήλθον και ήκουσεν εκείνα τα οποία του έλεγον, τους είπεν· Αδελφοί, ο Κύριός μου αυτήν την νύκτα, ότε προσηυχόμην, εφάνη προς εμέ τον ανάξιον και ενεδυνάμωσε την αδυναμίαν μου. Δίδων δε θάρρος εις την ψυχήν μου, είπεν εις εμέ· «Μιχαήλ, ιδικέ μου Αθλητά, χαίρε. Καθώς δε εγώ δια σε και δι’ όλον το γένος των ανθρώπων προσέφερα την ψυχήν μου και υπέμεινα σταυρικόν θάνατον, καθ’ όμοιον τρόπον είναι ανάγκη και συ να αποθάνης δια την αγάπην μου, δια να ζήσης και να βασιλεύσης μετ’ εμού. Βλέπε λοιπόν μη φοβηθής το πυρ, διότι η θεωρία του μόνον έχει τον φόβον, η δε δοκιμή του είναι ευκαταφρόνητος. Θέλεις δε υπομείνει ταύτα ενδυναμούμενος από την ανίκητόν μου δύναμιν». Αυτά λέγων εις εμέ ο Κύριος με ηυλόγησε και απήλθεν. Εμέ δε περιέβαλεν υπερβολική αγάπη και χαρά ανεκλάλητος τόσον, ώστε δεν ηδυνάμην να κρατήσω τον εαυτόν μου και μόνον επρόσμενα πότε να έλθη εκείνη η ευλογημένη ώρα, να χωρισθώ από τούτον τον κόσμον και να ενωθώ με τον Χριστόν μου. Κατά δε την τρίτην ώραν της ημέρας συνήχθησαν οι αρτοποιοί εις τον κριτήν λέγοντες· «Αυτός ο άνθρωπος χρεωστεί εις ημάς, άλλοι δε χρεωστούν εις αυτόν· όθεν, παράδωσον αυτόν εις ημάς δια να τακτοποιήση τους λογαριασμούς του, δι’ εκείνα, τα οποία χρεωστεί και του χρεωστούν». Παρέδωκε λοιπόν αυτόν ο κριτής δεδεμένον εις τον έπαρχον της πόλεως και ήλθον μετ’ αυτού εις το εργαστήριόν του. Εκεί δε ενώ εθεώρουν τους λογαριασμούς του, όσα αυτός είχε και ποίοι του εχρεώστουν, εδίψασεν ο Άγιος και παρεκάκεσεν ένα από τους εκεί φίλους του, να του φέρη οίνον να πίη. Εκείνος δε πράγματι μετέβη ευθύς και του έφερε και έπιεν. Ως δε είδον οι φονείς τον κομιστήν, ολίγον έλειψε να τον φονεύσουν. Ο δε Μάρτυς, συμπονέσας τον φίλον του, εφώναξεν εις τον έπαρχον· «Άδικε και άνομε, τι κακοποιείς τον άνθρωπον του Θεού; Εγώ είμαι ο αίτιος και εις εμέπρέπει η τιμωρία, όχι εις τον αναίτιον»! Αλλ’ ο έπαρχος, μη υποφέρων τον έλεγχον του Αγίου, τον εκτύπησε με την ράβδον εις την κεφαλήν τόσον, ώστε πίπτων κατά γης μετά βίας εσηκώθη. Αναχωρήσαντες εκείθεν κατόπιν τον έκλεισαν και πάλιν εις την φυλακήν, παραγγείλαντες εις τον δεσμοφύλακα να τον φυλάττη με προσοχήν, διότι ανέμενον τον ανώτερον κριτήν να εκδώση την απόφασιν του θανάτου του. Ούτος ήλθε την Τετάρτην της μεσονηστίμου εβδομάδος και την Πέμπτην εκάθησεν επί της δικαστικής έδρας. Έφεραν τότε τον Μάρτυρα εις το κριτήριον χαίροντα όλον και απαστράπτοντα εκ των ακτίνων της θείας Χάριτος. Επλησίαζε τότε η έκτη ώρα της ημέρας και λαμβάνων ο κριτής εις τας χείρας του τον χάρτην επί του οποίου είχε γραφή η ομολογία του Μάρτυρος, ήρχισε και αυτός να τον ερωτά δια τα γεγραμμένα, αν αληθεύωσι και αν, ως έχουσι, τα ωμολόγησε και πόθεν τα εδιδάχθη. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Μη ερωτάς, κριτά, εάν αληθεύωσιν αυτά, διότι είναι φανερώτερα από τον ήλιον και εγώ είμαι όστις ωμολόγησα τότε ταύτα, τώρα δε πάλιν τα ομολογώ και κηρύττω ως αληθή, ως πιστά και βέβαια. Ταύτα εδιδάχθην πατροπαραδότως από ευσεβείς γονείς. Πρώτος δε διδάσκαλός μου εις ταύτα πάντα άλλος τις δεν είναι ει μη ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού και Θεός αληθινός». Λέγει τότε με θυμόν ο κριτής· «Άφησε, άθλιε, αυτά και μετανόησε δια να ελεηθής από τον Θεόν εις τους ουρανούς και από τον προφήτην μας και δια να σε δοξάσωμεν και ημείς εις την γην, αλλά περισσότερον δια να αποφύγης τον πικρόν θάνατον του πυρός». Αλλά και πάλιν ο Μάρτυς του Χριστού μηδόλως πτοηθείς απεκρίθη μετά γενναιότητος· «Δεν αρνούμαι τον Θεόν μου, δεν προτιμώ το σκότος από το φως ούτε το ψεύδος από την αλήθειαν, αλλά θέλω να αποθάνω δια τον Χριστόν μου, δια να ζήσω με Αυτόν. Μη με φοβερίζης, κριτά, διότι δεν θέλεις με καταπείσει· διότι εγώ ανέμενον την ημέραν ταύτην ως πανήγυριν λαμπράν και ως ημέραν ελευθερίας, της οποίας όλος ο κόσμος δεν είναι αντάξιος. Τι με ωφελούν τα κέρδη των χρημάτων, τα οποία μου υπόσχεσθε; Το αργύριόν σας να απολεσθή ομού με σας, όπου φαντάζεσθε ότι θα αλλάξω την Βασιλείαν των ουρανών με χρήματα και δόξαν προσωρινήν. Λοιπόν, μη χάνης καιρόν, αλλά παράδοσόν με εις τον Θεόν μίαν ώραν ενωρίτερον, διότι θέλω και αγαπώ να γίνω θυσία του Κυρίου μου, να ψηθώ ως άρτος ηδύς, να τεθώ εις την τράπεζαν της Αγίας Τριάδος και να προσφερθώ ως ευώδες θυμίαμα εις αυτήν. Κάμε το συντομώτερον εκείνο το οποίον θέλεις· δεν φοβούμαι τας προσκαίρους κολάσεις· δεν αρνούμαι την αγάπην τού γλυκυτάτου μου Ιησού, όστις είναι και έρως και αγάπη και έφεσις και ζωή και ανάστασις και Βασιλεία των ουρανών. Δια των λόγων τούτων εξέπληξεν ο Άγιος τον κριτήν τόσον, ώστε λαβών εκείνος το μανδήλιόν του και επί πολύ ακουμβών την κεφαλήν του επάνω εις αυτό εγέμισεν όλος από δάκρυα. Έπειτα, ως να εξύπνησεν εκ του ύπνου, έδωκε τοιαύτην κατά του Μάρτυρος έγγραφον απόφασιν· «Επειδή Μιχαήλ ο από Χριστιανών γονέων, επαρακινήθη θεληματικώς και ήλθεν ενώπιον πολλών αρχόντων και αρχομένων, οίτινες ευρέθησαν εμπρός εις το κριτήριόν μου και ωμολόγησε μετά παρρησίας, ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός και ότι οι προφήται δι’ Αυτόν επροφήτευσαν και ότι η Παρθένος Μαριάμ όπου εγέννησε τον Ιησούν Χριστόν είναι κυρίως και αληθώς Θεοτόκος, προσθέτων και τούτο, ότι έως τον καιρόν του Χριστού ήσαν οι Προφήται, οι δε μετέπειτα είναι ψεύσται και πλάνοι· και όστις και τον ιδικόν μας προφήτην τον Μωάμεθ φανερά απεκάλεσε ψεύστην και πλάνον και με άλλας ύβρεις τον εξουθένωσε και επειδή δεν θέλει να μετανοήση δι’ εκείνα τα οποία ελάλησεν, ορίζει ο νόμος να παραδοθή εις το πυρ, κατά την δεκάτην του Μαρτίου ημέραν Πέμπτην της εβδομάδος, ώραν ενάτην». Την απόφασιν αυτήν λαβών ο έπαρχος εξήλθεν από το κριτήριον έχων και τον Άγιον δεδεμένον, όστις μιμούμενος και εις τούτο τον Κύριον έτρεχεν όπισθεν ώσπερ αρνίον άκακον εις την σφαγήν, χωρίς να εναντιώνεται ή να κραυγάζη. Μόνον μετ’ ευχαριστίας και μετά ταπεινού σχήματος συνήγεν όλον τον νουν του εις τα ουράνια, εκεί όπου κατοικεί ο Δεσπότης Χριστός. Η δε πόλις όλη συνηθροίσθη, ίνα ίδουν το Μαρτύριόν του, ως από κοινήν συμφωνίαν και οι μεν Χριστιανοί ίσταντο μακρόθεν διωκόμενοι, τα δε πλήθη των Αγαρηνών ήσαν πλησίον, πνέοντες θυμόν, απειλούντες, υβρίζοντες και ατακτούντες, ώσπερ θηρία ανήμερα. Ήτο δε εκεί πάνδημον θέαμα, το να βλέπη τις όλον τον τόπον κατειλημμένον από το πλήθος των ανθρώπων, τας στέγας των οίκων γεμάτας, τους ορόφους, τους Ναούς, τα δένδρα, τα τείχη, διότι όλοι ως νέφος μελισσών συνήχθησαν δια να ίδουν τον αγώνα του Μάρτυρος, πως ηγωνίζετο και πως ενίκησε τους ορατούς και αοράτους εχθρούς. Πιστεύω δε ότι δεν έλειπον από το στάδιον ούτε Άγγελοι, ούτε Μαρτύρων ψυχαί, προσμένοντες να ευφημήσουν τον νικητήν. Αφού λοιπόν έφθασαν εις τον τόπον, εις τον οποίον έμελλε να τελειωθή ο Άγιος, θέλοντας οι δήμιοι να τον εκφοβίσουν, έστησαν αυτόν έμπροσθεν εις το πυρ και εμπήξαντες δύο ξύλα εις την γην, έδεσαν την άλυσιν όπου εφόρει ο Μάρτυς. Έπειταεκδύοντες αυτόν, τον άφησαν μόνον με το επανωφόριον και ήρχισε πάλιν ο έπαρχος να τον κολακεύη συμπονών δήθεν αυτόν και νομίζων ότι θα μαλάξη την αδαμαντίνην αυτού ψυχήν. Αλλ’ ο Μάρτυς του λέγει· «Δεν εντρέπεσαι, ταλαίπωρε, να διαστρέφης την ορθήν Πίστιν του Κυρίου; Διατί δεν εκτελείς συντόμως την απόφασιν του θανάτου μου; Εγώ πιστεύω και ομολογώ, καθώς σας προείπον, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο αληθινός Υιός του Θεού και Θεός, όστις ήλθεν εις τον κόσμον ίνα σώση τους αμαρτωλούς, από τους οποίους εγώ είμαι ο έσχατος και τελευταίος· δεν θέλεις με καταπείσει, άθλιε, έστω και αν ακόμη μοι δώσης μύρια βασίλεια. Άλλη Βασιλεία με αναμένει άφθαρτος και αϊδιος». Τότε διατάσσει ο έπαρχος να αλειφθή πρώτον με θειάφι, αφού δε τον ήλειψαν, ανάπτουσιν υποκάτω του πυρ και ευθύς ήναψε ώσπερ κηρός, ούτω δε ίστατο καιόμενος πολλήν ώραν, υμνών εν σιγή τον Θεόν. Έπειτα στρέφων δεξιά και αριστερά και ιδών που ευρίσκετο το περισσότερον πυρ, εκεί πεσών, ο μακάριος, το μεν σώμα του παρέδωκεν εις το πυρ, την δε ψυχήν του εις χείρας Θεού. Ω της ανδρείας σου, Μιχαήλ αξιοθαύμαστε! Ω της στερράς και αδαμαντίνης σου ψυχής! Πως δεν εφοβήθης την αγρίαν ορμήν των αλλοπίστων, αλλ’ ως βέλη νηπίων ενόμιζες όλα αυτών τα μηχανήματα; Πως δεν εφοβήθης το τρομερόν εκείνο πυρ; Όθεν Άγγελοι εθαύμασαν την ανδρείαν της ψυχής σου· δαίμονες ησχύνθησαν· οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ηυφράνθησαν, οι αλλόπιστοι κατησχύνθησαν, όλον το σύστημα των ευσεβών σε επήνεσεν επί της γης και κατ’ έτος και καθ’ υποχρέωσιν πανηγυρίζει την μνήμην σου· και εν ουρανοίς Άγιοι σε υπεδέχθησαν με φωνήν αγαλλιάσεως και με ήχον εορταζόντων, δοξάζοντες και ευλογούντες Χριστόν τον νικοποιόν Θεόν· Ω η δόξα και το κράτος εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Τον εδίδασκον να φυλάττη τας εντολάς του Θεού, επειδή από την διαφύλαξιν των εντολών του Θεού αποδεικνύεται η αγάπη την οποίαν έχει τις προς Αυτόν, ως ο ίδιος λέγει εις το Ευαγγέλιον· «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστιν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν» (Ιωάν. ιδ: 21). Από αυτά δε τα ευαγγελικά ρητά έκαμε καλήν αρχήν να γίνη πληρωτής των εντολών του Κυρίου. Μετ’ ολίγον καιρόν απέθανεν ο πατήρ του και ανεπαύθη εις τας αιωνίους μονάς· η δε μήτηρ του, όσον ηδύνατο, με κάθε προθυμίαν ανέτρεφε τον υιόν της, τον οποίον, αφ’ ου έφθασεν εις νόμιμον ηλικίαν, υπάνδρευσε με νόμιμον γυναίκα. Κατόπιν ο Μιχαήλ ανεχώρησεν εις Θεσσαλονίκην, όπου εσχετίσθη με τους κατοίκους, άλλοτε μεν συναναστρεφόμενος τους αρτοποιούς, άλλοτε δε πάλιν καθήμενος μόνος εις εργαστήριον πωλών άρτους και με ταύτην την εργασίαν εξοικονόμει τον άρτον του. Έδιδε δε και ελεημοσύνην εις τους πτωχούς και εις τας Εκκλησίας κατά δύναμιν· εσύχναζεν εις τας ακολουθίας της Εκκλησίας· επρόσεχεν ακροαζόμενος τους θείους λόγους· και ήρχετο τακτικά και εις ημάς μόνον και μόνον δια να ακούη τους ιερούς λόγους. Θέλων δε ο Άγιος να γίνη Μοναχός, ημποδίζετο υπό πολλών, οίτινες του έλεγον, ότι συμφώνως προς τους θείους και ιερούς Κανόνας δεν είναι συγκεχωρημένον να μονάση τις άνευ συμφώνου γνώμης της συζύγου του. Όταν δε έφθασεν η της Μεγάλης Τεσσαρακοστής Τρίτη Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, ήλθεν ούτος πρώτος από όλους εις την Εκκλησίαν, εξ αυτού του μεσονυκτίου, ήκουε δε μετά προσοχής όλην την ακολουθίαν ως και τους ιερούς του Ευαγγελίου λόγους, τους οποίους, ως θείον σπόρον ενεφύτευεν εις το βάθος της καρδίας του. Μετά παρέλευσιν τριών ημερών έθεσε τούτους εις εφαρμογήν με την δύναμιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Την Δευτέραν της μεσονηστίμου εβδομάδος, μετά τον Εσπερινόν, λαβών ευλογίαν παρά του Ιερέως, ανεχώρησε δρομαίως, ενεργήσας αντιθέτως προς την συνήθειάν του. Διότι ημείς (λέγει ο συγγραφεύς περί εαυτού), συνηθίζαμεν μετά την απόλυσιν της ακολουθίας να κάμνωμεν ανάγνωσιν, προς ωφέλειαν των ακροατών. Τότε οι μεν άλλοι παρέμειναν έως ότου τελειώση η ανάγνωσις. Εκείνος όμως, ως να τον εβίαζε τις, ή και να τον ωδηγούσεν, εξήλθε πρότερον, μεταβάς δε εις το εργαστήριόν του εκάθισεν εκεί. Ελθόν τότε παιδίον τι των Αγαρηνών φειτόνων του, έχον από πρότερον γνωριμίαν μετ’ αυτού, εζήτει να αγοράση άρτον, ο δε Μάρτυς ηρώτα το παιδίον, που πηγαίνει, τι πιστεύει και εάν εννοή εκείνο το οποίον λέγει. Τούτο ο Μάρτυς έπραττε συχνά, αλλά τότε αυστηρότερον συνωμίλει με τον μικρόν Αγαρηνόν. Έτυχε δε να διέρχεται από εκεί εις εκ των νομοδιδασκάλων των Οθωμανών, τον οποίον αφού εχαιρέτησεν ο μικρός του λέγει· «Ακούεις, διδάσκαλε, τι μου λέγει αυτός ο άπιστος»; Εκείνος τότε στραφείς είπε προς τον Μάρτυρα· «Τι είναι αυτά τα οποία λέγεις, άπιστε άνθρωπε, και βλασφημείς την πίστιν μας, ήτις είναι ένδοξος και πολύτιμος»; Ο δε Άγιος μετά παρρησίας απαντά· «Εγώ είμαι αληθώς πιστός και ευσεβής με την Χάριν του Χριστού μου του αληθινού Θεού και γνωρίζω τι λέγω και τι πιστεύω, ώστε να είμαι έτοιμος να αποθάνω δια την ομολογίαν της Πίστεώς μου. Σεις δε ταλαίπωροι, ουδέ τι λέγετε γνωρίζετε, ούτε τι πιστεύετε, αλλ’ είσθε πεπλανημένοι και περιπατείτε εις το σκότος, έχοντες μίαν θρησκείαν γεμάτην από μυθολογίας και πλάσματα». Τούτων ούτω λεχθέντων, εντός ολίγου συνηθροίσθησαν εκεί πλήθος Αγαρηνών, οίτινες συλλαβόντες τον Άγιον τον έφεραν εις τον κριτήν της πόλεως λέγοντες· «Ηκούσαμεν τον άνθρωπον αυτόν να βλασφημή τον Μωάμεθ και τον Θεόν». Ο κριτής τότε, λαβών εις τας χείρας του χάρτην, ήρχισε να ερωτά λεπτομερώς τον Άγιον και να γράφη τας αποκρίσεις του. Και πρώτον μεν τον ηρώτησε· «Τι πιστεύεις και πως ονομάζεσαι και ποία είναι η πατρίς σου»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Χριστιανός είμαι, από την επαρχίαν της Ευρυτανίας, από Χριστιανούς γονείς εγεννήθην και ονομάζομαι Μιχαήλ». Ο κριτής συνέχισε· «Γνωρίζεις γράμματα»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Όχι». Λέγει ο κριτής· «Εφ’ όσον δεν γνωρίζεις γράμματα, πως κηρύττεις εμπρός εις το κριτήριόν μου τον Χριστόν, όστις ήτο άνθρωπος, Θεόν αληθινόν και Δημιουργόν του παντός και όστις, καθώς σεις λέγετε, υπέμεινε πάθη και εσταυρώθη και ετάφη»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Αν ήθελες, ω δικαστά, να ακούσης με προσοχήν το μέγα μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού, δεν ήθελες εναντιωθή ουδόλως, ούτε δε και θα έλεγες ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός. Όμως εις όσα με ηρώτησες, σου αποκρίνομαι». Θεολογών τότε ο απλούς και θεοφώτιστος Μιχαήλ, λέγει· «Δύο είναι τα πρώτα και σοβαρώτατα κεφάλαια, τα οποία σας απομακρύνουν από την αλήθειαν, το δε χείριστον είναι ότι πιστεύοντες εις τον ένα Θεόν δεν ομολογείτε τα εν τω Θεώ τρία πρόσωπα· το δεύτερον δε ότι δεν πιστεύετε εις τον ενυπόστατον Λόγον, όστις προ των αιώνων μεν εγεννήθη εκ του Θεού και Πατρός, κατά δε τους τελευταίους χρόνους έγινεν άνθρωπος τέλειος, δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Ο τρόπος της ενανθρωπήσεώς του δεν δύναται να εξιστορηθή· όμως, καθ’ όσον είναι δυνατόν εις ανθρωπίνην δύναμιν, σου εξηγώ, αρχίζων από το πρώτον κεφάλαιον, ότι δηλαδή ο Θεός είναι τρισυπόστατος· άκουσον λοιπόν. Μόνος ο Θεός είναι αϊδιος, αιώνιος, άναρχος, ατελεύτητος, άτμητος, άκτιστος, ασύγχυτος, άτρεπτος· τα δε κτίσματα είναι τρεπτά δια τούτο και φθαρτά. Αυτός λοιπόν, συνέχισε λέγων ο Άγιος, ο εις και μόνος Θεός, δεν είναι ούτε χωρίς λόγον ούτε χωρίς σοφίαν· ώστε ο Λόγος του Θεού, ο αυτός είναι και Σοφία του Θεού. Επειδή η σοφία με λόγον είναι, εξ ανάγκης και είναι αδύνατον να υπάρξη χωρίς Λόγον. Αν λοιπόν ήτο ποτέ ο Θεός και δεν ήτο ο Λόγος και η σοφία του Θεού, ο Θεός κατ’ ανάγκην θα ήτο άλογος και άσοφος, τουθ’ όπερ είναι μεγάλη ασέβεια να είπη τις, ακόμη δε και αδύνατον. Ώστε άναρχος είναι και ο Λόγος και η σοφία του Θεού, επειδή είναι και αχώριστος από τον Θεόν. Αλλ’ ούτε λόγος ευρίσκεται άνευ πνεύματος, γεγονός το οποίον και σεις ομολογείτε. Διότι λέγοντες τον Χριστόν ότι είναι Λόγος του Θεού, λέγετε ούτω ότι είναι και Πνεύμα του Θεού. Αφρόνως όμως και με πολλήν αμάθειαν, διότι δεν χωρίζετε τα πρόσωπα του Λόγου και του Πνεύματος· δι’ ο τα υπέρ φύσιν και άτρεπτα φρονείτε συγκεχυμένα, και υπολαμβάνετε ως τρεπτά και ανθρωποπρεπή. Εις Θεός είναι λοιπόν τρία πρόσωπα και πάλιν εις Θεός. Έχει λοιπόν ο Θεός Λόγον και Πνεύμα, αλλά δεν τα έχει ανυπόστατα, καθώς τα έχομεν ημείς οι άνθρωποι, αλλά τα έχει ενυπόστατα και τέλεια, καθώς πρέπει εις τον Θεόν. Ως επί παραδείγματι η λάμψις του ηλίου εκπορεύεται από αυτόν και καταβαίνει μέχρις ημών και ούτε η λάμψις ούτε η ακτίς χωρίζεται ποτέ από τον δίσκον του ηλίου. Λέγοντες δε ημείς λάμψιν και ακτίνα, δεν λέγομεν άλλον ήλιον, παρά τον ένα. Καθ’ όμοιον τρόπον και τον Λόγον του Θεού λέγοντες Θεόν, ακόμη δε και το Πνεύμα του Θεού το Άγιον, δεν λέγομεν άλλον Θεόν, παρά τον ένα Εκείνον, όστις ανάρχως και αϊδίως θεωρείται με τον συνάναρχον Λόγον του και το Άγιον Πνεύμα του· και τούτο, το να πιστεύσωμεν ημείς ούτως, αυτός ο Χριστός ο του Θεού Λόγος μάς το εδίδαξεν. Ούτω λοιπόν πιστεύομεν και ομολογούμεν και με αυτήν την πίστιν μέλλομεν να αποθάνωμεν. Και ταύτα μεν αρκούν εις το πρώτον κεφάλαιον· ας μεταβώμεν δε και εις το δεύτερον. Ο Χριστός δεν είναι μόνον Θεός αληθινός, αλλ’ εν ταυτώ και τέλειος άνθρωπος, διπλήν έχων την ενέργειαν, όπως και η ακτίς του ηλίου, ήτις όχι μόνον φωτίζει τα πάντα, αλλά και ζωογονεί και θερμαίνει αυτά. Και είναι όχι μόνον παντοκράτωρ και παντοδύναμος, αλλά και δίκαιος. Έπλασε λοιπόν ο Θεός τον άνθρωπον και τον επρόσταξε να φυλάττη τας θείας Του εντολάς. Αλλ’ επειδή ο άνθρωπος υπήκουσεν εις τον διάβολον εκουσίως και ημάρτησε, παραβαίνων την θείαν εντολήν, δια τούτο και δικαίως κατεδικάσθη εις θάνατον. Διότι δεν ήτο ίδιον του δικαίου Θεού με την βίαν να ελευθερώση τον άνθρωπον από τον διάβολον. Επειδή, δια του τρόπου τούτου, αρπάζων δηλαδή με την βίαν από τας χείρας του τον άνθρωπον, ήθελεν αδικήσει τον διάβολον, όστις δεν τον έλαβε με την βίαν. Προς τούτοις δε ήθελεν αναιρεθή και το αυτεξούσιον του ανθρώπου, αν ο Θεός με βίαν και δυναστείαν τον ηλευθέρωνε, πράγμα το οποίον δεν ήτο ίδιον του δικαιοκρίτου Θεού, το να αφανίζη δηλαδή το ιδικόν του έργον. Ήτο λοιπόν αναγκαίον να γίνη ένας άνθρωπος αναμάρτητος και να ζήση αναμαρτήτως και δι’ αυτού του τρόπου να βοηθήση τον άνθρωπον, όστις ημάρτησεν εκουσίως. Αλλ’ επειδή δεν υπάρχει ουδείς άνθρωπος αναμάρτητος, έστω και αν μία ημέρα μόνον είναι η ζωή του, καθώς λέγει η θεία Γραφή, δια τούτο, ο μόνος αναμάρτητος Λόγος του Θεού, υιός ανθρώπου γίνεται και γεννάται από Παρθένου και μαρτυρείται με φωνήν πατρικήν από τους ουρανούς και εκουσίως ενοχλείται από τον διάβολον και πολεμείται ως άνθρωπος και νικά τον πειρασμόν, με έργα δε και μεγάλα θαύματα φανερώνει και αποδεικνύει την Θεότητά Του και την εις αυτόν πίστιν και με τοιούτον τρόπον ζήσας χωρίς αμαρτίαν, αναλαμβάνει τα πάθη ημών των καταδίκων, ακόμη και αυτόν τον θάνατον. Έπειτα καταβαίνει εις τον Άδην δια να σώση και εκεί τους πιστεύσαντας. Αναστηθείς δε από τον τάφον μετα τρεις ημέρας και αναληφθείς εις τους ουρανούς ετίμησε τον άνθρωπον κάμνων αυτόν συγκάθεδρον με τον Θεόν και Πατέρα. Και καθίσας εις τα δεξιά του Θρόνου της μεγαλωσύνης εις τους ουρανούς, κατέπεμψεν εκείθεν το Πνεύμα το Άγιον και εφώτισε τους Αγίους του Μαθητάς και Αποστόλους, εκείνοι δε κατόπιν εφώτισαν τον κόσμον όλον εις την αληθή Θεογνωσίαν, με την συνεργίαν του Κυρίου, όστις εβεβαίωνε το κήρυγμά των με τα επακολουθούντα θαύματα. Ταύτα ο κριτής ακούσας ηρώτησεν· «Αλλά την Μαριάμ, ήτις εγέννησε τον Ιησούν, πως την έχετε»; Και ο Άγιος απεκρίθη. «Επειδή Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον εγέννησεν, από το μεγαλύτερον ονομάζομεν, κηρύττοντες αυτήν αληθή Θεοτόκον». Λέγει ο κριτής· «Είναι δυνατόν να χωρηθή ο Θεός εις κοιλίαν και να γεννηθή»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Όλα τα αδύνατα και δύσκολα εις τους ανθρώπους, εις τον Θεόν είναι δυνατά και εύκολα· και όπου θελει ο Θεός, αι τάξεις της φύσεως νικώνται. Δια τούτο πιστεύομεν, ότι εχωρήθη ο αχώρητος και εγεννήθη χρονικώς, καθό άνθρωπος, καθώς αυτός γνωρίζει». Ο δε κριτής ηρώτησε και πάλιν· «Τον προφήτην μας, πως τον έχετε»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Από τον καιρόν του Χριστού μέχρι σήμερον, κανείς προφήτης δεν ήλθεν, διότι λέγει ο Κύριος, ότι οι Προφήται έως του Βαπτιστού Ιωάννου επροφήτευσαν. Ώστε ο ιδικός σας δεν είναι προφήτης, επειδή είναι μεταγενέστερος από τον Χριστόν και καμμίαν προφητείαν δεν είπε· πως λοιπόν θα τον είπωμεν προφήτην»; Ταύτα όλα όσα είπεν ο Μάρτυς Μιχαήλ ο κριτής τα έγραψεν. Έπειτα δε στραφείς με άγριον βλέμμα προς τον Άγιον του λέγει· «Βλέπεις ότι έγινες κατάκριτος από τους ιδικούς σου λόγους και υπόδικος εις τους νόμους; Δια τούτο μέλλεις να παραδοθής εις το πυρ, αν δεν μετανοήσης και αρνηθής εκείνα τα οποία είπες, δια να εύρης έλεος». Τότε ο Μάρτυς εβόησε με μεγάλην φωνήν και είπε· «Πιστεύω εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, όστις είναι Θεός αληθινός και δημιουργός και πλάστης μου και είμαι έτοιμος, εάν είναι δυνατόν, να υπομείνω μυρίας βασάνους δια την αγάπην Του. Δια τούτο, από τα χρήματα, τα οποία έχω, λάβετε και αγοράσατε ξύλα δια να με καύσητε, διότι δεν θέλω από τα ιδικά σας να προσφερθώ θυσία εις τον Θεόν μου». Και ευθύς ως είπε ταύτα έπτυσεν αυτόν και το χαρτίον του. Τότε ο κριτής ρίψας τον Άγιον εις την γην τον ερράβδισε σφοδρώς και έπειτα τον εφυλάκισεν. Ήτο δε τότε περίπου η ενάτη ώρα της ημέρας, ότε από το κριτήριον ήλθον προς ημάς (λέγει ο συγγραφεύς) πιστοί τινες και μας ανήγγειλαν όλα τα γενόμενα. Ημείς δε ευθύς ως ηκούσαμεν τούτο, φόβου και χαράς ενεπλήσθημεν, φόβου μεν, συλλογιζόμενοι την ασθένειαν της φύσεως, χαράς δε, ελπίζοντες ότι ο Θεός, όστις έδωσεν εις τον δούλον του τοιαύτην γνώσιν και ευτολμίαν λόγου, εις το να κηρύξη μετά παρρησίας το όνομά Του ενώπιον των αλλοπίστων, Αυτός έως τέλους θέλει ενδυναμώσει και την ασθένειαν της ανθρωπίνης φύσεως. Όθεν παραγγείλαντες πολλά εις τους ευσεβείς εκείνους, προς ενίσχυσιν του Μάρτυρος, απεστείλαμεν τούτους εις την φυλακήν προς παρηγορίαν του. Εκείνοι δε μεταβάντες και όντες γνώριμοι με τον δεσμοφύλακα, εύρον τον Άγιον εις την φυλακήν, δεδεμένον με δύο αλύσεις και προσευχόμενον. Ως δε εκείνοι είδον τον Μάρτυρα, ότι δεν ήτο τεταραγμένος ουδόλως, αλλά χαρίεις και αλλοίαν έχων την όψιν από την θείαν Χάριν, δι’ εκείνα τα οποία έπαθε και υπέμεινε, συνεκάθισαν μαζί του και του είπον όσα εγώ τους παρήγγειλα. Ο Άγιος δε τους απεκρίθη· «Ας έχη θάρρος ο Γέρων, διότι δεν θέλει με εγκαταλείψει ποτέ η δύναμις του Θεού, ήτις με προστατεύει, αλλά και την ασέβειαν θέλω διαπομπεύσει και δια τον Χριστόν θέλω μαρτυρήσει». Αφού δε και περί άλλων πολλών συνωμίλησαν επ’ αρκετόν, όταν ενύκτωσεν ανεχώρησαν. Την πρωϊαν πάλιν, μετά από τον Όρθρον, απέστειλα τους ιδίους εις αυτόν να του είπουν τα πρέποντα και να τον παρακινήσουν εις το Μαρτύριον. Εκείνος δε, ως είδεν ότι ήλθον και ήκουσεν εκείνα τα οποία του έλεγον, τους είπεν· Αδελφοί, ο Κύριός μου αυτήν την νύκτα, ότε προσηυχόμην, εφάνη προς εμέ τον ανάξιον και ενεδυνάμωσε την αδυναμίαν μου. Δίδων δε θάρρος εις την ψυχήν μου, είπεν εις εμέ· «Μιχαήλ, ιδικέ μου Αθλητά, χαίρε. Καθώς δε εγώ δια σε και δι’ όλον το γένος των ανθρώπων προσέφερα την ψυχήν μου και υπέμεινα σταυρικόν θάνατον, καθ’ όμοιον τρόπον είναι ανάγκη και συ να αποθάνης δια την αγάπην μου, δια να ζήσης και να βασιλεύσης μετ’ εμού. Βλέπε λοιπόν μη φοβηθής το πυρ, διότι η θεωρία του μόνον έχει τον φόβον, η δε δοκιμή του είναι ευκαταφρόνητος. Θέλεις δε υπομείνει ταύτα ενδυναμούμενος από την ανίκητόν μου δύναμιν». Αυτά λέγων εις εμέ ο Κύριος με ηυλόγησε και απήλθεν. Εμέ δε περιέβαλεν υπερβολική αγάπη και χαρά ανεκλάλητος τόσον, ώστε δεν ηδυνάμην να κρατήσω τον εαυτόν μου και μόνον επρόσμενα πότε να έλθη εκείνη η ευλογημένη ώρα, να χωρισθώ από τούτον τον κόσμον και να ενωθώ με τον Χριστόν μου. Κατά δε την τρίτην ώραν της ημέρας συνήχθησαν οι αρτοποιοί εις τον κριτήν λέγοντες· «Αυτός ο άνθρωπος χρεωστεί εις ημάς, άλλοι δε χρεωστούν εις αυτόν· όθεν, παράδωσον αυτόν εις ημάς δια να τακτοποιήση τους λογαριασμούς του, δι’ εκείνα, τα οποία χρεωστεί και του χρεωστούν». Παρέδωκε λοιπόν αυτόν ο κριτής δεδεμένον εις τον έπαρχον της πόλεως και ήλθον μετ’ αυτού εις το εργαστήριόν του. Εκεί δε ενώ εθεώρουν τους λογαριασμούς του, όσα αυτός είχε και ποίοι του εχρεώστουν, εδίψασεν ο Άγιος και παρεκάκεσεν ένα από τους εκεί φίλους του, να του φέρη οίνον να πίη. Εκείνος δε πράγματι μετέβη ευθύς και του έφερε και έπιεν. Ως δε είδον οι φονείς τον κομιστήν, ολίγον έλειψε να τον φονεύσουν. Ο δε Μάρτυς, συμπονέσας τον φίλον του, εφώναξεν εις τον έπαρχον· «Άδικε και άνομε, τι κακοποιείς τον άνθρωπον του Θεού; Εγώ είμαι ο αίτιος και εις εμέπρέπει η τιμωρία, όχι εις τον αναίτιον»! Αλλ’ ο έπαρχος, μη υποφέρων τον έλεγχον του Αγίου, τον εκτύπησε με την ράβδον εις την κεφαλήν τόσον, ώστε πίπτων κατά γης μετά βίας εσηκώθη. Αναχωρήσαντες εκείθεν κατόπιν τον έκλεισαν και πάλιν εις την φυλακήν, παραγγείλαντες εις τον δεσμοφύλακα να τον φυλάττη με προσοχήν, διότι ανέμενον τον ανώτερον κριτήν να εκδώση την απόφασιν του θανάτου του. Ούτος ήλθε την Τετάρτην της μεσονηστίμου εβδομάδος και την Πέμπτην εκάθησεν επί της δικαστικής έδρας. Έφεραν τότε τον Μάρτυρα εις το κριτήριον χαίροντα όλον και απαστράπτοντα εκ των ακτίνων της θείας Χάριτος. Επλησίαζε τότε η έκτη ώρα της ημέρας και λαμβάνων ο κριτής εις τας χείρας του τον χάρτην επί του οποίου είχε γραφή η ομολογία του Μάρτυρος, ήρχισε και αυτός να τον ερωτά δια τα γεγραμμένα, αν αληθεύωσι και αν, ως έχουσι, τα ωμολόγησε και πόθεν τα εδιδάχθη. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Μη ερωτάς, κριτά, εάν αληθεύωσιν αυτά, διότι είναι φανερώτερα από τον ήλιον και εγώ είμαι όστις ωμολόγησα τότε ταύτα, τώρα δε πάλιν τα ομολογώ και κηρύττω ως αληθή, ως πιστά και βέβαια. Ταύτα εδιδάχθην πατροπαραδότως από ευσεβείς γονείς. Πρώτος δε διδάσκαλός μου εις ταύτα πάντα άλλος τις δεν είναι ει μη ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού και Θεός αληθινός». Λέγει τότε με θυμόν ο κριτής· «Άφησε, άθλιε, αυτά και μετανόησε δια να ελεηθής από τον Θεόν εις τους ουρανούς και από τον προφήτην μας και δια να σε δοξάσωμεν και ημείς εις την γην, αλλά περισσότερον δια να αποφύγης τον πικρόν θάνατον του πυρός». Αλλά και πάλιν ο Μάρτυς του Χριστού μηδόλως πτοηθείς απεκρίθη μετά γενναιότητος· «Δεν αρνούμαι τον Θεόν μου, δεν προτιμώ το σκότος από το φως ούτε το ψεύδος από την αλήθειαν, αλλά θέλω να αποθάνω δια τον Χριστόν μου, δια να ζήσω με Αυτόν. Μη με φοβερίζης, κριτά, διότι δεν θέλεις με καταπείσει· διότι εγώ ανέμενον την ημέραν ταύτην ως πανήγυριν λαμπράν και ως ημέραν ελευθερίας, της οποίας όλος ο κόσμος δεν είναι αντάξιος. Τι με ωφελούν τα κέρδη των χρημάτων, τα οποία μου υπόσχεσθε; Το αργύριόν σας να απολεσθή ομού με σας, όπου φαντάζεσθε ότι θα αλλάξω την Βασιλείαν των ουρανών με χρήματα και δόξαν προσωρινήν. Λοιπόν, μη χάνης καιρόν, αλλά παράδοσόν με εις τον Θεόν μίαν ώραν ενωρίτερον, διότι θέλω και αγαπώ να γίνω θυσία του Κυρίου μου, να ψηθώ ως άρτος ηδύς, να τεθώ εις την τράπεζαν της Αγίας Τριάδος και να προσφερθώ ως ευώδες θυμίαμα εις αυτήν. Κάμε το συντομώτερον εκείνο το οποίον θέλεις· δεν φοβούμαι τας προσκαίρους κολάσεις· δεν αρνούμαι την αγάπην τού γλυκυτάτου μου Ιησού, όστις είναι και έρως και αγάπη και έφεσις και ζωή και ανάστασις και Βασιλεία των ουρανών. Δια των λόγων τούτων εξέπληξεν ο Άγιος τον κριτήν τόσον, ώστε λαβών εκείνος το μανδήλιόν του και επί πολύ ακουμβών την κεφαλήν του επάνω εις αυτό εγέμισεν όλος από δάκρυα. Έπειτα, ως να εξύπνησεν εκ του ύπνου, έδωκε τοιαύτην κατά του Μάρτυρος έγγραφον απόφασιν· «Επειδή Μιχαήλ ο από Χριστιανών γονέων, επαρακινήθη θεληματικώς και ήλθεν ενώπιον πολλών αρχόντων και αρχομένων, οίτινες ευρέθησαν εμπρός εις το κριτήριόν μου και ωμολόγησε μετά παρρησίας, ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός και ότι οι προφήται δι’ Αυτόν επροφήτευσαν και ότι η Παρθένος Μαριάμ όπου εγέννησε τον Ιησούν Χριστόν είναι κυρίως και αληθώς Θεοτόκος, προσθέτων και τούτο, ότι έως τον καιρόν του Χριστού ήσαν οι Προφήται, οι δε μετέπειτα είναι ψεύσται και πλάνοι· και όστις και τον ιδικόν μας προφήτην τον Μωάμεθ φανερά απεκάλεσε ψεύστην και πλάνον και με άλλας ύβρεις τον εξουθένωσε και επειδή δεν θέλει να μετανοήση δι’ εκείνα τα οποία ελάλησεν, ορίζει ο νόμος να παραδοθή εις το πυρ, κατά την δεκάτην του Μαρτίου ημέραν Πέμπτην της εβδομάδος, ώραν ενάτην». Την απόφασιν αυτήν λαβών ο έπαρχος εξήλθεν από το κριτήριον έχων και τον Άγιον δεδεμένον, όστις μιμούμενος και εις τούτο τον Κύριον έτρεχεν όπισθεν ώσπερ αρνίον άκακον εις την σφαγήν, χωρίς να εναντιώνεται ή να κραυγάζη. Μόνον μετ’ ευχαριστίας και μετά ταπεινού σχήματος συνήγεν όλον τον νουν του εις τα ουράνια, εκεί όπου κατοικεί ο Δεσπότης Χριστός. Η δε πόλις όλη συνηθροίσθη, ίνα ίδουν το Μαρτύριόν του, ως από κοινήν συμφωνίαν και οι μεν Χριστιανοί ίσταντο μακρόθεν διωκόμενοι, τα δε πλήθη των Αγαρηνών ήσαν πλησίον, πνέοντες θυμόν, απειλούντες, υβρίζοντες και ατακτούντες, ώσπερ θηρία ανήμερα. Ήτο δε εκεί πάνδημον θέαμα, το να βλέπη τις όλον τον τόπον κατειλημμένον από το πλήθος των ανθρώπων, τας στέγας των οίκων γεμάτας, τους ορόφους, τους Ναούς, τα δένδρα, τα τείχη, διότι όλοι ως νέφος μελισσών συνήχθησαν δια να ίδουν τον αγώνα του Μάρτυρος, πως ηγωνίζετο και πως ενίκησε τους ορατούς και αοράτους εχθρούς. Πιστεύω δε ότι δεν έλειπον από το στάδιον ούτε Άγγελοι, ούτε Μαρτύρων ψυχαί, προσμένοντες να ευφημήσουν τον νικητήν. Αφού λοιπόν έφθασαν εις τον τόπον, εις τον οποίον έμελλε να τελειωθή ο Άγιος, θέλοντας οι δήμιοι να τον εκφοβίσουν, έστησαν αυτόν έμπροσθεν εις το πυρ και εμπήξαντες δύο ξύλα εις την γην, έδεσαν την άλυσιν όπου εφόρει ο Μάρτυς. Έπειταεκδύοντες αυτόν, τον άφησαν μόνον με το επανωφόριον και ήρχισε πάλιν ο έπαρχος να τον κολακεύη συμπονών δήθεν αυτόν και νομίζων ότι θα μαλάξη την αδαμαντίνην αυτού ψυχήν. Αλλ’ ο Μάρτυς του λέγει· «Δεν εντρέπεσαι, ταλαίπωρε, να διαστρέφης την ορθήν Πίστιν του Κυρίου; Διατί δεν εκτελείς συντόμως την απόφασιν του θανάτου μου; Εγώ πιστεύω και ομολογώ, καθώς σας προείπον, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο αληθινός Υιός του Θεού και Θεός, όστις ήλθεν εις τον κόσμον ίνα σώση τους αμαρτωλούς, από τους οποίους εγώ είμαι ο έσχατος και τελευταίος· δεν θέλεις με καταπείσει, άθλιε, έστω και αν ακόμη μοι δώσης μύρια βασίλεια. Άλλη Βασιλεία με αναμένει άφθαρτος και αϊδιος». Τότε διατάσσει ο έπαρχος να αλειφθή πρώτον με θειάφι, αφού δε τον ήλειψαν, ανάπτουσιν υποκάτω του πυρ και ευθύς ήναψε ώσπερ κηρός, ούτω δε ίστατο καιόμενος πολλήν ώραν, υμνών εν σιγή τον Θεόν. Έπειτα στρέφων δεξιά και αριστερά και ιδών που ευρίσκετο το περισσότερον πυρ, εκεί πεσών, ο μακάριος, το μεν σώμα του παρέδωκεν εις το πυρ, την δε ψυχήν του εις χείρας Θεού. Ω της ανδρείας σου, Μιχαήλ αξιοθαύμαστε! Ω της στερράς και αδαμαντίνης σου ψυχής! Πως δεν εφοβήθης την αγρίαν ορμήν των αλλοπίστων, αλλ’ ως βέλη νηπίων ενόμιζες όλα αυτών τα μηχανήματα; Πως δεν εφοβήθης το τρομερόν εκείνο πυρ; Όθεν Άγγελοι εθαύμασαν την ανδρείαν της ψυχής σου· δαίμονες ησχύνθησαν· οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ηυφράνθησαν, οι αλλόπιστοι κατησχύνθησαν, όλον το σύστημα των ευσεβών σε επήνεσεν επί της γης και κατ’ έτος και καθ’ υποχρέωσιν πανηγυρίζει την μνήμην σου· και εν ουρανοίς Άγιοι σε υπεδέχθησαν με φωνήν αγαλλιάσεως και με ήχον εορταζόντων, δοξάζοντες και ευλογούντες Χριστόν τον νικοποιόν Θεόν· Ω η δόξα και το κράτος εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου