Ιάσων και Σωσίπατρος οι Άγιοι του Χριστού Απόστολοι εγένοντο απ’ αρχής
γνήσιοι μαθηταί και ακόλουθοι του μακαρίου Αποστόλου Παύλου, έφθασαν δε και
μέχρι των ημερών καθ’ ας εβασίλευεν ο Κερκυλλίνος εις την νήσον Κέρκυραν, φόρου
τότε υποτελή υπάρχουσαν εις τους Ρωμαίους. Πολλοί δε τότε εκ των πιστευόντων εις τον Κύριον,
σκληρώς παρά τούτου βασανιζόμενοι, ανελάμβανον τον της αθανασίας αγώνα και
κατηξιούντο των στεφάνων του Μαρτυρίου, μεταξύ των οποίων πρώτοι υπήρξαν οι
ένδοξοι ούτοι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος.
Κατά την εποχήν εκείνην ο μακάριος Παύλος, το πολύτιμον σκεύος της εκλογής, το στόμα του Χριστού, το φως εις τον κόσμον, έως εσχάτων την οικουμένην άπασαν διατρέχων και τον λόγον της αληθείας πανταχού σπείρων, εξορίζων ούτω εκ της οικουμένης τον διάβολον ώστε ουδέν σημείον της γης να μείνη άνευ της γνώσεως της Πίστεως του Χριστού, έφθασε και εις την πόλιν της Θεσσαλονίκης. Απλώσας δε εις ταύτην τας μυστικάς σαγήνας της του Κυρίου διδασκαλίας, προ παντός άλλου εσαγήνευσε τον Ιάσονα και μετά τούτον τον Σωσίπατρον ορμηθέντα εξ Αχαϊας, τούτους δε αειλαμπείς φωστήρας ανέδειξε, την οικουμένην άπασαν καταυγάζοντας, των οποίων πλέξας και την αρχήν των εγκωμίων, έλεγεν εις την προς Ρωμαίους επιστολήν του· «Ασπάζονται υμάς Ιάσων και Σωσίπατρος οι συγγενείς μου» (Ρωμ. ιστ: 21). Διότι ούτοι, αν και δεν ετύγχανον συγγενείς αυτού εξ αίματος, συνεταυτίσθησαν προς αυτόν ένεκα της υπερβολικής των αρετής και της προς αυτόν αγάπης των, εξ ης υπήκουον εις όλα αυτού τα νεύματα. Ούτοι λοιπόν οι θείοι και πανάριστοι άνδρες Ιάσων και Σωσίπατρος, γενόμενοι εξ αρχής καρποφόρος αγρός του θείου Παύλου, ως προείπομεν, πάσαν την Δύσιν, εντός του σκότους της ασεβείας ευρισκομένην, κατεπλημμύρισαν δια του φωτός της του Χριστού αληθείας χωρίς να ολιγωρήσουν προ ουδενός κινδύνου, βίον μεν ακηλίδωτον διάγοντες, τον δε θείον λόγον κηρύσσοντες πανταχού. Και ο μεν τρισμακάριος Ιάσων είχεν εξ αρχής αναλάβει την διακυβέρνησιν της Μητροπόλεως Ταρσού, την οποίαν ως ιδιαιτέραν του πατρίδα του είχεν εμπιστευθή ο θείος Παύλος, ο δε μακάριος Σωσίπατρος της του Ικονίου Εκκλησίας την προστασίαν εκληρώσατο. Αφού δε επ’ αρκετόν χρόνον εποίμανον δια της Χάριτος του Κυρίου τας Εκκλησίας ταύτας και ηύξησαν ικανώς αυτάς δια των διδασκαλιών των, υπό θείου ζήλου κινούμενοι ήλθον αμφότεροι εις την Δύσιν. Αφιχθέντες λοιπόν εις την πόλιν των Κερκυραίων ανήγειραν έξω των τειχών της πόλεως ταύτης Ναόν του Θεού περικαλλή, επ’ ονόματος του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εις τον οποίον δοξολογούντες νύκτα και ημέραν τον Θεόν ωδήγουν πλείστους προς την αληθή Πίστιν. Όθεν, νύκτα τινά, ενώ οι Άγιοι προσηύχοντο και παρέτειναν επί μακρόν την ικεσίαν, προσελθόντες τινές των ειδωλολατρών είπον προς αυτούς· «Είπατέ μας, ω ξένοι, τις είναι αύτη η νέα διδαχή και ποία η Πίστις και η προσδοκία υμών; Διότι, καθώς φαίνεται, μεγάλα είναι ταύτα και θαυμαστά και τον ανθρώπινον νουν υπερβαίνοντα». Απήντησαν τότε οι Άγιοι· «Βεβαίως, αυτά τα οποία διδάσκομεν είναι μυστήρια του αληθούς Θεού, καθώς και η Πίστις την οποίαν κηρύσσομεν είναι αληθής και άμωμος». Εδείκνυον δε προς αυτούς οι Άγιοι τον Σταυρόν του Χριστού και το Ευαγγέλιον και έλεγον· «Η Πίστις ημών των Χριστιανών δεν κατανοείται δι’ αποδεικτικών λόγων, ως σεις νομίζετε, αλλά μάλλον δι’ έργων φανερών και αδιαψεύστων. Διότι αρχαιοτέρα είναι η δια των έργων πληροφορία παρά η δια των λόγων απόδειξις. Και όπου η ενεργός Πίστις εμφανίζεται, εκεί περιττή καθίσταται η δια των λόγων απόδειξις». Ταύτα λοιπόν και άλλα περισσότερα ακούοντες οι προσερχόμενοι επίστευον εις τον Σωτήρα Χριστόν, πειθόμενοι εις την διδασκαλίαν των Αγίων. Εβαπτίζοντο δε καθ’ εκάστην και προσετίθεντο εις τους του Κυρίου πιστούς πλήθη ανδρών και γυναικών, ώστε και αυτός ο βασιλεύς Κερκυλλίνος, ακούσας τα γενόμενα και πληροφορηθείς περί των Αγίων, ηγανάκτησεν. Όθεν έστειλε τους ανθρώπους του και τους έφεραν ενώπιόντου. Λέγει δε προς αυτούς· Ειπέτε μοι, πόθεν είσθε; Και ποίος είναι εκείνος όστις σας εδίδαξε τοιαύτας διδασκαλίας, αντιθέτους των πατρώων συνηθειών και προσπαθείτε να εμποδίσετε τας των μεγίστων θεών θυσίας, επεκτείνοντες και μεγαλοποιούντες την λατρείαν του Εσταυρωμένου»; Οι δε Άγιοι απήντησαν· «Πόθεν είμεθα, δεν είναι ανάγκη να σου είπωμεν. Μαθηταί δε κατέστημεν των Αποστόλων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και ιδού ευαγγελιζόμεθα προς πάντας τους ανθρώπους να απομακρύνωνται από των ματαίων και ψευδωνύμων θεών και να επιστρέψωσι προς τον αληθή Θεόν, τον ζώντα, τον ποιήσαντα τον ουρανόν, την γην και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς είπε προς τους Αγίους· «Πεισθήτε εις εμέ και αφού αρνηθήτε εκείνον τον Χριστόν τον οποίον παραδέχεσθε, θυσιάσατε εις τους θεούς προς τους οποίους προσφέρει θυσίας άπασα η Οικουμένη και ούτω η ψυχή υμών ζήση εντίμως· ει δε μη, γνωρίσατε, ότι θέλετε δοκιμασθή δια βασάνων, των οποίων παρομοίας ούτε ηκούσατε, ούτε είδετε, τα δε σώματα υμών θέλω προσφέρει ως βοράν εις τα θηρία και εις τα όρνεα». Απεκρίθησαν οι Άγιοι· «Ακουσον, ω βασιλεύ· επί μεν των σωμάτων ημών έχεις εξουσίαν και ως θέλεις τιμώρησον ταύτα· μαστίγωσον, καύσον δια πυρός, ρίψον εις την θάλασσαν ή εφάρμοσον οίαν δήποτε άλλην απάνθρωπον τυραννίαν θέλεις επινοήσει. Επί δε των ψυχών μας εξουσίαν δεν έχεις. Διότι μόνος ο Θεός έχει ταύτην, ο εξουσιάζων πάσαν πνοήν». Ο βασιλεύς όμως ουδόλως υπεχώρει, αλλ’ επέμενε, προσπαθών έτι μάλλον να εξαναγκάση τους Αγίους να θυσιάσωσιν εις τους ανυπάρκτους θεούς. Είπον τότε προς τον βασιλέα μετά παρρησίας οι Άγιοι· «Εχθρέ πάσης δικαιοσύνης και αληθείας, υιέ διαβόλου, δεν εντρέπεσαι να ονομάζης θεούς, τους διαπράξαντας τα της αισχύνης έργα; Διότι, ποίον άρα γε έργον άξιον είδες πραχθέν εκ μέρους τούτων; Δεν είναι τα μεγαλύτερα τούτων έργα, δια τα οποία και υπερηφανεύονται, μέθαι, ασέλγειαι, καταπόσεις τέκνων, μαγείαι, παιδοκτονίαι και μύρια άλλα»; Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς σφοδρώς εξωργίσθη και διέταξε να κλείσουν τους Αγίους εις το δεσμωτήριον, έως ότου σκεφθή τι θέλει πράξει κατ’ αυτών. Εντός δε του δεσμωτηρίου, όπου εφυλάκισαν τους Αγίους, υπήρχον εγκάθειρτοι επτά λησταί, εκ των οποίων ο μεγαλύτερος, Σατορνίνος ονομαζόμενος, καθ’ ην ώραν εισήρχοντο οι Άγιοι εις την φυλακήν, είδε νεανίαν ωραίον και ακτινοβολούντα, προηγούμενον αυτών. Αμέσως τότε ούτος προσελθών προς τους Αγίους ανεκοίνωσε το υπ’ αυτού οραθέν, ενώπιον πάντων. Οι δε Άγιοι είπον προς αυτόν· «Εάν τούτο είδες, άνθρωπε, τι εμποδίζει και σε να πιστεύσης εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αποστείλαντα τον Άγγελον Αυτού δια την σωτηρίαν και την διαφύλαξιν των προς Αυτόν ελπιζόντων»; Ο Σατορνίνος τότε και οι λοιποί φυλακισμένοι, ονομαζόμενοι Ιακίσχολος,Φαυστιανός, Ιανουάριος, Μαρσάλιος, Ευφράσιος και Μάμμος, απήντησαν· «Δούλοι του όντως αληθούς Θεού προσευχηθήτε υπέρ ημών, διότι ήδη αποθνήσκομεν, επειδή είναι ήδη οκτώ ημέραι, αφ’ ότου δεν ελάβομεν ουδόλως τροφήν». Οι δε Άγιοι, γονυπετήσαντες και προσευχηθέντες, είπον προς αυτούς· «Εάν πιστεύετε εξ όλης ψυχής εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον οποίον ημείς κηρύσσομεν, ούτε λιμός ούτε κίνδυνος ούτε άλλη τις θλίψις είναι δυνατόν να σας κυριεύση». Τότε ο Σατορνίνος και οι άλλοι εγκάθειρκτοι είπον ως εξ ενός στόματος· «Πιστεύομεν, κύριοι, ότι μέγας είναι ο Θεός υμών και αληθώς ηννοήσαμεν, ούτε ουδαμού αλλού δύναται να υπάρξη βοήθεια και σωτηρία, ει μη εις το όνομα Αυτού». Ότε δε και πάλιν προσηυχήθησαν οι Άγιοι, αίφνης επληρώθη η φυλακή αρρήτου ευωδίας, ωσάν να είχον ευρεθή εκεί όλα τα αρώματα, όλα τα κρίνα του αγρού, όλα τα ρόδα και παν εύοσμον άνθος. Έχαιρον λοιπόν άπαντες και ηγάλλοντο, ως να ευρίσκοντο εις θείον Παράδεισον. Ο δε δεσμοφύλαξ Αντώνιος, ο εμπεπιστευμένος εις την φύλαξιν των κρατουμένων, ευρίσκετο εξηπλωμένος επί της κλίνης του. Και ως ησθάνθη την ευωδίαν ταύτην, εξυπνήσας αμέσως και εγερθείς, διότι ήτο μεσονύκτιον, είδε δια τινος οπής λαμπρόν γως εντός της φυλακής και λευκήν περιστεράν υπεριπταμένην των Αγίων. Ήκουσε δε και φωνήν αναπεμπομένων ύμνων, ως να εψάλλοντο υπό πολλών. Εκπλαγείς δε εκ του παραδόξου τούτου θαύματος ήνοιξεν αμέσως τας θύρας της φυλακής και εισελθών έντρομος εγονυπέτησε προ των Αγίων, παρακαλών να αξιωθή και αυτός μετά των ληστών, τους οποίους εφρούρει, της δια του Αγίου Πνεύματος αναγεννήσεως. Κομισθέντος δε ύδατος, ο Άγιος Ιάσων προσέφερεν εις τον Αντώνιον και τους εν τη φυλακή κρατουμένους το λουτρόν της επουρανίου Χάριτος, αναδείξας αμέσως τους των δαιμόνων πρώην υπηρέτας υιούς Θεού και κληρονόμους δια της Χάριτος του Αγίου Βαπτίσματος. Μετά τινας ημέρας, πληροφορηθείς τα συμβάντα ο βασιλεύς, διέταξε να παρουσιασθή προ του βήματος αυτού ο Αντώνιος. Ευθύς δε ως ήλθον οι στρατιώται και έκυψαν ίνα ίδωσιν εντός της φυλακής, απέμειναν έκθαμβοι από τα θαυμάσια του Θεού τα οποία είδον. Διότι κατά την ώραν εκείνην είδον φοβερόν νεανίαν αποστράπτοντα, όστις εις με την δεξιάν αυτού χείρα εκράτει Σταυρόν, εις δε την αριστεράν ρομφαίαν. Είδον ακόμη οι στρατιώται εντός της φυλακής και ετέρους δέκα άνδρας έχοντας κεκοσμημένας τας κεφαλάς των δια χρυσών στεφάνων και ήκουσαν φωνήν, δια της οποίας ούτοι έψαλλον «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Μη τολμήσαντες δε να εισέλθουν, επέστρεψαν εις τον βασιλέα και ανέφεραν εις αυτόν όσα είδον και ήκουσαν εις την φυλακήν. Tαύτα ακούσας ο βασιλεύς και έκπληκτος γενόμενος, διότι ενόμισεν ότι εκ τινος μαγικής ενεργείας εγένοντο τα υπό των στρατιωτών οραθέντα, παρέμεινε σκεπτόμενος τι μέλλει να πράξη. Μετ’ ολίγον δε έστειλε και προσεκάλεσε ένα εκ των μάγων, προς τον οποίον είπεν· «Εάν υπάρχη εις σε δύναμίς τις παρά του Διός δωρηθείσα, εγέρθητι και στήθι αντιμέτωπος των εχθρών Ιάσονος και Σωσιπάτρου, οίτινες τερατουργούν δια μαγικών τεχνασμάτων. Διότι ανεστάτωσαν την πόλιν ημών, υποδυόμενοι ξένας μορφάς και ούτω πάντες ακολουθούσιν αυτούς». Απεκρίθη τότε ο μάγος προς τον βασιλέα·»Πρόσταξον μόνον, ω βασιλεύ, και όλαι αι επιθυμίαι σου τάχιστα θέλουσιν εκτελεσθή». Είπε τότε ο βασιλεύς· «Εκείνο το οποίον θέλεις να πράξης, πράξον τάχιστα». Τότε εκείνος ο πλάνος εζήτησε να του φέρωσι ζεύγος βοών, άροτρον και σίτον. Τούτων ταχέως προσκομισθέντων, λαβών το άροτρον ο γεωργός του ψεύδους και της εαυτού απωλείας, ηροτρίασε κατά τον τρόπον του τον αγρόν και παρευθύς έσπειρε τον σίτον και την ιδίαν στιγμήν εβλάστησεν ο σίτος και εσχημάτισε βλαστόν και στάχυν και ανεβλάστησε φύλλα εν τω βλαστώ και είραν εν τω στάχει. Ευθύς τότε εφάνη ο αγρός κατάλευκος και κατάλληλος προς θερισμόν. Θερίσας δε ο πλάνος τον σίτον και καθαρίσας μετέφερεν εις τον μύλον, παρουσία του βασιλέως. Τούτον δε αλέσας και ζυμώσας, έπλασεν άρτον επί της χειρός του. Ταύτα ιδών ο βασιλεύς, έμεινεν έκπληκτος. Αφού δε έφαγε τον άρτον, εφώναξεν ειπών· «Ω Ζευ, μέγιστε των θεών, μέγας είσαι πράγματι και δεν υπάρχει ισχυρός, εκτός σου, όστις παρέχεις εις τους φοβουμένους σε την δύναμιν εις μίαν ώραν να σπείρωσι, να θερίζωσι, να αλέθωσι και να παρασκευάζωσιν άρτον». Ταύτα αφού εφλυάρησεν ο βασιλεύς, εστράφη προς τους συγκεντρωθέντας και είπεν· «Ουδέποτε τοιούτον τι εγώ ήκουσα πραχθέν είτε παρά των αρχαιοτέρων είτε παρά των συγχρόνων. Πως δε πλανώνται τινές και ακολουθούσι τους θαυματοποιούς εκείνους, απορώ». Ταύτα ειπών ανεχώρησε· κατά δε την επομένην, εγερθείς λίαν πρωϊ εκ της κλίνης του και ακολουθούμενος υπό των δορυφόρων του, επορεύθη εις την φυλακήν και επρόσταξε να εξέλθη μόνον ο δεσμοφύλαξ Αντώνιος. Ως δε εκείνος εξήλθεν, ατενίσας προς αυτόν με φοβερόν και άγριον βλέμμα είπε· «Μιαρώτατε και ξένε της των θεών ευμενείας, τις πονηρός δαίμων, προς την κακήν μοίραν οδηγήσας, σε έπεισε να εγκαταλείψης τας παλαιάς συνηθείας και την προγονικήν ευδαιμονίαν και να εξοικειωθής προς την πλάνην των Χριστιανών; Ποίον δε έξιον λόγου θαύμα ιδών παρ’ εκείνων ετόλμησες να πράξης τούτο»; Ο Αντώνιος όμως ουδόλως απεκρίθη εις ταύτα, αλλ’ εποίησε το σημείον του Σταυρού εις το πρόσωπον του τυράννου. Ο δε τύραννος, πληρωθείς υπό θυμού, ευθύς επρόσταξε να αποκόψουν την δεξιάν χείρα του Αντωνίου. Τούτου δε γενομένου, λέγει ο βασιλεύς προς τον μακάριον τούτον· «Που είναι ο Θεός εκείνος τον οποίον σέβεσαι; Εάν αυτός είχε την δύναμιν να σώση τους εις αυτόν πιστεύοντας, ως συ πλανώμενος πιστεύεις, ασφαλώς θα ήθελε σώσει και σε τώρα από την παρούσαν ανάγκην σου». Ο δε Αντώνιος απεκρίθη· «Γνώριζε, βασιλεύ, ότι ουδέν είναι αδύνατον δια τον Θεόν μου, αλλά δια των βασάνων τούτων θέλει να με αποπλύνη από των πολλών μου αμαρτιών, τας οποίας εν αγνοία μου διέπραξα κατά τον μοχθηρόν τούτον βίον, με το να προσφέρω λατρείαν εις είδωλα κωφά και αναίσθητα και ούτω δια της υπομονής και της καρτερίας μου να μοι αποδώση τον στέφανον καταξιών με της μερίδος των σωζομένων. Διότι αυτός είναι μόνος Θεός ζων, αληθής, ισχυρός, εξουσιαστής, δημιουργός των όλων και σωτήρ πάντων των επικαλουμένων Αυτόν. Οι δε ιδικοί σου θεοί είναι κωφά και αναίσθητα βδελύγματα, καταφύγια ακαθάρτων δαιμονίων, μελλόντων να παραδοθώσιν εις το αιώνιον πυρ ομού μετά των σεβομένων αυτά, προς τα οποία όμοιοι θέλουν γίνει οι κατασκευάζοντες αυτά και οι εις ταύτα εμπιστευόμενοι». Τότε ο βασιλεύς, πλήρης οργής, είπε· «Λοιπόν, επειδή ούτος νομίζει ευδαίμονα και λίαν ποθητά τα υπό του δήθεν Αποστόλου του Εσταυρωμένου λεγόμενα, προστάσσω να αποκοπή και η αριστερά αυτού χειρ, και οι δύο πόδες του. και θα ίδωμεν αν έλθη, ίνα βοηθήση αυτόν ο Θεός αυτού». Αν και όμως εγένοντο τα προσταχθέντα μετά μεγίστης ταχύτητος, εν τούτοις ο Άγιος διετήρει την αυτήν υπομονήν, συμπεριφερόμενος ως να έπασχε δι’ αλλοτρίου σώματος. Άγγελος δε Κυρίου εμφανισθείς εις αυτόν, τον ενεθάρρυνε παροτρύνων αυτόν θερμώς να υπομείνη ολίγον ακόμη. Ο δε μακάριος Αντώνιος πληρωθείς χαράς προσηύχετο λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ, διότι κατηξιώθην να πάσχω ταύτα υπέρ του αγίου ονόματός Σου και διότι έδειξας τα ελέη σου εις εμέ τον ανάξιον, αποστείλας τον Άγγελόν Σου ίνα με ενισχύση, παρασχών εις εμέ τον ανάξιον την δύναμιν και την ευψυχίαν να καταλύσω τελείως, Δέσποτα, το θράσος και τας τέχνας τούτου του παρανόμου. Διότι έχω την πεποίθησιν, ότι δεν παραλείπεις βοηθών και αντιλαμβανόμενος τους εν παντί τόπω προς Σε πιστεύοντας». Ταύτα αφού ήκουσεν ο βασιλεύς, καταληφθείς υπό θυμού μέχρι μανίας, είπεν· «Εγώ πολύ συντόμως θέλω εξαφανίσει την ανάμνησίν σου από της γης, ίνα μάθωσι πάντες, ότι εις άνθρωπον θνητόν έχεις τας ελπίδας σου και ουχί εις Θεόν». Ο δε μακάριος Αντώνιος απεκρίθη· «Θέλεις να αντιληφθής ιδίοις όμμασιν, αναιδέστατε και ακάθαρτε κύον, ότι τα πάντα είναι δυνατά εις τον Θεόν μου; Ιδού, βλέπε». Ενώ δε πάντες έστρεψαν τα βλέμματα προς αυτόν, αναβλέψας ούτος προς τον ουρανόν είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, πάταξον δια της ρομφαίας Σου τους αντιτασσομένους εις την δύναμίν Σου, όπως και δια της πείρας πεισθώσιν οι απειθείς ούτοι τα της μεγαλωσύνης Σου και της Βασιλείας Σου». Ευθύς δε ως είπε ταύτα, κρότος μέγας ηκούσθη και βροντή φοβερά, πυρ δε έπεσεν εξ ουρανού επί του παλατίου και κατέκαυσε την γυναίκα και τους δύο υιούς αυτού. Τότε φόβος μέγας κατέλαβεν άπαντας τους εν τη πόλει, πολλοί δε ένεκα του σημείου τούτου επίστευσαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Και αυτός ακόμη ο βασιλεύς, φοβηθείς σφόδρα, έφυγεν εκ του παλατίου αυτού. Μη εννοήσας δε ο άθλιος την δύναμιν του Χριστού, διότι είχεν εσκοτισμένον τον νουν εκ της μέθης του διαβόλου, προσέταξε να φέρουν συρόμενον ενώπιόν του τον θείον Αντώνιον. Ως δε ωδηγήθη ο Άγιος προ αυτού, είπεν ο βασιλεύς προς τους παρευρισκομένους· «Είδετε πως αι μαγείαι του παμπονήρου τούτου και αυτά τα νέφη προσήγγισαν»; Είπε τότε ο Άγιος Αντώνιος· «Τα νέφη την προσταγήν του Δεσπότου αυτών εξετέλεσαν». Ο βασιλεύς ηρώτησε· «Λοιπόν και επί των νεφών συ κυριαρχείς»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Όχι εγώ, αλλά ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού του Ζώντος». Αποπειραθείς δε εν τη οργή του ο τύραννος να αρπάση τον μακάριον, ίνα τον κατασπαράξη, εστάθη ανίκανος να πράξη τούτο, διότι αμέσως αι χείρες του παρέλυσαν. Εν απορία δε ευρισκόμενος, έδωσε προσταγήν να ρίψουν τον Άγιον συρόμενον έξω της πόλεως και ούτω να αποκεφαλισθή. Ο δε γενναίος Αντώνιος, μέλλων να απομακρυνθή του προσκαίρου τούτου βίου, προσηύχετο μετά δακρύων, λέγων· «Κύριε ο Θεός των δούλων Σου Ιάσονος και Σωσιπάτρου, δέξου εν ειρήνη το πνεύμα μου και ανάπαυσόν με εν σκηναίς των Δικαίων Σου». Αμέσως τότε ήλθε προς αυτόν φωνή εξ ουρανού λέγουσα· «Χαίρε Αντώνιε Αθλητά, καλώς ηγωνίσθης· μακάριος είσαι μεταξύ των ανθρώπων. Ελθέ λοιπόν, ίνα αναπαυθής εις την ητοιμασμένην σοι δόξαν και Βασιλείαν». Ενώ δε ο Άγιος έψαλλε το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος. Ανήρ δε τις, ευλαβής, Θεοδόσιος ονομαζόμενος, πρεσβύτης κατά την ηλικίαν, κρυπτόμενος δια τον φόβον του τυράννου, όστις παρετήρει προσεκτικώς τα συμβαίνοντα και έγραφε ταύτα, ήρπασε μεθ’ ετέρων αδελφών, δια νυκτός, το τίμιον Λείψανον του Αγίου και μετά της πρεπούσης τιμής έκρυψεν αυτό υπό την γην, εις το μέσον του Ναού του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Μετά δύο ημέρας επρόσταξεν ο βασιλεύς να παρουσιασθούν ενώπιόν του οι θείοι Απόσολοι Ιάσων και Σωσίπατρος. Ως δε ούτοι προσήλθον, είπε προς αυτούς· «Μη νομίσητε, ότι και η τωρινή δίκη θα είναι ομοία της προηγουμένης. Διότι ο γλυκύς τρόπος της ομιλίας μου ώξυνεν εις θρασύτητα την ανοησίαν σας, ώστε να γίνετε αίτιοι πολλών κακών και μεγάλης ταραχής εις την πόλιν. Προτού λοιπόν δοκιμάσετε τας σκληράς τιμωρίας, αίτινες εμπρέπουσιν εις την θρασύτητά σας ταύτην, προσπαθήσατε με πάντα τρόπον να εγκαταλείψετε την καινήν ταύτην και ματαίαν θρησκείαν και να παραδεχθήτε τους λόγους μου». Τότε οι Άγιοι απεκρίθησαν· «Ημείς, ω βασιλεύ, δεν δυνάμεθα να εγκαταλείψωμεν την αληθή Πίστιν, την οποίαν εδιδάχθημεν υπό των Αγίων Αποστόλων του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και απομακρυνόμενοι εκ του φωτός να καταφύγωμεν εις το σκότος. Ένα Θεόν εγνωρίσαμεν, εις τρεις υποστάσεις υπάρχοντα και εις Αυτόν μόνον προσφέρομεν την αληθή προσκύνησιν, τον σεβασμόν και την ευχαριστίαν. Υπέρ λοιπόν ταύτης της Πίστεως, ήτοι της εις Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, της Μιάς και συμφυούς Θεότητος, απείλει, τιμώρει, σφάττε και πράξον ό,τι θέλεις. Διότι, ως είπεν ο διδάσκαλός μας, το να ζώμεν κατά Χριστόν και υπέρ Αυτού να αποθάνωμεν κέρδος και δόξα είναι δι’ ημάς». Ταύτα ο βασιλεύς ακούσας είπε προς τους Αγίους· «Ηκούσατε οποίας τιμωρίας υπέστη και εις οποίον θάνατον παρεδόθη προ δύο ημερών ο Αντώνιος ο δεσμοφύλαξ παρ’ υμών εξαπατηθείς»; Εις τους λόγους τούτους του βασιλέως απεκρίθησαν οι Άγιοι· «Ηκούσαμεν, ω βασιλεύ, και εδοξάσαμεν την δύναμιν του Χριστού, διότι δια της πίστεως και της υπομονής του κατενίκησε την μεγάλην και απάνθρωπον σκληρότητά σου, ως και την κακότροπον γνώμην σου και απήλαυσε τον στέφανον της αφθαρσίας, τον δωρηθέντα παρά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Λέγει ο βασιλεύς· «Ορθώς δεν είπον, ότι η γλυκύτης των λόγων μου παρασύρει υμάς εις θρασύτητα; Θυσιάσατε λοιπόν εις τους θεούς, διότι θέλω σας εξαφανίσει αμέσως δια σκληρών βασάνων. Σεις, εμπιστευόμενοι εις τας μαγείας σας, δια των οποίων πολλούς εξηπατήσατε, νομίζετε ότι θέλετε κατανικήσει και εμέ. Όμως δεν θα το κατορθώσετε. Διότι υπάρχουν εδώ και άλλοι ως σεις μάγοι, οίτινες δια της δυνάμεως των θεών κάμνουσι μεγαλύτερα σημεία από εκείνα, τα οποία δύνασθε σεις να πράξετε». Ηρώτησε τότε ο θείος Ιάσων· «Δυνάμεθα να ίδωμεν τούτους»; Απεκρίθη ο βασιλεύς· «Βεβαιότατα». Λέγει τότε ο Άγιος· «Ας έλθουν λοιπόν, ω βασιλεύ, οι κατά σε τελούντες σημεία δια της δυνάμεως των θεών σου». Ο βασιλεύς τότε, πληρωθείς χαράς, είπε· «Αληθώς· με την δύναμιν των θεών καλώς είπες. Ας γίνη τούτο». Είπε δε ταύτα ο ανόητος, διότι ενόμιζεν, ότι δια μαγικών ενεργειών θέλει δυνηθή να κατανικήση την εις τους Αγίους ενοικούσαν θείαν Χάριν. Διέταξε λοιπόν και έφεραν τον μάγον εκείνον, όστις εις μίαν ώραν έσπειρεν, εθέρισε και κατά φαντασίαν κατεσκεύασεν άρτον. Ο δε του Χριστού Απόστολος ηρώτησε· «Ούτος είναι ο δια της δυνάμεως των θεών σου ενεργών τα παράδοξα»; Απεκρίθη ο βασιλεύς· «Ναι, αυτός είναι». Ο δε Άγιος προσέθεσεν· «Αληθώς επλησίασεν η ημέρα της απωλείας αυτού, ίνα μετ’ αυτού εξαφανισθώσι τα εκ δαιμονικής ενεργείας τεχνάσματα, τα οποία συνήθιζε να κάμνη προς απάτην και απώλειαν των αστηρίκτων ψυχών». Ο δε βασιλεύς, νομίζων, ότι δι’ απορίαν λέγει ταύτα ο Άγιος, εμειδία και ενεθάρρυνε τον απατεώνα δια προτρεπτικών λόγων. Ευθύς λοιπόν ως εστάθη εις τον τόπον εκείνον ο του ψεύδους εργάτης, απήγγειλε δι’ αρμονικής φωνής παραδόξους τινάς λόγους, αμέσως δε μετά τούτο τα άλογα ζώα ήρχισαν να σκιρτούν. Αλλά και τα φυτά και οι λίθοι εκινούντο και εφαίνετο εις τους απατηθέντας, ότι όλα εχόρευον και ετυμπάνιζον. Εξεπλήσσοντο λοιπόν πάντες οι παρατηρούντες αυτά και εθαύμαζον. Ο δε μακάριος Ιάσων, εγγίσας τον μάγον, είπε· «Τι σκέπτεσαι, κάκιστε; Έκαμες όλας τας λαοπλάνους και ψευδείς σου θαυματοποιϊας ή έχεις κατά νουν και άλλας ακόμη χειροτέρας τούτων να επιδείξης»; Απεκρίθη ο μάγος· «Εάν και εις σας είναι δυνατόν να πράξητε παράδοξον τι δι’ έργου, αποδείξατε τούτο εις τον βασιλέα και πληροφορήσατε άπαντας τους παρόντας, ότι τα ιδικά σας έργα είναι μεγαλύτερα από αυτά. Διότι όπως είπατε και σεις, προτιμοτέρα είναι η πράξις από τους λόγους». Λέγει ο θείος Ιάσων· «Επειδή λοιπόν το έργον είναι προτιμότερον του λόγου, θέλεις δεχθή πραγματικήν τιμωρίαν, την οποίαν ούτε η λήθη θέλει δυνηθή να καλύψη ούτε ο χρόνος να αμαυρώση». Εκτείνας δε προς αυτόν τας χείρας, είπε· «Είθε να σε αφανίση ο Κύριος, απομακρύνων σε από του σώματός σου, καθώς και την ύπαρξίν σου εκ της γης των ζώντων». Ευθύς δε με τον λόγον ο μάγος εξεψύχησεν. Ίστατο δε νεκρός επί πολύ, ως λίθινος ανδριάς, παρά πάντων ορώμενος, συνενεκρώθησαν δε μετ’ αυτού και εξηφανίσθησαν πάντα τα της απάτης αυτού τεχνάσματα. Κατεσίγησε τότε η βοή του πλήθους και πάντα τα ορώμενα ως χορεύοντα έπαυσαν να κινούνται. Τούτο το παράδοξον θαύμα ιδόντες οι περιεστώτες, εν μια φωνή εβόησαν· «Μέγας ο Θεός των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου· αληθώς μόνος ούτος είναι Θεός αληθινός, ο πράγματι ποιών θαυμάσια». Ο δε βασιλεύς, εξαγριωθείς και εν πλήρει αναισθησία ευρισκόμενος, διέταξε να κλεισθώσιν εις την φυλακήν οι Άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος, διότι δεν ετόλμησε να τιμωρήση τούτους ιδιαιτέρως φοβούμενος τον Άγιον Ιάσονα μήπως, βασανιζόμενος, θαυματουργήση και μεταστρέψη ούτω την πόλιν άπασαν από της ειδωλολατρίας εις τον Χριστιανισμόν. Τον Σατορνίνον δε και τους μετ’ αυτού διέταξε να προσαγάγουν προς ανάκρισιν. Αλλ’ ο έπαρχος Καρπιανός, επεμβάς, είπε· «Δεν είναι δίκαιον, βασιλεύ, παρά τοιούτων οικτρών ανθρώπων, μάλιστα στασιαστών, να παρενοχλήται η εξουσία σου. Ουδέ είναι ούτοι άξιοι να ανακρίνωνται παρά βασιλικών δικαστηρίων. Αλλ’ εάν προστάσση η υμετέρα θειότης, εγώ θέλω τιμωρήσει τους αλιτηρίους τούτους». Η γνώμη αύτη ήρεσεν εις τον βασιλέα· όθεν διέταξε να γίνη ό,τι ο έπαρχος εζήτησε. Τότε ο Σατορνίνος συνεβούλευε και ενεθάρρυνε τους εν τη συνοδεία αυτού, λέγων· «Ας σπεύσωμεν, αδελφοί, ίνα τον προκείμενον εις ημάς αγώνα μετά προθυμίας φέρωμεν εις πέρας. Διότι ο Χριστός, ο αιώνιος Βασιλεύς, καλεί ημάς εις τον Νυμφώνα Του. Ουδείς λοιπόν εξ υμών ας μη παραμείνη εξ αιτίας ραθυμίας εις την στρωμνήν του». Εγερθέντες τότε προσέσεσον γονυπετείς εις τους πόδας των Αγίων Αποστόλων και τους παρεκάλουν να προσευχηθώσιν υπέρ αυτών. Διότι επληροφορήθησαν, ότι την επαύριον θέλουσι παρουσιασθή δι’ εξέτασιν. Κλίναντες τότε οι Άγιοι τα γόνατα και προσευχηθέντες, αφού είπον το «Αμήν», εκάθισαν. Καθ’ όλην δε την νύκτα ωμίλουν προς τούτους δια την μεγαλοπρέπειαν του Θεού. Ευθύς δε ως εξημέρωσεν, απέστειλεν ο έπαρχος Καρπιανός στρατιώτας τινάς εις την φυλακήν του δικαστηρίου, οίτινες ευθύς ως ήλθον, περιέβαλον τους τραχήλους των Αγίων δι’ αλύσεων και τους έσυραν δια μέσου της πόλεως, ουχί ως ληστάς, διότι τούτο το παρέβλεψαν, αλλ’ ως Χριστιανούς και υβριστάς των θεών, όπερ οι άφρονες εθεώρησαν βαρύτατον έγκλημα. Αφού λοιπόν προσήχθησαν οι μακάριοι ενώπιον του επάρχου, ήρχισεν εκείνος την εξέτασιν υποβάλλων αυτούς εις διαφόρους ερωτήσεις και τιμωρίας. Κατά την ώραν εκείνην η θυγάτηρ του βασιλέως Κερκύρα, παρθένος ούσα, περίπου δεκαπενταετής, κύψασα εκ των άνω θυρίδων των ανακτόρων και ιδούσα τους Αγίους δεδεμένους, ηθέλησε να πληροφορηθή τίνες ήσαν ούτοι και δια τίνα λόγον είναι περιδεδεμένοι δι’ αλύσεων. Μαθούσα δε παρά των θεραπαινίδων της ακολουθίας της, ότι είναι Χριστιανοί και ότι υπομένουσι ταύτα δια το όνομα του Χριστού, δια μεγάλης φωνής ανεβόησε· «Χριστιανή είμαι και εγώ και από της στιγμής ταύτης απαρνούμαι την θρησκείαν των ειδώλων και νυμφεύομαι μετά του Χριστού». Ευθύς δε, τρέξασα προς τον πατέρα της, είπε προς αυτόν· «Σου κάμνω γνωστόν, ω βασιλεύ, ότι δεν λατρεύω πλέον τους θεούς σου ουδέ προς τας ειδωλολατρικάς δοξασίας δίδω πλέον προσοχήν. Διότι είμαι κόρη του Χριστού και Αυτόν μόνον αναγνωρίζω ως Θεόν αληθινόν και Σωτήρα. Λοιπόν πράξε ό,τι θέλεις». Θαμβωθείς τότε ο βασιλεύς εκ της απροσδοκήτου ταύτης ομολογίας και μεταστροφής της κόρης, παρέμεινεν επί πολύ άλαλος προσβλέπων μόνον προς αυτήν. Ευθύς δε ως συνήλθεν εζήτει να πληροφορηθή την αιτίαν του πράγματος. Όθεν ηρώτησε την κόρην· «Μήπως και συ επίστευσες εις την διδασκαλίαν των μάγων εκείνων Ιάσονος και Σωσιπάτρου»; Η δε Κερκύρα απεκρίθη· «Ο Θεός των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου, τον οποίον ούτοι κηρύττουσιν εις την πόλιν ταύτην, αυτός εθώπευσε τους οφθαλμούς της καρδίας μου και με εφώτισεν, υποδείξας μοι την οδόν της αληθείας». Έκπληκτος τότε ο βασιλεύς λέγει προς αυτήν· «Και συ λοιπόν, τέκνον, προτιμάς να αποθάνης υπέρ ανθρώπου Εσταυρωμένου, όστις δεν ηδυνήθη να βοηθήση τον εαυτόν Του»; Αλλ’ η παρθένος Κερκύρα απεκρίθη· «Οι υπέρ Χριστού αποθνήσκοντες, ω βασιλεύ, είναι μακάριοι· διότι ζώσιν εις τους αιώνας και μετ’ Αυτού βασιλεύουσιν εις την αϊδιον Βασιλείαν. Διότι Αυτός είναι η ζωή η αιώνιος και το φως το αληθινόν. Ένεκα τούτου και εγώ δεν παραιτούμαι από του να υποστώ οίαν δήποτε τιμωρίαν ή ακόμη και να αποθάνω υπέρ του ονόματος Αυτού». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς παρά της θυγατρός του λεγόμενα, εσκοτίσθη τον νουν και ηλλοιώθη το πρόσωπον αυτού. Ελυπείτο λοιπόν σφόδρα και ωργίζετο. Ωργίζετο μεν ως περιφρονηθείς, ελυπείτο δε ως ελθών εις αμηχανίαν. Διασπασθείς λοιπόν κατά την ψυχήν, προσεκάλεσε τον έπαρχον Καρπιανόν και συνεσκέφθη μετ’ αυτού δια τα περί την κόρην συμβάντα. Ο δε Καρπιανός είπε· «Παραχώρησον ολίγον χρόνον, βασιλεύ, εις την μαινομένην, ίνα παραδιδομένη εις ανάπαυσιν μεταβληθή προς το καλλίτερον». Η δε βασιλόπαις τον δοθέντα προς αυτήν καιρόν δι’ ανάπαυσιν διέθεσεν εις καλήν πράξιν. Διότι απεκδυθείσα τον πολύτιμον στολισμόν, τον οποίον έφερεν, ήτοι τους επί του μετώπου πολυτίμους λίθους και μαργαρίτας, τα πολυτελή ενώτια, τα περιδέραια, τους δακτυλίους και το χρυσοκέντητον ένδυμα, ως και όλα τα άλλα, διένειμε ταύτα κρυφίως εις τους πτωχούς και γενναίως κατηύθυνεν εαυτήν προς τον δρόμον της αθλήσεως. Τούτο μαθών ο θεόμαχος πατήρ της και βρυχηθείς ως λέων, παρέδωκεν αυτήν εις τον έπαρχον, ορκίσας αυτόν ενώπιον των θεών να επιβάλη εις ταύτην δεινάς τιμωρίας, εάν δεν ήθελε να μεταπεισθή. Τότε ο έπαρχος τον μεν Σατορνίνον και τους μετ’ αυτού διέταξε να επαναφέρουν εις την φυλακήν. Παραλαβών δε εκ των χειρών του πατρός αυτής την αγίαν Κερκύραν, την ωδήγησεν εις τι χωρίον έξω της πόλεως, κείμενον επί χαμηλού γηλόφου. Τότε συνηθροίσθη εκεί πλήθος πολύ ώστε επλημμύρισεν εξ ανθρώπων ολόκληρον το χωρίον και εθρήνουν πάντες, άνδρες τε και γυναίκες, δια την κόρην. Διότι ήτο πράγματι άξιον θρήνων και συμπαθείας το θέαμα. Κόρη ωραιοτάτη, παρθένος αγνή, συγχρόνως δε εις το άνθος της ηλικίας της και θυγάτηρ βασιλέως, να σύρεται βιαίως υπό στρατιωτών, των μεν προπορευομένων, των δε ακολουθούντων και βιαζόντων αυτήν να βαδίζη ταχέως με τρόπον βάναυσον. Κατά πρώτον λοιπόν ο έπαρχος δια θωπευτικών λόγων προσεπάθει να καταστείλη το αήττητον θάρρος της Μάρτυρος. Όμως ουδέν επετύγχανεν. Ήρχισε λοιπόν να εκτελή την προσταγήν του βασιλέως. Τοσούτον δε κατέκοψεν αυτήν και τοσαύτα τραύματα της επροξένησεν, ώστε, εκ της του αίματος ροής, ενόμιζον οι ορώντες, ότι το τυπτόμενον δεν είναι σώμα ανθρώπινον αλλά σφάγιον εξ ου είχεν εκδαρή το δέρμα. Ιδούσα η Αγία εαυτήν ούτω περιτετυλιγμένην δια του ιδίου αυτής αίματος, εβόησε δια φωνής λεπτοτάτης· «Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, διότι με κατηξίωσας σήμερον να λάβω το δια του αίματος Βάπτισμα. Ενίσχυσόν με λοιπόν, ίνα περατώσω τον δρόμον μου». Ο δε άρχων επέμεινε, λέγων προς την Μάρτυρα· «Εγκατάλειψον τας μωράς ταύτας και ματαίας κενολογίας και πρόσελθε ίνα θυσιάσης προς τους θεούς. Ελθέ δε εις γάμον μετ’ ανδρός και γενού κληρονόμος της βασιλείας του πατρός σου και μη εξαπατάσαι από τας διδασκαλίας των Χριστιανών, προξενούσα ούτω λύπην εις τον πατέρα σου και εντροπήν εις ολόκληρον το γένος σου. Μη θελήσης συ, τόσον ωραία νέα, να υποστής τον θάνατον των κακούργων». Αλλ’ η Αγία παρθένος απήντησε μετά θάρρους· «Εγώ, ω δικαστά, έχουσα εν ουρανοίς Νυμφίον αθάνατον, τον αιώνιον Βασιλέα, δεν δέχομαι ούτε θεούς νεκρούς πλέον να λατρεύσω, ούτε μετά φθαρτού ανδρός να συνοικήσω. Της δε προσκαίρου βασιλείας την δόξαν ουδόλως επιζητώ· οπλίσθητι λοιπόν, κατασκεύασον τον τροχόν, άναψον το πυρ, ετοίμασον τον σίδηρον, άνοιξον τον λάκκον, συμφωνούντος μετά σου και του πατρός μου. Εγώ, καθώς βλέπεις, και γυνή και μόνη και γυμνή και ξένη του κόσμου τούτου είμαι, εν μόνον όπλον κατέχουσα, τον Χριστόν μου και Θεόν, το οποίον ούτε δια των πληγών θραύεται, ούτε δια του σιδήρου τεμαχίζεται, ούτε δια του πυρός κατακαίεται». Ταύτα ακούσας ο ασεβής έπαρχος και εννοήσας, ότι δεν δύναται να μεταβάλη την γνώμην της κόρης, έκλεισεν αυτήν εις την φυλακήν και μεταβάς ταχέως προς τον βασιλέα είπε προς αυτόν· «Ας γνωρίζη η θειότης σου, ω βασιλεύ, ότι εις βαρείαν πλάνην περιέπεσεν η θυγάτηρ σου. Διότι ευκολώτερον είναι να απαλύνη κανείς σίδηρον, παρά να μεταβάλη την γνώμην εκείνης». Επί τω ακούσματι τούτω εθυμώθη σφόδρα ο βασιλεύς και ευθύς διέταξε τον έπαρχον να αποστείλη εις την φυλακήν αιθίοπα τινά, φοβερώτατον κατά την μορφήν, ευμεγέθη και περιβόητον δια τας ασωτίας του, ίνα διαφθείρη την Αγίαν παρθένον. Προνοία τότε του Πανσόφου Θεού άρκτος, άγνωστον πόθεν ελθούσα, εστάθη εις την είσοδον της φυλακής ως ασφαλής φρουρός της παρθενίας της. Ο δε αιθίοψ ευθύς ως απεστάλη έτρεχε χαίρων προς την φυλακήν· αλλά προτού εγγίση την θύραν, επετέθη κατ’ αυτού η άρκτος μετά φοβερού βρυχηθμού, και ρίψασα αυτόν κατά γης ήρχισε να τον κατασπαράττη κατατρώγουσα αυτόν δια των οδόντων της. Τότε η του Θεού παις Κερκύρα προστρέξασα είπε προς την άρκτον, ως εις χειραγωγούμενον αρνίον· «Σε ορκίζω εις την δύναμιν του Χριστού, άφες αυτόν ίνα ακούση τους λόγους μου». Τότε η άρκτος, ως εντραπείσα, άφησε τον άνθρωπον και απελθούσα εξηπλώθη επί της φωλεάς της. Ηρώτησε τότε η Αγία τον αιθίοπα· «Δια ποίον σκοπόν ήλθες εδώ»; Εκείνος απεκρίθη· «Ο έπαρχος Καρπιανός με απέστειλεν». Είπε πάλιν η Μάρτυς προς αυτόν· «Ιδού, το άλογον θηρίον, ευθύς ως ήκουσε το όνομα του Χριστού, ηυλαβήθη· και συ, λογικής φύσεως ων, εις τοιαύτας ασωτίας διάγεις, ω άθλιε»; Κατατρομάξας τότε ο αιθίοψ προσέπεσεν εις τους πόδας της παρθένου και είπε· «Σε παρακαλώ, πρόσταξόν με να εξέλθω εντεύθεν αβλαβής και πιστεύω εις τον Θεόν σου». Η δε Μάρτυς είπε· «Μη φοβού το θηρίον, αλλά την αμαρτίαν. Διότι το θηρίον τρώγει τας σάρκας τας δια του θανάτου διαλυομένας, η δε αμαρτία την αθάνατον ψυχήν καταστρέφει, αιωνίως ταύτην κολάζουσαν». Εζήτησε τότε ο αιθίοψ να του δοθή σημείον της Πίστεως και να απομακρυνθή. Η δε Αγία, λαβούσα ξύλον, κατεσκεύασεν αμέσως Σταυρόν και παρέδωσε τούτον εις τον αιθίοπα ειπούσα· «Τούτο είναι το σημείον της Πίστεως· πίστευε εις τον Χριστόν και θέλεις σωθή». Αφού δε ωνόμασε τούτον Χριστόδουλον, προσέταξε να απέλθη. Εκείνος δε ηρώτησε την Αγίαν· «Σε παρακαλώ, δέσποινα και κυρία, δίδαξόν με τι να αποκρίνωμαι εις τους ερωτώντας με». Απεκρίθη η Αγία· «Ουδέν έτερον να αποκρίνεσαι, ή τούτο μόνον. Τον Χριστόν ζητώ, Αυτόν ποθώ και Αυτόν προσκυνώ». Λαβών λοιπόν ο Χριστόδουλος την τελειότητα της Πίστεως, έφυγεν εκείθεν. Κρατών δε τον Σταυρόν, διήρχετο δια μέσου της πόλεως, κηρύττων μετά παρρησίας τα θαυμάσια του Χριστού και κραυγάζων· «Τον Χριστόν ζητώ, Αυτόν ποθώ και Αυτόν προσκυνώ». Ερωτώμενος δε παρά πολλών τι σημαίνουσι ταύτα, ουδέν άλλο έλεγεν, ει μη μόνον τον λόγον τον οποίον έμαθε παρά της Αγίας παρθένου. Κατά δε την επομένην, ανεγερθέντος βήματος προ της πύλης της πόλεως, εκάθισεν επ’ αυτού ο έπαρχος, ίνα ανακρίνη. Προσέταξε λοιπόν να φέρουν ενώπιόν του αμέσως τον αιθίοπα, όστις πάραυτα ωδηγήθη κρατών τον Σταυρόν. Παρατηρήσας τότε τούτον ο έπαρχος αγρίως και μετά φθόνου, είπε· «Σκοτεινόμορφε και δυσειδέστερε παντός ζώου, τέρας φρικτόν και πρόσωπον ελεεινόν και μιαρώτατον, δεν είχες τίποτε άλλο να πράξης, παρά να συναρπαγής από την πλάνην της κατηραμένης εκείνης κόρης»; Αλλ’ ο Χριστόδουλος, υψώσας τον Σταυρόν δια της δεξιάς του χειρός, είπε· «Χριστόν ζητώ, Χριστόν ποθώ και Αυτόν προσκυνώ». Ο άρχων τότε διέταξε να απλωθή αμέσως επί ξύλου και να κτυπηθή εις το μέσον της κεφαλής. Ευθύς δε εξετελέσθη η προσταγή του. Κτυπηθείς δε ο μακάριος και διογκωθείσης της κεφαλής του μέχρι των οφθαλμών, εβόησε δια φωνής μεγάλης· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ. Ιδού, εν τω αίματί σου βαπτίζομαι· δέχθητι εν ειρήνη την ψυχήν μου». Αμέσως δε ετελειώθη. Ο δε άρχων, λαβών πέλεκυν, διεχώρισε δια τούτου αυτόν εις το μέσον και έρριψεν αυτόν έξω της πόλεως ίνα καταφαγωθή υπό των κυνών. Ταύτα αφού έπραξεν ο μυσαρός έπαρχος, ηγέρθη και μετά της συνήθους τάξεως μετέβαινεν εις την φυλακήν, όπου ευρίσκετο η Αγία Κερκύρα, η αμνάς του Χριστού. Ως δε έφθασεν εις το προαύλιον, ημποδίζετο να προχωρήση υπό της άρκτου. Διότι, εκπηδήσασα αύτη εκ των έσω, κατεδίωκεν αυτόν και τους συν αυτώ, μετ’ επιεικείας. Ευθύς τότε ελθών εις τον βασιλέα ανήγγειλε προς αυτόν τα γενόμενα. Τότε ο βασιλεύς έδωσεν εις αυτόν εξουσίαν να φονεύση την παρθένον, δι’ οίας ποινής θα έκρινε· όθεν εκείνος προσέταξε το πλήθος να μεταφέρωσι ξύλα πολλά και να κατακαύσωσι την Αγίαν μετά του θηρίου και της φρουράς. Τούτου δε γενομένου ταχέως και ενώ το πυρ υψούτο μετά θορύβου, το μεν θηρίον, υπό της προνοίας του Θεού διαφυγόν, επέστρεψεν εις τον τόπον του, η δε Αγία παρθένος, αν και εν τω μέσω της φοβεράς εκείνης πυράς ευρίσκετο, όμως εφυλάττετο αβλαβής υπό της θείας Χάριτος προσευχομένη και ευλογούσα τον Κύριον. Διότι θείος Άγγελος, σταλείς υπό του Θεού, μετέβαλε το πυρ και τας φλόγας εις δροσεράν πνοήν ανέμου σωτήριον, ως άλλοτε εν Βαβυλώνι δια τους Αγίους Τρεις Παίδας εγένετο. Μετά δε τρεις ημέρας, ότε μετά των ξύλων εσβέσθη το πυρ, ήλθεν ο βασιλεύς περίλυπος εις την φυλακήν και, συαθείς μακράν, έλεγε προς τους στρατιώτας· «Εισέλθετε και ερευνήσατε μήπως ανεύρετε Λείψανόν τι της ταλαιπώρου εκείνης, αν δε τυχόν ανεύρετε, θάψατε αυτό διότι είναι θυγάτηρ βασιλέως». Εισελθόντες δε οι στρατιώται είδον την Μάρτυρα του Χριστού καθημένην και εκτείνουσαν τας χείρας αυτής προς τον ουρανόν, ενώ Άγγελος Κυρίου φωταυγής περιέσκεπε ταύτην δια των πτερύγων του. Φοβηθέντες τότε έσπευσαν προς τον βασιλέα και ανήγγειλαν το παράδοξον θαύμα. Ο δε βασιλεύς, εκπλαγείς, επέτρεψε να την καλέσου. Εξελθούσα δε η Αγία Μάρτυς εστάθη προ του βασιλέως με θαρραλέαν ψυχήν και φαιδρόν πρόσωπον. Ατενίσας τότε ούτος αυτήν και επί πολύ προσηλωθείς εις το περιανθούν την Μάρτυρα κάλλος, ηρώτησε· «Συ είσαι, τέκνον μου, Κερκύρα»; Η Μάρτυς απεκρίθη· «Ιδικόν σου τέκνον θα είμαι εγώ, εάν πιστεύσης εις τον Χριστόν». Αλλ’ ο εσκοτισμένος βασιλεύς λέγει προς αυτήν· «Ακόμη επιμένεις εις την απείθειάν σου και μετά την τοσαύτην των θεών ευεργεσίαν, αφού εκ του αδαμάστου πυρός δια της δυνάμεως των θεών εσώθης»; Η δε Αγία Μάρτυς, προσβλέψασα μετ’ οργής τον ασεβέστατον και παράνομον βασιλέα, είπε· «Τυφλέ, αναίσθητε, πεπωρωμένε και εστερημένε πάσης συνέσεως, δεν εντρέπεσαι να αποδίδης τα θαυμάσια και τα σημεία του Υψίστου Θεού εις τους ακαθάρτους δαίμονας; Οι θεοί σου ουδέ τους εαυτούς των δεν δύνανται να βοηθήσουν. Πως λοιπόν θα βοηθήσωσιν άλλους; Ας κλάψουν, ας λείψουν, ας εξαφανισθούν απ’ εμού οι θεοί σου, τα κωφά ταύτα και άψυχα ξόανα. Διότι βοηθός μου είναι ο Χριστός. Αυτός δε απέστειλε τον Άγγελόν Του και με έσωσεν εκ του πυρός. Πας δε ο πιστεύων εις Αυτόν, ουδέποτε θέλει καταισχυνθή». Εταράχθη τότε ο βασιλεύς και ηλλοιώθη το πρόσωπόν του. Προσκαλέσας δε τον έπαρχον, είπε προς αυτόν· «Παράλαβε ταύτην την αναίσχυντον και βλάσφημον και εξαφάνισον την ενθύμησίν της τάχιστα. Διότι εάν δεν στερήσης ταύτην αμέσως του βίου, θέλεις και συ γευθή πικρών βασάνων, επιπροσθέτως δε και η ζωή σου θέλει αφαιρεθή». Συλλαβών λοιπόν, εν τω άμα, την παρθένον ο έπαρχος, ωδήγησεν αυτήν έξω της πόλεως όπου κρεμάσας αυτήν με την κεφαλήν προς τα κάτω έθεσε κάτωθεν ταύτης πνιγηρούς καπνούς θείου. Κατόπιν, τοποθετήσας εκατέρωθεν τοξότας και λιθοβόλους, διέταξεν οι μεν να τοξεύωσιν, οι δε να λιθοβολούσι την Αγίαν. Ούτως η Αγία Μάρτυς Κερκύρα συνεπλήρωσε την μαρτυρίαν τής καλής ομολογίας. Ο δε προαναφερθείς πρεσβύτερος Θεοδόσιος, παραμείνας εις τον τόπον του Μαρτυρίου της Αγίας, ευθύς ως εγένετο νυξ και ανεχώρησαν πάντες, ανεσήκωσε το καρτερικόν και πολύαθλον σώμα και απέθεσε τούτο υποκάτω της γης πλησίον της πύλης της πόλεως. Ως επίσης και το του Χριστοδούλου, του αιθίοπος, όπερ ερευνήσας εύρε, διότι και τούτο είχε ριφθή εκεί και μέχρι τούδε διετηρείτο ακέραιον μη βλαβέν ούτε υπό των θηρίων ούτε υπό των ορνέων, κατέθεσε δε και τούτο εις τα δεξιά του τάφου της Αγίας Μάρτυρος Κερκύρας. Πολλοί δε των της πόλεως, κατά την νύκτα, έβλεπον εις τον τόπον εκείνον στήλην φωτός και ήκουον φωνήν υμνωδίας. Εθαύμαζον δε και έλεγον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αντιδοξάζει τους δοξάζοντας Αυτόν. Πάντα δε ταύτα τα συμβάντα ανήγγειλεν ο Θεοδόσιος και οι άλλοι αδελφοί εις τους Αγίους Ιάσονα και Σωσίπατρον παραμένοντας εις την φυλακήν. Διότι ουδείς εκ των πιστών ημποδίζετο παρ’ ουδενός να βλέπη τούτους. Κατόπιν ωδήγησαν έξω της πόλεως και τους περί τον Σατορνίνον, σκάψαντες δε λάκκον και στήσαντες λέβητας, έρριψαν εντός τούτων πίσσαν, έλαιον και κηρόν και αφού ήναψαν πυράν, έρριψαν εντός των λεβήτων τους Αγίους. Ούτω εν τω βρασμώ των λεβήτων ετελειούντο οι Άγιοι, δοξάζοντες και υμνούντες τον Θεόν. Ο δε μακάριος Σατορνίνος, ερχόμενος εις το Μαρτύριον, προσηύχετο λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο σώσας τον ληστήν, τον επί του Σταυρού Θεόν Σε ομολογήσαντα, σώσον και εμέ τον ανάξιον δούλον Σου και αποδεχόμενος την ομολογίαν μου της προ Σε Πίστεως, μνήσθητί μου εν τη Βασιλεία Σου». Ηκούσθη δε παρά πάντων φωνή άνωθεν λέγουσα· «Θάρρει και αγάλλου, Μάρτυς της αληθείας. Διότι εισηκούσθη η προσευχή σου. Δεύρο λοιπόν εις τους κόλπους του Αβραάμ μετά των φίλων σου και απολάμβανε του στεφάνου της αφθαρσίας». Ως δε η φωνή αύτη ηκούσθη, επίστευσε το πλείστον των πολιτών, πάντες δε ούτοι εβόων· «Ας ακούση ο βασιλεύς και πάντες οι μετ’ αυτού, όυι και ημείς Χριστιανοί είμεθα». Ταύτα ιδών ο Άγιος Σατορνίνος ηγάλλετο τω πνεύματι· προσηυχήθη δε και πάλιν ειπών· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε ο Θεός μου. Ευλογώ, υμνώ και δοξάζω το όνομά Σου το Άγιον. Διότι ετάχυνας, ίνα δείξης εις εμέ, τον ανάξιον δούλον Σου, τα θαυμάσιά Σου». Βασανισθείς δε και αυτός ικανώς εντός του λέβητος, ετελειώθη μετά των άλλων Αγίων. Γυνή δε τις εκ των ευγενών, ονόματι Ματρώνα, μετά του Θεοδοσίου του πρεσβυτέρου και πάντων των εις Χριστόν πιστευσάντων, συναθροίσαντες μετά θάρρους τα ιερά των Αγίων Μαρτύρων Λείψανα, απέθεσαν ταύτα μετά ψαλμών και ύμνων και λαμπράς τελετής εις τύμβον τινά έξω της πόλεως κείμενον, αφού κατασυνέτριψαν τα είδωλα του εν αυτώ ειδωλείου. Μαθόντες δε και ταύτα οι εν τη φυλακή εγκεκλεισμένοι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος, εδόξαζον τον Θεόν λέγοντες· «Όντως αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου» (Ψαλμ. οστ: 10). Ο δε βασιλεύς Κερκυλλίνος, ο θεομάχος και παράνομος τύραννος, ο δεύτερος ούτος Φαραώ και της εκείνου καταδίκης δικαίως καταστάς συμμέτοχος, ιδών ότι το πλείστον του λαού επίστευσαν εις τον Χριστόν, πληροφορηθείς δε και τα γενόμενα, ότι δηλαδή εις τον ναόν των θεών του κατέθεσαν τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων και ότι κατέστρεψαν τα παρ’ αυτού λατρευόμενα είδωλα, εδαιμονίσθη εξ οργής. Και πρώτον εσκέφθη να κατακαύση δια πυρός τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων και να διασκορπίση την τέφραν αυτών εις τους ανέμους, κατόπιν δε να καταστρέψη ολοσχερώς και πάντας τους πιστεύσαντας. Ταύτα μαθόντες οι εν τη φυλακή ευρισκόμενοι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος προσηυχήθησαν προς τον Θεόν, λέγοντες· ¨Συ, Κύριε, Δέσποτα πάντων, ο συντρίβων εχθρούς εν τη συνάμει Σου, ο διασκορπίζων επιβουλάς εθνών και συσκοτίζων λογισμούς λαών και αρχόντων παρανομούντων, έγειρον την χείρα Σου κατά της υπερηφανείας των ασεβών και μη επιτρέψης εις αυτούς να βλάψουν τον λαόν σου τούτον, τον οποίον προσεκάλεσας ίνα έλθη εις επίγνωσίν Σου. Αλλά λύτρωσον αυτόν εκ των χειρών των ανόμων, προσφέρων προς αυτόν εις μεν την γην την βοήθειάν Σου, εις δε την θάλασσαν οδόν ασφαλή, ίνα γνωρίσωσι πάντες, ότι Συ μόνος είσαι Θεός, εν ουρανώ και επί της γης, ποιών τα θαυμάσια, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα». Ευθύς δε ως ο βασιλεύς Κερκυλλίνος, μεθ’ όλης της συγκλήτου, ήλθον εις τον ναόν δια να κατακαύσουν τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων, ιδού εφάνη αίφνης φοβερώτατος δράκων και πάντες έτρεχον να σωθώσι δια της φυγής. Άπαντες δε οι πιστεύσαντες, φοβηθέντες εκ της απειλής του τυράννου, διεπέρασαν προς το παρακείμενον προς την πόλιν νησίδιον, όπου ανεγείραντες Ναόν, ύμνουν τον Θεόν, ευγνωμονούντες δια την παρ’ Αυτού σωτηρίαν και λύτρωσιν. Πληροφορηθείς δε τούτο ο αναίσθητος βασιλεύς, ουδόλως συνεταράχθη εκ του μεγέθους των λαβόντων χώραν θαυμασίων, αλλ’ αντετάχθη κατά της δικαίας κρίσεως του Χριστού και μη κατανοών την επικρεμαμένην δικαίαν κατ’ αυτού τιμωρίαν παρά του Δικαίου Κριτού, δι’ όσα, υπερηφάνως παρανομήσας, εν ασεβεία διέπραξεν, ώρμησε πλεύσας μετά πολλού στρατού κατά των πιστευσάντων. Ότε δε ευρίσκετο εν τω μέσω του πελάγους, ευθύς νέφη πυκνά ηγέρθησαν και σφοδρός άνεμος έπνεε, βρονταί δε και βοαί τρομακτικαί ηκούοντο. Ανεμοστρόβιλος δε σφοδρότατος εξερράγη και τα κύματα της θαλάσσης επέπιπτον μεθ’ ορμής επί των πλοίων, τρομακτικόν κίνδυνον απειλούντα. Τέλος, ω του θαύματος! Κατεποντίσθη ο ασεβής βασιλεύς μεθ’ όλου αυτού του στρατεύματος εις τον βυθόν της θαλάσσης, ως άλλοτε ο τύραννος Φαραώ, εκ τούτων δε πάντων ουδέ εις απέμεινεν. Τότε ο πιστός λαός, ιδόντες την καταστροφήν του παρανόμου βασιλέως και των στρατευμάτων αυτού, εν μια φωνή την επινίκιον ωδήν έψαλλον λέγοντες· «Άσωμεν τω Κυρίω ενδόξως γαρ δεδόξασται· ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν» (Εξ. ιε:1). Πάντες δε έχαιρον δια τα υπό του Θεού δωρηθέντα προς αυτούς αγαθά. Εξελθόντες τότε της φυλακής οι Άγιοι του Κυρίου Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος, εδίδασκον τον λόγον του Θεού μετά παρρησίας στηρίζοντες τους πιστεύοντας. Ηφάνισαν δε και τον φανέντα δράκοντα δια προσευχής των. Τότε αντί του Κερκυλλίνου ανήλθεν εις τον θρόνον ο Δατιανός, όστις, πληροφορηθείς τα παρά των Αγίων Μαρτύρων γενόμενα και την επακολουθήσασαν ανάκρισιν αυτών, διέταξε να προσαχθούν ούτοι ενώπιόν του. Τούτου δε γενομένου είπε προς αυτούς· «Είπατέ μοι, πόθεν ευρόντες τοιαύτην θρασύτητα και τόλμην τοιαύτα διδάσκετε και αποτολμάτε; Διότι παρά πολλών ακούω δια τα παρ’ υμών πραττόμενα, τα οποία ουδόλως ανέχομαι, επειδή είναι αντίθετα προς τους αρχαίους θεούς και ξένα προς την των θεών πρόνοιαν. Διότι δεν μοι φαίνεται καθόλου καλόν να παραβλέψω την πατρώαν ευδαιμονίαν και αντ’ αυτής να εισαγάγω νέας δοξασίας, αναγνωρίζων τον Εσταυρωμένον Θεόν». Λέγει τότε προς τον βασιλέα ο Άγιος Ιάσων· «Εάν είχες καθαρά τα της ψυχής σου αισθήματα, κατάλληλα να διακρίνουν το καλόν και το κακόν, θα σου απεδεικνύομεν τον Εσταυρωμένον τούτον Θεόν αληθώς υπάρχοντα και Θεόν και Δεσπότην του σύμπαντως, εκουσίως μεν παθόντα δια την ιδικήν μας σωτηρίαν, άφθαρτον δε απομείναντα λόγω της Θεότητος Αυτού». Ο βασιλεύς είπε πάλιν· «Πρέπον είναι να λατρεύετε και σεις τους υπό πάσης της οικουμένης αναγνωριζομένους και λατρευομένους θεούς, συμφώνως και προς εκείνα τα οποία παρέδωσαν εις ημάς οι θεολόγοι μας, Ορφεύς, Όμηρος, Ησίοδος, ως και οι άλλοι σοφοί. Εσχάτως δε φανέντα Θεόν και μάλιστα καταδικασθέντα και αποθανόντα και εις μνημείον κατατεθέντα, ούτε να προσκυνήτε, ούτε να σέβεσθε είναι πρέπον. Αφού λοιπόν εγκαταλείψετε τας ματαίας και αορίστους ταύτας φλυαρίας, πεισθήτε εις εμέ και θυσιάσατε εις τους θεούς. Εάν δε επιμείνετε να ομιλήτε ούτω, θέλετε με αναγκάσει να σας εξαφανίσω δια φρικτών βασάνων». Όμως οι Άγιοι δια γενναίου φρονήματος απήντησαν· «Εκείνο το οποίον πρόκειται να πράξης, πράξον το ταχύτερον· διότι ημείς δεν προσκυνούμεν νεκρά είδωλα, αλλά Χριστόν τον μονογενή Υιόν του Θεού, δι’ ου τα πάντα εγένοντο, συνεργούντος του Αγίου Πνεύματος, τον οποίον λατρεύομεν και προς τον οποίον προσφέρομεν την αληθινήν θυσίαν· τον Χριστόν, ενώπιον του οποίου παν γόνυ κάμπτεται, επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα εξομολογηθήσεται». Ο δε βασιλεύς είπε· «Δεν είναι ανάγκη να πολυλογή τις επ’ αυτών». Ευθύς τότε επρόσταξεν ο βασιλεύς να φέρωσι βυτίον σιδηρούν και εντός αυτού να ρίψωσι στυππείον, πίσσαν και κηρόν και να κλείσωσιν εν αυτώ τον Άγιον Σωσίπατρον, ίνα ούτω δια του πυρός αναφλεγείς, λάβη το τέλος του βίου. Κατόπιν δε είπε προς τον Άγιον Ιάσονα· «Τας τιμωρίας, αίτινες σε αναμένουσι, πρέπει πρώτον εν τω κηρύγματί σου να αναφέρης ίνα, μετά ταύτα, ταύτας δοκιμάζων επιδείξης σταθερωτέραν την υπομονήν σου». Ο δε Άγιος Σωσίπατρος, σημειώσας εαυτόν δια του σημείου του Τιμίου Σταυρού, προσηυχήθη και ως είπε το Αμήν, εισήλθεν εντός του βυτίου. Ηνάφθη τότε η φλοξ και ούτως ο Άγιος Απόστολος Σωσίπατρος ετελειώθη εν Κυρίω κατά την κη΄ (28ην) του μηνός Απριλίου. Η δε φλοξ, διολισθήσασα και εις πολλούς μεταδοθείσα εκ των πέριξ ευρισκομένων κατέκαυσε τούτους, ενώ οι άλλοι ανέκραζον· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών. Δεν υπάρχει άλλος Θεός πλην Αυτού». Εθρήνουν δε άπαντες δια τον μακάριον Σωσίπατρον, λέγοντες· «Κακή η κρίσις του βασιλέως». Πάντες δε ομοίως εθρήνουν και εβόων. Ιδών τότε ο βασιλεύς την προς τον δίκαιον συμπάθειαν και μετανοήσας δι’ ό,τι έπραξεν, ήρχισε και αυτός να θρηνή. Κρεμάσας δε λίθον βαρύν επί του τραχήλου αυτού, εβόα λέγων· «Ο Θεός Ιάσονος και Σωσιπάτρου, ελέησόν με τον αμαρτωλόν και συγχώρησον τας αμαρτίας μου. Άγιε Σωσίπατρε, δεήθητι προς τον Θεόν σου υπέρ εμού, ίνα μοι συγχωρήση την αμαρτίαν, την οποίαν έπραξα, αδίκως παραδώσας σε εις το πυρ». Στραφείς δε προς τον Άγιον Ιάσονα, είπεν· «Από τούδε Χριστιανός είμαι και εγώ και ακόλουθος της διδασκαλίας σου». Ο δε Άγιος Ιάσων, ευχαριστήσας τον Θεόν δια την τόσον ταχείαν του βασιλέως επιστροφήν, είπε προς τον λαόν· «Έλθετε, αδελφοί, ίνα κηδεύσωμεν το σώμα του τρισμάκαρος και Μάρτυρος Σωσιπάτρου και δοξάσωμεν την δύναμιν του Χριστού». Προσελθόντες δε εις τον τόπον όπου ήτο το Τίμιον Λείψανον εύρον αυτό σώον και ακέραιον και ουδέ θρίξ της κεφαλής του εβλάβη υπό του πυρός. Τούτο δε ιδόντες οι περιεστώτες περισσότερον εστηρίζοντο εις την Πίστιν. Κηδεύσαντες δε τούτο μετά της πρεπούσης τιμής, το απέθεσαν εις τόπον επίσημον, εις το προς βορράν μέρος της πόλεως, πλησίον του λιμένος. Μετά τούτο, ευθύς ο Άγιος Ιάσων επανέφερεν εις την πόλιν και τους εις το νησίδιον καταφυγόντας και πάντας τους διασκορπισθέντας συνήθροισε. Ευλογήσας δε κολυμβήθραν εβάπτισε τον βασιλέα, ονομάσας τούτον Σεβαστιανόν. Εβάπτισε δε και άπαντας τους πιστεύσαντας, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Από τότε δε εγίνοντο Χριστιανοί οι της νήσου Κερκύρας κάτοικοι και εβαπτίζοντο δια του Αγίου Βαπτίσματος. Μετά δε ταύτα ήρχισαν να οικοδομούν ιερούς Ναούς εις την πόλιν και πάσαν την νήσον, καταστρέφοντες τα είδωλα και τα ιερά αυτών καταφρονούντες και απεχθανόμενοι. Και αυτός δε ο ίδιος ο βασιλεύς ωκοδόμησε τον Ναόν του Αγίου Ανδρέου του Αποστόλου εις τον αυτόν τόπον, όπου κατετέθη το Λείψανον του Αγίου Σωσιπάτρου. Ομοίως και την μεγάλην Εκκλησίαν αριστερά της οποίας ανεγείρας μικρόν κελλίον και εκεί κρυπτόμενος προσηύχετο, εντός δε τούτου και μετ’ ολίγον χρόνον, μακαρίως και ενδόξως τελειωθείς, ενεταφιάσθη υπό του Αγίου Ιάσονος μετά πάσης τιμής και ευλαβείας. Είχε δε η βασίλισσα, η του μακαρίου βασιλέως Σεβαστιανού σύζυγος, υιόν μονογενή, δωδεκαετή, όστις ασθενήσας απέθανε. Τότε η βασίλισσα προσελθούσα μετ’ αδιστάκτου πίστεως εις τον Άγιον Ιάσονα τον παρεκάλει λέγουσα· «Δούλε του Θεού του Υψίστου, γνωρίζω ότι όσα και αν ζητήσης παρά του Θεού, ανυπερθέτως θέλει σου δώσει αυτά. Μη λοιπόν αρνηθής να έλθης προς επίσκεψιν του αποθανόντος τέκνου μου και να προσευχηθής όπως αναστηθή τούτο. Διότι πιστεύω ότι δια της προσευχής σου θέλει αναστηθή». Ο δε Άγιος είπε προς αυτήν· «Ω γύναι, εζήτησας πράγμα το οποίον υπερβαίνει την ιδικήν μου δύναμιν. Αλλά τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστι» (Λουκ. ιη:27). Ηκολούθησε λοιπόν αυτήν ο Άγιος και σταθείς παράτην κλίνην του παιδός και προσευχηθείς, εκράτησε την χείρα τού νεκρού παιδίου και είπεν· «Ω τέκνον, εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού εγέρθητι εκ της κλίνης». Αμέσως τότε ανεκάθησε το παιδίον και ήρχισε να ομιλή. Εξεπλάγησαν δε πάντες εκ του θαύματος τούτου και εδόξαζον τον Θεόν λέγοντες· «Πράγματι σημεία του αληθινού Θεού είναι ταύτα». Άλλη δε γυνή εκ των αρχόντων, ενοχλουμένη υπό ακαθάρτων πνευμάτων, ακούσασα, ότι ο Άγιος Ιάσων ήγειρεν εκ νεκρών τον θανόντα υιόν του βασιλέως, προσήλθε και αύτη και γονυπετήσασα παρεκάλει τον Άγιον να απομακρύνη απ’ αυτής τα εμφωλεύοντα εν αυτή πονηρά πνεύματα. Ο δε Άγιος Απόστολος του Χριστού, ως έχων την κατ’ αυτών εξουσίαν, απαγγείλας επ’ αυτής προσευχήν και σφραγίσας αυτήν δια του σημείου του Σταυρού, αμέσως απήλλαξε ταύτην των δαιμονίων. Ούτω η γυνή, ιατρευθείσα, ανεχώρησεν ευχαριστούσα τον Θεόν. Πολλούς δε νοσούντας και υπό δαιμόνων πάσχοντας καθ’ εκάστην εθεράπευε δια της υπό του Θεού δωρηθείσης προς αυτόν Χάριτος, οι δε θεραπευόμενοι εδιδάσκοντο να ευχαριστούσιν όχι τον Άγιον Ιάσονα, αλλά μόνον τον Κύριον, τον δωρήσαντα, δια της Αυτού φιλανθρωπίας, την Χάριν Του ταύτην προς τον Άγιον. Χαρά δε μεγάλη εγένετο εις πάσαν την νήσον, ανά πάσαν δε ημέραν η ευσεβής Πίστις επρόκοπτε, τα είδωλα περιεφρονούντο και ο Κύριος εδοξάζετο δια των τελουμένων θαυμάτων. Διότι πεπληρωμένος ο θείος ούτος ανήρ υπό Πνεύματος Αγίου και Χάριτος θείας πάντας είλκε προς εαυτόν, βαπτίζων, διδάσκων, νουθετών, παρακαλών, ενίοτε δε και επιτιμών και επιπλήττων. Αφού λοιπόν έζησεν επ’ αρκετόν, ούτω κατά Θεόν διάγων, νύκτα τινά, ενώ προσηύχετο, ήκουσε θείαν φωνήν λέγουσαν προς αυτόν· «Χαίρε και ευγραίνου, δούλε αγαθέ και πιστέ. Ελθέ λοιπόν, ίνα απολαύσης την ουράνιον Βασιλείαν μετά του Σωσιπάτρου, του αδελφού σου, εις τον αιώνα τον άπαντα». Ταύτην την φωνήν ως ήκουσεν ο μακάριος Ιάσων εχάρη χαράν μεγάλην και πεσών κατά γης ηυχαρίστει τον Θεόν. Κατόπιν ητοίμασε τον τάφον αυτού, πλησίον του τάφου του Αγίου Αποστόλου Σωσιπάτρου, παρήγγειλε δε εις τους αδελφούς να καταθέσωσιν εις αυτόν το Λείψανόν του μετάτην κοίμησίν του. Αφού δε προσεκάλεσε πάντας τους Πρεσβυτέρους της Εκκλησίας ως και άπαντα τον λαόν, συνεβούλευσε τούτους να προσέχουν εαυτούς, να εμμένωσιν εις την Πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να έχωσιν αγάπην και ομόνοιαν μεταξύ των, να κάμνουν ελεημοσύνας, να περιθάλπουν τους ασθενείς, να χαίρωσιν εν τη ελπίδι των μελλόντων και να ενθυμούνται πάντοτε τας εν ουρανώ μονάς. Ούτω εξαπλωθείς εις τον τόπον εις τον οποίον συνήθιζε να κατακλίνεται και εις ελαφράν νόσον περιπεσών, εκλήθη εις τον γλυκύν και μακάριον ύπνον την κθ΄ (29ην) του Απριλίου μηνός, αφού έζησε περί τα εξήκοντα έτη. Οι δε Ιερείς μετά παντός του πλήθους, αφού εκήδευσαν εντίμως το τίμιον Λείψανον του Αγίου Ιάσονος, κατέθεσαν τούτο πλησίον του Αγίου Σωσιπάτρου, συμφώνως προς την εντολήν, την οποίαν έδωσεν εις αυτούς ο Άγιος Ιάσων, παραμείναντες ούτω αμφότεροι οι Άγιοι κοινοί γύλακες και προς Θεόν μεσίται και δια τας μετέπειτα γενεάς πολύτιμος θησαυρός, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Κατά την εποχήν εκείνην ο μακάριος Παύλος, το πολύτιμον σκεύος της εκλογής, το στόμα του Χριστού, το φως εις τον κόσμον, έως εσχάτων την οικουμένην άπασαν διατρέχων και τον λόγον της αληθείας πανταχού σπείρων, εξορίζων ούτω εκ της οικουμένης τον διάβολον ώστε ουδέν σημείον της γης να μείνη άνευ της γνώσεως της Πίστεως του Χριστού, έφθασε και εις την πόλιν της Θεσσαλονίκης. Απλώσας δε εις ταύτην τας μυστικάς σαγήνας της του Κυρίου διδασκαλίας, προ παντός άλλου εσαγήνευσε τον Ιάσονα και μετά τούτον τον Σωσίπατρον ορμηθέντα εξ Αχαϊας, τούτους δε αειλαμπείς φωστήρας ανέδειξε, την οικουμένην άπασαν καταυγάζοντας, των οποίων πλέξας και την αρχήν των εγκωμίων, έλεγεν εις την προς Ρωμαίους επιστολήν του· «Ασπάζονται υμάς Ιάσων και Σωσίπατρος οι συγγενείς μου» (Ρωμ. ιστ: 21). Διότι ούτοι, αν και δεν ετύγχανον συγγενείς αυτού εξ αίματος, συνεταυτίσθησαν προς αυτόν ένεκα της υπερβολικής των αρετής και της προς αυτόν αγάπης των, εξ ης υπήκουον εις όλα αυτού τα νεύματα. Ούτοι λοιπόν οι θείοι και πανάριστοι άνδρες Ιάσων και Σωσίπατρος, γενόμενοι εξ αρχής καρποφόρος αγρός του θείου Παύλου, ως προείπομεν, πάσαν την Δύσιν, εντός του σκότους της ασεβείας ευρισκομένην, κατεπλημμύρισαν δια του φωτός της του Χριστού αληθείας χωρίς να ολιγωρήσουν προ ουδενός κινδύνου, βίον μεν ακηλίδωτον διάγοντες, τον δε θείον λόγον κηρύσσοντες πανταχού. Και ο μεν τρισμακάριος Ιάσων είχεν εξ αρχής αναλάβει την διακυβέρνησιν της Μητροπόλεως Ταρσού, την οποίαν ως ιδιαιτέραν του πατρίδα του είχεν εμπιστευθή ο θείος Παύλος, ο δε μακάριος Σωσίπατρος της του Ικονίου Εκκλησίας την προστασίαν εκληρώσατο. Αφού δε επ’ αρκετόν χρόνον εποίμανον δια της Χάριτος του Κυρίου τας Εκκλησίας ταύτας και ηύξησαν ικανώς αυτάς δια των διδασκαλιών των, υπό θείου ζήλου κινούμενοι ήλθον αμφότεροι εις την Δύσιν. Αφιχθέντες λοιπόν εις την πόλιν των Κερκυραίων ανήγειραν έξω των τειχών της πόλεως ταύτης Ναόν του Θεού περικαλλή, επ’ ονόματος του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εις τον οποίον δοξολογούντες νύκτα και ημέραν τον Θεόν ωδήγουν πλείστους προς την αληθή Πίστιν. Όθεν, νύκτα τινά, ενώ οι Άγιοι προσηύχοντο και παρέτειναν επί μακρόν την ικεσίαν, προσελθόντες τινές των ειδωλολατρών είπον προς αυτούς· «Είπατέ μας, ω ξένοι, τις είναι αύτη η νέα διδαχή και ποία η Πίστις και η προσδοκία υμών; Διότι, καθώς φαίνεται, μεγάλα είναι ταύτα και θαυμαστά και τον ανθρώπινον νουν υπερβαίνοντα». Απήντησαν τότε οι Άγιοι· «Βεβαίως, αυτά τα οποία διδάσκομεν είναι μυστήρια του αληθούς Θεού, καθώς και η Πίστις την οποίαν κηρύσσομεν είναι αληθής και άμωμος». Εδείκνυον δε προς αυτούς οι Άγιοι τον Σταυρόν του Χριστού και το Ευαγγέλιον και έλεγον· «Η Πίστις ημών των Χριστιανών δεν κατανοείται δι’ αποδεικτικών λόγων, ως σεις νομίζετε, αλλά μάλλον δι’ έργων φανερών και αδιαψεύστων. Διότι αρχαιοτέρα είναι η δια των έργων πληροφορία παρά η δια των λόγων απόδειξις. Και όπου η ενεργός Πίστις εμφανίζεται, εκεί περιττή καθίσταται η δια των λόγων απόδειξις». Ταύτα λοιπόν και άλλα περισσότερα ακούοντες οι προσερχόμενοι επίστευον εις τον Σωτήρα Χριστόν, πειθόμενοι εις την διδασκαλίαν των Αγίων. Εβαπτίζοντο δε καθ’ εκάστην και προσετίθεντο εις τους του Κυρίου πιστούς πλήθη ανδρών και γυναικών, ώστε και αυτός ο βασιλεύς Κερκυλλίνος, ακούσας τα γενόμενα και πληροφορηθείς περί των Αγίων, ηγανάκτησεν. Όθεν έστειλε τους ανθρώπους του και τους έφεραν ενώπιόντου. Λέγει δε προς αυτούς· Ειπέτε μοι, πόθεν είσθε; Και ποίος είναι εκείνος όστις σας εδίδαξε τοιαύτας διδασκαλίας, αντιθέτους των πατρώων συνηθειών και προσπαθείτε να εμποδίσετε τας των μεγίστων θεών θυσίας, επεκτείνοντες και μεγαλοποιούντες την λατρείαν του Εσταυρωμένου»; Οι δε Άγιοι απήντησαν· «Πόθεν είμεθα, δεν είναι ανάγκη να σου είπωμεν. Μαθηταί δε κατέστημεν των Αποστόλων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και ιδού ευαγγελιζόμεθα προς πάντας τους ανθρώπους να απομακρύνωνται από των ματαίων και ψευδωνύμων θεών και να επιστρέψωσι προς τον αληθή Θεόν, τον ζώντα, τον ποιήσαντα τον ουρανόν, την γην και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς είπε προς τους Αγίους· «Πεισθήτε εις εμέ και αφού αρνηθήτε εκείνον τον Χριστόν τον οποίον παραδέχεσθε, θυσιάσατε εις τους θεούς προς τους οποίους προσφέρει θυσίας άπασα η Οικουμένη και ούτω η ψυχή υμών ζήση εντίμως· ει δε μη, γνωρίσατε, ότι θέλετε δοκιμασθή δια βασάνων, των οποίων παρομοίας ούτε ηκούσατε, ούτε είδετε, τα δε σώματα υμών θέλω προσφέρει ως βοράν εις τα θηρία και εις τα όρνεα». Απεκρίθησαν οι Άγιοι· «Ακουσον, ω βασιλεύ· επί μεν των σωμάτων ημών έχεις εξουσίαν και ως θέλεις τιμώρησον ταύτα· μαστίγωσον, καύσον δια πυρός, ρίψον εις την θάλασσαν ή εφάρμοσον οίαν δήποτε άλλην απάνθρωπον τυραννίαν θέλεις επινοήσει. Επί δε των ψυχών μας εξουσίαν δεν έχεις. Διότι μόνος ο Θεός έχει ταύτην, ο εξουσιάζων πάσαν πνοήν». Ο βασιλεύς όμως ουδόλως υπεχώρει, αλλ’ επέμενε, προσπαθών έτι μάλλον να εξαναγκάση τους Αγίους να θυσιάσωσιν εις τους ανυπάρκτους θεούς. Είπον τότε προς τον βασιλέα μετά παρρησίας οι Άγιοι· «Εχθρέ πάσης δικαιοσύνης και αληθείας, υιέ διαβόλου, δεν εντρέπεσαι να ονομάζης θεούς, τους διαπράξαντας τα της αισχύνης έργα; Διότι, ποίον άρα γε έργον άξιον είδες πραχθέν εκ μέρους τούτων; Δεν είναι τα μεγαλύτερα τούτων έργα, δια τα οποία και υπερηφανεύονται, μέθαι, ασέλγειαι, καταπόσεις τέκνων, μαγείαι, παιδοκτονίαι και μύρια άλλα»; Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς σφοδρώς εξωργίσθη και διέταξε να κλείσουν τους Αγίους εις το δεσμωτήριον, έως ότου σκεφθή τι θέλει πράξει κατ’ αυτών. Εντός δε του δεσμωτηρίου, όπου εφυλάκισαν τους Αγίους, υπήρχον εγκάθειρτοι επτά λησταί, εκ των οποίων ο μεγαλύτερος, Σατορνίνος ονομαζόμενος, καθ’ ην ώραν εισήρχοντο οι Άγιοι εις την φυλακήν, είδε νεανίαν ωραίον και ακτινοβολούντα, προηγούμενον αυτών. Αμέσως τότε ούτος προσελθών προς τους Αγίους ανεκοίνωσε το υπ’ αυτού οραθέν, ενώπιον πάντων. Οι δε Άγιοι είπον προς αυτόν· «Εάν τούτο είδες, άνθρωπε, τι εμποδίζει και σε να πιστεύσης εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αποστείλαντα τον Άγγελον Αυτού δια την σωτηρίαν και την διαφύλαξιν των προς Αυτόν ελπιζόντων»; Ο Σατορνίνος τότε και οι λοιποί φυλακισμένοι, ονομαζόμενοι Ιακίσχολος,Φαυστιανός, Ιανουάριος, Μαρσάλιος, Ευφράσιος και Μάμμος, απήντησαν· «Δούλοι του όντως αληθούς Θεού προσευχηθήτε υπέρ ημών, διότι ήδη αποθνήσκομεν, επειδή είναι ήδη οκτώ ημέραι, αφ’ ότου δεν ελάβομεν ουδόλως τροφήν». Οι δε Άγιοι, γονυπετήσαντες και προσευχηθέντες, είπον προς αυτούς· «Εάν πιστεύετε εξ όλης ψυχής εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον οποίον ημείς κηρύσσομεν, ούτε λιμός ούτε κίνδυνος ούτε άλλη τις θλίψις είναι δυνατόν να σας κυριεύση». Τότε ο Σατορνίνος και οι άλλοι εγκάθειρκτοι είπον ως εξ ενός στόματος· «Πιστεύομεν, κύριοι, ότι μέγας είναι ο Θεός υμών και αληθώς ηννοήσαμεν, ούτε ουδαμού αλλού δύναται να υπάρξη βοήθεια και σωτηρία, ει μη εις το όνομα Αυτού». Ότε δε και πάλιν προσηυχήθησαν οι Άγιοι, αίφνης επληρώθη η φυλακή αρρήτου ευωδίας, ωσάν να είχον ευρεθή εκεί όλα τα αρώματα, όλα τα κρίνα του αγρού, όλα τα ρόδα και παν εύοσμον άνθος. Έχαιρον λοιπόν άπαντες και ηγάλλοντο, ως να ευρίσκοντο εις θείον Παράδεισον. Ο δε δεσμοφύλαξ Αντώνιος, ο εμπεπιστευμένος εις την φύλαξιν των κρατουμένων, ευρίσκετο εξηπλωμένος επί της κλίνης του. Και ως ησθάνθη την ευωδίαν ταύτην, εξυπνήσας αμέσως και εγερθείς, διότι ήτο μεσονύκτιον, είδε δια τινος οπής λαμπρόν γως εντός της φυλακής και λευκήν περιστεράν υπεριπταμένην των Αγίων. Ήκουσε δε και φωνήν αναπεμπομένων ύμνων, ως να εψάλλοντο υπό πολλών. Εκπλαγείς δε εκ του παραδόξου τούτου θαύματος ήνοιξεν αμέσως τας θύρας της φυλακής και εισελθών έντρομος εγονυπέτησε προ των Αγίων, παρακαλών να αξιωθή και αυτός μετά των ληστών, τους οποίους εφρούρει, της δια του Αγίου Πνεύματος αναγεννήσεως. Κομισθέντος δε ύδατος, ο Άγιος Ιάσων προσέφερεν εις τον Αντώνιον και τους εν τη φυλακή κρατουμένους το λουτρόν της επουρανίου Χάριτος, αναδείξας αμέσως τους των δαιμόνων πρώην υπηρέτας υιούς Θεού και κληρονόμους δια της Χάριτος του Αγίου Βαπτίσματος. Μετά τινας ημέρας, πληροφορηθείς τα συμβάντα ο βασιλεύς, διέταξε να παρουσιασθή προ του βήματος αυτού ο Αντώνιος. Ευθύς δε ως ήλθον οι στρατιώται και έκυψαν ίνα ίδωσιν εντός της φυλακής, απέμειναν έκθαμβοι από τα θαυμάσια του Θεού τα οποία είδον. Διότι κατά την ώραν εκείνην είδον φοβερόν νεανίαν αποστράπτοντα, όστις εις με την δεξιάν αυτού χείρα εκράτει Σταυρόν, εις δε την αριστεράν ρομφαίαν. Είδον ακόμη οι στρατιώται εντός της φυλακής και ετέρους δέκα άνδρας έχοντας κεκοσμημένας τας κεφαλάς των δια χρυσών στεφάνων και ήκουσαν φωνήν, δια της οποίας ούτοι έψαλλον «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Μη τολμήσαντες δε να εισέλθουν, επέστρεψαν εις τον βασιλέα και ανέφεραν εις αυτόν όσα είδον και ήκουσαν εις την φυλακήν. Tαύτα ακούσας ο βασιλεύς και έκπληκτος γενόμενος, διότι ενόμισεν ότι εκ τινος μαγικής ενεργείας εγένοντο τα υπό των στρατιωτών οραθέντα, παρέμεινε σκεπτόμενος τι μέλλει να πράξη. Μετ’ ολίγον δε έστειλε και προσεκάλεσε ένα εκ των μάγων, προς τον οποίον είπεν· «Εάν υπάρχη εις σε δύναμίς τις παρά του Διός δωρηθείσα, εγέρθητι και στήθι αντιμέτωπος των εχθρών Ιάσονος και Σωσιπάτρου, οίτινες τερατουργούν δια μαγικών τεχνασμάτων. Διότι ανεστάτωσαν την πόλιν ημών, υποδυόμενοι ξένας μορφάς και ούτω πάντες ακολουθούσιν αυτούς». Απεκρίθη τότε ο μάγος προς τον βασιλέα·»Πρόσταξον μόνον, ω βασιλεύ, και όλαι αι επιθυμίαι σου τάχιστα θέλουσιν εκτελεσθή». Είπε τότε ο βασιλεύς· «Εκείνο το οποίον θέλεις να πράξης, πράξον τάχιστα». Τότε εκείνος ο πλάνος εζήτησε να του φέρωσι ζεύγος βοών, άροτρον και σίτον. Τούτων ταχέως προσκομισθέντων, λαβών το άροτρον ο γεωργός του ψεύδους και της εαυτού απωλείας, ηροτρίασε κατά τον τρόπον του τον αγρόν και παρευθύς έσπειρε τον σίτον και την ιδίαν στιγμήν εβλάστησεν ο σίτος και εσχημάτισε βλαστόν και στάχυν και ανεβλάστησε φύλλα εν τω βλαστώ και είραν εν τω στάχει. Ευθύς τότε εφάνη ο αγρός κατάλευκος και κατάλληλος προς θερισμόν. Θερίσας δε ο πλάνος τον σίτον και καθαρίσας μετέφερεν εις τον μύλον, παρουσία του βασιλέως. Τούτον δε αλέσας και ζυμώσας, έπλασεν άρτον επί της χειρός του. Ταύτα ιδών ο βασιλεύς, έμεινεν έκπληκτος. Αφού δε έφαγε τον άρτον, εφώναξεν ειπών· «Ω Ζευ, μέγιστε των θεών, μέγας είσαι πράγματι και δεν υπάρχει ισχυρός, εκτός σου, όστις παρέχεις εις τους φοβουμένους σε την δύναμιν εις μίαν ώραν να σπείρωσι, να θερίζωσι, να αλέθωσι και να παρασκευάζωσιν άρτον». Ταύτα αφού εφλυάρησεν ο βασιλεύς, εστράφη προς τους συγκεντρωθέντας και είπεν· «Ουδέποτε τοιούτον τι εγώ ήκουσα πραχθέν είτε παρά των αρχαιοτέρων είτε παρά των συγχρόνων. Πως δε πλανώνται τινές και ακολουθούσι τους θαυματοποιούς εκείνους, απορώ». Ταύτα ειπών ανεχώρησε· κατά δε την επομένην, εγερθείς λίαν πρωϊ εκ της κλίνης του και ακολουθούμενος υπό των δορυφόρων του, επορεύθη εις την φυλακήν και επρόσταξε να εξέλθη μόνον ο δεσμοφύλαξ Αντώνιος. Ως δε εκείνος εξήλθεν, ατενίσας προς αυτόν με φοβερόν και άγριον βλέμμα είπε· «Μιαρώτατε και ξένε της των θεών ευμενείας, τις πονηρός δαίμων, προς την κακήν μοίραν οδηγήσας, σε έπεισε να εγκαταλείψης τας παλαιάς συνηθείας και την προγονικήν ευδαιμονίαν και να εξοικειωθής προς την πλάνην των Χριστιανών; Ποίον δε έξιον λόγου θαύμα ιδών παρ’ εκείνων ετόλμησες να πράξης τούτο»; Ο Αντώνιος όμως ουδόλως απεκρίθη εις ταύτα, αλλ’ εποίησε το σημείον του Σταυρού εις το πρόσωπον του τυράννου. Ο δε τύραννος, πληρωθείς υπό θυμού, ευθύς επρόσταξε να αποκόψουν την δεξιάν χείρα του Αντωνίου. Τούτου δε γενομένου, λέγει ο βασιλεύς προς τον μακάριον τούτον· «Που είναι ο Θεός εκείνος τον οποίον σέβεσαι; Εάν αυτός είχε την δύναμιν να σώση τους εις αυτόν πιστεύοντας, ως συ πλανώμενος πιστεύεις, ασφαλώς θα ήθελε σώσει και σε τώρα από την παρούσαν ανάγκην σου». Ο δε Αντώνιος απεκρίθη· «Γνώριζε, βασιλεύ, ότι ουδέν είναι αδύνατον δια τον Θεόν μου, αλλά δια των βασάνων τούτων θέλει να με αποπλύνη από των πολλών μου αμαρτιών, τας οποίας εν αγνοία μου διέπραξα κατά τον μοχθηρόν τούτον βίον, με το να προσφέρω λατρείαν εις είδωλα κωφά και αναίσθητα και ούτω δια της υπομονής και της καρτερίας μου να μοι αποδώση τον στέφανον καταξιών με της μερίδος των σωζομένων. Διότι αυτός είναι μόνος Θεός ζων, αληθής, ισχυρός, εξουσιαστής, δημιουργός των όλων και σωτήρ πάντων των επικαλουμένων Αυτόν. Οι δε ιδικοί σου θεοί είναι κωφά και αναίσθητα βδελύγματα, καταφύγια ακαθάρτων δαιμονίων, μελλόντων να παραδοθώσιν εις το αιώνιον πυρ ομού μετά των σεβομένων αυτά, προς τα οποία όμοιοι θέλουν γίνει οι κατασκευάζοντες αυτά και οι εις ταύτα εμπιστευόμενοι». Τότε ο βασιλεύς, πλήρης οργής, είπε· «Λοιπόν, επειδή ούτος νομίζει ευδαίμονα και λίαν ποθητά τα υπό του δήθεν Αποστόλου του Εσταυρωμένου λεγόμενα, προστάσσω να αποκοπή και η αριστερά αυτού χειρ, και οι δύο πόδες του. και θα ίδωμεν αν έλθη, ίνα βοηθήση αυτόν ο Θεός αυτού». Αν και όμως εγένοντο τα προσταχθέντα μετά μεγίστης ταχύτητος, εν τούτοις ο Άγιος διετήρει την αυτήν υπομονήν, συμπεριφερόμενος ως να έπασχε δι’ αλλοτρίου σώματος. Άγγελος δε Κυρίου εμφανισθείς εις αυτόν, τον ενεθάρρυνε παροτρύνων αυτόν θερμώς να υπομείνη ολίγον ακόμη. Ο δε μακάριος Αντώνιος πληρωθείς χαράς προσηύχετο λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ, διότι κατηξιώθην να πάσχω ταύτα υπέρ του αγίου ονόματός Σου και διότι έδειξας τα ελέη σου εις εμέ τον ανάξιον, αποστείλας τον Άγγελόν Σου ίνα με ενισχύση, παρασχών εις εμέ τον ανάξιον την δύναμιν και την ευψυχίαν να καταλύσω τελείως, Δέσποτα, το θράσος και τας τέχνας τούτου του παρανόμου. Διότι έχω την πεποίθησιν, ότι δεν παραλείπεις βοηθών και αντιλαμβανόμενος τους εν παντί τόπω προς Σε πιστεύοντας». Ταύτα αφού ήκουσεν ο βασιλεύς, καταληφθείς υπό θυμού μέχρι μανίας, είπεν· «Εγώ πολύ συντόμως θέλω εξαφανίσει την ανάμνησίν σου από της γης, ίνα μάθωσι πάντες, ότι εις άνθρωπον θνητόν έχεις τας ελπίδας σου και ουχί εις Θεόν». Ο δε μακάριος Αντώνιος απεκρίθη· «Θέλεις να αντιληφθής ιδίοις όμμασιν, αναιδέστατε και ακάθαρτε κύον, ότι τα πάντα είναι δυνατά εις τον Θεόν μου; Ιδού, βλέπε». Ενώ δε πάντες έστρεψαν τα βλέμματα προς αυτόν, αναβλέψας ούτος προς τον ουρανόν είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, πάταξον δια της ρομφαίας Σου τους αντιτασσομένους εις την δύναμίν Σου, όπως και δια της πείρας πεισθώσιν οι απειθείς ούτοι τα της μεγαλωσύνης Σου και της Βασιλείας Σου». Ευθύς δε ως είπε ταύτα, κρότος μέγας ηκούσθη και βροντή φοβερά, πυρ δε έπεσεν εξ ουρανού επί του παλατίου και κατέκαυσε την γυναίκα και τους δύο υιούς αυτού. Τότε φόβος μέγας κατέλαβεν άπαντας τους εν τη πόλει, πολλοί δε ένεκα του σημείου τούτου επίστευσαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Και αυτός ακόμη ο βασιλεύς, φοβηθείς σφόδρα, έφυγεν εκ του παλατίου αυτού. Μη εννοήσας δε ο άθλιος την δύναμιν του Χριστού, διότι είχεν εσκοτισμένον τον νουν εκ της μέθης του διαβόλου, προσέταξε να φέρουν συρόμενον ενώπιόν του τον θείον Αντώνιον. Ως δε ωδηγήθη ο Άγιος προ αυτού, είπεν ο βασιλεύς προς τους παρευρισκομένους· «Είδετε πως αι μαγείαι του παμπονήρου τούτου και αυτά τα νέφη προσήγγισαν»; Είπε τότε ο Άγιος Αντώνιος· «Τα νέφη την προσταγήν του Δεσπότου αυτών εξετέλεσαν». Ο βασιλεύς ηρώτησε· «Λοιπόν και επί των νεφών συ κυριαρχείς»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Όχι εγώ, αλλά ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού του Ζώντος». Αποπειραθείς δε εν τη οργή του ο τύραννος να αρπάση τον μακάριον, ίνα τον κατασπαράξη, εστάθη ανίκανος να πράξη τούτο, διότι αμέσως αι χείρες του παρέλυσαν. Εν απορία δε ευρισκόμενος, έδωσε προσταγήν να ρίψουν τον Άγιον συρόμενον έξω της πόλεως και ούτω να αποκεφαλισθή. Ο δε γενναίος Αντώνιος, μέλλων να απομακρυνθή του προσκαίρου τούτου βίου, προσηύχετο μετά δακρύων, λέγων· «Κύριε ο Θεός των δούλων Σου Ιάσονος και Σωσιπάτρου, δέξου εν ειρήνη το πνεύμα μου και ανάπαυσόν με εν σκηναίς των Δικαίων Σου». Αμέσως τότε ήλθε προς αυτόν φωνή εξ ουρανού λέγουσα· «Χαίρε Αντώνιε Αθλητά, καλώς ηγωνίσθης· μακάριος είσαι μεταξύ των ανθρώπων. Ελθέ λοιπόν, ίνα αναπαυθής εις την ητοιμασμένην σοι δόξαν και Βασιλείαν». Ενώ δε ο Άγιος έψαλλε το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος. Ανήρ δε τις, ευλαβής, Θεοδόσιος ονομαζόμενος, πρεσβύτης κατά την ηλικίαν, κρυπτόμενος δια τον φόβον του τυράννου, όστις παρετήρει προσεκτικώς τα συμβαίνοντα και έγραφε ταύτα, ήρπασε μεθ’ ετέρων αδελφών, δια νυκτός, το τίμιον Λείψανον του Αγίου και μετά της πρεπούσης τιμής έκρυψεν αυτό υπό την γην, εις το μέσον του Ναού του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Μετά δύο ημέρας επρόσταξεν ο βασιλεύς να παρουσιασθούν ενώπιόν του οι θείοι Απόσολοι Ιάσων και Σωσίπατρος. Ως δε ούτοι προσήλθον, είπε προς αυτούς· «Μη νομίσητε, ότι και η τωρινή δίκη θα είναι ομοία της προηγουμένης. Διότι ο γλυκύς τρόπος της ομιλίας μου ώξυνεν εις θρασύτητα την ανοησίαν σας, ώστε να γίνετε αίτιοι πολλών κακών και μεγάλης ταραχής εις την πόλιν. Προτού λοιπόν δοκιμάσετε τας σκληράς τιμωρίας, αίτινες εμπρέπουσιν εις την θρασύτητά σας ταύτην, προσπαθήσατε με πάντα τρόπον να εγκαταλείψετε την καινήν ταύτην και ματαίαν θρησκείαν και να παραδεχθήτε τους λόγους μου». Τότε οι Άγιοι απεκρίθησαν· «Ημείς, ω βασιλεύ, δεν δυνάμεθα να εγκαταλείψωμεν την αληθή Πίστιν, την οποίαν εδιδάχθημεν υπό των Αγίων Αποστόλων του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και απομακρυνόμενοι εκ του φωτός να καταφύγωμεν εις το σκότος. Ένα Θεόν εγνωρίσαμεν, εις τρεις υποστάσεις υπάρχοντα και εις Αυτόν μόνον προσφέρομεν την αληθή προσκύνησιν, τον σεβασμόν και την ευχαριστίαν. Υπέρ λοιπόν ταύτης της Πίστεως, ήτοι της εις Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, της Μιάς και συμφυούς Θεότητος, απείλει, τιμώρει, σφάττε και πράξον ό,τι θέλεις. Διότι, ως είπεν ο διδάσκαλός μας, το να ζώμεν κατά Χριστόν και υπέρ Αυτού να αποθάνωμεν κέρδος και δόξα είναι δι’ ημάς». Ταύτα ο βασιλεύς ακούσας είπε προς τους Αγίους· «Ηκούσατε οποίας τιμωρίας υπέστη και εις οποίον θάνατον παρεδόθη προ δύο ημερών ο Αντώνιος ο δεσμοφύλαξ παρ’ υμών εξαπατηθείς»; Εις τους λόγους τούτους του βασιλέως απεκρίθησαν οι Άγιοι· «Ηκούσαμεν, ω βασιλεύ, και εδοξάσαμεν την δύναμιν του Χριστού, διότι δια της πίστεως και της υπομονής του κατενίκησε την μεγάλην και απάνθρωπον σκληρότητά σου, ως και την κακότροπον γνώμην σου και απήλαυσε τον στέφανον της αφθαρσίας, τον δωρηθέντα παρά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Λέγει ο βασιλεύς· «Ορθώς δεν είπον, ότι η γλυκύτης των λόγων μου παρασύρει υμάς εις θρασύτητα; Θυσιάσατε λοιπόν εις τους θεούς, διότι θέλω σας εξαφανίσει αμέσως δια σκληρών βασάνων. Σεις, εμπιστευόμενοι εις τας μαγείας σας, δια των οποίων πολλούς εξηπατήσατε, νομίζετε ότι θέλετε κατανικήσει και εμέ. Όμως δεν θα το κατορθώσετε. Διότι υπάρχουν εδώ και άλλοι ως σεις μάγοι, οίτινες δια της δυνάμεως των θεών κάμνουσι μεγαλύτερα σημεία από εκείνα, τα οποία δύνασθε σεις να πράξετε». Ηρώτησε τότε ο θείος Ιάσων· «Δυνάμεθα να ίδωμεν τούτους»; Απεκρίθη ο βασιλεύς· «Βεβαιότατα». Λέγει τότε ο Άγιος· «Ας έλθουν λοιπόν, ω βασιλεύ, οι κατά σε τελούντες σημεία δια της δυνάμεως των θεών σου». Ο βασιλεύς τότε, πληρωθείς χαράς, είπε· «Αληθώς· με την δύναμιν των θεών καλώς είπες. Ας γίνη τούτο». Είπε δε ταύτα ο ανόητος, διότι ενόμιζεν, ότι δια μαγικών ενεργειών θέλει δυνηθή να κατανικήση την εις τους Αγίους ενοικούσαν θείαν Χάριν. Διέταξε λοιπόν και έφεραν τον μάγον εκείνον, όστις εις μίαν ώραν έσπειρεν, εθέρισε και κατά φαντασίαν κατεσκεύασεν άρτον. Ο δε του Χριστού Απόστολος ηρώτησε· «Ούτος είναι ο δια της δυνάμεως των θεών σου ενεργών τα παράδοξα»; Απεκρίθη ο βασιλεύς· «Ναι, αυτός είναι». Ο δε Άγιος προσέθεσεν· «Αληθώς επλησίασεν η ημέρα της απωλείας αυτού, ίνα μετ’ αυτού εξαφανισθώσι τα εκ δαιμονικής ενεργείας τεχνάσματα, τα οποία συνήθιζε να κάμνη προς απάτην και απώλειαν των αστηρίκτων ψυχών». Ο δε βασιλεύς, νομίζων, ότι δι’ απορίαν λέγει ταύτα ο Άγιος, εμειδία και ενεθάρρυνε τον απατεώνα δια προτρεπτικών λόγων. Ευθύς λοιπόν ως εστάθη εις τον τόπον εκείνον ο του ψεύδους εργάτης, απήγγειλε δι’ αρμονικής φωνής παραδόξους τινάς λόγους, αμέσως δε μετά τούτο τα άλογα ζώα ήρχισαν να σκιρτούν. Αλλά και τα φυτά και οι λίθοι εκινούντο και εφαίνετο εις τους απατηθέντας, ότι όλα εχόρευον και ετυμπάνιζον. Εξεπλήσσοντο λοιπόν πάντες οι παρατηρούντες αυτά και εθαύμαζον. Ο δε μακάριος Ιάσων, εγγίσας τον μάγον, είπε· «Τι σκέπτεσαι, κάκιστε; Έκαμες όλας τας λαοπλάνους και ψευδείς σου θαυματοποιϊας ή έχεις κατά νουν και άλλας ακόμη χειροτέρας τούτων να επιδείξης»; Απεκρίθη ο μάγος· «Εάν και εις σας είναι δυνατόν να πράξητε παράδοξον τι δι’ έργου, αποδείξατε τούτο εις τον βασιλέα και πληροφορήσατε άπαντας τους παρόντας, ότι τα ιδικά σας έργα είναι μεγαλύτερα από αυτά. Διότι όπως είπατε και σεις, προτιμοτέρα είναι η πράξις από τους λόγους». Λέγει ο θείος Ιάσων· «Επειδή λοιπόν το έργον είναι προτιμότερον του λόγου, θέλεις δεχθή πραγματικήν τιμωρίαν, την οποίαν ούτε η λήθη θέλει δυνηθή να καλύψη ούτε ο χρόνος να αμαυρώση». Εκτείνας δε προς αυτόν τας χείρας, είπε· «Είθε να σε αφανίση ο Κύριος, απομακρύνων σε από του σώματός σου, καθώς και την ύπαρξίν σου εκ της γης των ζώντων». Ευθύς δε με τον λόγον ο μάγος εξεψύχησεν. Ίστατο δε νεκρός επί πολύ, ως λίθινος ανδριάς, παρά πάντων ορώμενος, συνενεκρώθησαν δε μετ’ αυτού και εξηφανίσθησαν πάντα τα της απάτης αυτού τεχνάσματα. Κατεσίγησε τότε η βοή του πλήθους και πάντα τα ορώμενα ως χορεύοντα έπαυσαν να κινούνται. Τούτο το παράδοξον θαύμα ιδόντες οι περιεστώτες, εν μια φωνή εβόησαν· «Μέγας ο Θεός των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου· αληθώς μόνος ούτος είναι Θεός αληθινός, ο πράγματι ποιών θαυμάσια». Ο δε βασιλεύς, εξαγριωθείς και εν πλήρει αναισθησία ευρισκόμενος, διέταξε να κλεισθώσιν εις την φυλακήν οι Άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος, διότι δεν ετόλμησε να τιμωρήση τούτους ιδιαιτέρως φοβούμενος τον Άγιον Ιάσονα μήπως, βασανιζόμενος, θαυματουργήση και μεταστρέψη ούτω την πόλιν άπασαν από της ειδωλολατρίας εις τον Χριστιανισμόν. Τον Σατορνίνον δε και τους μετ’ αυτού διέταξε να προσαγάγουν προς ανάκρισιν. Αλλ’ ο έπαρχος Καρπιανός, επεμβάς, είπε· «Δεν είναι δίκαιον, βασιλεύ, παρά τοιούτων οικτρών ανθρώπων, μάλιστα στασιαστών, να παρενοχλήται η εξουσία σου. Ουδέ είναι ούτοι άξιοι να ανακρίνωνται παρά βασιλικών δικαστηρίων. Αλλ’ εάν προστάσση η υμετέρα θειότης, εγώ θέλω τιμωρήσει τους αλιτηρίους τούτους». Η γνώμη αύτη ήρεσεν εις τον βασιλέα· όθεν διέταξε να γίνη ό,τι ο έπαρχος εζήτησε. Τότε ο Σατορνίνος συνεβούλευε και ενεθάρρυνε τους εν τη συνοδεία αυτού, λέγων· «Ας σπεύσωμεν, αδελφοί, ίνα τον προκείμενον εις ημάς αγώνα μετά προθυμίας φέρωμεν εις πέρας. Διότι ο Χριστός, ο αιώνιος Βασιλεύς, καλεί ημάς εις τον Νυμφώνα Του. Ουδείς λοιπόν εξ υμών ας μη παραμείνη εξ αιτίας ραθυμίας εις την στρωμνήν του». Εγερθέντες τότε προσέσεσον γονυπετείς εις τους πόδας των Αγίων Αποστόλων και τους παρεκάλουν να προσευχηθώσιν υπέρ αυτών. Διότι επληροφορήθησαν, ότι την επαύριον θέλουσι παρουσιασθή δι’ εξέτασιν. Κλίναντες τότε οι Άγιοι τα γόνατα και προσευχηθέντες, αφού είπον το «Αμήν», εκάθισαν. Καθ’ όλην δε την νύκτα ωμίλουν προς τούτους δια την μεγαλοπρέπειαν του Θεού. Ευθύς δε ως εξημέρωσεν, απέστειλεν ο έπαρχος Καρπιανός στρατιώτας τινάς εις την φυλακήν του δικαστηρίου, οίτινες ευθύς ως ήλθον, περιέβαλον τους τραχήλους των Αγίων δι’ αλύσεων και τους έσυραν δια μέσου της πόλεως, ουχί ως ληστάς, διότι τούτο το παρέβλεψαν, αλλ’ ως Χριστιανούς και υβριστάς των θεών, όπερ οι άφρονες εθεώρησαν βαρύτατον έγκλημα. Αφού λοιπόν προσήχθησαν οι μακάριοι ενώπιον του επάρχου, ήρχισεν εκείνος την εξέτασιν υποβάλλων αυτούς εις διαφόρους ερωτήσεις και τιμωρίας. Κατά την ώραν εκείνην η θυγάτηρ του βασιλέως Κερκύρα, παρθένος ούσα, περίπου δεκαπενταετής, κύψασα εκ των άνω θυρίδων των ανακτόρων και ιδούσα τους Αγίους δεδεμένους, ηθέλησε να πληροφορηθή τίνες ήσαν ούτοι και δια τίνα λόγον είναι περιδεδεμένοι δι’ αλύσεων. Μαθούσα δε παρά των θεραπαινίδων της ακολουθίας της, ότι είναι Χριστιανοί και ότι υπομένουσι ταύτα δια το όνομα του Χριστού, δια μεγάλης φωνής ανεβόησε· «Χριστιανή είμαι και εγώ και από της στιγμής ταύτης απαρνούμαι την θρησκείαν των ειδώλων και νυμφεύομαι μετά του Χριστού». Ευθύς δε, τρέξασα προς τον πατέρα της, είπε προς αυτόν· «Σου κάμνω γνωστόν, ω βασιλεύ, ότι δεν λατρεύω πλέον τους θεούς σου ουδέ προς τας ειδωλολατρικάς δοξασίας δίδω πλέον προσοχήν. Διότι είμαι κόρη του Χριστού και Αυτόν μόνον αναγνωρίζω ως Θεόν αληθινόν και Σωτήρα. Λοιπόν πράξε ό,τι θέλεις». Θαμβωθείς τότε ο βασιλεύς εκ της απροσδοκήτου ταύτης ομολογίας και μεταστροφής της κόρης, παρέμεινεν επί πολύ άλαλος προσβλέπων μόνον προς αυτήν. Ευθύς δε ως συνήλθεν εζήτει να πληροφορηθή την αιτίαν του πράγματος. Όθεν ηρώτησε την κόρην· «Μήπως και συ επίστευσες εις την διδασκαλίαν των μάγων εκείνων Ιάσονος και Σωσιπάτρου»; Η δε Κερκύρα απεκρίθη· «Ο Θεός των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου, τον οποίον ούτοι κηρύττουσιν εις την πόλιν ταύτην, αυτός εθώπευσε τους οφθαλμούς της καρδίας μου και με εφώτισεν, υποδείξας μοι την οδόν της αληθείας». Έκπληκτος τότε ο βασιλεύς λέγει προς αυτήν· «Και συ λοιπόν, τέκνον, προτιμάς να αποθάνης υπέρ ανθρώπου Εσταυρωμένου, όστις δεν ηδυνήθη να βοηθήση τον εαυτόν Του»; Αλλ’ η παρθένος Κερκύρα απεκρίθη· «Οι υπέρ Χριστού αποθνήσκοντες, ω βασιλεύ, είναι μακάριοι· διότι ζώσιν εις τους αιώνας και μετ’ Αυτού βασιλεύουσιν εις την αϊδιον Βασιλείαν. Διότι Αυτός είναι η ζωή η αιώνιος και το φως το αληθινόν. Ένεκα τούτου και εγώ δεν παραιτούμαι από του να υποστώ οίαν δήποτε τιμωρίαν ή ακόμη και να αποθάνω υπέρ του ονόματος Αυτού». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς παρά της θυγατρός του λεγόμενα, εσκοτίσθη τον νουν και ηλλοιώθη το πρόσωπον αυτού. Ελυπείτο λοιπόν σφόδρα και ωργίζετο. Ωργίζετο μεν ως περιφρονηθείς, ελυπείτο δε ως ελθών εις αμηχανίαν. Διασπασθείς λοιπόν κατά την ψυχήν, προσεκάλεσε τον έπαρχον Καρπιανόν και συνεσκέφθη μετ’ αυτού δια τα περί την κόρην συμβάντα. Ο δε Καρπιανός είπε· «Παραχώρησον ολίγον χρόνον, βασιλεύ, εις την μαινομένην, ίνα παραδιδομένη εις ανάπαυσιν μεταβληθή προς το καλλίτερον». Η δε βασιλόπαις τον δοθέντα προς αυτήν καιρόν δι’ ανάπαυσιν διέθεσεν εις καλήν πράξιν. Διότι απεκδυθείσα τον πολύτιμον στολισμόν, τον οποίον έφερεν, ήτοι τους επί του μετώπου πολυτίμους λίθους και μαργαρίτας, τα πολυτελή ενώτια, τα περιδέραια, τους δακτυλίους και το χρυσοκέντητον ένδυμα, ως και όλα τα άλλα, διένειμε ταύτα κρυφίως εις τους πτωχούς και γενναίως κατηύθυνεν εαυτήν προς τον δρόμον της αθλήσεως. Τούτο μαθών ο θεόμαχος πατήρ της και βρυχηθείς ως λέων, παρέδωκεν αυτήν εις τον έπαρχον, ορκίσας αυτόν ενώπιον των θεών να επιβάλη εις ταύτην δεινάς τιμωρίας, εάν δεν ήθελε να μεταπεισθή. Τότε ο έπαρχος τον μεν Σατορνίνον και τους μετ’ αυτού διέταξε να επαναφέρουν εις την φυλακήν. Παραλαβών δε εκ των χειρών του πατρός αυτής την αγίαν Κερκύραν, την ωδήγησεν εις τι χωρίον έξω της πόλεως, κείμενον επί χαμηλού γηλόφου. Τότε συνηθροίσθη εκεί πλήθος πολύ ώστε επλημμύρισεν εξ ανθρώπων ολόκληρον το χωρίον και εθρήνουν πάντες, άνδρες τε και γυναίκες, δια την κόρην. Διότι ήτο πράγματι άξιον θρήνων και συμπαθείας το θέαμα. Κόρη ωραιοτάτη, παρθένος αγνή, συγχρόνως δε εις το άνθος της ηλικίας της και θυγάτηρ βασιλέως, να σύρεται βιαίως υπό στρατιωτών, των μεν προπορευομένων, των δε ακολουθούντων και βιαζόντων αυτήν να βαδίζη ταχέως με τρόπον βάναυσον. Κατά πρώτον λοιπόν ο έπαρχος δια θωπευτικών λόγων προσεπάθει να καταστείλη το αήττητον θάρρος της Μάρτυρος. Όμως ουδέν επετύγχανεν. Ήρχισε λοιπόν να εκτελή την προσταγήν του βασιλέως. Τοσούτον δε κατέκοψεν αυτήν και τοσαύτα τραύματα της επροξένησεν, ώστε, εκ της του αίματος ροής, ενόμιζον οι ορώντες, ότι το τυπτόμενον δεν είναι σώμα ανθρώπινον αλλά σφάγιον εξ ου είχεν εκδαρή το δέρμα. Ιδούσα η Αγία εαυτήν ούτω περιτετυλιγμένην δια του ιδίου αυτής αίματος, εβόησε δια φωνής λεπτοτάτης· «Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, διότι με κατηξίωσας σήμερον να λάβω το δια του αίματος Βάπτισμα. Ενίσχυσόν με λοιπόν, ίνα περατώσω τον δρόμον μου». Ο δε άρχων επέμεινε, λέγων προς την Μάρτυρα· «Εγκατάλειψον τας μωράς ταύτας και ματαίας κενολογίας και πρόσελθε ίνα θυσιάσης προς τους θεούς. Ελθέ δε εις γάμον μετ’ ανδρός και γενού κληρονόμος της βασιλείας του πατρός σου και μη εξαπατάσαι από τας διδασκαλίας των Χριστιανών, προξενούσα ούτω λύπην εις τον πατέρα σου και εντροπήν εις ολόκληρον το γένος σου. Μη θελήσης συ, τόσον ωραία νέα, να υποστής τον θάνατον των κακούργων». Αλλ’ η Αγία παρθένος απήντησε μετά θάρρους· «Εγώ, ω δικαστά, έχουσα εν ουρανοίς Νυμφίον αθάνατον, τον αιώνιον Βασιλέα, δεν δέχομαι ούτε θεούς νεκρούς πλέον να λατρεύσω, ούτε μετά φθαρτού ανδρός να συνοικήσω. Της δε προσκαίρου βασιλείας την δόξαν ουδόλως επιζητώ· οπλίσθητι λοιπόν, κατασκεύασον τον τροχόν, άναψον το πυρ, ετοίμασον τον σίδηρον, άνοιξον τον λάκκον, συμφωνούντος μετά σου και του πατρός μου. Εγώ, καθώς βλέπεις, και γυνή και μόνη και γυμνή και ξένη του κόσμου τούτου είμαι, εν μόνον όπλον κατέχουσα, τον Χριστόν μου και Θεόν, το οποίον ούτε δια των πληγών θραύεται, ούτε δια του σιδήρου τεμαχίζεται, ούτε δια του πυρός κατακαίεται». Ταύτα ακούσας ο ασεβής έπαρχος και εννοήσας, ότι δεν δύναται να μεταβάλη την γνώμην της κόρης, έκλεισεν αυτήν εις την φυλακήν και μεταβάς ταχέως προς τον βασιλέα είπε προς αυτόν· «Ας γνωρίζη η θειότης σου, ω βασιλεύ, ότι εις βαρείαν πλάνην περιέπεσεν η θυγάτηρ σου. Διότι ευκολώτερον είναι να απαλύνη κανείς σίδηρον, παρά να μεταβάλη την γνώμην εκείνης». Επί τω ακούσματι τούτω εθυμώθη σφόδρα ο βασιλεύς και ευθύς διέταξε τον έπαρχον να αποστείλη εις την φυλακήν αιθίοπα τινά, φοβερώτατον κατά την μορφήν, ευμεγέθη και περιβόητον δια τας ασωτίας του, ίνα διαφθείρη την Αγίαν παρθένον. Προνοία τότε του Πανσόφου Θεού άρκτος, άγνωστον πόθεν ελθούσα, εστάθη εις την είσοδον της φυλακής ως ασφαλής φρουρός της παρθενίας της. Ο δε αιθίοψ ευθύς ως απεστάλη έτρεχε χαίρων προς την φυλακήν· αλλά προτού εγγίση την θύραν, επετέθη κατ’ αυτού η άρκτος μετά φοβερού βρυχηθμού, και ρίψασα αυτόν κατά γης ήρχισε να τον κατασπαράττη κατατρώγουσα αυτόν δια των οδόντων της. Τότε η του Θεού παις Κερκύρα προστρέξασα είπε προς την άρκτον, ως εις χειραγωγούμενον αρνίον· «Σε ορκίζω εις την δύναμιν του Χριστού, άφες αυτόν ίνα ακούση τους λόγους μου». Τότε η άρκτος, ως εντραπείσα, άφησε τον άνθρωπον και απελθούσα εξηπλώθη επί της φωλεάς της. Ηρώτησε τότε η Αγία τον αιθίοπα· «Δια ποίον σκοπόν ήλθες εδώ»; Εκείνος απεκρίθη· «Ο έπαρχος Καρπιανός με απέστειλεν». Είπε πάλιν η Μάρτυς προς αυτόν· «Ιδού, το άλογον θηρίον, ευθύς ως ήκουσε το όνομα του Χριστού, ηυλαβήθη· και συ, λογικής φύσεως ων, εις τοιαύτας ασωτίας διάγεις, ω άθλιε»; Κατατρομάξας τότε ο αιθίοψ προσέπεσεν εις τους πόδας της παρθένου και είπε· «Σε παρακαλώ, πρόσταξόν με να εξέλθω εντεύθεν αβλαβής και πιστεύω εις τον Θεόν σου». Η δε Μάρτυς είπε· «Μη φοβού το θηρίον, αλλά την αμαρτίαν. Διότι το θηρίον τρώγει τας σάρκας τας δια του θανάτου διαλυομένας, η δε αμαρτία την αθάνατον ψυχήν καταστρέφει, αιωνίως ταύτην κολάζουσαν». Εζήτησε τότε ο αιθίοψ να του δοθή σημείον της Πίστεως και να απομακρυνθή. Η δε Αγία, λαβούσα ξύλον, κατεσκεύασεν αμέσως Σταυρόν και παρέδωσε τούτον εις τον αιθίοπα ειπούσα· «Τούτο είναι το σημείον της Πίστεως· πίστευε εις τον Χριστόν και θέλεις σωθή». Αφού δε ωνόμασε τούτον Χριστόδουλον, προσέταξε να απέλθη. Εκείνος δε ηρώτησε την Αγίαν· «Σε παρακαλώ, δέσποινα και κυρία, δίδαξόν με τι να αποκρίνωμαι εις τους ερωτώντας με». Απεκρίθη η Αγία· «Ουδέν έτερον να αποκρίνεσαι, ή τούτο μόνον. Τον Χριστόν ζητώ, Αυτόν ποθώ και Αυτόν προσκυνώ». Λαβών λοιπόν ο Χριστόδουλος την τελειότητα της Πίστεως, έφυγεν εκείθεν. Κρατών δε τον Σταυρόν, διήρχετο δια μέσου της πόλεως, κηρύττων μετά παρρησίας τα θαυμάσια του Χριστού και κραυγάζων· «Τον Χριστόν ζητώ, Αυτόν ποθώ και Αυτόν προσκυνώ». Ερωτώμενος δε παρά πολλών τι σημαίνουσι ταύτα, ουδέν άλλο έλεγεν, ει μη μόνον τον λόγον τον οποίον έμαθε παρά της Αγίας παρθένου. Κατά δε την επομένην, ανεγερθέντος βήματος προ της πύλης της πόλεως, εκάθισεν επ’ αυτού ο έπαρχος, ίνα ανακρίνη. Προσέταξε λοιπόν να φέρουν ενώπιόν του αμέσως τον αιθίοπα, όστις πάραυτα ωδηγήθη κρατών τον Σταυρόν. Παρατηρήσας τότε τούτον ο έπαρχος αγρίως και μετά φθόνου, είπε· «Σκοτεινόμορφε και δυσειδέστερε παντός ζώου, τέρας φρικτόν και πρόσωπον ελεεινόν και μιαρώτατον, δεν είχες τίποτε άλλο να πράξης, παρά να συναρπαγής από την πλάνην της κατηραμένης εκείνης κόρης»; Αλλ’ ο Χριστόδουλος, υψώσας τον Σταυρόν δια της δεξιάς του χειρός, είπε· «Χριστόν ζητώ, Χριστόν ποθώ και Αυτόν προσκυνώ». Ο άρχων τότε διέταξε να απλωθή αμέσως επί ξύλου και να κτυπηθή εις το μέσον της κεφαλής. Ευθύς δε εξετελέσθη η προσταγή του. Κτυπηθείς δε ο μακάριος και διογκωθείσης της κεφαλής του μέχρι των οφθαλμών, εβόησε δια φωνής μεγάλης· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ. Ιδού, εν τω αίματί σου βαπτίζομαι· δέχθητι εν ειρήνη την ψυχήν μου». Αμέσως δε ετελειώθη. Ο δε άρχων, λαβών πέλεκυν, διεχώρισε δια τούτου αυτόν εις το μέσον και έρριψεν αυτόν έξω της πόλεως ίνα καταφαγωθή υπό των κυνών. Ταύτα αφού έπραξεν ο μυσαρός έπαρχος, ηγέρθη και μετά της συνήθους τάξεως μετέβαινεν εις την φυλακήν, όπου ευρίσκετο η Αγία Κερκύρα, η αμνάς του Χριστού. Ως δε έφθασεν εις το προαύλιον, ημποδίζετο να προχωρήση υπό της άρκτου. Διότι, εκπηδήσασα αύτη εκ των έσω, κατεδίωκεν αυτόν και τους συν αυτώ, μετ’ επιεικείας. Ευθύς τότε ελθών εις τον βασιλέα ανήγγειλε προς αυτόν τα γενόμενα. Τότε ο βασιλεύς έδωσεν εις αυτόν εξουσίαν να φονεύση την παρθένον, δι’ οίας ποινής θα έκρινε· όθεν εκείνος προσέταξε το πλήθος να μεταφέρωσι ξύλα πολλά και να κατακαύσωσι την Αγίαν μετά του θηρίου και της φρουράς. Τούτου δε γενομένου ταχέως και ενώ το πυρ υψούτο μετά θορύβου, το μεν θηρίον, υπό της προνοίας του Θεού διαφυγόν, επέστρεψεν εις τον τόπον του, η δε Αγία παρθένος, αν και εν τω μέσω της φοβεράς εκείνης πυράς ευρίσκετο, όμως εφυλάττετο αβλαβής υπό της θείας Χάριτος προσευχομένη και ευλογούσα τον Κύριον. Διότι θείος Άγγελος, σταλείς υπό του Θεού, μετέβαλε το πυρ και τας φλόγας εις δροσεράν πνοήν ανέμου σωτήριον, ως άλλοτε εν Βαβυλώνι δια τους Αγίους Τρεις Παίδας εγένετο. Μετά δε τρεις ημέρας, ότε μετά των ξύλων εσβέσθη το πυρ, ήλθεν ο βασιλεύς περίλυπος εις την φυλακήν και, συαθείς μακράν, έλεγε προς τους στρατιώτας· «Εισέλθετε και ερευνήσατε μήπως ανεύρετε Λείψανόν τι της ταλαιπώρου εκείνης, αν δε τυχόν ανεύρετε, θάψατε αυτό διότι είναι θυγάτηρ βασιλέως». Εισελθόντες δε οι στρατιώται είδον την Μάρτυρα του Χριστού καθημένην και εκτείνουσαν τας χείρας αυτής προς τον ουρανόν, ενώ Άγγελος Κυρίου φωταυγής περιέσκεπε ταύτην δια των πτερύγων του. Φοβηθέντες τότε έσπευσαν προς τον βασιλέα και ανήγγειλαν το παράδοξον θαύμα. Ο δε βασιλεύς, εκπλαγείς, επέτρεψε να την καλέσου. Εξελθούσα δε η Αγία Μάρτυς εστάθη προ του βασιλέως με θαρραλέαν ψυχήν και φαιδρόν πρόσωπον. Ατενίσας τότε ούτος αυτήν και επί πολύ προσηλωθείς εις το περιανθούν την Μάρτυρα κάλλος, ηρώτησε· «Συ είσαι, τέκνον μου, Κερκύρα»; Η Μάρτυς απεκρίθη· «Ιδικόν σου τέκνον θα είμαι εγώ, εάν πιστεύσης εις τον Χριστόν». Αλλ’ ο εσκοτισμένος βασιλεύς λέγει προς αυτήν· «Ακόμη επιμένεις εις την απείθειάν σου και μετά την τοσαύτην των θεών ευεργεσίαν, αφού εκ του αδαμάστου πυρός δια της δυνάμεως των θεών εσώθης»; Η δε Αγία Μάρτυς, προσβλέψασα μετ’ οργής τον ασεβέστατον και παράνομον βασιλέα, είπε· «Τυφλέ, αναίσθητε, πεπωρωμένε και εστερημένε πάσης συνέσεως, δεν εντρέπεσαι να αποδίδης τα θαυμάσια και τα σημεία του Υψίστου Θεού εις τους ακαθάρτους δαίμονας; Οι θεοί σου ουδέ τους εαυτούς των δεν δύνανται να βοηθήσουν. Πως λοιπόν θα βοηθήσωσιν άλλους; Ας κλάψουν, ας λείψουν, ας εξαφανισθούν απ’ εμού οι θεοί σου, τα κωφά ταύτα και άψυχα ξόανα. Διότι βοηθός μου είναι ο Χριστός. Αυτός δε απέστειλε τον Άγγελόν Του και με έσωσεν εκ του πυρός. Πας δε ο πιστεύων εις Αυτόν, ουδέποτε θέλει καταισχυνθή». Εταράχθη τότε ο βασιλεύς και ηλλοιώθη το πρόσωπόν του. Προσκαλέσας δε τον έπαρχον, είπε προς αυτόν· «Παράλαβε ταύτην την αναίσχυντον και βλάσφημον και εξαφάνισον την ενθύμησίν της τάχιστα. Διότι εάν δεν στερήσης ταύτην αμέσως του βίου, θέλεις και συ γευθή πικρών βασάνων, επιπροσθέτως δε και η ζωή σου θέλει αφαιρεθή». Συλλαβών λοιπόν, εν τω άμα, την παρθένον ο έπαρχος, ωδήγησεν αυτήν έξω της πόλεως όπου κρεμάσας αυτήν με την κεφαλήν προς τα κάτω έθεσε κάτωθεν ταύτης πνιγηρούς καπνούς θείου. Κατόπιν, τοποθετήσας εκατέρωθεν τοξότας και λιθοβόλους, διέταξεν οι μεν να τοξεύωσιν, οι δε να λιθοβολούσι την Αγίαν. Ούτως η Αγία Μάρτυς Κερκύρα συνεπλήρωσε την μαρτυρίαν τής καλής ομολογίας. Ο δε προαναφερθείς πρεσβύτερος Θεοδόσιος, παραμείνας εις τον τόπον του Μαρτυρίου της Αγίας, ευθύς ως εγένετο νυξ και ανεχώρησαν πάντες, ανεσήκωσε το καρτερικόν και πολύαθλον σώμα και απέθεσε τούτο υποκάτω της γης πλησίον της πύλης της πόλεως. Ως επίσης και το του Χριστοδούλου, του αιθίοπος, όπερ ερευνήσας εύρε, διότι και τούτο είχε ριφθή εκεί και μέχρι τούδε διετηρείτο ακέραιον μη βλαβέν ούτε υπό των θηρίων ούτε υπό των ορνέων, κατέθεσε δε και τούτο εις τα δεξιά του τάφου της Αγίας Μάρτυρος Κερκύρας. Πολλοί δε των της πόλεως, κατά την νύκτα, έβλεπον εις τον τόπον εκείνον στήλην φωτός και ήκουον φωνήν υμνωδίας. Εθαύμαζον δε και έλεγον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αντιδοξάζει τους δοξάζοντας Αυτόν. Πάντα δε ταύτα τα συμβάντα ανήγγειλεν ο Θεοδόσιος και οι άλλοι αδελφοί εις τους Αγίους Ιάσονα και Σωσίπατρον παραμένοντας εις την φυλακήν. Διότι ουδείς εκ των πιστών ημποδίζετο παρ’ ουδενός να βλέπη τούτους. Κατόπιν ωδήγησαν έξω της πόλεως και τους περί τον Σατορνίνον, σκάψαντες δε λάκκον και στήσαντες λέβητας, έρριψαν εντός τούτων πίσσαν, έλαιον και κηρόν και αφού ήναψαν πυράν, έρριψαν εντός των λεβήτων τους Αγίους. Ούτω εν τω βρασμώ των λεβήτων ετελειούντο οι Άγιοι, δοξάζοντες και υμνούντες τον Θεόν. Ο δε μακάριος Σατορνίνος, ερχόμενος εις το Μαρτύριον, προσηύχετο λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο σώσας τον ληστήν, τον επί του Σταυρού Θεόν Σε ομολογήσαντα, σώσον και εμέ τον ανάξιον δούλον Σου και αποδεχόμενος την ομολογίαν μου της προ Σε Πίστεως, μνήσθητί μου εν τη Βασιλεία Σου». Ηκούσθη δε παρά πάντων φωνή άνωθεν λέγουσα· «Θάρρει και αγάλλου, Μάρτυς της αληθείας. Διότι εισηκούσθη η προσευχή σου. Δεύρο λοιπόν εις τους κόλπους του Αβραάμ μετά των φίλων σου και απολάμβανε του στεφάνου της αφθαρσίας». Ως δε η φωνή αύτη ηκούσθη, επίστευσε το πλείστον των πολιτών, πάντες δε ούτοι εβόων· «Ας ακούση ο βασιλεύς και πάντες οι μετ’ αυτού, όυι και ημείς Χριστιανοί είμεθα». Ταύτα ιδών ο Άγιος Σατορνίνος ηγάλλετο τω πνεύματι· προσηυχήθη δε και πάλιν ειπών· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε ο Θεός μου. Ευλογώ, υμνώ και δοξάζω το όνομά Σου το Άγιον. Διότι ετάχυνας, ίνα δείξης εις εμέ, τον ανάξιον δούλον Σου, τα θαυμάσιά Σου». Βασανισθείς δε και αυτός ικανώς εντός του λέβητος, ετελειώθη μετά των άλλων Αγίων. Γυνή δε τις εκ των ευγενών, ονόματι Ματρώνα, μετά του Θεοδοσίου του πρεσβυτέρου και πάντων των εις Χριστόν πιστευσάντων, συναθροίσαντες μετά θάρρους τα ιερά των Αγίων Μαρτύρων Λείψανα, απέθεσαν ταύτα μετά ψαλμών και ύμνων και λαμπράς τελετής εις τύμβον τινά έξω της πόλεως κείμενον, αφού κατασυνέτριψαν τα είδωλα του εν αυτώ ειδωλείου. Μαθόντες δε και ταύτα οι εν τη φυλακή εγκεκλεισμένοι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος, εδόξαζον τον Θεόν λέγοντες· «Όντως αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου» (Ψαλμ. οστ: 10). Ο δε βασιλεύς Κερκυλλίνος, ο θεομάχος και παράνομος τύραννος, ο δεύτερος ούτος Φαραώ και της εκείνου καταδίκης δικαίως καταστάς συμμέτοχος, ιδών ότι το πλείστον του λαού επίστευσαν εις τον Χριστόν, πληροφορηθείς δε και τα γενόμενα, ότι δηλαδή εις τον ναόν των θεών του κατέθεσαν τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων και ότι κατέστρεψαν τα παρ’ αυτού λατρευόμενα είδωλα, εδαιμονίσθη εξ οργής. Και πρώτον εσκέφθη να κατακαύση δια πυρός τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων και να διασκορπίση την τέφραν αυτών εις τους ανέμους, κατόπιν δε να καταστρέψη ολοσχερώς και πάντας τους πιστεύσαντας. Ταύτα μαθόντες οι εν τη φυλακή ευρισκόμενοι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος προσηυχήθησαν προς τον Θεόν, λέγοντες· ¨Συ, Κύριε, Δέσποτα πάντων, ο συντρίβων εχθρούς εν τη συνάμει Σου, ο διασκορπίζων επιβουλάς εθνών και συσκοτίζων λογισμούς λαών και αρχόντων παρανομούντων, έγειρον την χείρα Σου κατά της υπερηφανείας των ασεβών και μη επιτρέψης εις αυτούς να βλάψουν τον λαόν σου τούτον, τον οποίον προσεκάλεσας ίνα έλθη εις επίγνωσίν Σου. Αλλά λύτρωσον αυτόν εκ των χειρών των ανόμων, προσφέρων προς αυτόν εις μεν την γην την βοήθειάν Σου, εις δε την θάλασσαν οδόν ασφαλή, ίνα γνωρίσωσι πάντες, ότι Συ μόνος είσαι Θεός, εν ουρανώ και επί της γης, ποιών τα θαυμάσια, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα». Ευθύς δε ως ο βασιλεύς Κερκυλλίνος, μεθ’ όλης της συγκλήτου, ήλθον εις τον ναόν δια να κατακαύσουν τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων, ιδού εφάνη αίφνης φοβερώτατος δράκων και πάντες έτρεχον να σωθώσι δια της φυγής. Άπαντες δε οι πιστεύσαντες, φοβηθέντες εκ της απειλής του τυράννου, διεπέρασαν προς το παρακείμενον προς την πόλιν νησίδιον, όπου ανεγείραντες Ναόν, ύμνουν τον Θεόν, ευγνωμονούντες δια την παρ’ Αυτού σωτηρίαν και λύτρωσιν. Πληροφορηθείς δε τούτο ο αναίσθητος βασιλεύς, ουδόλως συνεταράχθη εκ του μεγέθους των λαβόντων χώραν θαυμασίων, αλλ’ αντετάχθη κατά της δικαίας κρίσεως του Χριστού και μη κατανοών την επικρεμαμένην δικαίαν κατ’ αυτού τιμωρίαν παρά του Δικαίου Κριτού, δι’ όσα, υπερηφάνως παρανομήσας, εν ασεβεία διέπραξεν, ώρμησε πλεύσας μετά πολλού στρατού κατά των πιστευσάντων. Ότε δε ευρίσκετο εν τω μέσω του πελάγους, ευθύς νέφη πυκνά ηγέρθησαν και σφοδρός άνεμος έπνεε, βρονταί δε και βοαί τρομακτικαί ηκούοντο. Ανεμοστρόβιλος δε σφοδρότατος εξερράγη και τα κύματα της θαλάσσης επέπιπτον μεθ’ ορμής επί των πλοίων, τρομακτικόν κίνδυνον απειλούντα. Τέλος, ω του θαύματος! Κατεποντίσθη ο ασεβής βασιλεύς μεθ’ όλου αυτού του στρατεύματος εις τον βυθόν της θαλάσσης, ως άλλοτε ο τύραννος Φαραώ, εκ τούτων δε πάντων ουδέ εις απέμεινεν. Τότε ο πιστός λαός, ιδόντες την καταστροφήν του παρανόμου βασιλέως και των στρατευμάτων αυτού, εν μια φωνή την επινίκιον ωδήν έψαλλον λέγοντες· «Άσωμεν τω Κυρίω ενδόξως γαρ δεδόξασται· ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν» (Εξ. ιε:1). Πάντες δε έχαιρον δια τα υπό του Θεού δωρηθέντα προς αυτούς αγαθά. Εξελθόντες τότε της φυλακής οι Άγιοι του Κυρίου Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος, εδίδασκον τον λόγον του Θεού μετά παρρησίας στηρίζοντες τους πιστεύοντας. Ηφάνισαν δε και τον φανέντα δράκοντα δια προσευχής των. Τότε αντί του Κερκυλλίνου ανήλθεν εις τον θρόνον ο Δατιανός, όστις, πληροφορηθείς τα παρά των Αγίων Μαρτύρων γενόμενα και την επακολουθήσασαν ανάκρισιν αυτών, διέταξε να προσαχθούν ούτοι ενώπιόν του. Τούτου δε γενομένου είπε προς αυτούς· «Είπατέ μοι, πόθεν ευρόντες τοιαύτην θρασύτητα και τόλμην τοιαύτα διδάσκετε και αποτολμάτε; Διότι παρά πολλών ακούω δια τα παρ’ υμών πραττόμενα, τα οποία ουδόλως ανέχομαι, επειδή είναι αντίθετα προς τους αρχαίους θεούς και ξένα προς την των θεών πρόνοιαν. Διότι δεν μοι φαίνεται καθόλου καλόν να παραβλέψω την πατρώαν ευδαιμονίαν και αντ’ αυτής να εισαγάγω νέας δοξασίας, αναγνωρίζων τον Εσταυρωμένον Θεόν». Λέγει τότε προς τον βασιλέα ο Άγιος Ιάσων· «Εάν είχες καθαρά τα της ψυχής σου αισθήματα, κατάλληλα να διακρίνουν το καλόν και το κακόν, θα σου απεδεικνύομεν τον Εσταυρωμένον τούτον Θεόν αληθώς υπάρχοντα και Θεόν και Δεσπότην του σύμπαντως, εκουσίως μεν παθόντα δια την ιδικήν μας σωτηρίαν, άφθαρτον δε απομείναντα λόγω της Θεότητος Αυτού». Ο βασιλεύς είπε πάλιν· «Πρέπον είναι να λατρεύετε και σεις τους υπό πάσης της οικουμένης αναγνωριζομένους και λατρευομένους θεούς, συμφώνως και προς εκείνα τα οποία παρέδωσαν εις ημάς οι θεολόγοι μας, Ορφεύς, Όμηρος, Ησίοδος, ως και οι άλλοι σοφοί. Εσχάτως δε φανέντα Θεόν και μάλιστα καταδικασθέντα και αποθανόντα και εις μνημείον κατατεθέντα, ούτε να προσκυνήτε, ούτε να σέβεσθε είναι πρέπον. Αφού λοιπόν εγκαταλείψετε τας ματαίας και αορίστους ταύτας φλυαρίας, πεισθήτε εις εμέ και θυσιάσατε εις τους θεούς. Εάν δε επιμείνετε να ομιλήτε ούτω, θέλετε με αναγκάσει να σας εξαφανίσω δια φρικτών βασάνων». Όμως οι Άγιοι δια γενναίου φρονήματος απήντησαν· «Εκείνο το οποίον πρόκειται να πράξης, πράξον το ταχύτερον· διότι ημείς δεν προσκυνούμεν νεκρά είδωλα, αλλά Χριστόν τον μονογενή Υιόν του Θεού, δι’ ου τα πάντα εγένοντο, συνεργούντος του Αγίου Πνεύματος, τον οποίον λατρεύομεν και προς τον οποίον προσφέρομεν την αληθινήν θυσίαν· τον Χριστόν, ενώπιον του οποίου παν γόνυ κάμπτεται, επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα εξομολογηθήσεται». Ο δε βασιλεύς είπε· «Δεν είναι ανάγκη να πολυλογή τις επ’ αυτών». Ευθύς τότε επρόσταξεν ο βασιλεύς να φέρωσι βυτίον σιδηρούν και εντός αυτού να ρίψωσι στυππείον, πίσσαν και κηρόν και να κλείσωσιν εν αυτώ τον Άγιον Σωσίπατρον, ίνα ούτω δια του πυρός αναφλεγείς, λάβη το τέλος του βίου. Κατόπιν δε είπε προς τον Άγιον Ιάσονα· «Τας τιμωρίας, αίτινες σε αναμένουσι, πρέπει πρώτον εν τω κηρύγματί σου να αναφέρης ίνα, μετά ταύτα, ταύτας δοκιμάζων επιδείξης σταθερωτέραν την υπομονήν σου». Ο δε Άγιος Σωσίπατρος, σημειώσας εαυτόν δια του σημείου του Τιμίου Σταυρού, προσηυχήθη και ως είπε το Αμήν, εισήλθεν εντός του βυτίου. Ηνάφθη τότε η φλοξ και ούτως ο Άγιος Απόστολος Σωσίπατρος ετελειώθη εν Κυρίω κατά την κη΄ (28ην) του μηνός Απριλίου. Η δε φλοξ, διολισθήσασα και εις πολλούς μεταδοθείσα εκ των πέριξ ευρισκομένων κατέκαυσε τούτους, ενώ οι άλλοι ανέκραζον· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών. Δεν υπάρχει άλλος Θεός πλην Αυτού». Εθρήνουν δε άπαντες δια τον μακάριον Σωσίπατρον, λέγοντες· «Κακή η κρίσις του βασιλέως». Πάντες δε ομοίως εθρήνουν και εβόων. Ιδών τότε ο βασιλεύς την προς τον δίκαιον συμπάθειαν και μετανοήσας δι’ ό,τι έπραξεν, ήρχισε και αυτός να θρηνή. Κρεμάσας δε λίθον βαρύν επί του τραχήλου αυτού, εβόα λέγων· «Ο Θεός Ιάσονος και Σωσιπάτρου, ελέησόν με τον αμαρτωλόν και συγχώρησον τας αμαρτίας μου. Άγιε Σωσίπατρε, δεήθητι προς τον Θεόν σου υπέρ εμού, ίνα μοι συγχωρήση την αμαρτίαν, την οποίαν έπραξα, αδίκως παραδώσας σε εις το πυρ». Στραφείς δε προς τον Άγιον Ιάσονα, είπεν· «Από τούδε Χριστιανός είμαι και εγώ και ακόλουθος της διδασκαλίας σου». Ο δε Άγιος Ιάσων, ευχαριστήσας τον Θεόν δια την τόσον ταχείαν του βασιλέως επιστροφήν, είπε προς τον λαόν· «Έλθετε, αδελφοί, ίνα κηδεύσωμεν το σώμα του τρισμάκαρος και Μάρτυρος Σωσιπάτρου και δοξάσωμεν την δύναμιν του Χριστού». Προσελθόντες δε εις τον τόπον όπου ήτο το Τίμιον Λείψανον εύρον αυτό σώον και ακέραιον και ουδέ θρίξ της κεφαλής του εβλάβη υπό του πυρός. Τούτο δε ιδόντες οι περιεστώτες περισσότερον εστηρίζοντο εις την Πίστιν. Κηδεύσαντες δε τούτο μετά της πρεπούσης τιμής, το απέθεσαν εις τόπον επίσημον, εις το προς βορράν μέρος της πόλεως, πλησίον του λιμένος. Μετά τούτο, ευθύς ο Άγιος Ιάσων επανέφερεν εις την πόλιν και τους εις το νησίδιον καταφυγόντας και πάντας τους διασκορπισθέντας συνήθροισε. Ευλογήσας δε κολυμβήθραν εβάπτισε τον βασιλέα, ονομάσας τούτον Σεβαστιανόν. Εβάπτισε δε και άπαντας τους πιστεύσαντας, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Από τότε δε εγίνοντο Χριστιανοί οι της νήσου Κερκύρας κάτοικοι και εβαπτίζοντο δια του Αγίου Βαπτίσματος. Μετά δε ταύτα ήρχισαν να οικοδομούν ιερούς Ναούς εις την πόλιν και πάσαν την νήσον, καταστρέφοντες τα είδωλα και τα ιερά αυτών καταφρονούντες και απεχθανόμενοι. Και αυτός δε ο ίδιος ο βασιλεύς ωκοδόμησε τον Ναόν του Αγίου Ανδρέου του Αποστόλου εις τον αυτόν τόπον, όπου κατετέθη το Λείψανον του Αγίου Σωσιπάτρου. Ομοίως και την μεγάλην Εκκλησίαν αριστερά της οποίας ανεγείρας μικρόν κελλίον και εκεί κρυπτόμενος προσηύχετο, εντός δε τούτου και μετ’ ολίγον χρόνον, μακαρίως και ενδόξως τελειωθείς, ενεταφιάσθη υπό του Αγίου Ιάσονος μετά πάσης τιμής και ευλαβείας. Είχε δε η βασίλισσα, η του μακαρίου βασιλέως Σεβαστιανού σύζυγος, υιόν μονογενή, δωδεκαετή, όστις ασθενήσας απέθανε. Τότε η βασίλισσα προσελθούσα μετ’ αδιστάκτου πίστεως εις τον Άγιον Ιάσονα τον παρεκάλει λέγουσα· «Δούλε του Θεού του Υψίστου, γνωρίζω ότι όσα και αν ζητήσης παρά του Θεού, ανυπερθέτως θέλει σου δώσει αυτά. Μη λοιπόν αρνηθής να έλθης προς επίσκεψιν του αποθανόντος τέκνου μου και να προσευχηθής όπως αναστηθή τούτο. Διότι πιστεύω ότι δια της προσευχής σου θέλει αναστηθή». Ο δε Άγιος είπε προς αυτήν· «Ω γύναι, εζήτησας πράγμα το οποίον υπερβαίνει την ιδικήν μου δύναμιν. Αλλά τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστι» (Λουκ. ιη:27). Ηκολούθησε λοιπόν αυτήν ο Άγιος και σταθείς παράτην κλίνην του παιδός και προσευχηθείς, εκράτησε την χείρα τού νεκρού παιδίου και είπεν· «Ω τέκνον, εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού εγέρθητι εκ της κλίνης». Αμέσως τότε ανεκάθησε το παιδίον και ήρχισε να ομιλή. Εξεπλάγησαν δε πάντες εκ του θαύματος τούτου και εδόξαζον τον Θεόν λέγοντες· «Πράγματι σημεία του αληθινού Θεού είναι ταύτα». Άλλη δε γυνή εκ των αρχόντων, ενοχλουμένη υπό ακαθάρτων πνευμάτων, ακούσασα, ότι ο Άγιος Ιάσων ήγειρεν εκ νεκρών τον θανόντα υιόν του βασιλέως, προσήλθε και αύτη και γονυπετήσασα παρεκάλει τον Άγιον να απομακρύνη απ’ αυτής τα εμφωλεύοντα εν αυτή πονηρά πνεύματα. Ο δε Άγιος Απόστολος του Χριστού, ως έχων την κατ’ αυτών εξουσίαν, απαγγείλας επ’ αυτής προσευχήν και σφραγίσας αυτήν δια του σημείου του Σταυρού, αμέσως απήλλαξε ταύτην των δαιμονίων. Ούτω η γυνή, ιατρευθείσα, ανεχώρησεν ευχαριστούσα τον Θεόν. Πολλούς δε νοσούντας και υπό δαιμόνων πάσχοντας καθ’ εκάστην εθεράπευε δια της υπό του Θεού δωρηθείσης προς αυτόν Χάριτος, οι δε θεραπευόμενοι εδιδάσκοντο να ευχαριστούσιν όχι τον Άγιον Ιάσονα, αλλά μόνον τον Κύριον, τον δωρήσαντα, δια της Αυτού φιλανθρωπίας, την Χάριν Του ταύτην προς τον Άγιον. Χαρά δε μεγάλη εγένετο εις πάσαν την νήσον, ανά πάσαν δε ημέραν η ευσεβής Πίστις επρόκοπτε, τα είδωλα περιεφρονούντο και ο Κύριος εδοξάζετο δια των τελουμένων θαυμάτων. Διότι πεπληρωμένος ο θείος ούτος ανήρ υπό Πνεύματος Αγίου και Χάριτος θείας πάντας είλκε προς εαυτόν, βαπτίζων, διδάσκων, νουθετών, παρακαλών, ενίοτε δε και επιτιμών και επιπλήττων. Αφού λοιπόν έζησεν επ’ αρκετόν, ούτω κατά Θεόν διάγων, νύκτα τινά, ενώ προσηύχετο, ήκουσε θείαν φωνήν λέγουσαν προς αυτόν· «Χαίρε και ευγραίνου, δούλε αγαθέ και πιστέ. Ελθέ λοιπόν, ίνα απολαύσης την ουράνιον Βασιλείαν μετά του Σωσιπάτρου, του αδελφού σου, εις τον αιώνα τον άπαντα». Ταύτην την φωνήν ως ήκουσεν ο μακάριος Ιάσων εχάρη χαράν μεγάλην και πεσών κατά γης ηυχαρίστει τον Θεόν. Κατόπιν ητοίμασε τον τάφον αυτού, πλησίον του τάφου του Αγίου Αποστόλου Σωσιπάτρου, παρήγγειλε δε εις τους αδελφούς να καταθέσωσιν εις αυτόν το Λείψανόν του μετάτην κοίμησίν του. Αφού δε προσεκάλεσε πάντας τους Πρεσβυτέρους της Εκκλησίας ως και άπαντα τον λαόν, συνεβούλευσε τούτους να προσέχουν εαυτούς, να εμμένωσιν εις την Πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να έχωσιν αγάπην και ομόνοιαν μεταξύ των, να κάμνουν ελεημοσύνας, να περιθάλπουν τους ασθενείς, να χαίρωσιν εν τη ελπίδι των μελλόντων και να ενθυμούνται πάντοτε τας εν ουρανώ μονάς. Ούτω εξαπλωθείς εις τον τόπον εις τον οποίον συνήθιζε να κατακλίνεται και εις ελαφράν νόσον περιπεσών, εκλήθη εις τον γλυκύν και μακάριον ύπνον την κθ΄ (29ην) του Απριλίου μηνός, αφού έζησε περί τα εξήκοντα έτη. Οι δε Ιερείς μετά παντός του πλήθους, αφού εκήδευσαν εντίμως το τίμιον Λείψανον του Αγίου Ιάσονος, κατέθεσαν τούτο πλησίον του Αγίου Σωσιπάτρου, συμφώνως προς την εντολήν, την οποίαν έδωσεν εις αυτούς ο Άγιος Ιάσων, παραμείναντες ούτω αμφότεροι οι Άγιοι κοινοί γύλακες και προς Θεόν μεσίται και δια τας μετέπειτα γενεάς πολύτιμος θησαυρός, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου