Αθανάσιος,
ο μέγας Πατήρ ημών, διήγεν αγγελικώς τον εν τη γη βίον, ως τούτο είναι εις
πάντας γνωστόν. Διότι τους αγώνας τους οποίους ηγωνίσθη ο αξιομακάριστος ούτος
δια την Ορθόδοξον Πίστιν, τους πολέμους και τας αντιστάσεις αυτού κατά των
αιρετικών, τας συνεχείς και αδίκους εξορίας, τας οποίας υπέμεινεν, ως και τας
συκοφαντίας, και τας ματαίας κατηγορίας, τας οποίας έλαβε παρά των κακοδόξων,
ταύτα πάντα διηγούνται πολλοί ιστορικοί, πλατύτερον όμως διηγείται ταύτα ο
Θεολόγος Γρηγόριος, γράφονται δε και εις το Συναξάριον της μνήμης αυτού, δια
τούτο ολίγα τινά θέλομεν είπει εδώ προς υπενθύμισιν.
Ο μέγας ούτος της αθανασίας επώνυμος Αθανάσιος, πατρίδα μεν είχε την Αίγυπτον, γονείς δε πλουσίους και εναρέτους, πλησίον των οποίων ανετρέφετο. Όταν δε ήτο μικρόν παιδίον συνανεστρέφετο με άλλα παιδία, τα οποία έπαιζον παρά την ακτήν της θαλάσσης. Έπαιζον δε ποτε το ακόλουθον παιγνίδιον· άλλα μεν παιδία προσεποιούντο τους Ιερείς και άλλα τους Διακόνους, τον δε Αθανάσιον εχειροτόνησαν Αρχιερέα, προσέφερον δε προς αυτόν βρέφη τινά αβάπτιστα ακόμη, τα οποία ο Αθανάσιος εβάπτιζεν εις το ύδωρ της θαλάσσης. Τούτο ιδών κατά τύχην ο Αλέξανδρος, ο της Αλεξανδρείας Αρχιεπίσκοπος, εθαύμασε μεν πολύ, προγνωρίσας δε δια του Αγίου Πνεύματος, ότι η χειροτονία αύτη του Αθανασίου ήτο προμήνυμα των πραγμάτων και αληθούς χειροτονίας, την οποίαν έμελλε να λάβη αργότερον, τα μεν παιδία δεν εβάπτισε δια δευτέραν φοράν, έχρισε δε μόνον αυτά με το Άγιον Μύρον και ούτω τα συνεπλήρωσε, τον δε Αθανάσιον παρέδωκεν εις ένα διδάσκαλον παιδαγωγόν, ίνα διδαχθή παρ’ αυτού τα ιερά γράμματα. Όταν δε ενηλικιώθη ο Άγιος, εχειροτονήθη Διάκονος υπό του Αρχιεπισκόπου τούτου της Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου. Ότε δε εν έτει τκε΄ (325), επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου, συνεκροτήθη εν Νικαία η Αγία Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, ο Αλέξανδρος παρέλαβε μεθ’ εαυτού εις Κωνσταντινούπολιν τον Αθανάσιον ως συνεργόν και βοηθόν του και μετ’ αυτού απεκήρυξε τους φρονούντας τα του Αρείου δυσσεβή και βλάσφημα φρονήματα. Μετά ταύτα δεν παρήλθε πολύς χρόνος, και απέθανεν ο Αλέξανδρος. Όθεν εγένετο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο μέγας ούτος Αθανάσιος, εν έτος μετά την Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, ήτοι εν έτει τκστ΄ (326). Οι περί τον αρειανόν όμως Επίσκοπον Ευσέβιον, μη υποφέροντες τον προβιβασμόν του θείου Αθανασίου, με τους δολερούς λόγους των έπεισαν τον Μέγαν Κωνσταντίνον να εκδιώξη του θρόνου τον Αθανάσιον. Όθεν εξώρισε τούτον εις την Γαλλίαν. Ολίγον μετά ταύτα ο Μέγας Κωνσταντίνος ετελεύτησεν, ο δε Αθανάσιος, μεταβάς εις Ρώμην, συνωμίλησε μετά του Κωνσταντίνου και λαβών γράμματα παρ’ αυτού, επανήλθεν εις την επαρχίαν του την Αλεξάνδρειαν. Τούτο μαθών ο Ευσέβιος και οι ομόφρονές του δεν ηδύναντο να ησυχάσωσι· δια τούτο πλάσαντες και συρράψαντες πρωτοφανείς συκοφαντίας, έπεισαν τον Κωνσταντίνον, τον δεύτερον υιόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, να συναθροίση σύνοδον εις την Τύρον και υπ’ αυτής να κριθή ο Αθανάσιος. Πολλά δε ήσαν τα εγκλήματα, τα οποία προέβαλον κατ’ αυτού οι Αρειανοί, αλλ’ εκ τούτων εν μόνον αναφέρομεν ενταύθα. Λαβόντες οι Αρειανοί χείρα νεκρού και ξηράναντες αυτήν, την έθεσαν εντός θήκης· έπειτα παρουσίασαν αυτήν εις την σύνοδον λέγοντες, ότι η χειρ αύτη είναι Αρσενίου τινός, τον οποίον έλεγον ότι εθανάτωσεν ο Αθανάσιος με μαγικόν τρόπον. Κατά θείαν δε πρόνοιαν, κατ’ εκείνας τας ημέρας ήλθεν εις Τύρον ο Αρσένιος, τον οποίον απέκρυπτον οι Αρειανοί, φοβούμενοι μήπως καταπέση η κατά του Αθανασίου συκοφαντία. Αλλ’ ο μέγας Αθανάσιος μαθών, ότι ευρίσκεται εκεί ο παρά των Αρειανών θρυλούμενος νεκρός Αρσένιος, συνήντησεν αυτόν και τον έπεισε να τον ακολουθήση και όταν έλθη η ημέρα κατά την οποίαν έμελλε να παρουσιασθή και να κριθή υπό της συνόδου ο Αθανάσιος, να παρουσιασθή και αυτός. Όταν λοιπόν ήλθεν η ωρισμένη ημέρα παρέλαβεν ο Άγιος μεθ’ εαυτού και τον Αρσένιον, ενδεδυμένον όμως με άλλα ενδύματα δια να μη γνωρισθή αμέσως, και μετέβη εις την σύνοδον. Κρινόμενος λοιπόν ο Αθανάσιος και κατηγορούμενος, ότι εφόνευσε τον Αρσένιον, ηρώτησε τους παρόντας εις την σύνοδον, εάν τις εξ αυτών γνωρίζη τον Αρσένιον. Όταν δε είπον πολλοί ότι τον γνωρίζουν, τότε παρουσίασεν αυτόν έμπροσθεν της συνόδου και ηρώτα αν αυτός είναι ο Αρσένιος. Οι δε γνωρίζοντες αυτόν απεκρίθησαν καταφατικώς. Έπειτα έδειξε τας δύο χείρας εκείνου και είπεν· «Ιδού η δεξιά χειρ, ιδού και η αριστερά, τας οποίας ελάβομεν παρά του Δημιουργού Θεού όλοι ημείς οι εκ του Αδάμ γεννηθέντες και ουδείς ας μη ζητή τρίτην χείρα του Αρσενίου». Καταισχυνθέντες εκ τούτου οι Αρειανοί, εξήλθον της συνόδου και παρώξυνον τον λαόν εις εξέγερσιν κατά του Αθανασίου. Τότε ο μακάριος Αθανάσιος εξήλθε κρυφίως της πόλεως της Τύρου και κατήλθεν εντός φρέατος σκοτεινού και ανύδρου, όπου εκρύβη επί εξ ολόκληρα έτη. Έπειτα, εξελθών εκείθεν, μετέβη εις την Δύσιν, της οποίας την εξουσίαν είχεν ο Κώνστας, ο τρίτος υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όθεν συναντήσας τον βασιλέα και τον τότε Πάπαν Ιούλιον τον Α΄ διηγείτο μετά λύπης τα καθ’ εαυτόν· εκείνοι δε αφού παρέδωσαν εις τον Άγιον συστατικά γράμματα απέστειλαν αυτόν εις την Αλεξάνδρειαν. Τούτο μαθών ο της Ανατολής βασιλεύς Κωνστάντιος, όστις, απατηθείς, εφρόνει τα των Αρειανών, προστάσσει άρχοντα τινά, Συριανόν ονόματι, να μεταβή εις την Αλεξάνδρειαν και αφού θανατώση τον Άγιον, να αναβιβάση εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας κάποιον Γρηγόριον. Αλλ’ ο Αθανάσιος, διαφυγών τας χείρας του Συριανού, μετέβη πάλιν εις την Ρώμην προς τον Κώνσταντα. Ο Κώνστας τότε έγραψεν απειλητικώς προς τον αδελφόν του Κωνστάντιον, να αποκαταστήση εις τον θρόνον του τον Αθανάσιον, διότι εάν δεν πράξη τούτο, θέλει αποκαταστήσει αυτόν ο ίδιος δια των βασιλικών όπλων. Ταύτα τα γράμματα αφού έλαβεν ο Κωνστάντιος εφοβήθη και αποκατέστησεν, αν και ακουσίως, τον Αθανάσιον εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας. Όταν όμως μετ’ ολίγον απέθανεν ο Κώνστας, ανεκηρύθη δε αυτοκράτωρ ο Κωνστάντιος, απέστειλεν ανθρώπους ίνα συλλάβωσι τον Αθανάσιον. Τούτο προγνωρίσας ο Άγιος εξήλθε κρυφίως του Πατριαρχείου και κατέφυγεν εις γυναίκα τινά εστολισμένην με παρθενίαν και άλλας αρετάς, η οποία, μαθούσα την αιτίαν της φυγής του, εδέχθη αυτόν μετά χαράς και όχι μόνον τον υπηρέτει, αλλά και πάσαν άλλην περιποίησιν προσέφερεν εις τον Άγιον επί διάστημα εξ ολοκλήρων ετών. Ότε δε ο Κωνστάντιος ετελεύτησε και έγινε βασιλεύς ο παραβάτης Ιουλιανός, τότε εξήλθεν ευθύς ο Άγιος εκ της οικίας της παρθένου, κατά το μεσονύκτιον, και ευρέθη εν τω μέσω της Εκκλησίας. Πόσον δε εχάρησαν όλοι οι Αλεξανδρείς, όταν είδον τον Άγιον και πόσον έτρεχον και ηυχαρίστουν τον Θεόν, δεν είναι του παρόντος να είπω. Αλλά και ο Ιουλιανός, γενόμενος αυτοκράτωρ εν έτει τξα΄ (361), όλας μεν τας άλλας υποθέσεις ενόμισε δευτερευούσας, ως μόνην δε σοβαρωτέραν εθεώρησε το να εξώση τον Άγιον του θρόνου του, επί πλέον δε να του αφαιρέση και την ζωήν. Έστειλε λοιπόν ανθρώπους με την εντολήν να τον θανατώσωσιν. Αλλ’ αυτοί δεν εύρον τον Άγιον, διότι, εξελθών ούτος εν καιρώ νυκτός και πορευθείς εις τον ποταμόν Νείλον, εύρεν εκεί πλοιάριον, επί του οποίου, αφού επεβιβάσθη, μετέβη εις την Θηβαϊδα. Επειδή δε κατέφθασαν κατόπιν αυτού οι διώκται του, απατήσας αυτούς επέστρεψεν εις την Αλεξάνδρειαν, και εκρύπτετο εις αυτήν έως ου έζη ο Ιουλιανός. Αφού δε και αυτός ο κακός σφαγεύς κακώς ετελεύτησεν, έγινε βασιλεύς ο Ιοβιανός εν έτει τξγ΄ (363). Όμως ταχέως και αυτός ετελεύτησε, διότι εβασίλευσεν επτά μόνον μήνας και είκοσι δύο ημέρας, τούτον δε διεδέχθη ο βασιλεύς Ουαλεντιανός, διαμοιρασθείς την βασιλείαν μετά του αδελφού του Ουάλεντος εν έτει τξδ΄ (364). Και ο μεν Ουαλεντιανός εβασίλευσεν εις την Δύσιν, ο δε Ουάλης εις την Ανατολήν. Ούτος δε ο Ουάλης, επειδή έπιε μέχρι κορεσμού από τα θολερά νάματα του Αρείου, όλους μεν τους υπερασπιστάς των ορθών δογμάτων εβασάνιζε με διαφόρους τιμωρίας, ιδιαιτέρως δε δια τον Αθανάσιον κατέβαλε πάσαν σπουδήν και προθυμίαν να τον συλλάβη. Ταύτα μαθών ο Άγιος εκρύβη εντός του προγονικού του τάφου και ούτως εσώθη εκ των χειρών των φονέων. Επειδή δε ο Ουάλης ήκουσεν, ότι ο λαός των Αλεξανδρέων ωργίζετο κατ’ αυτού εξ αιτίας του Αθανασίου, δια τούτο ακουσίως αφήκε τον Αθανάσιον να έχη την προστασίαν της Αλεξανδρείας και ούτως ο μακάριος Αθανάσιος μετά πολλούς άθλους και εξορίας και μετά τοσούτους διωγμούς, τους οποίους υπέμεινε τεσσαράκοντα δύο ολόκληρα έτη, εις γήρας καλόν ετελείωσε την ζωήν του εν έτει τογ΄ (373) και απήλθε προς Κύριον.
Ο μέγας ούτος της αθανασίας επώνυμος Αθανάσιος, πατρίδα μεν είχε την Αίγυπτον, γονείς δε πλουσίους και εναρέτους, πλησίον των οποίων ανετρέφετο. Όταν δε ήτο μικρόν παιδίον συνανεστρέφετο με άλλα παιδία, τα οποία έπαιζον παρά την ακτήν της θαλάσσης. Έπαιζον δε ποτε το ακόλουθον παιγνίδιον· άλλα μεν παιδία προσεποιούντο τους Ιερείς και άλλα τους Διακόνους, τον δε Αθανάσιον εχειροτόνησαν Αρχιερέα, προσέφερον δε προς αυτόν βρέφη τινά αβάπτιστα ακόμη, τα οποία ο Αθανάσιος εβάπτιζεν εις το ύδωρ της θαλάσσης. Τούτο ιδών κατά τύχην ο Αλέξανδρος, ο της Αλεξανδρείας Αρχιεπίσκοπος, εθαύμασε μεν πολύ, προγνωρίσας δε δια του Αγίου Πνεύματος, ότι η χειροτονία αύτη του Αθανασίου ήτο προμήνυμα των πραγμάτων και αληθούς χειροτονίας, την οποίαν έμελλε να λάβη αργότερον, τα μεν παιδία δεν εβάπτισε δια δευτέραν φοράν, έχρισε δε μόνον αυτά με το Άγιον Μύρον και ούτω τα συνεπλήρωσε, τον δε Αθανάσιον παρέδωκεν εις ένα διδάσκαλον παιδαγωγόν, ίνα διδαχθή παρ’ αυτού τα ιερά γράμματα. Όταν δε ενηλικιώθη ο Άγιος, εχειροτονήθη Διάκονος υπό του Αρχιεπισκόπου τούτου της Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου. Ότε δε εν έτει τκε΄ (325), επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου, συνεκροτήθη εν Νικαία η Αγία Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, ο Αλέξανδρος παρέλαβε μεθ’ εαυτού εις Κωνσταντινούπολιν τον Αθανάσιον ως συνεργόν και βοηθόν του και μετ’ αυτού απεκήρυξε τους φρονούντας τα του Αρείου δυσσεβή και βλάσφημα φρονήματα. Μετά ταύτα δεν παρήλθε πολύς χρόνος, και απέθανεν ο Αλέξανδρος. Όθεν εγένετο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο μέγας ούτος Αθανάσιος, εν έτος μετά την Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, ήτοι εν έτει τκστ΄ (326). Οι περί τον αρειανόν όμως Επίσκοπον Ευσέβιον, μη υποφέροντες τον προβιβασμόν του θείου Αθανασίου, με τους δολερούς λόγους των έπεισαν τον Μέγαν Κωνσταντίνον να εκδιώξη του θρόνου τον Αθανάσιον. Όθεν εξώρισε τούτον εις την Γαλλίαν. Ολίγον μετά ταύτα ο Μέγας Κωνσταντίνος ετελεύτησεν, ο δε Αθανάσιος, μεταβάς εις Ρώμην, συνωμίλησε μετά του Κωνσταντίνου και λαβών γράμματα παρ’ αυτού, επανήλθεν εις την επαρχίαν του την Αλεξάνδρειαν. Τούτο μαθών ο Ευσέβιος και οι ομόφρονές του δεν ηδύναντο να ησυχάσωσι· δια τούτο πλάσαντες και συρράψαντες πρωτοφανείς συκοφαντίας, έπεισαν τον Κωνσταντίνον, τον δεύτερον υιόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, να συναθροίση σύνοδον εις την Τύρον και υπ’ αυτής να κριθή ο Αθανάσιος. Πολλά δε ήσαν τα εγκλήματα, τα οποία προέβαλον κατ’ αυτού οι Αρειανοί, αλλ’ εκ τούτων εν μόνον αναφέρομεν ενταύθα. Λαβόντες οι Αρειανοί χείρα νεκρού και ξηράναντες αυτήν, την έθεσαν εντός θήκης· έπειτα παρουσίασαν αυτήν εις την σύνοδον λέγοντες, ότι η χειρ αύτη είναι Αρσενίου τινός, τον οποίον έλεγον ότι εθανάτωσεν ο Αθανάσιος με μαγικόν τρόπον. Κατά θείαν δε πρόνοιαν, κατ’ εκείνας τας ημέρας ήλθεν εις Τύρον ο Αρσένιος, τον οποίον απέκρυπτον οι Αρειανοί, φοβούμενοι μήπως καταπέση η κατά του Αθανασίου συκοφαντία. Αλλ’ ο μέγας Αθανάσιος μαθών, ότι ευρίσκεται εκεί ο παρά των Αρειανών θρυλούμενος νεκρός Αρσένιος, συνήντησεν αυτόν και τον έπεισε να τον ακολουθήση και όταν έλθη η ημέρα κατά την οποίαν έμελλε να παρουσιασθή και να κριθή υπό της συνόδου ο Αθανάσιος, να παρουσιασθή και αυτός. Όταν λοιπόν ήλθεν η ωρισμένη ημέρα παρέλαβεν ο Άγιος μεθ’ εαυτού και τον Αρσένιον, ενδεδυμένον όμως με άλλα ενδύματα δια να μη γνωρισθή αμέσως, και μετέβη εις την σύνοδον. Κρινόμενος λοιπόν ο Αθανάσιος και κατηγορούμενος, ότι εφόνευσε τον Αρσένιον, ηρώτησε τους παρόντας εις την σύνοδον, εάν τις εξ αυτών γνωρίζη τον Αρσένιον. Όταν δε είπον πολλοί ότι τον γνωρίζουν, τότε παρουσίασεν αυτόν έμπροσθεν της συνόδου και ηρώτα αν αυτός είναι ο Αρσένιος. Οι δε γνωρίζοντες αυτόν απεκρίθησαν καταφατικώς. Έπειτα έδειξε τας δύο χείρας εκείνου και είπεν· «Ιδού η δεξιά χειρ, ιδού και η αριστερά, τας οποίας ελάβομεν παρά του Δημιουργού Θεού όλοι ημείς οι εκ του Αδάμ γεννηθέντες και ουδείς ας μη ζητή τρίτην χείρα του Αρσενίου». Καταισχυνθέντες εκ τούτου οι Αρειανοί, εξήλθον της συνόδου και παρώξυνον τον λαόν εις εξέγερσιν κατά του Αθανασίου. Τότε ο μακάριος Αθανάσιος εξήλθε κρυφίως της πόλεως της Τύρου και κατήλθεν εντός φρέατος σκοτεινού και ανύδρου, όπου εκρύβη επί εξ ολόκληρα έτη. Έπειτα, εξελθών εκείθεν, μετέβη εις την Δύσιν, της οποίας την εξουσίαν είχεν ο Κώνστας, ο τρίτος υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όθεν συναντήσας τον βασιλέα και τον τότε Πάπαν Ιούλιον τον Α΄ διηγείτο μετά λύπης τα καθ’ εαυτόν· εκείνοι δε αφού παρέδωσαν εις τον Άγιον συστατικά γράμματα απέστειλαν αυτόν εις την Αλεξάνδρειαν. Τούτο μαθών ο της Ανατολής βασιλεύς Κωνστάντιος, όστις, απατηθείς, εφρόνει τα των Αρειανών, προστάσσει άρχοντα τινά, Συριανόν ονόματι, να μεταβή εις την Αλεξάνδρειαν και αφού θανατώση τον Άγιον, να αναβιβάση εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας κάποιον Γρηγόριον. Αλλ’ ο Αθανάσιος, διαφυγών τας χείρας του Συριανού, μετέβη πάλιν εις την Ρώμην προς τον Κώνσταντα. Ο Κώνστας τότε έγραψεν απειλητικώς προς τον αδελφόν του Κωνστάντιον, να αποκαταστήση εις τον θρόνον του τον Αθανάσιον, διότι εάν δεν πράξη τούτο, θέλει αποκαταστήσει αυτόν ο ίδιος δια των βασιλικών όπλων. Ταύτα τα γράμματα αφού έλαβεν ο Κωνστάντιος εφοβήθη και αποκατέστησεν, αν και ακουσίως, τον Αθανάσιον εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας. Όταν όμως μετ’ ολίγον απέθανεν ο Κώνστας, ανεκηρύθη δε αυτοκράτωρ ο Κωνστάντιος, απέστειλεν ανθρώπους ίνα συλλάβωσι τον Αθανάσιον. Τούτο προγνωρίσας ο Άγιος εξήλθε κρυφίως του Πατριαρχείου και κατέφυγεν εις γυναίκα τινά εστολισμένην με παρθενίαν και άλλας αρετάς, η οποία, μαθούσα την αιτίαν της φυγής του, εδέχθη αυτόν μετά χαράς και όχι μόνον τον υπηρέτει, αλλά και πάσαν άλλην περιποίησιν προσέφερεν εις τον Άγιον επί διάστημα εξ ολοκλήρων ετών. Ότε δε ο Κωνστάντιος ετελεύτησε και έγινε βασιλεύς ο παραβάτης Ιουλιανός, τότε εξήλθεν ευθύς ο Άγιος εκ της οικίας της παρθένου, κατά το μεσονύκτιον, και ευρέθη εν τω μέσω της Εκκλησίας. Πόσον δε εχάρησαν όλοι οι Αλεξανδρείς, όταν είδον τον Άγιον και πόσον έτρεχον και ηυχαρίστουν τον Θεόν, δεν είναι του παρόντος να είπω. Αλλά και ο Ιουλιανός, γενόμενος αυτοκράτωρ εν έτει τξα΄ (361), όλας μεν τας άλλας υποθέσεις ενόμισε δευτερευούσας, ως μόνην δε σοβαρωτέραν εθεώρησε το να εξώση τον Άγιον του θρόνου του, επί πλέον δε να του αφαιρέση και την ζωήν. Έστειλε λοιπόν ανθρώπους με την εντολήν να τον θανατώσωσιν. Αλλ’ αυτοί δεν εύρον τον Άγιον, διότι, εξελθών ούτος εν καιρώ νυκτός και πορευθείς εις τον ποταμόν Νείλον, εύρεν εκεί πλοιάριον, επί του οποίου, αφού επεβιβάσθη, μετέβη εις την Θηβαϊδα. Επειδή δε κατέφθασαν κατόπιν αυτού οι διώκται του, απατήσας αυτούς επέστρεψεν εις την Αλεξάνδρειαν, και εκρύπτετο εις αυτήν έως ου έζη ο Ιουλιανός. Αφού δε και αυτός ο κακός σφαγεύς κακώς ετελεύτησεν, έγινε βασιλεύς ο Ιοβιανός εν έτει τξγ΄ (363). Όμως ταχέως και αυτός ετελεύτησε, διότι εβασίλευσεν επτά μόνον μήνας και είκοσι δύο ημέρας, τούτον δε διεδέχθη ο βασιλεύς Ουαλεντιανός, διαμοιρασθείς την βασιλείαν μετά του αδελφού του Ουάλεντος εν έτει τξδ΄ (364). Και ο μεν Ουαλεντιανός εβασίλευσεν εις την Δύσιν, ο δε Ουάλης εις την Ανατολήν. Ούτος δε ο Ουάλης, επειδή έπιε μέχρι κορεσμού από τα θολερά νάματα του Αρείου, όλους μεν τους υπερασπιστάς των ορθών δογμάτων εβασάνιζε με διαφόρους τιμωρίας, ιδιαιτέρως δε δια τον Αθανάσιον κατέβαλε πάσαν σπουδήν και προθυμίαν να τον συλλάβη. Ταύτα μαθών ο Άγιος εκρύβη εντός του προγονικού του τάφου και ούτως εσώθη εκ των χειρών των φονέων. Επειδή δε ο Ουάλης ήκουσεν, ότι ο λαός των Αλεξανδρέων ωργίζετο κατ’ αυτού εξ αιτίας του Αθανασίου, δια τούτο ακουσίως αφήκε τον Αθανάσιον να έχη την προστασίαν της Αλεξανδρείας και ούτως ο μακάριος Αθανάσιος μετά πολλούς άθλους και εξορίας και μετά τοσούτους διωγμούς, τους οποίους υπέμεινε τεσσαράκοντα δύο ολόκληρα έτη, εις γήρας καλόν ετελείωσε την ζωήν του εν έτει τογ΄ (373) και απήλθε προς Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου