Γεώργιος ο
ένδοξος και θαυμαστός και μέγας Μάρτυς του Χριστού ήκμασε κατά τους χρόνους του
βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284-305),
κατήγετο δε εκ της Καππαδοκίας της Μικράς Ασίας. Γονείς του υπήρξαν περιφανείς
και λαμπροί άρχοντες, διέλαμψε δε και ο ίδιος εις τα αξιώματα, πρότερον μεν
έχων το αξίωμα του Τριβούνου, ύστερον δε, όταν έμελλε να μαρτυρήση, το του κόμητος
(ήτοι επάρχου ή ηγεμόνος ή και στρατηλάτου). Όταν δε ο ασεβής Διοκλητιανός
εκίνησε διωγμόν κατά των Χριστιανών και επρόσταξεν, όσοι μεν Χριστιανοί
αρνούνται τον Χριστόν, να αξιούνται βασιλικών τιμών, όσοι δε δεν πείθονται να
τον αρνηθώσιν, αυτοί να θανατώνωνται, τότε ο μέγας Γεώργιος, παρουσιασθείς προ
του Διοκλητιανού, διεκήρυξεν εαυτόν Χριστιανόν και ήλεγξε την των ειδώλων
πλάνην και ασθένειαν, μυκτηρίζων τους εις αυτά πιστεύοντας.
Επειδή δε ούτε εις τας κολακείας και τας πολλάς υποσχέσεις του τυράννου επείσθη ο Άγιος, ούτε έδωκε προσοχήν εις τους φοβερισμούς και τας απειλάς του, αλλά πάντα ταύτα κατεφρόνησε, τούτου ένεκα εκτύπησαν πρώτον αυτόν εις την κοιλίαν με ακόντιον, το οποίον εκτύπησε μεν εις την σάρκα του Αγίου τόσον, ώστε έτρεξεν εκείθεν αίμα άφθονον, αλλ’ η αιχμή του εστριφογύρισεν, ο δε Άγιος εφυλάχθη αβλαβής· έπειτα δε δέσαντες αυτόν εις τροχόν, πέριξ του οποίου ήσαν εμπεπηγμένα κοπτερά σίδηρα, αφήκαν τον τροχόν να κυλίση εις κατηφορικόν τινα τόπον και εκ τούτου κατεκόπη εις πολλά τεμάχια το σώμα του Μάρτυρος, το οποίον όμως κατέστη πάλιν υγιές τη επιστασία θείου Αγγέλου. Όθεν παρέστη ο Άγιος και πάλιν εις τον Διοκλητιανόν και τον συγκάθεδρόν του Μαγνέντιον, οι οποίοι έτυχε τότε να θυσιάζωσιν εις τα είδωλα και επειδή εφάνη σώος και αβλαβής μετά τοιαύτην φοβεράν βάσανον, τούτου ένεκεν πολλούς Έλληνες είλκυσεν εις την Πίστιν του Χριστού, οίτινες κατά προσταγήν του βασιλέως ευθύς απεκεφαλίσθησαν. Τότε και η βασίλισσα Αλεξάνδρα προσήλθεν εις την Πίστιν του Χριστού και έμπροσθεν του ανδρός της Διοκλητιανού ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Επίστευσαν δε και άλλοι πολλοί εις τον Χριστόν, βλέποντες τον Άγιον τιθέμενον μεν εν λάκκω ασβέστου, μένοντα δε πάντη αβλαβή. Μετά ταύτα εκάρφωσαν εις τους πόδας του Αγίου υποδήματα σιδηρά και τον ηνάγκαζον να τρέχη. Είτα έδειραν αυτόν ασπλάγχνως με ξηρά βούνευρα. Ο δε Μαγνέντιος εζήτησε να ποιήση και άλλο σημείον ο Άγιος, ήτοι να αναστήση νεκρόν τινα, όστις προ πολλών ετών είχεν αποθάνει και είχεν ενταφιασθή εν τάφω εκεί έμπροσθέν του κειμένω. Όθεν προσηυχήθη ο Άγιος επί της πλακός του τάφου εκείνου και, ω του θαύματος! ανέστη ο νεκρός, όστις προσκυνήσας τον Άγιον, εδόξασε την θεότητα και την δύναμιν του Χριστού. Ηρώτησε δε αυτόν ο βασιλεύς, ποίος είναι και πότε απέθανεν, ο δε νεκρός απεκρίθη, ότι είναι εκ των βιωσάντων προ της ελεύσεως του Χριστού εις τον κόσμον, ήτοι προ τριακοσίων ετών και επέκεινα και ότι δια την προς τα είδωλα πλάνην του κατεκαίετο εις το πυρ επί τοσαύτα έτη. Τούτο το θαύμα βλέποντες πολλοί Έλληνες επίστευσαν εις τον Χριστόν και ομοφώνως εδόξαζον τον Θεόν· εκ τούτων δε εις ήτο και ο γεωργός Γλυκέριος, του οποίου τον νεκρόν βουν ανέστησεν ο Άγιος και ο οποίος, επειδή εστερεώθη εις την Πίστιν του Χριστού ένεκα του τοιούτου θαύματος, κατεκόπη με τα ξίφη υπό των απίστων και έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον. Εκτός δε των ειρημένων και άλλοι πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν, όταν είδον, ότι ο Άγιος, εμβάς εις τον ναόν των ειδώλων, διέταξεν εν είδωλον να είπη, αν ο Χριστός είναι Θεός και εάν πρέπη να προσκυνώμεν Αυτόν, ο δε δαίμων, ο οποίος κατώκει εντός του ειδώλου, θρηνών και βιαζόμενος απεκρίθη, ότι ο Χριστός είναι ο μόνος Θεός. Όθεν δια τον λόγον τούτον εταράχθησαν όλα τα είδωλα και έπεσαν χαμαί και συνετρίβησαν. Τότε οι λατρευταί των δαιμόνων, μη δυνάμενοι πλέον να υποφέρωσι, συνέλαβον τον Άγιον και έφεραν αυτόν εις τον βασιλέα, ζητούντες να εκδώση ταχέως την κατ’ αυτού απόφασιν· προστάξαντος δε του βασιλέως να αποκεφαλισθή ο Άγιος μετά της βασιλίσσης Αλεξάνδρας, απεκεφαλίσθη μεν ο Άγιος, η δε Αγία Αλεξάνδρα, προσευχηθείσα εν τη φυλακή, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Τελείται δε η του Αγίου Σύναξις εις τον αγιώτατον Ναόν αυτού, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Δεύτερον.
Επειδή δε ούτε εις τας κολακείας και τας πολλάς υποσχέσεις του τυράννου επείσθη ο Άγιος, ούτε έδωκε προσοχήν εις τους φοβερισμούς και τας απειλάς του, αλλά πάντα ταύτα κατεφρόνησε, τούτου ένεκα εκτύπησαν πρώτον αυτόν εις την κοιλίαν με ακόντιον, το οποίον εκτύπησε μεν εις την σάρκα του Αγίου τόσον, ώστε έτρεξεν εκείθεν αίμα άφθονον, αλλ’ η αιχμή του εστριφογύρισεν, ο δε Άγιος εφυλάχθη αβλαβής· έπειτα δε δέσαντες αυτόν εις τροχόν, πέριξ του οποίου ήσαν εμπεπηγμένα κοπτερά σίδηρα, αφήκαν τον τροχόν να κυλίση εις κατηφορικόν τινα τόπον και εκ τούτου κατεκόπη εις πολλά τεμάχια το σώμα του Μάρτυρος, το οποίον όμως κατέστη πάλιν υγιές τη επιστασία θείου Αγγέλου. Όθεν παρέστη ο Άγιος και πάλιν εις τον Διοκλητιανόν και τον συγκάθεδρόν του Μαγνέντιον, οι οποίοι έτυχε τότε να θυσιάζωσιν εις τα είδωλα και επειδή εφάνη σώος και αβλαβής μετά τοιαύτην φοβεράν βάσανον, τούτου ένεκεν πολλούς Έλληνες είλκυσεν εις την Πίστιν του Χριστού, οίτινες κατά προσταγήν του βασιλέως ευθύς απεκεφαλίσθησαν. Τότε και η βασίλισσα Αλεξάνδρα προσήλθεν εις την Πίστιν του Χριστού και έμπροσθεν του ανδρός της Διοκλητιανού ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Επίστευσαν δε και άλλοι πολλοί εις τον Χριστόν, βλέποντες τον Άγιον τιθέμενον μεν εν λάκκω ασβέστου, μένοντα δε πάντη αβλαβή. Μετά ταύτα εκάρφωσαν εις τους πόδας του Αγίου υποδήματα σιδηρά και τον ηνάγκαζον να τρέχη. Είτα έδειραν αυτόν ασπλάγχνως με ξηρά βούνευρα. Ο δε Μαγνέντιος εζήτησε να ποιήση και άλλο σημείον ο Άγιος, ήτοι να αναστήση νεκρόν τινα, όστις προ πολλών ετών είχεν αποθάνει και είχεν ενταφιασθή εν τάφω εκεί έμπροσθέν του κειμένω. Όθεν προσηυχήθη ο Άγιος επί της πλακός του τάφου εκείνου και, ω του θαύματος! ανέστη ο νεκρός, όστις προσκυνήσας τον Άγιον, εδόξασε την θεότητα και την δύναμιν του Χριστού. Ηρώτησε δε αυτόν ο βασιλεύς, ποίος είναι και πότε απέθανεν, ο δε νεκρός απεκρίθη, ότι είναι εκ των βιωσάντων προ της ελεύσεως του Χριστού εις τον κόσμον, ήτοι προ τριακοσίων ετών και επέκεινα και ότι δια την προς τα είδωλα πλάνην του κατεκαίετο εις το πυρ επί τοσαύτα έτη. Τούτο το θαύμα βλέποντες πολλοί Έλληνες επίστευσαν εις τον Χριστόν και ομοφώνως εδόξαζον τον Θεόν· εκ τούτων δε εις ήτο και ο γεωργός Γλυκέριος, του οποίου τον νεκρόν βουν ανέστησεν ο Άγιος και ο οποίος, επειδή εστερεώθη εις την Πίστιν του Χριστού ένεκα του τοιούτου θαύματος, κατεκόπη με τα ξίφη υπό των απίστων και έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον. Εκτός δε των ειρημένων και άλλοι πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν, όταν είδον, ότι ο Άγιος, εμβάς εις τον ναόν των ειδώλων, διέταξεν εν είδωλον να είπη, αν ο Χριστός είναι Θεός και εάν πρέπη να προσκυνώμεν Αυτόν, ο δε δαίμων, ο οποίος κατώκει εντός του ειδώλου, θρηνών και βιαζόμενος απεκρίθη, ότι ο Χριστός είναι ο μόνος Θεός. Όθεν δια τον λόγον τούτον εταράχθησαν όλα τα είδωλα και έπεσαν χαμαί και συνετρίβησαν. Τότε οι λατρευταί των δαιμόνων, μη δυνάμενοι πλέον να υποφέρωσι, συνέλαβον τον Άγιον και έφεραν αυτόν εις τον βασιλέα, ζητούντες να εκδώση ταχέως την κατ’ αυτού απόφασιν· προστάξαντος δε του βασιλέως να αποκεφαλισθή ο Άγιος μετά της βασιλίσσης Αλεξάνδρας, απεκεφαλίσθη μεν ο Άγιος, η δε Αγία Αλεξάνδρα, προσευχηθείσα εν τη φυλακή, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Τελείται δε η του Αγίου Σύναξις εις τον αγιώτατον Ναόν αυτού, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Δεύτερον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου