Γεράσιμος ο Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών ο Αναχωρητής και Ιορδανίτης
αποκαλούμενος υπήρξεν υιός ευπόρων και αυστηρών κατά τα ήθη γονέων, γεννηθείς
εις την Λυκίαν της Μικράς Ασίας περί τα τέλη του Δ΄ μετά Χριστόν αιώνος. Η
ακριβής χρονολογία της γεννήσεώς του δεν είναι γνωστή, η δε παραδιδομένη υπό των
παλαιοτέρων εντύπων Συναξαριστών ως λαβούσα χώραν κατά τους χρόνους του
βασιλέως Κωνσταντίνου Δ΄ του Πωγωνάτου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη χξη΄ -
χπε΄ (668 – 685) είναι εσφαλμένη.
Τα περί του ζητήματος τούτου αναπτύσσομεν εν τη κάτωθεν του παρόντος παρατοθεμένη υποσημειώσει, ενταύθα δε παραθέτομεν τον Βίον αυτού ως παρελάβομεν τούτον εκ των παλαιοτέρων, αρκεσθέντες εις την διόρθωσιν μόνον της χρονολογίας γεννήσεως του Οσίου, βάσει των ελεγχθέντων στοιχείων. Αφηγούνται μεν πάντοτε το καλόν και επαινούσι τας αγαθάς πρόξεις αι Ιεραί και Θείαι Γραφαί, οδηγούσαι ημάς και προάγουσαι προς αρετήν, αλλ’ ημείς οι οκνηροί και χαύνοι, οι εν αναπαύσει βιούντες, αδρανούμεν προς αυτήν και υποστηρίζομεν, ότι η εργασία της αρετής είναι λίαν δυσχερής και δεν δύναται να κατορθωθή ευκόλως από τον καθένα, δια το προς τας ηδονάς επιρρεπές ημών και την προς τα πάθη αδυναμίαν. Όμως πολλοί των προ ημών βιωσάντων Πατέρων και άπαξ μόνον αναγνώσαντες Βίους σπουδαίων ανδρών, ευθύς υπό τούτων παραδειγματισθέντες ετράπησαν εις την άσκησιν της ομοίας αρετής και πλείστα όσα λαμπρά κατορθώματα επέτυχον. Όσον δε υψηλότερον ανήλθον τόσον περισσότερον παριστώσι το αξιόπιστον των Ιερών Γραφών και αποδεικνύουν, ότι δεν είναι αδύνατον το να διδάσκεται τις εξ αυτών, οι δε ραθυμούντες και προς εργασίαν της αρετής αδρανούντες διαθερμαίνονται δια των παραδειγμάτων των Αγίων και προς ζήλον εγείρονται και πείθονται πολλάκις τα αυτά να επιχειρήσωσι και δια τούτων εκείνους να προσεγγίσωσιν. Τοιούτος είναι και ο του μεγάλου Πατρός Γερασίμου Βίος, όστις προβάλλεται νυν ενώπιον ημών προς μελέτην και εις κοινήν των ακροωμένων αυτόν ωφέλειαν, ικανός αφ’ ενός μεν να αποδείξη την δύναμιν της αρετής, την οποίαν ο μέγας εκείνος Πατήρ κατώρθωσεν, αφ’ ετέρου δε να συναρπάση δια των παραδειγμάτων του εκείνους, οίτινες ποθούν την λαμπρότητα του Οσίου Πατρός Γερασίμου. Ταύτα δε δι’ ολίγων λέγομεν, αφ’ ενός μεν δια το στενόν και ασθενές της ημετέρας γλώσσης, αφ’ ετέρου δε ίνα μη φανή, ότι ο λόγος δια της μακρηγορίας και της κατά την τέχνην συνθέσεως μεγαλοποιεί το ευφημούμενον μεγαλείον, αλλ’ ότι ο προκείμενος μάλλον λόγος επικοσμείται και σεμνύνεται δι’ αυτής μόνης της των έργων μεγαλοπρεπείας. Ο θείος Γεράσιμος, το γέρας όντως των Μοναχών, εγεννήθη, ως είπομεν, εν τη επαρχία των Λυκίων, εκ γονέων ευπόρων, αλλά ηθικών και αυστηρών. Ενηλικιούμενος δε απέκτα και τον πλούτον της συνέσεως και δεν ηγάπα να διάγη κατά τον τρόπον των άλλων νέων, φροντίζων δηλαδή αποκλειστικώς και μόνον να τέρπη τας αισθήσεις, τα δε ψυχικά αγαθά να εγκαταλείπη, αλλά ατενίζων κυρίως προς τον Θεόν, διέκρινε καλώς τας αρετάς από των παρόντων την πλήρη ματαιότητα, κρίνων, ότι τίποτε άλλο δεν είναι αι απολαύσεις του βίου τούτου ει μη μόνον απάτη, σύγχυσις του λογισμού και τύφλωσις νοός. Απεμακρύνθη λοιπόν εκ των του κόσμου θορύβων και μετέβη προς τον ήρεμον και απλούν βίον της μοναδικής πολιτείας και κουρεύσας τας τρίχας της κεφαλής του απέβαλε μετ’ αυτών και πάσαν κοσμικήν μέριμναν, αφοσιώσας όλον τον εαυτόν του εις την αρετήν, την οποίαν μετά σπουδής ειργάζετο και μετά θερμού πόθου ισχυρώς ηγωνίζετο, ίνα αποκτήση. Ταύτα πάντα έπραττεν ο Άγιος λινα καταστήση την ψυχήν αυτού καθαράν από παντός πάθους και πάσης κηλίδος, και ίνα η διάνοια αυτού γίνη ευπρόσδεκτος των υψηλών χαρισμάτων του πνεύματος και του εκείθεν εκπηγάζοντος λαμπρού φωτός. Ένεκα τούτου και της γαστρός τας ορέξεις περιώριζε τόσον, ώστε να αδιαφορή προς πάσαν του φάρυγγος ηδονήν και να απεχθάνεται παν το βαρύνον την γαστέρα, ως ενοχλητικόν βάρος. Ούτω και τα σκιρτήματα των παθών της σαρκός κατηύναζε και η νηφαλιότης του νοός έμενεν ατάραχος. Και της μεν γαστρός ούτως εκράτει και κατ’ αυτόν τον τρόπον τας πολυτελείς τροφάς απηχθάνετο, αλλά και του ύπνου ισχυρότερος εγένετο, ουδέποτε παρασυρόμενος υπ’ αυτού. Εχρησιμοποίει δε τούτον τόσον μόνον όσον η φύσις ηδύνατο να ανθέξη, κατά δε το υπόλοιπον ηγρύπνει αυστηρός απασχολούμενος εις την προσευχήν και την μελέτην των πνευματικών λόγων. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπον αγωνιζόμενος ο τρισμακάριος Όσιος εις την πατρίδα του την Λυκίαν και δείξας την πρέπουσαν εις τους Μοναχούς πολιτείαν και πολλούς ιδρώτας αποβάλλων κατά των πνευμάτων της πονηρίας, εσκέφθη να μεταβή εις την παρά τον Ιορδάνην έρημον, ίνα αγωνισθή δια μεγαλυτέρων αγώνων με την πεποίθησιν, ότι η ερημία είναι υψηλοτέρα της φιλοσοφίας και βοηθός και συνεργός εις τον αγώνα του. Έπραξε λοιπόν τούτο και ευθύς ως έφθασεν εκεί, ήρχισε τον ερημικόν βίον καθώς επεζήτησε, καλλιεργών καλλιτέραν αγωγήν και μεγαλυτέραν προς την αρετήν απόδοσιν. Διότι δεν ηθέλησε να παραμείνη εις τας προτέρας συνηθείας, αλλ’ επεδίδετο εις αληθείς κόπους προς το καλόν, καθ’ ημέραν προάγων τον εαυτόν του, δι’ ο και των όπισθεν επιλανθανόμενος και τοις έμπροσθεν επεκτεινόμενος, καθώς ο θείος Παύλος λέγει (Φιλ. γ: 14) και προχωρών καθώς ρωμαλέος τις δρομεύς, έτρεχεν άνευ επιστροφής ταχέως εις τον δρόμον της αρετής, επειγόμενος, ίνα αποκτήση το βραβείον της άνω κλήσεως. Ουχί δε μόνον ως καλός δρομεύς διέτρεχε τον της ασκήσεως δρόμον ο Άγιος, αλλά και ως καλός στρατιώτης ηγωνίζετο κατά των σκοτεινών δυνάμεων, επιτιθέμενος γενναίως κατ’ αυτών και αντικρούων μετά τόλμης τους κατ’ αυτού επερχομένους, ουχί προς αίμα και σάρκα διαγωνιζόμενος, αλλά προς τας αρχάς και τας εξουσίας του σκότους, κατά τον ίδιον θείον Παύλον (Εφ. στ: 12) καθ’ ων αρμόζει η πολεμική τέχνη και μέθοδος των γενναίων ανδρών και κατά των οποίων σκοτεινών δυνάμεων η επίθεσις είναι ανένδοτος και σφοδροτάτη και η μάχη ηρωϊκή και διαρκής. Διότι αύται δεν ησυχάζουν, ως λέγει ο σοφός, εάν δεν κάμουν το κακόν. Προς τοιαύτας δυνάμεις εμάχετο ο ανήρ, προς τόσον τρομερούς αντιπάλους και τόσον φρικτούς πολεμίους. Αλλ’ ήτο καλώς ησφαλισμένος ο μακάριος δια των όπλων της αρετής και ενδυναμούμενος υπό της άνωθεν Χάριτος εμάχετο επιμόνως, ώστε όχι μόνον άπαξ να τρέψη τους εχθρούς εις φυγήν και ούτοι υποχωρούντες να τον αφήσωσι του λοιπού ανενόχλητον. Διότι και τούτο δύναται να συμβή. Φεύγουν δηλαδή οι εχθροί, όταν καθ’ ολοκληρίαν ηττηθούν ή μάλλον δεικνύουν ότι φεύγουν, ίνα ούτω νεκρωθή το αγωνιστικόν φρόνημα του αγωνιστού και ούτως επανερχόμενοι ούτοι καταλάβουν αυτόν εξ απροόπτου. Δεν έπραττεν όμως ούτως ο θείος Γεράσιμος, αλλά διαρκώς ηγωνίζετο και διαρκώς ευρίσκετο εις πόλεμον εναντίον των σκοτεινών δυνάμεων. Διότι αν ο στρατιώτης του Χριστού, καταξιούμενος της εν πνεύματι γαλήνης, διάγει εν αναπαύσει, ποία η ωφέλεια; Η φήμη λοιπόν τον άνδρα διεκήρυττε μέγαν κατά την αρετήν και γνήσιον του Θεού θεράποντα και είλκυεν εξ όλων των σημείων πολλούς προς αυτόν και έπειθε τούτους να χρησιμοποιούν ως οδηγόν προς τον Θεόν τον Όσιον τούτον Γεράσιμον, εις τούτον να βασίζωνται δια την σωτηρίαν των ψυχών των και εις αυτόν να εμπιστεύωνται την κηδεμονίαν των. Αρκετοί δε εκ των προς αυτόν προσερχομένων προήρχοντο εκ των παλαιοτέρων Μοναχών, ακόμη και εξ αυτών των Αναχωρητών. Τοσούτον ονομαστός κατέστη ο θείος Γεράσιμος μεταξύ των κατ’ εκείνην την εποχήν Μοναχών. Βλέπων δε ο Όσιος τούτους, ότι προετίμων την μετ’ αυτού συνοίκησιν και προθυμοποιουμένους να μένωσι πλησίον του, ωκοδόμησε μεγίστην Λαύραν απέχουσαν του ποταμού Ιορδάνου ουχί περισσότερον του ενός μιλίου, ανήγειρε δε και Κοινόβιον δια της εργασίας των. Ταύτα δε αφού επραγματοποίησεν, έθεσε νόμους άριστα διατεταγμένους και λίαν ωφελιμωτάτους, κατά τους οποίους οι μεν εισερχόμενοι εις Κοινόβιον Μοναχοί να μένωσιν εν αυτώ και να ασκώνται εις την μοναδικήν εκπαίδευσιν. Όσοι δε εκ τούτων συνεχώς και δια μακρών κόπων εξεγυμνάζοντο και έφθανον εις βαθμόν τελειότητος, ούτοι πλέον ηδύναντο να εγκαθίστανται εις ίδια κελλία, άτινα δεν ήσαν ολιγώτερα των εβδομήκοντα. Εις τους ούτω πως εγκαθισταμένους εις ίδια αναχωρητικά κελλία προσέταξεν ο Άγιος να διάγωσιν υπό τον εξής κανόνα. Καθ’ όλας τας ημέρας της εβδομάδος έκαστος να ησυχάζη εντός του ιδικού του κελλίου, χωρίς να έχη τίποτε άλλο προςτροφήν παρά μόνον άρτον, ύδωρ και φοίνικας. Κατά δε το Σάββατον και την Κυριακήν να προσέρχωνται εις την Εκκλησίαν και να συμμετέχουν εις τας Ακολουθίας, έπειτα δε να τρώγουν εις το Κοινόβιον μαγειρευμένον φαγητόν και να πίνουν ολίγον οίνον. Εις δε το κελλίον επρόσταξε να μη ευρίσκεται τίποτε, ούτε να καίη πυρά, ούτε μαγειρευμένον φαγητόν να τρώγουν. Διότι εκήρυττεν, ότι η ακτημοσύνη κεκοσμημένη δια της ταπεινοφροσύνης είναι εκ των λαμπροτέρων αρετών. Έκαστος δε, εξ όσων δια των έργων των χειρών του κατά το διάστημα της εβδομάδος κατεσκεύαζε, να συνεισφέρη εις το Κοινόβιον καθ’ έκαστον Σάββατον, όταν ήρχετο εις αυτό. Κατά δε το δειλινόν της Κυριακής, παραλαμβάνων έκαστος το εφόδιον της εβδομάδος, ήτοι άρτους και φοίνικας και ύδωρ εντός αγγείου και βάϊα, να επανέρχεται εις το κελλίον του. με τοιούτον κανόνα και τύπον προέτρεπε τους προς αυτόν προσερχομένους Αναχωρητάς να ζουν ο Μέγας Γεράσιμος. Δι’ ο και ούτοι, ούτως εκπαιδευθέντες, τόσον ήσαν αμέριμνοι και αδιάφοροι δια την κατοχήν κοσμικών πραγμάτων, ώστε τίποτε άλλο δεν είχον πέραν εκείνων τα οποία ενεδύοντο, αλλ’ ούτε και δευτέραν περιβολήν είχον. Ως στρωμνήν δε εχρησιμοποίουν ή ψάθιον ή ευτελές τι σκέπασμα. Είχον ακόμη και μικρόν πήλινον αγγείον δι’ ύδωρ, το οποίον επήρκει δια να πίνουν και δια να διατηρούν τα βαϊα τα οποία έπλεκον. Ακόμη ο κανονισμός ο παραδοθείς εις αυτούς υπό του Μεγάλου Γερασίμου και αυστηρώς τηρούμενος ήτο, όταν εξέρχωνται να αφήνουν ανοικτά τα κελλία των, ώστε ο επιθυμών να δύναται να εισέλθη εντός αυτών και να λαμβάνη ό,τι χρειάζεται δια τας βιοτικάς του ανάγκας. Δι’ ουδέν δε εκ των βιοτικών πραγμάτων απηγόρευε την κοινήν χρήσιν. Ώστε και ούτοι, αν και εν τη ερήμω βιούντες, προσηρμόζοντο εις τον αποστολικόν τρόπον ζωής, έχοντες «άπαντα κοινά» (Πράξ. β: 44). Μετά των απλών δε εκείνων πραγμάτων, τα οποία είχον κοινά, είχον και την καρδίαν και την ψυχήν μίαν. Επειδή ουδείς ουδέν εκ των υπαρχόντων αυτού ενόμιζεν ως ιδικόν του, αλλά τα πάντα εθεώρουν κοινά. Λέγεται δε και τούτο περί τινων Αναχωρητών. Ότι ότε προσήλθον προς τον Όσιον Γεράσιμον και εζήτησαν παρ’ αυτού να τους επιτρέψη να θερμάνουν ύδωρ και να φάγουν μαγειρευμένον φαγητόν, να αναγινώσκωσι δε με λύχνον, ο μέγας Γεράσιμος απαντήσας είπεν· «Εφ’ όσον επιθυμείτε να ζήτε ούτω, περισσότερον συμφέρον είναι δια σας να διαμένετε εις το Κοινόβιον. Αυτά δε εγώ ουδόλως θα σας τα επιτρέψω εφ’ όσον απομένει εις εμέ ζωή». Ούτως απήντησεν ο Όσιος εις τους Αναχωρητάς. Αφού δε ήκουσαν οι Ιεριχούντιοι τα της πολιτείας του θείου Πατρός Γερασίμου, ότι ήτο τόσον αυστηρά και τόσον ακλόνητος και ο Βίος αυτού ήτο σκληρός και απαράκλητος, έθεσαν οι ίδιοι δια τους εαυτούς των νόμον να μεταβαίνουν καθ’ έκαστον Σάββατον και Κυριακήν εις τους Αναχωρητάς και να μεταφέρουν παράκλησίν τινα εις αυτούς, λιτά τινα δηλαδή φαγητά και τρόφιμα. Λέγομεν δε ταύτα εις έπαινον των Ιεριχουντίων εκείνων, οίτινες απέδειξαν ψυχήν φιλάρετον. Πολλοί όμως εκ των υποτακτικών του Μεγάλου Γερασίμου, αντιλαμβανόμενοι τους ερχομένους προς τον σκοπόν τούτον, επί τοσούτον έχανον την ευθυμίαν των και τόσον δυσάρεστον εθεώρουν την άφιξίν των, ώστε δεν επροθυμοποιούντο ούτε να τους ίδωσι κατά πρόσωπον ουδ’ υπέμενον αυτούς. Διότι καλώς εγνώριζον οι μακάριοι εκείνοι Μοναχοί, ότι μήτηρ της τελείας σωφροσύνης είναι η εγκράτεια, ήτις δύναται μόνη και τους ρυπαρούς λογισμούς να απομακρύνη και του ύπνου την βαρύτητα να ελαφρώση. Διότι, όχι μόνον δια λόγων, αλλά και δι’ έργων εδιδάχθησαν τούτο υπό του μεγάλου Πατρός αυτών. Επειδή ο θείος εκείνος ανήρ μεγάλως εξετίμα την εγκράτειαν, τόσον ώστε και κατά τας τεσσαράκοντα ημέρας της νηστείας να μένη άσιτος, αρκούμενος μόνον εις την Αγίαν Κοινωνίαν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν βιώσας ο θείος Γεράσιμος και καταστάς πρότυπον αρετής και σωτηρίας, αναδειχθείς δε της κατά τον Ιορδάνην ερήμου πολίτης και πολιούχος, έφθασεν εις το σύνηθες τέλος του βίου, την δ΄ (4ην) του παρόντος μηνός κατά την δευτέραν υπατείαν του Αυγούστου Ζήνωνος εν έτει 475. Αλλά καιρός είναι να ενθυμηθώμεν και τα κατά τον άγριον λέοντα θαύματα, όστις και ζώντα θαυμασίως υπηρέτησε τον Μεγάλον Πατέρα και μεταστάντα τούτον εκ των προσκαίρων παραδόξως συνηκολούθησε. Τελευταίον λοιπόν μετά την διήγησιν ακολουθεί το θαύμα, όπερ και το τέλος του Βίου του Πατρός συνοδεύει και το Συναξάριον τερματίζει, έχον ούτω. Λέων τις εξ εκείνων οίτινες έζων εις την έρημον του Ιορδάνου, συναντήσας τον Άγιον παρά την όχθην του ποταμού, ευθύς ως τον αντίκρυσεν, ήρχισε να φωνάζη δυνατά και να ωρύεται εκ των πόνων, διότι είχεν εμπηχθή εις τον πόδα του αιχμηρόν τεμάχιον καλάμου και επροξένει εις τον λέοντα πόνον ανυπόφορον. Αντιληφθείς τούτο ο Όσιος και συμπαθήσας δια το πάθημα του θηρίου και ευσπλαγχνισθείς, συμπονέσας δε και δια τους μορφασμούς τους οποίους έκαμνε προς αυτόν το θηρίον, προσφέρει την υπηρεσίαν του και θέλων να το θεραπεύση, ανασηκώνει τον πόδα αυτού ήδη εξωγκωμένον εκ της φλεγμονής και εξάγει μετά προσοχής τον κοπτερόν κάλαμον, όστις είχεν εμπηχθή εις αυτόν. Ευθύς τότε ο μεν πόνος του ζώου έπαυσεν, ο δε λέων γίνεται ήμερος ως πρόβατον, όχι ότι μετέβαλε και την φυσικήν του κατάστασιν, αλλά μόνην την αγριότητα, και ηκολούθησε τον μέγαν Γεράσιμον. Όπου δε ο Όσιος μετέβαινε, συνηκολούθει ο λέων. Μέγα και εκπληκτικόν το γεγονός τούτο, αλλά πόσον εκπληκτικώτερον το εν συνεχεία ιστορούμενον; Ως θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού! Επειδή, ως είπομεν, η Λαύρα δεν ήτο μακράν του ποταμού, όνος τις μετέφερεν εξ αυτού το αναγκαίον εις τους εν αυτή ασκητεύοντας Πατέρας ύδωρ. Τούτου του όνου την φύλαξιν ανέθεσεν ο Γέρων εις τον λέοντα, εμπιστευθείς εις το θηρίον το ονάριον ωσάν εις μικρόν βασκόν το πρόβατον. Έκαμνε λοιπόν ο λέων την υπηρεσίαν ταύτην επ’ αρκετόν χρονικόν διάστημα και ο πρότερον γενόμενος ήμερος ως πρόβατον λέων, εγένετο ήδη κύων και άλλοτε μεν ηκολούθει τον όνον, περιτριγυρίζων αυτόν προστατευτικώς, άλλοτε δε εκάθητο πλησίον του ή επέβλεπε τας οδούς όταν ο όνος έβοσκε. Τι όμως συνέβη κατόπιν; Ύπνος κατέλαβε κάποτε τον λέοντα και ενώ ο όνος έβοσκεν απεμακρύνθη απ’ αυτού. Διερχόμενοι δε τινες Άραβες έμποροι μα συνοδείαν καμήλων, έκλεψαν αυτόν. Εγερθείς εκ του ύπνου ο λέων ανεζήτησε τον όνον και αφού δεν τον εύρεν, επανήρχετο προς την Λαύραν σκυθρωπός και λυπημένος, κλίνων την κεφαλήν του προς την γην. Όταν λοιπόν είδεν ο Όσιος τον λέοντα εις τοιαύτην κατάστασιν και τον όνον απουσιάζοντα, υποπτεύθη το θηρίον, ότι υπούλως εφέρθη προς αυτόν και με ύφος χαρίεν, με προσήνειαν, αλλά και σοβαρότητα λέγει προς τον λέοντα· «Τι συμβαίνει, λέων; Έφαγες τον όνον; Φαίνεται λοιπόν ότι επανήλθες εις την προτέραν σου φύσιν, αν και εδοκίμασες να μεταβληθής εις πρόβατον και να έλθης εις την ιδιότητα του κυνός. Αλλ’ η φύσις ενίκησεν· ενεθυμήθης την προτέραν αλαζονείαν και την βασιλικήν σου κυριαρχίαν επί των άλλων ζώων, συ ο φονεύς και επεθύμησας πάλιν να άρχης. Αλλ’ εγώ θα σε ταπεινώσω και θα καταρρίψω το φρόνημά σου το επηρμένον και θα σε παρασκευάσω δια ταπεινής αγωγής να μη επιζητής τα παρελθόντα. Να είσαι λοιπόν, ουχί λέων, ως επεθύμησας, αλλ’ όνος αχθοφόρος όπως εκείνος, τον οποίον επεβουλεύθης». Ούτως αφού είπεν ο Γέρων μεθ’ απλότητος προστάσσει τον λέοντα να αναλάβη την υπηρεσίαν του όνου και φορτωμένος τα αγγεία να μεταφέρη το ύδωρ εις τους αδελφούς. Τούτο εγένετο πράγματι και ο λέων, ως πρότερον κατά την συμπεριφοράν εδεικνύετο αρνίον και έπειτα κύων, ούτω μετεβλήθη τώρα εις όνον φορτωμένον, φαινόμενον αληθώς θαυμαστόν. Παρήλθεν έκτοτε χρόνος αρκετός και ο λέων εξετέλει την διακονίαν ταύτην όχι μόνον αόκνως αλλά και ευχαρίστως. Τι όμως συνέβη μετά ταύτα; Μετά πάροδον χρόνου αρκετού οι αρπάσαντες τον όνον Άραβες έμποροι διήρχοντο και πάλιν από την ιδίαν παρά την όχθην του Ιορδάνου οδόν, έχοντες μεθ’ εαυτών και τον όνον, πορευόμενοι προς την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ. Ευρισκόμενον λοιπόν το θηρίον εις τον ποταμόν, ίνα φέρη το ύδωρ προς τους αδελφούς, βλέπει τον όνον από μακράν, τον αναγνωρίζει και εγκαταλείψας ευθύς την ιδιότητα του όνου, μάλλον δε τα χαρακτηριστικά του ζώου τούτου, παρουσιάζεται ως λέων και βρυχώμενος βασιλικώς επιπίπτει κατά των οδηγούντων τον όνον. Τούτο αντιληφθέντες εκείνοι και τρομοκρατηθέντες έφυγον ολοταχώς. Αρπάσας τότε ο λέων το σχοινίον, δια του οποίου εσύρετο ο όνος, εύθυμος και δια πηδημάτων και άλλων παιγνιδίων, τα οποία έκαμνεν, εδείκνυε την χαράν του φαινόμενος εις τους βλέποντας ως στρατιώτης γενναίος, όστις επιστρέφει από τον πόλεμον μετά τροπαίων. Ευθύς ως είδε τούτον ο Μέγας Γεράσιμος, τον απήλλαξεν από τας αγγαρείας προστάξας ίνα ο όνος αναλάβη και πάλιν την προτέραν του εργασίαν. Ωνόμασε δε ο Άγιος τον λέοντα Ιορδάνην.Έκτοτε ο λέων παρέμεινεν εκεί εις την Λαύραν εν ανέσει περιπατών κάποτε και έξω αυτής. Παρήλθον έκτοτε τρία έτη και ο θείος Γεράσιμος μετέστη προς ον επόθησε Κύριον. Κατά τας ημέρας εκείνας ο Ιορδάνης (ο λέων) είτε παρά τον Ιορδάνην περιπατών, είτε εις άλλο μέρος, κατ’ οικονομίαν Θεού, δεν ευρίσκετο εκεί όταν ο Άγιος Γεράσιμος ετάφη υπό των Πατέρων. Όταν λοιπόν επανήλθε μετ’ ολίγον, εζήτει τον Γέροντα. Ο δε Αββάς Σαββάτιος ο εκ Κιλικίας, ο μαθητής του Αββά Γερασίμου, ιδών αυτόν του είπεν· «Ιορδάνη, ο Γέρων ημών μας αφήκεν ορφανούς και απεδήμησεν εις Κύριον, αλλά λάβε τροφήν και φάγε». Ο λέων όμως δεν ήθελε να φάγη, αλλά συνεχώς έστρεφε τα βλέμματα εδώ και εκεί επιθυμών να ίδη τον Γέροντα, εφώναζε δε δυνατά, χωρίς καθόλου να σιωπά. Ο δε Αββάς Σαββάτιος και οι άλλοι Πατέρες θωπεύοντες την ράχιν τού έλεγον να φάγη και να ησυχάση. Παρά ταύτα ο λέων δεν έπαυεν από του να φωνάζη και να ωρύεται, όσον δε προσεπάθουν να τον παρηγορήσωσι δια των λόγων, τόσον περισσότερον ωρύετο και δυνατώτερα εφώναζε και ηύξανε την συμπάθειαν εις τους παρεστώτας, με την λύπην την οποίαν εδείκνυεν ότι ησθάνετο, επειδή δεν είδε τον Άγιον Γέροντα. Λέγει λοιπόν προς αυτόν ο Αββάς Σαββάτιος· «Έλα μαζί μου, επειδή δεν πιστεύεις εις ημάς». Ηκολούθησε τότε ο λέων τον Αββάν Σαββάτιον, εκείνος δε τον ωδήγησεν εις τον τάφον του Οσίου, ευρισκόμενον εις απόστασιν ημίσεως μιλίου από της Εκκλησίας. Σταθείς δε ο Αββάς Σαββάτιος παρά τον τάφον του Γέροντος έκαμε μετάνοιαν. Όταν λοιπόν είδεν αυτόν ο λέων κάμνοντα μετάνοιαν έκαμε και αυτός το αυτό σχήμα της μετανοίας και επ’ αρκετόν χρόνον κλίνων διαρκώς την κεφαλήν του προς την γην έμενεν εκεί έως ότου απέθανεν επάνω εις τον τάφον. Εγένετο δε τούτο ουχί επειδή ο λέων είχε ψυχήν λογικήν, αλλά επειδή ο Θεός ευδοκεί να δοξάζη τους δοξάσαντας Αυτόν, όχι μόνον εν τη ζωή αλλά και μετά θάνατον, καταδεικνύων δια του εξαισίου τούτου οποίαν υποταγήν είχον τα θηρία εις τον Αδάμ προ της παραβάσεως. Ας μιμηθώμεν λοιπόν και ημείς, αδελφοί, τουλάχιστον των θηρίων την ευγνωμοσύνην, την οποίαν επεδείκνυον προς τους τον Κύριον υπηρετούντας, ων ταις πρεσβείαις της αυτών μερίδος καταξιωθείημεν και ημείς εν τη ημέρα της Κρίσεως. Αμήν.
Τα περί του ζητήματος τούτου αναπτύσσομεν εν τη κάτωθεν του παρόντος παρατοθεμένη υποσημειώσει, ενταύθα δε παραθέτομεν τον Βίον αυτού ως παρελάβομεν τούτον εκ των παλαιοτέρων, αρκεσθέντες εις την διόρθωσιν μόνον της χρονολογίας γεννήσεως του Οσίου, βάσει των ελεγχθέντων στοιχείων. Αφηγούνται μεν πάντοτε το καλόν και επαινούσι τας αγαθάς πρόξεις αι Ιεραί και Θείαι Γραφαί, οδηγούσαι ημάς και προάγουσαι προς αρετήν, αλλ’ ημείς οι οκνηροί και χαύνοι, οι εν αναπαύσει βιούντες, αδρανούμεν προς αυτήν και υποστηρίζομεν, ότι η εργασία της αρετής είναι λίαν δυσχερής και δεν δύναται να κατορθωθή ευκόλως από τον καθένα, δια το προς τας ηδονάς επιρρεπές ημών και την προς τα πάθη αδυναμίαν. Όμως πολλοί των προ ημών βιωσάντων Πατέρων και άπαξ μόνον αναγνώσαντες Βίους σπουδαίων ανδρών, ευθύς υπό τούτων παραδειγματισθέντες ετράπησαν εις την άσκησιν της ομοίας αρετής και πλείστα όσα λαμπρά κατορθώματα επέτυχον. Όσον δε υψηλότερον ανήλθον τόσον περισσότερον παριστώσι το αξιόπιστον των Ιερών Γραφών και αποδεικνύουν, ότι δεν είναι αδύνατον το να διδάσκεται τις εξ αυτών, οι δε ραθυμούντες και προς εργασίαν της αρετής αδρανούντες διαθερμαίνονται δια των παραδειγμάτων των Αγίων και προς ζήλον εγείρονται και πείθονται πολλάκις τα αυτά να επιχειρήσωσι και δια τούτων εκείνους να προσεγγίσωσιν. Τοιούτος είναι και ο του μεγάλου Πατρός Γερασίμου Βίος, όστις προβάλλεται νυν ενώπιον ημών προς μελέτην και εις κοινήν των ακροωμένων αυτόν ωφέλειαν, ικανός αφ’ ενός μεν να αποδείξη την δύναμιν της αρετής, την οποίαν ο μέγας εκείνος Πατήρ κατώρθωσεν, αφ’ ετέρου δε να συναρπάση δια των παραδειγμάτων του εκείνους, οίτινες ποθούν την λαμπρότητα του Οσίου Πατρός Γερασίμου. Ταύτα δε δι’ ολίγων λέγομεν, αφ’ ενός μεν δια το στενόν και ασθενές της ημετέρας γλώσσης, αφ’ ετέρου δε ίνα μη φανή, ότι ο λόγος δια της μακρηγορίας και της κατά την τέχνην συνθέσεως μεγαλοποιεί το ευφημούμενον μεγαλείον, αλλ’ ότι ο προκείμενος μάλλον λόγος επικοσμείται και σεμνύνεται δι’ αυτής μόνης της των έργων μεγαλοπρεπείας. Ο θείος Γεράσιμος, το γέρας όντως των Μοναχών, εγεννήθη, ως είπομεν, εν τη επαρχία των Λυκίων, εκ γονέων ευπόρων, αλλά ηθικών και αυστηρών. Ενηλικιούμενος δε απέκτα και τον πλούτον της συνέσεως και δεν ηγάπα να διάγη κατά τον τρόπον των άλλων νέων, φροντίζων δηλαδή αποκλειστικώς και μόνον να τέρπη τας αισθήσεις, τα δε ψυχικά αγαθά να εγκαταλείπη, αλλά ατενίζων κυρίως προς τον Θεόν, διέκρινε καλώς τας αρετάς από των παρόντων την πλήρη ματαιότητα, κρίνων, ότι τίποτε άλλο δεν είναι αι απολαύσεις του βίου τούτου ει μη μόνον απάτη, σύγχυσις του λογισμού και τύφλωσις νοός. Απεμακρύνθη λοιπόν εκ των του κόσμου θορύβων και μετέβη προς τον ήρεμον και απλούν βίον της μοναδικής πολιτείας και κουρεύσας τας τρίχας της κεφαλής του απέβαλε μετ’ αυτών και πάσαν κοσμικήν μέριμναν, αφοσιώσας όλον τον εαυτόν του εις την αρετήν, την οποίαν μετά σπουδής ειργάζετο και μετά θερμού πόθου ισχυρώς ηγωνίζετο, ίνα αποκτήση. Ταύτα πάντα έπραττεν ο Άγιος λινα καταστήση την ψυχήν αυτού καθαράν από παντός πάθους και πάσης κηλίδος, και ίνα η διάνοια αυτού γίνη ευπρόσδεκτος των υψηλών χαρισμάτων του πνεύματος και του εκείθεν εκπηγάζοντος λαμπρού φωτός. Ένεκα τούτου και της γαστρός τας ορέξεις περιώριζε τόσον, ώστε να αδιαφορή προς πάσαν του φάρυγγος ηδονήν και να απεχθάνεται παν το βαρύνον την γαστέρα, ως ενοχλητικόν βάρος. Ούτω και τα σκιρτήματα των παθών της σαρκός κατηύναζε και η νηφαλιότης του νοός έμενεν ατάραχος. Και της μεν γαστρός ούτως εκράτει και κατ’ αυτόν τον τρόπον τας πολυτελείς τροφάς απηχθάνετο, αλλά και του ύπνου ισχυρότερος εγένετο, ουδέποτε παρασυρόμενος υπ’ αυτού. Εχρησιμοποίει δε τούτον τόσον μόνον όσον η φύσις ηδύνατο να ανθέξη, κατά δε το υπόλοιπον ηγρύπνει αυστηρός απασχολούμενος εις την προσευχήν και την μελέτην των πνευματικών λόγων. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπον αγωνιζόμενος ο τρισμακάριος Όσιος εις την πατρίδα του την Λυκίαν και δείξας την πρέπουσαν εις τους Μοναχούς πολιτείαν και πολλούς ιδρώτας αποβάλλων κατά των πνευμάτων της πονηρίας, εσκέφθη να μεταβή εις την παρά τον Ιορδάνην έρημον, ίνα αγωνισθή δια μεγαλυτέρων αγώνων με την πεποίθησιν, ότι η ερημία είναι υψηλοτέρα της φιλοσοφίας και βοηθός και συνεργός εις τον αγώνα του. Έπραξε λοιπόν τούτο και ευθύς ως έφθασεν εκεί, ήρχισε τον ερημικόν βίον καθώς επεζήτησε, καλλιεργών καλλιτέραν αγωγήν και μεγαλυτέραν προς την αρετήν απόδοσιν. Διότι δεν ηθέλησε να παραμείνη εις τας προτέρας συνηθείας, αλλ’ επεδίδετο εις αληθείς κόπους προς το καλόν, καθ’ ημέραν προάγων τον εαυτόν του, δι’ ο και των όπισθεν επιλανθανόμενος και τοις έμπροσθεν επεκτεινόμενος, καθώς ο θείος Παύλος λέγει (Φιλ. γ: 14) και προχωρών καθώς ρωμαλέος τις δρομεύς, έτρεχεν άνευ επιστροφής ταχέως εις τον δρόμον της αρετής, επειγόμενος, ίνα αποκτήση το βραβείον της άνω κλήσεως. Ουχί δε μόνον ως καλός δρομεύς διέτρεχε τον της ασκήσεως δρόμον ο Άγιος, αλλά και ως καλός στρατιώτης ηγωνίζετο κατά των σκοτεινών δυνάμεων, επιτιθέμενος γενναίως κατ’ αυτών και αντικρούων μετά τόλμης τους κατ’ αυτού επερχομένους, ουχί προς αίμα και σάρκα διαγωνιζόμενος, αλλά προς τας αρχάς και τας εξουσίας του σκότους, κατά τον ίδιον θείον Παύλον (Εφ. στ: 12) καθ’ ων αρμόζει η πολεμική τέχνη και μέθοδος των γενναίων ανδρών και κατά των οποίων σκοτεινών δυνάμεων η επίθεσις είναι ανένδοτος και σφοδροτάτη και η μάχη ηρωϊκή και διαρκής. Διότι αύται δεν ησυχάζουν, ως λέγει ο σοφός, εάν δεν κάμουν το κακόν. Προς τοιαύτας δυνάμεις εμάχετο ο ανήρ, προς τόσον τρομερούς αντιπάλους και τόσον φρικτούς πολεμίους. Αλλ’ ήτο καλώς ησφαλισμένος ο μακάριος δια των όπλων της αρετής και ενδυναμούμενος υπό της άνωθεν Χάριτος εμάχετο επιμόνως, ώστε όχι μόνον άπαξ να τρέψη τους εχθρούς εις φυγήν και ούτοι υποχωρούντες να τον αφήσωσι του λοιπού ανενόχλητον. Διότι και τούτο δύναται να συμβή. Φεύγουν δηλαδή οι εχθροί, όταν καθ’ ολοκληρίαν ηττηθούν ή μάλλον δεικνύουν ότι φεύγουν, ίνα ούτω νεκρωθή το αγωνιστικόν φρόνημα του αγωνιστού και ούτως επανερχόμενοι ούτοι καταλάβουν αυτόν εξ απροόπτου. Δεν έπραττεν όμως ούτως ο θείος Γεράσιμος, αλλά διαρκώς ηγωνίζετο και διαρκώς ευρίσκετο εις πόλεμον εναντίον των σκοτεινών δυνάμεων. Διότι αν ο στρατιώτης του Χριστού, καταξιούμενος της εν πνεύματι γαλήνης, διάγει εν αναπαύσει, ποία η ωφέλεια; Η φήμη λοιπόν τον άνδρα διεκήρυττε μέγαν κατά την αρετήν και γνήσιον του Θεού θεράποντα και είλκυεν εξ όλων των σημείων πολλούς προς αυτόν και έπειθε τούτους να χρησιμοποιούν ως οδηγόν προς τον Θεόν τον Όσιον τούτον Γεράσιμον, εις τούτον να βασίζωνται δια την σωτηρίαν των ψυχών των και εις αυτόν να εμπιστεύωνται την κηδεμονίαν των. Αρκετοί δε εκ των προς αυτόν προσερχομένων προήρχοντο εκ των παλαιοτέρων Μοναχών, ακόμη και εξ αυτών των Αναχωρητών. Τοσούτον ονομαστός κατέστη ο θείος Γεράσιμος μεταξύ των κατ’ εκείνην την εποχήν Μοναχών. Βλέπων δε ο Όσιος τούτους, ότι προετίμων την μετ’ αυτού συνοίκησιν και προθυμοποιουμένους να μένωσι πλησίον του, ωκοδόμησε μεγίστην Λαύραν απέχουσαν του ποταμού Ιορδάνου ουχί περισσότερον του ενός μιλίου, ανήγειρε δε και Κοινόβιον δια της εργασίας των. Ταύτα δε αφού επραγματοποίησεν, έθεσε νόμους άριστα διατεταγμένους και λίαν ωφελιμωτάτους, κατά τους οποίους οι μεν εισερχόμενοι εις Κοινόβιον Μοναχοί να μένωσιν εν αυτώ και να ασκώνται εις την μοναδικήν εκπαίδευσιν. Όσοι δε εκ τούτων συνεχώς και δια μακρών κόπων εξεγυμνάζοντο και έφθανον εις βαθμόν τελειότητος, ούτοι πλέον ηδύναντο να εγκαθίστανται εις ίδια κελλία, άτινα δεν ήσαν ολιγώτερα των εβδομήκοντα. Εις τους ούτω πως εγκαθισταμένους εις ίδια αναχωρητικά κελλία προσέταξεν ο Άγιος να διάγωσιν υπό τον εξής κανόνα. Καθ’ όλας τας ημέρας της εβδομάδος έκαστος να ησυχάζη εντός του ιδικού του κελλίου, χωρίς να έχη τίποτε άλλο προςτροφήν παρά μόνον άρτον, ύδωρ και φοίνικας. Κατά δε το Σάββατον και την Κυριακήν να προσέρχωνται εις την Εκκλησίαν και να συμμετέχουν εις τας Ακολουθίας, έπειτα δε να τρώγουν εις το Κοινόβιον μαγειρευμένον φαγητόν και να πίνουν ολίγον οίνον. Εις δε το κελλίον επρόσταξε να μη ευρίσκεται τίποτε, ούτε να καίη πυρά, ούτε μαγειρευμένον φαγητόν να τρώγουν. Διότι εκήρυττεν, ότι η ακτημοσύνη κεκοσμημένη δια της ταπεινοφροσύνης είναι εκ των λαμπροτέρων αρετών. Έκαστος δε, εξ όσων δια των έργων των χειρών του κατά το διάστημα της εβδομάδος κατεσκεύαζε, να συνεισφέρη εις το Κοινόβιον καθ’ έκαστον Σάββατον, όταν ήρχετο εις αυτό. Κατά δε το δειλινόν της Κυριακής, παραλαμβάνων έκαστος το εφόδιον της εβδομάδος, ήτοι άρτους και φοίνικας και ύδωρ εντός αγγείου και βάϊα, να επανέρχεται εις το κελλίον του. με τοιούτον κανόνα και τύπον προέτρεπε τους προς αυτόν προσερχομένους Αναχωρητάς να ζουν ο Μέγας Γεράσιμος. Δι’ ο και ούτοι, ούτως εκπαιδευθέντες, τόσον ήσαν αμέριμνοι και αδιάφοροι δια την κατοχήν κοσμικών πραγμάτων, ώστε τίποτε άλλο δεν είχον πέραν εκείνων τα οποία ενεδύοντο, αλλ’ ούτε και δευτέραν περιβολήν είχον. Ως στρωμνήν δε εχρησιμοποίουν ή ψάθιον ή ευτελές τι σκέπασμα. Είχον ακόμη και μικρόν πήλινον αγγείον δι’ ύδωρ, το οποίον επήρκει δια να πίνουν και δια να διατηρούν τα βαϊα τα οποία έπλεκον. Ακόμη ο κανονισμός ο παραδοθείς εις αυτούς υπό του Μεγάλου Γερασίμου και αυστηρώς τηρούμενος ήτο, όταν εξέρχωνται να αφήνουν ανοικτά τα κελλία των, ώστε ο επιθυμών να δύναται να εισέλθη εντός αυτών και να λαμβάνη ό,τι χρειάζεται δια τας βιοτικάς του ανάγκας. Δι’ ουδέν δε εκ των βιοτικών πραγμάτων απηγόρευε την κοινήν χρήσιν. Ώστε και ούτοι, αν και εν τη ερήμω βιούντες, προσηρμόζοντο εις τον αποστολικόν τρόπον ζωής, έχοντες «άπαντα κοινά» (Πράξ. β: 44). Μετά των απλών δε εκείνων πραγμάτων, τα οποία είχον κοινά, είχον και την καρδίαν και την ψυχήν μίαν. Επειδή ουδείς ουδέν εκ των υπαρχόντων αυτού ενόμιζεν ως ιδικόν του, αλλά τα πάντα εθεώρουν κοινά. Λέγεται δε και τούτο περί τινων Αναχωρητών. Ότι ότε προσήλθον προς τον Όσιον Γεράσιμον και εζήτησαν παρ’ αυτού να τους επιτρέψη να θερμάνουν ύδωρ και να φάγουν μαγειρευμένον φαγητόν, να αναγινώσκωσι δε με λύχνον, ο μέγας Γεράσιμος απαντήσας είπεν· «Εφ’ όσον επιθυμείτε να ζήτε ούτω, περισσότερον συμφέρον είναι δια σας να διαμένετε εις το Κοινόβιον. Αυτά δε εγώ ουδόλως θα σας τα επιτρέψω εφ’ όσον απομένει εις εμέ ζωή». Ούτως απήντησεν ο Όσιος εις τους Αναχωρητάς. Αφού δε ήκουσαν οι Ιεριχούντιοι τα της πολιτείας του θείου Πατρός Γερασίμου, ότι ήτο τόσον αυστηρά και τόσον ακλόνητος και ο Βίος αυτού ήτο σκληρός και απαράκλητος, έθεσαν οι ίδιοι δια τους εαυτούς των νόμον να μεταβαίνουν καθ’ έκαστον Σάββατον και Κυριακήν εις τους Αναχωρητάς και να μεταφέρουν παράκλησίν τινα εις αυτούς, λιτά τινα δηλαδή φαγητά και τρόφιμα. Λέγομεν δε ταύτα εις έπαινον των Ιεριχουντίων εκείνων, οίτινες απέδειξαν ψυχήν φιλάρετον. Πολλοί όμως εκ των υποτακτικών του Μεγάλου Γερασίμου, αντιλαμβανόμενοι τους ερχομένους προς τον σκοπόν τούτον, επί τοσούτον έχανον την ευθυμίαν των και τόσον δυσάρεστον εθεώρουν την άφιξίν των, ώστε δεν επροθυμοποιούντο ούτε να τους ίδωσι κατά πρόσωπον ουδ’ υπέμενον αυτούς. Διότι καλώς εγνώριζον οι μακάριοι εκείνοι Μοναχοί, ότι μήτηρ της τελείας σωφροσύνης είναι η εγκράτεια, ήτις δύναται μόνη και τους ρυπαρούς λογισμούς να απομακρύνη και του ύπνου την βαρύτητα να ελαφρώση. Διότι, όχι μόνον δια λόγων, αλλά και δι’ έργων εδιδάχθησαν τούτο υπό του μεγάλου Πατρός αυτών. Επειδή ο θείος εκείνος ανήρ μεγάλως εξετίμα την εγκράτειαν, τόσον ώστε και κατά τας τεσσαράκοντα ημέρας της νηστείας να μένη άσιτος, αρκούμενος μόνον εις την Αγίαν Κοινωνίαν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν βιώσας ο θείος Γεράσιμος και καταστάς πρότυπον αρετής και σωτηρίας, αναδειχθείς δε της κατά τον Ιορδάνην ερήμου πολίτης και πολιούχος, έφθασεν εις το σύνηθες τέλος του βίου, την δ΄ (4ην) του παρόντος μηνός κατά την δευτέραν υπατείαν του Αυγούστου Ζήνωνος εν έτει 475. Αλλά καιρός είναι να ενθυμηθώμεν και τα κατά τον άγριον λέοντα θαύματα, όστις και ζώντα θαυμασίως υπηρέτησε τον Μεγάλον Πατέρα και μεταστάντα τούτον εκ των προσκαίρων παραδόξως συνηκολούθησε. Τελευταίον λοιπόν μετά την διήγησιν ακολουθεί το θαύμα, όπερ και το τέλος του Βίου του Πατρός συνοδεύει και το Συναξάριον τερματίζει, έχον ούτω. Λέων τις εξ εκείνων οίτινες έζων εις την έρημον του Ιορδάνου, συναντήσας τον Άγιον παρά την όχθην του ποταμού, ευθύς ως τον αντίκρυσεν, ήρχισε να φωνάζη δυνατά και να ωρύεται εκ των πόνων, διότι είχεν εμπηχθή εις τον πόδα του αιχμηρόν τεμάχιον καλάμου και επροξένει εις τον λέοντα πόνον ανυπόφορον. Αντιληφθείς τούτο ο Όσιος και συμπαθήσας δια το πάθημα του θηρίου και ευσπλαγχνισθείς, συμπονέσας δε και δια τους μορφασμούς τους οποίους έκαμνε προς αυτόν το θηρίον, προσφέρει την υπηρεσίαν του και θέλων να το θεραπεύση, ανασηκώνει τον πόδα αυτού ήδη εξωγκωμένον εκ της φλεγμονής και εξάγει μετά προσοχής τον κοπτερόν κάλαμον, όστις είχεν εμπηχθή εις αυτόν. Ευθύς τότε ο μεν πόνος του ζώου έπαυσεν, ο δε λέων γίνεται ήμερος ως πρόβατον, όχι ότι μετέβαλε και την φυσικήν του κατάστασιν, αλλά μόνην την αγριότητα, και ηκολούθησε τον μέγαν Γεράσιμον. Όπου δε ο Όσιος μετέβαινε, συνηκολούθει ο λέων. Μέγα και εκπληκτικόν το γεγονός τούτο, αλλά πόσον εκπληκτικώτερον το εν συνεχεία ιστορούμενον; Ως θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού! Επειδή, ως είπομεν, η Λαύρα δεν ήτο μακράν του ποταμού, όνος τις μετέφερεν εξ αυτού το αναγκαίον εις τους εν αυτή ασκητεύοντας Πατέρας ύδωρ. Τούτου του όνου την φύλαξιν ανέθεσεν ο Γέρων εις τον λέοντα, εμπιστευθείς εις το θηρίον το ονάριον ωσάν εις μικρόν βασκόν το πρόβατον. Έκαμνε λοιπόν ο λέων την υπηρεσίαν ταύτην επ’ αρκετόν χρονικόν διάστημα και ο πρότερον γενόμενος ήμερος ως πρόβατον λέων, εγένετο ήδη κύων και άλλοτε μεν ηκολούθει τον όνον, περιτριγυρίζων αυτόν προστατευτικώς, άλλοτε δε εκάθητο πλησίον του ή επέβλεπε τας οδούς όταν ο όνος έβοσκε. Τι όμως συνέβη κατόπιν; Ύπνος κατέλαβε κάποτε τον λέοντα και ενώ ο όνος έβοσκεν απεμακρύνθη απ’ αυτού. Διερχόμενοι δε τινες Άραβες έμποροι μα συνοδείαν καμήλων, έκλεψαν αυτόν. Εγερθείς εκ του ύπνου ο λέων ανεζήτησε τον όνον και αφού δεν τον εύρεν, επανήρχετο προς την Λαύραν σκυθρωπός και λυπημένος, κλίνων την κεφαλήν του προς την γην. Όταν λοιπόν είδεν ο Όσιος τον λέοντα εις τοιαύτην κατάστασιν και τον όνον απουσιάζοντα, υποπτεύθη το θηρίον, ότι υπούλως εφέρθη προς αυτόν και με ύφος χαρίεν, με προσήνειαν, αλλά και σοβαρότητα λέγει προς τον λέοντα· «Τι συμβαίνει, λέων; Έφαγες τον όνον; Φαίνεται λοιπόν ότι επανήλθες εις την προτέραν σου φύσιν, αν και εδοκίμασες να μεταβληθής εις πρόβατον και να έλθης εις την ιδιότητα του κυνός. Αλλ’ η φύσις ενίκησεν· ενεθυμήθης την προτέραν αλαζονείαν και την βασιλικήν σου κυριαρχίαν επί των άλλων ζώων, συ ο φονεύς και επεθύμησας πάλιν να άρχης. Αλλ’ εγώ θα σε ταπεινώσω και θα καταρρίψω το φρόνημά σου το επηρμένον και θα σε παρασκευάσω δια ταπεινής αγωγής να μη επιζητής τα παρελθόντα. Να είσαι λοιπόν, ουχί λέων, ως επεθύμησας, αλλ’ όνος αχθοφόρος όπως εκείνος, τον οποίον επεβουλεύθης». Ούτως αφού είπεν ο Γέρων μεθ’ απλότητος προστάσσει τον λέοντα να αναλάβη την υπηρεσίαν του όνου και φορτωμένος τα αγγεία να μεταφέρη το ύδωρ εις τους αδελφούς. Τούτο εγένετο πράγματι και ο λέων, ως πρότερον κατά την συμπεριφοράν εδεικνύετο αρνίον και έπειτα κύων, ούτω μετεβλήθη τώρα εις όνον φορτωμένον, φαινόμενον αληθώς θαυμαστόν. Παρήλθεν έκτοτε χρόνος αρκετός και ο λέων εξετέλει την διακονίαν ταύτην όχι μόνον αόκνως αλλά και ευχαρίστως. Τι όμως συνέβη μετά ταύτα; Μετά πάροδον χρόνου αρκετού οι αρπάσαντες τον όνον Άραβες έμποροι διήρχοντο και πάλιν από την ιδίαν παρά την όχθην του Ιορδάνου οδόν, έχοντες μεθ’ εαυτών και τον όνον, πορευόμενοι προς την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ. Ευρισκόμενον λοιπόν το θηρίον εις τον ποταμόν, ίνα φέρη το ύδωρ προς τους αδελφούς, βλέπει τον όνον από μακράν, τον αναγνωρίζει και εγκαταλείψας ευθύς την ιδιότητα του όνου, μάλλον δε τα χαρακτηριστικά του ζώου τούτου, παρουσιάζεται ως λέων και βρυχώμενος βασιλικώς επιπίπτει κατά των οδηγούντων τον όνον. Τούτο αντιληφθέντες εκείνοι και τρομοκρατηθέντες έφυγον ολοταχώς. Αρπάσας τότε ο λέων το σχοινίον, δια του οποίου εσύρετο ο όνος, εύθυμος και δια πηδημάτων και άλλων παιγνιδίων, τα οποία έκαμνεν, εδείκνυε την χαράν του φαινόμενος εις τους βλέποντας ως στρατιώτης γενναίος, όστις επιστρέφει από τον πόλεμον μετά τροπαίων. Ευθύς ως είδε τούτον ο Μέγας Γεράσιμος, τον απήλλαξεν από τας αγγαρείας προστάξας ίνα ο όνος αναλάβη και πάλιν την προτέραν του εργασίαν. Ωνόμασε δε ο Άγιος τον λέοντα Ιορδάνην.Έκτοτε ο λέων παρέμεινεν εκεί εις την Λαύραν εν ανέσει περιπατών κάποτε και έξω αυτής. Παρήλθον έκτοτε τρία έτη και ο θείος Γεράσιμος μετέστη προς ον επόθησε Κύριον. Κατά τας ημέρας εκείνας ο Ιορδάνης (ο λέων) είτε παρά τον Ιορδάνην περιπατών, είτε εις άλλο μέρος, κατ’ οικονομίαν Θεού, δεν ευρίσκετο εκεί όταν ο Άγιος Γεράσιμος ετάφη υπό των Πατέρων. Όταν λοιπόν επανήλθε μετ’ ολίγον, εζήτει τον Γέροντα. Ο δε Αββάς Σαββάτιος ο εκ Κιλικίας, ο μαθητής του Αββά Γερασίμου, ιδών αυτόν του είπεν· «Ιορδάνη, ο Γέρων ημών μας αφήκεν ορφανούς και απεδήμησεν εις Κύριον, αλλά λάβε τροφήν και φάγε». Ο λέων όμως δεν ήθελε να φάγη, αλλά συνεχώς έστρεφε τα βλέμματα εδώ και εκεί επιθυμών να ίδη τον Γέροντα, εφώναζε δε δυνατά, χωρίς καθόλου να σιωπά. Ο δε Αββάς Σαββάτιος και οι άλλοι Πατέρες θωπεύοντες την ράχιν τού έλεγον να φάγη και να ησυχάση. Παρά ταύτα ο λέων δεν έπαυεν από του να φωνάζη και να ωρύεται, όσον δε προσεπάθουν να τον παρηγορήσωσι δια των λόγων, τόσον περισσότερον ωρύετο και δυνατώτερα εφώναζε και ηύξανε την συμπάθειαν εις τους παρεστώτας, με την λύπην την οποίαν εδείκνυεν ότι ησθάνετο, επειδή δεν είδε τον Άγιον Γέροντα. Λέγει λοιπόν προς αυτόν ο Αββάς Σαββάτιος· «Έλα μαζί μου, επειδή δεν πιστεύεις εις ημάς». Ηκολούθησε τότε ο λέων τον Αββάν Σαββάτιον, εκείνος δε τον ωδήγησεν εις τον τάφον του Οσίου, ευρισκόμενον εις απόστασιν ημίσεως μιλίου από της Εκκλησίας. Σταθείς δε ο Αββάς Σαββάτιος παρά τον τάφον του Γέροντος έκαμε μετάνοιαν. Όταν λοιπόν είδεν αυτόν ο λέων κάμνοντα μετάνοιαν έκαμε και αυτός το αυτό σχήμα της μετανοίας και επ’ αρκετόν χρόνον κλίνων διαρκώς την κεφαλήν του προς την γην έμενεν εκεί έως ότου απέθανεν επάνω εις τον τάφον. Εγένετο δε τούτο ουχί επειδή ο λέων είχε ψυχήν λογικήν, αλλά επειδή ο Θεός ευδοκεί να δοξάζη τους δοξάσαντας Αυτόν, όχι μόνον εν τη ζωή αλλά και μετά θάνατον, καταδεικνύων δια του εξαισίου τούτου οποίαν υποταγήν είχον τα θηρία εις τον Αδάμ προ της παραβάσεως. Ας μιμηθώμεν λοιπόν και ημείς, αδελφοί, τουλάχιστον των θηρίων την ευγνωμοσύνην, την οποίαν επεδείκνυον προς τους τον Κύριον υπηρετούντας, ων ταις πρεσβείαις της αυτών μερίδος καταξιωθείημεν και ημείς εν τη ημέρα της Κρίσεως. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου