Βασιλίσκος ο Άγιος Μάρτυς κατήγετο εκ
τινος κώμης της εν τω Ευξείνω Πόντω Αμασείας, Χουμιαλά ονομαζομένης, ήκμασε δε
κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄
- τε΄ (284 – 305) και των διαδόχων αυτού. Κατ’ εκείνον τον καιρόν απεστάλη υπό
του τότε βασιλέως εις την Ανατολήν ηγεμών ο Αγρίππας, αντί του μέχρι τότε
ηγεμονεύσαντος Ασκληπιοδότου δια να τιμωρήση και να διώξη τους Χριστιανούς.
Ευθύς δε ως ο Αγρίππας έφθασεν εις τα Κόμανα της Καππαδοκίας, ανέκρινε και
ετιμώρει τους Χριστιανούς.
Ο δε Άγιος Βασιλίσκος, όστις ήτο ανεψιός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος, είχεν εξέλθει πρότερον εις τον αγώνα του Μαρτυρίου και ηγωνίσθη μετά των Αγίων Ευτροπίου και Κλεονίκου, των συστρατιωτών του θείου του, Αγίου Θεοδώρου. Επειδή δε εκείνοι ετελειώθησαν εις το Μαρτύριον, ο δε Άγιος ούτος έμεινε κεκλεισμένος εν τη φυλακή, ένεκα τούτου είχε διακαή πόθον να τελειώση τον δρόμον του Μαρτυρίου. Όθεν ηξιώθη της επιφανείας του Θεού, διατάξαντος αυτόν να μεταβή πρώτον, ίνα αποχαιρετήση τους συγγενείς του και κατόπιν να μεταβή εις τα Κόμανα της Καππαδοκίας δια να μαρτυρήση εκεί υπέρ της ευσεβείας. Ελευθερωθείς λοιπόν ο Άγιος εκ της φυλακής υπό των στρατιωτών, μετέβη μετ’ αυτών εις τον οίκον του, όπου, αφού εχαιρέτισε τους συγγενείς του, εκατήχησεν αυτούς δια των λόγων της ευσεβείας και παρέμεινεν εκεί μετ’ αυτών. Επειδή δε εζητήθη ο Άγιος εις την φυλακήν και δεν ανευρέθη, ωργίσθη ο ηγεμών και διέταξεν όπου εύρωσιν αυτόν να τον δέσωσι δια δύο αλύσεων και να κλείσωσι τους πόδας του εντός σιδηρών υποδημάτων, εις τα οποία να έχωσιν εμπήξει καρφία. Να τον οδηγήσωσι δε εις το κριτήριον, εξαναγκάζοντες αυτόν καθ’ οδόν να βιάζεται. Όθεν οι απεσταλμένοι, ευρόντες και συλλαβόντες τον Άγιον, τον έσυρον βιαίως, τα δε καρφία των υποδημάτων, τα οποία του εφόρεσαν, τόσον βαθέως ενεπήχθησαν εις τους πόδας του, ώστε ετρύπησαν και τα οστά, άπασα δε η γη από την οποίαν διήλθεν εβάφη με αίμα. Όταν δε οι φέροντες αυτόν στρατιώται έφθασαν εις κώμην ονομαζομένην Δακνών εφιλοξενήθησαν εις τον οίκον γυναικός τινός, Τραϊανής ονόματι, κατά το διάστημα δε της εκεί παραμονής των έδεσαν τον Άγιον εις ξηράν τινα παρακειμένην πλάτανον και εκάθησαν δια να δειπνήσωσιν. Ο δε Άγιος, ως έμεινε μόνος, ήρχισε να προσεύχεται. Και τότε, ω του θαύματος! η ξηρά πλάτανος εβλάστησε φύλλα και πηγή ανέβλυσεν εις την ρίζαν αυτής, ήτις σώζεται μέχρι σήμερον, αναβλύζουσα ύδωρ αενάως. Το θαύμα τούτο ιδόντες οι κάτοικοι του χωρίου εκείνου προσέτρεξαν και συνωθούντο, διαγωνιζόμενοι τις πρώτος να εγγίση το ένδυμα του Αγίου. Ιδούσα δε και η Τραϊανή τα γενόμενα σημεία, επίστευσεν εις τον Χριστόν μεθ’ όλου του οίκου της. Τότε και δαιμονιζομένους έφεραν εκεί, τους οποίους ο Άγιος, δια της θείας Χάριτος, εθεράπευσε και άλλα πολλά θαυμάσια ετέλεσεν. Όθεν, όχι μόνον οι εγχώριοι, αλλά και αυτοί οι στρατιώται, οίτινες συνώδευον τον Άγιον, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Ούτω τον μεν Άγιον έλυσαν εκ των αλύσεων, αυτοί δε αλύτως εδέθησαν εις την Πίστιν του Χριστού. Μετά ταύτα ανεχώρησαν εκείθεν συνοδεύοντες τον Άγιον. Εις όσους τόπους δε διήρχοντο εθαυματούργει ο Άγιος, δια να επιστρέψουν τα έθνη προς Κύριον. Ως δε έφθασαν εις άλλο χωρίον, οι στρατιώται ήθελον να φάγουν. Είπον λοιπόν εις τον Μάρτυρα· «Ιδού, ημείς πολλάκις εσθίομεν και συ, δούλε του Θεού, έχεις τρεις ημέρας όπου δεν έφαγες τίποτε». Ο Άγιος τότε απεκρίθη προς αυτούς· «Εγώ, αδελφοί μου, εχορτάσθην εξ αφθάρτων βρωμάτων και δεν επιθυμώ τροφάς φθαρτάς. Σας, τρέφει ο άρτος και ευφραίνει ο οίνος, εμέ δε η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος. Σεις αγαπάτε τον χρυσόν και εγώ τον Χριστόν. Σεις υπηρετείτε άρχοντα πρόσκαιρον και εγώ Βασιλέα αιώνιον, όστις θέλει προσκαλέσει ημάς κατά την ημέραν της Κρίσεως εις ζωήν αιώνιον, λέγων· «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν Βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (Ματθ. κε:34). Ταύτα δε ειπών ο Άγιος προς τους στρατιώτας δεν εδέχθη να λάβη ουδεμίαν τροφήν. Την επομένην έφθασαν εις τα Κόμανα, εις τα οποία είχε φθάσει πρότερον ο ηγεμών και ειδοποίησαν αυτόν ότι έφεραν τον Βασιλίσκον. Τότε ο ηγεμών προσέταξε να οδηγήσουν αυτόν ευθύς εις τον ναόν του Απόλλωνος, ίνα θυσιάση εις τα είδωλα και αν δεν υπακούση, να τον θανατώσουν συντόμως. Παρέλαβον λοιπόν αυτόν άλλοι στρατιώται και τον συνεβούλευον να μη προσκυνή ακρίτως, ως αυτοί ενόμιζον, Θεόν, όστις δεν φαίνεται. Απεκρίθη δε προς αυτους ο Άγιος· «Εγώ δεν πιστεύω ακρίτως εις τον Θεόν μου, αλλά με βαθείαν κρίσιν πιστεύω αδιστάκτως εις Αυτόν και γνωρίζω, ότι ο Θεός μου είναι κατά την Θεότητα αόρατος, αλλά δια του νοός σκεπτόμενοι, όσον δυνάμεθα, εννοώμεν Αυτόν, τον τελούντα μεγάλα θαυμάσια. Εάν δεν με πιστεύετε, ερωτήσατε τους στρατιώτας, οίτινες με έφερον, πόσα σημεία ετέλεσεν ο Δεσπότης Χριστός εις εμέ, ίνα ούτω μάθητε την αλήθειαν». τότε οι στρατιώται εκείνοι ωμολόγουν λέγοντες· «Αληθώς φοβεράς δυνάμεις και εξαίσια θαύματα είδομεν εις αυτόν κατά την οδοιπορίαν». Ακολούθως οι στρατιώται έφεραν τον Άγιον Βασιλίσκον προ του ηγεμόνος, όστις ηρώτησεν αυτόν· «Συ είσαι ο Βασιλίσκος ο περιβόητος»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ είμαι ο ταπεινός Βασιλίσκος». Είπεν εν οργή ο ηγεμών· «Διατί λοιπόν δεν θυσιάζεις εις τους θεούς κατά το βασιλικόν πρόσταγμα»; Απήντησεν ο Άγιος· «Τις σου είπεν ότι δεν θυσιάζω; Εγώ θύω εις τον Θεόν θυσίαν αινέσεως και εξομολογήσεως». Ο ηγεμών τότε, ταύτα ακούσας, εχάρη πολύ, νομίζων ότι ηννόει τους θεούς του. Ο δε Άγιος, πλησιάσας εις τον βωμόν, ηρώτησε τους ιερείς πως ωνομάζετο ο θεός των. Εκείνοι δε είπον· «Απόλλων». Και ο Άγιος συνεπλήρωσεν· «Η επωνυμία του θεού σας σημαίνει την απώλειαν εκείνων, οίτινες πιστεύουσιν εις αυτόν. Διότι όσοι τον προσκυνούσιν, απόλλυνται αιωνίως». Λέγει ο ηγεμών· «Και ο Θεός σου πως ονομάζεται»; Απήντησεν ο Άγιος· «Εκείνος είναι ανέκφραστος, ακατάληπτος και αόρατος». Λέγει ο ηγεμών· «Λοιπόν ο Θεός σου δεν έχει όνομα»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Καλείται Παντοκράτωρ, Κύριος και παμβασιλεύς Σαβαώθ και Ων, Αδωναϊ, Σωτήρ, εύσπλαγχνος, ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος. Προς Αυτόν εγώ προσφέρω θυσίαν αινέσεως». Τότε ο ηγεμών είπεν· «Εις όποιον θεόν θέλεις θυσίασον, μόνον μη μας ενοχλής με την φιλοσοφίαν σου». Υψώσας τότε ο Άγιος τας χείρας και τα όμματα προς τον ουρανόν, προσηυχήθη ούτως· «Ο Παντοκράτωρ Θεός, ο μόνος αγαθός και εύσπλαγχνος, ο επακούων πάντων των πιστών Σου, δείξον την αγαθότητά Σου και προς εμέ τον ανάξιον. Ως δε έπλασες τον άνθρωπον και εμόρφωσας και ενεφύσησας εις αυτόν Πνεύμα Άγιον, Αυτός, Κύριε, επάκουσον και νυν της δεήσεως μου και κίνησον το κωφόν και αναίσθητον είδωλον, συντριψον αυτό, διασκόρπισον την μιαράν θυσίαν των ειδωλολατρών και δείξον εις αυτούς ότι Συ είσαι μόνος Θεός και ευλογητός εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Ως δε ταύτα προσηυχήθη, κατήλθεν εξ ουρανού πυρ, όπερ κατέκαυσε τον ναόν και συντρίψαν το είδωλον του ψευδωνύμου θεού ως άμμον διεσκόρπισε. Βλέπων ο ηγεμών το γενόμενον, εξήλθε του ναού, ενώ άπασα η πόλις κατεταράχθη εκ του φόβου. Ο δε Άγιος, έσωθεν ιστάμενος, έψαλλε λέγων· «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού…» (Ψαλμ. ξζ΄ 1). Όταν συνήλθεν εκ του φόβου ο ηγεμών εθυμώθη σφόδρα κατά του Μάρτυρος και τρίζων τους οδόντας επρόσταξε τους στρατιώτας να εκδιώξουν τούτον εκ του ναού, φωνάζων προς αυτόν· «Ειπέ μου, ανόητε και της των θεών ευμενείας αλλότριε, διατί άλλα είπες και άλλα έκαμες; Έλεγες, ότι θα θυσιάσης, αντί όμως τούτου έφερες πυρ δια της μαγείας σου και κατέκαυσες τον ναόν και τον θεόν, πάντολμε; Εάν δεν ήσουν μάγος, θα έκαιε βεβαίως και σε το πυρ, καθώς έμελλε να καύση και ημάς εάν δεν εφεύγομεν. Αλλά συ, έχων πεποίθησιν εις την μαντικήν σου τέχνην, έμεινες εντός του ναού ατάραχος νομίζων ότι θα διαφύγης των χειρών μου. Λοιπόν ομολόγησον τας κακουργίας σου και θυσίασον, δια να σε απολύσω». Αλλ’ εις ταύτα ο Άγιος απήντησεν· «Εγώ δεν προσκυνώ βδελύγματα άψυχα, αλλά τον Θεόν μου τον επουράνιον. Τα δε σημεία, τα οποία είδες, δεν είναι μαγείαι, καθώς συ νομίζεις τόσον ανοήτως, αλλ’ η δύναμις του Θεού μου ενήργησε ταύτα προς αισχύνην σας, δια να ελέγξη την πλάνην των ματαίων θεών σας, τους οποίους προσκυνούντες σεις οι άφρονες υπάγετε εις απώλειαν αιώνιον. Όχι δε μόνον ταύτα, αλλά και περισσότερα σημεία τελεί ο ιδικός μας Θεός, ως τα πάντα δυνάμενος, οπόταν παρακαλέσωμεν Αυτόν μετά πίστεως ημείς οι δούλοι Αυτού. Επειδή λοιπόν εβεβαιώθης, ότι εγώ δεν υπακούω εις τοιαύτας εντολάς ούτε λογίζομαι τα περί του ζητήματος τούτου βασιλικά προστάγματα, πράξον ό,τι θέλεις δια να μη χάνωμεν τον καιρόν ανωφελώς». Ιδών τότε ο άρχων το αμετάθετον της γνώμης του Αγίου, εξέδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν. Όθεν οι δήμιοι παρέλαβον αυτόν δια να τον θανατώσουν έξω της πόλεως. Ευθύς δε ως έφθασαν εις τόπον τινά Διοσκόρου καλούμενον, έκοψαν την τιμίαν αυτού κεφαλήν εις τας κβ΄ (22) του μηνός Μαϊου. Και ο μεν παράνομος τύραννος επρόσταξε να ρίψουν το τίμιον αυτού και σεβάσμιον Λείψανον εις έρημον τόπον, άνθρωπος δε τις φιλόχριστος, Μαρίνος ονόματι, έδωκεν εις τους στρατιώτας χρήματα πολλά και παρέλαβε το άγιον Λείψανον. Οικοδομήσας δε Ναόν εις τα Κόμανα ενεταφίασε τούτο εκεί εντίμως. Εντός δε του Ναού τούτου γίνονται πολλά και μεγάλα θαυμάσια, δια πρεσβειών του Αγίου Μάρτυρος Βασιλίσκου, Χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· Ω η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ο δε Άγιος Βασιλίσκος, όστις ήτο ανεψιός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος, είχεν εξέλθει πρότερον εις τον αγώνα του Μαρτυρίου και ηγωνίσθη μετά των Αγίων Ευτροπίου και Κλεονίκου, των συστρατιωτών του θείου του, Αγίου Θεοδώρου. Επειδή δε εκείνοι ετελειώθησαν εις το Μαρτύριον, ο δε Άγιος ούτος έμεινε κεκλεισμένος εν τη φυλακή, ένεκα τούτου είχε διακαή πόθον να τελειώση τον δρόμον του Μαρτυρίου. Όθεν ηξιώθη της επιφανείας του Θεού, διατάξαντος αυτόν να μεταβή πρώτον, ίνα αποχαιρετήση τους συγγενείς του και κατόπιν να μεταβή εις τα Κόμανα της Καππαδοκίας δια να μαρτυρήση εκεί υπέρ της ευσεβείας. Ελευθερωθείς λοιπόν ο Άγιος εκ της φυλακής υπό των στρατιωτών, μετέβη μετ’ αυτών εις τον οίκον του, όπου, αφού εχαιρέτισε τους συγγενείς του, εκατήχησεν αυτούς δια των λόγων της ευσεβείας και παρέμεινεν εκεί μετ’ αυτών. Επειδή δε εζητήθη ο Άγιος εις την φυλακήν και δεν ανευρέθη, ωργίσθη ο ηγεμών και διέταξεν όπου εύρωσιν αυτόν να τον δέσωσι δια δύο αλύσεων και να κλείσωσι τους πόδας του εντός σιδηρών υποδημάτων, εις τα οποία να έχωσιν εμπήξει καρφία. Να τον οδηγήσωσι δε εις το κριτήριον, εξαναγκάζοντες αυτόν καθ’ οδόν να βιάζεται. Όθεν οι απεσταλμένοι, ευρόντες και συλλαβόντες τον Άγιον, τον έσυρον βιαίως, τα δε καρφία των υποδημάτων, τα οποία του εφόρεσαν, τόσον βαθέως ενεπήχθησαν εις τους πόδας του, ώστε ετρύπησαν και τα οστά, άπασα δε η γη από την οποίαν διήλθεν εβάφη με αίμα. Όταν δε οι φέροντες αυτόν στρατιώται έφθασαν εις κώμην ονομαζομένην Δακνών εφιλοξενήθησαν εις τον οίκον γυναικός τινός, Τραϊανής ονόματι, κατά το διάστημα δε της εκεί παραμονής των έδεσαν τον Άγιον εις ξηράν τινα παρακειμένην πλάτανον και εκάθησαν δια να δειπνήσωσιν. Ο δε Άγιος, ως έμεινε μόνος, ήρχισε να προσεύχεται. Και τότε, ω του θαύματος! η ξηρά πλάτανος εβλάστησε φύλλα και πηγή ανέβλυσεν εις την ρίζαν αυτής, ήτις σώζεται μέχρι σήμερον, αναβλύζουσα ύδωρ αενάως. Το θαύμα τούτο ιδόντες οι κάτοικοι του χωρίου εκείνου προσέτρεξαν και συνωθούντο, διαγωνιζόμενοι τις πρώτος να εγγίση το ένδυμα του Αγίου. Ιδούσα δε και η Τραϊανή τα γενόμενα σημεία, επίστευσεν εις τον Χριστόν μεθ’ όλου του οίκου της. Τότε και δαιμονιζομένους έφεραν εκεί, τους οποίους ο Άγιος, δια της θείας Χάριτος, εθεράπευσε και άλλα πολλά θαυμάσια ετέλεσεν. Όθεν, όχι μόνον οι εγχώριοι, αλλά και αυτοί οι στρατιώται, οίτινες συνώδευον τον Άγιον, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Ούτω τον μεν Άγιον έλυσαν εκ των αλύσεων, αυτοί δε αλύτως εδέθησαν εις την Πίστιν του Χριστού. Μετά ταύτα ανεχώρησαν εκείθεν συνοδεύοντες τον Άγιον. Εις όσους τόπους δε διήρχοντο εθαυματούργει ο Άγιος, δια να επιστρέψουν τα έθνη προς Κύριον. Ως δε έφθασαν εις άλλο χωρίον, οι στρατιώται ήθελον να φάγουν. Είπον λοιπόν εις τον Μάρτυρα· «Ιδού, ημείς πολλάκις εσθίομεν και συ, δούλε του Θεού, έχεις τρεις ημέρας όπου δεν έφαγες τίποτε». Ο Άγιος τότε απεκρίθη προς αυτούς· «Εγώ, αδελφοί μου, εχορτάσθην εξ αφθάρτων βρωμάτων και δεν επιθυμώ τροφάς φθαρτάς. Σας, τρέφει ο άρτος και ευφραίνει ο οίνος, εμέ δε η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος. Σεις αγαπάτε τον χρυσόν και εγώ τον Χριστόν. Σεις υπηρετείτε άρχοντα πρόσκαιρον και εγώ Βασιλέα αιώνιον, όστις θέλει προσκαλέσει ημάς κατά την ημέραν της Κρίσεως εις ζωήν αιώνιον, λέγων· «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν Βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (Ματθ. κε:34). Ταύτα δε ειπών ο Άγιος προς τους στρατιώτας δεν εδέχθη να λάβη ουδεμίαν τροφήν. Την επομένην έφθασαν εις τα Κόμανα, εις τα οποία είχε φθάσει πρότερον ο ηγεμών και ειδοποίησαν αυτόν ότι έφεραν τον Βασιλίσκον. Τότε ο ηγεμών προσέταξε να οδηγήσουν αυτόν ευθύς εις τον ναόν του Απόλλωνος, ίνα θυσιάση εις τα είδωλα και αν δεν υπακούση, να τον θανατώσουν συντόμως. Παρέλαβον λοιπόν αυτόν άλλοι στρατιώται και τον συνεβούλευον να μη προσκυνή ακρίτως, ως αυτοί ενόμιζον, Θεόν, όστις δεν φαίνεται. Απεκρίθη δε προς αυτους ο Άγιος· «Εγώ δεν πιστεύω ακρίτως εις τον Θεόν μου, αλλά με βαθείαν κρίσιν πιστεύω αδιστάκτως εις Αυτόν και γνωρίζω, ότι ο Θεός μου είναι κατά την Θεότητα αόρατος, αλλά δια του νοός σκεπτόμενοι, όσον δυνάμεθα, εννοώμεν Αυτόν, τον τελούντα μεγάλα θαυμάσια. Εάν δεν με πιστεύετε, ερωτήσατε τους στρατιώτας, οίτινες με έφερον, πόσα σημεία ετέλεσεν ο Δεσπότης Χριστός εις εμέ, ίνα ούτω μάθητε την αλήθειαν». τότε οι στρατιώται εκείνοι ωμολόγουν λέγοντες· «Αληθώς φοβεράς δυνάμεις και εξαίσια θαύματα είδομεν εις αυτόν κατά την οδοιπορίαν». Ακολούθως οι στρατιώται έφεραν τον Άγιον Βασιλίσκον προ του ηγεμόνος, όστις ηρώτησεν αυτόν· «Συ είσαι ο Βασιλίσκος ο περιβόητος»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ είμαι ο ταπεινός Βασιλίσκος». Είπεν εν οργή ο ηγεμών· «Διατί λοιπόν δεν θυσιάζεις εις τους θεούς κατά το βασιλικόν πρόσταγμα»; Απήντησεν ο Άγιος· «Τις σου είπεν ότι δεν θυσιάζω; Εγώ θύω εις τον Θεόν θυσίαν αινέσεως και εξομολογήσεως». Ο ηγεμών τότε, ταύτα ακούσας, εχάρη πολύ, νομίζων ότι ηννόει τους θεούς του. Ο δε Άγιος, πλησιάσας εις τον βωμόν, ηρώτησε τους ιερείς πως ωνομάζετο ο θεός των. Εκείνοι δε είπον· «Απόλλων». Και ο Άγιος συνεπλήρωσεν· «Η επωνυμία του θεού σας σημαίνει την απώλειαν εκείνων, οίτινες πιστεύουσιν εις αυτόν. Διότι όσοι τον προσκυνούσιν, απόλλυνται αιωνίως». Λέγει ο ηγεμών· «Και ο Θεός σου πως ονομάζεται»; Απήντησεν ο Άγιος· «Εκείνος είναι ανέκφραστος, ακατάληπτος και αόρατος». Λέγει ο ηγεμών· «Λοιπόν ο Θεός σου δεν έχει όνομα»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Καλείται Παντοκράτωρ, Κύριος και παμβασιλεύς Σαβαώθ και Ων, Αδωναϊ, Σωτήρ, εύσπλαγχνος, ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος. Προς Αυτόν εγώ προσφέρω θυσίαν αινέσεως». Τότε ο ηγεμών είπεν· «Εις όποιον θεόν θέλεις θυσίασον, μόνον μη μας ενοχλής με την φιλοσοφίαν σου». Υψώσας τότε ο Άγιος τας χείρας και τα όμματα προς τον ουρανόν, προσηυχήθη ούτως· «Ο Παντοκράτωρ Θεός, ο μόνος αγαθός και εύσπλαγχνος, ο επακούων πάντων των πιστών Σου, δείξον την αγαθότητά Σου και προς εμέ τον ανάξιον. Ως δε έπλασες τον άνθρωπον και εμόρφωσας και ενεφύσησας εις αυτόν Πνεύμα Άγιον, Αυτός, Κύριε, επάκουσον και νυν της δεήσεως μου και κίνησον το κωφόν και αναίσθητον είδωλον, συντριψον αυτό, διασκόρπισον την μιαράν θυσίαν των ειδωλολατρών και δείξον εις αυτούς ότι Συ είσαι μόνος Θεός και ευλογητός εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Ως δε ταύτα προσηυχήθη, κατήλθεν εξ ουρανού πυρ, όπερ κατέκαυσε τον ναόν και συντρίψαν το είδωλον του ψευδωνύμου θεού ως άμμον διεσκόρπισε. Βλέπων ο ηγεμών το γενόμενον, εξήλθε του ναού, ενώ άπασα η πόλις κατεταράχθη εκ του φόβου. Ο δε Άγιος, έσωθεν ιστάμενος, έψαλλε λέγων· «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού…» (Ψαλμ. ξζ΄ 1). Όταν συνήλθεν εκ του φόβου ο ηγεμών εθυμώθη σφόδρα κατά του Μάρτυρος και τρίζων τους οδόντας επρόσταξε τους στρατιώτας να εκδιώξουν τούτον εκ του ναού, φωνάζων προς αυτόν· «Ειπέ μου, ανόητε και της των θεών ευμενείας αλλότριε, διατί άλλα είπες και άλλα έκαμες; Έλεγες, ότι θα θυσιάσης, αντί όμως τούτου έφερες πυρ δια της μαγείας σου και κατέκαυσες τον ναόν και τον θεόν, πάντολμε; Εάν δεν ήσουν μάγος, θα έκαιε βεβαίως και σε το πυρ, καθώς έμελλε να καύση και ημάς εάν δεν εφεύγομεν. Αλλά συ, έχων πεποίθησιν εις την μαντικήν σου τέχνην, έμεινες εντός του ναού ατάραχος νομίζων ότι θα διαφύγης των χειρών μου. Λοιπόν ομολόγησον τας κακουργίας σου και θυσίασον, δια να σε απολύσω». Αλλ’ εις ταύτα ο Άγιος απήντησεν· «Εγώ δεν προσκυνώ βδελύγματα άψυχα, αλλά τον Θεόν μου τον επουράνιον. Τα δε σημεία, τα οποία είδες, δεν είναι μαγείαι, καθώς συ νομίζεις τόσον ανοήτως, αλλ’ η δύναμις του Θεού μου ενήργησε ταύτα προς αισχύνην σας, δια να ελέγξη την πλάνην των ματαίων θεών σας, τους οποίους προσκυνούντες σεις οι άφρονες υπάγετε εις απώλειαν αιώνιον. Όχι δε μόνον ταύτα, αλλά και περισσότερα σημεία τελεί ο ιδικός μας Θεός, ως τα πάντα δυνάμενος, οπόταν παρακαλέσωμεν Αυτόν μετά πίστεως ημείς οι δούλοι Αυτού. Επειδή λοιπόν εβεβαιώθης, ότι εγώ δεν υπακούω εις τοιαύτας εντολάς ούτε λογίζομαι τα περί του ζητήματος τούτου βασιλικά προστάγματα, πράξον ό,τι θέλεις δια να μη χάνωμεν τον καιρόν ανωφελώς». Ιδών τότε ο άρχων το αμετάθετον της γνώμης του Αγίου, εξέδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν. Όθεν οι δήμιοι παρέλαβον αυτόν δια να τον θανατώσουν έξω της πόλεως. Ευθύς δε ως έφθασαν εις τόπον τινά Διοσκόρου καλούμενον, έκοψαν την τιμίαν αυτού κεφαλήν εις τας κβ΄ (22) του μηνός Μαϊου. Και ο μεν παράνομος τύραννος επρόσταξε να ρίψουν το τίμιον αυτού και σεβάσμιον Λείψανον εις έρημον τόπον, άνθρωπος δε τις φιλόχριστος, Μαρίνος ονόματι, έδωκεν εις τους στρατιώτας χρήματα πολλά και παρέλαβε το άγιον Λείψανον. Οικοδομήσας δε Ναόν εις τα Κόμανα ενεταφίασε τούτο εκεί εντίμως. Εντός δε του Ναού τούτου γίνονται πολλά και μεγάλα θαυμάσια, δια πρεσβειών του Αγίου Μάρτυρος Βασιλίσκου, Χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· Ω η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου