Νικηφόρος ο εν Αγίοις Αγιώτατος Πατήρ ημών, ο τον ευκλεέστατον της περιφανούς
Κωνσταντινουπόλεως κοσμήσας θρόνον, αφού σθεναρώς υπέρ της Αγίας Ορθοδοξίας και
των σεπτών και αγίων Εικόνων ηγωνίσθη και δια τούτο υπό του εικονομάχου Λέοντος
Ε΄ του Αρμενίου εξωσθείς του Πατριαρχικού θρόνου εν έτει ωιε΄ (815), και μακράν
της Κωνσταντινουπόλεως εξορισθείς και αφού επί δέκα τέσσαρα έτη υπέμεινε
γενναίως εις την εξορίαν, μη αποδεχθείς ούτε την συμβιβαστικήν λύσιν, την
οποίαν του προέτεινεν ο διαδεχθείς τον Λέοντα αυτοκράτωρ Μιχαήλ Β΄ (820 – 829),
ως ασύμφωνον προς τας αποφάσεις της Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου περί
προσκυνήσεως των σεπτών Εικόνων, απήλθε προς Κύριον εν έτει ωκθ΄ (829) Ιουνίου
β΄ (2α).
Αφού δε παρήλθον έκτοτε έτη δεκατέσσαρα, καθηρέθη από τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως ο ψευδοπατριάρχης, μάλλον δε μαντιάρχης, Ιωάννης ο παράνομος, ανεβιβάσθη δε εις τον θρόνον αυτής ο αγιώτατος Πατριάρχης Μεθόδιος εν έτει ωμβ΄ (842). Ούτος λοιπόν, εκτός των άλλων αυτού αρετών και κατορθωμάτων, και την Ανακομιδήν του Ιερού Λειψάνου του Αγιωτάτου Νικηφόρου μετά χρόνους τέσσαρας από της αναρρήσεως αυτού εις τον θρόνον επέτυχεν, ειπών εις τους τότε βασιλείς Μιχαήλ Γ΄ (842-867) και Θεοδώραν, την μητέρα αυτού, τους εξής αξιομνημονεύτους λόγους· «Δεν είναι δίκαιον να μη κομισθή εις την Κωνσταντινούπολιν το τίμιον και ιερόν Λείψανον του αιδεσίμου και πανοσίου εν Πατριάρχαις Νικηφόρου, ο οποίος δια την Ορθόδοξον και αμώμητον Πίστιν εξωρίσθη από τον Πατριαρχικόν θρόνον και ετελείωσε την ζωήν του εις την εξορίαν». Εις τούτους λοιπόν τους λόγους πεισθέντες οι βασιλείς, απέστειλαν ευθύς ανθρώπους, ίνα φέρωσι το τίμιον του Αγίου Λείψανον εκ της Μονής του Αγίου Θεοδώρου, εις την οποίαν απέκειτο. Μετ’ αυτών δε μετέβη και ο ίδιος ο θείος Μεθόδιος, ον ηκολούθησαν και Ιερείς και Μοναχοί. Ευρόντες λοιπόν το τίμιον του Αγίου Λείψανον όλως άφθαρτον και ολόκληρον, διαφυλαχθέν εις διάστημα ετών δεκαεννέα, τα οποία είχον παρέλθει από της κοιμήσεως του Αγίου μέχρι της ανακομιδής του ιερού αυτού Λειψάνου, έβαλον αυτό εις το βασιλικόν πλοίον και το έφεραν εις την Κωνσταντινούπολιν με λαμπάδας και ύμνους πνευματικούς. Όταν δε το πλοίον διέπλεε το πέραμα της Ακροπόλεως, τότε ο βασιλεύς και όλη η Σύγκλητος κρατούντες λαμπάδας προϋπήντησαν το άγιον Λείψανον και το ησπάζοντο. Είτα φέροντες τούτο επάνω εις τους ώμους των, απέθεντο εις την Μεγάλην Εκκλησίας. Εκεί δε, αφού ετέλεσαν αγρυπνίαν, το πρωϊ επήραν πάλιν αυτό εις τους ώμους των και το έφεραν εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων των Μεγάλων, κατά την τρισκαιδεκάτην (13ην) ταύτην του παρόντος μηνός, κατά την ιδίαν δηλαδή ημέραν καθ’ ην απήλθε και εις την εξορίαν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τοις ανωτέρω Αγίοις Αποστόλοις τοις Μεγάλοις.
Αφού δε παρήλθον έκτοτε έτη δεκατέσσαρα, καθηρέθη από τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως ο ψευδοπατριάρχης, μάλλον δε μαντιάρχης, Ιωάννης ο παράνομος, ανεβιβάσθη δε εις τον θρόνον αυτής ο αγιώτατος Πατριάρχης Μεθόδιος εν έτει ωμβ΄ (842). Ούτος λοιπόν, εκτός των άλλων αυτού αρετών και κατορθωμάτων, και την Ανακομιδήν του Ιερού Λειψάνου του Αγιωτάτου Νικηφόρου μετά χρόνους τέσσαρας από της αναρρήσεως αυτού εις τον θρόνον επέτυχεν, ειπών εις τους τότε βασιλείς Μιχαήλ Γ΄ (842-867) και Θεοδώραν, την μητέρα αυτού, τους εξής αξιομνημονεύτους λόγους· «Δεν είναι δίκαιον να μη κομισθή εις την Κωνσταντινούπολιν το τίμιον και ιερόν Λείψανον του αιδεσίμου και πανοσίου εν Πατριάρχαις Νικηφόρου, ο οποίος δια την Ορθόδοξον και αμώμητον Πίστιν εξωρίσθη από τον Πατριαρχικόν θρόνον και ετελείωσε την ζωήν του εις την εξορίαν». Εις τούτους λοιπόν τους λόγους πεισθέντες οι βασιλείς, απέστειλαν ευθύς ανθρώπους, ίνα φέρωσι το τίμιον του Αγίου Λείψανον εκ της Μονής του Αγίου Θεοδώρου, εις την οποίαν απέκειτο. Μετ’ αυτών δε μετέβη και ο ίδιος ο θείος Μεθόδιος, ον ηκολούθησαν και Ιερείς και Μοναχοί. Ευρόντες λοιπόν το τίμιον του Αγίου Λείψανον όλως άφθαρτον και ολόκληρον, διαφυλαχθέν εις διάστημα ετών δεκαεννέα, τα οποία είχον παρέλθει από της κοιμήσεως του Αγίου μέχρι της ανακομιδής του ιερού αυτού Λειψάνου, έβαλον αυτό εις το βασιλικόν πλοίον και το έφεραν εις την Κωνσταντινούπολιν με λαμπάδας και ύμνους πνευματικούς. Όταν δε το πλοίον διέπλεε το πέραμα της Ακροπόλεως, τότε ο βασιλεύς και όλη η Σύγκλητος κρατούντες λαμπάδας προϋπήντησαν το άγιον Λείψανον και το ησπάζοντο. Είτα φέροντες τούτο επάνω εις τους ώμους των, απέθεντο εις την Μεγάλην Εκκλησίας. Εκεί δε, αφού ετέλεσαν αγρυπνίαν, το πρωϊ επήραν πάλιν αυτό εις τους ώμους των και το έφεραν εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων των Μεγάλων, κατά την τρισκαιδεκάτην (13ην) ταύτην του παρόντος μηνός, κατά την ιδίαν δηλαδή ημέραν καθ’ ην απήλθε και εις την εξορίαν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τοις ανωτέρω Αγίοις Αποστόλοις τοις Μεγάλοις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου