Μάλχος ο την παρούσαν διήγησιν παραδώσας Μοναχός εγεννήθη εις κώμην τινά
της Συρίας καλουμένην Μαρώνειαν, κειμένην τριάκοντα περίπου μίλια μακράν της
Αντιοχείας. Εν τη κώμη ταύτη γεννηθείς ο Μάλχος εν αυτή και ανετρέφετο
χριστιανικώς υπό των γονέων του και εσέβετο τον Θεόν. Και οι μεν γονείς αυτού
εμελέτων να συνδέσωσιν αυτόν μετά γυναικός, αυτός δε αντιθέτως εσκέπτετο να φύγη
και να γίνη Μοναχός. Απελθών λοιπόν εις Ιβηρίαν, έγινε πράγματι Μοναχός πλησίον
πνευματικών ανδρών, οίτινες ήσαν εκεί. Ούτω δε καλώς αγωνιζόμενος, ο αοίδιμος,
ευηρέστει τον Θεόν.
Όταν όμως ο Μάλχος επληροφορήθη, ότι απέθανεν ο πατήρ του, εμελέτα να επανέλθη εις την χήραν μητέρα του, επί τω σκοπώ όπως μετά τον θάνατον εκείνης γίνη κληρονόμος όλης της πατρικής του περιουσίας και μέρος μεν εξ αυτής να δώση ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, μέρος δε να εξοδεύση εις οικοδομήν Μοναστηρίου του. Τον σκοπόν και λογισμόν του τούτον εξωμολογήθη ο Μάλχος εις τον Πνευματικόν αυτού Πατέρα και Γέροντα, εκείνος δε ημπόδιζεν αυτόν από την πραγματοποίησιν του λογισμού του τούτου ως ανωφελούς και ασυμφόρου, μάλιστα δε και εβεβαίωνεν αυτόν, ότι οι λογισμοί αυτοί είναι εκ των δαιμόνων. Ο Μάλχος όμως, μη θελήσας να πεισθή εις τους λόγους του Γέροντός του, εξήλθε του Μοναστηρίου και μετέβη εις την πόλιν της Εδέσσης. Εκεί, επειδή εφοβείτο μη απαντήση καθ’ οδόν Σαρακηνούς, ανέμενε μέχρις ου εύρη και άλλους συνοδοιπόρους. Αφ’ ου δε συνήχθησαν εβδομήκοντα οδοιπόροι, περιεπάτει πλέον μεθ’ όλων αυτών άνευ φόβου. Παρ’ ελπίδα όμως εφάνη καθ’ οδόν πλήθος Σαρακηνών, οι οποίοι, αιφνιδίως ορμήσαντες κατά των οδοιπόρων, συνέλαβον και ηχμαλώτισαν άπαντας. Τότε και ο Μάλχος ούτος εκληρώθη εις τινα μαύρον Αιθίοπα, ο οποίος έλαβεν αυτόν αιχμάλωτον μετά τινος γυναικός. Τούτους λοιπόν τους δύο αιχμαλώτους διέταξεν ο Αιθίοψ να ιππεύσωσιν ομού επί γοργοκαμήλου. Επειδή δε η κάμηλος έτρεχε πολύ, κινδυνεύων ο Μάλχος να κρημνισθή ομού με την γυναίκα, ενηγκαλίσθη και αυτός την γυναίκα και η γυνή τον Μάλχον και ούτω δια του εναγκαλισμού ίσταντο στερεοί επί της καμήλου. Όχι δε ,όνον τούτο το άτοπον συνέβη εις τον Μάλχον, ως εκ της παρακοής του, αλλά προς τούτοις έφαγεν ακουσίως και κρέας καμήλου. Όταν δε ο αυθέντης Αιθίοψ έφθασεν εις τον οίκον του, παρέδωσε τον Μάλχον εις την σύζυγόν του, εις την οποίαν και υπετάσσετο ως δούλος, κομίζων ύδωρ και ρίπτων τα απορρίμματα. Τελευταίον δε επεφόρτισεν αυτόν ο αυθέντης του να βόσκη τα πρόβατά του, με την επιστασίαν δε ταύτην των προβάτων ανεπαύθη ολίγον εκ των βαρέων προσταγμάτων και των υπηρεσιών εις τας οποίας υπεβάλλετο πρότερον. Παρηγορείτο δε εκ της υπηρεσίας ταύτης συλλογιζόμενος τα παραδείγματα του Πατριάρχου Ιακώβ και των υιών αυτού, έτι δε και αυτού του μεγάλου Προφήτου και αοιδίμου βασιλέως Δαβίδ, ο οποίος, διότι εποίμαινε τα άλογα πρόβατα, εύρε την βασιλείαν και ποιμαντικήν των λογικών ανθρώπων. Επειδή δε ευηρέστησεν ο Μάλχος εις τον αυθέντην του, δια τε την επιμέλειαν των προβάτων και την κατασκευήν του τυρού, ως και δια την φυλακήν όλων των σκευών και εδεσμάτων του οίκου του, τα οποία παρέδιδε σώα και ολόκληρα με συνείδησιν καθαράν και με πίστιν και ειλικρίνειαν, δια ταύτα, λέγω, τα καλά του Μάλχου, εσυλλογίζετο ο αυθέντης του Αιθίοψ να δώση εις αυτόν ανταπόδοσίν τινα. Προς τούτο λοιπόν έκρινε καλόν, να υπανδρεύση τον Μάλχον με την γυναίκα εκείνην, την οποίαν ηχμαλώτισε μετ’ αυτού. Ο δε Μάλχος, προσκληθείς υπό του κυρίου του και ακούσας τούτο, κατ’ αρχάς μεν επρόβαλε διαφόρους προφάσεις και ανέβαλε τον χρόνον. Έπειτα δε αναγκαζόμενος από την βίαν του αυθέντου του, είπεν, ότι δεν δύναται να πράξη τούτο αφ’ ενός μεν διότι είναι Μοναχός, αφ’ ετέρου δε διότι και η γυνή δεν είναι ελευθέρα, αλλά συνεζευγμένη μετ’ ανδρός και ως εκ τούτου δεν είναι δίκαιον να αποσπασθή τοιουτοτρόπως από του νομίμου συζύγου αυτής. Ο Αιθίοψ ακούσας τούτο εξεγύμνωσε το ξίφος του και ηπείλησεν, ότι θα τον θανατώση. Τότε ο Μάλχος εμάνθανε δια δοκιμής τα θανατηφόρα βλαστήματα, τα οποία εγέννησεν εις αυτόν η παρακοή του Πνευματικού του Πατρός. Φοβηθείς δε ενυμφεύθη ακουσίως την γθναίκα εκείνην, απεφάσισεν όμως, νοερώς, ότι κάλλιον να θανατώση αυτός εαυτόν ή να συνευρεθή μετ’ αυτής. Επειδή δε η γυνή εκείνη θαυμασία ούσα και φρόνιμος και σώφρων, έβλεπε την ανυπόφορον λύπην και αδημονίαν του Μάλχου, εφοβήθη, μήπως, ως εκ της υπερβολικής θλίψεως, αποθάνη· δι’ αυτό τον συνεβούλευσε να είναι μεν κατά το φαινόμενον αναπόσπαστοι και οι δύο, δια τον φόβον και δια το ανύποπτον του Αιθίοπος, να φυλάττωσι δε εν τω κρυπτώ καθαρόν και παρθένον τον εαυτόν των, διότι ούτω πως, έλεγεν η τιμία γυνή, θέλει πεισθή ο αυθέντης μας, ότι δεν θα μεταχειρισθώμεν δολιότητα. Ήρεσεν η βουλή αύτη εις τον Μόλχον, αλλ’ αυτός, ενθυμούμενος την καθαράν και αγίαν ζωήν, την οποίαν διήγεν, όταν ευρίσκετο εις το Μοναστήριον, εμελέτα να εύρη καιρόν αρμόδιον, να φύγη εκείθεν. Τούτο νοήσασα η γυνή, παρεκάλει αυτόν να τον συνακολουθήση, ίνα γίνη Μοναχή εις παρθενώνα Μοναστηρίου τινός, ο δε Μάλχος υπεσχέθη να την βοηθήση εις τούτο. Επειδή δε εκεί πλησίον ήτο μέγας ποταμός, ο οποίος δεν άφηνεν αυτούς να φύφωσιν ελευθέρως, ως εκ της δυσκόλου αυτού διαβάσεως, τούτου ένεκα κατεσκεύασαν δύο ασκούς δερματίνους και δέσαντες αυτούς ασφαλώς, έλαβεν ο Μάλχος τον ένα και η γυνή τον άλλον και εμβάντες δια νυκτός εις τον ποταμόν μετεχειρίσθησαν τους μεν ασκούς ως ακάτιον, τους δε πόδας των ως πηδάλια και ούτως έφθασαν καλώς εις το πέραν του ποταμού. Όθεν, ευχαριστήσαντες τον Θεόν, περιεπάτουν όχι μόνον την νύκτα αλλά και την ημέραν υπό του ηλίου καταφλεγόμενοι. Υπό φόβου όμως και τρόμου κατεχόμενοι, έστρεφον συνεχώς τα βλέμματά των προς τα οπίσω. Και ιδού βλέπουν αίφνης τον αυθέντην των, τον Αιθίοπα, μετά τινος δούλου, να έρχωνται ταχέως προς αυτούς επιβαίνοντες γοργοκαμήλων. Εβάσταζον δε εις τας χείρας των ξίφη γεγυμνωμένα και έτρεχον όπισθέν των. Όταν δε εκείνοι επλησίασαν, ίνα τους συλλάβωσι, τότε ούτοι εκ του φόβου των απελιθώθησαν και έμειναν ως αναίσθητοι νεκροί. Κατ’ οικονομίαν όμως Θεού εφάνη προ αυτών βαθύτατον σπήλαιον και εισήλθον εις αυτό. Εντός όμως αυτού εύρον ασπίδα τινά φαρμακερήν, όφεις πολλούς και άλλα θανατηφόρα ερπετά και θηρία διάφορα, λέοντας και λεαίνας, τα οποία ένεκα της μεγάλης καύσεως του ηλίου είχον καταφύγει εκεί, ίνα εύρωσιν αναψυχήν. Καίτοι λοιπόν ούτοι εφοβήθησαν τα θηρία, όμως επειδή ήτο μεγαλύτερος ο φόβος του Αιθίοπος, εσφράγισαν τον εαυτόν των με το σημείον του Τιμίου Σταυρού και ούτως εστάθησαν εις εν μέρος του σπηλαίου, αναμένοντες να γίνωσι βορά των θηρίων. Ο δε Αιθίοψ και ο δούλος του καταβάντες από τας καμήλους, έδεσαν αυτάς πλησίον του σπηλαίου· και ο μεν δούλος εισήλθε πρώτος εν τω σπηλαίω, ίνα εκβάλη έξω τον Μάλχον και την γυναίκα, ο δε Αιθίοψ, κρατών το ξίφος, ίστατο εις την θύραν του σπηλαίου, ίνα κατά την διάβασίν των θανατώση αυτούς. Ευθύς όμως ως εισήλθεν ο δούλος εις το σπήλαιον, επήδησε κατ’ αυτού λέαινα τις, η οποία, αρπάσασα αυτόν εκ του λαιμού, τον έπνιξεν· είτα δάκνουσα αυτόν, τον έσυρεν εις την φωλεάν της. Και ο μεν Μάλχος και η γυνή, βλέποντες τούτο, εδόξασαν τον Θεόν, ο δε Αιθίοψ, νομίσας, ότι οι φυγόντες ανθίστανται εις τον δούλον και δεν πείθονται να εξέλθωσι του σπηλαίου, εισήλθε και αυτός, κρατών εις την χείρα την μάχαιραν. Πάραυτα όμως ορμήσασα πάλιν κατ’ αυτού η ιδία λέαινα, εθανάτωσε και αυτόν. Τότε ο Μάλχος και η γυνή ευχαριστούντες τον Θεόν δια το παράδοξον τούτο θαύμα, όπερ εποίησεν εις αυτούς, περιέμενον εκεί βέβαιοι όντες, ότι και αυτοί μετ’ ολίγον θα κατασπαραχθώσιν υπό της λεαίνης. Αλλ’ η λέαινα, λαβούσα τον σκύμνον της εξήλθε του σπηλαίου. Εξελθόντες λοιπόν και αυτοί εύρον τας καμήλους δεδεμένας και φορτωμένας με φαγητά και ποτά. Όθεν φαγόντες και ευφρανθέντες, ηυχαρίστησαν τον Θεόν. Έπειτα, αναβάντες εις τας καμήλους, διήλθον την έρημον εις δέκα ημέρας και έφθασαν εις πόλιν τινά· εκείθεν δε απέστειλεν αυτούς ο άρχων της πόλεως προς τον δούκα της Μεσοποταμίας, ο οποίος εξαγοράσας τας καμήλους και φιλοφρόνως αυτούς δεξιωθείς, τους απέστειλε χαίροντας εις τους οίκους των. Τότε ο Μοναχός Μάλχος, δώσας ικανά χρήματα εις τινα παρθενώνα, ασκητήριον γυναικών, έβαλεν εις αυτό την γυναίκα, αυτός δε επανελθών εις το Μοναστήριον από το οποίον έφυγε, τον μεν Πνευματικόν αυτού Πατέρα και Γέροντα εύρεν αποθαμένον, εις δε τους άλλους αδελφούς διηγήθη όσα συνέβησαν εις αυτόν. Όθεν, διδαχθείς εξ όσων έπαθε, παρέμεινεν εις το εξής εν τω Μοναστηρίω ευχαριστών τον Θεόν, ο οποίος τον ελύτρωσεν εκ τοσούτων μεγάλων κινδύνων. Διανύσας λοιπόν έτη αρκετά και τω Θεώ ευαρέστως δουλεύσας, απήλθεν εις τας αιωνίους Μονάς.
Όταν όμως ο Μάλχος επληροφορήθη, ότι απέθανεν ο πατήρ του, εμελέτα να επανέλθη εις την χήραν μητέρα του, επί τω σκοπώ όπως μετά τον θάνατον εκείνης γίνη κληρονόμος όλης της πατρικής του περιουσίας και μέρος μεν εξ αυτής να δώση ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, μέρος δε να εξοδεύση εις οικοδομήν Μοναστηρίου του. Τον σκοπόν και λογισμόν του τούτον εξωμολογήθη ο Μάλχος εις τον Πνευματικόν αυτού Πατέρα και Γέροντα, εκείνος δε ημπόδιζεν αυτόν από την πραγματοποίησιν του λογισμού του τούτου ως ανωφελούς και ασυμφόρου, μάλιστα δε και εβεβαίωνεν αυτόν, ότι οι λογισμοί αυτοί είναι εκ των δαιμόνων. Ο Μάλχος όμως, μη θελήσας να πεισθή εις τους λόγους του Γέροντός του, εξήλθε του Μοναστηρίου και μετέβη εις την πόλιν της Εδέσσης. Εκεί, επειδή εφοβείτο μη απαντήση καθ’ οδόν Σαρακηνούς, ανέμενε μέχρις ου εύρη και άλλους συνοδοιπόρους. Αφ’ ου δε συνήχθησαν εβδομήκοντα οδοιπόροι, περιεπάτει πλέον μεθ’ όλων αυτών άνευ φόβου. Παρ’ ελπίδα όμως εφάνη καθ’ οδόν πλήθος Σαρακηνών, οι οποίοι, αιφνιδίως ορμήσαντες κατά των οδοιπόρων, συνέλαβον και ηχμαλώτισαν άπαντας. Τότε και ο Μάλχος ούτος εκληρώθη εις τινα μαύρον Αιθίοπα, ο οποίος έλαβεν αυτόν αιχμάλωτον μετά τινος γυναικός. Τούτους λοιπόν τους δύο αιχμαλώτους διέταξεν ο Αιθίοψ να ιππεύσωσιν ομού επί γοργοκαμήλου. Επειδή δε η κάμηλος έτρεχε πολύ, κινδυνεύων ο Μάλχος να κρημνισθή ομού με την γυναίκα, ενηγκαλίσθη και αυτός την γυναίκα και η γυνή τον Μάλχον και ούτω δια του εναγκαλισμού ίσταντο στερεοί επί της καμήλου. Όχι δε ,όνον τούτο το άτοπον συνέβη εις τον Μάλχον, ως εκ της παρακοής του, αλλά προς τούτοις έφαγεν ακουσίως και κρέας καμήλου. Όταν δε ο αυθέντης Αιθίοψ έφθασεν εις τον οίκον του, παρέδωσε τον Μάλχον εις την σύζυγόν του, εις την οποίαν και υπετάσσετο ως δούλος, κομίζων ύδωρ και ρίπτων τα απορρίμματα. Τελευταίον δε επεφόρτισεν αυτόν ο αυθέντης του να βόσκη τα πρόβατά του, με την επιστασίαν δε ταύτην των προβάτων ανεπαύθη ολίγον εκ των βαρέων προσταγμάτων και των υπηρεσιών εις τας οποίας υπεβάλλετο πρότερον. Παρηγορείτο δε εκ της υπηρεσίας ταύτης συλλογιζόμενος τα παραδείγματα του Πατριάρχου Ιακώβ και των υιών αυτού, έτι δε και αυτού του μεγάλου Προφήτου και αοιδίμου βασιλέως Δαβίδ, ο οποίος, διότι εποίμαινε τα άλογα πρόβατα, εύρε την βασιλείαν και ποιμαντικήν των λογικών ανθρώπων. Επειδή δε ευηρέστησεν ο Μάλχος εις τον αυθέντην του, δια τε την επιμέλειαν των προβάτων και την κατασκευήν του τυρού, ως και δια την φυλακήν όλων των σκευών και εδεσμάτων του οίκου του, τα οποία παρέδιδε σώα και ολόκληρα με συνείδησιν καθαράν και με πίστιν και ειλικρίνειαν, δια ταύτα, λέγω, τα καλά του Μάλχου, εσυλλογίζετο ο αυθέντης του Αιθίοψ να δώση εις αυτόν ανταπόδοσίν τινα. Προς τούτο λοιπόν έκρινε καλόν, να υπανδρεύση τον Μάλχον με την γυναίκα εκείνην, την οποίαν ηχμαλώτισε μετ’ αυτού. Ο δε Μάλχος, προσκληθείς υπό του κυρίου του και ακούσας τούτο, κατ’ αρχάς μεν επρόβαλε διαφόρους προφάσεις και ανέβαλε τον χρόνον. Έπειτα δε αναγκαζόμενος από την βίαν του αυθέντου του, είπεν, ότι δεν δύναται να πράξη τούτο αφ’ ενός μεν διότι είναι Μοναχός, αφ’ ετέρου δε διότι και η γυνή δεν είναι ελευθέρα, αλλά συνεζευγμένη μετ’ ανδρός και ως εκ τούτου δεν είναι δίκαιον να αποσπασθή τοιουτοτρόπως από του νομίμου συζύγου αυτής. Ο Αιθίοψ ακούσας τούτο εξεγύμνωσε το ξίφος του και ηπείλησεν, ότι θα τον θανατώση. Τότε ο Μάλχος εμάνθανε δια δοκιμής τα θανατηφόρα βλαστήματα, τα οποία εγέννησεν εις αυτόν η παρακοή του Πνευματικού του Πατρός. Φοβηθείς δε ενυμφεύθη ακουσίως την γθναίκα εκείνην, απεφάσισεν όμως, νοερώς, ότι κάλλιον να θανατώση αυτός εαυτόν ή να συνευρεθή μετ’ αυτής. Επειδή δε η γυνή εκείνη θαυμασία ούσα και φρόνιμος και σώφρων, έβλεπε την ανυπόφορον λύπην και αδημονίαν του Μάλχου, εφοβήθη, μήπως, ως εκ της υπερβολικής θλίψεως, αποθάνη· δι’ αυτό τον συνεβούλευσε να είναι μεν κατά το φαινόμενον αναπόσπαστοι και οι δύο, δια τον φόβον και δια το ανύποπτον του Αιθίοπος, να φυλάττωσι δε εν τω κρυπτώ καθαρόν και παρθένον τον εαυτόν των, διότι ούτω πως, έλεγεν η τιμία γυνή, θέλει πεισθή ο αυθέντης μας, ότι δεν θα μεταχειρισθώμεν δολιότητα. Ήρεσεν η βουλή αύτη εις τον Μόλχον, αλλ’ αυτός, ενθυμούμενος την καθαράν και αγίαν ζωήν, την οποίαν διήγεν, όταν ευρίσκετο εις το Μοναστήριον, εμελέτα να εύρη καιρόν αρμόδιον, να φύγη εκείθεν. Τούτο νοήσασα η γυνή, παρεκάλει αυτόν να τον συνακολουθήση, ίνα γίνη Μοναχή εις παρθενώνα Μοναστηρίου τινός, ο δε Μάλχος υπεσχέθη να την βοηθήση εις τούτο. Επειδή δε εκεί πλησίον ήτο μέγας ποταμός, ο οποίος δεν άφηνεν αυτούς να φύφωσιν ελευθέρως, ως εκ της δυσκόλου αυτού διαβάσεως, τούτου ένεκα κατεσκεύασαν δύο ασκούς δερματίνους και δέσαντες αυτούς ασφαλώς, έλαβεν ο Μάλχος τον ένα και η γυνή τον άλλον και εμβάντες δια νυκτός εις τον ποταμόν μετεχειρίσθησαν τους μεν ασκούς ως ακάτιον, τους δε πόδας των ως πηδάλια και ούτως έφθασαν καλώς εις το πέραν του ποταμού. Όθεν, ευχαριστήσαντες τον Θεόν, περιεπάτουν όχι μόνον την νύκτα αλλά και την ημέραν υπό του ηλίου καταφλεγόμενοι. Υπό φόβου όμως και τρόμου κατεχόμενοι, έστρεφον συνεχώς τα βλέμματά των προς τα οπίσω. Και ιδού βλέπουν αίφνης τον αυθέντην των, τον Αιθίοπα, μετά τινος δούλου, να έρχωνται ταχέως προς αυτούς επιβαίνοντες γοργοκαμήλων. Εβάσταζον δε εις τας χείρας των ξίφη γεγυμνωμένα και έτρεχον όπισθέν των. Όταν δε εκείνοι επλησίασαν, ίνα τους συλλάβωσι, τότε ούτοι εκ του φόβου των απελιθώθησαν και έμειναν ως αναίσθητοι νεκροί. Κατ’ οικονομίαν όμως Θεού εφάνη προ αυτών βαθύτατον σπήλαιον και εισήλθον εις αυτό. Εντός όμως αυτού εύρον ασπίδα τινά φαρμακερήν, όφεις πολλούς και άλλα θανατηφόρα ερπετά και θηρία διάφορα, λέοντας και λεαίνας, τα οποία ένεκα της μεγάλης καύσεως του ηλίου είχον καταφύγει εκεί, ίνα εύρωσιν αναψυχήν. Καίτοι λοιπόν ούτοι εφοβήθησαν τα θηρία, όμως επειδή ήτο μεγαλύτερος ο φόβος του Αιθίοπος, εσφράγισαν τον εαυτόν των με το σημείον του Τιμίου Σταυρού και ούτως εστάθησαν εις εν μέρος του σπηλαίου, αναμένοντες να γίνωσι βορά των θηρίων. Ο δε Αιθίοψ και ο δούλος του καταβάντες από τας καμήλους, έδεσαν αυτάς πλησίον του σπηλαίου· και ο μεν δούλος εισήλθε πρώτος εν τω σπηλαίω, ίνα εκβάλη έξω τον Μάλχον και την γυναίκα, ο δε Αιθίοψ, κρατών το ξίφος, ίστατο εις την θύραν του σπηλαίου, ίνα κατά την διάβασίν των θανατώση αυτούς. Ευθύς όμως ως εισήλθεν ο δούλος εις το σπήλαιον, επήδησε κατ’ αυτού λέαινα τις, η οποία, αρπάσασα αυτόν εκ του λαιμού, τον έπνιξεν· είτα δάκνουσα αυτόν, τον έσυρεν εις την φωλεάν της. Και ο μεν Μάλχος και η γυνή, βλέποντες τούτο, εδόξασαν τον Θεόν, ο δε Αιθίοψ, νομίσας, ότι οι φυγόντες ανθίστανται εις τον δούλον και δεν πείθονται να εξέλθωσι του σπηλαίου, εισήλθε και αυτός, κρατών εις την χείρα την μάχαιραν. Πάραυτα όμως ορμήσασα πάλιν κατ’ αυτού η ιδία λέαινα, εθανάτωσε και αυτόν. Τότε ο Μάλχος και η γυνή ευχαριστούντες τον Θεόν δια το παράδοξον τούτο θαύμα, όπερ εποίησεν εις αυτούς, περιέμενον εκεί βέβαιοι όντες, ότι και αυτοί μετ’ ολίγον θα κατασπαραχθώσιν υπό της λεαίνης. Αλλ’ η λέαινα, λαβούσα τον σκύμνον της εξήλθε του σπηλαίου. Εξελθόντες λοιπόν και αυτοί εύρον τας καμήλους δεδεμένας και φορτωμένας με φαγητά και ποτά. Όθεν φαγόντες και ευφρανθέντες, ηυχαρίστησαν τον Θεόν. Έπειτα, αναβάντες εις τας καμήλους, διήλθον την έρημον εις δέκα ημέρας και έφθασαν εις πόλιν τινά· εκείθεν δε απέστειλεν αυτούς ο άρχων της πόλεως προς τον δούκα της Μεσοποταμίας, ο οποίος εξαγοράσας τας καμήλους και φιλοφρόνως αυτούς δεξιωθείς, τους απέστειλε χαίροντας εις τους οίκους των. Τότε ο Μοναχός Μάλχος, δώσας ικανά χρήματα εις τινα παρθενώνα, ασκητήριον γυναικών, έβαλεν εις αυτό την γυναίκα, αυτός δε επανελθών εις το Μοναστήριον από το οποίον έφυγε, τον μεν Πνευματικόν αυτού Πατέρα και Γέροντα εύρεν αποθαμένον, εις δε τους άλλους αδελφούς διηγήθη όσα συνέβησαν εις αυτόν. Όθεν, διδαχθείς εξ όσων έπαθε, παρέμεινεν εις το εξής εν τω Μοναστηρίω ευχαριστών τον Θεόν, ο οποίος τον ελύτρωσεν εκ τοσούτων μεγάλων κινδύνων. Διανύσας λοιπόν έτη αρκετά και τω Θεώ ευαρέστως δουλεύσας, απήλθεν εις τας αιωνίους Μονάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου