Ιωάννης ο Όσιος Πατήρ ημών ο Σιναϊτης, ο αποκαλούμενος της Κλίμακος, υπήρξε
μέγας Ασκητής και ασκητικός συγγραφεύς ακμάσας κατά τον ΣΤ΄ (6ον)
μετά Χριστόν αιώνα. Ποία είναι η πρώτη πόλις η τον θείον τούτον άνδρα γεννήσασα
και θρέψασα προ της αθλητικής και ασκητικής πολιτείας του δεν γνωρίζω να είπω
μετά πεποιθήσεως και ακριβείας· όμως ο μέγας Απόστολος Παύλος εγνώρισε προ ημών
την δευτέραν και αληθινήν αυτού πατρίδα, την ουράνιον Βασιλείαν, η οποία
διατηρεί και τρέφει ήδη αυτόν εις την αθάνατον ζωήν (Φιλιπ. γ:20)· διότι
κατοικεί πάντως και ούτος ο Όσιος εν ουρανοίς μετ’ εκείνων οίτινες ευφραίνονται
νοερώς εν τη δόξη του Θεού και κορέννυται η ψυχή αυτού εκ των θείων και
επουρανίων αγαθών, των οποίων εγένετο κληρονόμος δια τους κόπους του και
απολαμβάνει ήδη ταύτα ομού μετά των Αγγέλων και των Αγίων, οίτινες χορεύουσιν
εν τω Παραδείσω και αγάλλονται με παντοτεινήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν.
Πως δε επέτυχε της τοιαύτης μακαριότητος ο αοίδιμος, τούτο ήδη θέλω διηγηθή προς υμάς χωρίς καμμίαν υπερβολήν, παρακαλώ όμως να ακροασθήτε με όλην υμών την προσοχήν και ευλάβειαν τα αξιάκουστα αυτού κατορθώματα δια να θαυμάσητε και δοξάσητε τον Θεόν και να τιμάτε αείποτε και τούτον τον πρόθυμον και πιστόν Αυτού θεράποντα ίνα λάβητε μισθόν ουράνιον. Ούτος ο κεχαριτωμένος Όσιος, ότε ήτο δεκαέξ ετών κατά την ηλικίαν του σώματος, αλλά χιλίων χρόνων γέρων κατά την ουράνιον φρόνησιν και την προς τον Θεόν ολόψυχον υπηρεσίαν, προσέφερεν εκουσίως εαυτόν εις τον Μέγαν Αρχιερέα, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ώσπερ καθαρόν και άκακον πρόβατον, ίνα τον θυσιάση κατά την ιδικήν Του θέλησιν και ευαρέσκειαν. Δραμών λοιπόν εις το Σίναιον Όρος, έκυψε τον αυχένα του εις τον ζυγόν του Χριστού, χαίρων και αγαλλόμενος και αναβιβάζων εκείθεν την ψυχήν του εις το επουράνιον Όρος και τον νουν αυτού προς τον αόρατον Θεόν, εξήφθη όλος και εδόθη εις την αγάπην Του και ανέβαινεν ως φλοξ προς Αυτόν η επιθυμία του και επελάθετο όλων των γηϊνων, μισήσας ταύτα ως θανασίμους εχθρούς του με τελείαν αποστροφήν. Και πρώτον μεν ηγάπησε την ξένην γην, ήτις προξενεί εις την ψυχήν ησυχίαν και ανάπαυσιν, απαλλάττουσα των κοσμικών φροντίδων και του θάρρους των συγγενών και φίλων, ενδυναμώνουσα και φυλάττουσα, ως ευγενεστάτην, ωραιοτάτην και κεκοσμημένην νεάνιδα και την κάμνει να ίσταται με εντροπήν και προσοχήν εις τα ίδια και να ταπεινοφρονή εις όλας αυτής τας ενεργείας. Έπειτα καταταγείς εις την μοναχικήν τάξιν, εξώρισε παρά πόδας από της ψυχής του το ίδιον θέλημα, με σκοπόν θεάρεστον δια να μη τον πλανήση, καθώς πλανώνται όσοι είναι αυτάρεσκοι και φίλαυτοι και θέλουσι να κάμνωσι τα θελήματα και τας ορέξεις των, οδηγούντες ούτω εαυτούς εις την απώλειαν. Κλίνας δε τον αυχένα του, ενεπιστεύθη εαυτόν θεαρέστως εις Πνευματικόν Πατέρα και διδάσκαλον, όστις τον υπεδέχθη, δια να τον οδηγή, ως τις κυβερνήτης άριστος, ίνα διαπλεύση ακινδύνως το βαθύ και χαλεπόν του βίου τούτου πέλαγος. Τόσον δε πολύ ενέκρωσε τους λογισμούς και τα πάθη του, ώστε εφαίνετο ως να είχεν αποθάνει ο τρισόλβιος· και με τόσην βαθυτάτην ταπείνωσιν υπετάσσετο εις εκείνα τα οποία επροστάσσετο, ως να είχε πράγματι μίαν ψυχήν άνευ ανθρωπίνης ορέξεως, λόγου και θελήσεως και όλως διόλου απεστερημένην της φυσικής αυτής ιδιότητος, ωσάν να ελέγομεν ανενέργητον εις τα εαυτής θελήματα, αν και υπήρχε διδάσκαλος άριστος και δόκιμος εις όλην την εγκύκλιον σοφίαν και την Ελληνικήν μάθησιν· πράγμα παράδοξον, το να ευρεθή τοιαύτη ταπείνωσις εις τους ευδοκιμούντας εις τα μαθήματα. Διότι η έπαρσις της φιλοσοφίας είναι μακράν, ως επί το πλείστον, της εν Χριστώ ταπεινώσεως· και όμως αυτός υπετάσσετο εις ένα ιδιώτην Γέροντα και εδιδάσκετο υπ’ αυτού την ουράνιον επιστήμην και αγγελικά μαθήματα. Λοιπόν, αφ’ ου επολιτεύθη ούτω δεκαεννέα χρόνους και εστολίσθη με τους πολυτίμους στεφάνους της μακαρίας υποταγής, απήλθε προς Κύριον ο Πνευματικός αυτού Πατήρ και προστάτης, ο οδηγήσας αυτόν εις τοιαύτην αγίαν και θεάρεστον κατάστασιν, ανελθών προς τον ποθούμενον υπ’ αυτού Θεόν, δια να στεφανωθή κατά τους κόπους του και να είναι μετά θάνατον, καθώς ήτο και ζων, μεσίτης προς Αυτόν και πρέσβυς θερμότατος υπέρ του μαθητού του. Θάψας λοιπόν αυτόν ούτος ο τρισευδαίμων υποτακτικός, με λύπην μεγάλην και διάπυρα δάκρυα, εξήλθε και αυτός έπειτα εις το της ησυχίας στάδιον κρατών εις τας χείρας του, ως όπλα δυνατά, τας ευχάς και τας παραγγελίας του ιδίου Γέροντος, δια να καταστρέψη με αυτάς την των δαιμόνων δύναμιν και να νικά την των παθών και των κακών επανάστασιν και ενόχλησιν, κατώκησε δε εις μεμονωμένον τι κελλίον μακράν του Καθολικού, ήτοι του Μοναστηρίου, έως πέντε μίλια, εις τόπον ονομαζόμενον σήμερον Θολάν. Εκεί διέτριψεν ο Όσιος χρόνους τεσσαράκοντα χωρίς να παραμελήση ουδ’ επί στιγμήν τον σκοπόν του, επειδή ήναπτε πάντοτε η καρδία του εκ της αγάπης του Θεού. Αλλά τις υπάρχει ικανός να πληροφορήση με την διήγησιν τους κόπους του, τους υπέρ φύσιν αγώνας του και τα μεγάλα έργα όπου ετέλεσεν εκεί με άκραν υπομονήν και γενναιότητα και όλως δε κρυφίως άνευ μάρτυρος τινός; Όμως από τινων φανερών πραγμάτων, ας αρχ΄σωμεν να αποκαλύψωμεν ελάχιστα την πανοσίαν και ασκητικήν ζωήν τούτου του τρισμάκαρος. Ούτος ο τρισόσιος έτρωγε μεν εκ πασών των τροφών, όσας συγχωρεί ο τύπος και η μοναχική διάταξις· όμως έτρωγε πολύ ολίγον, όσον μόνον χρειάζεται δια να ζη και όχι να κορέννυται. Τούτο δε νομίζω, ότι εποίει σιφώτατα, δια να μη επαίρεται ότι νηστεύει ο αξιοϋμνητος και κατ’ αυτόν τον τρόπον να καταβάλλη και να νικά το κέρας και την δύναμιν της υπερηφανείας δια να μη του προξενή ενόχλησιν. Και πάλιν με την ολιγίστην βρώσιν, την οποίαν έτρωγεν, εξέθλιβε και εχαλίνου την αχόρταστον δέσποιναν, την κοιλίαν, ήτις κινείται υπό της ορέξεως και ζητεί να κορέννυται πάντοτε από πολλά και ποικίλα βρώματα και ούτως εβόα προς αυτήν· «Πεφίμωσο, σιώπα και μη ζήτει πλείονα». Αλλά και με το ότι εκάθητο εις την έρημον και δεν είχε συναναστροφήν με ευειδή πρόσωπα, απέσβεσε την φλόγα της σαρκικής επιθυμίας και κατέστησεν αυτήν να αποτεφρωθή και να κατευνασθή τελείως. Εξωλόθρευσε δε ανδρικώτατα, ο ανδρείος, και την φιλαργυρίαν, ήτις εστί, κατά τον μακάριον Παύλον, ειδώλων προσκύνησις, με την ελεημοσύνην την οποίαν έδιδε και με το ολίγον και αναγκαίον πράγμα το οποίον εκράτει δι’ εαυτόν. Με την αδιάλειπτον δε του θανάτου ενθύμησιν εκέντα αείποτε την ψυχήν αυτού και την εβίαζε να αποδιώκη τον ακατάπαυστον θάνατον, τον εκ της οκνηρίας προξενούμενον εις τον άνθρωπον, εξαναγκάζων αυτήν να ασχολήται εις μόνα τα θεία έργα με πολλήν σπουδήν και ταχύτητα. Ομοίως έλυσε και ηφάνισεν από της καρδίας του τα δεσμά της ψυχοβλαβούς αγάπης των υλικών και προσκαίρων πραγμάτων, με τον δεσμόν της παρηγορητικής λύπης, των αϋλων και αιωνίων χαρισμάτων. Και με την μάχαιραν της πολυχρονίου εαυτού υπακοής, εις την οποίαν διέτριψε τοσούτους χρόνους, είχεν εσφαγμένην την τυραννίδα του θυμού και πεφονευμένην τελείως την εκ της οργής έξαψιν. Ομοίως σιωπών και μη εξερχόμενος της κέλλης του, εθανάτωσε την κενοδοξίαν και τον βλαβερόν έπαινον ως και την φαρμακεράν φήμην και την δόξαν των ανθρώπων, τα οποία αγρεύουσι και περιπλέκουσι την ψυχήν, καθώς αγρεύει και περιπλέκει η αράχνη με τον ιστόν της τας μυίας και άλλα ιπτάμενα ζωϋφια, εκμυζώσα το αίμα των και απορροφούσα, ώσπερ η βδέλλα, τον νουν, την προθυμίαν και όλην αυτής την σύστασιν, την οποίαν απονεκρώνουν και δεν αφήνουν να έχη πλέον την ζωήν, ήτοι τον Θεόν και τας αρετάς αυτής, αλλά τον πονηρόν διάβολον και τα έργα του. Εξηφάνισε δε παντελώς και το όγδοον κακόν, το θανάσιμον πάθος, τον φοβερόν λέοντα, την αντίθεον δηλαδή υπερηφάνειαν, ήτις είναι, κατά τους θείους Πατέρας, πάθος όγδοον. Διότι καθώς η Κυριακή είναι πρώτη και ογδόη εις τας ημέρας της εβδομάδος, ούτω και η υπερηφάνεια είναι αρχή και τέλος όλων των κακών και των θανασίμων αμαρτημάτων, πάντοτε δε ανθίσταται εις τον Θεόν και μάχεται με αυτόν τον ουράνιον και παντοδύναμον Βασιλέα. Αλλά ποία χαρίσματα έλαβεν εκ Θεού ο Άγιος, δια την καταστολήν και κατανίκησιν αυτής; Πάντως την μακαρίαν ταπείνωσιν, ήτις είναι ο ακρότατος και τελειότατος καθαρισμός του ανθρώπου· την οποίαν ήρχισε μεν δια της υπακοής του ο πεφωτισμένος εκ Θεού νέος Βεσελεήλ, την ετελείωσε δε ο Κύριος της επουρανίου Ιερουσαλήμ δια της παρουσίας Του. Διότι άνευ της υπακοής και της του Θεού βοηθείας, δεν είναι δυνατόν να καθαιρεθή και να νικηθή ο πονηρός διάβολος και η συμμορία του, ως και πάσαι αι διαβολικαί αυτού ενοχλήσεις και ενέργειαι. Αλλ’ εις ποίον μέρος του παρόντος λογοπεπλεγμένου στεφάνου να τάξω την αέναον πηγήν των δακρύων του; Πράγμα τω όντι πολύτιμον και ουχί εις πολλούς ευρισκόμενον, των οποίων δακρύων το εργαστήριον ευρίσκεται μέχρι της σήμερον. Τούτο δε ήτο σπήλαιον τι κείμενον εις μίαν βαθυτάτην χαράδραν υποκάτω εις τους πρόποδας του όρους· εις ένα κρημνώδη και πετρώδη τόπον και απέχον όχι μόνον της ιδικής του, αλλά και πάσης ετέρας κέλλας τοσούτον όσον να μη ακούεται το πένθος του, δια να αποφεύγη την κενοδοξίαν και τον βλαπτικώτατον έπαινον τον εκ των ακουόντων προερχόμενον. Όμως, αν και ηγωνίζετο να μη ακούεται εις τους ανθρώπους τούτο το θαυμάσιον έργον του πένθους του, εν τούτοις έφθανε μέχρι των πυλών του ουρανού με τους στεναγμούς και τους θρήνους του και με άλλα όμοια, δι’ ων ετιμώρει και επαίδευεν εαυτόν συχνάκις. Ούτως επένθει και εστέναζεν ο Όσιος καθώς θρηνούσι και στενάζουσιν οι δερόμενοι με ράβδους και κατακεντούμενοι και μελιζόμενοι με πεπυρωμένα σίδηρα και τους ιδίους οφθαλμούς αποστερούμενοι. Εχρησιμοποίει δε και τον ύπνον με μεγάλην εγκράτειαν ούτος ο γήϊνος Άγγελος και ουράνιος άνθρωπος, κοιμώμενος τοσούτον μόνον, όσον να μη βλαβή η ουσία του νοός του υπό της υπερβαλλούσης αγρυπνίας του· ώστε φαίνεται, ότι μίαν ώραν εκοιμάτο κατά την νύκτα, την δε λοιπήν μεθ’ όλης της ημέρας ειργάζετο και προσηύχετο. Πριν κοιμηθή προσηύχετο ώραν πολλήν και κατεγίνετο εις την ανάγνωσιν και εις την σύνθεσιν των βιβλίων του, χαλινών ούτω και εμποδίζων την οκνηρίαν και μη αφήνων ταύτην να εύρη θέσιν και ανάπαυσιν εις αυτόν. Όλος δε ο δρόμος του νοός του και η ζωή του ήτο προσευχή αέναος και έρως και αγάπη προς τον Θεόν ανείκαστος. Διότι μόνον τον Θεόν εφαντάζετο νύκτα και ημέραν και αυτόν έβλεπεν ακαταπαύστως εις τον διαυγέστατον καθρέπτην του λαμπρού νοός του και εις την τράπεζαν της καρδίας του, μη θέλων ή, καλύτερον ειπείν, μη δυνάμενος να λάβη κόρον και πλήρωσιν της αγάπης του, επειδή όσον πλησιάζει τις προς τον Θεόν, τόσον τον επιθυμεί και τον διψά περισσότερον. Δια τούτο πάντες επεθύμουν να ακούωσι πάντοτε των ψυχωφελών νουθεσιών του Αγίου, εκ των οποίων υπήρχε Μοναχός τις, ο καλούμενος Μωϋσής, όστις κεντρωθείς υπό του κέντρου ζήλου μεγάλου και άκρας αγάπης, την οποίαν έλαβε προς τούτον τον Θεοφόρον Πατέρα, παρεκάλεσεν αυτόν πολύ να τον δεχθή ως μαθητήν και υποτακτικόν αυτού και να τον στοιχειώση εις την αληθινήν και ουράνιον της Μοναχικής πολιτείας φιλοσοφίαν. Μετεχειρίσθη δε και μεσίτας δια τον σκοπόν τούτον πολλούς εκ των Πατέρων, ίνα μη αποτύχη η αίτησίς του. Εκβιασθείς λοιπόν υπό των πολλών αυτού δεήσεων, εδέξατο αυτόν ο μακάριος και εν μια των ημερών τον επρόσταξε να φέρη γην εξ άλλου λιπαρωτέρου και παχυτέρου τόπου δια να φυτεύσωσι και καλλιεργήσωσι λάχανα· διότι ο τόπος, εις τον οποίον κατώκουν, δεν ηδύνατο να τα θρέψη αφ’ εαυτού, ως ξηρός και ακαρποφόρητος. Απελθών λοιπόν ο Μωϋσής εποίει αόκνως την υπηρεσίαν του. Όμως επειδή ημέραν τινά έφθασεν η μεσημβρία και έκαιεν η μεγάλη του ηλίου θερμότης, θερμαίνουσα τον τόπον ως κάμινος, διότι ήτο ο έσχατος των μηνών του θέρους, ο Αύγουστος, κατεβλήθη ο Μωϋσής εκ του κόπου και αποκαμών εκ της μεταφοράς, έπεσε να αναπαυθή ολίγον υποκάτω μεγάλου τινός λίθου, όστις έμελλε να αποσπασθή μετ’ ου πολύ και να τον συντρίψη αιφνιδίως και ανελπίστως. Ο δε φιλάνθρωπος Θεός, όστις δεν βούλεται να λυπή τους γνησίους δούλους Του εις ουδέν, προέλαβε κατά την Αυτού συνήθειαν και ηλευθέρωσε τον Μωϋσήν από τον επικείμενον εκείνον του θανάτου κίνδυνον με τρόπον θαυμάσιον· και ακούσατε. Την ώραν όπου εκοιμάτο ο Μωϋσής υποκάτω του λίθου, προσηύχετο και ο Άγιος εις το κελλίον του, έχων τον νουν του αναπεπταμένον και προσηλωμένον εις τον Θεόν κατά την συνήθειάν του και εκεί ήλθεν εις αυτόν ολίγος λεπτότατος ύπνος· βλέπει δε, ότι τον εξύπνα ιεροπρεπής τις και σεβάσμιος άνθρωπος και τον ωνείδιζε, λέγων· «Ιωάννη, πως κοιμάσαι αμέριμνος, εν ω ο Μωϋσής κινδυνεύει να θανατωθή»; Τότε εγερθείς παρευθύς ο Άγιος, ήρξατο να προσεύχεται υπέρ του μαθητού του με πολλήν θερμότητα· ο δε Θεός υπήκουσεν εις αυτόν και ηλευθέρωσε τον Μωϋσήν από τον ανέλπιστον θάνατον. Διότι, ενώ εκοιμάτο και επλησίαζε να πέση ο λίθος επάνω του και να τον συντρίψη, ενόμισεν, ότι εφώναζεν εις αυτόν ο Όσιος να φύγη εκείθεν το συντομώτερον. Ευθύς τότε εγερθείς εκείνος έντρομος, επήδησεν εκ της σκιάς όπου εκάθευδε και αμέσως απεσπάσθη ο λίθος και εσκέπασε τον τόπον όπου έκειτο. Κατά δε την ώραν του Εσπερινού ήλθεν εις το κελλίον ο Μωϋσής και ερωτηθείς υπό του Οσίου, αν συνέβη εις αυτόν κανείς πειρασμός εν εκείνη τη ημέρα ή βλάβη ανέλπιστος, απεκρίθη εις αυτόν· «Κοιμώμενος, Πάτερ μου, βαθέως, εν τω μέσω της ημέρας, υποκάτω λίθου τινός πολύ μεγάλου, ενόμισα εις τον ύπνον μου, ότι μοι εφώναξες να εγερθώ εκείθεν και να φύγω το συντομώτερον. Όθεν, εις την στιγμήν ηγέρθην και έφυγον και ευθύς μετά την φυγήν μου απεσπάσθη ο λίθος και έπεσεν εις τον τόπον όπου ύπνωττον και παρ’ ολίγον, αν δεν εξύπνων εκ της φωνής σου, ήθελον ασφαλώς με συντρίψει ο λίθος». Ταύτα ο μέγας και ταπεινόφρων Ιωάννης ακούσας δεν εφανέρωσεν εις τον μαθητήν του το όραμα, το οποίον είδεν εις τον ύπνον του, ούτε ότι εδεήθη του Θεού υπέρ αυτού, αλλ’ ανύμνει και εδόξαζε τον πολυεύσπλαγχνον Κύριον με αποκρύφους φωνάς και ηυχαρίστει αυτόν, ως λυτρώσαντα τον μαθητήν του από τον αιφνίδιον θάνατον. Ήτο δε συγχρόνως και ιατρός άριστος εις τα αφανή της καρδίας τραύματα ούτος ο άνθρωπος του Θεού. Όθεν Μοναχός τις, Ισαάκ ονομαζόμενος, όστις εβασανίζετο δεινώς υπό του βάρους του φιλοσάρκου της πορνείας δαίμονος και εξηντλείτο υπό της λύπης του, έσπευσε ποτε δρομαίως προς τον μέγαν τούτον ιατρόν και ανέφερε τον έμφυτον και σαρκικόν αυτού πόλεμον, παρακαλών με στεναγμούς και θερμά δάκρυα να τον ελευθερώση εκ του πάθους του. Ο δε θείος Πατήρ, θαυμάσας την πίστιν και την μεγάλην αυτού ταπείνωσιν, είπε προς αυτόν· «Ας σταθώμεν, αδελφέ, εις προσευχήν αμφότεροι και ο αγαθός και πολυεύσπλαγχνος Κύριος δεν θέλει παραβλέψει την ταπεινήν ημών δέησιν, αλλά θέλει δώσει ημίν το ζητούμενον». Τούτου λοιπόν γενομένου, πριν επιτελεσθή η ικετήριος αυτών δέησις, εις καιρόν όπου ο ενοχλούμενος αδελφός έκειτο πρηνής και επί πρόσωπον εις την γην, ο Θεός εποίησε το θέλημα του ηγαπημένου δούλου του Ιωάννου, δια να αποδείξη και δια τούτου τον Προφήτην Δαβίδ αληθεύοντα, όστις λέγει· «Θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών εισακούσεται» (Ψαλμ. ρμδ: 19) και έφυγε από τον αδελφόν ο σκολιώτατος όφις εκείνος, ο διαβολικώτατος, λέγω, της πορνείας πόλεμος, μη υποφέρων να μαστίζηται με την ράβδον της καθαράς και ενεργητικής προσευχής του Αγίου. Ο δε αδελφός εκείνος, βλέπων εαυτόν ελεύθερον του λοιπού και όλως ανενόχλητον υπό του αφορήτου και χαλεπωτάτου εκείνου δαιμονίου της πορνείας, εξίστατο και έχαιρε δοξάζων τον Θεόν και ευχαριστών μεγάλως τον δούλον αυτού Ιωάννην ένεκα της χάριτος, την οποίαν έλαβε δια μεσιτείας του. Επειδή δε ήτο ανήρ ελλόγιμος και εις το διδάσκειν έμπειρος, μετεχειρίζετο τον λόγον της Χάριτος πλουσίως ο αοίδιμος και έχεεν αφθόνως και αόκνως τους ποταμούς της διδασκαλίας του εις εκείνους, οίτινες προσήρχοντο προς αυτόν, δια να λάβωσιν ωφέλειαν· όμως, φθονεροί τινες πονηροί άνθρωποι, κεντούμενοι υπό του φθόνου των και μηχανευόμενοι να εμποδίσωσι παντί τρόπω την πολλήν και μεγάλην ωφέλειαν, την οποίαν επροξένει εις άπαντας, ωνόμαζον αυτόν λάλον και φλύαρον. Ο δε Άγιος, γνωρίζων, ότι δύναται να υποφέρη πάντα πειρασμόν και να επιτύχη παν καλόν, με την δύναμιν του Χριστού, καθώς λέγει ο μακάριος Παύλος (Β΄ Κορ. ιβ:9-10) και αγαπών να διδάσκη και να ωφελή εκείνους, οίτινες προσήρχοντο προς αυτόν, όχι μόνον με τον λόγον, αλλά πολύ περισσότερον και με το έργον, δηλαδή δια της σιωπής του, εσιώπησε τελείως επί χρόνον πολύν και κατέπαυσεν εις το εξής το μελισταγές ρείθρον του διδασκαλικού λόγου του, ίνα διακόψη την αφορμήν των ζητούντων, κατά το γεγραμμένον, αφορμήν (Β΄ Κορ. ια:12), κρίνας κάλλιον να ζημιώση ολίγον τι τους εραστάς των καλών προς τους οποίους έμελλε πάντως να προξενήση και δια της σιωπής του ωφέλειαν παρά να κινήση καθ’ εαυτού εις πλείονα κατάκρισιν εκείνους τους αγνώμονας κριτάς και να τους κάμη να επιμείνωσιν εις την κακίαν των. Όθεν και εκείνοι οι κακότροποι, εντραπέντες δια την σιωπήν και την μεγάλην υπομονήν και ταπείνωσιν, την οποίαν έδειξεν ο Άγιος, και γνωρίζοντες πόσης βλάβης και ζημίας εγένοντο παραίτιοι εις τους άλλους, παρεκάλεσαν αυτόν να ανοίξη πάλιν την πηγήν της διδασκαλίας του και να ποτίζη τας διψώσας ψυχάς, ως συνήθιζε, να συγχωρήση δε και αυτών το αμάρτημα· αυτός δε, επειδή δεν έμαθε ποτέ να αντιλέγη και να εναντιούται, υπήκουσεν αμέσως και πάλιν ήρχισε να διδάσκη τα σωτηριώδη και ωφέλιμα, ως και πρότερον. Ούτω, θαυμάζοντες όλοι τας ενθέους πράξεις του και βλέποντες ότι υπερείχεν άπαντας εις όλα τα θεία χαρίσματα, έκρινον αυτόν άλλον νέον Μωϋσήν, φανέντα εκ Θεού κατά τας ημέρας των. Τον ανεβίβασαν λοιπόν βιαίως εις το ηγουμενικόν αξίωμα υψώσαντες τον λύχνον επί της λυχνίας δια να βλέπωσι το φως αυτού άπαντες και αναβαίνωσιν εις τα ουράνια (Ματθ. ε:15, Μάρκ. δ:21, Λουκ. η:16, ια:33). Και πράγματι δεν διεψεύσθησαν εκ της πραγματείας των, αλλ’ εξελέξαντο καλώς τον άξιον Ποιμένα και επέτυχον αυτόν κατά τον πόθον και την ελπίδα των. Διότι ανέβη και ούτος εις το Όρος και εισήλθεν εις τον άδυτον γνόφον (Έξοδ. κδ:18)· και διαβάς με τον νουν του τας ουρανίους βαθμίδας, φθάνει εις τον Θεόν με τον λογισμόν του και δέχεται παρ’ αυτού τον φωτισμόν και την θεοτύπωτον νομοθεσίαν και ανοίγει το στόμα του και ομιλεί τον λόγον του Θεού και λαμβάνει εις την ψυχήν του την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος και εξηρεύξατο (εξέχεεν) άπειρα αγαθά (Ψαλμ. μδ:2) και σωτηρίους λόγους εκ του αγαθού θησαυρού της καρδίας του. Ούτω λοιπόν ετελείωσε την ζωήν αυτού ο μακάριος, καταγινόμενος εις την φροντίδα και οδηγίαν των νέων Ισραηλιτών, των πεφωτισμένων δηλαδή εκ Θεού Μοναχών, διαφέρων του Προφήτου Μωϋσέως εις εν μόνον πράγμα· ότι εκείνος μεν, δεν ηξεύρω πως, ημποδίσθη και δεν εισήλθεν εις την επίγειον Ιερουσαλήμ, ούτος όμως ηξιώθη να αναβή ασφαλώς εις την θείαν και επουράνιον. Μαρτυρούσι τούτο οι πολλοί εκείνοι, οίτινες εσώθησαν και σώζονται μέχρι της σήμερον, αναγινώσκοντες τας πνευματικάς νουθεσίας και τας πράξεις του, μεταξύ των οποίων είναι και ο νέος Δαβίδ, ο μαθητής του, Μάρτυς αληθής της σοφίας και σωτηρίας την οποίαν επροξένει ο σοφός ούτος προς άπαντας. Μάρτυς έτι υπάρχει και ο καλός ημών Ποιμήν Ιωάννης, υπό του οποίου παρακληθείς ούτος ο μέγας κατένευσε προς ημάς με τον λογισμόν του και να κατέβη από το υψηλόν όρος της διδασκαλίας του, ως άλλος νέος θεόπτης Μωϋσής από το Σίναιον, όπου και ούτος είδε με τον νουν του τον Θεόν και έλαβεν, όπως εκείνος, παρ’ Αυτού τας θεογράφους πλάκας, τας ψυχωφελείς τουτέστι διδασκαλίας και τας παρέδωκεν εις ημάς, αίτινες περιέχουσι εξωτερικώς μεν διδάγματα και μαθήματα πρακτικά των καλών έργων και πράξεων, έσωθεν δε είναι πεπληρωμέναι θεωρητικών και ουρανίων νοημάτων, τα οποία βιάζουσιν ημάς να παριστάμεθα προς Θεόν ακαταπαύστως με τον νουν και την καρδίαν και με όλην ημών την ψυχήν και να λέγωμεν προς Αυτόν: Δια πρεσβειών του Οσίου και γνησίου δούλου Σου Ιωάννου, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Πως δε επέτυχε της τοιαύτης μακαριότητος ο αοίδιμος, τούτο ήδη θέλω διηγηθή προς υμάς χωρίς καμμίαν υπερβολήν, παρακαλώ όμως να ακροασθήτε με όλην υμών την προσοχήν και ευλάβειαν τα αξιάκουστα αυτού κατορθώματα δια να θαυμάσητε και δοξάσητε τον Θεόν και να τιμάτε αείποτε και τούτον τον πρόθυμον και πιστόν Αυτού θεράποντα ίνα λάβητε μισθόν ουράνιον. Ούτος ο κεχαριτωμένος Όσιος, ότε ήτο δεκαέξ ετών κατά την ηλικίαν του σώματος, αλλά χιλίων χρόνων γέρων κατά την ουράνιον φρόνησιν και την προς τον Θεόν ολόψυχον υπηρεσίαν, προσέφερεν εκουσίως εαυτόν εις τον Μέγαν Αρχιερέα, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ώσπερ καθαρόν και άκακον πρόβατον, ίνα τον θυσιάση κατά την ιδικήν Του θέλησιν και ευαρέσκειαν. Δραμών λοιπόν εις το Σίναιον Όρος, έκυψε τον αυχένα του εις τον ζυγόν του Χριστού, χαίρων και αγαλλόμενος και αναβιβάζων εκείθεν την ψυχήν του εις το επουράνιον Όρος και τον νουν αυτού προς τον αόρατον Θεόν, εξήφθη όλος και εδόθη εις την αγάπην Του και ανέβαινεν ως φλοξ προς Αυτόν η επιθυμία του και επελάθετο όλων των γηϊνων, μισήσας ταύτα ως θανασίμους εχθρούς του με τελείαν αποστροφήν. Και πρώτον μεν ηγάπησε την ξένην γην, ήτις προξενεί εις την ψυχήν ησυχίαν και ανάπαυσιν, απαλλάττουσα των κοσμικών φροντίδων και του θάρρους των συγγενών και φίλων, ενδυναμώνουσα και φυλάττουσα, ως ευγενεστάτην, ωραιοτάτην και κεκοσμημένην νεάνιδα και την κάμνει να ίσταται με εντροπήν και προσοχήν εις τα ίδια και να ταπεινοφρονή εις όλας αυτής τας ενεργείας. Έπειτα καταταγείς εις την μοναχικήν τάξιν, εξώρισε παρά πόδας από της ψυχής του το ίδιον θέλημα, με σκοπόν θεάρεστον δια να μη τον πλανήση, καθώς πλανώνται όσοι είναι αυτάρεσκοι και φίλαυτοι και θέλουσι να κάμνωσι τα θελήματα και τας ορέξεις των, οδηγούντες ούτω εαυτούς εις την απώλειαν. Κλίνας δε τον αυχένα του, ενεπιστεύθη εαυτόν θεαρέστως εις Πνευματικόν Πατέρα και διδάσκαλον, όστις τον υπεδέχθη, δια να τον οδηγή, ως τις κυβερνήτης άριστος, ίνα διαπλεύση ακινδύνως το βαθύ και χαλεπόν του βίου τούτου πέλαγος. Τόσον δε πολύ ενέκρωσε τους λογισμούς και τα πάθη του, ώστε εφαίνετο ως να είχεν αποθάνει ο τρισόλβιος· και με τόσην βαθυτάτην ταπείνωσιν υπετάσσετο εις εκείνα τα οποία επροστάσσετο, ως να είχε πράγματι μίαν ψυχήν άνευ ανθρωπίνης ορέξεως, λόγου και θελήσεως και όλως διόλου απεστερημένην της φυσικής αυτής ιδιότητος, ωσάν να ελέγομεν ανενέργητον εις τα εαυτής θελήματα, αν και υπήρχε διδάσκαλος άριστος και δόκιμος εις όλην την εγκύκλιον σοφίαν και την Ελληνικήν μάθησιν· πράγμα παράδοξον, το να ευρεθή τοιαύτη ταπείνωσις εις τους ευδοκιμούντας εις τα μαθήματα. Διότι η έπαρσις της φιλοσοφίας είναι μακράν, ως επί το πλείστον, της εν Χριστώ ταπεινώσεως· και όμως αυτός υπετάσσετο εις ένα ιδιώτην Γέροντα και εδιδάσκετο υπ’ αυτού την ουράνιον επιστήμην και αγγελικά μαθήματα. Λοιπόν, αφ’ ου επολιτεύθη ούτω δεκαεννέα χρόνους και εστολίσθη με τους πολυτίμους στεφάνους της μακαρίας υποταγής, απήλθε προς Κύριον ο Πνευματικός αυτού Πατήρ και προστάτης, ο οδηγήσας αυτόν εις τοιαύτην αγίαν και θεάρεστον κατάστασιν, ανελθών προς τον ποθούμενον υπ’ αυτού Θεόν, δια να στεφανωθή κατά τους κόπους του και να είναι μετά θάνατον, καθώς ήτο και ζων, μεσίτης προς Αυτόν και πρέσβυς θερμότατος υπέρ του μαθητού του. Θάψας λοιπόν αυτόν ούτος ο τρισευδαίμων υποτακτικός, με λύπην μεγάλην και διάπυρα δάκρυα, εξήλθε και αυτός έπειτα εις το της ησυχίας στάδιον κρατών εις τας χείρας του, ως όπλα δυνατά, τας ευχάς και τας παραγγελίας του ιδίου Γέροντος, δια να καταστρέψη με αυτάς την των δαιμόνων δύναμιν και να νικά την των παθών και των κακών επανάστασιν και ενόχλησιν, κατώκησε δε εις μεμονωμένον τι κελλίον μακράν του Καθολικού, ήτοι του Μοναστηρίου, έως πέντε μίλια, εις τόπον ονομαζόμενον σήμερον Θολάν. Εκεί διέτριψεν ο Όσιος χρόνους τεσσαράκοντα χωρίς να παραμελήση ουδ’ επί στιγμήν τον σκοπόν του, επειδή ήναπτε πάντοτε η καρδία του εκ της αγάπης του Θεού. Αλλά τις υπάρχει ικανός να πληροφορήση με την διήγησιν τους κόπους του, τους υπέρ φύσιν αγώνας του και τα μεγάλα έργα όπου ετέλεσεν εκεί με άκραν υπομονήν και γενναιότητα και όλως δε κρυφίως άνευ μάρτυρος τινός; Όμως από τινων φανερών πραγμάτων, ας αρχ΄σωμεν να αποκαλύψωμεν ελάχιστα την πανοσίαν και ασκητικήν ζωήν τούτου του τρισμάκαρος. Ούτος ο τρισόσιος έτρωγε μεν εκ πασών των τροφών, όσας συγχωρεί ο τύπος και η μοναχική διάταξις· όμως έτρωγε πολύ ολίγον, όσον μόνον χρειάζεται δια να ζη και όχι να κορέννυται. Τούτο δε νομίζω, ότι εποίει σιφώτατα, δια να μη επαίρεται ότι νηστεύει ο αξιοϋμνητος και κατ’ αυτόν τον τρόπον να καταβάλλη και να νικά το κέρας και την δύναμιν της υπερηφανείας δια να μη του προξενή ενόχλησιν. Και πάλιν με την ολιγίστην βρώσιν, την οποίαν έτρωγεν, εξέθλιβε και εχαλίνου την αχόρταστον δέσποιναν, την κοιλίαν, ήτις κινείται υπό της ορέξεως και ζητεί να κορέννυται πάντοτε από πολλά και ποικίλα βρώματα και ούτως εβόα προς αυτήν· «Πεφίμωσο, σιώπα και μη ζήτει πλείονα». Αλλά και με το ότι εκάθητο εις την έρημον και δεν είχε συναναστροφήν με ευειδή πρόσωπα, απέσβεσε την φλόγα της σαρκικής επιθυμίας και κατέστησεν αυτήν να αποτεφρωθή και να κατευνασθή τελείως. Εξωλόθρευσε δε ανδρικώτατα, ο ανδρείος, και την φιλαργυρίαν, ήτις εστί, κατά τον μακάριον Παύλον, ειδώλων προσκύνησις, με την ελεημοσύνην την οποίαν έδιδε και με το ολίγον και αναγκαίον πράγμα το οποίον εκράτει δι’ εαυτόν. Με την αδιάλειπτον δε του θανάτου ενθύμησιν εκέντα αείποτε την ψυχήν αυτού και την εβίαζε να αποδιώκη τον ακατάπαυστον θάνατον, τον εκ της οκνηρίας προξενούμενον εις τον άνθρωπον, εξαναγκάζων αυτήν να ασχολήται εις μόνα τα θεία έργα με πολλήν σπουδήν και ταχύτητα. Ομοίως έλυσε και ηφάνισεν από της καρδίας του τα δεσμά της ψυχοβλαβούς αγάπης των υλικών και προσκαίρων πραγμάτων, με τον δεσμόν της παρηγορητικής λύπης, των αϋλων και αιωνίων χαρισμάτων. Και με την μάχαιραν της πολυχρονίου εαυτού υπακοής, εις την οποίαν διέτριψε τοσούτους χρόνους, είχεν εσφαγμένην την τυραννίδα του θυμού και πεφονευμένην τελείως την εκ της οργής έξαψιν. Ομοίως σιωπών και μη εξερχόμενος της κέλλης του, εθανάτωσε την κενοδοξίαν και τον βλαβερόν έπαινον ως και την φαρμακεράν φήμην και την δόξαν των ανθρώπων, τα οποία αγρεύουσι και περιπλέκουσι την ψυχήν, καθώς αγρεύει και περιπλέκει η αράχνη με τον ιστόν της τας μυίας και άλλα ιπτάμενα ζωϋφια, εκμυζώσα το αίμα των και απορροφούσα, ώσπερ η βδέλλα, τον νουν, την προθυμίαν και όλην αυτής την σύστασιν, την οποίαν απονεκρώνουν και δεν αφήνουν να έχη πλέον την ζωήν, ήτοι τον Θεόν και τας αρετάς αυτής, αλλά τον πονηρόν διάβολον και τα έργα του. Εξηφάνισε δε παντελώς και το όγδοον κακόν, το θανάσιμον πάθος, τον φοβερόν λέοντα, την αντίθεον δηλαδή υπερηφάνειαν, ήτις είναι, κατά τους θείους Πατέρας, πάθος όγδοον. Διότι καθώς η Κυριακή είναι πρώτη και ογδόη εις τας ημέρας της εβδομάδος, ούτω και η υπερηφάνεια είναι αρχή και τέλος όλων των κακών και των θανασίμων αμαρτημάτων, πάντοτε δε ανθίσταται εις τον Θεόν και μάχεται με αυτόν τον ουράνιον και παντοδύναμον Βασιλέα. Αλλά ποία χαρίσματα έλαβεν εκ Θεού ο Άγιος, δια την καταστολήν και κατανίκησιν αυτής; Πάντως την μακαρίαν ταπείνωσιν, ήτις είναι ο ακρότατος και τελειότατος καθαρισμός του ανθρώπου· την οποίαν ήρχισε μεν δια της υπακοής του ο πεφωτισμένος εκ Θεού νέος Βεσελεήλ, την ετελείωσε δε ο Κύριος της επουρανίου Ιερουσαλήμ δια της παρουσίας Του. Διότι άνευ της υπακοής και της του Θεού βοηθείας, δεν είναι δυνατόν να καθαιρεθή και να νικηθή ο πονηρός διάβολος και η συμμορία του, ως και πάσαι αι διαβολικαί αυτού ενοχλήσεις και ενέργειαι. Αλλ’ εις ποίον μέρος του παρόντος λογοπεπλεγμένου στεφάνου να τάξω την αέναον πηγήν των δακρύων του; Πράγμα τω όντι πολύτιμον και ουχί εις πολλούς ευρισκόμενον, των οποίων δακρύων το εργαστήριον ευρίσκεται μέχρι της σήμερον. Τούτο δε ήτο σπήλαιον τι κείμενον εις μίαν βαθυτάτην χαράδραν υποκάτω εις τους πρόποδας του όρους· εις ένα κρημνώδη και πετρώδη τόπον και απέχον όχι μόνον της ιδικής του, αλλά και πάσης ετέρας κέλλας τοσούτον όσον να μη ακούεται το πένθος του, δια να αποφεύγη την κενοδοξίαν και τον βλαπτικώτατον έπαινον τον εκ των ακουόντων προερχόμενον. Όμως, αν και ηγωνίζετο να μη ακούεται εις τους ανθρώπους τούτο το θαυμάσιον έργον του πένθους του, εν τούτοις έφθανε μέχρι των πυλών του ουρανού με τους στεναγμούς και τους θρήνους του και με άλλα όμοια, δι’ ων ετιμώρει και επαίδευεν εαυτόν συχνάκις. Ούτως επένθει και εστέναζεν ο Όσιος καθώς θρηνούσι και στενάζουσιν οι δερόμενοι με ράβδους και κατακεντούμενοι και μελιζόμενοι με πεπυρωμένα σίδηρα και τους ιδίους οφθαλμούς αποστερούμενοι. Εχρησιμοποίει δε και τον ύπνον με μεγάλην εγκράτειαν ούτος ο γήϊνος Άγγελος και ουράνιος άνθρωπος, κοιμώμενος τοσούτον μόνον, όσον να μη βλαβή η ουσία του νοός του υπό της υπερβαλλούσης αγρυπνίας του· ώστε φαίνεται, ότι μίαν ώραν εκοιμάτο κατά την νύκτα, την δε λοιπήν μεθ’ όλης της ημέρας ειργάζετο και προσηύχετο. Πριν κοιμηθή προσηύχετο ώραν πολλήν και κατεγίνετο εις την ανάγνωσιν και εις την σύνθεσιν των βιβλίων του, χαλινών ούτω και εμποδίζων την οκνηρίαν και μη αφήνων ταύτην να εύρη θέσιν και ανάπαυσιν εις αυτόν. Όλος δε ο δρόμος του νοός του και η ζωή του ήτο προσευχή αέναος και έρως και αγάπη προς τον Θεόν ανείκαστος. Διότι μόνον τον Θεόν εφαντάζετο νύκτα και ημέραν και αυτόν έβλεπεν ακαταπαύστως εις τον διαυγέστατον καθρέπτην του λαμπρού νοός του και εις την τράπεζαν της καρδίας του, μη θέλων ή, καλύτερον ειπείν, μη δυνάμενος να λάβη κόρον και πλήρωσιν της αγάπης του, επειδή όσον πλησιάζει τις προς τον Θεόν, τόσον τον επιθυμεί και τον διψά περισσότερον. Δια τούτο πάντες επεθύμουν να ακούωσι πάντοτε των ψυχωφελών νουθεσιών του Αγίου, εκ των οποίων υπήρχε Μοναχός τις, ο καλούμενος Μωϋσής, όστις κεντρωθείς υπό του κέντρου ζήλου μεγάλου και άκρας αγάπης, την οποίαν έλαβε προς τούτον τον Θεοφόρον Πατέρα, παρεκάλεσεν αυτόν πολύ να τον δεχθή ως μαθητήν και υποτακτικόν αυτού και να τον στοιχειώση εις την αληθινήν και ουράνιον της Μοναχικής πολιτείας φιλοσοφίαν. Μετεχειρίσθη δε και μεσίτας δια τον σκοπόν τούτον πολλούς εκ των Πατέρων, ίνα μη αποτύχη η αίτησίς του. Εκβιασθείς λοιπόν υπό των πολλών αυτού δεήσεων, εδέξατο αυτόν ο μακάριος και εν μια των ημερών τον επρόσταξε να φέρη γην εξ άλλου λιπαρωτέρου και παχυτέρου τόπου δια να φυτεύσωσι και καλλιεργήσωσι λάχανα· διότι ο τόπος, εις τον οποίον κατώκουν, δεν ηδύνατο να τα θρέψη αφ’ εαυτού, ως ξηρός και ακαρποφόρητος. Απελθών λοιπόν ο Μωϋσής εποίει αόκνως την υπηρεσίαν του. Όμως επειδή ημέραν τινά έφθασεν η μεσημβρία και έκαιεν η μεγάλη του ηλίου θερμότης, θερμαίνουσα τον τόπον ως κάμινος, διότι ήτο ο έσχατος των μηνών του θέρους, ο Αύγουστος, κατεβλήθη ο Μωϋσής εκ του κόπου και αποκαμών εκ της μεταφοράς, έπεσε να αναπαυθή ολίγον υποκάτω μεγάλου τινός λίθου, όστις έμελλε να αποσπασθή μετ’ ου πολύ και να τον συντρίψη αιφνιδίως και ανελπίστως. Ο δε φιλάνθρωπος Θεός, όστις δεν βούλεται να λυπή τους γνησίους δούλους Του εις ουδέν, προέλαβε κατά την Αυτού συνήθειαν και ηλευθέρωσε τον Μωϋσήν από τον επικείμενον εκείνον του θανάτου κίνδυνον με τρόπον θαυμάσιον· και ακούσατε. Την ώραν όπου εκοιμάτο ο Μωϋσής υποκάτω του λίθου, προσηύχετο και ο Άγιος εις το κελλίον του, έχων τον νουν του αναπεπταμένον και προσηλωμένον εις τον Θεόν κατά την συνήθειάν του και εκεί ήλθεν εις αυτόν ολίγος λεπτότατος ύπνος· βλέπει δε, ότι τον εξύπνα ιεροπρεπής τις και σεβάσμιος άνθρωπος και τον ωνείδιζε, λέγων· «Ιωάννη, πως κοιμάσαι αμέριμνος, εν ω ο Μωϋσής κινδυνεύει να θανατωθή»; Τότε εγερθείς παρευθύς ο Άγιος, ήρξατο να προσεύχεται υπέρ του μαθητού του με πολλήν θερμότητα· ο δε Θεός υπήκουσεν εις αυτόν και ηλευθέρωσε τον Μωϋσήν από τον ανέλπιστον θάνατον. Διότι, ενώ εκοιμάτο και επλησίαζε να πέση ο λίθος επάνω του και να τον συντρίψη, ενόμισεν, ότι εφώναζεν εις αυτόν ο Όσιος να φύγη εκείθεν το συντομώτερον. Ευθύς τότε εγερθείς εκείνος έντρομος, επήδησεν εκ της σκιάς όπου εκάθευδε και αμέσως απεσπάσθη ο λίθος και εσκέπασε τον τόπον όπου έκειτο. Κατά δε την ώραν του Εσπερινού ήλθεν εις το κελλίον ο Μωϋσής και ερωτηθείς υπό του Οσίου, αν συνέβη εις αυτόν κανείς πειρασμός εν εκείνη τη ημέρα ή βλάβη ανέλπιστος, απεκρίθη εις αυτόν· «Κοιμώμενος, Πάτερ μου, βαθέως, εν τω μέσω της ημέρας, υποκάτω λίθου τινός πολύ μεγάλου, ενόμισα εις τον ύπνον μου, ότι μοι εφώναξες να εγερθώ εκείθεν και να φύγω το συντομώτερον. Όθεν, εις την στιγμήν ηγέρθην και έφυγον και ευθύς μετά την φυγήν μου απεσπάσθη ο λίθος και έπεσεν εις τον τόπον όπου ύπνωττον και παρ’ ολίγον, αν δεν εξύπνων εκ της φωνής σου, ήθελον ασφαλώς με συντρίψει ο λίθος». Ταύτα ο μέγας και ταπεινόφρων Ιωάννης ακούσας δεν εφανέρωσεν εις τον μαθητήν του το όραμα, το οποίον είδεν εις τον ύπνον του, ούτε ότι εδεήθη του Θεού υπέρ αυτού, αλλ’ ανύμνει και εδόξαζε τον πολυεύσπλαγχνον Κύριον με αποκρύφους φωνάς και ηυχαρίστει αυτόν, ως λυτρώσαντα τον μαθητήν του από τον αιφνίδιον θάνατον. Ήτο δε συγχρόνως και ιατρός άριστος εις τα αφανή της καρδίας τραύματα ούτος ο άνθρωπος του Θεού. Όθεν Μοναχός τις, Ισαάκ ονομαζόμενος, όστις εβασανίζετο δεινώς υπό του βάρους του φιλοσάρκου της πορνείας δαίμονος και εξηντλείτο υπό της λύπης του, έσπευσε ποτε δρομαίως προς τον μέγαν τούτον ιατρόν και ανέφερε τον έμφυτον και σαρκικόν αυτού πόλεμον, παρακαλών με στεναγμούς και θερμά δάκρυα να τον ελευθερώση εκ του πάθους του. Ο δε θείος Πατήρ, θαυμάσας την πίστιν και την μεγάλην αυτού ταπείνωσιν, είπε προς αυτόν· «Ας σταθώμεν, αδελφέ, εις προσευχήν αμφότεροι και ο αγαθός και πολυεύσπλαγχνος Κύριος δεν θέλει παραβλέψει την ταπεινήν ημών δέησιν, αλλά θέλει δώσει ημίν το ζητούμενον». Τούτου λοιπόν γενομένου, πριν επιτελεσθή η ικετήριος αυτών δέησις, εις καιρόν όπου ο ενοχλούμενος αδελφός έκειτο πρηνής και επί πρόσωπον εις την γην, ο Θεός εποίησε το θέλημα του ηγαπημένου δούλου του Ιωάννου, δια να αποδείξη και δια τούτου τον Προφήτην Δαβίδ αληθεύοντα, όστις λέγει· «Θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών εισακούσεται» (Ψαλμ. ρμδ: 19) και έφυγε από τον αδελφόν ο σκολιώτατος όφις εκείνος, ο διαβολικώτατος, λέγω, της πορνείας πόλεμος, μη υποφέρων να μαστίζηται με την ράβδον της καθαράς και ενεργητικής προσευχής του Αγίου. Ο δε αδελφός εκείνος, βλέπων εαυτόν ελεύθερον του λοιπού και όλως ανενόχλητον υπό του αφορήτου και χαλεπωτάτου εκείνου δαιμονίου της πορνείας, εξίστατο και έχαιρε δοξάζων τον Θεόν και ευχαριστών μεγάλως τον δούλον αυτού Ιωάννην ένεκα της χάριτος, την οποίαν έλαβε δια μεσιτείας του. Επειδή δε ήτο ανήρ ελλόγιμος και εις το διδάσκειν έμπειρος, μετεχειρίζετο τον λόγον της Χάριτος πλουσίως ο αοίδιμος και έχεεν αφθόνως και αόκνως τους ποταμούς της διδασκαλίας του εις εκείνους, οίτινες προσήρχοντο προς αυτόν, δια να λάβωσιν ωφέλειαν· όμως, φθονεροί τινες πονηροί άνθρωποι, κεντούμενοι υπό του φθόνου των και μηχανευόμενοι να εμποδίσωσι παντί τρόπω την πολλήν και μεγάλην ωφέλειαν, την οποίαν επροξένει εις άπαντας, ωνόμαζον αυτόν λάλον και φλύαρον. Ο δε Άγιος, γνωρίζων, ότι δύναται να υποφέρη πάντα πειρασμόν και να επιτύχη παν καλόν, με την δύναμιν του Χριστού, καθώς λέγει ο μακάριος Παύλος (Β΄ Κορ. ιβ:9-10) και αγαπών να διδάσκη και να ωφελή εκείνους, οίτινες προσήρχοντο προς αυτόν, όχι μόνον με τον λόγον, αλλά πολύ περισσότερον και με το έργον, δηλαδή δια της σιωπής του, εσιώπησε τελείως επί χρόνον πολύν και κατέπαυσεν εις το εξής το μελισταγές ρείθρον του διδασκαλικού λόγου του, ίνα διακόψη την αφορμήν των ζητούντων, κατά το γεγραμμένον, αφορμήν (Β΄ Κορ. ια:12), κρίνας κάλλιον να ζημιώση ολίγον τι τους εραστάς των καλών προς τους οποίους έμελλε πάντως να προξενήση και δια της σιωπής του ωφέλειαν παρά να κινήση καθ’ εαυτού εις πλείονα κατάκρισιν εκείνους τους αγνώμονας κριτάς και να τους κάμη να επιμείνωσιν εις την κακίαν των. Όθεν και εκείνοι οι κακότροποι, εντραπέντες δια την σιωπήν και την μεγάλην υπομονήν και ταπείνωσιν, την οποίαν έδειξεν ο Άγιος, και γνωρίζοντες πόσης βλάβης και ζημίας εγένοντο παραίτιοι εις τους άλλους, παρεκάλεσαν αυτόν να ανοίξη πάλιν την πηγήν της διδασκαλίας του και να ποτίζη τας διψώσας ψυχάς, ως συνήθιζε, να συγχωρήση δε και αυτών το αμάρτημα· αυτός δε, επειδή δεν έμαθε ποτέ να αντιλέγη και να εναντιούται, υπήκουσεν αμέσως και πάλιν ήρχισε να διδάσκη τα σωτηριώδη και ωφέλιμα, ως και πρότερον. Ούτω, θαυμάζοντες όλοι τας ενθέους πράξεις του και βλέποντες ότι υπερείχεν άπαντας εις όλα τα θεία χαρίσματα, έκρινον αυτόν άλλον νέον Μωϋσήν, φανέντα εκ Θεού κατά τας ημέρας των. Τον ανεβίβασαν λοιπόν βιαίως εις το ηγουμενικόν αξίωμα υψώσαντες τον λύχνον επί της λυχνίας δια να βλέπωσι το φως αυτού άπαντες και αναβαίνωσιν εις τα ουράνια (Ματθ. ε:15, Μάρκ. δ:21, Λουκ. η:16, ια:33). Και πράγματι δεν διεψεύσθησαν εκ της πραγματείας των, αλλ’ εξελέξαντο καλώς τον άξιον Ποιμένα και επέτυχον αυτόν κατά τον πόθον και την ελπίδα των. Διότι ανέβη και ούτος εις το Όρος και εισήλθεν εις τον άδυτον γνόφον (Έξοδ. κδ:18)· και διαβάς με τον νουν του τας ουρανίους βαθμίδας, φθάνει εις τον Θεόν με τον λογισμόν του και δέχεται παρ’ αυτού τον φωτισμόν και την θεοτύπωτον νομοθεσίαν και ανοίγει το στόμα του και ομιλεί τον λόγον του Θεού και λαμβάνει εις την ψυχήν του την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος και εξηρεύξατο (εξέχεεν) άπειρα αγαθά (Ψαλμ. μδ:2) και σωτηρίους λόγους εκ του αγαθού θησαυρού της καρδίας του. Ούτω λοιπόν ετελείωσε την ζωήν αυτού ο μακάριος, καταγινόμενος εις την φροντίδα και οδηγίαν των νέων Ισραηλιτών, των πεφωτισμένων δηλαδή εκ Θεού Μοναχών, διαφέρων του Προφήτου Μωϋσέως εις εν μόνον πράγμα· ότι εκείνος μεν, δεν ηξεύρω πως, ημποδίσθη και δεν εισήλθεν εις την επίγειον Ιερουσαλήμ, ούτος όμως ηξιώθη να αναβή ασφαλώς εις την θείαν και επουράνιον. Μαρτυρούσι τούτο οι πολλοί εκείνοι, οίτινες εσώθησαν και σώζονται μέχρι της σήμερον, αναγινώσκοντες τας πνευματικάς νουθεσίας και τας πράξεις του, μεταξύ των οποίων είναι και ο νέος Δαβίδ, ο μαθητής του, Μάρτυς αληθής της σοφίας και σωτηρίας την οποίαν επροξένει ο σοφός ούτος προς άπαντας. Μάρτυς έτι υπάρχει και ο καλός ημών Ποιμήν Ιωάννης, υπό του οποίου παρακληθείς ούτος ο μέγας κατένευσε προς ημάς με τον λογισμόν του και να κατέβη από το υψηλόν όρος της διδασκαλίας του, ως άλλος νέος θεόπτης Μωϋσής από το Σίναιον, όπου και ούτος είδε με τον νουν του τον Θεόν και έλαβεν, όπως εκείνος, παρ’ Αυτού τας θεογράφους πλάκας, τας ψυχωφελείς τουτέστι διδασκαλίας και τας παρέδωκεν εις ημάς, αίτινες περιέχουσι εξωτερικώς μεν διδάγματα και μαθήματα πρακτικά των καλών έργων και πράξεων, έσωθεν δε είναι πεπληρωμέναι θεωρητικών και ουρανίων νοημάτων, τα οποία βιάζουσιν ημάς να παριστάμεθα προς Θεόν ακαταπαύστως με τον νουν και την καρδίαν και με όλην ημών την ψυχήν και να λέγωμεν προς Αυτόν: Δια πρεσβειών του Οσίου και γνησίου δούλου Σου Ιωάννου, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου