Παχώμιος ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη
περί το έτος 290 εις την Θηβαϊδα της Αιγύπτου από γονείς ειδωλολάτρας, ως εκ
των αχρήστων γεννάται το εύχρηστον, εκ των ακανθών το ρόδον και εκ των κακόσμων
το ευωδέστατον. Υπετάσσετο λοιπόν ως παιδίον εις τους γονείς του και προσεκύνει
εν αγνοία τα είδωλα. Ούτοι μετέβησαν ποτέ εις το ειδωλείον, ίνα προσφέρουν την
μιαράν θυσίαν εις τους δαίμονας, έχοντες μετά των συνοδών των και τον Παχώμιον.
Ως δε επλησίασεν εις το ανίερον ιερόν, εφώναξεν ο υπηρέτης των δαιμόνων, ως
δαιμονιζόμενος, ειπών· «Διώξατε εκ του ναού τον εχθρόν των θεών». Άλλοτε πάλιν
έδωσαν εις τον Παχώμιον και έπιεν αίμα από το σφάγιον της θυσίας, το οποίον και
ήμεσεν, όπως διηγείτο όταν έγινε Μοναχός, συμπληρών και ταύτα· «Οι δαίμονες δεν
έχουν το προορατικόν χάρισμα, αλλ’ ως πονηροί και δεινοί γνωρίζουσι το ήθος και
την διάθεσιν του καθενός, από τας μικροτάτας πράξεις.
Και όταν ίδωσι το άπλαστον της ψυχής και το μισοπόνηρον του ανθρώπου, ως πονηροί, προλέγουσι τι μέλλει τις να γίνη». Όταν δε έφθασεν ο νέος εις τον εικοστόν χρόνον της ηλικίας του, κατέταξαν αυτόν στρατιώτην. Διότι, τον καιρόν εκείνον, ανήλθεν εις τον θρόνον ο Μέγας Κωνσταντίνος, όστις έχων ανάγκην μεγάλου στρατού δια τους εναντίον των δυσσεβών τυράννων αγώνας του, ενέγραψεν εις το στράτευμα τους ανδρείους εκ των νέων. Τότε, εκείνοι οίτινες εστρατολόγουν τους Αιγυπτίους, εστράτευσαν μεταξύ των άλλων και τον Παχώμιον, ως κατάλληλον. Ακολούθως τους έφεραν εις τόπον τινά πλησίον των Θηβών της Αιγύπτου και εκεί τους έθεσαν υπό φύλαξιν, ως έπραττον συνήθως, ίνα μη τινές εξ αυτών αποδράσουν. Κατά δε την νύκτα, Χριστιανοί τινές, ως φιλόξενοι και φιλόχριστοι, μετέβησαν εις τον τόπον εις τον οποίον εφυλάσσοντο οι ξένοι εκείνοι νεοσύλλεκτοι στρατιώται και έδωσαν εις αυτούς τροφάς δια να μη στενοχωρούνται εντός των δεσμωτηρίων ευρισκόμενοι. Ο δε Παχώμιος, θαυμάσας τα φιλεύσπλαγχνα αισθήματα των ανδρών εκείνων, ηρώτησε τους παρόντας, τι άνθρωποι ήσαν εκείνοι, οίτινες ήσαν τόσον πρόθυμοι εις την ελεημοσύνην. Ακούσας δε ότι ήσαν Χριστιανοί, ηρώτησε πάλιν πόθεν ούτως ωνομάζοντο και διατί ήσαν εύσπλαγχνοι. Είπον τότε προς αυτόν, ότι αυτοί επίστευον εις τον Χριστόν, όστις υπεσχέθη να αποδώση εις τον μέλλοντα αιώνα εκατονταπλάσια των όσων δώσουν ελεημοσύνην εν τω κόσμω τούτω εις τους ξένους και πτωχούς, εξ αγάπης προς Εκείνον. Οι λόγοι ούτοι εθέρμαναν τον θείον πόθον εις τον Παχώμιον, όστις εθαύμασε μεν το μεγαλόψυχον της Χριστιανικής Πίστεως, εφωτίσθη δε κατά την διάνοιαν, αγαλλιασθείς τω πνεύματι. Και αποσυρθείς εις το ησυχώτερον μέρος της φυλακής, ήγειρε τας χείρας και τα όμματα αυτού προς τα άνω και προσηυχήθη προς τον Θεόν Εκείνον, τον οποίον δεν εγνώριζε, λέγων· «Κύριε, Συ, όστις εποίησας τον ουρανόν και την γην, εάν επιβλέψης προς την ταπείνωσίν μου και μοι χαρίσης την επίγνωσιν της σοφίας Σου και της θεότητός Σου, θέλω γίνει στρατιώτης και δούλος Σου και θέλω διαφυλάξει, έως τέλους της ζωής μου, όλα Σου τα προστάγματα». Δια των λόγων τούτων προσηυχήθη προς τον αληθή και όντως Θεόν, τον οποίον, ως είπομεν, δεν είχεν ακόμη γνωρίσει. Όταν δε ήλθεν ο καιρός να αναχωρήσουν εκείθεν οι στρατιώται, έπλευσε και αυτός μετά των άλλων προς τον τόπον τον οποίον τους προώριζον, ότε δε έφθασαν εις πόλιν τινά, ηλευθέρωσαν τούτους. Τότε οι μεν άλλοι στρατιώται έτρεχον ατάκτως, ζητούντες σωματικάς απολαύσεις, ούτος δε ο ευλογημένος επρόσεχεν εις τον εαυτόν του, διότι εκ φύσεως ηγάπα την σωφροσύνην από της νεότητός του. Όθεν και ο Θεός, κατά την προσευχήν του, επήκουσε και δωρηθείσης παρά Θεού της νίκης εις τον Μέγαν Κωνσταντίνον, επρόσταξεν εκείνος να απολύσουν τους νεοσυλλέκτους, επειδή δεν είχε πλέον ανάγκην των υπηρεσιών των. Εις το τάγμα αυτό, το οποίον ωνομάζετο των Τυρώνων, ήτο και ο ευλογημένος Παχώμιος. Λαβών λοιπόν την ελευθερίαν, επέστρεψε ταχέως εις την πατρίδα. Όμως δεν μετέβη εις την οικίαν του, αλλ’ εγκαταλείψας γονείς και φίλους και περιουσίαν, έδραμεν εις την άνω Θηβαϊδα, εις τι χωρίον καλούμενον Χηνοβόσκια, όπου ήτο Εκκλησία Χριστιανών. Προσπεσών δε προ του Ιερέως, ωμολόγησε πίστιν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και εζήτει να βαπτισθή δια του Αγίου Βαπτίσματος. Ως δε ηξιώθη του ποθουμένου, είδε κατ’ εκείνην την νύκτα εν ονείρω ότι ίστατο εις τον δρόμον, όπου έπιπτε δρόσος πολλή εξ ουρανού, από της οποίας εγέμισε την δεξιάν του χείρα. Έπηξε δε εν αυτή η δρόσος εκείνη και έγινεν ως κηρόμελον. Τότε ήκουσεν και φωνήν λέγουσαν· «Παχώμιε, εννόησον το ορώμενον, διότι εις έργον θέλει μεταβληθή έως τέλους». Τούτο δε, ως δύναταί τις να εννοήση, προεμήνυε την κατάστασιν του μοναδικού βίου, τον οποίον έμελλε να ακολουθήση υπό της θείας Χάριτος φωτιζόμενος ο Όσιος, την αυστηράν άσκησιν εφαρμόζων, γλυκείαν δε, λόγω της ελπίδος της πλουσίας ανταποδόσεως και του δια της θείας γνώσεως φωτισμού. Εκ του συμβάντος τούτου ετρώθη έτι περισσότερον η καρδία αυτού υπό θείου έρωτος και επεθύμησε να γίνη Μοναχός, ίνα διέλθη τον βίον αυτού ησύχως και αταράχως. Ακούσας, όθεν, την καλήν φήμην του ησυχαστού Παλάμωνος, έσπευσεν εις το κελλίον του και ως έκρουσε την θύραν, εξήλθεν ο Γέρων και ηρώτησεν αυτόν με ύφος αυστηρόν και άγριον, τι επιθυμεί. Ούτω δε ωμίλησε, διότι η επί μακρόν χρόνον μόνωσις κάμνει το ήθος του ανθρώπου σκληρότερον. Ο δε Παχώμιος απεκρίθη ηρέμως, ειπών· «Ο Κύριος με απέστειλε δια να με κάμης Μοναχόν, διότι πολύ επιθυμώ το Σχήμα τούτο, ως άγιον». Αλλ’ ο Παλάμων, ως σοφός και έμπειρος άνθρωπος, δια να δοκιμάση τον Παχώμιον, έσκωπτεν αυτόν λέγων· «Ύπαγε όπου θέλεις, διότι εδώ μετ’ εμού δεν δύνασαι να υποβληθής εις τόσον κόπον και άσκησιν, επειδή και άλλοι πολλοί ήλθον, υποσχόμενοι να παραμείνουν, αλλ’ όμως δεν ηδυνήθησαν. Διότι εγώ, το μεν θέρος τρώγω μόνον μίαν φοράν την ημέραν και μόνον άρτον και άλας, τον δε χειμώνα ανά δύο ημέρας. Έλαιον δε και οίνον ουδόλως τρώγω ή πίνω. Αγρυπνώ δε και την ημίσειαν νύκτα προσευχόμενος. Λοιπόν, ύπαγε πρώτον και δοκίμασον εάν δύνασαι να υπομείνης την τοιαύτην αυστηρότητα και τότε επίστρεψον προς με». Ταύτα είπεν ο Γέρων, δια να δειλιάση ο νέος προ της τοιαύτης κακοπαθείας. Αλλ’ εκείνος, ταύτα ακούων, εγένετο προθυμότερος, χωρίς δε ουδόλως να φανή υποχωρών, είπε προς τον Γέροντα· «Ελπίζω εις τον Θεόν και εις τας ευχάς σου, να τηρήσω προθύμως όσα μοι είπες, Πάτερ τίμιε». Τότε λοιπόν εκράτησεν αυτόν εις το Μοναστήριον, όπου διήγον κοινοβιακώς εις άπαντα, τόσον εις την τροφήν όσον και εις την άσκησιν. Ειργάζοντο δε και σάκκους εκ τριχών δια να ελεώσι τους πτωχούς, οίτινες ήρχοντο εκεί. Όταν δε κατελαμβάνοντο υπό του ύπνου, ελάμβανον έκαστος ανά μίαν σπυρίδα και μετέφερον άμμον από τόπου εις τόπον, έως ότου ξενυστάξωσι, νικώντες ούτω τον ενοχλούντα. Έλεγε δε και ταύτα πολλάκις ο Γέρων προς τον Παχώμιον· «Αγρύπνα, τέκνον μου, ίνα μη ευρών σε κοιμώμενον ο πολέμιος σε πληγώση, και κινδυνεύσης να απολέσης όσα ειργάσθης». Βλέπων δε την πολλήν αυτού υπακοήν, έχαιρε δοξάζων τον Κύριον. Κατά δε την ημέραν της εορτής του Αγίου Πάσχα έρριψεν ο Παχώμιος ολίγον έλαιον εις τα λάχανα, τα οποία έβρασεν. Ότε δε έμελλον να γευματίσουν, ιδών τούτο ο Γέρων, είπε ταύτα δακρύων· «Χθές εσταυρώθη ο Δεσπότης μου και εγώ να φάγω σήμερον έλαιον»; Ο δε Παχώμιος περεκάλει αυτόν να φάγη, λόγω της εορτής, αλλ’ εκείνος ο αείμνηστος δεν εδέχθη και ούτω έφεραν άλλα χόρτα άνευ ελαίου. Τοιαύτην εγκράτειαν εφύλαττεν ο μακάριος Παλάμων. Ένεκα λοιπόν της πολλής αυτού ταπεινώσεως και διακρίσεως εγνώριζεν ο Άγιος Γέρων τα τεχνάσματα των δαιμόνων. Ενώ δε νύκτα τινά ηγρύπνουν, ήλθε προς αυτούς Μοναχός τις, όστις ιδών την ανθρακιάν την οποίαν είχον ανημμένην δια την αγρυπνίαν, είπε προς αυτούς· «Όστις εξ υμών έχει πίστιν, ας σταθή επάνω εις την ανθρακιάν και επ’ αυτής να κάμη την προσευχήν, την οποίαν μας παρέδωκεν ο Χριστός εις το Ευαγγέλιον». Αλλ’ ο Γέρων εγνώρισεν, ότι ο Μοναχός εκείνος εκυριεύετο υπό του δαίμονος της υπερηφανείας. Όθεν ενουθέτει αυτόν αδελφικώς να μη φρονή τοιαύτα ψυχοβλαβή και μάταια. Εκείνος όμως, ο άφρων, δεν ωφελήθη εκ των νουθεσιών του Γέροντος, ώστε να μεταμεληθή από την δαιμονικήν του έπαρσιν, αλλ’ επήδησε γυμνόπους επί της ανθρακιάς και ίστατο επ’ αυτής, έως ότου είπε το «Πάτερ ημών» μέχρι τέλους. Εκ συνεργείας δε του δαίμονος έμεινεν αβλαβής. Απομακρυνθείς κατόπιν εκ της πυράς, ενόμισεν ότι έκαμε μεγάλην ανδραγαθίαν, μη γνωρίζων, ο άθλιος, ότι εκαίετο υπό άλλου πυρός, της υπερηφανείας, το οποίον κατέστρεφεν αυτήν ταύτην την ψυχήν του. Φεύγων δε την πρωϊαν, ωνείδιζε τους Αγίους, ως ατελείς, ο μάταιος, λέγων· «Που είναι η πίστις σας»; Όταν λοιπόν ο πονηρός και χαιρέκακος δαίμων επείσθη, ότι ο άνθρωπος ούτος ευρίσκετο εντός του σκότους της υπερηφανείας όλως αιχμάλωτος, ηθέλησε να ρίψη αυτόν και εις το της πορνείας ανόμημα, δια να κυριεύση αυτόν καλλίτερον. Μετασχηματισθείς λοιπόν εις γυναίκα ωραίαν και εύμορφον και κρούσας την θύραν του κελλίου, ηνάγκασε τον ησυχαστήν να εξέλθη και είπε προς αυτόν· «Χρεωστώ χρήματα εις τινας ανθρώπους, οίτινες με καταδιώκουν δια να με φυλακίσουν και κρύψε με ολίγην ώραν, έως ότου απομακρυνθούν». Επίστευσε τότε εκείνος εις τους απατηλούς λόγους και εισήγαγεν εντός του κελλίου του, ο κακοδαίμων, τον δαίμονα, μη συλλογισθείς τας ενέδρας και τας επιβουλάς του μισοκάλου, ο ανόητος. Διότι εις τοιούτον σκότος κρημνίζεται ο υπερήφανος. Όταν λοιπόν εισήλθεν εις το κελλίον του Μοναχού ο έξαρχος της ασελγείας, τόσον πόλεμον ήναψεν εις την σάρκα του, ώστε ηχμαλώτισε την καρδίαν του και συγκατετέθη, ο άθλιος, να πορνεύση με την γυναίκα. Ως δε επλησίασεν αυτήν, τον ήρπασεν ο διάβολος και έρριψεν αυτόν κατά γης, όπου επί ώραν πολλήν εκείτετο ως νεκρός, ο δείλαιος. Διότι ο δαίμων εισήλθεν όλως εντός αυτού και εξήλθεν εκ των φρενών του. Αργότερον δε, μετά από ώρας πολλάς, ηγέρθη, ως ηδυνήθη, και εννοήσας την αμαρτίαν του, μετέβη εις τον Όσιον Παλάμωνα όλως έντρομος, προς τον οποίον εξωμολογήθη μετά δακρύων το πάθος του, ειπών· «Εγώ ο ίδιος, Πάτερ, εγενόμην αίτιος της απωλείας μου, ο ασύνετος, διότι, αν και τόσον φρονίμως με ενουθέτει η αγιωσύνη σου, εγώ, ο μάταιος, δεν υπήκουσα. Δια τούτο δικαίως συναπεκόμισα τους καρπούς της παρακοής μου. Αλλά σας παρακαλώ να με βοηθήσετε, διότι κινδυνεύω να απολεσθώ υπό του δαίμονος». Ταύτα εκείνου λέγοντος, οι μεν Όσιοι, ως συμπαθείς, έκλαυσαν, αυτός δε επήδησεν έξω των θυρών με ορμήν βιαίαν, ως να εκέντων αυτόν δια σουβλίου. Υπό του δαίμονος δε συρόμενος και τρέχων προς το όρος, έφθασεν εις πόλιν τινά, του Πανός καλουμένην, όπου εισελθών εις λουτρόν, έπεσεν επί της εσχάρας και πολύ εβλάβη υπό του πυρός, ο άθλιος. Τούτο το γεγονός υπήρξε δια τον Παχώμιον διδασκαλία ταπεινοφροσύνης και τιμωρίας. Όθεν, έχων πλέον εις την ψυχήν του ερριζωμένον τον φόβον του Θεού, δεν υπεχώρει εις κανέν πάθος, αλλά μάλλον εβλάστανε καρπούς αρετής, τόσον ώστε ο Γέρων πολύ εθαύμαζε, βλέπων ότι υπερέβαινεν αυτόν κατά τας ενθέους αρετάς. Όθεν συνεχώρησεν εις αυτόν να αγωνίζεται και μόνος εις οίους αγώνας ήθελεν οδηγήσει αυτόν ο Κύριος. Μετέβη λοιπόν εις χωρίον τι έρημον, Ταβέννην ονομαζόμενον, και αφ’ ου έμεινεν εκεί πολλάς ημέρας ησυχάζων, ήκουσε φωνήν εκ Θεού, ενώ προσηύχετο, ήτις επρόσταξεν αυτόν να μείνη εις τον τόπον αυτόν και να κτίση Μοναστήριον, διότι πολλοί έμελλον να συναχθώσιν εκεί και να σωθούν δια μέσου αυτού. Εννοήσας λοιπόν ο Όσιος, ότι εκ Θεού ήτο η προσταγή, μετέβη εις τον Γέροντα και απεκάλυψεν εις αυτόν την οπτασίαν, ζητών συγχώρησιν. Ο Γέρων τότε μετέβη μετ’ αυτού δια να τον βοηθήση κατ’ αρχάς, ότε είναι τα πάντα δύσκολα και όταν έκτισαν το κελλίον επέστρεψε πάλιν ο Γέρων εις το ιδικόν του ησυχαστήριον, συνεφώνησαν δε να μεταβαίνουν πότε ο εις και πότε ο άλλος, όταν φωτίζη αυτούς ο Κύριος, εις το κελλίον του ετέρου, ίνα συνομιλούν και απολαμβάνουν τας πνευματικάς αλλήλων Χάριτας. Μετ’ ολίγον καιρόν ο Παλάμων ησθένησε, διότι εξωγκώθη πολύ εκ της υδροποσίας και εξηράνθη ο σπλην του. Επειδή επί τινας ημέρας έπινε μόνον ύδωρ χωρίς να τρώγη καθόλου άρτον, κατ’ άλλας δε πάλιν έτρωγε μόνον άρτον χωρίς να πίνη ουδόλως ύδωρ. Συνεβούλευσαν λοιπόν αυτόν να παύση την σκληραγωγίαν εκείνην, ίνα μη αποθάνη προώρως. Αλλ’ αυτός ο τρισόλβιος έλεγεν· «Εάν οι Άγιοι Μάρτυρες εκαρτέρουν γενναίως υπό σιδήρων κατατεμνόμενοι, στρεβλούμενοι και βασανιζόμενοι, πως εγώ να μη υπομείνω τους πόνους του σώματος, προτιμών την τρυφήν και την απόλαυσιν»; Ούτω λοιπόν ανδρείως κατά της γαστρός αγωνιζόμενος ο μακάριος Παλάμων, απήλθε προς Κύριον. Ο δε Παχώμιος έτυχεν εκεί και ενεταφίασεν αυτόν. Κατόπιν επέστρεψεν εις το κελλίον του. Εις τον τόπον αυτόν ευρισκομένου του Οσίου ήλθεν προς αυτόν αδελφός του τις κατά σάρκα, ονόματι Ιωάννης, όστις εγένετο Μοναχός, ηγωνίζοντο δε έκτοτε ομού τον καλόν αγώνα της ασκήσεως αδελφικώς φρονούντες, με μίαν γνώμην και θέλησιν. Κατεσκεύαζον δε ράσα και ότι εισέπρατον εκ του εργοχείρου των αυτού τα έδιδον εις τους πτωχούς, κρατούντες δι’ αυτούς μόνον όσον εχρειάζοντο δια να εξοικονομούν τα της πενιχράς τροφής των, φέροντες ένα μόνον χιτώνα έκαστος, κατά το Ευαγγέλιον, και μάλιστα του Παχωμίου ήτο τρίχινος. Δεν εκοιμάτο δε ο Όσιος εις κλίνην, αλλά καθεζόμενος επί σκαμνίου εκοιμάτο ολίγην ώραν και πάλιν μόνον όταν ησθάνετο μεγάλον κόπον από την πολλήν αγρυπνίαν και κακοπάθειαν. Ούτως ήσκησεν επί χρόνους δεκαπέντε, γενόμενος παράδειγμα εις πολλούς. Ενθυμούμενος δε ο Όσιος της άνωθεν φωνής, ήτις είπε προς αυτόν να οικοδομήση Μοναστήριον, ήρχισε μετά του αδελφού του να κτίζωσι τούτο. Και ο μεν Ιωάννης ήθελε να οικοδομήση αυτό μικρόν, διότι δεν ήθελε πολλήν ταραχήν. Ο δε Παχώμιος το εσχεδίαζε πολύ μεγάλον, κατά τον λόγον τον οποίον ήκουσεν, ότι έμελλε να συναχθώσι πολλοί Μοναχοί. Δια ταύτην την αιτίαν λοιπόν εφιλονίκησαν ολίγον και ο Ιωάννης ύβρισε τον Παχώμιον αδίκως, ονομάσας αυτόν φλύαρον. Ο δε Παχώμιος εσκανδαλίσθη μεν, ως άνθρωπος, αλλ’ ως φρόνιμος και ενάρετος υπέμεινε την ύβριν και δεν ωμίλησε. Κατά δε την νύκτα εμέμφετο τον εαυτόν του, λέγων· «Οίμοι τω τάλανι! Πως εσκανδαλίσθην δι’ ένα λόγον και εθυμώθην, μετά τους τοσούτους κόπους της ασκήσεως. Ελέησόν με, Κύριε, διότι δεν ενέκρωσα ακόμη την σάρκα, αλλά γίνομαι δούλος του εχθρού, ο δείλαιος. Πως θα διδάσκω εις τους άλλους την πραότητα, όταν εγώ δεν απέκτησα ταύτην». Αυτά και άλλα έλεγε καθ’ όλην την νύκτα, κλαίων. Δια τοιαύτης ταπεινοφροσύνης και πραότητος ήτο κεκοσμημένος ο μακάριος. Μετ’ ολίγον καιρόν ο Ιωάννης εκοιμήθη και έμεινεν ο Παχώμιος μόνος, αγωνιζόμενος ως και πρότερον. Οι δε δαίμονες ηνώχλουν αυτόν πολλάκις δια να φοβηθή και να αναχωρήση από τον τόπον εκείνον. Ούτως, όταν ήθελε να κάμη τον κανόνα του, του εφαίνετο ότι έμπροσθεν αυτού ευρίσκετο λάκκος βαθύς, τούτο δε του παρουσίαζεν ο εχθρός δια να μη κλίνη τα γόνατα εις προσευχήν. Αλλ’ ο Όσιος, εννοών την πανουργίαν, έκαμνεν, εις πείσμα των δαιμόνων, περισσοτέρας μετανοίας. Άλλοτε πάλιν το κελλίον του εκλονίζετο και έτρεμεν ώραν πολλήν, ως να ήτο έτοιμον να καταρρεύση. Άλλοτε ο δαίμων μετεμορφούτο εις πετεινόν και έκραζεν. Άλλοτε ανεσήκωνον πολλοί εν φύλλον δένδρου, δι’ ενός ξύλου μακρού και έκαμνον δήθεν ότι δεν ηδύναντο, δια να γελάση ο Όσιος. Άλλοτε πάλιν οι δαίμονες εγίνοντο γυναίκες ολόγυμναι και εκάθηντο πλησίον του, ότε έτρωγεν. Αλλ’ αυτός ουδόλως παρετήρει τούτους, δια δε της προσευχής του διεσκόρπιζεν αυτούς, λέγων μετά των άλλων ιερών λόγων και πολλά ρητά του Δαβίδ. Ήτοι, το «Αναστήτω ο Θεός» (Ψαλμ. ξζ:1), τον ενενηκοστόν ψαλμόν και άλλα. Όθεν, ιδόντες οι δαίμονες ότι δεν ενίκων τον αήττητον με φαντάσματα, ωργίσθησαν και νύκτα τινά έδειραν αυτόν αγρίως από την πρώτην ώραν έως ότου εξημέρωσεν. Εκ τούτου ησθένησε βαρέως και εκείτετο επί της κλίνης. Αλλά ας μη θαυμάση τις εις το πως συγχωρεί ο Θεός να δέρουν οι δαίμονες τους Αγίους. Διότι δια να γίνουν δια της δοκιμής τέλειοι και να λάβουν πείραν των πειρασμών, οικονομεί ο Πάνσοφος να τιμωρούνται, ως συνέβη με τον Ιώβ, τον Αντώνιον και πλείστους άλλους Αγίους άνδρας, ούτω δε, δια της δοκιμασίας και των πειρασμών ως χρυσός κατεργαζόμενοι, να γίνωνται τελειότεροι. Καθ’ ον λοιπόν χρόνον ευρίσκετο ο Όσιος ασθενής, μετέβη προς επίσκεψίν του Ασκητής τις, Ιερακοπόλλων ονομαζόμενος, όστις ήτο πρακτικός ησυχαστής και ενουθέτησεν αυτόν λέγων· «Ανδρίζου, τέκνον, και μη δειλιάσης προ των πειρασμών. Διότι, αν νομίσουν οι δαίμονες, ότι εφοβήθης, θέλουν πράξει χειρότερα εναντίον σου. Αν όμως ίδουν, ότι δεν υπολογίζεις τούτους, θέλουσι σε αφήσει ανενόχλητον». Έμεινε λοιπόν εκεί ο Γέρων ως συνοδός του Παχωμίου, έως ότου εκοιμήθη και αυτός, τον οποίον και ενεταφίασεν ο Όσιος. Ούτος δε έμενε του λοιπού ανενόχλητος από τους εχθρούς, πατών επί όφεων και σκορπίων, χωρίς να βλαβή ουδέ εις το παραμικρόν. Ούτω, όταν ήτο ανάγκη, διήρχετο τον ποταμόν επί κροκοδείλου καθεζόμενος. Συνηυλίζετο και συνανεστρέφετο αφόβως με τα άγρια θηρία και δεν ηδύναντο να βλάψουν αυτόν. Έλαβε δε από τον Θεόν και το χάρισμα της διακρίσεως δια να γνωρίζη το θείον θέλημα. Παρεκάλεσε και δια τον ύπνον, να τύχη της χάριτος να μη κοιμάται, δια να προσεύχεται αδιαλείπτως. Το χάρισμα δε τούτο είχεν επ’ αρκετόν, ως ο μέγας Αντώνιος. Προσευχόμενος λοιπόν διαρκώς, δι’ όλης αυτού της ψυχής, εφαντάζετο τον Θεόν, δια της καθαρότητος της καρδίας του. Ήλθον δε και άλλοι πολλοί αδελφοί και εγένοντο συνασκηταί αυτού, την πολιτείαν εκείνου μιμούμενοι, ο δε Όσιος υπεδέχετο ένα έκαστον μετά χαράς. Έπειτα, βλέπων ότι πολλάς μερίμνας κατέβαλλε δι’ αυτούς και δεν είχεν ησυχίαν, ως πρότερον, διελογίζετο ποίον εκ των δύο να είναι θεαρεστότερον, η ησυχία δηλαδή ή η προστασία των αδελφών, προσηύχετο δε εις τον Θεόν να τον πληροφορήση περί τούτου. Ήλθε δε Άγγελος Κυρίου και είπε προς τον Όσιον· «Το θέλημα του Θεού είναι να υπηρετής τους αδελφούς σου, Παχώμιε, και καθ’ όσον δύνασαι να ειρηνεύης τούτους, ίνα έχουν αγάπην προς Εκείνον και προς αλλήλους». Μετά ταύτα, επειδή επλήθυναν οι αδελφοί και ήτο ανάγκη σοφωτέρας προστασίας και κυβερνήσεως, ενεφανίσθη πάλιν ο Άγγελος και εδίδαξεν εις αυτόν την τάξιν ικανώς, πως δηλαδή να πορεύωνται, καθώς κατωτέρω θέλει φανή. Φωτισθείς όθεν ο Όσιος εξ όσων ήκουσε παρά του Αγγέλου, υπεδέχετο ένα έκαστον, εξ όσων ήρχοντο με το θέλημά των, καθώς και εκείνους τους οποίους έφερον οι γονείς των, όμως δεν εκούρευε τούτους ευθύς Μοναχούς, αλλά εδοκίμαζε πρώτον, διδάσκων αυτούς πολλάκις να καταφρονούν κτήματα, χρήματα, δόξαν, τιμήν, αγάπην γονέων, σαρκός θελήματα και πάντα τα επακόλουθα. Εξαιρέτως δε να τηρώσιν υπακοήν εις τον Προεστώτα και να φροντίζουν δια την χαλιναγώγησιν του ιδίου θελήματος, αρετήν εις την οποίαν περικλείονται όλαι αι άλλαι. Δια τοιούτων και άλλων παρομοίων διδασκαλιών προεγύμναζε τούτους, μετά δε ταύτα έκαμνε τούτους Μοναχούς, παραδίδων το Σχήμα, ο πάνσοφος, και υπηρέτει μόνος εις όλα με πολλήν επιμέλειαν και προθυμίαν θαυμασίαν, όχι μόνον την Εκκλησίαν, αλλά και όλας τας ανάγκας των αδελφών, δια να μη στερηθούν ουδενός αναγκαίου και εκ τούτου αθυμήσωσι. Τόσον δε εκοπίαζε και τοιαύτην αγάπην εδείκνυεν ο Όσιος προς τους Μαθητάς του, ώστε εθαύμαζον άπαντες, βλέποντες τόσην στοργήν και ετίμων και εσέβοντο αυτόν ως πατέρα φιλόστοργον και φιλόπαιδα, αγωνιζόμενοι να μιμούνται τούτον όσον ηδύναντο, υπηρετούντες ο εις τον άλλον. Ετόλμησαν δε ποτε και τον ηρώτησαν· «Διατί, Πάτερ, κοπιάς μόνος, υπηρετών ημάς τους αναξίους με τόσους κόπους και ταλαιπωρίας»; Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Δια να μη αμελήτε τα ψυχικά, αλλά να προσεύχεσθε ολοψύχως και να κάμνετε αόκνως τον κανόνα σας. Διότι δεν είμαι εγώ καλλίτερος του Δεσπότου Χριστού, όστις υπηρέτει τους Αποστόλους. Λοιπόν, καθώς βλέπετε εμέ, κάμετε και σεις δια να διατηρήσητε την αγάπην και να βοηθήτε ο εις τον άλλον, όσον δύνασθε». Μεταξύ δε των άλλων αδελφών ήτο νέος τις, ονόματι Θεόδωρος, όστις ήλθεν εις το Μοναστήριον μικρόν παιδίον και εμιμείτο πολύ εις τας αρετάς τον Παχώμιον. Ούτος δε τον ηγάπα δια τας αρετάς του περισσότερον των άλλων και είχεν αυτόν ως τέκνον γνήσιον. Εφ’ όσον λοιπόν ο καιρός παρήρχετο, τόσον προσήρχοντο αδελφοί ολονέν και περισσότεροι, διότι η φήμη και η αρετή του Παχωμίου έσυρε τούτους προς τα εκεί ως ο μαγνήτης τον σίδηρον. Λοιπόν ήλθε πάλιν Άγγελος Κυρίου και έδωσεν εις τον Όσιον δέλτον εκ χαλκού εις σχήμα πλακός, επί της οποίας ήσαν γεγραμμένα ταύτα· «Συγχώρει εις τον καθένα να τρώγη, να πίνη και να εργάζεται κατά την δύναμίν του. Ήτοι, όσοι είναι κατά το σώμα δυνατοί, ας τρώγουν και ας εργάζωνται περισσότερον. Όσοι δε ησυχάζουν και νηστεύουσι, μη εμποδίσης τούτους από την άσκησιν, και κτίσον κελλία διάφορα. Το γεύμα όλων ας είναι κοινόν. Ας κοιμώνται εις καθίσματα, ας είναι εζωσμένοι, ας φορούν εις τας κεφαλάς κουκούλια σημειωμένα δια σταυρού ερυθρού και κατάνειμον τούτους εις είκοσι τέσσαρα τάγματα, όσα τα γράμματα της αλφαβήτου, αρχίζων από του Άλφα έως του Ωμέγα και, αναλόγως της καταστάσεως αυτών, κατάτασσε τούτους και εις εν στοιχείον, ήτοι τους απλουστέρους εις το Ιώτα και τους δυστροπωτέρους εις το Ξί. Ούτω και δια τους άλλους. Κατά την γνώμην των ας είναι και η επωνυμία των και μη δεχθής Μοναχόν άλλου Μοναστηρίου. Τους δε κοσμικούς, οι οποίοι θέλουν να γίνουν Μοναχοί, επί τρεις χρόνους δοκίμαζε. Όταν τρώγουν εις την τράπεζαν, ας σκεπάζουν τας κεφαλάς με τα κουκούλια δια να μη βλέπουν ο εις τον άλλον και συνομιλούν». Ταύτα και άλλα περισσότερα ήσαν γεγραμμένα επί της δέλτου, την οποίαν έλαβε παρά του Αγγέλου ο Όσιος και ούτως εκυβέρνα τους αδελφούς κατά το θείον πρόσταγμα. Κατόπιν έκτισε διάφορα Μοναστήρια με νοσοκομεία ξενώνας και άλλα απαραίτητα. Ώρισε δε και οικονόμους και διακονητάς, αναλόγους του πλήθους των αδελφών. Διότι εις το πρώτον Μοναστήριον ήσαν χίλιοι τριακόσιοι και εις τα άλλα ολιγώτεροι. Ήσαν δε εις όλα τα Μοναστήρια, τα οποία έκτισεν ο Παχώμιος, επτά χιλιάδες Μοναχοί και είχεν από όλας τας τέχνας αναλόγους αδελφούς. Ήτοι, δέκα καλλιγράφους, δεκαπέντε ράπτας, αναλόγους κηπουρούς και υποδηματοποιούς και πάσης άλλης τέχνης τεχνίτας, τους οποίους εκυβέρνα ο σοφός ούτος Όσιος Παχώμιος με πολλήν διάκρισιν, διδάσκων συχνάκις τα ψυχωφελή και σωτήρια. Τόσον δε ήτο γλυκύς εις τους λόγους και τόσον ωφέλει δια τούτων, ώστε, όστις ήθελε συνομιλήσει μετ’ αυτού μίαν φοράν, ελυπείτο να χωρισθή από τούτου, καθώς εμαρτύρησε και ο μέγας Αθανάσιος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, όστις μετέβη εις το Μοναστήριόν του και ηυχήθη τον Όσιον μεθ’ όλης της αδελφότητος, θαυμάσας τούτους. Είχε δε ο Όσιος αδελφήν, η οποία, ακούσασα παρά πολλών ανθρώπων, ότι ήτο τοιούτος μέγας Άγιος, μετέβη να τον ίδη. Αλλ’ αυτός δεν ηθέλησε να την ίδη και διεμήνυσε προς αυτήν δια του θυρωρού ταύτα· «Μη λυπείσαι, που δεν με είδες, αρκεί ότι έμαθες πως είμαι καλά, αν δε επιθυμής να ενδυθής τούτο το άγιον Σχήμα, θέλω κτίσει προς χάριν σου εδώ πλησίον Μοναστήριον, δια να έλθουν και άλλαι ως Μοναχαί εις την συνοδείαν σου. Διότι εκείνος όστις εις τούτον τον κόσμον δεν κάμνει το καλόν πριν αποθάνη, δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, επειδή μετά θάνατον θα κριθώμεν άπαντες και έκαστος θα λάβη την ανταπόδοσιν των έργων αυτού». Ταύτα ακούσασα εκείνη έκλαυσε και εμίσησε τον κόσμον. Όθεν ο Όσιος, κουρεύσας αυτήν Μοναχήν, έκτισε χάριν αυτής Μοναστήριον πλησίον του ιδικού του, εις το οποίον συνηθροίσθησαν και άλλαι πολλαί, εν συνεχεία δε άλλαι και άλλαι, επάνω εις τας οποίας αύτη η μακαρία ήτο Ηγουμένη. Απέστειλε δε προς αυτήν ο Όσιος και Ιερομόναχον τινά Γέροντα, ευλαβή και σώφρονα, Πέτρον ονόματι, όστις εδίδασκε τας Μοναχάς και ηρμήνευε την τάξιν με πάσαν ακρίβειαν. Είχον δε το Μοναστήριον περιτετειχισμένον δια τείχους και δεν εξήρχοντο, ούτε ξένος τις εισήρχετο εντός αυτού. Όταν δε ήρχετο άνθρωπός τις δια να ίδη Μοναχήν τινά συγγενή του, εξήρχετο αύτη εις την θύραν μετά της Προεστώσης ή άλλης τινός επιτετραμμένης Μοναχής και αφού αντήλλασον ολίγας λέξεις ανεχώρει. Ήσαν δε εις το Μοναστήριον του Παχωμίου πολλοί αδελφοί, αλλά κανείς δεν έφθανεν εις τας αρετάς τον προαναφερθέντα Θεόδωρον, δια τον οποίον ας είπομεν ολίγα τινά εκ των θαυμασίων και ενθέων κατορθωμάτων αυτού. Οι γονείς του ήσαν πλουσιώτατοι και ευσεβέστατοι. Όθεν, ημέραν τινά, ότε ήτο πάνδημος εορτή, ητοίμασαν μεγάλην, λαμπράν και πολυτελή τράπεζαν. Όλοι τότε έτρωγον και έπινον χαίροντες, ο δε Θεόδωρος, νεανίας τότε ακόμη, υπό της θείας Χάριτος κατανυχθείς τη καρδία, έλεγε ταύτα κατά μόνας· «Εάν απολαύσης ταύτας τας φθαρτάς τροφάς, Θεόδωρε, θα στερηθής των αιωνίων και αφθέρτων απολαύσεων». Ταύτα δε λέγων εστέναζε. Κατόπιν εκρύβη εις τόπον του οίκου παράμερον, και εκεί, πεσών εις την γην, προσηύχετο θερμώς μετά δακρύων, ταύτα λέγων· «Δέσποτα Θεέ, ο των κρυπτών γνώστης, γνωρίζεις ότι δεν εξέλεξα εκ του κόσμου άλλο τι ει μη μόνον την αγάπην Σου και Σε επόθησα εξ όλης της καρδίας μου. Δια τούτο, Σε παρακαλώ, οδήγησόν με και φώτισόν μοι την διάνοιαν, ίνα τηρώ πάντοτε τας εντολάς Σου». Η δε μήτηρ αυτού, αναζητούσα τούτον επιμελώς, τον εύρεν εις τον τόπον εκείνον κλαίοντα και τον ηρώτησε τις τον επίκρανε και διατί δεν μετέβη εις την τράπεζαν να φάγη μετά των αδελφών του. Όμως ο ευλογημένος Θεόδωρος δεν απεκρίθη επ’ αυτού, αλλ’ απεμάκρυνε ταύτην εντέχνως και έμεινε καθ’ όλην την ημέραν μόνος προσευχόμενος εν τελεία νηστεία. Όχι δε μόνον τότε, αλλά και συχνάκης έπραττε τούτο. Εν τω κόσμω δε ακόμη ευρισκόμενος ο Θεόδωρος υπεβάλλετο εις περισσοτέραν σκληραγωγίαν από τους Ασκητάς της ερήμου. Διότι μόνον ανά δύο ημέρας έτρωγε και μόνον μίαν φοράν, τιμωρών τοιουτοτρόπως την σάρκα και προγυμναζόμενος. Βλέποντες, τέλος, οι γονείς του, ότι επί δύο χρόνους υπεβάλλετο εθελουσίως εις τόσην στενοχωρίαν, συνεχώρησαν την αναχώρησίν του και ούτω μετέβη εις τον μέγαν Παχώμιον, δια τον οποίον είχεν ακούσει, ότι ήτο άνθρωπος άγιος, εκείνος δε τον εκράτησεν αμέσως γνωρίσας δια της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος οποίος έμελλε να κατασταθή εις το ύστερον ο νέος ούτος Θεόδωρος. Εκράτησε λοιπόν τούτον πλησίον αυτού χαίροντα ο Όσιος, χαίρων και ο ίδιος, αγαπών και εκτιμών τούτον περισσότερον από τους άλλους, διότι τον έβλεπεν έχοντα υπακοήν απόλυτον. Μετά δε καιρόν, ακούσασα η μήτηρ αυτού, ότι ο υιός της ευρίσκετο πλησίον του Παχωμίου, επεθύμησε να τον ιδή, διότι ηγάπα αυτόν, ως φιλότεκνος, υπερμέτρως. Όθεν έλαβε γράμματα από τινας Επισκόπους προς τον Παχώμιον, δια των οποίων παρεκάλουν τον Όσιον να παραδώση εις την μητέρα του τον Θεόδωρον. Μετέβη λοιπόν η γυνή εις το γυναικείον Μοναστήριον και δια των υπηρετών έστειλε προς τον Όσιον τα γράμματα. Αναγνώσας τα γράμματα ο Όσιος συνεχώρησε να συναντηθή ο Θεόδωρος με την μητέρα του, αλλ’ ούτος απεκρίθη· «Πως, Πάτερ, να γίνω εις όλους τους αδελφούς πρόσκομμα και να παροργίσω, δια την αγάπην της μητρός, τον Δεσπότην μας; Αφ’ ης στιγμής ηρνήθην τον κόσμον, δεν έχω πλέον μητέρα ή αδελφούς, διότι αντί τούτων έχω τον Δεσπότην Χριστόν, τον οποίον πρεπόντως προετίμησα εξ όλων των του κόσμου τούτου». Ταύτα ακούσας ο Όσιος εθαύμασε και επήνεσεν αυτόν, ειπών· «Επειδή προτιμάς με τόσην γνώσιν και τόσην φρόνησιν τον Δεσπότην Χριστόν υπέρ την μητέρα σου, επαινώ και εγώ ταύτην την σωτήριον γνώμην σου, επειδή Αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ούτως ώρισε λέγων: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι:37). Αλλά και οι Επίσκοποι εκείνοι, οίτινες έγραψαν εις ημάς, θέλουν χαρή, ακούοντες την φιλόθεον γνώμην σου». Όταν η μήτηρ του Θεοδώρου ήκουσεν ότι ο υιός της δεν εξήρχετο να τον ίδη, δεν επέστρεψε πλέον εις την οικίαν της, αλλ’ έμεινε μετά των παρθένων, ειπούσα· «Ας παραμείνω λοιπόν και εγώ εις τούτο το ψυχοσωτήριον Μοναστήριον, δια να ίδω κάποτε τον υιόν μου, να κερδήσω δε και την ψυχήν μου η τάλαινα». Όμως, ας αφήσωμεν προς το παρόν τον Θεόδωρον, ίνα επανέλθωμεν εις τον μέγαν Παχώμιον. Γυνή τις είχε το πάθος της αιμορραγίας και μη ευρίσκουσα εις τους ιατρούς θεραπείαν, παρεκάλεσε τον Οικονόμον της Εκκλησίας Τεντήρων, όστις ήτο Ομολογητής και πολύ ενάρετος, φίλος δε γνήσιος του Παχωμίου, να προσκαλέση εις την Εκκλησίαν του τον Όσιον με πρόφασίν τινα, διότι επίστευεν η γυνή ότι, εάν εγγίση μόνον το ράσον αυτού, θέλει θεραπευθή. Προσεκάλεσε λοιπόν ο Οικονόμος Διονύσιος τον Παχώμιον δι’ άλλην υπόθεσιν και όταν εκάθηντο εις την Εκκλησίαν συνομιλούντες, επλησίασεν η γυνή ησύχως και ως ήπλωσε την χείρα εγγίσασα το καλυμμαύχιον του Οσίου, ευθύς, ω του θαύματος! έλαβε τελείως την θεραπείαν της, καθώς ολοψύχως επίστευεν. Ακούσατε τώρα, ευλαβείς ακροαταί, και έτερον θαυμασιώτερον. Άνθρωπος τις είχε θυγατέρακατατεταγμένην εις την τάξιν των παρθένων, ήτις προσεβάλλετο υπό δαιμονίου. Προσελθών δε εις τον Όσιον, παρεκάλει τούτον να θεραπεύση την θυγατέρα του. ο δε Όσιος, επειδή δεν συνωμίλει μετά γυναικός, είπε προς τον πατέρα τής πασχούσης να του φέρη εν εκ των ενδυμάτων της. Τούτο έπραξεν ο πατήρ. Ο δε Όσιος, ως είδε τούτο, είπε προς αυτόν λυπούμενος· «Η θυγάτηρ σου μόνον κατά το λεγόμενον είναι παρθένος και όχι αληθώς. Ειπέ εις αυτήν, εάν θέλη, ας φυλαχθή τουλάχιστον από τώρα και εις το εξής αμόλυντος, και ο ελεήμων Θεός θα αποδώση εις αυτήν την υγείαν της». Ανακρίνας τότε και εξετάσας αυτήν ο πατήρ της, επληροφορήθη παρ’ αυτής την αμαρτίαν της, την οποίαν εξομολογηθείσα υπεσχέθηνα μη πορνεύση πλέον. Ο δε μέγας Παχώμιος απέστειλεν ηγιασμένον έλαιον, δια του οποίου εχρίσθη αύτη και έφυγεν απ’ αυτής το δαιμόνιον. Έτερος τις είχεν υιόν δαιμονιζόμενον, τον οποίον έφεραν εις τον Όσιον, ζητούντες την ίασιν. Ιδών δε αυτόν ο Όσιος, ηυλόγησεν άρτον και έδωσε τούτον εις τον πατέρα, λέγων· «Όταν πεινάση ο υιός σου, δος εις αυτόν τον άρτον τούτον να τον φάγη». Ούτως έπραξεν ο πατήρ, αλλ’ ο δαιμονιζόμενος δεν ήθελε ουδέ καν να τον δοκιμάση. Όθεν ο πατήρ παρεσκεύασε ζωμόν μετ’ ελαίου και άλλων μυρωδικών και εντός τούτου έρριψε τον άρτον, τον οποίον έφαγεν ο υιός του. Ευθύς τότε, ω του θαύματος! έφυγεν απ’ αυτού το δαιμόνιον και από της ώρας εκείνης αποκατεστάθη τελείως η υγεία του. Αλλά και άλλα πολλά θαυμάσια εποίησεν ο Θεός δια του Οσίου. Ούτος δε, ο μακάριος, ουδέποτε εκενοδόξησεν, αλλά έλεγεν, ότι ο Θεός εποίει ταύτα προς το συμφέρον των δούλων Αυτού. Δια τούτο επεμελείτο να πράττη πάντοτε ουχί το ιδικόν του, αλλά του Κυρίου το θέλημα, καθώς εκείνος εδίδασκε, δηλαδή να μη κάμνωμεν το ιδικόν μας θέλημα, αλλά εκείνο το οποίον προστασσόμεθα από τους Πατέρας και διδασκάλους μας. Έλεγε δε και τούτο ο πάνσοφος. Ότι η θεραπεία της ψυχής είναι χρησιμωτέρα και ωφελιμωτέρα της του σώματος. Επίσης συνεβούλευεν ότι, εάν ίδης αμελή, όστις δεν εργάζεται το καλόν και δια της διδαχής σου τον κάμης πρόθυμον εις το αγαθόν ή τον ειδωλολάτρην και άσπλαγχνον τον κάμης εύσπλαγχνον, τον υπερήφανον ταπεινόν και τον πόρνον σώφρονα, δεν ευηργέτησες τούτους ολιγώτερον από του να ήσαν παράλυτοι και να έδιδες εις αυτούς την ίασιν του σώματος. Ήτο δε και κατά πολύ μακρόθυμος και πραότατος ο μακάριος Παχώμιος και ουδέποτε ωργίζετο. Ακούσατε δε τα της ανεξικακίας αυτού. Εις εν εκ των Μοναστηρίων του διέμενε Μοναχός τις, όστις εζήτει παρά του Ηγουμένου εν διακόνημα, το οποίον ήτο υπέρ την δύναμίν του, εκείνος δε, γνωρίζων την αδυναμίαν τού υποτακτικού του, δεν ήθελε να αναθέση εις αυτόν το περί ου ο λόγος διακόνημα. Δια να μη ενοχλή δε αυτόν ο αυθάδης εκείνος, είπεν, ότι ο Όσιος δεν συνεχώρει να του αναθέση το διακόνημα, το οποίον του εζήτει. Όθεν, οργισθείς ο αναίσχυντος εκείνος, ήρπασε τον Ηγούμενόν του και έσυρεν αυτόν έως ότου έφθασαν εις τον Όσιον, όστις την στιγμήν εκείνην έκτιζε τείχος. Εφώναξε τότε ο Μοναχός, από τον θυμόν νικώμενος, προς τον Όσιον· «Κατέβα κάτω, ψεύστη, να μου ειπής διατί δεν είμαι άξιος της τάξεως, την οποίαν εζήτησα»; Τότε ο μεν Όσιος εσιώπα υβριζόμενος, ο δε υβριστής απεθρασύνετο περισσότερον. Όθεν, δια να σβύση ο Όσιος τον θυμόν του αυθάδους Μοναχού, έλεγεν· «Ήμαρτον, συγχώρησόν με, τέκνον μου. Δεν έσφαλες και συ κάποτε»; Μετά βίας λοιπόν κατέπαυσε τον άδικον θυμόν του παραλόγου ο Όσιος, ότε αφήσας την εργασίαν του κατήλθενεκ του τείχους και ηρώτα κρυφίως τον Προεστώτα της Μονής, όστις και διηγήθη την υπόθεσιν, ως ελέχθη. Όθεν ο Όσιος επρόσταξεν αυτόν να δώση εις τον Μοναχόν το διακόνημα, το οποίον εζήτει, μήπως αλλάξη γνώμην και γίνη καλός, ίνα μη κολασθή ο ταλαίπωρος. Διότι πολλάκις ο κακός, ευεργετούμενος, γίνεται καλός και ούτω λαμβάνομεν μισθόν, επειδή εσώσαμεν τον αδελφόν μας. Ούτω δε συνέβησαν τα πράγματα, κατά την πρόρρησιον του Οσίου. Διότι, ως ο Μοναχός εκείνος έλαβε το διακόνημα, κατενύχθη και έδραμε μετά δακρύων εις τον Όσιον. Πεσών δε προ των ποδών αυτού τον ηυγνωμόνει, λέγων· «Ευχαριστώ σοι, άνθρωπε του Θεού, διότι με την πολλήν σου μακροθυμίαν και χρηστότητα ενίκησας την αυθάδειαν και την θρασύτητά μου και αν ήθελες με τιμωρήσει, καθώς μου ήξιζε, θα εκολαζόμην, ο άθλιος». Hμέραν τινά μετέβησαν οι αδελφοί εις την νήσον να κόψουν χόρτον δια τα ψαθία, συνώδευε δε τούτουςκαι ο Όσιος. Ενώ δε διήρχοντο δια της λέμβου, είδενούτος έκτασιν, κατά την οποίαν τινές εκ των Μοναχών ήσαν υπό πυρός κυκλωμένοι, άλλοι περιπάτουν εις τας ακάνθας χωρίς υποδήματα και εκάθηντο εις τους πόδας των, άλλοι ίσταντο προ κρημνού, τον οποίον δεν ηδύναντο να διέλθουν, διότι κάτωθεν αυτών ήτο ποταμός και κροκόδειλοι έτοιμοι να τους καταπίουν. Ταύτα ιδών ο Όσιος εφανέρωσε το όραμα εις όλους. Όταν δε επέστρεψαν εις το Μοναστήριον, ηρώτων αυτόν να εξηγήση εις αυτούς την οπτασίαν. Εκείνος δε απεκρίθη· «Μετά την τελευτήν μου, νομίζω, ότι έχουν να συμβούν ταύτα εις σας, επειδή δεν θα εύρετε ικανόν τινά να σας ποιμαίνη με επιμέλειαν και αυταπάρνησιν και να σας παρηγορή εις τας θλίψεις σας». Μεθ’ ημέρας τινάς επρόσταξεν ο Όσιος τον Θεόδωρον να διδάξη την αδελφότητα, διότι αν και κατά τους χρόνους ήτο νεώτερος, κατά την φρόνησιν όμως ήτο συνετώτερος των γερόντων. Τινές δε των γερόντων, αναχωρήσαντες εκ της συνάξεως, μετέβησαν εις τα κελλία των. Τούτους ηρώτησε κατόπιν ο Όσιος διατί εγκατέλειψαν την διδαχήν και ανεχώρησαν ασυγχωρήτως. Οι δε απεκρίθησαν· «Διατί ανέθεσες εις εν παιδίον να διδάσκη τους γέροντας»; Ο δε Όσιος εστέναξεν, ειπών· «Ουαί εις σας, ταλαίπωροι, διότι δια μίαν ώραν εζημιώθητε όλους τους κόπους σας, ένεκα της πολλής σας υπερηφανείας και επάρσεως, δια την οποίαν και ο Εωσφόρος εξέπεσε. Δεν ηκούσατε την Γραφήν, ήτις λέγει· «Ακάθαρτος παρά Θεώ πας υψηλοκάρδιος» (Παρ. ιστ:5) και αλλαχού «Το εν ανθρώποις υψηλόν βδέλυγμα ενώπιον του Θεού» (Λουκ. ιστ:15) και «Όστις υψώσει εαυτόν ταπεινωθήσεται» (Ματθ. κγ:12). Δεν εγκατελείψατε τον Θεόδωρον, αλλ’ απεμακρύνθητε από τον λόγον του Θεού και εστερήθητε της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Έχετε λοιπόν μεγάλην κατάκρισιν. Ο Θεός εταπεινώθη τοσούτον, άθλιοι, δι ημάς και ημείς οι ανάξιοι, οίτινες είμεθα χώμα άχρηστον, υπερηφανευόμεθα; Ο υψηλότατος και υπερένδοξος, όστις δύναται δια μόνου του βλέμματος Αυτού να φωτίση τον κόσμον όλον, έσωσεν ημάς δια της ταπεινώσεως και ημείς οι σκώληκες κενοδοξούμεν; Δεν είδετε πως εγώ παρέμενον ακροώμενος εν ευλαβεία και αληθώς ωφελήθην πολύ εκ των λόγων του, αλλά εφύγετε, ανόητοι; Εάν δια το ανόμημα τούτο δεν ποιήσετε μεγάλην μετάνοιαν, υπάγετε εις απώλειαν». Ταύτα και άλλα πλείονα ειπών εκανόνισε τούτους ο Όσιος, τον δε Θεόδωρον ώρισεν Οικονόμον της μεγάλης Μονής, εις την οποίαν υπετάσσοντο όλα τα Μοναστήρια. Ήτο δε τότε χρόνων τριάκοντα τεσσάρων, όμως είχεν όλα τα πάθη της σαρκός απονεκρωμένα και το ίδιον θέλημα ως μη υπάρχον. Διότι ο λόγος του Θεού εθέρμανε και εστήριξεν αυτόν τόσον, ώστε να φρονή μόνον τα ουράνια αγαθά, έχων όλην του την σπουδήν και την καρδίαν αφωσιωμένην εις την θείαν αγάπην και εις την σωτηρίαν των αδελφών. Ήσαν δε και άλλοι πολλοί ενάρετοι, των οποίων τα ονόματα παραλείπω χάριν συντομίας, οίτινες εφύλαττον πάσας τας τάξεις του Σχήματος και εξόχως την εγκράτειαν. Και τόσον ενήστευον, ώστε και όταν ήσαν ασθενείς δεν ετόλμων να πίουν οίνον ή τουλάχιστον να πέσουν εις την κλίνην δια μικράν του σώματος ανάπαυσιν, αλλ’ έμενον έως θανάτου εις τα θρονία καθήμενοι οι τρισόλβιοι εκείνοι αγωνισταί. Μεταξύ τούτων ήτο αδελφός τις, Σιλβανός ονόματι, έχων εις το Μοναστήριον χρόνους είκοσι. Ήτο δε πρότερον εις τον κόσμον μίμος και αφού εγένετο Μοναχός διήγεν εν σωφροσύνη επί πολύν καιρόν. Αλλά κατόπιν ενεθυμήθη την πρώτην του τέχνην και ήρχισε να τρώγη χορταστικώς, να αστεϊζεται και να ψάλλη άσματα αναίσχυντα. Ο Όσιος λοιπόν, ταύτα βλέπων, ελυπείτο δια την του αδελφού απώλειαν και έδειρεν αυτόν πολλάκις, δια να σωφρονισθή και να επιμελήται την σωτηρίαν του. Όμως ματαίως εκοπίαζε. Διότι ο Σιλβανός δεν επείθετο. Ημέραν λοιπόν τινά εβαρύνθη τούτον ο Όσιος και είπε παρουσία όλης της αδελφότητος· «Δεν σοι είπον, ότε ήσο αρχάριος, ότι ο Μοναχικός βίος είναι βαρύς και δεν δύνασαι να τον υποφέρης, συ δε μοι υπεσχέθης ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ότι θα διαφυλάξης την τάξιν του Σχήματος; Διατί λοιπόν τώρα καταφρονείς την ψυχήν σου, ταλαίπωρε, και δεν ενθυμείσαι την ημέραν της Κρίσεως, αλλά προτιμάς υπέρ την ουράνιον Βασιλείαν την αιώνιον κόλασιν; Ύπαγε λοιπόν εις τους γονείς σου και μη τολμήσης πλέον να έλθης εδώ». Ταύτα αφού είπεν ο Όσιος, επρόσταξε να εκδύσουν τον Σιλβανόν του Μοναχικού ενδύματος, να τον ενδύσουν κοσμικώς και να τον εκδιώξουν από το Μοναστήριον. Ο δε Σιλβανός, πεσών εις τους πόδας του Οσίου, παρεκάλει αυτόν μετά δακρύων λέγων· «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ, και μη με αποδιώξης· υπόσχομαι δε ενώπιον του Θεού να κάμω τοιαύτην μετάνοιαν, ώστε να χαίρης, όταν με βλέπης». Τότε είπεν ο Όσιος· «Γνωρίζεις πόσας φοράς σε υπέμεινα και σε ενουθέτησα και πολλάκις σε έδειρα, ίνα διορθώσης το σφάλμα σου προς σωτηρίαν σου. Και επόνουν εγώ, μάρτυς μου ο Κύριος, περισσότερον από σε, όταν σε εμάστιζον, ως φιλόστοργος πνευματικός σου Πατήρ. Εάν λοιπόν, νουθετούμενος δεν διωρθώθης ούτε εφοβήθης ραβδιζόμενος, πως θα σε πιστεύσω τώρα, μετέωρε»; Ο Σιλβανός παρεκάλει τότε ακόμη περισσότερον τον Όσιον να τον συγχωρήση δια τους οικτιρμούς του Θεού, υποσχόμενος να μη πταίση ποτέ πλέον εις το μέλλον. Ο δε Όσιος είπε· «Δος μοι τινά εγγυητήν και να σε κρατήσω». Έφεραν λοιπόν τότε ενάρετον τινά γέροντα, ονομαζόμενον Πετρώνιον, ο οποίος ανεδέχθη τον Σιλβανόν όταν εγένετο Μοναχός, ηγγυήθη δε τότε και πάλιν δι’ αυτόν προς τον Όσιον. Ούτω ο Όσιος τον εκράτησεν. Έπειτα ενουθέτησε χωριστά τον Πετρώνιον, ειπών· «Γνωρίζομεν ότι εκοπίασες χρόνους πολλούς εις την άσκησιν, αλλά λάβε και τούτον τον κόπον χάριν του τέκνου σου. Σύμπασχε και συναγωνίζου μετ’ αυτού έως ότου σωθή, διότι εγώ έχω τας φροντίδας των πολλών και δεν ευρίσκω καιρόν». Παραλαβών λοιπόν αυτόν ο Πετρώνιος συνειργάζετο μετ’ αυτού εις το εργόχειρον των ψαθίων και από κοινού ενήστευον και προσηύχοντο ως έπρεπε, έκτοτε δε ο Σιλβανός υπετάσσετο εις όλα εις τον Γέροντά του, τόσον ώστε ουδέ φύλλον λαχάνου δεν έτρωγε χωρίς την βουλήν του Γέροντος. Και τόσην ταπείνωσιν και πραότητα απέκτησεν, ώστε δεν ήγειρε τους οφθαλμούς να ίδη τινά, ουδέ ήνοιγε το στόμα να ομιλήση. Ηγρύπνει, προσηύχετο, έκαμνε μετανοίας, κατά δε την νύκτα ολίγον μόνον εκοιμάτο και πάλιν καθήμενος εις το μέσον του κελλίου. Αλλά διατί να μακρηγορούμεν; Όντως άξιος δούλος του Θεού και σκεύος εκλεκτόν εγένετο ο θαυμάσιος και τόσον αγώνα έκαμνε δια την σωτηρίαν της ψυχής του τότε, ώστε εγένετο δι’ όλους τύπος και υπόδειγμα εις πάσαν αρετήν και ευλάβειαν. Κατά δε την ταπεινοφροσύνην περισσότερον έλαμψε και δεν έλειψαν από τους οφθαλμούς του τα δάκρυα, μετά την θείαν αυτού αλλοίωσιν, τόσον ώστε και την ολίγην τροφήν, την οποίαν έτρωγε, περιέχυνε με δάκρυα ο τρισμακάριος. Όταν δε ενουθέτουν αυτόν οι αδελφοί να μη κλαίη, όταν βλέπη ξένον πρόσωπον, απεκρίνετο λέγων· «Πιστεύσατέ με, ότι πολλάκις ηθέλησα να παύσω τα δάκρυα, αλλά δεν ηδυνήθην». Οι δε αδελφοί έλεγον προς αυτόν· «Αδελφέ, όταν είσαι μόνος εις τον Ναόν ή εις το κελλίον σου ή εις άλλον τόπον, κλαίε όσον δύνασαι· αλλά όταν ευρίσκεσαι μετ’ άλλων ανθρώπων, κράτει τα δάκρυα, δια να μη κριθής ως υποκριτής και κενόδοξος. Διότι δύναται η ψυχή να κλαίη χωρίς τα εξωτερικά δάκρυα. Πλην, ειπέ μας, όσην ώραν κλαίεις, τι συλλογίζεσαι»; Έλεγε δε προς αυτούς ο μακάριος Σιλβανός· «Βλέπω ότι σεις οι άγιοι άνθρωποι υπηρετείτε εμέ τον πόρνον και φλύαρον, όστις δεν είμαι άξιος να νίψω τους πόδας σας και φοβούμαι μήπως σχισθή η γη και με καταπίη ως τον Δαθάν και Αβειρών. Διότι έως προχθές σας παρώργιζον και εκινδύνευον να με διώξετε, ως αποστάτην του αγίου Σχήματος. Δεν ημπορώ δε να κρατήσω τα δάκρυα συλλογιζόμενος το πυρ της αιωνίου κολάσεως, εις το οποίον μέλλω να κατακριθώ ο αναίσχυντος, εάν δεν πράξω αρκετήν και ανάλογον μετάνοιαν, κατά τας ανομίας, τας οποίας ετέλεσα». Ταύτα ακούων εχαίρετο ο μέγας Παχώμιος και εβεβαίωνεν όλην την αδελφότητα, λέγων· «Γνωρίζετε, ότι εις μόνον ευρίσκεται μεταξύ όλων ημών, όστις φυλάττει ακριβώς την μοναδικην πολιτείαν, καθώς πρέπει, ο τρισμακάριος. Διότι, καθώς όταν βαφή το λευκόν μαλλίον εις πολύτιμον πορφύραν, η βαφή του πλέον δεν εξαλείφεται, ούτω και η ψυχή τούτου του τρισμάκαρος αδελφού μας εβάφη δια του Αγίου Πνεύματος και η Χάρις Αυτού δεν αφανίζεται πλέον». Οι δε ακούοντες, άλλοι μεν ενόμιζον, ότι έλεγε δια τον Θεόδωρον, άλλοι δια τον Πετρώνιον και έτεροι δια τον Ωρσίσιον. Ερωτήσαντες όθεν τον Όσιον ο τε Θεόδωρος και πάντες οι πρόκριτοι, να φανερώση εις αυτούς τον επαινούμενον, απεκρίθη· «Επειδή γνωρίζω, ότι πράγματι δεν μέλλει να κενοδοξήση ο τόσον άξιος κατά την αρετήν, αλλά μάλλον, ως ταπεινόφρων, θα μέμφεται και θα περιφρονή έτι περισσότερον αυτό που θα σας είπω, δια τούτο θέλω να τον γνωρίζετε, δια να μιμηθήτε και σεις τους τρόπους του. Διότι, συ Θεόδωρε και οι άλλοι, οίτινες αγωνίζεσθε επί τόσον καιρόν εις το Μοναστήριον, κατά μεν τους χρόνους και την άσκησιν είσθε πατέρες του και πρεσβύτεροι, κατά δε το βάθος της ταπεινώσεως και το καθαρόν της συνειδήσεως είναι ούτος μέγας και σας υπερβάλλει. Διότι σεις μεν εδέσατε ως στρουθίον τον διάβολον και καθ’ εκάστην καταπατείτε αυτόν ως χουν υπό τους πόδας σας. Αλλ’ εάν αμελήσετε ολίγον, θαρρούντες ότι ενικήσατε αυτόν τελείως, φεύγει από τους πόδας σας και σας πολεμεί πάλιν. Ο δε νεώτερος Σιλβανός, συνέχισε λέγων ο Όσιος, αφ’ ότου ηθέλομεν να τον εκδιώξωμεν δια την ακρασίαν και αμέλειάν του, ούτως εξουθένωσε τον δαίμονα δια της υπερβολικής του ταπεινοφροσύνης, τόσον ώστε δεν δύναται πλέον ούτος να εγείρη κατ’ αυτού κανένα πόλεμον. Διότι δι’ όλης του της ψυχής και της διανοίας νομίζει τον εαυτόν του αχρείον, ευτελή και αναξιώτερον όλων ημών, δια τούτο και έχει το δάκρυ ανά πάσαν στιγμήν έτοιμον και διαρκές. Ώστε, σεις μεν, δια της γνώσεως, της υπομονής και των άλλων αγώνων κατά των δαιμόνων, υπερβάλλετε τούτον. Ούτος δε, δια της ταπεινοφροσύνης, επέταξεν εις τα ουράνια και δεν δύνασθε να τον φθάσετε, διότι άλλη αρετή δεν ταπεινώνει τοσούτον τον διάβολον, όσον η εξ όλης ψυχής ταπεινοφροσύνη, η συνυπάρχουσα μετά της γνώσεως, της πράξεως και της διακρίσεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπον λοιπόν ο μακάριος Σιλβανός, επί οκτώ χρόνους αγωνισάμενος, μετά την θαυμασίαν και οσίαν εκείνην αλλοίωσιν, εν ειρήνη ετελειώθη, τελέσας τον καλόν αγώνα εν Κυρίω και δρόμον τον ένθεον. Εμαρτύρησε δε εν φόβω Θεού ο μέγας Παχώμιος, ότι είδε πλήθος αναρίθμητον Αγίων Αγγέλων, οίτινες παρέλαβον την μακαρίαν αυτού ψυχήν εν χαρά μεγίστη και ψαλμωδία αρρήτω και ωδήγησαν αυτήν προς τον Θεόν, ως θυσίαν εκλεκτήν και ευώδες θυμίαμα. Ημέραν δε τινά, μεταβάς ο μέγας Παχώμιος εις άλλην Μονήν δια να ίδη τους αδελφούς, έτυχε να εύρη εκεί νεκρόν τινά, τον οποίον εκράτουν βαδίζοντες πέριξ του Μοναστηρίου και ψάλλοντες. Ο Όσιος όμως επρόσταξε να εκδύσουν αυτόν και να κάψουν όλα τα ενδύματά του, το δε λείψανον να θάψη εις ιδιώτης, χωρίς να ψαλή. Τότε οι Προεστώτες της Μονής και οι συγγενείς του θανόντος έπεσον προ των ποδών του Οσίου, παρακαλούντες αυτόν να συγχωρήση να τον ψάλουν. Αλλ’ ούτος δεν ηθέλησεν. Οι γονείς λοιπόν του νεκρού εφώναζαν προς τον Όσιον, κλαίοντες πικρώς και λέγοντες· «Διατί δεικνύεις τόσην ωμότητα και ασπλαγχνίαν προς ένα νεκρόν, εύσπλαγχνε; Τίνος βαρβάρου, βλέποντος τον εχθρόν του νεκρόν και άφωνον, δεν μαλάσσεται η καρδία; Ας μη ήθελε γεννηθή εις τον κόσμον ούτος ο άθλιος υιός μας ή ας μη ήρχεσο εδώ σήμερον η αγιωσύνη σου, να προξενήση τοιαύτην οδύνην και όνειδος εις το γένος μας. Ο δε Όσιος είπεν ησύχως προς αυτούς· «Πιστεύσατέ με, αδελφοί, ότι εγώ ευσπλαγχνίζομαι αυτόν περισσότερον από εσάς και, ως πατήρ φιλότεκνος, φροντίζω δια την σωτηρίαν του. Αλλά, κατά τας πράξεις του, μήτε να ενταφιασθή δεν επετρέπετο και, εάν τον ψάλουν, η ψυχή του θέλει κατακρημνισθή εις περισσοτέραν κόλασιν και θα σας καταράται. Εγώ δε θα ευρεθώ προ του Θεού ως ανθρωπάρεσκος, διότι, δια να ευχαριστήσω σας, δεν έπραξα δια την ψυχήν του το συμφερώτερον. Διότι ο πολυέλεος Θεός είναι πηγή αστείρευτος αγαθότητος και ζητεί από ημάς μικράν προσφοράν, ίνα χορηγήση τα ρείθρα της ελεημοσύνης και της χρηστότητος Αυτού. Δια τούτο πρέπει, ημείς οι πνευματικοί ιατροί, να δίδωμεν κατά το πάθος και το φάρμακον. Όθεν, σας παρακαλώ, να ακουσθή ο λόγος μου, δια να λυτρωθή ούτος ο νεκρός από την μέλλουσαν κόλασιν. Διότι πολλάκις ενουθέτησα αυτόν, αλλά δεν υπήκουσεν. Ούτω, ακουσθέντος του λόγου του Οσίου, ενεταφίασαν αυτόν άψαλτον. Τούτο δε έπραξεν ο πάνσοφος, όχι μόνον δια την σωτηρίαν του νεκρού, αλλά και δια τους ζώντας, ώστε να φοβηθούν και να διάγωσιν εναρέτως. Τούτους δε εδίδαξε, παραμείνας εις την Μονήν εκείνην ημέρας τινάς, προς το συμφέρον των. Ενώ δε ευρίσκετο εκεί, εμήνυσαν εις τον Όσιον εξ άλλης Μονής, Χηνοβοσκός καλουμένης, ότι εις αδελφός ευρίσκετο βαρέως ασθενής και επόθει να λάβη την ευλογίαν του. Ο δε Όσιος εξεκίνησεν ευθύς και όταν περιεπάτησε δύο μίλια, ήκουσε θείαν φωνήν. Ατενίσας δε προς τα άνω, είδε την ψυχήν τού αδελφού εκείνου, όστις τον προσεκάλει, οδηγουμένην εις ουρανούς υπό ψαλλόντων Αγίων Αγγέλων. Εκείνοι δε οίτινες ηκολούθουν τον Όσιον, δεν έβλεπον ούτε ήκουον τίποτε. Όθεν έλεγον προς αυτόν· «Διατί εσταμάτησες, Πάτερ; Ας υπάγωμεν ταχέως να προφθάσωμεν αυτόν πριν ή απέλθη προς Κύριον». Ο δε Όσιος είπε προς αυτούς· «Ο αδελφός ετελεύτησε και βλέπω αυτόν τώρα απερχόμενον εις τον Παράδεισον. Επιστρέψατε λοιπόν εις το Μοναστήριον». Τότε παρεκάλεσαν αυτόν και διηγήθη το όραμα. Επιστρέψαντες δε εις την Μονήν ηρώτησαν ακριβώς την ώραν κατά την οποίαν ο αδελφός εκοιμήθη και εύρον, ότι ήτο ακριβώς η ώρα εκείνη κατά την οποίαν ο Όσιος έβλεπε την οπτασίαν. Άλλην φοράν ο Όσιος έμεινεν εις την Εκκλησίαν από της ενάτης ώρας και προσηύχετο έως της ώρας του Όρθρου, δεόμενος εις τον Θεόν να αποκαλύψη εις αυτόν την κατάστασιν των μελλόντων αδελφών. Ήτοι οποίας γνώμης και αρετής μέλλει να είναι οι μεταγενέστεροι Μοναχοί. Και κατά την ώραν του μεσονυκτίου είδε φως αστράπτον. Ελθών δε εις έκτασιν, ήκουσε φωνήν λέγουσαν, ότι θα πληθύνουν εις όλον τον κόσμον τα Μοναστήρια, ίνα πολιτεύωνται οι Μοναχοί ευσεβώς, αλλά δεν θα είναι τόσον ενάρετοι. Ταύτα δε ενώ ήκουεν, εφάνη εις τον Όσιον ότι είδεν εις πεδιάδα ξηράν λάκκον βαθύτατον και πλήθος Μοναχών αναρίθμητον, οίτινες περιεπάτουν ταχέως, αλλά, λόγω του σκότους, έπιπτον ο εις επί του άλλου και δεν εγνωρίζοντο. Τινές δε εδοκίμαζον να ανέλθουν προς τα άνω, αλλά δεν ηδύναντο. Όθεν εκ του κόπου έπιπτον. Άλλοι πάλιν, όσοι ήσαν επί του άνω μέρους της κοιλάδος, εκρημνίζοντο εις τον κατήφορον. Έτεροι δε, πολύ ολίγοι, εξήρχοντο εκ του λάκκου εκείνου με πολύν κόπον και βάσανον και όταν έφθαναν εις τα άνω εύρισκον φως, εντός του οποίου εισερχόμενοι έχαιρον, ευχαριστούντες τον Κύριον. Εκ τούτου του οράματος εγνώρισεν ο Όσιος Παχώμιος την κατάστασιν των μεταγενεστέρων Μοναχών. Ότι θα ήσαν αμελείς εις το αγαθόν και απρόκοποι και ότι δεν θα έχουν καλούς Ποιμένας, αλλ’ αναξίους και άφρονας, οίτινες δεν θα φροντίζουν δια την σωτηρίαν των υποτασσομένων, αλλά μόνον να συναθροίζουν χρήματα και κτήματα και να κάμνουν τας κακάς επιθυμίας των. Να ορίζουν τους απλουστέρους δια της βίας, με τρόπον τυραννικόν, οι δε αγαθοί και ταπεινόφρονες να μη έχουν καθόλου παρρησίαν. Περίλυπος λοιπόν δια ταύτα γενόμενος ο μέγας Παχώμιος, εβόησε προς τον Θεόν, λέγων· «Κύριε Παντοκράτορ, εάν μέλλη να γίνουν εκείνα τα οποία μοι απεκάλυψες, διατί συνεχώρησες να γίνωνται τα Κοινόβια; Εις μάτην λοιπόν εκοπίασα και ακαίρως εβασανίσθην; Μνήσθητι των κόπων των αδελφών, οίτινες εν όλη τη ψυχή των δια το όνομά Σου εταπεινώθησαν. Ενθυμού, Κύριε, ότι μοι υπεσχέθης να μη λείψη, έως της συντελείας του αιώνος, το πνευματικόν σπέρμα μου. Γνωρίζεις, Δέσποτα, ότι από της στιγμής αφ’ ης περιεβλήθην το Σχήμα του Μοναχού, ούτε άρτον ούτε ύδωρ ούτε άλλο αγαθόν της γης εχόρτασα». Όταν είπε τούτους τους λόγους, ήκουσε φωνήν παρά του Δεσπότου, λέγουσαν· «Καυχάσαι, Παχώμιε; Ζήτησον συγχώρησιν, ίνα μη σοι καταλογισθή ο λόγος αυτός ως έπαρσις, διότι τα πάντα δια του ελέους μου οικονομούνται». Πεσών τότε ο Όσιος εις την γην, εζήτει συγχώρησιν, λέγων· «Κατάπεμψον επ’ εμέ το έλεός Σου, Παντοκράτορ Κύριε». Ούτω δε προσευχόμενος, είδε δύο Αγγέλους πλησίον αυτού και εν μέσω αυτών ένα νεώτερον, η όψις και η θεωρία του οποίου ήτο πολύ θαυμασία και ανεκλάλητος, εις δε την κεφαλήν έφερεν ακάνθινον στέφανον. Και είπον οι Άγγελοι· «Ούτος εστιν ο Μονογενής Υιός του Θεού, τον οποίον απέστειλεν εις τον κόσμον εξ απεράντου φιλανθρωπίας και σεις εσταυρώσατε Αυτόν». Τότε πάλιν έπεσε κατά πρόσωπον ο Όσιος, ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον, όστις είπε προς αυτόν· «Θάρσει, Παχώμιε, διότι η ρίζα του πνευματικού σου σπέρματος δεν θέλει λείψει ουδέποτε. Εκείνοι δε οι ολίγοι, οίτινες θέλουσι σωθή κατά τους εσχάτους εκείνους καιρούς, θέλουσιν απολαύσει τόσον μισθόν, όσον οι τέλειοι του καιρού τούτου. Διότι ούτοι έχουν σε διδάσκαλον και πολιτεύονται δια του παραδείγματός σου. Οι δε μεταγενέστεροι, ευρισκόμενοι εις τόπον ξηρόν και άνυδρον, πάσης αρετής αμέτοχον, εάν απομακρυνθούν από της κακίας του ψεύδους και έλθουν εις την αλήθειαν, ώστε να πολιτευθούν εναρέτως, χωρίς να οδηγήση τούτους άλλος τις, ει μη μόνον η καλή των προαίρεσις, αμήν, λέγω σοι, ότι μετά των τελείων, οίτινες πολιτεύονται τώρα αμέμπτως και αναμαρτήτως, θέλουσι συνταχθή και εκείνοι, ίνα ούτω λάβουν, έναντι του ολίγου κόπου αυτών, πλουσίαν ανταμοιβήν». Ταύτα ειπών ο Κύριος ανήλθεν εις ουρανούς. Ο δε Όσιος έμεινεν έκθαμβος και σιωπών! Ότε δε οι αδελφοί συνήχθησαν εις τον Όρθρον, εδίδαξεν αυτούς ικανώς μετά την απόλυσιν, να επιμελούνται της σωτηρίας της ψυχής των, γνωρίζοντες ότι η παρούσα ζωή είναι βραχεία και σύντομος και οι κόποι δι’ αυτήν πρόσκαιροι. Η δε μέλλουσα αιώνιος και τα αγαθά ταύτης πανευφρόσυνα και ανεκδιήγητα. Εις άλλον τόπον έζη Ασκητής τις πολύ ενάρετος και επίσημος, όστις, ακούσας τα του αγγελικού βίου του Παχωμίου, ήλθε προς αυτόν, παρακαλών να τον κρατήση εις το Κοινόβιον. Ο δε Όσιος Παχώμιος εδέχθη. Αφού λοιπόν έμεινεν ολίγον καιρόν μετά των αδελφών, επεθύμησε να μαρτυρήση δια τον Κύριον και παρεκάλει πολλάκις τον Όσιον να επιτρέψη τούτο. Όμως ο Όσιος δεν συγκατετίθετο, αλλ’ ενουθέτει αυτόν εν σωφροσύνη, ως έμπειρος, λέγων· «Αδελφέ, επειδή τώρα δεν υπάρχουν βασιλείς ειδωλολάτραι, αλλ’ ο Κωνσταντίνος ο ευσεβέστατος, τις σε αναγκάζει να επιζητήσης να λάβης το Μαρτύριον; Υπόμεινον τον αγώνα της ασκήσεως και φύλαττε τας εντολάς του Κυρίου αόκνως, ίνα συναριθμηθής εις την Βασιλείαν των ουρανών μετά των Αγίων». Ταύτα συνεβούλευεν ο γνωστικός Παχώμιος. Αλλ’ ο ασύνετος εκείνος δεν επείθετο και καθ’ εκάστην ηνώχλει τον Όσιον ίνα επιτρέψη τούτο. Ούτος δε πάλιν έκλειε το στόμα αυτού, λέγων· «Φυλάττου, αδελφέ, μη σε πλανήση ο διάβολος και, αντί να μαρτυρήσης, γίνης αρνητής του Χριστού και καταπέσης εις την απώλειαν». Μετά δύο ημέρας ο Όσιος απέστειλε δύο Μοναχούς εις εν χωρίον των άνω μερών, δια να συλλέξουν χόρτον δια τα ψαθία. Ούτοι δε ηργοπόρησαν να επιστρέψωσι, διότι έκοπτον χόρτον εις μίαν νήσον όπου εύρον πολύ τοιούτον. Ο δε Άγιος έστειλε τον ως άνω Ασκητήν, τον ποθούντα το Μαρτύριον, να φέρη προς αυτούς τροφήν, την οποίαν εφόρτωσεν επί όνου. Ότε δε έφθασεν εις την έρημον, εύρεν εκεί Βλεμίους τινάς, οίτινες κατήλθον εκ του όρους δια να προμηθευθώσιν ύδωρ και ιδόντες αυτόν έδεσαν τας χείρας του και τον ωδήγησαν εις τους άλλους, μετά του όνου, χαίροντες. Εκεί τον ηνάγκαζον να θυσιάση εις τους δαίμονας. Ούτος δε, κατ’ αρχάς μεν αντετάχθη, κατόπιν όμως ενέδωσε. Διότι όταν εκείνοι έσφαζον τα ζώα και έκαμνον θυσίαν, έδραμον μετά των ξίφων των εναντίον του και ηπείλουν αυτόν δια θανάτου, εάν θα ηρνείτο να θυσιάση και αυτός εις τα είδωλα. Δειλιάσας λοιπόν, ο δείλαιος, προ του προσκαίρου θανάτου, επροτίμησε να κατακριθή, θυσιάσας εις τον όνον. Φαγών δε και κρέας από τα ειδωλόθυτα, ηθέτησε τον Δεσπότην Χριστόν, ο άχρηστος. Ακολούθως, επειδή δεν εδέχετο να μείνη μετ’ αυτών, τον απέλυσαν . Ενώ δε κατήρχετο εκ του όρους, ησθάνθη την ανομίαν του ή, μάλλον ειπείν, την ασέβειάν του και σχίσας τα ράσα του έδερε το πρόσωπον και ήρχισε να τρέχη προς το Μοναστήριον, κλαίων και οδυρόμενος. Πληροφορηθείς, δια της θείας Χάριτος, την υπόθεσιν ο Όσιος, εξήλθε περίλυπος δια να τον συναντήση. Ως δε είδεν ούτος τον Όσιον, έπεσεν εις την γην κατά πρόσωπον, δακρύων και λέγων· «Ήμαρτον, Πάτερ, εις τον Θεόν και εις την αγιωσύνη σου. Δεν ήκουσα την αγαθήν συμβουλήν σου!» Ο Όσιος είπε τότε προς αυτόν· «Ω, πόσων αγαθών εστερήθης, άθλιε, και πως εστερήθης του στεφάνου του Μαρτυρίου! Ο Δεσπότης Χριστός ήτο εκεί παρών μετά των Αγίων Αγγέλων και είχεν έτοιμον εις την δεξιάν Αυτού το της νίκης διάδημα, ίνα στέψη, δια τούτου, την κεφαλήν σου, εάν έκαμνες υπομονήν και έκοπτον αυτήν οι βάρβαροι. Όμως συ εφοβήθης τον θάνατον, όστις και αύριον θα έλθη και ηρνήθης τον γλυκύτατον Δεσπότην, ανόητε! Όθεν, απολέσας ζωήν αιώνιον, εκληρονόμησες κόλασιν ατελεύτητον! Που είναι ο πόθος, τον οποίον είχες να λάβης το Μαρτύριον»; Ενώ δε έλεγε ταύτα ο Όσιος, ο τάλας εκείνος έκλαιεν εξ όλης καρδίας λέγων· «Ήμαρτον, Πάτερ. Δεν δύναμαι να υψώσω τους οφθαλμούς μου προς τον ουρανόν. Απώλεσα την ελπίδα της σωτηρίας μου». Ενώ ταύτα και άλλα πλείονα έλεγεν εκείνος, είπε πάλιν ο Όσιος· «Συ μεν, άθλιε, ως προς σε, εγένεσο αλλότριος του Θεού τελείως αποξενωθείς απ’ Αυτού. Εκείνος όμως ως πολυέλεος και πανάγαθος δύναται να βυθίση τας αμαρτίας μας εις το πέλαγος της ευσπλαγχνίας Αυτού, διότι δεν επιθυμεί τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά την μετάνοιαν αυτού. Δια τούτο μη έλθης εις απόγνωσιν. Διότι εάν με ακούσης, έχεις ελπίδα σωτηρίας. Όπως δηλαδή το δένδρον, όταν το κόψης, με τον καιρόν πάλιν αναβλαστάνει και γίνεται ως και πρότερον, ούτω και συ, δια της υπακοής, δύνασαι να επανέλθης εις την προτέραν κατάστασιν». Ο δε Ασκητής εκείνος μεγαλοφώνως έκλαιε, λέγων· «Υπακούω εις σε, Πάτερ, από της στιγμής ταύτης και υπόσχομαι να μη απομακρυνθώ πλέον εξ όσων προστάζεις». Τότε ο Όσιος έκλεισεν αυτόν εις κελλίον ήσυχον και επρόσταξε να μη ομιλήση με κανένα. Να τρώγη ανά δύο ημέρας άρτον ξηρόν και ύδωρ. Να αγρυπνή προσευχόμενος, όσον δύναται, να πλέκη δύο ψάθας την ημέραν και να μη λείψουν από των οφθαλμών αυτού ουδέ μίαν στιγμήν τα δάκρυα. Έπραξε λοιπόν ο αδελφός καθώς προσετάχθη, μάλιστα δε και εδιπλασίασε τα προσταχθέντα, τρώγων μόνον δις της εβδομάδος και ούτε μετ’ άλλου τινός συνωμίλει, εκτός του ηγιασμένου Θεοδώρου, και τούτο δια να μη απολέση το λογικόν του. Ούτω, κλαίων καθ’ εκάστην την ανομίαν του και καλώς αγωνισθείς δια της Χάριτος του Χριστού επί χρόνους δώδεκα, απήλθε προς Κύριον μετά χρηστών ελπίδων, καθώς εμαρτύρησεν εις τον Θεόδωρον ο μέγας Παχώμιος. Νύκτα δε τινα, ενώ ο Όσιος περιεπάτει μετά του Θεοδώρου, είδον εις το μέσον του Μοναστηρίου γυναίκα ωραιοτάτην, της οποίας το κάλλος, το σχήμα και η όλη φαντασία τόσον ετάραξαν τον Θεόδωρον, ώστε ηλλοιώθη κατά πρόσωπον. Ιδών δε ο Όσιος τούτον ούτω δειλιάσαντα, είπε προς αυτόν· «Έχε θάρρος εις τον Θεόν, Θεόδωρε, και μη φοβείσαι». Τότε προσηυχήθησαν και οι δύο προς τον Θεόν να εξαφανισθή η φαντασία εκείνη από των οφθαλμών των. Όσον δε ούτοι προσηύχοντο, τόσον εκείνη επλησίαζεν αυτούς, προ δε ταύτης έτρεχον αναρίθμητοι δαίμονες. Εγγίσασα δε τους Αγίους, είπε προς αυτούς· «Μη κοπιάζετε αδίκως, διότι δεν δύνασθε προς το παρόν να με διώξετε, επειδή ο Παντοκράτωρ Θεός μοι έδωκεν εξουσίαν να ενοχλώ όσους θέλω». Ηρώτησε τότε ο Παχώμιος· «Τις είσαι και πόθεν και τίνα ήλθες να ενοχλήσης»; Η δε γυνή εκείνη απεκρίθη· «Εγώ είμαι η θυγάτηρ του διαβόλου και όλη η δύναμις αυτού. Διότι όλοι οι δαίμονες εμέ υπηρετούν. Έλαβον δε εξουσίαν να πολεμήσω κατά σου, Παχώμιε. Διότι ουδείς με εξενεύρισεν ως συ, όστις συναθροίζεις κατ’ εμού τόσον πλήθος νέων και γερόντων και μετέβαλες εις πόλιν την έρημον και με τον φόβον του Θεού περιετείχισες τούτους τόσον, ώστε να μη δύνανται να ενοχλήσουν αυτούς οι υπηρέται μου. Αλλά ταύτα πάντα συνέβησαν εις εμέ εξ αιτίας του ενανθρωπήσαντος Κυρίου, όστις σας έδωκεν εξουσίαν να καταπατήτε την δύναμίν μας και να μας εμπαίζετε». Ηρώτησε πάλιν ο Παχώμιος· «Εμέ λοιπόν ήλθες να ενοχλήσης ή και άλλους εκ της ποίμνης μου»; Απεκρίθη εκείνη· «Σε και τον Θεόδωρον. Πλην, αν και έλαβον την εξουσίαν, πάλιν δεν τολμώ να σας ενοχλήσω. Διότι γνωρίζω, ότι σας προσφέρω περισσοτέραν ωφέλειαν ή βλάβην. Μάλιστα προς σε, Παχώμιε, όστις ηξιώθης να ίδης δια των σωματικών οφθαλμών την άρρητον δόξαν του Θεού. Αλλά μετά τον θάνατόν σας, θα έχω άδειαν να χορεύω εν μέσω των Μοναχών σας, διότι εκείνοι θα είναι αμελείς και ράθυμοι». Απήντησε τότε ο Όσιος· «Ψεύδεσαι κατά της ανοσίας σου κεφαλής. Συ προγνωστικόν δεν έχεις. Πως λοιπόν γνωρίζεις τα μέλλοντα, τα μήπω γενόμενα, τα οποία μόνος ο Θεός γνωρίζει»; Η δε γυνή εκείνη απεκρίθη· «Εκ προγνώσεως μεν δεν γνωρίζω τίποτε, αλλ’ εκ της σκέψεως και της πείρας μου, εκ των παρελθόντων εικάζω τα μέλλοντα. Εγνώρισα λοιπόν, ότι πάσα πράξις αγαθή άρχεται με ζέσιν και προθυμίαν, όταν όμως παρέλθη καιρός, ο ζήλος αρχίζει ολίγον κατ’ ολίγον να ψυχραίνεται, έως ότου από της αμελείας περιπίπτει εις την καταφρόνησιν». Λέγει πάλιν ο Όσιος· «Εάν έχης τοιαύτην δύναμιν και υποτάσσονται εις σε όλοι οι δαίμονες, εδώ είμεθα και πολέμησόν μας». Εκείνη δε πάλιν απεκρίθη· «Σοι είπον ότι, αφού εφάνη εις την γην η παντοκρατορική του Εσταυρωμένου δύναμις, ημείς εξενευρίσθημεν και παίζουσιν ημάς ως στρουθία οι δούλοι του. Ητονίσαμεν ως αδύνατοι, όμως δεν αδιαφορούμεν, ούτε παύομεν να σας πολεμούμεν. Διότι η φύσις μας είναι άϋπνος και σπείρομεν την κακίαν μας εις την ψυχήν του αγωνιστού. Εάν δε ίδωμεν, ότι υποδέχεται ταύτην, εκκαίομεν εντός αυτού την επιθυμίαν έτι περισσότερον. Αν δε ο προσβαλλόμενος δεν υποδεχθή την προσβολήν με γλυκύτητα, ευθύς αφανιζόμεθα ως καπνός διαλυόμενος εις τον αέρα. Πλην δεν μας συγχωρεί ο Θεός να πολεμούμεν εναντίον όλων, αλλά μόνον κατά των τελείων προς δόξαν αυτών και περισσοτέραν ανταμοιβήν. Διότι, αν μας έδιδε την άδειαν να πολεμούμεν άπαντας, πολλούς εκ της ποίμνης σου ηθέλομεν πλανήσει». Τότε ο μακάριος ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτής και επιτιμήσας ταύτην επρόσταξε να φύγη και να μη πλησιάση εις τα Μοναστήριά του ποτέ πλέον. Πρωϊας δε γενομένης εσύναξεν όλους τους Γέροντας και ανήγγειλεν εις αυτούς όσα είδε και ήκουσε παρά του ολεθρίου εκείνου δαίμονος. Έγραψε δε ταύτα και προς τα άλλα Μοναστήρια προς ωφέλειάν των. Διερχόμενος ποτε ο Όσιος τα κελλία της Μονής, προς επίσκεψιν των αδελφών, συνήντησε Ρωμαίον τινά, έχοντα μέγα αξίωμα, όστις ωμίλει μόνον δύο γλώσσας. Την Λατινικήν και την Ελληνικήν. Ο δε Παχώμιος δεν εγνώριζεν ει μη μόνον την Αιγυπτιακήν και ούτω ο εις δεν ηννόει τι έλεγεν ο άλλος. Όθεν ο Όσιος εκάλεσε διερμηνέα. Κατά δε την συνομιλίαν έλεγεν ο Ρωμαίος, ότι είχε πόθον πολύν να εξομολογηθή εις τον Όσιον, αλλά διερμηνέα δεν ήθελεν. Είπε τότε ο Όσιος εις τον διερμηνέα να αναχωρήση. Και αφού τούτο εγένετο, ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν, παρακαλών τον Θεόν μετά πίστεως, ίνα δωρήση εις αυτόν την χάριν των Αποστόλων Αυτού, να ομιλή όλας τας γλώσσας, δια να ωφελή τας ψυχάς των προσερχομένων. Ταύτα προσευχηθέντος επί τρεις ώρας θερμότατα, κατήλθεν εξ ουρανών εις τας χείρας του μία επιστολή. Ως δε ανέγνωσε τα γεγραμμένα εις αυτήν, ω του θαύματος! ελάλει όλας τας γλώσσας, χωρίς καμμίαν δυσκολίαν. Ήρχισε τότε να συνδιαλέγεται μετά του Ρωμαίου εις την Ελληνικήν και την Λατινικήν. Και εθαύμασεν ο Ρωμαίος και ωμολόγησεν, ότι ο Όσιος υπερέβαλλεν όλους τους σοφούς και ρήτορας. Ούτω διώρθωσεν αυτόν ο Όσιος και εδεήθη προς Κύριον υπέρ αφέσεως των αμαρτιών αυτού, ορίσας δε εις αυτόν και τον πρέποντα κανόνα και συγχωρήσας αυτόν, ανεχώρησε. Την επαύριον, μεταβάς εις την Μονήν του Χωσέως, είδεν εν τω μέσω της Μονής μεγάλην συκήν, επί της οποίας ανήρχοντο οι διαβαίνοντες εκείθεν και έτρωγον τα σύκα κρυφίως. Όταν λοιπόν επλησίασεν, είδεν εις την κορυφήν της συκής καθήμενον δαίμονα και ηννόησεν ότι ούτος ήτο το πνεύμα της γαστριμαργίας, το οποίον επλάνα τους ξένους να αναβαίνωσιν εις την συκήν. Όθεν, καλέσας τον κηπουρόν, ονόματι Ιωνάν, είπε προς αυτόν· «Αδελφέ, κόψον την συκήν, διότι γίνεται σκάνδαλον εις όσους δεν έχουν γνώμην σταθεράν. Είναι δε εξ άλλου και άπρεπον να ευρίσκεται αύτη εις το μέσον του Μοναστηρίου». Ταύτα ακούσας ο Ιωνάς ελυπήθη πολύ, διότι αυτός εφύτευσε την συκήν καθώς και όλα τα άλλα δένδρα και είπε προς τον Όσιον· «Μη κόψης αυτήν, Πάτερ μου, διότι πολύν καρπόν δίδει εις τους αδελφούς». Όθεν, δια να μη λυπήση αυτόν ο Όσιος και επειδή εγνώριζε τας αρετάς του Γέροντος, δεν την έκοψεν. Όμως την επομένην εξηράνθη η συκή και δεν απέμεινεν επ’ αυτής ούτε εν φύλλον. Τούτο το θαυμάσιον ιδών ο Ιωνάς μεγάλως ελυπήθη. Όχι δια την απώλειαν της συκής, αλλ’ επειδή παρήκουσε και δεν έκοψεν αυτήν, ευθύς με τον λόγον του Προεστώτος, έκλαιε δε την αμαρτίαν ταύτην έως τέλους της μακαρίας ζωής του. Αφ’ ότου δε έκοψε την συκήν ο τρισμακάριος, ποτέ πλέον δεν έφαγε καρπόν εκ των δένδρων ουδέ οπώραν, καθ’ όλους τους ογδοήκοντα πέντε χρόνους καθ’ ους έμεινεν εις το Μοναστήριον, αλλά έδιδε μόνον εις τους άλλους αδελφούς και τους ξένους, οίτινες και έτρωγον εν αφθονία. Ούτος δε ειργάζετο εις τους κήπους καθ’ όλην την ημέραν και το εσπέρας, μετά την δύσιν του ηλίου, έτρωγε και καθήμενος επί του σκαμνίου έπλεκε σχοινία, προσευχόμενος έως την ώραν του Όρθρου, οπότε μετέβαινεν ίνα κτυπήση το σήμαντρον. Ως δε ήθελε νυστάξει, ελάμβανεν ολίγον ύπνον δια την ανάγκην της φύσεως, ούτω καθήμενος και κρατών το σχοινίον εις χείρας του, το οποίον έπλεκεν εν τω σκότει, άνευ λύχνου. Επειδή δε εγνώριζεν από μνήμης τας θείας Γραφάς, απήγγελλε ταύτας πλέκων. Η τροφή του ήτο, καθ’ όλην του την ζωήν, άρτος και όξος με ωμά λάχανα. Παρασκευασμένον δε φαγητόν ουδέποτε έφαγεν, αλλ’ ούτε και ησθένησεν. Είχε δε και ένα μανδύαν, τον οποίον εφόρει μόνον όταν μετελάμβανε των θείων Μυστηρίων. Αλλά και δια πλείστων άλλων αξιεπαίνων αρετών εκοσμείτο ούτος ο μακάριος, τας οποίας παραλείπομεν, χάριν συντομίας. Παρέδωσε δε εις Κύριον την ψυχήν του ο μακάριος Ιωνάς καθήμενος επί του σκαμνίου και πλέκων το σχοινίον. Δεν ετελειώθη δε εξαίφνης, αλλ’ ησθένησεν ολίγον και εγνώρισεν ότι ήλθε το τέλος αυτού. Παρά τούτο δεν ηθέλησε να μεταβή εις νοσοκομείον, δια να μη υπηρετηθή υπό άλλου, ούτε να φάγη εξ εκείνων των τροφών τας οποίας έτρωγον οι ασθενείς, ούτε και να αναπαυθή επί στρώματος. Ουδέ καν εκεί, κάτωθεν του δίφρου επί του οποίου εκάθητο, εδέχθη να θέσουν μαλακόν προσκεφάλαιον, δια να μη έχη ανάπαυσιν πρόσκαιρον, ίνα ούτως απολαύση την αιωνίαν ανάπαυσιν, της οποίας και έτυχεν ο τρισμακάριος, απολανβάνων τώρα τας πλουσίας αμοιβάς των καμάτων αυτού και εκεί ευφραινόμενος. Ο θείος Παχώμιος έκτισε ποτέ, με πολλήν επιμέλειαν, Εκκλησίαν εις το Μοναστήριον, εις την οποίαν κατεσκεύασε στύλους δια πλίνθων και ηυτρέπισε ταύτην όσον ηδύνατο. Έπειτα, βλέπων ταύτην τόσον ωραίαν, ηυχαριστήθη και ηρέσκετο να λέγη ότι την κατεσκεύασε τόσον ωραίαν. Διαλογιζόμενος όμως, ότι το να θαυμάζη και να χαίρη δια την ωραιότητα του έργου του ήτο ενέργεια δαιμονική, έδεσε τους στύλους με σχοινία και αναπέμψας μυστικώς προσευχήν, επρόσταξε τους αδελφούς και έσυρον ταύτα ολίγον, έως ότου οι στύλοι εστράβωσαν. Τούτο δε τελέσας, είπε προς τους αδελφούς· «Σας παρακαλώ, να μη αγωνίζεσθε να καλλωπίζετε το έργον των χειρών σας, δια να μη παρασύρεται ο νους σας εις τον έπαινον του έργου και καταστή ούτω θήρα του δαίμονος. Διότι διόλου δεν πρέπει να προσέχωμεν εις το κάλλος των φθαρτών τούτων πραγμάτων, αλλά να καταφρονούμεν ενδύματα, τροφάς και κελλία πολυτελή, ως και αυτά ακόμη τα βιβλία, όταν έξωθεν είναι ωραία. Επειδή το κάλλος του πιστού είναι αι εντολαί του Θεού. δια τούτο και ο πάγκαλος Ιωσήφ, όστις ήτο τόσον ωραίος, δεν επρόσεχεν εις το κάλλος του, ως φθαρτόν και εφήμερον, αλλά είχε την σωφροσύνην ως ωραιότητα, εξ ου και αιωνίως εβασίλευσεν. Ο δε Αμών, ο Αβεσσαλώμ και πλήθος άλλων, τερπόμενοι δια τας σωματικάς ωραιότητας και προτιμώντες και επιθυμούντες ταύτας, απωλέσθησαν δια κακού θανάτου». Ημέραν τινά ήλθον προς τον Όσιον Μοναχοί τινες αιρετικοί, οίτινες έφερον τρίχινα ενδύματα και είπον προς τινας Μοναχούς του Παχωμίου να είπωσιν εις τον Όσιον, ότι έστειλεν αυτούς ο πατήρ αυτών, ίνα, εάν ο Όσιος είναι άνθρωπος του Θεού, καθώς μαρτυρεί ο κόσμος, διέλθωσιν ομού τον ποταμόν πεζοπορούντες, δια να φανή τις ήτο εναρετώτερος. Ταύτα ακούσας ο Όσιος, ήλεγξε τους Μοναχούς αυτού ειπών· «Διατί εδώσατε ακρόασιν εις τοιαύτας φλυαρίας; Δεν γνωρίζετε, ότι τα τοιαύτα προβλήματα είναι αλλότρια προς τον Θεόν και όλως διόλου ξένα της ορθής Πίστεως; Ποίος νόμος του Θεού προστάσσει τοιαύτα τερατουργήματα»; Οι δε Μοναχοί είπον προς αυτόν· «Πως τολμά λοιπόν ο Μοναχός εκείνος, ο αιρετικός, να κάμνη τοιούτον θαυμάσιον»; Απήντησε τότε ο Όσιος· «Κατά συγχώρησιν Θεού συνεργεί ο διάβολος, δια να πλανά τους ανοήτους και να πιστεύωσιν εις αυτόν καθώς είναι γεγραμμένον· «Προς τους σκολιούς, σκολιάς οδούς αποστέλλει ο Θεός» (Παρ. κα:8). Υπάγετε λοιπόν και είπατε εις αυτούς, ότι ο πόθος του Παχωμίου δεν είναι να διέλθη τούτον τον ποταμόν, τον υδάτινον, αλλ’ εκείνον τον πύρινον, όστις μέλλει να με σύρη με βιαίαν ορμήν ενώπιον του θείου Βήματος, ίνα κριθώ υπό του Θεού επιεικώς ο πολυαμάρτητος. Δια τούτο φροντίζω και αγωνίζομαι. Αυτάς δε τας σατανικάς ενεργείας, τας οποίας σεις προβάλλετε, αποστρέφομαι». Ταύτα δε ειπών ο Όσιος, παρήγγειλεν εις τους αδελφούς να μη επιθυμήσουν ποτέ να ίδουν οπτασίαν ή αποκάλυψιν, ούτε δαίμονας, ούτε να ενοχλούν τον Θεόν δια τοιούτων αναρμόστων αιτήσεων, καθώς λέγει η Γραφή· «Ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου» (Δευτ. στ: 16). Αδελφός τις ηρώτησε τον μέγαν Παχώμιον· «Διατί, πριν μεν έλθη να μας ενοχλήση ο δαίμων, όταν έχωμεν σώον και πλήρες το φρόνημα, φιλοσοφούμεν, λόγου χάριν, δια την εγκράτειαν, ή δια την σωφροσύνην ή δια τας άλλας αρετάς, έπειτα δε, όταν έλθη η ώρα του πολέμου, δεν ημπορούμεν να κυριεύσωμεν εκείνο το πάθος, αλλά νικώμεθα οι άθλιοι και δεν εφαρμόζομεν τα φιλοσοφούμενα; Μη εφαρμόζοντες, επί παραδείγματι, κατά την ώραν του θυμού υπομονήν και μακροθυμίαν, ομοίως δε και δια τα λοιπά πάθη, ίνα νικήσωμεν αυτά δια των αντιθέτων αρετών»; Απεκρίθη ο Όσιος· «Διότι δεν έχομεν συμβαδίζουσαν πλήρως την πράξιν προς την θεωρίαν, δια της οποίας, ως δι’ οξυτέρας δυνάμεως της ψυχής, δυνάμεθα, με την προς τον Θεόν νεύσιν, να αποδιώξωμεν την συσκότισιν των αισχρών και ατόπων λογισμών του ενοχλούντος. Δια τούτο είναι ανάγκη, όπως ανά πάσαν στιγμήν έχωμεν τον φόβον του Θεού ως έλαιον δια το θεωρητικόν μέρος της ψυχής. Ούτος δε ο φόβος του Θεού διαφυλάττει ημάς κατά την πρακτικήν εφαρμογήν των θεωρουμένων και είναι λύχνος και οδηγός προς την θεωρίαν των θειοτέρων, κάμνων τον νουν μας ακίνητον και ανενέργητον προς τον θυμόν και τα άλλα πάθη, τα οποία αιχμαλωτίζουν αυτόν, ημάς δε προστατεύει βαδίζοντας επί όφεων και σκορπίων, ως και κατά πάσης της δυνάμεως του αντιδίκου ημών δαίμονος». Εις το Μοναστήριον είχον τάξιν, όπως πας αδελφός κατασκευάζη μίαν ψάθην την ημέραν, εις όμως εξ αυτών επλεονέκτησε και έπλεξε δύο. Έπειτα ήπλωσε ταύτας έξωθεν του κελλίου του, δια να τον επαινέση ο Όσιος, όστις έτυχε να κάθηται αντικρύ, συνομιλών μετ’ άλλων Γερόντων. Ούτος δε, στενάξας μεγάλως, είπε προς τους άλλους· «Βλέπετε τούτον τον αδελφόν; Εις τον διάβολον εχάρισε τον κόπον του και σήμερον ουδόλως ειργάσθη δια την παναθλίαν ψυχήν του. διότι ηγάπησε την δόξαν των ανθρώπων υπέρ την δόξαν του Θεού. Όθεν, το μεν άθλιον σώμα κακώς μόνον και ασκόπως εβασάνισε, την δε ψυχήν ουδόλως ωφέλησεν εκ του έργου του». Ταύτα δε ειπών, εκανόνισεν εκείνον τον αδελφόν ούτω. Όσην ώραν τρώγουν οι αδελφοί εις την τράπεζαν, να κρατή εκείνος υψηλά τας δύο ψάθας και ιστάμενος εις το μέσον να κραυγάζη τους λόγους τούτους· «Σας παρακαλώ, αδελφοί και πατέρες μου, εύχεσθε να ελεήση ο Κύριος την αθλίαν ψυχήν μου, διότι προετίμησα τα δύο ταύτα ψαθία από την αιώνιον Αυτού Βασιλείαν». Όταν δε εκείνος, υπακούων, εξετέλεσε την εντολήν, έκλεισεν αυτόν εντός κελλίου μόνον, όπου διέμεινεν επί εξ μήνας, τρώγων μόνον άρτον και ύδωρ και πλέκων καθ’ ημέραν δύο ψάθας, χωρίς να ομιλήση με άλλον τινά, ει μη μόνον με τον φέροντα εις αυτόν την τροφήν του. Άλλος αδελφός, ονόματι Αθηνόδωρος, αρκούντως ενάρετος, έζη εκεί εις την μεγάλην Μονήν, τρώγων μόνον άρτον ξηρόν. Καθήμενος δε εις κελλίον αναχωρητικόν, έκαμνε καθώς οι άλλοι αδελφοί μίαν ψάθην την ημέραν. Αλλά με πολύν κόπον και βάσανον, διότι ήτο λωβός και επειδή αι χείρες του ήσαν μαλακαί, όταν έπλεκε, εκέντων αυτόν τα βούρλα δια των ακανθών των. Ούτως αι χείρες του ήσαν πάντοτε πληγωμέναι και αιματωμέναι. Τούτο ιδών αδελφός τις είπε ταύτα· «Ο Θεός γνωρίζει την ασθένειάν σου, δι’ αυτό μη εργάζεσαι και δεν θα έχης δια τούτο αμαρτίαν. Ημείς τρέφομεν τόσους ξένους και σε, όστις εργάζεσαι εδώ επί τόσους χρόνους, δεν θα δυνηθώμεν να κυβερνήσωμεν»; Ο Αθηνόδωρος όμως απεκρίθη· «Αδύνατον είναι, αδελφέ, να μη εργάζωμαι, επειδή ο Απόστολος λέγει· «Ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω» (Β΄ Θεσ. γ:10), ο αργός δηλαδή να μη τρώγη τίποτε». Είπε τότε ο αδελφός· «Ο Απόστολος Παύλος είπε τούτο δι’ εκείνους οι οποίοι ούτε σωματικώς ούτε πνευματικώς εργάζονται. Αλλ’ όστις ασθενεί ή εργάζεται πνευματικάς υπηρεσίας, δεν έχει δια τούτο αμάρτημα. Αν πάλιν δεν θέλης να παραμένης άεργος, άλειφε τουλάχιστον καθ’ εκάστην εσπέραν τας χείρας σου με έλαιον, ίνα μη βλάπτεσαι ακόμη περισσότερον». Εφήρμοσε λοιπόν την οδηγίαν ταύτην δι’ ολίγας ημέρας ο Αθηνόδωρος, αλλ’ αντί να ωφεληθή, χειρότερον εβλάβη, επειδή αι χείρες του έγιναν μαλακώτεραι και περισσότερον εκέντων ταύτας αι άκανθαι των βούρλων. Τούτο μαθών ο Παχώμιος μετέβη προς επίσκεψίν του και του είπε· «Τις σε ηνάγκασε να εργασθής; Και διατί ήλειψες τας χείρας σου δι’ ελαίου; Δεν δύναται τάχα να σε ιατρεύση ο Κύριος; Ναι, δύναται, αληθέστατα. Αλλά προς ωφέλειαν της ψυχής σου και κατ’ οικονομίαν, συνεχώρησε να έχης ταύτην την ασθένειαν». Τότε ο αείμνηστος, ως να είχεν υποπέσει εις μέγα ανόμημα, εποίησε μετάνοιαν ειπών· «Ήμαρτον, Πάτερ. Δεήθητι παρακαλώ του Κυρίου να συγχωρήση την αμαρτίαν μου». Ούτως ο θαυμάσιος Αθηνόδωρος έμεινεν επί ένα χρόνον κλαίων δια το ανόμημα τούτο και τρώγων ανά δύο ημέρας μίαν μόνον φοράν. Είχε δε ούτος και άλλας αρετάς. Δια τούτο ο Όσιος έστελλεν αυτόν πολλάκις εις τα άλλα Μοναστήρια δια να παραδειγματίζη τους άλλους αδελφούς. Αλλά και άλλοι πολλοί ήσαν ενάρετοι, τους οποίους, εάν θελήσω να αναφέρω κατ’ όνομα, ουδέποτε θέλω περατώσει την διήγησίν μου. Διότι άπαντες οι αδελφοί επορεύοντο θεαρέστως. Εάν δε ήσαν και τινες αμελείς, διωρθούντο δια των παραδειγμάτων των άλλων, οίτινες τόσον επιμελώς εφύλαττον την ακρίβειαν του Μοναχικού βίου, ώστε ούτε να ομιλήση τις ετόλμα εις οίον δήποτε διακόνημα και αν ησχολείτο, εκτός εάν ήτο μεγάλη ανάγκη. Διότι ο Άγιος περιώδευε πολλάκις ησύχως εις όλον το Μοναστήριον και όσους ήκουε να αργολογούν κατά την εκτέλεσιν της διακονίας των, όταν δηλαδή εζύμωνον ή έπλαθον ή εφούρνιζον ή έκαμνον οίαν δήποτε άλλην υπηρεσίαν, ετιμώρει τούτους δια βαρέος κανόνος. Ούτως εσυνήθισαν την σιωπήν εις όλα τα Μοναστήρια του Αγίου. Ησθένησε ποτέ ο Θεόδωρος και ο Όσιος μετέβη πεος επίσκεψίν του. Παρηγόρει δε αυτόν λέγων· «Δεν έρχεται ποτέ ασθένεια εις τον άνθρωπον, χωρίς το θέλημα του Θεού. Μη λυπείσαι λοιπόν, αφού, όταν ο Κύριος ευδοκήση, σε θεραπεύει. Διότι τώρα σε δοκιμάζει, εάν ευχαριστής Αυτόν εις όλα, ως τον Ιώβ, όστις υπέμεινεν όλας τας λύπας λέγων· «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον» (Ιώβ α: 21). Ούτω πρέπει να λέγη και να υπομένη πας όστις φέρει Σταυρόν, οία δήποτε δηλαδή πάθη εκούσια ή ακούσια υπομένη. Και εκούσια μεν πάθη είναι όσα υπομένομεν θεληματικώς μετά κόπων και πόνων μεγάλων, ως, επί παραδείγματι, η νηστεία, η αγρυπνία, οι κόποι και άλλα όμοια. Ακούσια δε πάθη είναι αι ασθένειαι και αι άλλαι λύπαι, αίτινες συμβαίνουσιν εις ημάς χωρίς την θέλησίν μας και δια των οποίων καθαρίζεται η ψυχή από τας αμαρτίας, όταν ο άνθρωπος υπομείνη ταύτα, ευχαριστών μάλιστα τον Θεόν. Τότε όλα αυτά λογίζονται δι’ αυτόν ως εκούσιος αγών και κατόρθωμα και ούτω λαμβάνει διπλούν τον στέφανον». Ταύτα ακούσας ο θείος Θεόδωρος παρηγορήθη και ενεδυναμώθη. Έστελλε δε πολλάκις ο Άγιος και τούτον τον Θεόδωρον, ίνα επισκέπτεται τους αδελφούς, προς τους οποίους συνέστησε να ακούωσιν αυτόν, ως να ήτο ο ίδιος, εις όσα δε προστάσσει να υποτάσσωνται, ως προς πατέρα των, με φόβον Θεού, επειδή είχε χάριν πολλήν, ως είπομεν. Ευρισκομένου δε τούτου του Θεοδώρου, μετά του Οσίου, έξωθεν της Μονής, ήκουσαν ψαλλόμενον μέλος τι τερπνόν και γλυκύτατον. Όθεν ηρώτησεν ο Θεόδωρος τον Παχώμιον, τις ήτο εκείνη η πάντερπνος μελωδία. Ο δε απεκρίθη· «Αδελφός τις ενάρετος εκοιμήθη και οι Άγιοι Άγγελοι οδηγούν εις τον ουρανόν την μακαρίαν ψυχήν του». Μετέβη ποτέ ο Όσιοςεις την Ταβέννησιν δια σοβαράν υπόθεσιν και, χαιρετήσας τους αδελφούς, εδίδαξε τούτους περί των πονηρών λογισμών, ειπών ταύτα· «Δεν αρκεί ο Μοναχός να πράττη μόνον την φαινομένην του σώματος άσκησιν, ήτοι την νηστείαν, την αγρυπνίαν και τα άλλα, αλλά είναι ανάγκη να αγωνίζεται, πολεμών και τους διαφόρους λογισμούς, οίτινες βλάπτουν και παρακινούν ημάς εις την κενοδοξίαν, το μίσος και τα άλλα πταίσματα και τους οποίους ο Μοναχός πρέπει να αφανίζη, όσον δύναται, δια της ταπεινοφροσύνης και της προς τον Θεόν δεήσεως. Εξαιρέτως δε να έχη αδιαλείπτως τον φόβον του Θεού εντός της καρδίας αυτού. Διότι, καθώς το πυρ καθαρίζει τον σίδηρον και αφανίζει όλην την σκωρίαν και ασχημίαν του, ούτω και ο φόβος του Θεού αφανίζει από τον άνθρωπον, όστις έχει αυτόν, πάσαν κακίαν και πάθος. Δια δε τον λογισμόν της βλασφημίας είπεν ο Άγιος· «Γινώσκετε, ότι ο έχων τούτον, και φίλος του Θεού εάν είναι και αγωνιστής ενάρετος, αν δεν προσπέση εις τον Κύριον με μεγάλην ταπείνωσιν καρδίας και εξομολόγησιν ή να ζητήση σοφόν τινά και επιστήμονα να ερμηνεύση εις αυτόν πως να νικήση τούτον ή να αναγνώση σύγγραμμα τι διδασκάλου τινός, το οποίον να διαλαμβάνη δια το ζήτημα τούτο, αλλά αφήση τον κακόν αυτού λογισμόν να παραμείνη επί μακρόν εις την καρδίαν του, κινδυνεύει να αφανισθή δια κακού θανάτου. Διότι πολλοί απωλέσθησαν εκ των λογισμών τούτων και αφ’ εαυτών, φευ! Ως εκστατικοί και φρενόληπτοι εφονεύθησαν. Όταν λοιπόν επέλθη τοιούτος λογισμός, η θεραπεία αυτού είναι αύτη. Να τον αποστρέφεσαι τελείως, επειδή δεν είναι ιδικός σου, αλλά σπέρμα και γέννημα του πονηρού, προς τον οποίον, δαίμονα, ανταποκρίνου, τοιαύτα λέγων· «Αύτη η βλασφημία είναι ιδική σας, πονηροί δαίμονες, και ας επιστρέψη εις την κεφαλήν σας ο πόνος σας και εις την κορυφήν σας η αδικία σας. Σεις όψεσθε και κατακοπείτε, διότι βλασφημείτε κατά του Θεού, αποστάται και υπερήφανοι. Εγώ δε ευλογώ και λατρεύω τον Ποιητήν και Σωτήρα μου». Όταν τοιαύτα και άλλα όμοια λέγετε και ποιήτε την σφραγίδα του Σταυρού εις το πρόσωπον, τότε θα διασκορπίζονται οι δαίμονες και ως καπνός θα διαλύονται και θα αφανίζονται. Μάθετε δε ότι η αιτία, η οποία με έφερεν εδώ, ευρέθη εις τον οστράκινον κάδον (πήλινον δοχείον)». Ταύτα είπεν αινιγματικώς ο Όσιος, γνωρίζων εκ Πνεύματος Αγίου σφάλμα τι, εις το οποίον υπέπεσεν αδελφός τις, Ηλίας ονόματι, απλούστατος εις την καρδίαν και απονήρευτος. Ούτος συνέλεξεν ολίγα σύκα, τα οποία είχε κρύψει εις ένα κάδον πήλινον, δια να τα φάγη μόνος. Ακούσας όμως ότι εγνώριζε τούτο ο Όσιος, μετέβη ευθύς και έφερεν εκεί παρουσία πάντων τον κάδον με τα σύκα και εποίησε μετάνοιαν ζητών συγχώρησιν. Οι δε αδελφοί εθαύμασαν το προορατικόν του Οσίου. Διότι όχι μόνον τότε, αλλά και άλλοτε εφανέρωσεν εις αυτούς πολλά κεκρυμμένα. Είπε τότε ο Όσιος προς αυτούς· «Τα μακράν ή εν κρυπτώ γενόμενα δεν είναι δυνατόν να μάθωμεν, όταν ημείς θέλωμεν, αλλ’ όταν θελήση η Πρόνοια του Θεού να αποκαλύψη ταύτα εις ημάς προς το συμφέρον μας. Σας λέγω δε, δια το μικρόν τούτο σφάλμα, μετά φόβου Θεού, την αλήθειαν, ότι ούτε τον είδον, ούτε παρά άλλου τινός επληροφορήθην τούτο. Αλλά δια να λυτρωθή ο αδελφός από το πάθος της γαστριμαργίας μοι απεκάλυψε αυτό ο Κύριος». Ας έλθωμεν όμως εις την κοίμησιν του Οσίου, διότι, αν θελήσω να εξιστορήσω άπαντα τα θεία αυτού κατορθώματα, χίλια φύλλα χάρτου δεν θέλουσιν επαρκέσει. Εώρταζον ποτέ το Άγιον Πάσχα, ότε ήλθεν, από Θεού, λοιμική τις νόσος, εκ της οποίας ησθένησαν εκατόν και περισσότεροι Μοναχοί, εις δε εκ τούτων ήτο και ο μέγας κατά την αρετήν Παχώμιος. Ότε λοιπόν ήρχετο ο πυρετός εις τινα, ευθύς ήλλασσε το χρώμα του και εγίνοντο οι οφθαλμοί του ως αίμα και ούτως εξεψύχει πνιγόμενος. Ετελεύτησαν λοιπόν πολλοί, όχι μόνον εκ των μικρών, αλλά και εκ των Προεστώτων των Μοναστηρίων. Ο δε Θεόδωρος υπηρέτει τον Παχώμιον, του οποίου το σώμα ελεπτύνθη πολύ, διότι έμεινεν επί πολύ ασθενής. Κατά το διάστημα δε τούτο της ασθενείας του, η καρδία του και οι οφθαλμοί του έκαιον, ως εκ πυρός φλογιζόμενοι. Όθεν, δύο ημέρας προ του θανάτου του, εσύναξε τους άλλους Πατέρας και Ηγουμένους των Μοναστηρίων και είπε προς αυτούς· «Βλέπετε, ότι ο Κύριος ηθέλησε να με αναπαύση και εκλέξατε, ον τινά κρίνετε, ότι δύναται να σας κυβερνήση». Εκείνοι δε, εκ των δακρύων, δεν ηδύναντο να δώσουν απόκρισιν. Τότε είπε πάλιν ο Άγιος· «Ο Πετρώνιος μοι φαίνεται ικανός, αλλά είναι και ούτος ασθενής. Πράξατε λοιπόν ως επιθυμείτε». Τότε οι Πατέρες, ευχηθέντες αυτόν και λαβόντες υπ’ αυτού συγχώρησιν, ανεχώρησαν εις τα κελλία των. Ο δε Άγιος δεν ηδύνατο να κοίτεται εις την ψάθαν, διότι ευρίσκετο ούτω κεκλιμένος επί τεσσαράκοντα ημέρας και επόνεσαν όλα αυτού τα οστά. Έφεραν λοιπόν στρώμα μαλακόν, το οποίον είχον δια τους ξένους. Αλλ’ όταν ανεπαύθη επ’ αυτού ολίγην ώραν και είδε την διαφοράν, εφοβήθη μήπως αμαρτήση ιδιορρυθμών εις τα τέλη του και επρόσταξε πάλιν και το απέσυραν. Όταν δε ήλθεν η τελευταία του ώρα, είπε προς τον Θεόδωρον· «Εάν δεν κρύψουν τα οστά μου, εξάγαγε ταύτα εκείθεν». Εννόησε δε ο Θεόδωρος, ότι παρήγγειλεν εις αυτόν να μεταθέσουν το Λείψανόν του εις άλλον τόπον απόκρυφον και ηρώτησε τούτον εκ δευτέρου, εάν αντελήφθη καλώς. Τότε ο Άγιος απεκρίθη· «Όχι μόνον αυτό σοι είπον, αλλά και να μη αμελής τους αμελείς και ραθυμούντας αδελφούς και να παροτρύνης τούτους εις τον νόμον του Θεού, ώστε να φυλάττουν όλας τας εντολάς Του». Ταύτα παρήγγειλεν ο Όσιος τρις. Ούτω τη ιε΄ (15η) του Μαϊου μηνός του έτους τμστ΄ (346), απήλθε προς Όν επόθησε Κύριον. Οι αδελφοί τότε ετέλεσαν ολονύκτιον αγρυπνίαν, ψάλλοντες και προσευχόμενοι, την δε πρωϊαν ανεβίβασαν το ιερόν του Αγίου Λείψανον εις το όρος και ενεταφίασαν αυτό. Κατόπιν, κρυφίως, μετ’ άλλων τριών, ο Θεόδωρος ανεσήκωσε τούτο και μετέφερεν εις τόπον άγνωστον, εις τον οποίον ευρίσκεται έωςτης σήμερον. Οι δε αδελφοί, κατά τον λόγον του Οσίου, ανέδειξαν Ηγούμενον τον Πετρώνιον, όστις έζησε μόνον ολίγας ημέρας. Αλλά κατά το μικρόν τούτο διάστημα εκυβέρνησε τους αδελφούς μετά μεγάλης επιμελείας. Όταν δε ήλθεν η ώρα της κοιμήσεώς του ηρώτησε τούτους τίνα ήθελον δια Ποιμένα των. Οι δε είπον εις αυτόν να εκλέξη εκείνος και να κάμη ταύτην την διάκρισιν. Ούτω ο μακάριος Πετρώνιος εψήφισε τον Ωρσίσιον, ο οποίος, ένδακρυς, επεθύμει να παραιτηθή της προστασίας, λέγων ότι δεν ήτο άξιος. Όμως εψήφισαν τούτον, αν και μη θέλοντα. Ήτο δε ο Ωρσίσιος πολύ αγαθός, ταπεινός των πνεύματι, πράος και άκακος. Περιήρχετο δε τα Μοναστήρια, φροντίζων τους αδελφούς και νουθετών και διδάσκων εις τούτους επιμελέστατα τον λόγον του Θεού, τόσον εκ των θείων Γραφών, όσον και δια πανσόφων παραδειγμάτων να είναι πάντοτε έτοιμοι, να μη αμελώσι την σωτηρίαν των και να φυλάττουν επιμελώς πάσαν παράδοσιν του Οσίου απαρεγκλίτως. Εξαιρέτως δε είπε προς τούτους και τούτο το ωραιότατον υπόδειγμα ο Ωρσίσιος· «Εάν αμεληθή ο λύχνος και δεν τροφοδοτηθή δι’ ελαίου, σβέννυται και τότε έρχεται ο ποντικός, όστις, ευρίσκων τούτον εσβεσμένον, τον ρίπτει εις την γην και εάν είναι πήλινος θρυμματίζεται. Εάν δε είναι χάλκινος, τον επιμελείται ο κύριός του. Ούτω συμβαίνει και με την ψυχήν, εάν αμεληθή, αναχωρεί απ’ αυτής το Πνεύμα το Άγιον, οπότε, απομενούσης ταύτης ψυχράς και σκοτεινής, ευρίσκει τόπον εντός αυτής ο διάβολος και εισερχόμενος κατατρώγει την προθυμίαν αυτής και ούτω απόλλυται. Όστις δε έχει προς τον Θεόν καλήν γνώμην και πρόθυμον διάθεσιν, εάν πταίση εις παραμικρόν τι ως άνθρωπος, ο φιλάνθρωπος και πολυέλεος Κύριος στέλλει εις αυτόν τον φόβον Αυτού και την ενθύμησιν της ατελευτήτου ζωής και ούτως, εις το μέλλον, με την Χάριν του Θεού φυλάττεται. Δια τούτο πρέπει να διατηρούμεν το πνεύμα άσβεστον, αγρυπνούντες και έχοντες τον φόβον του Θεού αδιάλειπτον εντός της καρδίας ημών, να τηρούμεν δε τας εντολάς Του αόκνως». Με τοιαύτα και έτερα ψυχωφελή διδάγματα επροθυμοποίει προς την αρετήν τους αμελείς ο Ωρσίσιος. Ηθέλησαν δε ποτέ τινές των Πατέρων να μεταβούν εις την Αλεξανδρείαν προς συνάντησιν του Αγιωτάτου Πατριάρχου Αθανασίου. Αλλ’ ενώ εταξίδευον, έμαθαν ότι έζη ακόμη ο μέγας Αντώνιος και διήλθον εκείθεν, ίνα τους ευλογήση, ως δούλος Θεού γνήσιος. Ήτο δε τότε ο μέγας Αντώνιος πολύ γέρων και αναστάς εχαιρέτησεν αυτούς και επαρηγόρησε λέγων· «Μη λυπείσθε, διότι εκοιμήθη ο μέγας Παχώμιος, επειδή αφήκε καλούς μαθητάς και μιμητάς των εναρέτων αυτού πράξεων, πολλήν δε διακονίαν έδειξε με το να συναθροίση τόσην αδελφότητα. Διότι και άλλος τις ηθέλησε να κάμη τοιαύτην διακονίαν, αλλ’ επειδή δεν εφρόντισεν εξ όλης ψυχής, ηστόχησε και απέτυχε του ποθουμένου. Αλλά δια τον πατέρα σας ήκουσα μεγάλα κατορθώματα και επόθουν πολύ να έλθω προς συνάντησίν του, αλλ’ ίσως να μην ήμην άξιος. Εις την Βασιλείαν όμως του Θεού θέλομεν ίδει ο εις τον άλλον, καθώς και όλους τους Αγίους Πατέρας. Αλλ’ ειπέτε μοι ποίον αφήκε διάδοχον»; Οι δε είπον· «Τον Πετρώνιον, όστις ανεπαύθη και μας αφήκε τον Ωρσίσιον». Είπε τότε ο Αντώνιος· «Ισραηλίτην να καλήτε αυτόν και όχι Ωρσίσιον. Όταν δε μεταβήτε εις τον Αρχιεπίσκοπον Αθανάσιον, τον Μακαριώτατον, ειπέτε εις αυτόν να αγαπά τα τέκνα του Ισραηλίτου». Έγραψε δε και επιστολή προς αυτόν και ευλογήσας αυτούς απέστειλεν. Ως δε έφθασαν οι Πατέρες ούτοι εις την Αλεξάνδρειαν υπεδέχθη αυτούς εγκαρδίως ο μέγας Αθανάσιος, μάλιστα δια τον λόγον του μεγάλου Αντωνίου. Μετά ταύτα ο Αββάς Ωρσίσιος, λόγω του γήρατος, εβαρύνθη την προστασίαν δια τας φροντίδας αυτής και παρεκάλεσε πολύ τον μέγαν Θεόδωρον να δεχθή την ηγουμενίαν, επειδή όλοι οι αδελφοί ηγάπων αυτόν υπερμέτρως ως γνήσιον τέκνον του Παχωμίου και διότι ήτο πρόθυμος εις όλας τας υπηρεσίας. Ούτος όμως πρώτον μεν δεν εδέχετο, διαφόρους αιτίας προφασιζόμενος, έπειτα δε, όταν είδεν ότι όλοι οι αδελφοί εζήτουν αυτόν ως Ηγούμενόν των, ποθούντες να έχουν αυτόν ως πατέρα των, εδέχθη, δια να μη γίνη παρήκοος όλων. Όταν λοιπόν εις τα λοιπά Μοναστήρια ήκουσαν, ότι έγινε Προεστώς αυτών ο Θεόδωρος, όλοι εχάρησαν, διότι εις όλους ήτο ποθητός. Αφ’ ότου δε ανέλαβε την προστασίαν ο Θεόδωρος εκοπίαζεν ημέραν και νύκτα, περισσότερον από πρότερον, δια την σωτηρίαν των αδελφών και ηγρύπνει, ως αληθής Ποιμήν, με θαυμασίαν προθυμίαν, δεν έκαμνε δε τίποτε χωρίς την βουλήν του Προηγουμένου Ωρσισίου, όστις έλεγε προς τους άλλους αδελφούς· «Ευχαριστώ τον Θεόδωρον· τώρα εξουσιάζω καλλίτερον από πριν». Ήτο δε ο Θεόδωρος εις την σωτηρίαν των ψυχών πολύ άγρυπνος και παρεκίνει καθ’ ένα προς τους πνευματικούς αγώνας, ως ιατρός δόκιμος, όλοι δε εξωμολογούντο εις αυτόν, βλέποντες αυτόν περιχαρή και ιλαρώτατον. Διότι, τους μεν εναρέτους εστερέωνε καλλίτερον δια των γνωστικών του παραδειγμάτων, τους δε αμελούντας ενουθέτει, υπενθυμίζων προς αυτούς την φοβεράν του Θεού τιμωρίαν και τα αιώνια κολαστήρια. Ήρχοντο δε και κοσμικοί, φέροντες ασθενείς, τους οποίους ευχόμενος εθεράπευεν ο μέγας Θεόδωρος. Έκτισε δε ο Θεόδωρος και άλλα δύο Μοναστήρια εις την Ερμούπολιν με την γνώμην του Ωρσισίου και επήνδρωσε ταύτα δια Πατέρων ευλαβών, Αλλά και άλλα Μοναστήρια έκτισεν. Εν εις Ερμουθείμ, έτερον εις το χωρίον Βηχλέ και ετέραν Μονήν των Παρθένων, εκεί όπου είχεν κτίσει ο Παχώμιος τοιαύτην Μονήν, εν μίλιον μακράν από του άλλου γυναικείου Μοναστηρίου, εις ταύτα δε τα δύο Μοναστήρια των γυναικών υφαίνοντο τα ιμάτια των Μοναχών. Καιρόν δε τινά απέθανον πολλοί Μοναχοί και οι ζώντες δυσανεσχέτουν να ανέρχωνται καθ’ ημέραν δύο και τρεις φοράς εις το όρος, τρία μίλια μακράν, όπου ενεταφίαζον τους θνήσκοντας, διότι ήτο ο ποταμός πλημμυρισμένος και ελάσπωναν εις τον δρόμον οι πόδες των. Ο δε Θεόδωρος εδεήθη προς τον Θεόν και ουδείς απέθνησκε πλέον και ούτω έπαυσεν η ανάβασις του ποταμού. Τότε πάντες οι αδελφοί εθαύμασαν την παρρησίαν, την οποίαν είχε προς τον Θεόν ο Θεόδωρος. Τούτον ηρώτησε τις των αδελφών, λέγων· «Διατί, όταν μου είπωσι σκληρόν λόγον, ευθύς οργίζομαι»; Ο δε απεκρίθη· «Ο ενάρετος άνθρωπος λογίζεται άμπελος. Καθώς λοιπόν, όταν λάβης εκ ταύτης σταφυλήν και την συνθλίψης, εξάγεις οίνον γλυκύτατον, ούτω και ο ενάρετος. Θλιβόμενος με έργον ή λόγον και βασανιζόμενος, καρποφορεί χρηστολογίαν και ευλογίαν και άλλα παρόμοια αγαθά. Ο δε σαρκικός άνθρωπος μόνον θυμόν και πικρίαν προσφέρει, ανάλογον προς την κατάστασίν του. Και εγώ ο ίδιος, αληθώς σας λέγω, ότι φοβούμαι μήπως στερηθώ της θείας Χάριτος. Διότι ο εχθρός δεν παύει να μας πολεμή πάντοτε, καθώς ο Προφήτης, λέγει· «Όλην την ημέραν πολεμών έθλιψέ με» (Ψαλμ. νε:2). Διότι εάν εκ των Αγγέλων έπεσαν τινές και έγιναν δαίμονες, εκ των Προφητών ο Σολομών ο σοφώτατος και εκ των Δώδεκα ο Ιούδας καθώς και τινες μαθηταί του Αποστόλου Παύλου και άλλοι πλείστοι μεταγενέστεροι, πως να μη τρέμωμεν ημείς οι ανάξιοι, φοβούμενοι μήπως εκ ραθυμίας και αμελείας, ως αυτοί, εκπέσωμεν; Όστις λοιπόν θέλει να καθαρθή και να λυτρωθή από την αμαρτίαν, ήτοι την οργήν, την πλεονεξίαν, την πορνείαν και τα άλλα πάθη, εάν δεν ονειδισθή ή δεν καταφρονηθή υπό τινος και να υπομείνη την ύβριν ευχαρίστως, δεν ελευθερούται τελείως από των παθών». O δε αδελφός ηρώτησε πάλιν λέγων· «Και εάν τις με ονειδίση δις και τρις και πολλάκις και υπομείνω και ο υβριστής δεν παύση, τι πρέπει να πράξω»; Ο δε Θεόδωρος απεκρίθη· «Αι εντολαί του Θεού είναι υπέρ το χρυσίον και παντός λίθου τιμίου τιμιώτεραι και γλυκύτεραι μέλιτος. Αλλ’ ημείς, οι άφρονες, δεν αναγνωρίζομεν τούτο, ως σαρκικοί και χαμαίζηλοι. Διότι, εάν σοι έδιδε τις άρτον καθαρόν καθ’ ημέραν, δεν θα του έλεγες αρκεί, μη μου δώσης πλέον, αλλά θα τον ηγάπας μάλλον ευχαριστών αυτόν; Ούτω και όσοι θέλουν να ευαρεστήσουν τω Θεώ και να αξιωθούν της Βασιλείας Αυτού, ευχαριστούν εκείνους οίτινες θλίβουσιν αυτούς, λαμβάνοντες ως ευεργεσίαν και δωρεάν την ατιμίαν και την κάκωσιν και εύχονται, κατά την εντολήν του Σωτήρος, υπέρ εκείνων οίτινες προξενούν την θλίψιν». Δια τοιούτων ψυχωφελών λόγων ενουθέτει καθ’ εκάστην τους αδελφούς ο σοφός και θείος Θεόδωρος και καθίστα αυτούς προθύμους προς τους πνευματικούς αγώνας, φυλάσσων αυτός πρώτος και εφαρμόζων όσα εδίδασκεν, ίνα έχουν αυτόν ως αρχέτυπον προς μίμησιν, καθώς πρέπει να πράττουν οι Προεστώτες και Καθηγούμενοι. Τούτου λοιπόν την φήμην και τας αρετάς ακούσας ο Αγιώτατος Πατριάρχης Αλεξανδρείας Αθανάσιος, παρέλαβε και άλλους Αρχιερείς εις την συνοδείαν αυτού και απελθών επεσκέφθη όλα τα Μοναστήρια, παρατηρών επιμελώς τας Εκκλησίας, τας τραπέζας, τα κελλία και τα λοιπά κτίρια, προ πάντων δε την γνησίαν διάθεσιν και την ευπείθειαν, την οποίαν είχον οι αδελφοί προς τον θείον Θεόδωρον. Όθεν εχάρη πολύ και εδόξασε τον Κύριον. Ιδών δε, ότι και ούτος είχε τόσην προθυμίαν και σπουδήν προς τα θεία, επήνεσεν αυτόν πολύ, ταύτα ειπών προς τους άλλους Αρχιερείς· «Βλέπετε τον Πατέρα τοσούτων αδελφών, τίνι τρόπω αγωνίζεται δια να σώση τας ψυχάς των; Δεν είμεθα και ημείς Πατέρες; Όμως δεν έχομεν τόσην προθυμίαν και θερμότητα προς το καλόν. Μακάριοι όντες ούτοι οι ουρανόφρονες, οίτινες αίρουν τον Σταυρόν του Κυρίου, νομίζοντες την ατιμίαν δόξαν και τον πόνον ανάπαυσιν, έως ότου στεφανωθούν εις την Βασιλείαν των ουρανών και απολαύσουν παρά Θεού πλουσίαν ανταμοιβήν». Ευλογήσας τότε αυτούς ο Μέγας Αθανάσιος είπε προς τον Θεόδωρον· «Όντως μέγα και θεάρεστον έργον επράξατε με το να συνάξετε τόσας ψυχάς και να οδηγήσετε ταύτας εις ζωήν αιώνιον. Ο Κύριος να σας ανταποδώση τον μισθόν πολλαπλάσιον». Ταύτα και έτερα ειπών, ηυχήθη πάντας και ανεχώρησεν. Ο δε Θεόδωρος έφερε τον Ωρσίσιον εις την Μονήν του Παμβώ, εκεί όπου έζη εκείνος. Διότι ο Ωρσίνιος ίστατο αναχωρητικώς, αφ’ ης στιγμής παρητήθη. Αλλ’ ο Θεόδωρος εβίασεν αυτόν να είναι μετ’ αυτού, διότι είχον πολλήν αγάπην ο εις προς τον άλλον, τόσον ώστε και οι αδελφοί, βλέποντες αυτούς, εθαύμαζον και ελάμβανον πολλήν ωφέλειαν. Τινές δε εκ των παλαιοτέρων αδελφών ηθέλησαν να αλλάξουν την πολιτείαν και την διάταξιν του μακαρίου Παχωμίου. Ταύτα βλέπων ελυπείτο ο θείος Θεόδωρος και εδέετο προς τον Θεόν, νηστεύων και δακρύων, να οικονομήση το συμφερώτερον και ανερχόμενος εις το όρος καθ’ εκάστην νύκτα προσηύχετο επί του τάφου του Οσίου Παχωμίου, φέρων τρίχινον ιμάτιον και λέγων ταύτα· «Δέσποτα Κύριε, δια πρεσβειών του δούλου Σου Παχωμίου, επίσκεψόν με· ότι επλήθυνεν η αμέλειά μας και δεν τελειούμεν το αγαθόν. Όμως, Συ Κύριε, μη εγκαταλίπης τους δούλους Σου, αλλά διέγειρον ημάς εις τον φόβον Σου και δυνάμωσόν μας να περιπατώμεν εις την αγαθήν οδόν Σου. Ότι Συ έπλασες ημάς, Κύριε, και παρέδωκας εις θάνατον τον μονογενή Σου Υιόν δια την σωτηρίαν μας». Ταύτα προσευχόμενος πολλάκις μετά δακρύων, κατήρχετο του όρους. Κατ’ εκείνας τας ημέρας ήτο ασθενής αδελφός τις, ονόματι Ήρων, όστις και ετελειώθη. Τότε ο Θεόδωρος είπε προς τους άλλους· «Ούτος ο αδελφός, όστις ετελεύτησε, προμηνύει ότι μέλλει να τελευτήση και άλλος εξ ημών». Ταύτα δε είπε, διότι προεγνώρισεν, ότι επήκουσεν ο Κύριος και έμελλε να τον αναπαύση. Το πρωϊ λοιπόν, αφού ενεταφίασαν τον Ήρωνα, ησθένησεν ο μέγας κατά την αρετήν Θεόδωρος και γνωρίσας ότι ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς τον ποθούμενον, εκάλεσε τους αδελφούς και έλαβε παρ’ όλων συγχώρησιν. Ο δε Ωρσίσιος και άπαντες οι Προεστώτες παρετήρουν αυτόν καθήμενοι πέριξ και ελυπούντο πολύ να στερηθώσι τοιούτου ανδρός. Όθεν ανέπεμψαν κοινήν παράκλησιν προς τον Θεόν, να αφήση τον Θεόδωρον ικανόν ακόμη καιρόν, προς ωφέλειάν των. Εξόχως δε ο Προηγούμενος Ωρσίσιος έκλαιε πικρώς, ταύτα βοών· «Κύριε, διατί να παραλάβης εκείνον όστις εκυβέρνα και εφώτιζεν ημάς; Λάβε εμέ και άφες αυτόν, ίνα διορθώνη τους αδελφούς, διότι έχει την δύναμιν ταύτην». Ούτως εδέοντο οι αδελφοί μετά δακρύων επί τρεις ημέρας. Ότε δε έμελλε να παραδώση την ψυχήν αυτού ο μακάριος Θεόδωρος, είπε ταύτα, παρουσία πάντων, προς τον Ωρσίσιον· «Άραγε να σε ελύπησα κάποτε δια λόγου ή έργου ή να παρέβην την προσταγήν σου»; Αυτός δε εκ των πολλών δακρύων δεν ηδύνατο να αποκριθή. Τότε ο Θεόδωρος είπε και προς την λοιπήν αδελφότητα· «Δεν ηξεύρω αν ελύπησα κανένα εξ ημών. Όμως ουδέποτε παρημέλησα την σωτηρίαν της ψυχής μου. Αλλά τούτο είναι δώρον Θεού και όχι εκ της καλωσύνης μου». Ταύτα ειπών παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ο τρισόλβιος. Μέγας κλαυθμός εγένετο τότε εις όλον το Μοναστήριον και αφού ετέλεσαν, κατά την τάξιν, ολονύκτιον αγρυπνίαν προ του αγίου Λειψάνου, την πρωϊαν το μετέφεραν εις το όρος όπου και το ενεταφίασαν. Επέστρεψαν δε τότε εις την Μονήν, κατόπιν όμως επέστρεψαν οι Προεστώτες κρυφίως και ενεταφίασαν τούτο ομού μετά του ιερού Λειψάνου του Οσίου Παχωμίου, ίνα, καθώς ήσαν εδώ προσκαίρως ως μία ψυχή εις δύο σώματα, ούτω να είναι και τα ιερά αυτών Λείψανα αχώριστα, έως της κοινής αναστάσεως, ότε και μέλλει να απολαύσουν αμφότεροι εις την Βασιλείαν των ουρανών μίαν δόξαν και ίσην απόλαυσιν, επειδή ίσον αγώνα ετέλεσαν και ομού εκακοπάθησαν. Εθλίβοντο δε οι αδελφοί νομίζοντες, ότι πολύ ελύπησαν αυτόν εις τας υπηρεσίας των Μοναστηρίων και δι’ αυτό εβαρύνθη και παρεκάλεσε τον Θεόν να παραλάβη την ψυχήν αυτού. Όμως, επειδή τα γινόμενα ουκ απογίγνονται, παρηγορήθησαν, ως ηδυνήθησαν, και έμειναν υποτασσόμενοι εις τον Ωρσίσιον, όστις εκυβέρνα τούτους με πολλήν αγάπην, ως αγαθός και γλυκύς και ηρμήνευεν εις τους αδελφούς την αγίαν Γραφήν σαφέστερον, προθυμοποιών τους εναρέτους και τους αμελείς και τους ραθύμους διεγείρων προς άσκησιν. Έζησε δε χρόνους πολλούς ο μακάριος, διάγων πολιτείαν θεάρεστον και ποιμαίνων τα λογικά πρόβατα με σοφίαν και σύνεσιν. Μαθών δε ο Μέγας Αθανάσιος την του θείου Θεοδώρου κοίμησιν πολύ επικράνθη και έγραψε γράμματα προς τους Πατέρας, παρηγορών αυτούς και λέγων να μη λυπούνται δια την τούτου στέρησιν, αλλά να βιασθούν εις την μίμησιν της πολιτείας αυτού και των άλλων Οσίων, δια να γίνουν συγκληρονόμοι της αιωνίου μακαριότητος· ης γένοιτο και πάντας ημάς, Χάριτι Χριστού, επιτυχείν. Αμήν.
Και όταν ίδωσι το άπλαστον της ψυχής και το μισοπόνηρον του ανθρώπου, ως πονηροί, προλέγουσι τι μέλλει τις να γίνη». Όταν δε έφθασεν ο νέος εις τον εικοστόν χρόνον της ηλικίας του, κατέταξαν αυτόν στρατιώτην. Διότι, τον καιρόν εκείνον, ανήλθεν εις τον θρόνον ο Μέγας Κωνσταντίνος, όστις έχων ανάγκην μεγάλου στρατού δια τους εναντίον των δυσσεβών τυράννων αγώνας του, ενέγραψεν εις το στράτευμα τους ανδρείους εκ των νέων. Τότε, εκείνοι οίτινες εστρατολόγουν τους Αιγυπτίους, εστράτευσαν μεταξύ των άλλων και τον Παχώμιον, ως κατάλληλον. Ακολούθως τους έφεραν εις τόπον τινά πλησίον των Θηβών της Αιγύπτου και εκεί τους έθεσαν υπό φύλαξιν, ως έπραττον συνήθως, ίνα μη τινές εξ αυτών αποδράσουν. Κατά δε την νύκτα, Χριστιανοί τινές, ως φιλόξενοι και φιλόχριστοι, μετέβησαν εις τον τόπον εις τον οποίον εφυλάσσοντο οι ξένοι εκείνοι νεοσύλλεκτοι στρατιώται και έδωσαν εις αυτούς τροφάς δια να μη στενοχωρούνται εντός των δεσμωτηρίων ευρισκόμενοι. Ο δε Παχώμιος, θαυμάσας τα φιλεύσπλαγχνα αισθήματα των ανδρών εκείνων, ηρώτησε τους παρόντας, τι άνθρωποι ήσαν εκείνοι, οίτινες ήσαν τόσον πρόθυμοι εις την ελεημοσύνην. Ακούσας δε ότι ήσαν Χριστιανοί, ηρώτησε πάλιν πόθεν ούτως ωνομάζοντο και διατί ήσαν εύσπλαγχνοι. Είπον τότε προς αυτόν, ότι αυτοί επίστευον εις τον Χριστόν, όστις υπεσχέθη να αποδώση εις τον μέλλοντα αιώνα εκατονταπλάσια των όσων δώσουν ελεημοσύνην εν τω κόσμω τούτω εις τους ξένους και πτωχούς, εξ αγάπης προς Εκείνον. Οι λόγοι ούτοι εθέρμαναν τον θείον πόθον εις τον Παχώμιον, όστις εθαύμασε μεν το μεγαλόψυχον της Χριστιανικής Πίστεως, εφωτίσθη δε κατά την διάνοιαν, αγαλλιασθείς τω πνεύματι. Και αποσυρθείς εις το ησυχώτερον μέρος της φυλακής, ήγειρε τας χείρας και τα όμματα αυτού προς τα άνω και προσηυχήθη προς τον Θεόν Εκείνον, τον οποίον δεν εγνώριζε, λέγων· «Κύριε, Συ, όστις εποίησας τον ουρανόν και την γην, εάν επιβλέψης προς την ταπείνωσίν μου και μοι χαρίσης την επίγνωσιν της σοφίας Σου και της θεότητός Σου, θέλω γίνει στρατιώτης και δούλος Σου και θέλω διαφυλάξει, έως τέλους της ζωής μου, όλα Σου τα προστάγματα». Δια των λόγων τούτων προσηυχήθη προς τον αληθή και όντως Θεόν, τον οποίον, ως είπομεν, δεν είχεν ακόμη γνωρίσει. Όταν δε ήλθεν ο καιρός να αναχωρήσουν εκείθεν οι στρατιώται, έπλευσε και αυτός μετά των άλλων προς τον τόπον τον οποίον τους προώριζον, ότε δε έφθασαν εις πόλιν τινά, ηλευθέρωσαν τούτους. Τότε οι μεν άλλοι στρατιώται έτρεχον ατάκτως, ζητούντες σωματικάς απολαύσεις, ούτος δε ο ευλογημένος επρόσεχεν εις τον εαυτόν του, διότι εκ φύσεως ηγάπα την σωφροσύνην από της νεότητός του. Όθεν και ο Θεός, κατά την προσευχήν του, επήκουσε και δωρηθείσης παρά Θεού της νίκης εις τον Μέγαν Κωνσταντίνον, επρόσταξεν εκείνος να απολύσουν τους νεοσυλλέκτους, επειδή δεν είχε πλέον ανάγκην των υπηρεσιών των. Εις το τάγμα αυτό, το οποίον ωνομάζετο των Τυρώνων, ήτο και ο ευλογημένος Παχώμιος. Λαβών λοιπόν την ελευθερίαν, επέστρεψε ταχέως εις την πατρίδα. Όμως δεν μετέβη εις την οικίαν του, αλλ’ εγκαταλείψας γονείς και φίλους και περιουσίαν, έδραμεν εις την άνω Θηβαϊδα, εις τι χωρίον καλούμενον Χηνοβόσκια, όπου ήτο Εκκλησία Χριστιανών. Προσπεσών δε προ του Ιερέως, ωμολόγησε πίστιν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και εζήτει να βαπτισθή δια του Αγίου Βαπτίσματος. Ως δε ηξιώθη του ποθουμένου, είδε κατ’ εκείνην την νύκτα εν ονείρω ότι ίστατο εις τον δρόμον, όπου έπιπτε δρόσος πολλή εξ ουρανού, από της οποίας εγέμισε την δεξιάν του χείρα. Έπηξε δε εν αυτή η δρόσος εκείνη και έγινεν ως κηρόμελον. Τότε ήκουσεν και φωνήν λέγουσαν· «Παχώμιε, εννόησον το ορώμενον, διότι εις έργον θέλει μεταβληθή έως τέλους». Τούτο δε, ως δύναταί τις να εννοήση, προεμήνυε την κατάστασιν του μοναδικού βίου, τον οποίον έμελλε να ακολουθήση υπό της θείας Χάριτος φωτιζόμενος ο Όσιος, την αυστηράν άσκησιν εφαρμόζων, γλυκείαν δε, λόγω της ελπίδος της πλουσίας ανταποδόσεως και του δια της θείας γνώσεως φωτισμού. Εκ του συμβάντος τούτου ετρώθη έτι περισσότερον η καρδία αυτού υπό θείου έρωτος και επεθύμησε να γίνη Μοναχός, ίνα διέλθη τον βίον αυτού ησύχως και αταράχως. Ακούσας, όθεν, την καλήν φήμην του ησυχαστού Παλάμωνος, έσπευσεν εις το κελλίον του και ως έκρουσε την θύραν, εξήλθεν ο Γέρων και ηρώτησεν αυτόν με ύφος αυστηρόν και άγριον, τι επιθυμεί. Ούτω δε ωμίλησε, διότι η επί μακρόν χρόνον μόνωσις κάμνει το ήθος του ανθρώπου σκληρότερον. Ο δε Παχώμιος απεκρίθη ηρέμως, ειπών· «Ο Κύριος με απέστειλε δια να με κάμης Μοναχόν, διότι πολύ επιθυμώ το Σχήμα τούτο, ως άγιον». Αλλ’ ο Παλάμων, ως σοφός και έμπειρος άνθρωπος, δια να δοκιμάση τον Παχώμιον, έσκωπτεν αυτόν λέγων· «Ύπαγε όπου θέλεις, διότι εδώ μετ’ εμού δεν δύνασαι να υποβληθής εις τόσον κόπον και άσκησιν, επειδή και άλλοι πολλοί ήλθον, υποσχόμενοι να παραμείνουν, αλλ’ όμως δεν ηδυνήθησαν. Διότι εγώ, το μεν θέρος τρώγω μόνον μίαν φοράν την ημέραν και μόνον άρτον και άλας, τον δε χειμώνα ανά δύο ημέρας. Έλαιον δε και οίνον ουδόλως τρώγω ή πίνω. Αγρυπνώ δε και την ημίσειαν νύκτα προσευχόμενος. Λοιπόν, ύπαγε πρώτον και δοκίμασον εάν δύνασαι να υπομείνης την τοιαύτην αυστηρότητα και τότε επίστρεψον προς με». Ταύτα είπεν ο Γέρων, δια να δειλιάση ο νέος προ της τοιαύτης κακοπαθείας. Αλλ’ εκείνος, ταύτα ακούων, εγένετο προθυμότερος, χωρίς δε ουδόλως να φανή υποχωρών, είπε προς τον Γέροντα· «Ελπίζω εις τον Θεόν και εις τας ευχάς σου, να τηρήσω προθύμως όσα μοι είπες, Πάτερ τίμιε». Τότε λοιπόν εκράτησεν αυτόν εις το Μοναστήριον, όπου διήγον κοινοβιακώς εις άπαντα, τόσον εις την τροφήν όσον και εις την άσκησιν. Ειργάζοντο δε και σάκκους εκ τριχών δια να ελεώσι τους πτωχούς, οίτινες ήρχοντο εκεί. Όταν δε κατελαμβάνοντο υπό του ύπνου, ελάμβανον έκαστος ανά μίαν σπυρίδα και μετέφερον άμμον από τόπου εις τόπον, έως ότου ξενυστάξωσι, νικώντες ούτω τον ενοχλούντα. Έλεγε δε και ταύτα πολλάκις ο Γέρων προς τον Παχώμιον· «Αγρύπνα, τέκνον μου, ίνα μη ευρών σε κοιμώμενον ο πολέμιος σε πληγώση, και κινδυνεύσης να απολέσης όσα ειργάσθης». Βλέπων δε την πολλήν αυτού υπακοήν, έχαιρε δοξάζων τον Κύριον. Κατά δε την ημέραν της εορτής του Αγίου Πάσχα έρριψεν ο Παχώμιος ολίγον έλαιον εις τα λάχανα, τα οποία έβρασεν. Ότε δε έμελλον να γευματίσουν, ιδών τούτο ο Γέρων, είπε ταύτα δακρύων· «Χθές εσταυρώθη ο Δεσπότης μου και εγώ να φάγω σήμερον έλαιον»; Ο δε Παχώμιος περεκάλει αυτόν να φάγη, λόγω της εορτής, αλλ’ εκείνος ο αείμνηστος δεν εδέχθη και ούτω έφεραν άλλα χόρτα άνευ ελαίου. Τοιαύτην εγκράτειαν εφύλαττεν ο μακάριος Παλάμων. Ένεκα λοιπόν της πολλής αυτού ταπεινώσεως και διακρίσεως εγνώριζεν ο Άγιος Γέρων τα τεχνάσματα των δαιμόνων. Ενώ δε νύκτα τινά ηγρύπνουν, ήλθε προς αυτούς Μοναχός τις, όστις ιδών την ανθρακιάν την οποίαν είχον ανημμένην δια την αγρυπνίαν, είπε προς αυτούς· «Όστις εξ υμών έχει πίστιν, ας σταθή επάνω εις την ανθρακιάν και επ’ αυτής να κάμη την προσευχήν, την οποίαν μας παρέδωκεν ο Χριστός εις το Ευαγγέλιον». Αλλ’ ο Γέρων εγνώρισεν, ότι ο Μοναχός εκείνος εκυριεύετο υπό του δαίμονος της υπερηφανείας. Όθεν ενουθέτει αυτόν αδελφικώς να μη φρονή τοιαύτα ψυχοβλαβή και μάταια. Εκείνος όμως, ο άφρων, δεν ωφελήθη εκ των νουθεσιών του Γέροντος, ώστε να μεταμεληθή από την δαιμονικήν του έπαρσιν, αλλ’ επήδησε γυμνόπους επί της ανθρακιάς και ίστατο επ’ αυτής, έως ότου είπε το «Πάτερ ημών» μέχρι τέλους. Εκ συνεργείας δε του δαίμονος έμεινεν αβλαβής. Απομακρυνθείς κατόπιν εκ της πυράς, ενόμισεν ότι έκαμε μεγάλην ανδραγαθίαν, μη γνωρίζων, ο άθλιος, ότι εκαίετο υπό άλλου πυρός, της υπερηφανείας, το οποίον κατέστρεφεν αυτήν ταύτην την ψυχήν του. Φεύγων δε την πρωϊαν, ωνείδιζε τους Αγίους, ως ατελείς, ο μάταιος, λέγων· «Που είναι η πίστις σας»; Όταν λοιπόν ο πονηρός και χαιρέκακος δαίμων επείσθη, ότι ο άνθρωπος ούτος ευρίσκετο εντός του σκότους της υπερηφανείας όλως αιχμάλωτος, ηθέλησε να ρίψη αυτόν και εις το της πορνείας ανόμημα, δια να κυριεύση αυτόν καλλίτερον. Μετασχηματισθείς λοιπόν εις γυναίκα ωραίαν και εύμορφον και κρούσας την θύραν του κελλίου, ηνάγκασε τον ησυχαστήν να εξέλθη και είπε προς αυτόν· «Χρεωστώ χρήματα εις τινας ανθρώπους, οίτινες με καταδιώκουν δια να με φυλακίσουν και κρύψε με ολίγην ώραν, έως ότου απομακρυνθούν». Επίστευσε τότε εκείνος εις τους απατηλούς λόγους και εισήγαγεν εντός του κελλίου του, ο κακοδαίμων, τον δαίμονα, μη συλλογισθείς τας ενέδρας και τας επιβουλάς του μισοκάλου, ο ανόητος. Διότι εις τοιούτον σκότος κρημνίζεται ο υπερήφανος. Όταν λοιπόν εισήλθεν εις το κελλίον του Μοναχού ο έξαρχος της ασελγείας, τόσον πόλεμον ήναψεν εις την σάρκα του, ώστε ηχμαλώτισε την καρδίαν του και συγκατετέθη, ο άθλιος, να πορνεύση με την γυναίκα. Ως δε επλησίασεν αυτήν, τον ήρπασεν ο διάβολος και έρριψεν αυτόν κατά γης, όπου επί ώραν πολλήν εκείτετο ως νεκρός, ο δείλαιος. Διότι ο δαίμων εισήλθεν όλως εντός αυτού και εξήλθεν εκ των φρενών του. Αργότερον δε, μετά από ώρας πολλάς, ηγέρθη, ως ηδυνήθη, και εννοήσας την αμαρτίαν του, μετέβη εις τον Όσιον Παλάμωνα όλως έντρομος, προς τον οποίον εξωμολογήθη μετά δακρύων το πάθος του, ειπών· «Εγώ ο ίδιος, Πάτερ, εγενόμην αίτιος της απωλείας μου, ο ασύνετος, διότι, αν και τόσον φρονίμως με ενουθέτει η αγιωσύνη σου, εγώ, ο μάταιος, δεν υπήκουσα. Δια τούτο δικαίως συναπεκόμισα τους καρπούς της παρακοής μου. Αλλά σας παρακαλώ να με βοηθήσετε, διότι κινδυνεύω να απολεσθώ υπό του δαίμονος». Ταύτα εκείνου λέγοντος, οι μεν Όσιοι, ως συμπαθείς, έκλαυσαν, αυτός δε επήδησεν έξω των θυρών με ορμήν βιαίαν, ως να εκέντων αυτόν δια σουβλίου. Υπό του δαίμονος δε συρόμενος και τρέχων προς το όρος, έφθασεν εις πόλιν τινά, του Πανός καλουμένην, όπου εισελθών εις λουτρόν, έπεσεν επί της εσχάρας και πολύ εβλάβη υπό του πυρός, ο άθλιος. Τούτο το γεγονός υπήρξε δια τον Παχώμιον διδασκαλία ταπεινοφροσύνης και τιμωρίας. Όθεν, έχων πλέον εις την ψυχήν του ερριζωμένον τον φόβον του Θεού, δεν υπεχώρει εις κανέν πάθος, αλλά μάλλον εβλάστανε καρπούς αρετής, τόσον ώστε ο Γέρων πολύ εθαύμαζε, βλέπων ότι υπερέβαινεν αυτόν κατά τας ενθέους αρετάς. Όθεν συνεχώρησεν εις αυτόν να αγωνίζεται και μόνος εις οίους αγώνας ήθελεν οδηγήσει αυτόν ο Κύριος. Μετέβη λοιπόν εις χωρίον τι έρημον, Ταβέννην ονομαζόμενον, και αφ’ ου έμεινεν εκεί πολλάς ημέρας ησυχάζων, ήκουσε φωνήν εκ Θεού, ενώ προσηύχετο, ήτις επρόσταξεν αυτόν να μείνη εις τον τόπον αυτόν και να κτίση Μοναστήριον, διότι πολλοί έμελλον να συναχθώσιν εκεί και να σωθούν δια μέσου αυτού. Εννοήσας λοιπόν ο Όσιος, ότι εκ Θεού ήτο η προσταγή, μετέβη εις τον Γέροντα και απεκάλυψεν εις αυτόν την οπτασίαν, ζητών συγχώρησιν. Ο Γέρων τότε μετέβη μετ’ αυτού δια να τον βοηθήση κατ’ αρχάς, ότε είναι τα πάντα δύσκολα και όταν έκτισαν το κελλίον επέστρεψε πάλιν ο Γέρων εις το ιδικόν του ησυχαστήριον, συνεφώνησαν δε να μεταβαίνουν πότε ο εις και πότε ο άλλος, όταν φωτίζη αυτούς ο Κύριος, εις το κελλίον του ετέρου, ίνα συνομιλούν και απολαμβάνουν τας πνευματικάς αλλήλων Χάριτας. Μετ’ ολίγον καιρόν ο Παλάμων ησθένησε, διότι εξωγκώθη πολύ εκ της υδροποσίας και εξηράνθη ο σπλην του. Επειδή επί τινας ημέρας έπινε μόνον ύδωρ χωρίς να τρώγη καθόλου άρτον, κατ’ άλλας δε πάλιν έτρωγε μόνον άρτον χωρίς να πίνη ουδόλως ύδωρ. Συνεβούλευσαν λοιπόν αυτόν να παύση την σκληραγωγίαν εκείνην, ίνα μη αποθάνη προώρως. Αλλ’ αυτός ο τρισόλβιος έλεγεν· «Εάν οι Άγιοι Μάρτυρες εκαρτέρουν γενναίως υπό σιδήρων κατατεμνόμενοι, στρεβλούμενοι και βασανιζόμενοι, πως εγώ να μη υπομείνω τους πόνους του σώματος, προτιμών την τρυφήν και την απόλαυσιν»; Ούτω λοιπόν ανδρείως κατά της γαστρός αγωνιζόμενος ο μακάριος Παλάμων, απήλθε προς Κύριον. Ο δε Παχώμιος έτυχεν εκεί και ενεταφίασεν αυτόν. Κατόπιν επέστρεψεν εις το κελλίον του. Εις τον τόπον αυτόν ευρισκομένου του Οσίου ήλθεν προς αυτόν αδελφός του τις κατά σάρκα, ονόματι Ιωάννης, όστις εγένετο Μοναχός, ηγωνίζοντο δε έκτοτε ομού τον καλόν αγώνα της ασκήσεως αδελφικώς φρονούντες, με μίαν γνώμην και θέλησιν. Κατεσκεύαζον δε ράσα και ότι εισέπρατον εκ του εργοχείρου των αυτού τα έδιδον εις τους πτωχούς, κρατούντες δι’ αυτούς μόνον όσον εχρειάζοντο δια να εξοικονομούν τα της πενιχράς τροφής των, φέροντες ένα μόνον χιτώνα έκαστος, κατά το Ευαγγέλιον, και μάλιστα του Παχωμίου ήτο τρίχινος. Δεν εκοιμάτο δε ο Όσιος εις κλίνην, αλλά καθεζόμενος επί σκαμνίου εκοιμάτο ολίγην ώραν και πάλιν μόνον όταν ησθάνετο μεγάλον κόπον από την πολλήν αγρυπνίαν και κακοπάθειαν. Ούτως ήσκησεν επί χρόνους δεκαπέντε, γενόμενος παράδειγμα εις πολλούς. Ενθυμούμενος δε ο Όσιος της άνωθεν φωνής, ήτις είπε προς αυτόν να οικοδομήση Μοναστήριον, ήρχισε μετά του αδελφού του να κτίζωσι τούτο. Και ο μεν Ιωάννης ήθελε να οικοδομήση αυτό μικρόν, διότι δεν ήθελε πολλήν ταραχήν. Ο δε Παχώμιος το εσχεδίαζε πολύ μεγάλον, κατά τον λόγον τον οποίον ήκουσεν, ότι έμελλε να συναχθώσι πολλοί Μοναχοί. Δια ταύτην την αιτίαν λοιπόν εφιλονίκησαν ολίγον και ο Ιωάννης ύβρισε τον Παχώμιον αδίκως, ονομάσας αυτόν φλύαρον. Ο δε Παχώμιος εσκανδαλίσθη μεν, ως άνθρωπος, αλλ’ ως φρόνιμος και ενάρετος υπέμεινε την ύβριν και δεν ωμίλησε. Κατά δε την νύκτα εμέμφετο τον εαυτόν του, λέγων· «Οίμοι τω τάλανι! Πως εσκανδαλίσθην δι’ ένα λόγον και εθυμώθην, μετά τους τοσούτους κόπους της ασκήσεως. Ελέησόν με, Κύριε, διότι δεν ενέκρωσα ακόμη την σάρκα, αλλά γίνομαι δούλος του εχθρού, ο δείλαιος. Πως θα διδάσκω εις τους άλλους την πραότητα, όταν εγώ δεν απέκτησα ταύτην». Αυτά και άλλα έλεγε καθ’ όλην την νύκτα, κλαίων. Δια τοιαύτης ταπεινοφροσύνης και πραότητος ήτο κεκοσμημένος ο μακάριος. Μετ’ ολίγον καιρόν ο Ιωάννης εκοιμήθη και έμεινεν ο Παχώμιος μόνος, αγωνιζόμενος ως και πρότερον. Οι δε δαίμονες ηνώχλουν αυτόν πολλάκις δια να φοβηθή και να αναχωρήση από τον τόπον εκείνον. Ούτως, όταν ήθελε να κάμη τον κανόνα του, του εφαίνετο ότι έμπροσθεν αυτού ευρίσκετο λάκκος βαθύς, τούτο δε του παρουσίαζεν ο εχθρός δια να μη κλίνη τα γόνατα εις προσευχήν. Αλλ’ ο Όσιος, εννοών την πανουργίαν, έκαμνεν, εις πείσμα των δαιμόνων, περισσοτέρας μετανοίας. Άλλοτε πάλιν το κελλίον του εκλονίζετο και έτρεμεν ώραν πολλήν, ως να ήτο έτοιμον να καταρρεύση. Άλλοτε ο δαίμων μετεμορφούτο εις πετεινόν και έκραζεν. Άλλοτε ανεσήκωνον πολλοί εν φύλλον δένδρου, δι’ ενός ξύλου μακρού και έκαμνον δήθεν ότι δεν ηδύναντο, δια να γελάση ο Όσιος. Άλλοτε πάλιν οι δαίμονες εγίνοντο γυναίκες ολόγυμναι και εκάθηντο πλησίον του, ότε έτρωγεν. Αλλ’ αυτός ουδόλως παρετήρει τούτους, δια δε της προσευχής του διεσκόρπιζεν αυτούς, λέγων μετά των άλλων ιερών λόγων και πολλά ρητά του Δαβίδ. Ήτοι, το «Αναστήτω ο Θεός» (Ψαλμ. ξζ:1), τον ενενηκοστόν ψαλμόν και άλλα. Όθεν, ιδόντες οι δαίμονες ότι δεν ενίκων τον αήττητον με φαντάσματα, ωργίσθησαν και νύκτα τινά έδειραν αυτόν αγρίως από την πρώτην ώραν έως ότου εξημέρωσεν. Εκ τούτου ησθένησε βαρέως και εκείτετο επί της κλίνης. Αλλά ας μη θαυμάση τις εις το πως συγχωρεί ο Θεός να δέρουν οι δαίμονες τους Αγίους. Διότι δια να γίνουν δια της δοκιμής τέλειοι και να λάβουν πείραν των πειρασμών, οικονομεί ο Πάνσοφος να τιμωρούνται, ως συνέβη με τον Ιώβ, τον Αντώνιον και πλείστους άλλους Αγίους άνδρας, ούτω δε, δια της δοκιμασίας και των πειρασμών ως χρυσός κατεργαζόμενοι, να γίνωνται τελειότεροι. Καθ’ ον λοιπόν χρόνον ευρίσκετο ο Όσιος ασθενής, μετέβη προς επίσκεψίν του Ασκητής τις, Ιερακοπόλλων ονομαζόμενος, όστις ήτο πρακτικός ησυχαστής και ενουθέτησεν αυτόν λέγων· «Ανδρίζου, τέκνον, και μη δειλιάσης προ των πειρασμών. Διότι, αν νομίσουν οι δαίμονες, ότι εφοβήθης, θέλουν πράξει χειρότερα εναντίον σου. Αν όμως ίδουν, ότι δεν υπολογίζεις τούτους, θέλουσι σε αφήσει ανενόχλητον». Έμεινε λοιπόν εκεί ο Γέρων ως συνοδός του Παχωμίου, έως ότου εκοιμήθη και αυτός, τον οποίον και ενεταφίασεν ο Όσιος. Ούτος δε έμενε του λοιπού ανενόχλητος από τους εχθρούς, πατών επί όφεων και σκορπίων, χωρίς να βλαβή ουδέ εις το παραμικρόν. Ούτω, όταν ήτο ανάγκη, διήρχετο τον ποταμόν επί κροκοδείλου καθεζόμενος. Συνηυλίζετο και συνανεστρέφετο αφόβως με τα άγρια θηρία και δεν ηδύναντο να βλάψουν αυτόν. Έλαβε δε από τον Θεόν και το χάρισμα της διακρίσεως δια να γνωρίζη το θείον θέλημα. Παρεκάλεσε και δια τον ύπνον, να τύχη της χάριτος να μη κοιμάται, δια να προσεύχεται αδιαλείπτως. Το χάρισμα δε τούτο είχεν επ’ αρκετόν, ως ο μέγας Αντώνιος. Προσευχόμενος λοιπόν διαρκώς, δι’ όλης αυτού της ψυχής, εφαντάζετο τον Θεόν, δια της καθαρότητος της καρδίας του. Ήλθον δε και άλλοι πολλοί αδελφοί και εγένοντο συνασκηταί αυτού, την πολιτείαν εκείνου μιμούμενοι, ο δε Όσιος υπεδέχετο ένα έκαστον μετά χαράς. Έπειτα, βλέπων ότι πολλάς μερίμνας κατέβαλλε δι’ αυτούς και δεν είχεν ησυχίαν, ως πρότερον, διελογίζετο ποίον εκ των δύο να είναι θεαρεστότερον, η ησυχία δηλαδή ή η προστασία των αδελφών, προσηύχετο δε εις τον Θεόν να τον πληροφορήση περί τούτου. Ήλθε δε Άγγελος Κυρίου και είπε προς τον Όσιον· «Το θέλημα του Θεού είναι να υπηρετής τους αδελφούς σου, Παχώμιε, και καθ’ όσον δύνασαι να ειρηνεύης τούτους, ίνα έχουν αγάπην προς Εκείνον και προς αλλήλους». Μετά ταύτα, επειδή επλήθυναν οι αδελφοί και ήτο ανάγκη σοφωτέρας προστασίας και κυβερνήσεως, ενεφανίσθη πάλιν ο Άγγελος και εδίδαξεν εις αυτόν την τάξιν ικανώς, πως δηλαδή να πορεύωνται, καθώς κατωτέρω θέλει φανή. Φωτισθείς όθεν ο Όσιος εξ όσων ήκουσε παρά του Αγγέλου, υπεδέχετο ένα έκαστον, εξ όσων ήρχοντο με το θέλημά των, καθώς και εκείνους τους οποίους έφερον οι γονείς των, όμως δεν εκούρευε τούτους ευθύς Μοναχούς, αλλά εδοκίμαζε πρώτον, διδάσκων αυτούς πολλάκις να καταφρονούν κτήματα, χρήματα, δόξαν, τιμήν, αγάπην γονέων, σαρκός θελήματα και πάντα τα επακόλουθα. Εξαιρέτως δε να τηρώσιν υπακοήν εις τον Προεστώτα και να φροντίζουν δια την χαλιναγώγησιν του ιδίου θελήματος, αρετήν εις την οποίαν περικλείονται όλαι αι άλλαι. Δια τοιούτων και άλλων παρομοίων διδασκαλιών προεγύμναζε τούτους, μετά δε ταύτα έκαμνε τούτους Μοναχούς, παραδίδων το Σχήμα, ο πάνσοφος, και υπηρέτει μόνος εις όλα με πολλήν επιμέλειαν και προθυμίαν θαυμασίαν, όχι μόνον την Εκκλησίαν, αλλά και όλας τας ανάγκας των αδελφών, δια να μη στερηθούν ουδενός αναγκαίου και εκ τούτου αθυμήσωσι. Τόσον δε εκοπίαζε και τοιαύτην αγάπην εδείκνυεν ο Όσιος προς τους Μαθητάς του, ώστε εθαύμαζον άπαντες, βλέποντες τόσην στοργήν και ετίμων και εσέβοντο αυτόν ως πατέρα φιλόστοργον και φιλόπαιδα, αγωνιζόμενοι να μιμούνται τούτον όσον ηδύναντο, υπηρετούντες ο εις τον άλλον. Ετόλμησαν δε ποτε και τον ηρώτησαν· «Διατί, Πάτερ, κοπιάς μόνος, υπηρετών ημάς τους αναξίους με τόσους κόπους και ταλαιπωρίας»; Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Δια να μη αμελήτε τα ψυχικά, αλλά να προσεύχεσθε ολοψύχως και να κάμνετε αόκνως τον κανόνα σας. Διότι δεν είμαι εγώ καλλίτερος του Δεσπότου Χριστού, όστις υπηρέτει τους Αποστόλους. Λοιπόν, καθώς βλέπετε εμέ, κάμετε και σεις δια να διατηρήσητε την αγάπην και να βοηθήτε ο εις τον άλλον, όσον δύνασθε». Μεταξύ δε των άλλων αδελφών ήτο νέος τις, ονόματι Θεόδωρος, όστις ήλθεν εις το Μοναστήριον μικρόν παιδίον και εμιμείτο πολύ εις τας αρετάς τον Παχώμιον. Ούτος δε τον ηγάπα δια τας αρετάς του περισσότερον των άλλων και είχεν αυτόν ως τέκνον γνήσιον. Εφ’ όσον λοιπόν ο καιρός παρήρχετο, τόσον προσήρχοντο αδελφοί ολονέν και περισσότεροι, διότι η φήμη και η αρετή του Παχωμίου έσυρε τούτους προς τα εκεί ως ο μαγνήτης τον σίδηρον. Λοιπόν ήλθε πάλιν Άγγελος Κυρίου και έδωσεν εις τον Όσιον δέλτον εκ χαλκού εις σχήμα πλακός, επί της οποίας ήσαν γεγραμμένα ταύτα· «Συγχώρει εις τον καθένα να τρώγη, να πίνη και να εργάζεται κατά την δύναμίν του. Ήτοι, όσοι είναι κατά το σώμα δυνατοί, ας τρώγουν και ας εργάζωνται περισσότερον. Όσοι δε ησυχάζουν και νηστεύουσι, μη εμποδίσης τούτους από την άσκησιν, και κτίσον κελλία διάφορα. Το γεύμα όλων ας είναι κοινόν. Ας κοιμώνται εις καθίσματα, ας είναι εζωσμένοι, ας φορούν εις τας κεφαλάς κουκούλια σημειωμένα δια σταυρού ερυθρού και κατάνειμον τούτους εις είκοσι τέσσαρα τάγματα, όσα τα γράμματα της αλφαβήτου, αρχίζων από του Άλφα έως του Ωμέγα και, αναλόγως της καταστάσεως αυτών, κατάτασσε τούτους και εις εν στοιχείον, ήτοι τους απλουστέρους εις το Ιώτα και τους δυστροπωτέρους εις το Ξί. Ούτω και δια τους άλλους. Κατά την γνώμην των ας είναι και η επωνυμία των και μη δεχθής Μοναχόν άλλου Μοναστηρίου. Τους δε κοσμικούς, οι οποίοι θέλουν να γίνουν Μοναχοί, επί τρεις χρόνους δοκίμαζε. Όταν τρώγουν εις την τράπεζαν, ας σκεπάζουν τας κεφαλάς με τα κουκούλια δια να μη βλέπουν ο εις τον άλλον και συνομιλούν». Ταύτα και άλλα περισσότερα ήσαν γεγραμμένα επί της δέλτου, την οποίαν έλαβε παρά του Αγγέλου ο Όσιος και ούτως εκυβέρνα τους αδελφούς κατά το θείον πρόσταγμα. Κατόπιν έκτισε διάφορα Μοναστήρια με νοσοκομεία ξενώνας και άλλα απαραίτητα. Ώρισε δε και οικονόμους και διακονητάς, αναλόγους του πλήθους των αδελφών. Διότι εις το πρώτον Μοναστήριον ήσαν χίλιοι τριακόσιοι και εις τα άλλα ολιγώτεροι. Ήσαν δε εις όλα τα Μοναστήρια, τα οποία έκτισεν ο Παχώμιος, επτά χιλιάδες Μοναχοί και είχεν από όλας τας τέχνας αναλόγους αδελφούς. Ήτοι, δέκα καλλιγράφους, δεκαπέντε ράπτας, αναλόγους κηπουρούς και υποδηματοποιούς και πάσης άλλης τέχνης τεχνίτας, τους οποίους εκυβέρνα ο σοφός ούτος Όσιος Παχώμιος με πολλήν διάκρισιν, διδάσκων συχνάκις τα ψυχωφελή και σωτήρια. Τόσον δε ήτο γλυκύς εις τους λόγους και τόσον ωφέλει δια τούτων, ώστε, όστις ήθελε συνομιλήσει μετ’ αυτού μίαν φοράν, ελυπείτο να χωρισθή από τούτου, καθώς εμαρτύρησε και ο μέγας Αθανάσιος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, όστις μετέβη εις το Μοναστήριόν του και ηυχήθη τον Όσιον μεθ’ όλης της αδελφότητος, θαυμάσας τούτους. Είχε δε ο Όσιος αδελφήν, η οποία, ακούσασα παρά πολλών ανθρώπων, ότι ήτο τοιούτος μέγας Άγιος, μετέβη να τον ίδη. Αλλ’ αυτός δεν ηθέλησε να την ίδη και διεμήνυσε προς αυτήν δια του θυρωρού ταύτα· «Μη λυπείσαι, που δεν με είδες, αρκεί ότι έμαθες πως είμαι καλά, αν δε επιθυμής να ενδυθής τούτο το άγιον Σχήμα, θέλω κτίσει προς χάριν σου εδώ πλησίον Μοναστήριον, δια να έλθουν και άλλαι ως Μοναχαί εις την συνοδείαν σου. Διότι εκείνος όστις εις τούτον τον κόσμον δεν κάμνει το καλόν πριν αποθάνη, δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, επειδή μετά θάνατον θα κριθώμεν άπαντες και έκαστος θα λάβη την ανταπόδοσιν των έργων αυτού». Ταύτα ακούσασα εκείνη έκλαυσε και εμίσησε τον κόσμον. Όθεν ο Όσιος, κουρεύσας αυτήν Μοναχήν, έκτισε χάριν αυτής Μοναστήριον πλησίον του ιδικού του, εις το οποίον συνηθροίσθησαν και άλλαι πολλαί, εν συνεχεία δε άλλαι και άλλαι, επάνω εις τας οποίας αύτη η μακαρία ήτο Ηγουμένη. Απέστειλε δε προς αυτήν ο Όσιος και Ιερομόναχον τινά Γέροντα, ευλαβή και σώφρονα, Πέτρον ονόματι, όστις εδίδασκε τας Μοναχάς και ηρμήνευε την τάξιν με πάσαν ακρίβειαν. Είχον δε το Μοναστήριον περιτετειχισμένον δια τείχους και δεν εξήρχοντο, ούτε ξένος τις εισήρχετο εντός αυτού. Όταν δε ήρχετο άνθρωπός τις δια να ίδη Μοναχήν τινά συγγενή του, εξήρχετο αύτη εις την θύραν μετά της Προεστώσης ή άλλης τινός επιτετραμμένης Μοναχής και αφού αντήλλασον ολίγας λέξεις ανεχώρει. Ήσαν δε εις το Μοναστήριον του Παχωμίου πολλοί αδελφοί, αλλά κανείς δεν έφθανεν εις τας αρετάς τον προαναφερθέντα Θεόδωρον, δια τον οποίον ας είπομεν ολίγα τινά εκ των θαυμασίων και ενθέων κατορθωμάτων αυτού. Οι γονείς του ήσαν πλουσιώτατοι και ευσεβέστατοι. Όθεν, ημέραν τινά, ότε ήτο πάνδημος εορτή, ητοίμασαν μεγάλην, λαμπράν και πολυτελή τράπεζαν. Όλοι τότε έτρωγον και έπινον χαίροντες, ο δε Θεόδωρος, νεανίας τότε ακόμη, υπό της θείας Χάριτος κατανυχθείς τη καρδία, έλεγε ταύτα κατά μόνας· «Εάν απολαύσης ταύτας τας φθαρτάς τροφάς, Θεόδωρε, θα στερηθής των αιωνίων και αφθέρτων απολαύσεων». Ταύτα δε λέγων εστέναζε. Κατόπιν εκρύβη εις τόπον του οίκου παράμερον, και εκεί, πεσών εις την γην, προσηύχετο θερμώς μετά δακρύων, ταύτα λέγων· «Δέσποτα Θεέ, ο των κρυπτών γνώστης, γνωρίζεις ότι δεν εξέλεξα εκ του κόσμου άλλο τι ει μη μόνον την αγάπην Σου και Σε επόθησα εξ όλης της καρδίας μου. Δια τούτο, Σε παρακαλώ, οδήγησόν με και φώτισόν μοι την διάνοιαν, ίνα τηρώ πάντοτε τας εντολάς Σου». Η δε μήτηρ αυτού, αναζητούσα τούτον επιμελώς, τον εύρεν εις τον τόπον εκείνον κλαίοντα και τον ηρώτησε τις τον επίκρανε και διατί δεν μετέβη εις την τράπεζαν να φάγη μετά των αδελφών του. Όμως ο ευλογημένος Θεόδωρος δεν απεκρίθη επ’ αυτού, αλλ’ απεμάκρυνε ταύτην εντέχνως και έμεινε καθ’ όλην την ημέραν μόνος προσευχόμενος εν τελεία νηστεία. Όχι δε μόνον τότε, αλλά και συχνάκης έπραττε τούτο. Εν τω κόσμω δε ακόμη ευρισκόμενος ο Θεόδωρος υπεβάλλετο εις περισσοτέραν σκληραγωγίαν από τους Ασκητάς της ερήμου. Διότι μόνον ανά δύο ημέρας έτρωγε και μόνον μίαν φοράν, τιμωρών τοιουτοτρόπως την σάρκα και προγυμναζόμενος. Βλέποντες, τέλος, οι γονείς του, ότι επί δύο χρόνους υπεβάλλετο εθελουσίως εις τόσην στενοχωρίαν, συνεχώρησαν την αναχώρησίν του και ούτω μετέβη εις τον μέγαν Παχώμιον, δια τον οποίον είχεν ακούσει, ότι ήτο άνθρωπος άγιος, εκείνος δε τον εκράτησεν αμέσως γνωρίσας δια της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος οποίος έμελλε να κατασταθή εις το ύστερον ο νέος ούτος Θεόδωρος. Εκράτησε λοιπόν τούτον πλησίον αυτού χαίροντα ο Όσιος, χαίρων και ο ίδιος, αγαπών και εκτιμών τούτον περισσότερον από τους άλλους, διότι τον έβλεπεν έχοντα υπακοήν απόλυτον. Μετά δε καιρόν, ακούσασα η μήτηρ αυτού, ότι ο υιός της ευρίσκετο πλησίον του Παχωμίου, επεθύμησε να τον ιδή, διότι ηγάπα αυτόν, ως φιλότεκνος, υπερμέτρως. Όθεν έλαβε γράμματα από τινας Επισκόπους προς τον Παχώμιον, δια των οποίων παρεκάλουν τον Όσιον να παραδώση εις την μητέρα του τον Θεόδωρον. Μετέβη λοιπόν η γυνή εις το γυναικείον Μοναστήριον και δια των υπηρετών έστειλε προς τον Όσιον τα γράμματα. Αναγνώσας τα γράμματα ο Όσιος συνεχώρησε να συναντηθή ο Θεόδωρος με την μητέρα του, αλλ’ ούτος απεκρίθη· «Πως, Πάτερ, να γίνω εις όλους τους αδελφούς πρόσκομμα και να παροργίσω, δια την αγάπην της μητρός, τον Δεσπότην μας; Αφ’ ης στιγμής ηρνήθην τον κόσμον, δεν έχω πλέον μητέρα ή αδελφούς, διότι αντί τούτων έχω τον Δεσπότην Χριστόν, τον οποίον πρεπόντως προετίμησα εξ όλων των του κόσμου τούτου». Ταύτα ακούσας ο Όσιος εθαύμασε και επήνεσεν αυτόν, ειπών· «Επειδή προτιμάς με τόσην γνώσιν και τόσην φρόνησιν τον Δεσπότην Χριστόν υπέρ την μητέρα σου, επαινώ και εγώ ταύτην την σωτήριον γνώμην σου, επειδή Αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ούτως ώρισε λέγων: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι:37). Αλλά και οι Επίσκοποι εκείνοι, οίτινες έγραψαν εις ημάς, θέλουν χαρή, ακούοντες την φιλόθεον γνώμην σου». Όταν η μήτηρ του Θεοδώρου ήκουσεν ότι ο υιός της δεν εξήρχετο να τον ίδη, δεν επέστρεψε πλέον εις την οικίαν της, αλλ’ έμεινε μετά των παρθένων, ειπούσα· «Ας παραμείνω λοιπόν και εγώ εις τούτο το ψυχοσωτήριον Μοναστήριον, δια να ίδω κάποτε τον υιόν μου, να κερδήσω δε και την ψυχήν μου η τάλαινα». Όμως, ας αφήσωμεν προς το παρόν τον Θεόδωρον, ίνα επανέλθωμεν εις τον μέγαν Παχώμιον. Γυνή τις είχε το πάθος της αιμορραγίας και μη ευρίσκουσα εις τους ιατρούς θεραπείαν, παρεκάλεσε τον Οικονόμον της Εκκλησίας Τεντήρων, όστις ήτο Ομολογητής και πολύ ενάρετος, φίλος δε γνήσιος του Παχωμίου, να προσκαλέση εις την Εκκλησίαν του τον Όσιον με πρόφασίν τινα, διότι επίστευεν η γυνή ότι, εάν εγγίση μόνον το ράσον αυτού, θέλει θεραπευθή. Προσεκάλεσε λοιπόν ο Οικονόμος Διονύσιος τον Παχώμιον δι’ άλλην υπόθεσιν και όταν εκάθηντο εις την Εκκλησίαν συνομιλούντες, επλησίασεν η γυνή ησύχως και ως ήπλωσε την χείρα εγγίσασα το καλυμμαύχιον του Οσίου, ευθύς, ω του θαύματος! έλαβε τελείως την θεραπείαν της, καθώς ολοψύχως επίστευεν. Ακούσατε τώρα, ευλαβείς ακροαταί, και έτερον θαυμασιώτερον. Άνθρωπος τις είχε θυγατέρακατατεταγμένην εις την τάξιν των παρθένων, ήτις προσεβάλλετο υπό δαιμονίου. Προσελθών δε εις τον Όσιον, παρεκάλει τούτον να θεραπεύση την θυγατέρα του. ο δε Όσιος, επειδή δεν συνωμίλει μετά γυναικός, είπε προς τον πατέρα τής πασχούσης να του φέρη εν εκ των ενδυμάτων της. Τούτο έπραξεν ο πατήρ. Ο δε Όσιος, ως είδε τούτο, είπε προς αυτόν λυπούμενος· «Η θυγάτηρ σου μόνον κατά το λεγόμενον είναι παρθένος και όχι αληθώς. Ειπέ εις αυτήν, εάν θέλη, ας φυλαχθή τουλάχιστον από τώρα και εις το εξής αμόλυντος, και ο ελεήμων Θεός θα αποδώση εις αυτήν την υγείαν της». Ανακρίνας τότε και εξετάσας αυτήν ο πατήρ της, επληροφορήθη παρ’ αυτής την αμαρτίαν της, την οποίαν εξομολογηθείσα υπεσχέθηνα μη πορνεύση πλέον. Ο δε μέγας Παχώμιος απέστειλεν ηγιασμένον έλαιον, δια του οποίου εχρίσθη αύτη και έφυγεν απ’ αυτής το δαιμόνιον. Έτερος τις είχεν υιόν δαιμονιζόμενον, τον οποίον έφεραν εις τον Όσιον, ζητούντες την ίασιν. Ιδών δε αυτόν ο Όσιος, ηυλόγησεν άρτον και έδωσε τούτον εις τον πατέρα, λέγων· «Όταν πεινάση ο υιός σου, δος εις αυτόν τον άρτον τούτον να τον φάγη». Ούτως έπραξεν ο πατήρ, αλλ’ ο δαιμονιζόμενος δεν ήθελε ουδέ καν να τον δοκιμάση. Όθεν ο πατήρ παρεσκεύασε ζωμόν μετ’ ελαίου και άλλων μυρωδικών και εντός τούτου έρριψε τον άρτον, τον οποίον έφαγεν ο υιός του. Ευθύς τότε, ω του θαύματος! έφυγεν απ’ αυτού το δαιμόνιον και από της ώρας εκείνης αποκατεστάθη τελείως η υγεία του. Αλλά και άλλα πολλά θαυμάσια εποίησεν ο Θεός δια του Οσίου. Ούτος δε, ο μακάριος, ουδέποτε εκενοδόξησεν, αλλά έλεγεν, ότι ο Θεός εποίει ταύτα προς το συμφέρον των δούλων Αυτού. Δια τούτο επεμελείτο να πράττη πάντοτε ουχί το ιδικόν του, αλλά του Κυρίου το θέλημα, καθώς εκείνος εδίδασκε, δηλαδή να μη κάμνωμεν το ιδικόν μας θέλημα, αλλά εκείνο το οποίον προστασσόμεθα από τους Πατέρας και διδασκάλους μας. Έλεγε δε και τούτο ο πάνσοφος. Ότι η θεραπεία της ψυχής είναι χρησιμωτέρα και ωφελιμωτέρα της του σώματος. Επίσης συνεβούλευεν ότι, εάν ίδης αμελή, όστις δεν εργάζεται το καλόν και δια της διδαχής σου τον κάμης πρόθυμον εις το αγαθόν ή τον ειδωλολάτρην και άσπλαγχνον τον κάμης εύσπλαγχνον, τον υπερήφανον ταπεινόν και τον πόρνον σώφρονα, δεν ευηργέτησες τούτους ολιγώτερον από του να ήσαν παράλυτοι και να έδιδες εις αυτούς την ίασιν του σώματος. Ήτο δε και κατά πολύ μακρόθυμος και πραότατος ο μακάριος Παχώμιος και ουδέποτε ωργίζετο. Ακούσατε δε τα της ανεξικακίας αυτού. Εις εν εκ των Μοναστηρίων του διέμενε Μοναχός τις, όστις εζήτει παρά του Ηγουμένου εν διακόνημα, το οποίον ήτο υπέρ την δύναμίν του, εκείνος δε, γνωρίζων την αδυναμίαν τού υποτακτικού του, δεν ήθελε να αναθέση εις αυτόν το περί ου ο λόγος διακόνημα. Δια να μη ενοχλή δε αυτόν ο αυθάδης εκείνος, είπεν, ότι ο Όσιος δεν συνεχώρει να του αναθέση το διακόνημα, το οποίον του εζήτει. Όθεν, οργισθείς ο αναίσχυντος εκείνος, ήρπασε τον Ηγούμενόν του και έσυρεν αυτόν έως ότου έφθασαν εις τον Όσιον, όστις την στιγμήν εκείνην έκτιζε τείχος. Εφώναξε τότε ο Μοναχός, από τον θυμόν νικώμενος, προς τον Όσιον· «Κατέβα κάτω, ψεύστη, να μου ειπής διατί δεν είμαι άξιος της τάξεως, την οποίαν εζήτησα»; Τότε ο μεν Όσιος εσιώπα υβριζόμενος, ο δε υβριστής απεθρασύνετο περισσότερον. Όθεν, δια να σβύση ο Όσιος τον θυμόν του αυθάδους Μοναχού, έλεγεν· «Ήμαρτον, συγχώρησόν με, τέκνον μου. Δεν έσφαλες και συ κάποτε»; Μετά βίας λοιπόν κατέπαυσε τον άδικον θυμόν του παραλόγου ο Όσιος, ότε αφήσας την εργασίαν του κατήλθενεκ του τείχους και ηρώτα κρυφίως τον Προεστώτα της Μονής, όστις και διηγήθη την υπόθεσιν, ως ελέχθη. Όθεν ο Όσιος επρόσταξεν αυτόν να δώση εις τον Μοναχόν το διακόνημα, το οποίον εζήτει, μήπως αλλάξη γνώμην και γίνη καλός, ίνα μη κολασθή ο ταλαίπωρος. Διότι πολλάκις ο κακός, ευεργετούμενος, γίνεται καλός και ούτω λαμβάνομεν μισθόν, επειδή εσώσαμεν τον αδελφόν μας. Ούτω δε συνέβησαν τα πράγματα, κατά την πρόρρησιον του Οσίου. Διότι, ως ο Μοναχός εκείνος έλαβε το διακόνημα, κατενύχθη και έδραμε μετά δακρύων εις τον Όσιον. Πεσών δε προ των ποδών αυτού τον ηυγνωμόνει, λέγων· «Ευχαριστώ σοι, άνθρωπε του Θεού, διότι με την πολλήν σου μακροθυμίαν και χρηστότητα ενίκησας την αυθάδειαν και την θρασύτητά μου και αν ήθελες με τιμωρήσει, καθώς μου ήξιζε, θα εκολαζόμην, ο άθλιος». Hμέραν τινά μετέβησαν οι αδελφοί εις την νήσον να κόψουν χόρτον δια τα ψαθία, συνώδευε δε τούτουςκαι ο Όσιος. Ενώ δε διήρχοντο δια της λέμβου, είδενούτος έκτασιν, κατά την οποίαν τινές εκ των Μοναχών ήσαν υπό πυρός κυκλωμένοι, άλλοι περιπάτουν εις τας ακάνθας χωρίς υποδήματα και εκάθηντο εις τους πόδας των, άλλοι ίσταντο προ κρημνού, τον οποίον δεν ηδύναντο να διέλθουν, διότι κάτωθεν αυτών ήτο ποταμός και κροκόδειλοι έτοιμοι να τους καταπίουν. Ταύτα ιδών ο Όσιος εφανέρωσε το όραμα εις όλους. Όταν δε επέστρεψαν εις το Μοναστήριον, ηρώτων αυτόν να εξηγήση εις αυτούς την οπτασίαν. Εκείνος δε απεκρίθη· «Μετά την τελευτήν μου, νομίζω, ότι έχουν να συμβούν ταύτα εις σας, επειδή δεν θα εύρετε ικανόν τινά να σας ποιμαίνη με επιμέλειαν και αυταπάρνησιν και να σας παρηγορή εις τας θλίψεις σας». Μεθ’ ημέρας τινάς επρόσταξεν ο Όσιος τον Θεόδωρον να διδάξη την αδελφότητα, διότι αν και κατά τους χρόνους ήτο νεώτερος, κατά την φρόνησιν όμως ήτο συνετώτερος των γερόντων. Τινές δε των γερόντων, αναχωρήσαντες εκ της συνάξεως, μετέβησαν εις τα κελλία των. Τούτους ηρώτησε κατόπιν ο Όσιος διατί εγκατέλειψαν την διδαχήν και ανεχώρησαν ασυγχωρήτως. Οι δε απεκρίθησαν· «Διατί ανέθεσες εις εν παιδίον να διδάσκη τους γέροντας»; Ο δε Όσιος εστέναξεν, ειπών· «Ουαί εις σας, ταλαίπωροι, διότι δια μίαν ώραν εζημιώθητε όλους τους κόπους σας, ένεκα της πολλής σας υπερηφανείας και επάρσεως, δια την οποίαν και ο Εωσφόρος εξέπεσε. Δεν ηκούσατε την Γραφήν, ήτις λέγει· «Ακάθαρτος παρά Θεώ πας υψηλοκάρδιος» (Παρ. ιστ:5) και αλλαχού «Το εν ανθρώποις υψηλόν βδέλυγμα ενώπιον του Θεού» (Λουκ. ιστ:15) και «Όστις υψώσει εαυτόν ταπεινωθήσεται» (Ματθ. κγ:12). Δεν εγκατελείψατε τον Θεόδωρον, αλλ’ απεμακρύνθητε από τον λόγον του Θεού και εστερήθητε της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Έχετε λοιπόν μεγάλην κατάκρισιν. Ο Θεός εταπεινώθη τοσούτον, άθλιοι, δι ημάς και ημείς οι ανάξιοι, οίτινες είμεθα χώμα άχρηστον, υπερηφανευόμεθα; Ο υψηλότατος και υπερένδοξος, όστις δύναται δια μόνου του βλέμματος Αυτού να φωτίση τον κόσμον όλον, έσωσεν ημάς δια της ταπεινώσεως και ημείς οι σκώληκες κενοδοξούμεν; Δεν είδετε πως εγώ παρέμενον ακροώμενος εν ευλαβεία και αληθώς ωφελήθην πολύ εκ των λόγων του, αλλά εφύγετε, ανόητοι; Εάν δια το ανόμημα τούτο δεν ποιήσετε μεγάλην μετάνοιαν, υπάγετε εις απώλειαν». Ταύτα και άλλα πλείονα ειπών εκανόνισε τούτους ο Όσιος, τον δε Θεόδωρον ώρισεν Οικονόμον της μεγάλης Μονής, εις την οποίαν υπετάσσοντο όλα τα Μοναστήρια. Ήτο δε τότε χρόνων τριάκοντα τεσσάρων, όμως είχεν όλα τα πάθη της σαρκός απονεκρωμένα και το ίδιον θέλημα ως μη υπάρχον. Διότι ο λόγος του Θεού εθέρμανε και εστήριξεν αυτόν τόσον, ώστε να φρονή μόνον τα ουράνια αγαθά, έχων όλην του την σπουδήν και την καρδίαν αφωσιωμένην εις την θείαν αγάπην και εις την σωτηρίαν των αδελφών. Ήσαν δε και άλλοι πολλοί ενάρετοι, των οποίων τα ονόματα παραλείπω χάριν συντομίας, οίτινες εφύλαττον πάσας τας τάξεις του Σχήματος και εξόχως την εγκράτειαν. Και τόσον ενήστευον, ώστε και όταν ήσαν ασθενείς δεν ετόλμων να πίουν οίνον ή τουλάχιστον να πέσουν εις την κλίνην δια μικράν του σώματος ανάπαυσιν, αλλ’ έμενον έως θανάτου εις τα θρονία καθήμενοι οι τρισόλβιοι εκείνοι αγωνισταί. Μεταξύ τούτων ήτο αδελφός τις, Σιλβανός ονόματι, έχων εις το Μοναστήριον χρόνους είκοσι. Ήτο δε πρότερον εις τον κόσμον μίμος και αφού εγένετο Μοναχός διήγεν εν σωφροσύνη επί πολύν καιρόν. Αλλά κατόπιν ενεθυμήθη την πρώτην του τέχνην και ήρχισε να τρώγη χορταστικώς, να αστεϊζεται και να ψάλλη άσματα αναίσχυντα. Ο Όσιος λοιπόν, ταύτα βλέπων, ελυπείτο δια την του αδελφού απώλειαν και έδειρεν αυτόν πολλάκις, δια να σωφρονισθή και να επιμελήται την σωτηρίαν του. Όμως ματαίως εκοπίαζε. Διότι ο Σιλβανός δεν επείθετο. Ημέραν λοιπόν τινά εβαρύνθη τούτον ο Όσιος και είπε παρουσία όλης της αδελφότητος· «Δεν σοι είπον, ότε ήσο αρχάριος, ότι ο Μοναχικός βίος είναι βαρύς και δεν δύνασαι να τον υποφέρης, συ δε μοι υπεσχέθης ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ότι θα διαφυλάξης την τάξιν του Σχήματος; Διατί λοιπόν τώρα καταφρονείς την ψυχήν σου, ταλαίπωρε, και δεν ενθυμείσαι την ημέραν της Κρίσεως, αλλά προτιμάς υπέρ την ουράνιον Βασιλείαν την αιώνιον κόλασιν; Ύπαγε λοιπόν εις τους γονείς σου και μη τολμήσης πλέον να έλθης εδώ». Ταύτα αφού είπεν ο Όσιος, επρόσταξε να εκδύσουν τον Σιλβανόν του Μοναχικού ενδύματος, να τον ενδύσουν κοσμικώς και να τον εκδιώξουν από το Μοναστήριον. Ο δε Σιλβανός, πεσών εις τους πόδας του Οσίου, παρεκάλει αυτόν μετά δακρύων λέγων· «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ, και μη με αποδιώξης· υπόσχομαι δε ενώπιον του Θεού να κάμω τοιαύτην μετάνοιαν, ώστε να χαίρης, όταν με βλέπης». Τότε είπεν ο Όσιος· «Γνωρίζεις πόσας φοράς σε υπέμεινα και σε ενουθέτησα και πολλάκις σε έδειρα, ίνα διορθώσης το σφάλμα σου προς σωτηρίαν σου. Και επόνουν εγώ, μάρτυς μου ο Κύριος, περισσότερον από σε, όταν σε εμάστιζον, ως φιλόστοργος πνευματικός σου Πατήρ. Εάν λοιπόν, νουθετούμενος δεν διωρθώθης ούτε εφοβήθης ραβδιζόμενος, πως θα σε πιστεύσω τώρα, μετέωρε»; Ο Σιλβανός παρεκάλει τότε ακόμη περισσότερον τον Όσιον να τον συγχωρήση δια τους οικτιρμούς του Θεού, υποσχόμενος να μη πταίση ποτέ πλέον εις το μέλλον. Ο δε Όσιος είπε· «Δος μοι τινά εγγυητήν και να σε κρατήσω». Έφεραν λοιπόν τότε ενάρετον τινά γέροντα, ονομαζόμενον Πετρώνιον, ο οποίος ανεδέχθη τον Σιλβανόν όταν εγένετο Μοναχός, ηγγυήθη δε τότε και πάλιν δι’ αυτόν προς τον Όσιον. Ούτω ο Όσιος τον εκράτησεν. Έπειτα ενουθέτησε χωριστά τον Πετρώνιον, ειπών· «Γνωρίζομεν ότι εκοπίασες χρόνους πολλούς εις την άσκησιν, αλλά λάβε και τούτον τον κόπον χάριν του τέκνου σου. Σύμπασχε και συναγωνίζου μετ’ αυτού έως ότου σωθή, διότι εγώ έχω τας φροντίδας των πολλών και δεν ευρίσκω καιρόν». Παραλαβών λοιπόν αυτόν ο Πετρώνιος συνειργάζετο μετ’ αυτού εις το εργόχειρον των ψαθίων και από κοινού ενήστευον και προσηύχοντο ως έπρεπε, έκτοτε δε ο Σιλβανός υπετάσσετο εις όλα εις τον Γέροντά του, τόσον ώστε ουδέ φύλλον λαχάνου δεν έτρωγε χωρίς την βουλήν του Γέροντος. Και τόσην ταπείνωσιν και πραότητα απέκτησεν, ώστε δεν ήγειρε τους οφθαλμούς να ίδη τινά, ουδέ ήνοιγε το στόμα να ομιλήση. Ηγρύπνει, προσηύχετο, έκαμνε μετανοίας, κατά δε την νύκτα ολίγον μόνον εκοιμάτο και πάλιν καθήμενος εις το μέσον του κελλίου. Αλλά διατί να μακρηγορούμεν; Όντως άξιος δούλος του Θεού και σκεύος εκλεκτόν εγένετο ο θαυμάσιος και τόσον αγώνα έκαμνε δια την σωτηρίαν της ψυχής του τότε, ώστε εγένετο δι’ όλους τύπος και υπόδειγμα εις πάσαν αρετήν και ευλάβειαν. Κατά δε την ταπεινοφροσύνην περισσότερον έλαμψε και δεν έλειψαν από τους οφθαλμούς του τα δάκρυα, μετά την θείαν αυτού αλλοίωσιν, τόσον ώστε και την ολίγην τροφήν, την οποίαν έτρωγε, περιέχυνε με δάκρυα ο τρισμακάριος. Όταν δε ενουθέτουν αυτόν οι αδελφοί να μη κλαίη, όταν βλέπη ξένον πρόσωπον, απεκρίνετο λέγων· «Πιστεύσατέ με, ότι πολλάκις ηθέλησα να παύσω τα δάκρυα, αλλά δεν ηδυνήθην». Οι δε αδελφοί έλεγον προς αυτόν· «Αδελφέ, όταν είσαι μόνος εις τον Ναόν ή εις το κελλίον σου ή εις άλλον τόπον, κλαίε όσον δύνασαι· αλλά όταν ευρίσκεσαι μετ’ άλλων ανθρώπων, κράτει τα δάκρυα, δια να μη κριθής ως υποκριτής και κενόδοξος. Διότι δύναται η ψυχή να κλαίη χωρίς τα εξωτερικά δάκρυα. Πλην, ειπέ μας, όσην ώραν κλαίεις, τι συλλογίζεσαι»; Έλεγε δε προς αυτούς ο μακάριος Σιλβανός· «Βλέπω ότι σεις οι άγιοι άνθρωποι υπηρετείτε εμέ τον πόρνον και φλύαρον, όστις δεν είμαι άξιος να νίψω τους πόδας σας και φοβούμαι μήπως σχισθή η γη και με καταπίη ως τον Δαθάν και Αβειρών. Διότι έως προχθές σας παρώργιζον και εκινδύνευον να με διώξετε, ως αποστάτην του αγίου Σχήματος. Δεν ημπορώ δε να κρατήσω τα δάκρυα συλλογιζόμενος το πυρ της αιωνίου κολάσεως, εις το οποίον μέλλω να κατακριθώ ο αναίσχυντος, εάν δεν πράξω αρκετήν και ανάλογον μετάνοιαν, κατά τας ανομίας, τας οποίας ετέλεσα». Ταύτα ακούων εχαίρετο ο μέγας Παχώμιος και εβεβαίωνεν όλην την αδελφότητα, λέγων· «Γνωρίζετε, ότι εις μόνον ευρίσκεται μεταξύ όλων ημών, όστις φυλάττει ακριβώς την μοναδικην πολιτείαν, καθώς πρέπει, ο τρισμακάριος. Διότι, καθώς όταν βαφή το λευκόν μαλλίον εις πολύτιμον πορφύραν, η βαφή του πλέον δεν εξαλείφεται, ούτω και η ψυχή τούτου του τρισμάκαρος αδελφού μας εβάφη δια του Αγίου Πνεύματος και η Χάρις Αυτού δεν αφανίζεται πλέον». Οι δε ακούοντες, άλλοι μεν ενόμιζον, ότι έλεγε δια τον Θεόδωρον, άλλοι δια τον Πετρώνιον και έτεροι δια τον Ωρσίσιον. Ερωτήσαντες όθεν τον Όσιον ο τε Θεόδωρος και πάντες οι πρόκριτοι, να φανερώση εις αυτούς τον επαινούμενον, απεκρίθη· «Επειδή γνωρίζω, ότι πράγματι δεν μέλλει να κενοδοξήση ο τόσον άξιος κατά την αρετήν, αλλά μάλλον, ως ταπεινόφρων, θα μέμφεται και θα περιφρονή έτι περισσότερον αυτό που θα σας είπω, δια τούτο θέλω να τον γνωρίζετε, δια να μιμηθήτε και σεις τους τρόπους του. Διότι, συ Θεόδωρε και οι άλλοι, οίτινες αγωνίζεσθε επί τόσον καιρόν εις το Μοναστήριον, κατά μεν τους χρόνους και την άσκησιν είσθε πατέρες του και πρεσβύτεροι, κατά δε το βάθος της ταπεινώσεως και το καθαρόν της συνειδήσεως είναι ούτος μέγας και σας υπερβάλλει. Διότι σεις μεν εδέσατε ως στρουθίον τον διάβολον και καθ’ εκάστην καταπατείτε αυτόν ως χουν υπό τους πόδας σας. Αλλ’ εάν αμελήσετε ολίγον, θαρρούντες ότι ενικήσατε αυτόν τελείως, φεύγει από τους πόδας σας και σας πολεμεί πάλιν. Ο δε νεώτερος Σιλβανός, συνέχισε λέγων ο Όσιος, αφ’ ότου ηθέλομεν να τον εκδιώξωμεν δια την ακρασίαν και αμέλειάν του, ούτως εξουθένωσε τον δαίμονα δια της υπερβολικής του ταπεινοφροσύνης, τόσον ώστε δεν δύναται πλέον ούτος να εγείρη κατ’ αυτού κανένα πόλεμον. Διότι δι’ όλης του της ψυχής και της διανοίας νομίζει τον εαυτόν του αχρείον, ευτελή και αναξιώτερον όλων ημών, δια τούτο και έχει το δάκρυ ανά πάσαν στιγμήν έτοιμον και διαρκές. Ώστε, σεις μεν, δια της γνώσεως, της υπομονής και των άλλων αγώνων κατά των δαιμόνων, υπερβάλλετε τούτον. Ούτος δε, δια της ταπεινοφροσύνης, επέταξεν εις τα ουράνια και δεν δύνασθε να τον φθάσετε, διότι άλλη αρετή δεν ταπεινώνει τοσούτον τον διάβολον, όσον η εξ όλης ψυχής ταπεινοφροσύνη, η συνυπάρχουσα μετά της γνώσεως, της πράξεως και της διακρίσεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπον λοιπόν ο μακάριος Σιλβανός, επί οκτώ χρόνους αγωνισάμενος, μετά την θαυμασίαν και οσίαν εκείνην αλλοίωσιν, εν ειρήνη ετελειώθη, τελέσας τον καλόν αγώνα εν Κυρίω και δρόμον τον ένθεον. Εμαρτύρησε δε εν φόβω Θεού ο μέγας Παχώμιος, ότι είδε πλήθος αναρίθμητον Αγίων Αγγέλων, οίτινες παρέλαβον την μακαρίαν αυτού ψυχήν εν χαρά μεγίστη και ψαλμωδία αρρήτω και ωδήγησαν αυτήν προς τον Θεόν, ως θυσίαν εκλεκτήν και ευώδες θυμίαμα. Ημέραν δε τινά, μεταβάς ο μέγας Παχώμιος εις άλλην Μονήν δια να ίδη τους αδελφούς, έτυχε να εύρη εκεί νεκρόν τινά, τον οποίον εκράτουν βαδίζοντες πέριξ του Μοναστηρίου και ψάλλοντες. Ο Όσιος όμως επρόσταξε να εκδύσουν αυτόν και να κάψουν όλα τα ενδύματά του, το δε λείψανον να θάψη εις ιδιώτης, χωρίς να ψαλή. Τότε οι Προεστώτες της Μονής και οι συγγενείς του θανόντος έπεσον προ των ποδών του Οσίου, παρακαλούντες αυτόν να συγχωρήση να τον ψάλουν. Αλλ’ ούτος δεν ηθέλησεν. Οι γονείς λοιπόν του νεκρού εφώναζαν προς τον Όσιον, κλαίοντες πικρώς και λέγοντες· «Διατί δεικνύεις τόσην ωμότητα και ασπλαγχνίαν προς ένα νεκρόν, εύσπλαγχνε; Τίνος βαρβάρου, βλέποντος τον εχθρόν του νεκρόν και άφωνον, δεν μαλάσσεται η καρδία; Ας μη ήθελε γεννηθή εις τον κόσμον ούτος ο άθλιος υιός μας ή ας μη ήρχεσο εδώ σήμερον η αγιωσύνη σου, να προξενήση τοιαύτην οδύνην και όνειδος εις το γένος μας. Ο δε Όσιος είπεν ησύχως προς αυτούς· «Πιστεύσατέ με, αδελφοί, ότι εγώ ευσπλαγχνίζομαι αυτόν περισσότερον από εσάς και, ως πατήρ φιλότεκνος, φροντίζω δια την σωτηρίαν του. Αλλά, κατά τας πράξεις του, μήτε να ενταφιασθή δεν επετρέπετο και, εάν τον ψάλουν, η ψυχή του θέλει κατακρημνισθή εις περισσοτέραν κόλασιν και θα σας καταράται. Εγώ δε θα ευρεθώ προ του Θεού ως ανθρωπάρεσκος, διότι, δια να ευχαριστήσω σας, δεν έπραξα δια την ψυχήν του το συμφερώτερον. Διότι ο πολυέλεος Θεός είναι πηγή αστείρευτος αγαθότητος και ζητεί από ημάς μικράν προσφοράν, ίνα χορηγήση τα ρείθρα της ελεημοσύνης και της χρηστότητος Αυτού. Δια τούτο πρέπει, ημείς οι πνευματικοί ιατροί, να δίδωμεν κατά το πάθος και το φάρμακον. Όθεν, σας παρακαλώ, να ακουσθή ο λόγος μου, δια να λυτρωθή ούτος ο νεκρός από την μέλλουσαν κόλασιν. Διότι πολλάκις ενουθέτησα αυτόν, αλλά δεν υπήκουσεν. Ούτω, ακουσθέντος του λόγου του Οσίου, ενεταφίασαν αυτόν άψαλτον. Τούτο δε έπραξεν ο πάνσοφος, όχι μόνον δια την σωτηρίαν του νεκρού, αλλά και δια τους ζώντας, ώστε να φοβηθούν και να διάγωσιν εναρέτως. Τούτους δε εδίδαξε, παραμείνας εις την Μονήν εκείνην ημέρας τινάς, προς το συμφέρον των. Ενώ δε ευρίσκετο εκεί, εμήνυσαν εις τον Όσιον εξ άλλης Μονής, Χηνοβοσκός καλουμένης, ότι εις αδελφός ευρίσκετο βαρέως ασθενής και επόθει να λάβη την ευλογίαν του. Ο δε Όσιος εξεκίνησεν ευθύς και όταν περιεπάτησε δύο μίλια, ήκουσε θείαν φωνήν. Ατενίσας δε προς τα άνω, είδε την ψυχήν τού αδελφού εκείνου, όστις τον προσεκάλει, οδηγουμένην εις ουρανούς υπό ψαλλόντων Αγίων Αγγέλων. Εκείνοι δε οίτινες ηκολούθουν τον Όσιον, δεν έβλεπον ούτε ήκουον τίποτε. Όθεν έλεγον προς αυτόν· «Διατί εσταμάτησες, Πάτερ; Ας υπάγωμεν ταχέως να προφθάσωμεν αυτόν πριν ή απέλθη προς Κύριον». Ο δε Όσιος είπε προς αυτούς· «Ο αδελφός ετελεύτησε και βλέπω αυτόν τώρα απερχόμενον εις τον Παράδεισον. Επιστρέψατε λοιπόν εις το Μοναστήριον». Τότε παρεκάλεσαν αυτόν και διηγήθη το όραμα. Επιστρέψαντες δε εις την Μονήν ηρώτησαν ακριβώς την ώραν κατά την οποίαν ο αδελφός εκοιμήθη και εύρον, ότι ήτο ακριβώς η ώρα εκείνη κατά την οποίαν ο Όσιος έβλεπε την οπτασίαν. Άλλην φοράν ο Όσιος έμεινεν εις την Εκκλησίαν από της ενάτης ώρας και προσηύχετο έως της ώρας του Όρθρου, δεόμενος εις τον Θεόν να αποκαλύψη εις αυτόν την κατάστασιν των μελλόντων αδελφών. Ήτοι οποίας γνώμης και αρετής μέλλει να είναι οι μεταγενέστεροι Μοναχοί. Και κατά την ώραν του μεσονυκτίου είδε φως αστράπτον. Ελθών δε εις έκτασιν, ήκουσε φωνήν λέγουσαν, ότι θα πληθύνουν εις όλον τον κόσμον τα Μοναστήρια, ίνα πολιτεύωνται οι Μοναχοί ευσεβώς, αλλά δεν θα είναι τόσον ενάρετοι. Ταύτα δε ενώ ήκουεν, εφάνη εις τον Όσιον ότι είδεν εις πεδιάδα ξηράν λάκκον βαθύτατον και πλήθος Μοναχών αναρίθμητον, οίτινες περιεπάτουν ταχέως, αλλά, λόγω του σκότους, έπιπτον ο εις επί του άλλου και δεν εγνωρίζοντο. Τινές δε εδοκίμαζον να ανέλθουν προς τα άνω, αλλά δεν ηδύναντο. Όθεν εκ του κόπου έπιπτον. Άλλοι πάλιν, όσοι ήσαν επί του άνω μέρους της κοιλάδος, εκρημνίζοντο εις τον κατήφορον. Έτεροι δε, πολύ ολίγοι, εξήρχοντο εκ του λάκκου εκείνου με πολύν κόπον και βάσανον και όταν έφθαναν εις τα άνω εύρισκον φως, εντός του οποίου εισερχόμενοι έχαιρον, ευχαριστούντες τον Κύριον. Εκ τούτου του οράματος εγνώρισεν ο Όσιος Παχώμιος την κατάστασιν των μεταγενεστέρων Μοναχών. Ότι θα ήσαν αμελείς εις το αγαθόν και απρόκοποι και ότι δεν θα έχουν καλούς Ποιμένας, αλλ’ αναξίους και άφρονας, οίτινες δεν θα φροντίζουν δια την σωτηρίαν των υποτασσομένων, αλλά μόνον να συναθροίζουν χρήματα και κτήματα και να κάμνουν τας κακάς επιθυμίας των. Να ορίζουν τους απλουστέρους δια της βίας, με τρόπον τυραννικόν, οι δε αγαθοί και ταπεινόφρονες να μη έχουν καθόλου παρρησίαν. Περίλυπος λοιπόν δια ταύτα γενόμενος ο μέγας Παχώμιος, εβόησε προς τον Θεόν, λέγων· «Κύριε Παντοκράτορ, εάν μέλλη να γίνουν εκείνα τα οποία μοι απεκάλυψες, διατί συνεχώρησες να γίνωνται τα Κοινόβια; Εις μάτην λοιπόν εκοπίασα και ακαίρως εβασανίσθην; Μνήσθητι των κόπων των αδελφών, οίτινες εν όλη τη ψυχή των δια το όνομά Σου εταπεινώθησαν. Ενθυμού, Κύριε, ότι μοι υπεσχέθης να μη λείψη, έως της συντελείας του αιώνος, το πνευματικόν σπέρμα μου. Γνωρίζεις, Δέσποτα, ότι από της στιγμής αφ’ ης περιεβλήθην το Σχήμα του Μοναχού, ούτε άρτον ούτε ύδωρ ούτε άλλο αγαθόν της γης εχόρτασα». Όταν είπε τούτους τους λόγους, ήκουσε φωνήν παρά του Δεσπότου, λέγουσαν· «Καυχάσαι, Παχώμιε; Ζήτησον συγχώρησιν, ίνα μη σοι καταλογισθή ο λόγος αυτός ως έπαρσις, διότι τα πάντα δια του ελέους μου οικονομούνται». Πεσών τότε ο Όσιος εις την γην, εζήτει συγχώρησιν, λέγων· «Κατάπεμψον επ’ εμέ το έλεός Σου, Παντοκράτορ Κύριε». Ούτω δε προσευχόμενος, είδε δύο Αγγέλους πλησίον αυτού και εν μέσω αυτών ένα νεώτερον, η όψις και η θεωρία του οποίου ήτο πολύ θαυμασία και ανεκλάλητος, εις δε την κεφαλήν έφερεν ακάνθινον στέφανον. Και είπον οι Άγγελοι· «Ούτος εστιν ο Μονογενής Υιός του Θεού, τον οποίον απέστειλεν εις τον κόσμον εξ απεράντου φιλανθρωπίας και σεις εσταυρώσατε Αυτόν». Τότε πάλιν έπεσε κατά πρόσωπον ο Όσιος, ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον, όστις είπε προς αυτόν· «Θάρσει, Παχώμιε, διότι η ρίζα του πνευματικού σου σπέρματος δεν θέλει λείψει ουδέποτε. Εκείνοι δε οι ολίγοι, οίτινες θέλουσι σωθή κατά τους εσχάτους εκείνους καιρούς, θέλουσιν απολαύσει τόσον μισθόν, όσον οι τέλειοι του καιρού τούτου. Διότι ούτοι έχουν σε διδάσκαλον και πολιτεύονται δια του παραδείγματός σου. Οι δε μεταγενέστεροι, ευρισκόμενοι εις τόπον ξηρόν και άνυδρον, πάσης αρετής αμέτοχον, εάν απομακρυνθούν από της κακίας του ψεύδους και έλθουν εις την αλήθειαν, ώστε να πολιτευθούν εναρέτως, χωρίς να οδηγήση τούτους άλλος τις, ει μη μόνον η καλή των προαίρεσις, αμήν, λέγω σοι, ότι μετά των τελείων, οίτινες πολιτεύονται τώρα αμέμπτως και αναμαρτήτως, θέλουσι συνταχθή και εκείνοι, ίνα ούτω λάβουν, έναντι του ολίγου κόπου αυτών, πλουσίαν ανταμοιβήν». Ταύτα ειπών ο Κύριος ανήλθεν εις ουρανούς. Ο δε Όσιος έμεινεν έκθαμβος και σιωπών! Ότε δε οι αδελφοί συνήχθησαν εις τον Όρθρον, εδίδαξεν αυτούς ικανώς μετά την απόλυσιν, να επιμελούνται της σωτηρίας της ψυχής των, γνωρίζοντες ότι η παρούσα ζωή είναι βραχεία και σύντομος και οι κόποι δι’ αυτήν πρόσκαιροι. Η δε μέλλουσα αιώνιος και τα αγαθά ταύτης πανευφρόσυνα και ανεκδιήγητα. Εις άλλον τόπον έζη Ασκητής τις πολύ ενάρετος και επίσημος, όστις, ακούσας τα του αγγελικού βίου του Παχωμίου, ήλθε προς αυτόν, παρακαλών να τον κρατήση εις το Κοινόβιον. Ο δε Όσιος Παχώμιος εδέχθη. Αφού λοιπόν έμεινεν ολίγον καιρόν μετά των αδελφών, επεθύμησε να μαρτυρήση δια τον Κύριον και παρεκάλει πολλάκις τον Όσιον να επιτρέψη τούτο. Όμως ο Όσιος δεν συγκατετίθετο, αλλ’ ενουθέτει αυτόν εν σωφροσύνη, ως έμπειρος, λέγων· «Αδελφέ, επειδή τώρα δεν υπάρχουν βασιλείς ειδωλολάτραι, αλλ’ ο Κωνσταντίνος ο ευσεβέστατος, τις σε αναγκάζει να επιζητήσης να λάβης το Μαρτύριον; Υπόμεινον τον αγώνα της ασκήσεως και φύλαττε τας εντολάς του Κυρίου αόκνως, ίνα συναριθμηθής εις την Βασιλείαν των ουρανών μετά των Αγίων». Ταύτα συνεβούλευεν ο γνωστικός Παχώμιος. Αλλ’ ο ασύνετος εκείνος δεν επείθετο και καθ’ εκάστην ηνώχλει τον Όσιον ίνα επιτρέψη τούτο. Ούτος δε πάλιν έκλειε το στόμα αυτού, λέγων· «Φυλάττου, αδελφέ, μη σε πλανήση ο διάβολος και, αντί να μαρτυρήσης, γίνης αρνητής του Χριστού και καταπέσης εις την απώλειαν». Μετά δύο ημέρας ο Όσιος απέστειλε δύο Μοναχούς εις εν χωρίον των άνω μερών, δια να συλλέξουν χόρτον δια τα ψαθία. Ούτοι δε ηργοπόρησαν να επιστρέψωσι, διότι έκοπτον χόρτον εις μίαν νήσον όπου εύρον πολύ τοιούτον. Ο δε Άγιος έστειλε τον ως άνω Ασκητήν, τον ποθούντα το Μαρτύριον, να φέρη προς αυτούς τροφήν, την οποίαν εφόρτωσεν επί όνου. Ότε δε έφθασεν εις την έρημον, εύρεν εκεί Βλεμίους τινάς, οίτινες κατήλθον εκ του όρους δια να προμηθευθώσιν ύδωρ και ιδόντες αυτόν έδεσαν τας χείρας του και τον ωδήγησαν εις τους άλλους, μετά του όνου, χαίροντες. Εκεί τον ηνάγκαζον να θυσιάση εις τους δαίμονας. Ούτος δε, κατ’ αρχάς μεν αντετάχθη, κατόπιν όμως ενέδωσε. Διότι όταν εκείνοι έσφαζον τα ζώα και έκαμνον θυσίαν, έδραμον μετά των ξίφων των εναντίον του και ηπείλουν αυτόν δια θανάτου, εάν θα ηρνείτο να θυσιάση και αυτός εις τα είδωλα. Δειλιάσας λοιπόν, ο δείλαιος, προ του προσκαίρου θανάτου, επροτίμησε να κατακριθή, θυσιάσας εις τον όνον. Φαγών δε και κρέας από τα ειδωλόθυτα, ηθέτησε τον Δεσπότην Χριστόν, ο άχρηστος. Ακολούθως, επειδή δεν εδέχετο να μείνη μετ’ αυτών, τον απέλυσαν . Ενώ δε κατήρχετο εκ του όρους, ησθάνθη την ανομίαν του ή, μάλλον ειπείν, την ασέβειάν του και σχίσας τα ράσα του έδερε το πρόσωπον και ήρχισε να τρέχη προς το Μοναστήριον, κλαίων και οδυρόμενος. Πληροφορηθείς, δια της θείας Χάριτος, την υπόθεσιν ο Όσιος, εξήλθε περίλυπος δια να τον συναντήση. Ως δε είδεν ούτος τον Όσιον, έπεσεν εις την γην κατά πρόσωπον, δακρύων και λέγων· «Ήμαρτον, Πάτερ, εις τον Θεόν και εις την αγιωσύνη σου. Δεν ήκουσα την αγαθήν συμβουλήν σου!» Ο Όσιος είπε τότε προς αυτόν· «Ω, πόσων αγαθών εστερήθης, άθλιε, και πως εστερήθης του στεφάνου του Μαρτυρίου! Ο Δεσπότης Χριστός ήτο εκεί παρών μετά των Αγίων Αγγέλων και είχεν έτοιμον εις την δεξιάν Αυτού το της νίκης διάδημα, ίνα στέψη, δια τούτου, την κεφαλήν σου, εάν έκαμνες υπομονήν και έκοπτον αυτήν οι βάρβαροι. Όμως συ εφοβήθης τον θάνατον, όστις και αύριον θα έλθη και ηρνήθης τον γλυκύτατον Δεσπότην, ανόητε! Όθεν, απολέσας ζωήν αιώνιον, εκληρονόμησες κόλασιν ατελεύτητον! Που είναι ο πόθος, τον οποίον είχες να λάβης το Μαρτύριον»; Ενώ δε έλεγε ταύτα ο Όσιος, ο τάλας εκείνος έκλαιεν εξ όλης καρδίας λέγων· «Ήμαρτον, Πάτερ. Δεν δύναμαι να υψώσω τους οφθαλμούς μου προς τον ουρανόν. Απώλεσα την ελπίδα της σωτηρίας μου». Ενώ ταύτα και άλλα πλείονα έλεγεν εκείνος, είπε πάλιν ο Όσιος· «Συ μεν, άθλιε, ως προς σε, εγένεσο αλλότριος του Θεού τελείως αποξενωθείς απ’ Αυτού. Εκείνος όμως ως πολυέλεος και πανάγαθος δύναται να βυθίση τας αμαρτίας μας εις το πέλαγος της ευσπλαγχνίας Αυτού, διότι δεν επιθυμεί τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά την μετάνοιαν αυτού. Δια τούτο μη έλθης εις απόγνωσιν. Διότι εάν με ακούσης, έχεις ελπίδα σωτηρίας. Όπως δηλαδή το δένδρον, όταν το κόψης, με τον καιρόν πάλιν αναβλαστάνει και γίνεται ως και πρότερον, ούτω και συ, δια της υπακοής, δύνασαι να επανέλθης εις την προτέραν κατάστασιν». Ο δε Ασκητής εκείνος μεγαλοφώνως έκλαιε, λέγων· «Υπακούω εις σε, Πάτερ, από της στιγμής ταύτης και υπόσχομαι να μη απομακρυνθώ πλέον εξ όσων προστάζεις». Τότε ο Όσιος έκλεισεν αυτόν εις κελλίον ήσυχον και επρόσταξε να μη ομιλήση με κανένα. Να τρώγη ανά δύο ημέρας άρτον ξηρόν και ύδωρ. Να αγρυπνή προσευχόμενος, όσον δύναται, να πλέκη δύο ψάθας την ημέραν και να μη λείψουν από των οφθαλμών αυτού ουδέ μίαν στιγμήν τα δάκρυα. Έπραξε λοιπόν ο αδελφός καθώς προσετάχθη, μάλιστα δε και εδιπλασίασε τα προσταχθέντα, τρώγων μόνον δις της εβδομάδος και ούτε μετ’ άλλου τινός συνωμίλει, εκτός του ηγιασμένου Θεοδώρου, και τούτο δια να μη απολέση το λογικόν του. Ούτω, κλαίων καθ’ εκάστην την ανομίαν του και καλώς αγωνισθείς δια της Χάριτος του Χριστού επί χρόνους δώδεκα, απήλθε προς Κύριον μετά χρηστών ελπίδων, καθώς εμαρτύρησεν εις τον Θεόδωρον ο μέγας Παχώμιος. Νύκτα δε τινα, ενώ ο Όσιος περιεπάτει μετά του Θεοδώρου, είδον εις το μέσον του Μοναστηρίου γυναίκα ωραιοτάτην, της οποίας το κάλλος, το σχήμα και η όλη φαντασία τόσον ετάραξαν τον Θεόδωρον, ώστε ηλλοιώθη κατά πρόσωπον. Ιδών δε ο Όσιος τούτον ούτω δειλιάσαντα, είπε προς αυτόν· «Έχε θάρρος εις τον Θεόν, Θεόδωρε, και μη φοβείσαι». Τότε προσηυχήθησαν και οι δύο προς τον Θεόν να εξαφανισθή η φαντασία εκείνη από των οφθαλμών των. Όσον δε ούτοι προσηύχοντο, τόσον εκείνη επλησίαζεν αυτούς, προ δε ταύτης έτρεχον αναρίθμητοι δαίμονες. Εγγίσασα δε τους Αγίους, είπε προς αυτούς· «Μη κοπιάζετε αδίκως, διότι δεν δύνασθε προς το παρόν να με διώξετε, επειδή ο Παντοκράτωρ Θεός μοι έδωκεν εξουσίαν να ενοχλώ όσους θέλω». Ηρώτησε τότε ο Παχώμιος· «Τις είσαι και πόθεν και τίνα ήλθες να ενοχλήσης»; Η δε γυνή εκείνη απεκρίθη· «Εγώ είμαι η θυγάτηρ του διαβόλου και όλη η δύναμις αυτού. Διότι όλοι οι δαίμονες εμέ υπηρετούν. Έλαβον δε εξουσίαν να πολεμήσω κατά σου, Παχώμιε. Διότι ουδείς με εξενεύρισεν ως συ, όστις συναθροίζεις κατ’ εμού τόσον πλήθος νέων και γερόντων και μετέβαλες εις πόλιν την έρημον και με τον φόβον του Θεού περιετείχισες τούτους τόσον, ώστε να μη δύνανται να ενοχλήσουν αυτούς οι υπηρέται μου. Αλλά ταύτα πάντα συνέβησαν εις εμέ εξ αιτίας του ενανθρωπήσαντος Κυρίου, όστις σας έδωκεν εξουσίαν να καταπατήτε την δύναμίν μας και να μας εμπαίζετε». Ηρώτησε πάλιν ο Παχώμιος· «Εμέ λοιπόν ήλθες να ενοχλήσης ή και άλλους εκ της ποίμνης μου»; Απεκρίθη εκείνη· «Σε και τον Θεόδωρον. Πλην, αν και έλαβον την εξουσίαν, πάλιν δεν τολμώ να σας ενοχλήσω. Διότι γνωρίζω, ότι σας προσφέρω περισσοτέραν ωφέλειαν ή βλάβην. Μάλιστα προς σε, Παχώμιε, όστις ηξιώθης να ίδης δια των σωματικών οφθαλμών την άρρητον δόξαν του Θεού. Αλλά μετά τον θάνατόν σας, θα έχω άδειαν να χορεύω εν μέσω των Μοναχών σας, διότι εκείνοι θα είναι αμελείς και ράθυμοι». Απήντησε τότε ο Όσιος· «Ψεύδεσαι κατά της ανοσίας σου κεφαλής. Συ προγνωστικόν δεν έχεις. Πως λοιπόν γνωρίζεις τα μέλλοντα, τα μήπω γενόμενα, τα οποία μόνος ο Θεός γνωρίζει»; Η δε γυνή εκείνη απεκρίθη· «Εκ προγνώσεως μεν δεν γνωρίζω τίποτε, αλλ’ εκ της σκέψεως και της πείρας μου, εκ των παρελθόντων εικάζω τα μέλλοντα. Εγνώρισα λοιπόν, ότι πάσα πράξις αγαθή άρχεται με ζέσιν και προθυμίαν, όταν όμως παρέλθη καιρός, ο ζήλος αρχίζει ολίγον κατ’ ολίγον να ψυχραίνεται, έως ότου από της αμελείας περιπίπτει εις την καταφρόνησιν». Λέγει πάλιν ο Όσιος· «Εάν έχης τοιαύτην δύναμιν και υποτάσσονται εις σε όλοι οι δαίμονες, εδώ είμεθα και πολέμησόν μας». Εκείνη δε πάλιν απεκρίθη· «Σοι είπον ότι, αφού εφάνη εις την γην η παντοκρατορική του Εσταυρωμένου δύναμις, ημείς εξενευρίσθημεν και παίζουσιν ημάς ως στρουθία οι δούλοι του. Ητονίσαμεν ως αδύνατοι, όμως δεν αδιαφορούμεν, ούτε παύομεν να σας πολεμούμεν. Διότι η φύσις μας είναι άϋπνος και σπείρομεν την κακίαν μας εις την ψυχήν του αγωνιστού. Εάν δε ίδωμεν, ότι υποδέχεται ταύτην, εκκαίομεν εντός αυτού την επιθυμίαν έτι περισσότερον. Αν δε ο προσβαλλόμενος δεν υποδεχθή την προσβολήν με γλυκύτητα, ευθύς αφανιζόμεθα ως καπνός διαλυόμενος εις τον αέρα. Πλην δεν μας συγχωρεί ο Θεός να πολεμούμεν εναντίον όλων, αλλά μόνον κατά των τελείων προς δόξαν αυτών και περισσοτέραν ανταμοιβήν. Διότι, αν μας έδιδε την άδειαν να πολεμούμεν άπαντας, πολλούς εκ της ποίμνης σου ηθέλομεν πλανήσει». Τότε ο μακάριος ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτής και επιτιμήσας ταύτην επρόσταξε να φύγη και να μη πλησιάση εις τα Μοναστήριά του ποτέ πλέον. Πρωϊας δε γενομένης εσύναξεν όλους τους Γέροντας και ανήγγειλεν εις αυτούς όσα είδε και ήκουσε παρά του ολεθρίου εκείνου δαίμονος. Έγραψε δε ταύτα και προς τα άλλα Μοναστήρια προς ωφέλειάν των. Διερχόμενος ποτε ο Όσιος τα κελλία της Μονής, προς επίσκεψιν των αδελφών, συνήντησε Ρωμαίον τινά, έχοντα μέγα αξίωμα, όστις ωμίλει μόνον δύο γλώσσας. Την Λατινικήν και την Ελληνικήν. Ο δε Παχώμιος δεν εγνώριζεν ει μη μόνον την Αιγυπτιακήν και ούτω ο εις δεν ηννόει τι έλεγεν ο άλλος. Όθεν ο Όσιος εκάλεσε διερμηνέα. Κατά δε την συνομιλίαν έλεγεν ο Ρωμαίος, ότι είχε πόθον πολύν να εξομολογηθή εις τον Όσιον, αλλά διερμηνέα δεν ήθελεν. Είπε τότε ο Όσιος εις τον διερμηνέα να αναχωρήση. Και αφού τούτο εγένετο, ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν, παρακαλών τον Θεόν μετά πίστεως, ίνα δωρήση εις αυτόν την χάριν των Αποστόλων Αυτού, να ομιλή όλας τας γλώσσας, δια να ωφελή τας ψυχάς των προσερχομένων. Ταύτα προσευχηθέντος επί τρεις ώρας θερμότατα, κατήλθεν εξ ουρανών εις τας χείρας του μία επιστολή. Ως δε ανέγνωσε τα γεγραμμένα εις αυτήν, ω του θαύματος! ελάλει όλας τας γλώσσας, χωρίς καμμίαν δυσκολίαν. Ήρχισε τότε να συνδιαλέγεται μετά του Ρωμαίου εις την Ελληνικήν και την Λατινικήν. Και εθαύμασεν ο Ρωμαίος και ωμολόγησεν, ότι ο Όσιος υπερέβαλλεν όλους τους σοφούς και ρήτορας. Ούτω διώρθωσεν αυτόν ο Όσιος και εδεήθη προς Κύριον υπέρ αφέσεως των αμαρτιών αυτού, ορίσας δε εις αυτόν και τον πρέποντα κανόνα και συγχωρήσας αυτόν, ανεχώρησε. Την επαύριον, μεταβάς εις την Μονήν του Χωσέως, είδεν εν τω μέσω της Μονής μεγάλην συκήν, επί της οποίας ανήρχοντο οι διαβαίνοντες εκείθεν και έτρωγον τα σύκα κρυφίως. Όταν λοιπόν επλησίασεν, είδεν εις την κορυφήν της συκής καθήμενον δαίμονα και ηννόησεν ότι ούτος ήτο το πνεύμα της γαστριμαργίας, το οποίον επλάνα τους ξένους να αναβαίνωσιν εις την συκήν. Όθεν, καλέσας τον κηπουρόν, ονόματι Ιωνάν, είπε προς αυτόν· «Αδελφέ, κόψον την συκήν, διότι γίνεται σκάνδαλον εις όσους δεν έχουν γνώμην σταθεράν. Είναι δε εξ άλλου και άπρεπον να ευρίσκεται αύτη εις το μέσον του Μοναστηρίου». Ταύτα ακούσας ο Ιωνάς ελυπήθη πολύ, διότι αυτός εφύτευσε την συκήν καθώς και όλα τα άλλα δένδρα και είπε προς τον Όσιον· «Μη κόψης αυτήν, Πάτερ μου, διότι πολύν καρπόν δίδει εις τους αδελφούς». Όθεν, δια να μη λυπήση αυτόν ο Όσιος και επειδή εγνώριζε τας αρετάς του Γέροντος, δεν την έκοψεν. Όμως την επομένην εξηράνθη η συκή και δεν απέμεινεν επ’ αυτής ούτε εν φύλλον. Τούτο το θαυμάσιον ιδών ο Ιωνάς μεγάλως ελυπήθη. Όχι δια την απώλειαν της συκής, αλλ’ επειδή παρήκουσε και δεν έκοψεν αυτήν, ευθύς με τον λόγον του Προεστώτος, έκλαιε δε την αμαρτίαν ταύτην έως τέλους της μακαρίας ζωής του. Αφ’ ότου δε έκοψε την συκήν ο τρισμακάριος, ποτέ πλέον δεν έφαγε καρπόν εκ των δένδρων ουδέ οπώραν, καθ’ όλους τους ογδοήκοντα πέντε χρόνους καθ’ ους έμεινεν εις το Μοναστήριον, αλλά έδιδε μόνον εις τους άλλους αδελφούς και τους ξένους, οίτινες και έτρωγον εν αφθονία. Ούτος δε ειργάζετο εις τους κήπους καθ’ όλην την ημέραν και το εσπέρας, μετά την δύσιν του ηλίου, έτρωγε και καθήμενος επί του σκαμνίου έπλεκε σχοινία, προσευχόμενος έως την ώραν του Όρθρου, οπότε μετέβαινεν ίνα κτυπήση το σήμαντρον. Ως δε ήθελε νυστάξει, ελάμβανεν ολίγον ύπνον δια την ανάγκην της φύσεως, ούτω καθήμενος και κρατών το σχοινίον εις χείρας του, το οποίον έπλεκεν εν τω σκότει, άνευ λύχνου. Επειδή δε εγνώριζεν από μνήμης τας θείας Γραφάς, απήγγελλε ταύτας πλέκων. Η τροφή του ήτο, καθ’ όλην του την ζωήν, άρτος και όξος με ωμά λάχανα. Παρασκευασμένον δε φαγητόν ουδέποτε έφαγεν, αλλ’ ούτε και ησθένησεν. Είχε δε και ένα μανδύαν, τον οποίον εφόρει μόνον όταν μετελάμβανε των θείων Μυστηρίων. Αλλά και δια πλείστων άλλων αξιεπαίνων αρετών εκοσμείτο ούτος ο μακάριος, τας οποίας παραλείπομεν, χάριν συντομίας. Παρέδωσε δε εις Κύριον την ψυχήν του ο μακάριος Ιωνάς καθήμενος επί του σκαμνίου και πλέκων το σχοινίον. Δεν ετελειώθη δε εξαίφνης, αλλ’ ησθένησεν ολίγον και εγνώρισεν ότι ήλθε το τέλος αυτού. Παρά τούτο δεν ηθέλησε να μεταβή εις νοσοκομείον, δια να μη υπηρετηθή υπό άλλου, ούτε να φάγη εξ εκείνων των τροφών τας οποίας έτρωγον οι ασθενείς, ούτε και να αναπαυθή επί στρώματος. Ουδέ καν εκεί, κάτωθεν του δίφρου επί του οποίου εκάθητο, εδέχθη να θέσουν μαλακόν προσκεφάλαιον, δια να μη έχη ανάπαυσιν πρόσκαιρον, ίνα ούτως απολαύση την αιωνίαν ανάπαυσιν, της οποίας και έτυχεν ο τρισμακάριος, απολανβάνων τώρα τας πλουσίας αμοιβάς των καμάτων αυτού και εκεί ευφραινόμενος. Ο θείος Παχώμιος έκτισε ποτέ, με πολλήν επιμέλειαν, Εκκλησίαν εις το Μοναστήριον, εις την οποίαν κατεσκεύασε στύλους δια πλίνθων και ηυτρέπισε ταύτην όσον ηδύνατο. Έπειτα, βλέπων ταύτην τόσον ωραίαν, ηυχαριστήθη και ηρέσκετο να λέγη ότι την κατεσκεύασε τόσον ωραίαν. Διαλογιζόμενος όμως, ότι το να θαυμάζη και να χαίρη δια την ωραιότητα του έργου του ήτο ενέργεια δαιμονική, έδεσε τους στύλους με σχοινία και αναπέμψας μυστικώς προσευχήν, επρόσταξε τους αδελφούς και έσυρον ταύτα ολίγον, έως ότου οι στύλοι εστράβωσαν. Τούτο δε τελέσας, είπε προς τους αδελφούς· «Σας παρακαλώ, να μη αγωνίζεσθε να καλλωπίζετε το έργον των χειρών σας, δια να μη παρασύρεται ο νους σας εις τον έπαινον του έργου και καταστή ούτω θήρα του δαίμονος. Διότι διόλου δεν πρέπει να προσέχωμεν εις το κάλλος των φθαρτών τούτων πραγμάτων, αλλά να καταφρονούμεν ενδύματα, τροφάς και κελλία πολυτελή, ως και αυτά ακόμη τα βιβλία, όταν έξωθεν είναι ωραία. Επειδή το κάλλος του πιστού είναι αι εντολαί του Θεού. δια τούτο και ο πάγκαλος Ιωσήφ, όστις ήτο τόσον ωραίος, δεν επρόσεχεν εις το κάλλος του, ως φθαρτόν και εφήμερον, αλλά είχε την σωφροσύνην ως ωραιότητα, εξ ου και αιωνίως εβασίλευσεν. Ο δε Αμών, ο Αβεσσαλώμ και πλήθος άλλων, τερπόμενοι δια τας σωματικάς ωραιότητας και προτιμώντες και επιθυμούντες ταύτας, απωλέσθησαν δια κακού θανάτου». Ημέραν τινά ήλθον προς τον Όσιον Μοναχοί τινες αιρετικοί, οίτινες έφερον τρίχινα ενδύματα και είπον προς τινας Μοναχούς του Παχωμίου να είπωσιν εις τον Όσιον, ότι έστειλεν αυτούς ο πατήρ αυτών, ίνα, εάν ο Όσιος είναι άνθρωπος του Θεού, καθώς μαρτυρεί ο κόσμος, διέλθωσιν ομού τον ποταμόν πεζοπορούντες, δια να φανή τις ήτο εναρετώτερος. Ταύτα ακούσας ο Όσιος, ήλεγξε τους Μοναχούς αυτού ειπών· «Διατί εδώσατε ακρόασιν εις τοιαύτας φλυαρίας; Δεν γνωρίζετε, ότι τα τοιαύτα προβλήματα είναι αλλότρια προς τον Θεόν και όλως διόλου ξένα της ορθής Πίστεως; Ποίος νόμος του Θεού προστάσσει τοιαύτα τερατουργήματα»; Οι δε Μοναχοί είπον προς αυτόν· «Πως τολμά λοιπόν ο Μοναχός εκείνος, ο αιρετικός, να κάμνη τοιούτον θαυμάσιον»; Απήντησε τότε ο Όσιος· «Κατά συγχώρησιν Θεού συνεργεί ο διάβολος, δια να πλανά τους ανοήτους και να πιστεύωσιν εις αυτόν καθώς είναι γεγραμμένον· «Προς τους σκολιούς, σκολιάς οδούς αποστέλλει ο Θεός» (Παρ. κα:8). Υπάγετε λοιπόν και είπατε εις αυτούς, ότι ο πόθος του Παχωμίου δεν είναι να διέλθη τούτον τον ποταμόν, τον υδάτινον, αλλ’ εκείνον τον πύρινον, όστις μέλλει να με σύρη με βιαίαν ορμήν ενώπιον του θείου Βήματος, ίνα κριθώ υπό του Θεού επιεικώς ο πολυαμάρτητος. Δια τούτο φροντίζω και αγωνίζομαι. Αυτάς δε τας σατανικάς ενεργείας, τας οποίας σεις προβάλλετε, αποστρέφομαι». Ταύτα δε ειπών ο Όσιος, παρήγγειλεν εις τους αδελφούς να μη επιθυμήσουν ποτέ να ίδουν οπτασίαν ή αποκάλυψιν, ούτε δαίμονας, ούτε να ενοχλούν τον Θεόν δια τοιούτων αναρμόστων αιτήσεων, καθώς λέγει η Γραφή· «Ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου» (Δευτ. στ: 16). Αδελφός τις ηρώτησε τον μέγαν Παχώμιον· «Διατί, πριν μεν έλθη να μας ενοχλήση ο δαίμων, όταν έχωμεν σώον και πλήρες το φρόνημα, φιλοσοφούμεν, λόγου χάριν, δια την εγκράτειαν, ή δια την σωφροσύνην ή δια τας άλλας αρετάς, έπειτα δε, όταν έλθη η ώρα του πολέμου, δεν ημπορούμεν να κυριεύσωμεν εκείνο το πάθος, αλλά νικώμεθα οι άθλιοι και δεν εφαρμόζομεν τα φιλοσοφούμενα; Μη εφαρμόζοντες, επί παραδείγματι, κατά την ώραν του θυμού υπομονήν και μακροθυμίαν, ομοίως δε και δια τα λοιπά πάθη, ίνα νικήσωμεν αυτά δια των αντιθέτων αρετών»; Απεκρίθη ο Όσιος· «Διότι δεν έχομεν συμβαδίζουσαν πλήρως την πράξιν προς την θεωρίαν, δια της οποίας, ως δι’ οξυτέρας δυνάμεως της ψυχής, δυνάμεθα, με την προς τον Θεόν νεύσιν, να αποδιώξωμεν την συσκότισιν των αισχρών και ατόπων λογισμών του ενοχλούντος. Δια τούτο είναι ανάγκη, όπως ανά πάσαν στιγμήν έχωμεν τον φόβον του Θεού ως έλαιον δια το θεωρητικόν μέρος της ψυχής. Ούτος δε ο φόβος του Θεού διαφυλάττει ημάς κατά την πρακτικήν εφαρμογήν των θεωρουμένων και είναι λύχνος και οδηγός προς την θεωρίαν των θειοτέρων, κάμνων τον νουν μας ακίνητον και ανενέργητον προς τον θυμόν και τα άλλα πάθη, τα οποία αιχμαλωτίζουν αυτόν, ημάς δε προστατεύει βαδίζοντας επί όφεων και σκορπίων, ως και κατά πάσης της δυνάμεως του αντιδίκου ημών δαίμονος». Εις το Μοναστήριον είχον τάξιν, όπως πας αδελφός κατασκευάζη μίαν ψάθην την ημέραν, εις όμως εξ αυτών επλεονέκτησε και έπλεξε δύο. Έπειτα ήπλωσε ταύτας έξωθεν του κελλίου του, δια να τον επαινέση ο Όσιος, όστις έτυχε να κάθηται αντικρύ, συνομιλών μετ’ άλλων Γερόντων. Ούτος δε, στενάξας μεγάλως, είπε προς τους άλλους· «Βλέπετε τούτον τον αδελφόν; Εις τον διάβολον εχάρισε τον κόπον του και σήμερον ουδόλως ειργάσθη δια την παναθλίαν ψυχήν του. διότι ηγάπησε την δόξαν των ανθρώπων υπέρ την δόξαν του Θεού. Όθεν, το μεν άθλιον σώμα κακώς μόνον και ασκόπως εβασάνισε, την δε ψυχήν ουδόλως ωφέλησεν εκ του έργου του». Ταύτα δε ειπών, εκανόνισεν εκείνον τον αδελφόν ούτω. Όσην ώραν τρώγουν οι αδελφοί εις την τράπεζαν, να κρατή εκείνος υψηλά τας δύο ψάθας και ιστάμενος εις το μέσον να κραυγάζη τους λόγους τούτους· «Σας παρακαλώ, αδελφοί και πατέρες μου, εύχεσθε να ελεήση ο Κύριος την αθλίαν ψυχήν μου, διότι προετίμησα τα δύο ταύτα ψαθία από την αιώνιον Αυτού Βασιλείαν». Όταν δε εκείνος, υπακούων, εξετέλεσε την εντολήν, έκλεισεν αυτόν εντός κελλίου μόνον, όπου διέμεινεν επί εξ μήνας, τρώγων μόνον άρτον και ύδωρ και πλέκων καθ’ ημέραν δύο ψάθας, χωρίς να ομιλήση με άλλον τινά, ει μη μόνον με τον φέροντα εις αυτόν την τροφήν του. Άλλος αδελφός, ονόματι Αθηνόδωρος, αρκούντως ενάρετος, έζη εκεί εις την μεγάλην Μονήν, τρώγων μόνον άρτον ξηρόν. Καθήμενος δε εις κελλίον αναχωρητικόν, έκαμνε καθώς οι άλλοι αδελφοί μίαν ψάθην την ημέραν. Αλλά με πολύν κόπον και βάσανον, διότι ήτο λωβός και επειδή αι χείρες του ήσαν μαλακαί, όταν έπλεκε, εκέντων αυτόν τα βούρλα δια των ακανθών των. Ούτως αι χείρες του ήσαν πάντοτε πληγωμέναι και αιματωμέναι. Τούτο ιδών αδελφός τις είπε ταύτα· «Ο Θεός γνωρίζει την ασθένειάν σου, δι’ αυτό μη εργάζεσαι και δεν θα έχης δια τούτο αμαρτίαν. Ημείς τρέφομεν τόσους ξένους και σε, όστις εργάζεσαι εδώ επί τόσους χρόνους, δεν θα δυνηθώμεν να κυβερνήσωμεν»; Ο Αθηνόδωρος όμως απεκρίθη· «Αδύνατον είναι, αδελφέ, να μη εργάζωμαι, επειδή ο Απόστολος λέγει· «Ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω» (Β΄ Θεσ. γ:10), ο αργός δηλαδή να μη τρώγη τίποτε». Είπε τότε ο αδελφός· «Ο Απόστολος Παύλος είπε τούτο δι’ εκείνους οι οποίοι ούτε σωματικώς ούτε πνευματικώς εργάζονται. Αλλ’ όστις ασθενεί ή εργάζεται πνευματικάς υπηρεσίας, δεν έχει δια τούτο αμάρτημα. Αν πάλιν δεν θέλης να παραμένης άεργος, άλειφε τουλάχιστον καθ’ εκάστην εσπέραν τας χείρας σου με έλαιον, ίνα μη βλάπτεσαι ακόμη περισσότερον». Εφήρμοσε λοιπόν την οδηγίαν ταύτην δι’ ολίγας ημέρας ο Αθηνόδωρος, αλλ’ αντί να ωφεληθή, χειρότερον εβλάβη, επειδή αι χείρες του έγιναν μαλακώτεραι και περισσότερον εκέντων ταύτας αι άκανθαι των βούρλων. Τούτο μαθών ο Παχώμιος μετέβη προς επίσκεψίν του και του είπε· «Τις σε ηνάγκασε να εργασθής; Και διατί ήλειψες τας χείρας σου δι’ ελαίου; Δεν δύναται τάχα να σε ιατρεύση ο Κύριος; Ναι, δύναται, αληθέστατα. Αλλά προς ωφέλειαν της ψυχής σου και κατ’ οικονομίαν, συνεχώρησε να έχης ταύτην την ασθένειαν». Τότε ο αείμνηστος, ως να είχεν υποπέσει εις μέγα ανόμημα, εποίησε μετάνοιαν ειπών· «Ήμαρτον, Πάτερ. Δεήθητι παρακαλώ του Κυρίου να συγχωρήση την αμαρτίαν μου». Ούτως ο θαυμάσιος Αθηνόδωρος έμεινεν επί ένα χρόνον κλαίων δια το ανόμημα τούτο και τρώγων ανά δύο ημέρας μίαν μόνον φοράν. Είχε δε ούτος και άλλας αρετάς. Δια τούτο ο Όσιος έστελλεν αυτόν πολλάκις εις τα άλλα Μοναστήρια δια να παραδειγματίζη τους άλλους αδελφούς. Αλλά και άλλοι πολλοί ήσαν ενάρετοι, τους οποίους, εάν θελήσω να αναφέρω κατ’ όνομα, ουδέποτε θέλω περατώσει την διήγησίν μου. Διότι άπαντες οι αδελφοί επορεύοντο θεαρέστως. Εάν δε ήσαν και τινες αμελείς, διωρθούντο δια των παραδειγμάτων των άλλων, οίτινες τόσον επιμελώς εφύλαττον την ακρίβειαν του Μοναχικού βίου, ώστε ούτε να ομιλήση τις ετόλμα εις οίον δήποτε διακόνημα και αν ησχολείτο, εκτός εάν ήτο μεγάλη ανάγκη. Διότι ο Άγιος περιώδευε πολλάκις ησύχως εις όλον το Μοναστήριον και όσους ήκουε να αργολογούν κατά την εκτέλεσιν της διακονίας των, όταν δηλαδή εζύμωνον ή έπλαθον ή εφούρνιζον ή έκαμνον οίαν δήποτε άλλην υπηρεσίαν, ετιμώρει τούτους δια βαρέος κανόνος. Ούτως εσυνήθισαν την σιωπήν εις όλα τα Μοναστήρια του Αγίου. Ησθένησε ποτέ ο Θεόδωρος και ο Όσιος μετέβη πεος επίσκεψίν του. Παρηγόρει δε αυτόν λέγων· «Δεν έρχεται ποτέ ασθένεια εις τον άνθρωπον, χωρίς το θέλημα του Θεού. Μη λυπείσαι λοιπόν, αφού, όταν ο Κύριος ευδοκήση, σε θεραπεύει. Διότι τώρα σε δοκιμάζει, εάν ευχαριστής Αυτόν εις όλα, ως τον Ιώβ, όστις υπέμεινεν όλας τας λύπας λέγων· «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον» (Ιώβ α: 21). Ούτω πρέπει να λέγη και να υπομένη πας όστις φέρει Σταυρόν, οία δήποτε δηλαδή πάθη εκούσια ή ακούσια υπομένη. Και εκούσια μεν πάθη είναι όσα υπομένομεν θεληματικώς μετά κόπων και πόνων μεγάλων, ως, επί παραδείγματι, η νηστεία, η αγρυπνία, οι κόποι και άλλα όμοια. Ακούσια δε πάθη είναι αι ασθένειαι και αι άλλαι λύπαι, αίτινες συμβαίνουσιν εις ημάς χωρίς την θέλησίν μας και δια των οποίων καθαρίζεται η ψυχή από τας αμαρτίας, όταν ο άνθρωπος υπομείνη ταύτα, ευχαριστών μάλιστα τον Θεόν. Τότε όλα αυτά λογίζονται δι’ αυτόν ως εκούσιος αγών και κατόρθωμα και ούτω λαμβάνει διπλούν τον στέφανον». Ταύτα ακούσας ο θείος Θεόδωρος παρηγορήθη και ενεδυναμώθη. Έστελλε δε πολλάκις ο Άγιος και τούτον τον Θεόδωρον, ίνα επισκέπτεται τους αδελφούς, προς τους οποίους συνέστησε να ακούωσιν αυτόν, ως να ήτο ο ίδιος, εις όσα δε προστάσσει να υποτάσσωνται, ως προς πατέρα των, με φόβον Θεού, επειδή είχε χάριν πολλήν, ως είπομεν. Ευρισκομένου δε τούτου του Θεοδώρου, μετά του Οσίου, έξωθεν της Μονής, ήκουσαν ψαλλόμενον μέλος τι τερπνόν και γλυκύτατον. Όθεν ηρώτησεν ο Θεόδωρος τον Παχώμιον, τις ήτο εκείνη η πάντερπνος μελωδία. Ο δε απεκρίθη· «Αδελφός τις ενάρετος εκοιμήθη και οι Άγιοι Άγγελοι οδηγούν εις τον ουρανόν την μακαρίαν ψυχήν του». Μετέβη ποτέ ο Όσιοςεις την Ταβέννησιν δια σοβαράν υπόθεσιν και, χαιρετήσας τους αδελφούς, εδίδαξε τούτους περί των πονηρών λογισμών, ειπών ταύτα· «Δεν αρκεί ο Μοναχός να πράττη μόνον την φαινομένην του σώματος άσκησιν, ήτοι την νηστείαν, την αγρυπνίαν και τα άλλα, αλλά είναι ανάγκη να αγωνίζεται, πολεμών και τους διαφόρους λογισμούς, οίτινες βλάπτουν και παρακινούν ημάς εις την κενοδοξίαν, το μίσος και τα άλλα πταίσματα και τους οποίους ο Μοναχός πρέπει να αφανίζη, όσον δύναται, δια της ταπεινοφροσύνης και της προς τον Θεόν δεήσεως. Εξαιρέτως δε να έχη αδιαλείπτως τον φόβον του Θεού εντός της καρδίας αυτού. Διότι, καθώς το πυρ καθαρίζει τον σίδηρον και αφανίζει όλην την σκωρίαν και ασχημίαν του, ούτω και ο φόβος του Θεού αφανίζει από τον άνθρωπον, όστις έχει αυτόν, πάσαν κακίαν και πάθος. Δια δε τον λογισμόν της βλασφημίας είπεν ο Άγιος· «Γινώσκετε, ότι ο έχων τούτον, και φίλος του Θεού εάν είναι και αγωνιστής ενάρετος, αν δεν προσπέση εις τον Κύριον με μεγάλην ταπείνωσιν καρδίας και εξομολόγησιν ή να ζητήση σοφόν τινά και επιστήμονα να ερμηνεύση εις αυτόν πως να νικήση τούτον ή να αναγνώση σύγγραμμα τι διδασκάλου τινός, το οποίον να διαλαμβάνη δια το ζήτημα τούτο, αλλά αφήση τον κακόν αυτού λογισμόν να παραμείνη επί μακρόν εις την καρδίαν του, κινδυνεύει να αφανισθή δια κακού θανάτου. Διότι πολλοί απωλέσθησαν εκ των λογισμών τούτων και αφ’ εαυτών, φευ! Ως εκστατικοί και φρενόληπτοι εφονεύθησαν. Όταν λοιπόν επέλθη τοιούτος λογισμός, η θεραπεία αυτού είναι αύτη. Να τον αποστρέφεσαι τελείως, επειδή δεν είναι ιδικός σου, αλλά σπέρμα και γέννημα του πονηρού, προς τον οποίον, δαίμονα, ανταποκρίνου, τοιαύτα λέγων· «Αύτη η βλασφημία είναι ιδική σας, πονηροί δαίμονες, και ας επιστρέψη εις την κεφαλήν σας ο πόνος σας και εις την κορυφήν σας η αδικία σας. Σεις όψεσθε και κατακοπείτε, διότι βλασφημείτε κατά του Θεού, αποστάται και υπερήφανοι. Εγώ δε ευλογώ και λατρεύω τον Ποιητήν και Σωτήρα μου». Όταν τοιαύτα και άλλα όμοια λέγετε και ποιήτε την σφραγίδα του Σταυρού εις το πρόσωπον, τότε θα διασκορπίζονται οι δαίμονες και ως καπνός θα διαλύονται και θα αφανίζονται. Μάθετε δε ότι η αιτία, η οποία με έφερεν εδώ, ευρέθη εις τον οστράκινον κάδον (πήλινον δοχείον)». Ταύτα είπεν αινιγματικώς ο Όσιος, γνωρίζων εκ Πνεύματος Αγίου σφάλμα τι, εις το οποίον υπέπεσεν αδελφός τις, Ηλίας ονόματι, απλούστατος εις την καρδίαν και απονήρευτος. Ούτος συνέλεξεν ολίγα σύκα, τα οποία είχε κρύψει εις ένα κάδον πήλινον, δια να τα φάγη μόνος. Ακούσας όμως ότι εγνώριζε τούτο ο Όσιος, μετέβη ευθύς και έφερεν εκεί παρουσία πάντων τον κάδον με τα σύκα και εποίησε μετάνοιαν ζητών συγχώρησιν. Οι δε αδελφοί εθαύμασαν το προορατικόν του Οσίου. Διότι όχι μόνον τότε, αλλά και άλλοτε εφανέρωσεν εις αυτούς πολλά κεκρυμμένα. Είπε τότε ο Όσιος προς αυτούς· «Τα μακράν ή εν κρυπτώ γενόμενα δεν είναι δυνατόν να μάθωμεν, όταν ημείς θέλωμεν, αλλ’ όταν θελήση η Πρόνοια του Θεού να αποκαλύψη ταύτα εις ημάς προς το συμφέρον μας. Σας λέγω δε, δια το μικρόν τούτο σφάλμα, μετά φόβου Θεού, την αλήθειαν, ότι ούτε τον είδον, ούτε παρά άλλου τινός επληροφορήθην τούτο. Αλλά δια να λυτρωθή ο αδελφός από το πάθος της γαστριμαργίας μοι απεκάλυψε αυτό ο Κύριος». Ας έλθωμεν όμως εις την κοίμησιν του Οσίου, διότι, αν θελήσω να εξιστορήσω άπαντα τα θεία αυτού κατορθώματα, χίλια φύλλα χάρτου δεν θέλουσιν επαρκέσει. Εώρταζον ποτέ το Άγιον Πάσχα, ότε ήλθεν, από Θεού, λοιμική τις νόσος, εκ της οποίας ησθένησαν εκατόν και περισσότεροι Μοναχοί, εις δε εκ τούτων ήτο και ο μέγας κατά την αρετήν Παχώμιος. Ότε λοιπόν ήρχετο ο πυρετός εις τινα, ευθύς ήλλασσε το χρώμα του και εγίνοντο οι οφθαλμοί του ως αίμα και ούτως εξεψύχει πνιγόμενος. Ετελεύτησαν λοιπόν πολλοί, όχι μόνον εκ των μικρών, αλλά και εκ των Προεστώτων των Μοναστηρίων. Ο δε Θεόδωρος υπηρέτει τον Παχώμιον, του οποίου το σώμα ελεπτύνθη πολύ, διότι έμεινεν επί πολύ ασθενής. Κατά το διάστημα δε τούτο της ασθενείας του, η καρδία του και οι οφθαλμοί του έκαιον, ως εκ πυρός φλογιζόμενοι. Όθεν, δύο ημέρας προ του θανάτου του, εσύναξε τους άλλους Πατέρας και Ηγουμένους των Μοναστηρίων και είπε προς αυτούς· «Βλέπετε, ότι ο Κύριος ηθέλησε να με αναπαύση και εκλέξατε, ον τινά κρίνετε, ότι δύναται να σας κυβερνήση». Εκείνοι δε, εκ των δακρύων, δεν ηδύναντο να δώσουν απόκρισιν. Τότε είπε πάλιν ο Άγιος· «Ο Πετρώνιος μοι φαίνεται ικανός, αλλά είναι και ούτος ασθενής. Πράξατε λοιπόν ως επιθυμείτε». Τότε οι Πατέρες, ευχηθέντες αυτόν και λαβόντες υπ’ αυτού συγχώρησιν, ανεχώρησαν εις τα κελλία των. Ο δε Άγιος δεν ηδύνατο να κοίτεται εις την ψάθαν, διότι ευρίσκετο ούτω κεκλιμένος επί τεσσαράκοντα ημέρας και επόνεσαν όλα αυτού τα οστά. Έφεραν λοιπόν στρώμα μαλακόν, το οποίον είχον δια τους ξένους. Αλλ’ όταν ανεπαύθη επ’ αυτού ολίγην ώραν και είδε την διαφοράν, εφοβήθη μήπως αμαρτήση ιδιορρυθμών εις τα τέλη του και επρόσταξε πάλιν και το απέσυραν. Όταν δε ήλθεν η τελευταία του ώρα, είπε προς τον Θεόδωρον· «Εάν δεν κρύψουν τα οστά μου, εξάγαγε ταύτα εκείθεν». Εννόησε δε ο Θεόδωρος, ότι παρήγγειλεν εις αυτόν να μεταθέσουν το Λείψανόν του εις άλλον τόπον απόκρυφον και ηρώτησε τούτον εκ δευτέρου, εάν αντελήφθη καλώς. Τότε ο Άγιος απεκρίθη· «Όχι μόνον αυτό σοι είπον, αλλά και να μη αμελής τους αμελείς και ραθυμούντας αδελφούς και να παροτρύνης τούτους εις τον νόμον του Θεού, ώστε να φυλάττουν όλας τας εντολάς Του». Ταύτα παρήγγειλεν ο Όσιος τρις. Ούτω τη ιε΄ (15η) του Μαϊου μηνός του έτους τμστ΄ (346), απήλθε προς Όν επόθησε Κύριον. Οι αδελφοί τότε ετέλεσαν ολονύκτιον αγρυπνίαν, ψάλλοντες και προσευχόμενοι, την δε πρωϊαν ανεβίβασαν το ιερόν του Αγίου Λείψανον εις το όρος και ενεταφίασαν αυτό. Κατόπιν, κρυφίως, μετ’ άλλων τριών, ο Θεόδωρος ανεσήκωσε τούτο και μετέφερεν εις τόπον άγνωστον, εις τον οποίον ευρίσκεται έωςτης σήμερον. Οι δε αδελφοί, κατά τον λόγον του Οσίου, ανέδειξαν Ηγούμενον τον Πετρώνιον, όστις έζησε μόνον ολίγας ημέρας. Αλλά κατά το μικρόν τούτο διάστημα εκυβέρνησε τους αδελφούς μετά μεγάλης επιμελείας. Όταν δε ήλθεν η ώρα της κοιμήσεώς του ηρώτησε τούτους τίνα ήθελον δια Ποιμένα των. Οι δε είπον εις αυτόν να εκλέξη εκείνος και να κάμη ταύτην την διάκρισιν. Ούτω ο μακάριος Πετρώνιος εψήφισε τον Ωρσίσιον, ο οποίος, ένδακρυς, επεθύμει να παραιτηθή της προστασίας, λέγων ότι δεν ήτο άξιος. Όμως εψήφισαν τούτον, αν και μη θέλοντα. Ήτο δε ο Ωρσίσιος πολύ αγαθός, ταπεινός των πνεύματι, πράος και άκακος. Περιήρχετο δε τα Μοναστήρια, φροντίζων τους αδελφούς και νουθετών και διδάσκων εις τούτους επιμελέστατα τον λόγον του Θεού, τόσον εκ των θείων Γραφών, όσον και δια πανσόφων παραδειγμάτων να είναι πάντοτε έτοιμοι, να μη αμελώσι την σωτηρίαν των και να φυλάττουν επιμελώς πάσαν παράδοσιν του Οσίου απαρεγκλίτως. Εξαιρέτως δε είπε προς τούτους και τούτο το ωραιότατον υπόδειγμα ο Ωρσίσιος· «Εάν αμεληθή ο λύχνος και δεν τροφοδοτηθή δι’ ελαίου, σβέννυται και τότε έρχεται ο ποντικός, όστις, ευρίσκων τούτον εσβεσμένον, τον ρίπτει εις την γην και εάν είναι πήλινος θρυμματίζεται. Εάν δε είναι χάλκινος, τον επιμελείται ο κύριός του. Ούτω συμβαίνει και με την ψυχήν, εάν αμεληθή, αναχωρεί απ’ αυτής το Πνεύμα το Άγιον, οπότε, απομενούσης ταύτης ψυχράς και σκοτεινής, ευρίσκει τόπον εντός αυτής ο διάβολος και εισερχόμενος κατατρώγει την προθυμίαν αυτής και ούτω απόλλυται. Όστις δε έχει προς τον Θεόν καλήν γνώμην και πρόθυμον διάθεσιν, εάν πταίση εις παραμικρόν τι ως άνθρωπος, ο φιλάνθρωπος και πολυέλεος Κύριος στέλλει εις αυτόν τον φόβον Αυτού και την ενθύμησιν της ατελευτήτου ζωής και ούτως, εις το μέλλον, με την Χάριν του Θεού φυλάττεται. Δια τούτο πρέπει να διατηρούμεν το πνεύμα άσβεστον, αγρυπνούντες και έχοντες τον φόβον του Θεού αδιάλειπτον εντός της καρδίας ημών, να τηρούμεν δε τας εντολάς Του αόκνως». Με τοιαύτα και έτερα ψυχωφελή διδάγματα επροθυμοποίει προς την αρετήν τους αμελείς ο Ωρσίσιος. Ηθέλησαν δε ποτέ τινές των Πατέρων να μεταβούν εις την Αλεξανδρείαν προς συνάντησιν του Αγιωτάτου Πατριάρχου Αθανασίου. Αλλ’ ενώ εταξίδευον, έμαθαν ότι έζη ακόμη ο μέγας Αντώνιος και διήλθον εκείθεν, ίνα τους ευλογήση, ως δούλος Θεού γνήσιος. Ήτο δε τότε ο μέγας Αντώνιος πολύ γέρων και αναστάς εχαιρέτησεν αυτούς και επαρηγόρησε λέγων· «Μη λυπείσθε, διότι εκοιμήθη ο μέγας Παχώμιος, επειδή αφήκε καλούς μαθητάς και μιμητάς των εναρέτων αυτού πράξεων, πολλήν δε διακονίαν έδειξε με το να συναθροίση τόσην αδελφότητα. Διότι και άλλος τις ηθέλησε να κάμη τοιαύτην διακονίαν, αλλ’ επειδή δεν εφρόντισεν εξ όλης ψυχής, ηστόχησε και απέτυχε του ποθουμένου. Αλλά δια τον πατέρα σας ήκουσα μεγάλα κατορθώματα και επόθουν πολύ να έλθω προς συνάντησίν του, αλλ’ ίσως να μην ήμην άξιος. Εις την Βασιλείαν όμως του Θεού θέλομεν ίδει ο εις τον άλλον, καθώς και όλους τους Αγίους Πατέρας. Αλλ’ ειπέτε μοι ποίον αφήκε διάδοχον»; Οι δε είπον· «Τον Πετρώνιον, όστις ανεπαύθη και μας αφήκε τον Ωρσίσιον». Είπε τότε ο Αντώνιος· «Ισραηλίτην να καλήτε αυτόν και όχι Ωρσίσιον. Όταν δε μεταβήτε εις τον Αρχιεπίσκοπον Αθανάσιον, τον Μακαριώτατον, ειπέτε εις αυτόν να αγαπά τα τέκνα του Ισραηλίτου». Έγραψε δε και επιστολή προς αυτόν και ευλογήσας αυτούς απέστειλεν. Ως δε έφθασαν οι Πατέρες ούτοι εις την Αλεξάνδρειαν υπεδέχθη αυτούς εγκαρδίως ο μέγας Αθανάσιος, μάλιστα δια τον λόγον του μεγάλου Αντωνίου. Μετά ταύτα ο Αββάς Ωρσίσιος, λόγω του γήρατος, εβαρύνθη την προστασίαν δια τας φροντίδας αυτής και παρεκάλεσε πολύ τον μέγαν Θεόδωρον να δεχθή την ηγουμενίαν, επειδή όλοι οι αδελφοί ηγάπων αυτόν υπερμέτρως ως γνήσιον τέκνον του Παχωμίου και διότι ήτο πρόθυμος εις όλας τας υπηρεσίας. Ούτος όμως πρώτον μεν δεν εδέχετο, διαφόρους αιτίας προφασιζόμενος, έπειτα δε, όταν είδεν ότι όλοι οι αδελφοί εζήτουν αυτόν ως Ηγούμενόν των, ποθούντες να έχουν αυτόν ως πατέρα των, εδέχθη, δια να μη γίνη παρήκοος όλων. Όταν λοιπόν εις τα λοιπά Μοναστήρια ήκουσαν, ότι έγινε Προεστώς αυτών ο Θεόδωρος, όλοι εχάρησαν, διότι εις όλους ήτο ποθητός. Αφ’ ότου δε ανέλαβε την προστασίαν ο Θεόδωρος εκοπίαζεν ημέραν και νύκτα, περισσότερον από πρότερον, δια την σωτηρίαν των αδελφών και ηγρύπνει, ως αληθής Ποιμήν, με θαυμασίαν προθυμίαν, δεν έκαμνε δε τίποτε χωρίς την βουλήν του Προηγουμένου Ωρσισίου, όστις έλεγε προς τους άλλους αδελφούς· «Ευχαριστώ τον Θεόδωρον· τώρα εξουσιάζω καλλίτερον από πριν». Ήτο δε ο Θεόδωρος εις την σωτηρίαν των ψυχών πολύ άγρυπνος και παρεκίνει καθ’ ένα προς τους πνευματικούς αγώνας, ως ιατρός δόκιμος, όλοι δε εξωμολογούντο εις αυτόν, βλέποντες αυτόν περιχαρή και ιλαρώτατον. Διότι, τους μεν εναρέτους εστερέωνε καλλίτερον δια των γνωστικών του παραδειγμάτων, τους δε αμελούντας ενουθέτει, υπενθυμίζων προς αυτούς την φοβεράν του Θεού τιμωρίαν και τα αιώνια κολαστήρια. Ήρχοντο δε και κοσμικοί, φέροντες ασθενείς, τους οποίους ευχόμενος εθεράπευεν ο μέγας Θεόδωρος. Έκτισε δε ο Θεόδωρος και άλλα δύο Μοναστήρια εις την Ερμούπολιν με την γνώμην του Ωρσισίου και επήνδρωσε ταύτα δια Πατέρων ευλαβών, Αλλά και άλλα Μοναστήρια έκτισεν. Εν εις Ερμουθείμ, έτερον εις το χωρίον Βηχλέ και ετέραν Μονήν των Παρθένων, εκεί όπου είχεν κτίσει ο Παχώμιος τοιαύτην Μονήν, εν μίλιον μακράν από του άλλου γυναικείου Μοναστηρίου, εις ταύτα δε τα δύο Μοναστήρια των γυναικών υφαίνοντο τα ιμάτια των Μοναχών. Καιρόν δε τινά απέθανον πολλοί Μοναχοί και οι ζώντες δυσανεσχέτουν να ανέρχωνται καθ’ ημέραν δύο και τρεις φοράς εις το όρος, τρία μίλια μακράν, όπου ενεταφίαζον τους θνήσκοντας, διότι ήτο ο ποταμός πλημμυρισμένος και ελάσπωναν εις τον δρόμον οι πόδες των. Ο δε Θεόδωρος εδεήθη προς τον Θεόν και ουδείς απέθνησκε πλέον και ούτω έπαυσεν η ανάβασις του ποταμού. Τότε πάντες οι αδελφοί εθαύμασαν την παρρησίαν, την οποίαν είχε προς τον Θεόν ο Θεόδωρος. Τούτον ηρώτησε τις των αδελφών, λέγων· «Διατί, όταν μου είπωσι σκληρόν λόγον, ευθύς οργίζομαι»; Ο δε απεκρίθη· «Ο ενάρετος άνθρωπος λογίζεται άμπελος. Καθώς λοιπόν, όταν λάβης εκ ταύτης σταφυλήν και την συνθλίψης, εξάγεις οίνον γλυκύτατον, ούτω και ο ενάρετος. Θλιβόμενος με έργον ή λόγον και βασανιζόμενος, καρποφορεί χρηστολογίαν και ευλογίαν και άλλα παρόμοια αγαθά. Ο δε σαρκικός άνθρωπος μόνον θυμόν και πικρίαν προσφέρει, ανάλογον προς την κατάστασίν του. Και εγώ ο ίδιος, αληθώς σας λέγω, ότι φοβούμαι μήπως στερηθώ της θείας Χάριτος. Διότι ο εχθρός δεν παύει να μας πολεμή πάντοτε, καθώς ο Προφήτης, λέγει· «Όλην την ημέραν πολεμών έθλιψέ με» (Ψαλμ. νε:2). Διότι εάν εκ των Αγγέλων έπεσαν τινές και έγιναν δαίμονες, εκ των Προφητών ο Σολομών ο σοφώτατος και εκ των Δώδεκα ο Ιούδας καθώς και τινες μαθηταί του Αποστόλου Παύλου και άλλοι πλείστοι μεταγενέστεροι, πως να μη τρέμωμεν ημείς οι ανάξιοι, φοβούμενοι μήπως εκ ραθυμίας και αμελείας, ως αυτοί, εκπέσωμεν; Όστις λοιπόν θέλει να καθαρθή και να λυτρωθή από την αμαρτίαν, ήτοι την οργήν, την πλεονεξίαν, την πορνείαν και τα άλλα πάθη, εάν δεν ονειδισθή ή δεν καταφρονηθή υπό τινος και να υπομείνη την ύβριν ευχαρίστως, δεν ελευθερούται τελείως από των παθών». O δε αδελφός ηρώτησε πάλιν λέγων· «Και εάν τις με ονειδίση δις και τρις και πολλάκις και υπομείνω και ο υβριστής δεν παύση, τι πρέπει να πράξω»; Ο δε Θεόδωρος απεκρίθη· «Αι εντολαί του Θεού είναι υπέρ το χρυσίον και παντός λίθου τιμίου τιμιώτεραι και γλυκύτεραι μέλιτος. Αλλ’ ημείς, οι άφρονες, δεν αναγνωρίζομεν τούτο, ως σαρκικοί και χαμαίζηλοι. Διότι, εάν σοι έδιδε τις άρτον καθαρόν καθ’ ημέραν, δεν θα του έλεγες αρκεί, μη μου δώσης πλέον, αλλά θα τον ηγάπας μάλλον ευχαριστών αυτόν; Ούτω και όσοι θέλουν να ευαρεστήσουν τω Θεώ και να αξιωθούν της Βασιλείας Αυτού, ευχαριστούν εκείνους οίτινες θλίβουσιν αυτούς, λαμβάνοντες ως ευεργεσίαν και δωρεάν την ατιμίαν και την κάκωσιν και εύχονται, κατά την εντολήν του Σωτήρος, υπέρ εκείνων οίτινες προξενούν την θλίψιν». Δια τοιούτων ψυχωφελών λόγων ενουθέτει καθ’ εκάστην τους αδελφούς ο σοφός και θείος Θεόδωρος και καθίστα αυτούς προθύμους προς τους πνευματικούς αγώνας, φυλάσσων αυτός πρώτος και εφαρμόζων όσα εδίδασκεν, ίνα έχουν αυτόν ως αρχέτυπον προς μίμησιν, καθώς πρέπει να πράττουν οι Προεστώτες και Καθηγούμενοι. Τούτου λοιπόν την φήμην και τας αρετάς ακούσας ο Αγιώτατος Πατριάρχης Αλεξανδρείας Αθανάσιος, παρέλαβε και άλλους Αρχιερείς εις την συνοδείαν αυτού και απελθών επεσκέφθη όλα τα Μοναστήρια, παρατηρών επιμελώς τας Εκκλησίας, τας τραπέζας, τα κελλία και τα λοιπά κτίρια, προ πάντων δε την γνησίαν διάθεσιν και την ευπείθειαν, την οποίαν είχον οι αδελφοί προς τον θείον Θεόδωρον. Όθεν εχάρη πολύ και εδόξασε τον Κύριον. Ιδών δε, ότι και ούτος είχε τόσην προθυμίαν και σπουδήν προς τα θεία, επήνεσεν αυτόν πολύ, ταύτα ειπών προς τους άλλους Αρχιερείς· «Βλέπετε τον Πατέρα τοσούτων αδελφών, τίνι τρόπω αγωνίζεται δια να σώση τας ψυχάς των; Δεν είμεθα και ημείς Πατέρες; Όμως δεν έχομεν τόσην προθυμίαν και θερμότητα προς το καλόν. Μακάριοι όντες ούτοι οι ουρανόφρονες, οίτινες αίρουν τον Σταυρόν του Κυρίου, νομίζοντες την ατιμίαν δόξαν και τον πόνον ανάπαυσιν, έως ότου στεφανωθούν εις την Βασιλείαν των ουρανών και απολαύσουν παρά Θεού πλουσίαν ανταμοιβήν». Ευλογήσας τότε αυτούς ο Μέγας Αθανάσιος είπε προς τον Θεόδωρον· «Όντως μέγα και θεάρεστον έργον επράξατε με το να συνάξετε τόσας ψυχάς και να οδηγήσετε ταύτας εις ζωήν αιώνιον. Ο Κύριος να σας ανταποδώση τον μισθόν πολλαπλάσιον». Ταύτα και έτερα ειπών, ηυχήθη πάντας και ανεχώρησεν. Ο δε Θεόδωρος έφερε τον Ωρσίσιον εις την Μονήν του Παμβώ, εκεί όπου έζη εκείνος. Διότι ο Ωρσίνιος ίστατο αναχωρητικώς, αφ’ ης στιγμής παρητήθη. Αλλ’ ο Θεόδωρος εβίασεν αυτόν να είναι μετ’ αυτού, διότι είχον πολλήν αγάπην ο εις προς τον άλλον, τόσον ώστε και οι αδελφοί, βλέποντες αυτούς, εθαύμαζον και ελάμβανον πολλήν ωφέλειαν. Τινές δε εκ των παλαιοτέρων αδελφών ηθέλησαν να αλλάξουν την πολιτείαν και την διάταξιν του μακαρίου Παχωμίου. Ταύτα βλέπων ελυπείτο ο θείος Θεόδωρος και εδέετο προς τον Θεόν, νηστεύων και δακρύων, να οικονομήση το συμφερώτερον και ανερχόμενος εις το όρος καθ’ εκάστην νύκτα προσηύχετο επί του τάφου του Οσίου Παχωμίου, φέρων τρίχινον ιμάτιον και λέγων ταύτα· «Δέσποτα Κύριε, δια πρεσβειών του δούλου Σου Παχωμίου, επίσκεψόν με· ότι επλήθυνεν η αμέλειά μας και δεν τελειούμεν το αγαθόν. Όμως, Συ Κύριε, μη εγκαταλίπης τους δούλους Σου, αλλά διέγειρον ημάς εις τον φόβον Σου και δυνάμωσόν μας να περιπατώμεν εις την αγαθήν οδόν Σου. Ότι Συ έπλασες ημάς, Κύριε, και παρέδωκας εις θάνατον τον μονογενή Σου Υιόν δια την σωτηρίαν μας». Ταύτα προσευχόμενος πολλάκις μετά δακρύων, κατήρχετο του όρους. Κατ’ εκείνας τας ημέρας ήτο ασθενής αδελφός τις, ονόματι Ήρων, όστις και ετελειώθη. Τότε ο Θεόδωρος είπε προς τους άλλους· «Ούτος ο αδελφός, όστις ετελεύτησε, προμηνύει ότι μέλλει να τελευτήση και άλλος εξ ημών». Ταύτα δε είπε, διότι προεγνώρισεν, ότι επήκουσεν ο Κύριος και έμελλε να τον αναπαύση. Το πρωϊ λοιπόν, αφού ενεταφίασαν τον Ήρωνα, ησθένησεν ο μέγας κατά την αρετήν Θεόδωρος και γνωρίσας ότι ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς τον ποθούμενον, εκάλεσε τους αδελφούς και έλαβε παρ’ όλων συγχώρησιν. Ο δε Ωρσίσιος και άπαντες οι Προεστώτες παρετήρουν αυτόν καθήμενοι πέριξ και ελυπούντο πολύ να στερηθώσι τοιούτου ανδρός. Όθεν ανέπεμψαν κοινήν παράκλησιν προς τον Θεόν, να αφήση τον Θεόδωρον ικανόν ακόμη καιρόν, προς ωφέλειάν των. Εξόχως δε ο Προηγούμενος Ωρσίσιος έκλαιε πικρώς, ταύτα βοών· «Κύριε, διατί να παραλάβης εκείνον όστις εκυβέρνα και εφώτιζεν ημάς; Λάβε εμέ και άφες αυτόν, ίνα διορθώνη τους αδελφούς, διότι έχει την δύναμιν ταύτην». Ούτως εδέοντο οι αδελφοί μετά δακρύων επί τρεις ημέρας. Ότε δε έμελλε να παραδώση την ψυχήν αυτού ο μακάριος Θεόδωρος, είπε ταύτα, παρουσία πάντων, προς τον Ωρσίσιον· «Άραγε να σε ελύπησα κάποτε δια λόγου ή έργου ή να παρέβην την προσταγήν σου»; Αυτός δε εκ των πολλών δακρύων δεν ηδύνατο να αποκριθή. Τότε ο Θεόδωρος είπε και προς την λοιπήν αδελφότητα· «Δεν ηξεύρω αν ελύπησα κανένα εξ ημών. Όμως ουδέποτε παρημέλησα την σωτηρίαν της ψυχής μου. Αλλά τούτο είναι δώρον Θεού και όχι εκ της καλωσύνης μου». Ταύτα ειπών παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ο τρισόλβιος. Μέγας κλαυθμός εγένετο τότε εις όλον το Μοναστήριον και αφού ετέλεσαν, κατά την τάξιν, ολονύκτιον αγρυπνίαν προ του αγίου Λειψάνου, την πρωϊαν το μετέφεραν εις το όρος όπου και το ενεταφίασαν. Επέστρεψαν δε τότε εις την Μονήν, κατόπιν όμως επέστρεψαν οι Προεστώτες κρυφίως και ενεταφίασαν τούτο ομού μετά του ιερού Λειψάνου του Οσίου Παχωμίου, ίνα, καθώς ήσαν εδώ προσκαίρως ως μία ψυχή εις δύο σώματα, ούτω να είναι και τα ιερά αυτών Λείψανα αχώριστα, έως της κοινής αναστάσεως, ότε και μέλλει να απολαύσουν αμφότεροι εις την Βασιλείαν των ουρανών μίαν δόξαν και ίσην απόλαυσιν, επειδή ίσον αγώνα ετέλεσαν και ομού εκακοπάθησαν. Εθλίβοντο δε οι αδελφοί νομίζοντες, ότι πολύ ελύπησαν αυτόν εις τας υπηρεσίας των Μοναστηρίων και δι’ αυτό εβαρύνθη και παρεκάλεσε τον Θεόν να παραλάβη την ψυχήν αυτού. Όμως, επειδή τα γινόμενα ουκ απογίγνονται, παρηγορήθησαν, ως ηδυνήθησαν, και έμειναν υποτασσόμενοι εις τον Ωρσίσιον, όστις εκυβέρνα τούτους με πολλήν αγάπην, ως αγαθός και γλυκύς και ηρμήνευεν εις τους αδελφούς την αγίαν Γραφήν σαφέστερον, προθυμοποιών τους εναρέτους και τους αμελείς και τους ραθύμους διεγείρων προς άσκησιν. Έζησε δε χρόνους πολλούς ο μακάριος, διάγων πολιτείαν θεάρεστον και ποιμαίνων τα λογικά πρόβατα με σοφίαν και σύνεσιν. Μαθών δε ο Μέγας Αθανάσιος την του θείου Θεοδώρου κοίμησιν πολύ επικράνθη και έγραψε γράμματα προς τους Πατέρας, παρηγορών αυτούς και λέγων να μη λυπούνται δια την τούτου στέρησιν, αλλά να βιασθούν εις την μίμησιν της πολιτείας αυτού και των άλλων Οσίων, δια να γίνουν συγκληρονόμοι της αιωνίου μακαριότητος· ης γένοιτο και πάντας ημάς, Χάριτι Χριστού, επιτυχείν. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου