Συμεών ο Όσιος Πατήρ ημών ο Θαυμαστορείτης ήκμασε κατά τους χρόνους του
βασιλέως Ιουστίνου Β΄ του βασιλεύσαντος κατά τα έτη φξε΄ - φοη΄ (565 – 578). Τούτον ο Κύριος ηυδόκησε να
γεννηθή, δια να έχωμεν όχι μόνον πρεσβευτήν και μεσίτην παρά Θεώ, αλλ’ ιατρόν
ψυχών και σωμάτων, τύπον δε του ερημητικού βίου και παράδειγμα φιλοσοφίας
πατρικής. Διότι εκ της βρεφικής αυτού ηλικίας ηκολούθησε την αρετήν, εκ μειρακίου
την άσκησιν και ούτω, εκ νεαράς ηλικίας μέχρι θανάτου, και θείων οραμάτων
κατέστη άξιος και της χάριτος των θαυμάτων απήλαυσε.
Ας διηγηθώμεν όθεν δια της μικράς μας δυνάμεως τον βίον αυτού και τα κατορθώματα, επικαλούμενοι εις βοήθειαν τον κοινόν ημών Δεσπότην και τας πρεσβείας του Οσίου Συμεών. Άνθρωπός τις, νέος την ηλικίαν, Ιωάννης ονόματι, καταγόμενος από την Έδεσσαν της Μεσοποταμίας, μετέβη, μετά των γονέων του, μυροποιών την τέχνην, ίνα κατοικήση εις Αντιόχειαν. Θέλοντες δε να υπανδρεύσουν τον υιόν των, εύρον κόρην ωραίαν, Μάρθαν ονόματι, μεθ’ ης υπάνδρευσαν αυτόν. Η Μάρθα ήτο πολύ ευλαβής και τακτικώς μετέβαινεν εις τον Ναόν του θείου Προδρόμου, ίνα προσεύχεται, αλλά και μετά τον γάμον της διετήρησε την συνήθειάν της ταύτην. Νηστεύουσα δε παρεκάλει τον Δεσπότην, όπως δια πρεσβειών του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου δωρήση εις αυτήν τέκνον, το οποίον, ευθύς ως ήθελε γεννηθή, υπέσχετο να αφιερώση εις τον θείον Πρόδρομον. Ούτω προσευχομένη νύκτα τινά είδεν εν οπτασία τον Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον, λέγοντα· «Έχε θάρρος, γύναι, διότι εισηκούσθη η δέησίς σου. Και ως σημείον λάβε τούτο το ευώδες θυμίαμα και θυμίασε πολλάκις τον οίκον μου». Ευθύς ως εξύπνησεν η γυνή, περιχαρής και έμφοβος, βλέπει εις την δεξιάν της χείρα βώλον εξαισίου θυμιάματος, ω της Σης αγαθότητος Χριστέ! Όθεν, πεσούσα κατά γης, ηυχαρίστει μετά δακρύων τον Κύριον. Ως δε εξημέρωσεν, έθεσε το θυμίαμα επί του θυμιατηρίου και μεταβάσα εις τον Ναόν εθυμίασε τούτον. Τόσον δε εξαίρετον ευωδίαν απέπνεε το θυμίαμα εκείνο, ώστε οι παριστάμενοι εξεπλήσσοντο, επειδή ηννόουν, ότι η ευωδία αύτη ήτο θεία και ουχί γήϊνος. Ότε δε απέμεινεν ελάχιστον εκ του θυμιάματος, έσβεσε τούτο ίνα θυμιάση και πάλιν. Μεταβάσα δε κατά την επομένην, δια τον σκοπόν αυτόν, ω του θαύματος! εύρε το θυμίαμα σώον και ακέραιον, ως το προσέφερεν εις την γυναίκα ο μέγας Πρόδρομος. Ούτως επί πολλάς ημέρας διετηρήθη το θυμίαμα τούτο. Μετ’ ολίγας ημέρας είδε και πάλιν κατ’ όναρ τον Βαπτιστήν Ιωάννην, όστις είπε προς αυτήν· «Γύναι, ησύχασον, διότι θέλεις γεννήσει υιόν, τον οποίον να ονομάσης Συμεών. Θα τρέφεται δε μόνον εκ του δεξιού σου μαστού, διότι πάντοτε δεξιά θα βαδίζη το τέκνον σου και προς ουδέν αμάρτημα θα κλίνη, αλλά θα γίνη Άγιος μέγας. Μόνον δε με άρτον, ύδωρ, άλας και μέλι θα τρέφεται. Και πρόσεξον να φυλάττης τούτο καλώς και προ της γεννήσεως και μετά ταύτην, διότι ως σκεύος Θεού παρασκευάζεται. Όταν δε γίνη τριών ετών, φέρε τούτον εις τον Ναόν μου, ίνα λάβη το άγιον Βάπτισμα». Ταύτα είπεν ο θείος Πρόδρομος, μετ’ ολίγον δε ταύτα πάντα επηλήθευσαν. Και ότε συνεπληρώθη ο καιρός, η Μάρθα εγέννησε τον προφητευθέντα, όστις εκ μόνου του δεξιού μαστού εθήλαζεν. Ως δε ημέραν τινά εδοκίμασεν η Μάρθα να θηλάση το νήπιον και εκ του αριστερού, εκείνο απέστρεψε το πρόσωπον. Επειδή δε επέμενεν η μήτηρ, το νήπιον καθ’ όλην την ημέραν δεν έφαγε. Κατά δε την επελθούσαν νύκτα, ω του εξαισίου θαύματος! ο αριστερός μαστός της Μάρθας εξηράνθη τελείως και εστείρευσε. Τριετές γενόμενον το παιδίον εβαπτίσθη και ωνομάσθη Συμεών. Και ως εξήλθεν εκ της ιεράς κολυμβήθρας, ωμίλησε το νεοφώτιστον ειπόν· «Έχω πατέρα και δεν έχω». Τούτο δε έλεγεν επί ημέρας επτά, σημαίνον την των γονέων άρνησιν και αναχώρησιν και την προς τα ουράνια ανάβασιν. Όσας δε ημέρας η μήτηρ αυτού έτρωγε κρέας, εκείνο εγκρατεύετο και ουδόλως εθήλαζε. Πενταετούς όντος του Συμεών, μέγας σεισμός εγένετο εις Αντιόχειαν και κατεκρημνίζοντο αι οικίαι, φονεύουσαι τους κατοίκους. Έπεσε τότε και η οικία του Συμεών και κατεπλάκωσε τον πατέρα αυτού, όστις και απέθανεν. Η δε μήτηρ αυτού, ευρισκομένη κατά την ώραν εκείνην εντός του Ναού του Προδρόμου και προσευχομένη, ουδέν έπαθεν. Ο δε Συμεών ευρίσκετο εντός του Ναού του Αγίου Στεφάνου. Ως δε εσταμάτησεν ο σεισμός, εξήλθε του Ναού και περιεπλανάτο εδώ και εκεί, ευρούσα δε τούτον γυνή τις τον έφερεν εις την οικίαν της. Η δε Μάρθα, αναζητούσα αυτόν και μη ευρίσκουσα, σφόδρα ελυπείτο, διότι ενόμιζεν ότι εθανατώθη κατά τον σεισμόν. Νύκτα δε τινά είδε καθ’ ύπνον τον Βαπτιστήν, όστις της είπε που ευρίσκετο. Όθεν ευρούσα αυτόν, έχαιρε και ηγάλλετο. Μετά τινας ημέρας είδεν η γυνή καθ’ ύπνον ότι επέταξεν εις τα ουράνια και, βασταζουσα το παιδίον εις τας χείρας αυτής, προσέφερε τούτο εις τον Θεόν, δώρον ευπρόσδεκτον. Έπειτα έλεγε προς τον Συμεών· «Επεθύμουν προ πολλού, τέκνον, να ίδω την θείαν σου ταύτην ανάβασιν, ίνα ο Ύψιστος με απολύση ως αξιωθείσαν να αποδώσω εις Αυτόν καρπόν εκ της κοιλίας μου». Μετά δε τούτο είδεν ο Συμεών εις οπτασίαν τον Δεσπότην Χριστόν καθήμενον επί θρόνου υψηλού και μετεώρου, οι Δίκαιοι συνηθροίζοντο και η βίβλος της ζωής ηνοίγετο. Προς το μέρος της Ανατολής ευρίσκετο ο Παράδεισος της τρυφής και προς Δυσμάς λίμνη πυρός κοχλάζουσα. Τότε ήκουσε την του Κυρίου φωνήν, λέγουσαν· «Εννόησον, Συμεών, τα ορώμενα. Διότι η των Δικαίων λαμπρότης και ο Παράδεισος της τρυφής επαγγέλλονται την αιωνίαν αγαλλίασιν, η δε γέεννα του πυρός την ατελεύτητον κόλασιν. Όθεν έκλεξον το καλύτερον και σπεύσον όχι μόνον να απαλλαγής εκ των δεινών, αλλά και τα ανεκλάλητα αγαθά να απολαύσης, ίνα αιωνίως αγάλλεσαι». Ταύτην την θεωρίαν ως είδεν ο θεοδίδακτος Όσιος, αοράτως και παραδόξως απέκτησε παρά Θεού την γνώσιν και την σύνεσιν των αποκρύφων ιερών αποκαλύψεων. Μεθ’ ημέρας τινάς είδε πάλιν ο Συμεών προ αυτού άνδρα λευκοφόρον, ειπόντα προς αυτόν· «Ακολούθει μοι». Ευθύς τότε ο Συμεών υπήκουσεν, ο δε φανείς ωδήγησεν αυτόν εις χώραν καλουμένην Τιβερινήν, πλησιάζουσαν προς την Σελεύκειαν και ανεβίβασεν αυτόν εις όρος έρημον, κάτωθεν του οποίου ήτο χωρίον καλούμενον Πίλασα. Έμεινε λοιπόν ο Συμεών εκεί εις την έρημον συνδιαιτώμενος μετά των θηρίων. Ο δε οδηγός αυτού, αφού παρέμεινε μετ’ αυτού ολίγας ημέρας και εδίδαξεν αυτόν πως να πορεύεται, ανεχώρησε. Παραμείνας τότε ο Συμεών μόνος έκρινε καλόν να βαδίση προς τα εσώτερα. Περιπατήσας δε επί πολύ, εύρε μικρόν Μοναστήριον, εις το οποίον έζη Ηγούμενός τις ενάρετος, ονόματι Ιωάννης, όστις είχε πρίν ίδει οπτασίαν δια τον Συμεών. Όθεν, ως είδεν αυτόν, ησθάνθη πολλήν αγαλλίασιν. Έμεινε δε μετ’ αυτού ο Συμεών, ησυχάζων και διάγων πολιτείαν ισάγγελον. Έτρωγε μόνον ανά επτά ημέρας, πολλάκις δε και ανά δέκα, ότε και έτρωγε μόνον ολίγα βρεκτά όσπρια και έπινεν ολίγον ύδωρ. Και όσον ηύξανε κατά την ηλικίαν, τόσον επρόκοπτε και εις την άσκησιν. Ήτο δε κατά την όψιν ωραίος και η κόμη αυτού ως χρυσή, οι οφθαλμοί του χαρίεντες, ολίγιστα δε ωμίλει, αλλά συνετώς και φρονίμως. Ταύτα πάντα εδείκνυον, ότι εκ Θεού είχε τοιαύτα χαρίσματα. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος, φθονήσας αυτόν, παρεκίνησε κακόν τινα Μοναχόν να τον φονεύση ο δείλαιος, φθονήσας αυτόν, διότι ηγωνίζετο περισσότερον εκείνου εις την άσκησιν και δεν ηδύνατο να τον φθάση. Όταν λοιπόν εκείνος ήγειρε την χείρα, δι’ ης εκράτει την μάχαιραν, ίνα τον φονεύση, ευθύς εκ θείας ενεργείας εξηράνθη η χειρ αυτού και τόσον δριμύν πόνον ησθάνθη εις την καρδίαν, ώστε εκινδύνευε να αποθάνη. Ελθών τότε εις τον Ηγούμενον έδειξεν εις αυτόν την δεξιάν παράλυτον χείρα του, αλλ’ ησχύνετο, ο ανόητος, να είπη την αιτίαν. Και εν όσω αι ημέραι παρήρχοντο, τόσον εχειροτέρευε. Φοβούμενος λοιπόν τον θάνατον, εξωμολογήθη κρυφίως την ανομίαν του εις τον Ηγούμενον, όστις ωμολόγησε την επιβουλήν εις τον Όσιον και την δικαίαν τιμωρίαν την οποίαν υπέστη ο πάντολμος. Παρεκάλεσε δε αυτόν, ως τέκνον του γνήσιον, να συγχωρήση τον πταίστην και να δεηθή δι’ αυτόν προς τον Θεόν να παραχωρήση την ίασιν εις τον πταίστην. Ευθύς τότε ο αμνησίκακος υπήκουσε και κλίνας την κεφαλήν και τα γόνατα προσηυχήθη. Ως δε ηγέρθη, εσφράγισε δια του σημείου του Σταυρού την ξηρανθείσαν χείρα του πάσχοντος, όστις, ω του θαύματος! είδε την χείρα αυτού υγιά ως και πρότερον. Μετά ημέρας τινάς, ενώ ο Όσιος Συμεών προσηύχετο, βλέπει προ αυτού νέον ωραιότατον κατά την μορφήν. Ηννόησε τότε ότι ήτο ο Δεσπότης Χριστός και λαβών θάρρος, ως ο ηγαπημένος Αυτού Ιωάννης, ηρώτησε τον Κύριον· «Κύριε, πως Σε εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι»; Τότε ο Δεσπότης, ίνα διδάξη τον Όσιον υπομονήν εις τας θλίψεις και νέκρωσιν του σώματος, ήπλωσε τας αχράντους Αυτού χείρας εις σημείον Σταυρού και είπεν· «Ούτως εσταυρώθην, καθώς ηυδόκησα. Συ δε ανδρίζου και υπόμενε». Όμως ο Όσιος Συμεών προς στιγμήν δεν ηννόησε τα υπό του Κυρίου λεχθέντα, όταν όμως εσυλλογίσθη ταύτα, περισσότερον ηγωνίζετο, προσθέτων κόπους εις τους κόπους και άσκησιν εις την άσκησιν τόσον, ώστε, όταν ο Ιωάννης απήγγελλεν εκάστην νύκτα τριάκοντα ψαλμούς, ο Συμεών απήγγελλεν ογδοήκοντα. Πολλάκις δε ανεγίνωσκε και ολόκληρον το Ψαλτήριον και δεν εκοιμάτο καθ’ όλην την νύκτα. Ο δε Προεστώς ημπόδιζεν αυτόν, λέγων· «Αρκεί, τέκνον, μη αγωνίζεσαι περισσότερον και κυβέρνα ολίγον το σώμα σου. Τρώγε μετρίως και κοιμού ολίγον, ως άνθρωπος, δια να δύνασαι να κάμης και τον κανόνα σου. Διότι τα φαγητά δεν μολύνουν τον άνθρωπον, ως είπεν ο Κύριος». Απεκρίθη δε προς αυτόν ο Όσιος Συμεών· «Αληθώς, αλλά παχύνουσι τον νουν, τον λεπτότατον. Ο δε ύπνος μάς αρπάζει από την θείαν μελέτην και νυστάζοντας εξ αδιαφορίας, μας ευρίσκει η προσβολή των εμπαθών λογισμών και εξασθενεί την δύναμιν της ψυχής. Δια τούτο πρέπει να σκληραγωγούμεθα ημείς οι νεώτεροι. Δια να νικήσωμεν τα πάθη». Ούτοι είναι οι θαυμαστοί πρώτοι αγώνες του Συμεών, υπό των οποίων ενοχλούμενοι οι δαίμονες έφερον προ αυτού διαφόρους φαντασίας, ως χρυσού, λίθων πολυτίμων, μουσικών οργάνων, χορών και άλλων ηδονικών πραγμάτων, δια να νικήσουν τον αήττητον. Αλλά ματαίως. Διότι ο Όσιος Συμεών, δια του σημείου του Σταυρού διεσκόρπιζεν αυτούς. Ηξιώθη δε και τελειοτέρας οπτασίας ο Όσιος. Είδε Ναόν Άγιον, εκ του οποίου εξήρχετο δόξα, λαμπρύνουσα αυτόν, εις δε Πατριάρχης έχρισεν αυτόν δια μύρου ευώδους και είπε· «Δια τούτου του μύρου θέλεις διώξει τους δαίμονας και δεχόμενος εξ ουρανού θείαν δύναμιν να αποδείξης κενάς και απράκτους τας προσβολάς αυτών». Τοσαύτης ευδοκίας παρά Θεού έτυχεν ο Όσιος. Ήλθε κάποτε εις την Μονήν δαιμονιζόμενος τις. Ο δε δαίμων, ως είδε τον Συμεών, αρπάσας ελεεινώς τον άνθρωπον από τας χείρας εκείνων, οίτινες τον εκράτουν, έσυρεν αυτόν προς το όρος, ίνα τον κρημνίση. Ο Όσιος τότε προσεκάλεσε τον δαιμονιζόμενον, δια του ονόματος του Κυρίου, να έλθη προς αυτόν. Εκείνος δε, φοβηθείς, επέστρεψεν. Ο δε Όσιος, σφραγίσας αυτόν δια του σημείου του Σταυρού, επετίμησε τον δαίμονα, όστις έφυγεν αμέσως και ο πρώην δαιμονιζόμενος απέμεινεν υγιής. Όμως ο δαίμων, δια να εκφοβίση τον Όσιον, συνήθροισεν άλλους πολλούς δαίμονας και πλήθος ερπετών, τα οποία, μετά των δαιμόνων, εσφύριζον επί ημέρας πολλάς και έκαμνον τόσον θόρυβον, ώστε οι Μοναχοί δεν ηδύναντο να ησυχάσουν. Ταύτα δε ίνα εμποδίσουν τον Όσιον από τον αγώνα της ασκήσεως. Όμως ούτος ο ευλογημένος δεν εφοβείτο τελείως και απεδίωκε τούτους, ψάλλων τον ενενηκοστόν Ψαλμόν του Δαβίδ· «Ο κατοικών εν βοηθεία του Υψίστου…» (Ψαλμ. 90:1). Αλλά και πάλιν επολέμουν αυτόν οι δαίμονες, άλλοτε αρπάζοντες το κουκούλιον και το ιμάτιον αυτού, άλλοτε δια σφοδρών ανέμων, αστραπών και βροντών, άλλοτε κατακρημνίζοντες αυτόν και άλλοτε δι’ άλλων τοιούτων εφευρημάτων. Αλλ’ η Χάρις του Θεού εφύλαττε πάντοτε τον Όσιον. Ενουθέτει δε ο Όσιος τους Μοναχούς θαυμασιώτατα και δια ψυχοσωτηρίων λόγων, τόσον ώστε εκείνοι εξίσταντο δια την σύνεσιν αυτού. Έλεγον δε οι αδελφοί, άλλος μεν, ότι είδεν Άγγελον Κυρίου κρατούντα εις την δεξιάν αυτού κηρόν μελίσσης πλήρη μέλιτος, τον οποίον προσέφερεν εις τον Όσιον, άλλος δε, ότι είδε περιστεράν καθεζομένην επί της κεφαλής αυτού και εκείθεν πετώσαν εις τα ουράνια. Όταν δε οι Μοναχοί έλεγον ταύτα, ηξιώθη και άλλου υψηλοτέρου οράματος ο Όσιος. Είδεν ότι ηρπάγη μέχρι του ουρανού και ανήλθεν επτά κλίμακας. Ερωτήσας δε τις ήτο ο τόπος εκείνος, ήκουσε φωνήν λέγουσαν· «Είναι οι επτά ουρανοί τους οποίους ανήλθες και τώρα βλέπεις και τον Παράδεισον». Είδε δε εντός αυτού παλάτιον πάμφωτον και πηγήν μύρον αναβλύζουσαν, αλλ’ ανθρώπους δεν είδεν, ει μη μόνον τον Αδάμ και τον ληστήν. Ότε δε συνήλθεν, εξωμολογήθη εις τον Ιωάννην το όραμα, εκείνος δε εδόξαζε τον Θεόν, τον δωρήσαντα τοσαύτην χάριν εις τον δούλον Αυτού τον ευλογημένον Συμεών. Είχε δε και την εξής αρετήν ο μακάριος. Όταν ήρχετο τις πτωχός, εξεδύετο το ράσον του και έδιδε τούτο εις τον πτωχόν, μένων αυτός γυμνός πολλάκις εν ώρα χειμώνος. Ο δε Ιωάννης, λυπούμενος αυτόν δια την τοιαύτην κακοπάθειαν, έδιδεν άλλο ιμάτιον. Άλλοτε έμεινεν επί ένα χρόνον κατά γης καθήμενος και εκόλλησαν οι μηροί αυτού μετά των κνημών του. Εσάπησαν δε αι σάρκες του και απέπνεον ανυπόφορον δυσωδίαν. Όθεν ο Ιωάννης έφερεν ιατρόν δια να τον θεραπεύση. Αλλ’ ο Όσιος, μειδιάσας είπε· «Ζη Κύριος ο Θεός μου, όστις και θέλει με θεραπεύσει, προς τον οποίον εκ κοιλίας μητρός μου εμαυτόν αφιέρωσα. Όθεν ας πράξη το θέλημα Αυτού». Και πράγματι, ταύτα λέγων, ω του θαύματος! εγένετο τελείως υγιής. Ούτω πολιτευόμενος ο Όσιος δια της προσευχής του, κατεβίβασεν εξ ουρανού φλόγα πολύφωτον, ήτις, ως άλλοτε οι Απόστολοι κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, εφώτισεν αυτόν δια Πνεύματος Αγίου και ήρχισε να συνθέτη λόγους περί μετανοίας και μελλούσης Κρίσεως, ερμηνεύων χωρία των θείων Γραφών και δυσνόητα κείμενα, καταπλήσσων άπαντας. Πληρούμενος δε έτι μάλλον θείας Χάριτος ο μακάριος Συμεών και καθ’ εκάστην ανερχόμενος προς θερμοτέραν πίστιν, προσέταξε να κατασκευάσουν δι’ αυτόν στύλον ύψους τεσσαράκοντα ποδών. Όταν δε κατεσκεύασαν αυτόν, ήλθεν ο Αρχιεπίσκοπος της Αντιοχείας μετά του Επισκόπου Σελευκείας και αφού ήναψαν φωτισμόν μέγαν, έφεραν τον Συμεών εις το Θυσιαστήριον και τελέσαντες την ιεράν Λειτουργίαν, εχειροτόνησαν αυτόν Ιεροδιάκονον και είτα τον ανεβίβασαν εις τον στύλον με πολλήν ευλάβειαν. Έμεινς λοιπόν οκτώ χρόνους εκεί εις τον στύλον, όπου περισσότερον ηγωνίζετο, διότι οι δαίμονες ηνώχλουν αυτόν με νυκτερινάς φαντασίας. Εκεί είδεν όραμα, καθ’ ο γέρων τις, ιερατικήν στολήν ενδεδυμένος, κατήλθεν εξ ουρανού κρατών ποτήριον άγιον και σωτήριον και εκοινώνησε δια των Αχράντων Μυστηρίων τον Όσιον, ειπών· «Ανδρίζου και ας ενδυναμούται η καρδία σου, διότι πλέον δεν θέλεις ενοχληθή υπό ενυπνίων». Εγνώρισε δε και του Ηγουμένου την κοίμησιν, αγωνιζομένου και τούτου εις την βάσιν του στύλου κατά το παράδειγμα του Συμεών. Προσκαλέσας δε αυτόν εκ του ύψους του στύλου, ανήγγειλεν εις αυτόν, ότι μετ’ ολίγας ημέρας μεταβαίνει προς Κύριον και να ετοιμασθή ως έπρεπεν. Ο δε μακάριος Ιωάννης ουδόλως εταράχθη, αλλά μάλλον εχάρη, διότι έμελλε να υπάγη προς Κύριον. Αληθώς δε μετ’ ολίγας ημέρας ανεπαύθη, ο δε Συμεών προσηύχετο εις τον στύλον ημέραν και νύκτα, απαγγέλλων το Ψαλτήριον και τας ωδάς του Μωϋσέως, κατήρχετο δε και έκαμνε και μετανοίας και γονυκλισίας δια τον απελθόντα Ηγούμενον αυτού. Αλλά και νέας προσβολάς του δαόμονος εδέχθη επί του στύλου ο Όσιος, έως ότου κατασυνέτριψε τούτον δια παντός, ησθάνθη δε τότε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και Δεσπότην της Κτίσεως, ελθόντα εν μέσω των Αγίων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ. Εδέετο τότε ο Όσιος μετά φόβου Θεού να δωρήση εις αυτόν ο Κύριος καρπούς αγαθούς και να ενισχύση τούτον, ίνα φυλάττη τας θείας εντολάς του. Όθεν ο Θεός, ο αντιδοξάζων τους Αυτόν δοξάζοντας, εσφράγισε τρις τον Όσιον δια των αγιωτάτων Αυτού δακτύλων, δωρίζων εις αυτόν την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, να τελή θαύματα. Κατά το όραμα λοιπόν τούτο και τα θαύματα ηκολούθησαν και όσοι δαιμονιζόμενοι ήρχοντο προς τον Όσιον, επέστρεφον υγιείς ευλογούντες τον Κύριον. Έλαβε δε μήνυμα παρ’ Αγίων Αγγέλων ότι όχι μόνον δαιμονιζομένους θα ιατρεύη, αλλά και πάσαν ασθένειαν. Και όχι μόνον δια της αφής των χειρών του, αλλά και δια της μηλωτής και δια του τριχίνου ράσου και δια της ράβδου του θα τελούνται θαυμάσια, ζώντος του Οσίου και μετά την κοίμησιν αυτού. Ούτω, δωρηθείσης εις τον Όσιον της θείας Χάριτος, δια της δυνάμεως του Θεού, ενήργει καθημερινώς θαυμάσια, εξ ων θέλομεν εν συντομία διηγηθή τινα, προς απόδειξιν και των άλλων. Άνθρωπός τις εκ Καππαδοκίας είχε δαιμόνιον χαλεπόν και προσελθών εις τον στύλον, εβόα κάτωθεν αυτού λέγων· «Ελέησόν με, δούλε του Θεού, διότι θανατούμαι υπό του δαίμονος». Ο δε Όσιος, μετάτρεις ημέρας έκυψεν εκ του στύλου και αφού επετίμησε τον δαίμονα, έδωσεν εις τον άνθρωπον τεμάχιον εκ του ράσου του και τον απέστειλεν εις τον οίκον του. Και αληθώς, ω του θαύματος! όχι μόνον ο άνθρωπος εκείνος επανεύρε την υγείαν του, αλλ’ έδιδεν και εις άλλους αρρώστους εξ εκείνου του ράσου, οίτινες θεραπευόμενοι εδόξαζον τον Θεόν. Και έτερον νέον, ομοίως εκ δαιμονίου πάσχοντα, ο Όσιος ιάτρευσε δια της Χάριτος του Θεού. Έτερος τις εξ Αντιοχείας υπέφερεν εκ βαρυτάτης νόσου του στομάχου και επόνουν όλα αυτού τα σπλάγχνα, εις σημείον ώστε εκυλίετο κατά γης κραυγάζων γοερώς. Και πάλιν ο Όσιος, δια τεμαχίου εκ του ράσου αυτού, ιάτρευσε τον άνθρωπον τούτον. Και νέον τινά, αποθανόντα, επανέφερεν εις την ζωήν δια της προσευχής του ο Όσιος. Αλλά και δια νέου οράματος κατηγλαϊσθη ο Όσιος. Είδε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν μετά των ταγμάτων των θείων Αγγέλων, εξ ων οι πρώτοι εκράτουν στέφανον πολύτιμον και Σταυρόν απαστράπτοντα, κρατούντες δε βασιλικήν πορφύραν, ήθελον να τον ενδύσουν δια της πορφύρας την οποίαν εκράτουν. Αλλ’ ο Όσιος δεν ήθελε. Τότε οι Άγιοι Άγγελοι είπον προς αυτόν· «Στεφανώθητι δια τούτων τον Θεόν και Πατέρα και τον Μονογενή Αυτού Υιόν και ενδύθητι ως πορφύραν το Πνεύμα το Άγιον, ίνα συμβασιλεύσης μετά των Αγίων Βασιλείαν αιώνιον». Τότε ο Όσιος έστρεψε τους οφθαλμούς προς τον Δεσπότην και λέγει προς Αυτόν· «Δέσποτα Κύριε, επειδή κατηξίωσάς με τον ανάξιον να συμβασιλεύσω μετά των Αγίων Σου, παρακαλώ την αγαθότητά Σου να μοι παραχωρήσης την χάριν να μη χρειασθώ πλέον τροφήν ανθρώπινον». Ταύτα ειπών, ήκουσε το Δεσπότου ευδοκήσαντος να εισακούση της τοιαύτης αιτήσεως, ευθύς δε οι Άγιοι Άγγελοι ενέδυσαναυτόν δια της βασιλικής πορφύρας, την οποίαν του εφόρεσαν άνωθεν του ράσου του,επί δε της κεφαλής αυτού απέθεσαν διάδημα, ψάλλοντες ύμνον προς Χριστόν τον Θεόν και ευφημίζοντες τον Όσιον. Μετά την θείαν ταύτην επιφάνειαν, νέα θαύματα ετέλει ο Όσιος, πολλοί δε ασθενείς, ακούοντες την φήμην αυτού, προσέτρεχον προς τον Όσιον, ζητούντες την μεσιτείαν αυτού προς τον Πανάγαθον Θεόν δια την ίασιν των ασθενούντων. Επειδή δε πλήθος μέγα ήσαν οι προσερχόμενοι, ηυλόγησε ράβδους και έδωκεν εις τους μαθητάς του, οίτινες εγγίζοντες δια τούτων τους ασθενείς και προσευχόμενοι ιάτρευον τούτους, απομακρύνοντες προ παντός εκ των ανθρώπων τα κακά πνεύματα. Δια να μη κενοδοξήσουν δε οι μαθηταί αυτού ότι αυτοί ιάτρευον τους νοσούντας, ευθύς ως εθεραπεύοντο τρεις, πάλιν ο Άγιος ηυλόγει τας ράβδους, επικαλούμενος δια θερμής προσευχής την θείαν Χάριν. Ούτω και εκ των οδόντων των θηρίων ανθρώπους διέσωσε δια της επικλήσεως του θείου Ονόματος και πάσαν νόσον εθεράπευε. Και την κατά της Αντοχείας επιδρομήν του βασιλέως των Περσών Χοσρόη μετά των Χαλδαίων προείδε και την σφαγήν των κατοίκων αυτής ένεκα των αμαρτιών των, δια θερμής δε προς τον Θεόν δεήσεως το όρος όπου ευρίσκετο η Μονή αυτού εκάλυψε δια νέφους, ώστε να αποκρύψη την Μονήν από τα βλέμματα των βαρβάρων, τυφλόν δε γέροντα πληγωθέντα δια ξίφους εις τον λαιμόν υπό των βαρβάρων εθεράπευσεν, ω του θαύματος! δι’ επιθέσεως επί της πληγής αυτού πηλού, τον οποίον ο ίδιος έπλασε δια χώματος και ύδατος. Επειδή όμως εξ όλων τούτων των θαυμασίων, τα οποία ετέλει ο Όσιος, προσήρχοντο προς αυτόν πλήθος ανθρώπων αναρίθμητον, προς παρηγορίαν των πόνων των, εσκέφθη να αναχωρήση εκείθεν, δια να αποφύγη την σύγχυσιν. Ωδηγήθη δε τότε δι’ οπτασίας Κυρίου να μεταβή εις όρος τι ευρισκόμενον προς το δεξιόν μέρος του κίονος. Όθεν εκάλεσε τους αδελφούς και ώρισεν ως πρεσβύτερον τούτων τον εναρετώτερον. Καταβάς δε εκ του στύλου προσηυχήθη δι’ αυτούς και δώσας και λαβών συγχώρησιν απεχαιρέτησε τούτους και ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις την κορυφήν του όρους εις τον υποδειχθέντα δια του οράματος τόπον. Ανελθών δε επί πέτρας προσηυχήθη. Ήτο δε τότε τριάκοντα χρόνων. Την επομένην μετέβησαν, ως συνήθως, εις τον στύλον πολλοί ασθενείς, αλλά μαθόντες ότι ανήλθεν εις την κορυφήν του όρους μετέβησαν εκεί, προς θεραπείαν των. Ελυπήθη τότε ο Όσιος, βλέπων ότι ούτε εκεί ηδύνατο να ησυχάση, αλλ’ ευσπλαγχνισθείς τα δάκρυά των, επέθετε την χείρα αυτού επί της κεφαλής ενός εκάστου και εθεράπευεν αυτούς δια της θείας ευσπλαγχνίας. Εκεί ευρισκόμενος ο Όσιος ετέλεσε πλείστα θαύματα. Διότι και εκ του στόματος λέοντος έσωσεν ασθενή τινα προσερχόμενον προς αυτόν και τον λέοντα εκ του όρους απεδίωξεν, αποστείλας τον μαθητήν του Αναστάσιον εις την φωλεάν του θηρίου, προς το οποίον είπεν εκείνος· «Εις το όνομα του Κυρίου, λέγει ο δούλος Αυτού Συμεών, φύγε εκ του όρους και μη επιστρέψης πλέον». Λοιμικήν δε νόσον, επιπεσούσαν εις την Αντιόχειαν, κατέπαυσε, νέον δαιονιζόμενον ιάτρευσε και από άνθρωπον τινά δηχθέντα υπό όφεως απεμάκρυνε τον κίνδυνον, ενδύσας μάλιστα αυτόν, όντα γυμνόν. Και σεισμόν μέγαν προέβλεψε και τυφλόν και παράλυτον, δαιμονιζόμενον δε υπό τριών δαιμόνων, κατέστησεν υγιά· και παρθένον πάσχουσαν εκ σήψεως του ποδός εθεράπευσε και εις άλλον παράλυτον και εις δαιμονιζομένην γυναίκα και εις λεπρόν απέδωσε την υγείαν, ουδέν άλλο ζητών παρά τούτων, ει μη την μετάνοιαν από των αμαρτιών αυτών και την επάνοδον εις την τήρησιν των εντολών του Κυρίου. Ήτο δε το όρος του Όσίου, ως είπομεν, έρημον και ούτε ύδωρ είχεν ούτε σπήλαια δια να προφυλάσσωνται τον χειμώνα, μόνον δε καλύβας εκ ξύλων κατεσκεύασαν προς πρόχειρον στέγασιν αυτών. Ο δε Άγιος έμενεν εις την πέτραν άστεγος, φέρων μόνον μικράν μηλωτήν. Οι δε προσερχόμενοι εστενοχωρούντο εκ της ελλείψεως ύδατος και άλλων αναγκαίων, εστενοχώρουν δε και τους συγκεντρωθέντας εκεί αδελφούς. Όθεν ο φιλάνθρωπος Θεός, ο γνωρίζων τας ανάγκας των δούλων του, εφώτισε τον Άγιον, όστις ήκουσε θείας φωνής λεγούσης προς αυτόν· «Πρόσταξον τους αδελφούς να κτίσωσι Μοναστήριον, δια να έχωσιν ολίγην ανάπαυσιν». Ταύτα ακούσας ο Όσιος Συμεών, είδεν Άγγελον Κυρίου, όστις εχάρασσε τα όρια του Μοναστηρίου και το σχήμα της Εκκλησίας. Έπραξε λοιπόν κατά την προσταγήν του Θεού και επρόσταξε τους μαθητάς αυτού να αρχίσουν να κτίζουν το Μοναστήριον. Οι δε παρά του Οσίου ιαθέντες και παραμείναντες εκεί εβοήθουν εις την κατασκευήν του Μοναστηρίου, έκαστος δια της τέχνης την οποίαν εγνώριζεν. Ήλθον δε και άλλοι εκ της Συρίας και εξ άλλων μερών. Ότε δε λόγω του πλήθους των προσελθόντων και των αναγκών της οικοδομής, η ανάγκη του ύδατος κατέστη επιτακτικωτέρα, διότι πλην των άλλων ήθελαν να σβύσουν και έσβεστον, επρόσταξεν ο Όσιος και συνήθροισαν την άσβεστον εις ένα τόπον. Τούτου δε γενομένου, παρεκάλεσε τον Θεόν να χορηγήση ύδωρ εις αυτάρκειαν. Και, ω του θαύματος! ήλθεν άνωθεν βροχή άφθονος, δύο δε μεγάλαι δεξαμεναί κατασκευασμέναι παλαιότερον από τους ειδωλολάτρας, πλήρεις πρότερον πετρών και χωμάτων, εκαθαρίσθησαν και επληρώθησαν δι’ ύδατος. Έκτοτε δε, οσάκις εχρειάζετο ύδωρ, έβρεχεν εξ ουρανού εις αυτάρκειαν πάντων. Ενώ δε έκτιζον τον ξενώνα, πνεύμα ακάθαρτον προκάλεσε σεισμόν φοβερόν και έτρεμον οι κτιζόμενοι τοίχοι, οι δε τεχνίται δεν ηδύναντο να εργασθούν. Τότε ο Όσιος είπε προς Μοναχόν τινά· «Κτύπησον δια της ράβδου σου εις τα θεμέλια και ειπέ τούτους τους λόγους: Ειςτο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σε προστάσσει ο δούλος του Θεού Συμεών, να φύγης από τον τόπον τούτον, πνεύμα ακάθαρτον». Ευθύς δε, ως ο Μοναχός εκείνος εξετέλεσε το προσταχθέν, ω του θαύματος! ο σεισμός έπαυσε και όλα τα της Μονής συνεπληρώθησαν άνευ εμποδίων. Έκτισαν δε και στύλον, εις το πλευρόν του οποίου ανώρυξαν και ετέραν βαθείαν δεξαμενήν, ώστε και δια τους προσερχομένους και δι’ όλας τας υπηρεσίας της Μονής επήρκει το ύδωρ. Νέον θαύμα τότε ετελέσθη. Άνθρωπός τις, Βιγγίλιος ονόματι, δούλος του μακαρίου Πατριάρχου Εφραίμ, ήτο τελείως παράλυτος. Έφεραν δε τούτον εις τον Όσιον και παρεκάλουν να ευσπλαγχνισθή αυτόν. Τότε ο Όσιος είπε προς τον ασθενούντα· «Εάν πιστεύης, ότι η πίστις την οποίαν έχεις προς τον Θεόν δύναται να σε σώση, εγείρου και περιπάτει». Εκείνος απεκρίθη· «Πιστεύω, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, ότι τα πάντα δύνασαι να τελέσης δια του δούλου Σου Συμεών». Ταύτα δε ειπών μεγαλοφώνως, ω του θαύματος! ευρέθη υγιής και επήδησεν όρθιος, δοξάζων τον Κύριον. Ηπλώθη δε η φήμη του μακαρίου Συμεών μέχρι της Ιβηρίας και ήλθον προς αυτόν ασθενούντες πολλοί, οίτινες, αφού εθεραπεύοντο, παρέμειναν εις την αγίαν Μάνδραν του Συμεώνος και ετελειώθησαν εν θεαρέστω πολιτεία. Συνεπληρώθη δε και ο ιερός Ναός, όστις αφιερώθη εις το όνομα της ζωαρχικής και Παναγίας Τριάδος, αλλ’ οι κίονες είχον ανάγκην να λαξευθούν. Όθεν μετέβη τότε προς τον Όσιον αδελφός τις, ονόματι Ιωάννης, όστις δεν εγνώριζε καθόλου γλυπτικήν και είπεν εις τον Όσιον: «Έγγισόν με, Πάτερ, εις την καρδίαν δια της αγίας χειρός σου, ίνα με φωτίση ο Κύριος να πελεκήσω τα μάρμαρα». Ο Όσιος τότε ηυχήθη αυτόν εν ονόματι του Θεού. Και ο λόγος του Οσίου έργον εγένετο και, ως άλλος Βεσελεήλ, ειργάζετο επιμελέστατα εις την Εκκλησίαν. Προείδε δε ο Όσιος και τούτου του Ιωάννου την κοίμησιν. Ότε δε ετελείσεν η οικοδομή του στύλου, κατά την τρίτην ώραν της ημέρας, μετά την Αγίαν Πεντηκοστήν, ότε εορτάζομεν την επιφοίτησιν του Αγίου Πνεύματος, είδεν ο Όσιος κατελθόντα εξ ουρανών τον Δεσπότην Χριστόν εν μέσω πλήθους Αγίων Αγγέλων, ως Αρχιερέα επί του στύλου, λειτουργήσαντα κατά την τάξιν της Εκκλησίας μας με άρτον και οίνον, μετά δε την προσκομιδήν ανήλθεν εις τα ουράνια. Όθεν ιδών ο Όσιος τοιούτον μυστήριον, επλήθυνε τον πόθον αυτού να ανέλθη πάλιν επί του στύλου και συναθροίσας τους αδελφούς, ανεκοίνωσεν εις αυτούς το θείον όραμα με πάσαν ταπείνωσιν. Παρήγγειλε δε να τελούν κατά την ημέραν ταύτην λαμπράν εορτήν και πανήγυριν. Και εκείνοι μεν ούτως έπραξαν, ο δε Όσιος ανήλθεν επί του δευτέρου στύλου, του εν τω Θαυμαστώ Όρει, ήτο δε τότε ετών τεσσαράκοντα. Μεθ’ ημέρας τινάς έφεραν εις τον Όσιον τριετές παιδίον, Επιφάνιον ονόματι, το οποίον εκινδύνευε να αποθάνη εκ πόνων της κοιλίας. Και τούτο το παιδίον εθεράπευσεν ο Όσιος δια μόνης της επιθέσεως της χειρός αυτού. Ιερεύς δε τις, Θωμάς ονόματι, εκ χωρίου καλουμένου Παράδεισος, εβλασφήμει εκ συνεργίας του δαίμονος. Ενώ δε ήτο ετοιμοθάνατος, δεν εξήρχετο η ψυχή του, αλλ’ απώλεσε την λαλιάν του, με τους οφθαλμούς δε ανοικτούς εβασανίζετο επί εξήκοντα ημέρας. Ηννόησε τότε την αμαρτίαν του και δια σχημάτων είπεν εις τους παρεστώτας· «Ζητήσατε δι’ εμέ συγχώρησιν από τον Άγιον Συμεών, διότι ανεθεμάτισα κάποτε αυτόν και δια τούτο δικαίως τώρα κολάζομαι». Όθεν οι συγγενείς αυτού διεμήνυσαν ταύτα εις τον Όσιον Συμεών, όστις εκάλεσε μαθητήν του τινά και είπε προς αυτόν· «Λάβε ένα εκ των άρτων της ευλογίας και σπεύσον εις τον Πρεσβύτερον Θωμάν, όστις, ως ασπασθή τον άρτον, θέλει του συγχωρηθή το αμάρτημα». Ούτω και εγένετο. Διότι ευθύς ως ο Ιερεύς ησπάσθη τον άρτον, έλαβε παρά Θεού συγχώρησιν και απέθανε. Εις την Ορεινήν γυνή τις εγέννησε παιδίον τελείως τυφλόν, οι δε γονείς του απεφάσισαν να φέρουν τούτο εις τον Όσιον και να τον παρακαλέσουν να το θεραπεύση. Παραλαβόντες λοιπόν αυτό ανήρχοντο εις το όρος, καθ’ οδόν δε κατάκοποι ως ήσαν εκ της ανοδικής των εκείνης οδοιπορίας εκάθησαν ολίγον δια να αναπαυθούν. Τότε, ω του θαύματος! βλέπουσι το παιδίον με ανοικτούς τους οφθαλμούς και τελείαν την όρασιν. Όθεν δραμόντες προς τον Όσιον ηυχαρίστουν αυτόν μετά δακρύων, διηγούμενοι το συμβάν. Ούτως η προς Θεόν παρρησία αυτού επρόφθανε την των αιτούντων ανάγκην, κατά την πρόθεσιν της καρδίας των. Αλλά και γυναίκα δαιμονιζομένην και διαζευχθείσαν εθεράπευσε και επανέστειλεν εις τον σύζυγον αυτής, ετέρα δε αιμορροούσα επί τρεις χρόνους ιατρεύθη, εγγίσασα μετ’ ευλαβείας και πίστεως το ράσον του Οσίου. Επιδημίας δε ενσκηψάσης επί των Μοναχών, άλλοι μεν έπιπτον ασθενείς, άλλοι δε, οι ασθενέστεροι, απέθνησκον. Μεταξύ δε τούτων απέθανε και εις Κόνων ονόματι, τον οποίον ο ΄Οσιος υπερηγάπα. Δια θερμών δε προσευχών προς τον Πανάγαθον Θεόν και την Υπεραγίαν Θεοτόκον ανέστησεν αυτόν δια της Χάριτος του Θεού, απεμάκρυνε δε και εκ των άλλων Μοναχών την νόσον. Και Ιερεύς τις των Ιβήρων μετέβη προς τον Όσιον. Αφού δε συνωμίλησαν και λίαν ωφελήθη ο Ιερεύς εκείνος, απερχόμενος έλαβε τρίχας τινάς του Οσίου και φθάσας εις τον τόπον του έκτισε Ναόν και έθεσεν εις τον Σταυρόν τας τρίχας του Συμεών. Εθαυματούργουν λοιπόν αύται και υπό των ευεργετουμένων προσεφέροντο δώρα εις τον Ναόν. Όθεν εφθόνησαν αυτόν οι άλλοι Ιερείς των Ιβήρων και τον εσυκοφάντησαν εις τον Επίσκοπον, ότι ήτο μάντις και επλάνα τον λαόν. Καθήρεσε τότε ο Επίσκοπος τον πτωχόν Ιερέα. Υποστάς λοιπόν ο αγαθός εκείνος Ιερεύς διπλήν την συμφοράν, επεκαλέσθη τον Όσιον Συμεών. Και τότε εισήλθε δαιμόνιον εντός του Επισκόπου, όστις υποφέρων και εννοήσας την αιτίαν, εζήτησε συγχώρησιν από τον Ιερέα. Εκείνος δε προσεκόμισε τον περιέχοντα τας τρίχας του Οσίου Σταυρόν, τον οποίον ασπασθείς ο Επίσκοπος ιάθη και επανέφερε τον Ιερέα εις το αξίωμά του. Επειδή λοιπόν εγένοντο πανταχού σημεία πολλά δια του Οσίου, συνηθροίζετο πλήθος πολύ εις το Μοναστήριόν του, ίνα λάβουν ευλογίαν εκ των ιδίων αυτού χειρών. Όθεν έπρεπε να λάβη και την Ιερωσύνην, διότι έως τότε ήτο Διάκονος, αλλ’ ο μακάριος Συμεών, ως ταπεινόφρων, έλεγεν, ότι δεν είναι άξιος αυτής. Δι’ οπτασίας όμως επείσθη αν και δεν ήθελεν, ότι ήτο θέλημα Θεού να λάβη την αξίαν ταύτην, ως υπεράξιος. Την επομένην ήλθεν εις το Μοναστήριόν του ο Επίσκοπος Σελευκείας Διονύσιος, όστις, αναβάς εις τον στύλον, ησπάσθη τον Όσιον, και του είπεν· «Ο Θεός, όστις γνωρίζει σε πριν ή γεννηθής, ηυδόκησε να γίνης Πρεσβύτερος». Τότε ο Όσιος, μετά μεγάλης ταπεινώσεως και μετά βίας εδέχθη το αξίωμα τούτο. Αφού δε εισήλθον εις το Θυσιαστήριον, ο Αρχιερεύς εχειροτόνησεν Ιερέα τον και προ της Ιερωσύνης ιερώτατον. Ήτο δε τότε τεσσαράκοντα τριών ετών ο Όσιος. Ο δε Σελευκείας Διονύσιος, δώσας και λαβών ειρήνην και συγχώρησιν, ανεχώρησε χαίρων. Οι μαθηταί τότε του Οσίου παρεκάλουν αυτόν να τελέση Λειτουργίαν δια να ευλογήση τούτους ως έπρεπεν. Εκείνος όμως, ένεκα της θερμής αγάπης την οποίαν έτρεφε προς τον ποθούμενον Χριστόν, εδειλία να εγγίση τα Άγια, έως ότου απεκαλύφθη εις αυτόν άνωθεν δι’ οπτασίας κατά την οποίαν είδε, ότι ελειτούργει, παρίσταντο δε εκεί Άγιοι Άγγελοι, οίτινες είπον· «Εάν τις δεν κοινωνή προς την ομολογίαν ταύτην της Πίστεως, ανάθεμα έστω». Όθεν, ταύτα πληροφορηθείς, ετέλεσε την θείαν Λειτουργίαν και ηυλόγησεν άπαντας. Νέα θαύματα ήρχισε τότε να τελή, δια της Χάριτος του Κυρίου Ιησού Χριστού και Θεού ημών. Ούτω και όφιν εισελθόντα εντός της κοιλίας μεθύσκοντος Ίβηρος, ενώ εκοιμάτο, εξέβαλε, και εις κόρην άλαλον και παράλυτον έδωσε την λαλιάν και την κίνησιν και εις τον τυφλόν αυτής πατέρα, δια μιας λέξεως, εδώρησε την όρασιν. Και γυναίκες εστερημέναι μητρικού γάλακτος και στείραι και δαιμονιζόμεναι μετά των εν τη κοιλία αυτών βρεφών εθεραπεύθησαν, δια της προσευχής του Οσίου, τυχούσα εκάστη εκείνου το οποίον εζήτησεν. Έτερον δε εξ Αντιοχείας παράλυτον, αλλ’ ειδωλολάτρην, έπεισε να αρνηθή τα είδωλα και να ομολογήση τον Δεσπότην Χριστόν Υιόν Θεού και την Αειπάρθενον Υπεραγίαν Θεοτόκον Μητέρα Αυτού, καθώς και Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα ένα Θεόν. Αφού δε ταύτα εποίησεν εκείνος, έπλυνε τας χείρας του ο Όσιος και δια του απονίμματος αυτού έχρισε τον ασθενούντα, όστις ιάθη τελείως. Αλλά και έτερον νεκρόν ανέστησε, δια κατανυκτικής προσευχής του. Όμως αναρίθμητα είναι τα θαύματα, αγαπητοί, τα οποία δια της φιλανθρωπίας του Κυρίου ετέλεσεν ο Όσιος· εάν δε θελήσωμεν να διηγηθώμεν άπαντα, ο χρόνος ήθελε καταλάβει ημάς. Διότι εκ δαιμονιώντων τους δαίμονας απεδίωξε και κωφούς, χωλούς, παραλυτικούς και ετοιμοθανάτους ιάτρευσεν, ένα δε μόνον θέλω ακόμη διηγηθή εμπιστευόμενος εις την καλωσύνην σας, ίνα και το διορατικόν του Οσίου Πατρός ημών Συμεών του Θαυμαστορείτου γνωρίσητε. Μοναχός τις ήτο κεκλεισμένος επί χρόνους πολλούς εντός οικίας τινός εις την Λαοδίκειαν της Συρίας, ησυχάζων. Αποκαμών δε εκ της ησυχίας, διεμήνυσεν εις τον Όσιον Συμεών, ότι είχε πόθον πολύν να προσκυνήση αυτόν. Ο δε Όσιος, ως προορατικός, ηννόησε την κατάστασιν του Μοναχού και έγραψεν εις αυτόν, ότι δεν θα ήτο πρέπον να καταφρονήση την ησυχίαν του, δια να προσκυνήση άνθρωπον αμαρτωλόν και καλλίτερον θα είναι να προσκυνή τον Θεόν εις τον οίκον του. Έκαμε τότε υπομονήν ο Μοναχός. Αλλά μετ’ ολίγον καιρόν πάλιν ηνώχλει αυτόν ο λογισμός και μη δυνάμενος να υποφέρη, εξήλθεν εκ του κελλίου του και , εκ συνεργίας του πειρασμού, έπεσεν, ο ταλαίπωρος, εις πορνείαν. Μεταβάς δε εις τον Όσιον, δεν ωμολόγησε το αμάρτημά του, ένεκα της αισχύνης της πράξεως, αλλ’ έκαμνεν ότι ελυπείτο, διότι κατεφρόνησε την ησυχίαν του. Ο δε Όσιος, όστις εγνώριζε τα απόκρυφα, δια να φέρη τούτον εις μεταμέλειαν και να σωθή και δια να λάβουν οι μαθηταί αυτού παράδειγμα, ίνα φυλάττωνται, απεκάλυψε παρουσία πάντων την αμαρτίαν του Μοναχού, ειπών· «Δεν σε κατακρίνω, διότι κατέστρεψες τον τοίχον του κελλίου σου, επειδή ευκόλως δύνασαι να κτίσης πάλιν αυτόν και να κλεισθής εντός αυτού, ως και πρότερον. Αλλά σε λυπούμαι, διότι, πορνεύων, κατεκρήμνισες τον πύργον της ψυχής σου και κατέστης, φεύ! αιχμάλωτος του διαβόλου». Ταύτα ακούσας ο Μοναχός εθαύμασεν ομού και ησθάνθη εντροπήν. Πεσών δε επί της γης έκλαιε, ζητών συγχώρησιν και ομολογών το βάρος της ανομίας του. Τότε ο Όσιος, οπλίσας αυτόν δια της σφραγίδος του Σταυρού, κατέστησεν αυτόν εις το εξής άτρωτον υπό του διαβόλου και συγχωρήσας και ευχηθείς αυτόν απέστειλεν εις τα ίδια. Αλλ’ επειδή ήτο άνθρωπος, ήλθεν η ώρα να μεταβή προς τον ποθούμενον. Ήτο δε τότε χρόνων ογδοήκοντα πέντε, εκ των οποίων τεσσαράκοντα πέντε έμεινεν επί του δευτέρου στύλου του εν τω Θαυμαστώ Όρει, κάτωθεν του οποίου ήτο το Μοναστήριόν του, το οποίον Μάνδραν ωνόμασαν. Δια τούτο, όταν αναγιγνώσκωμεν μικρόν αγιασμόν, λέγομεν: Συμεών του εν τη Μάνδρα. Αλλαχού δε λέγομεν του εν τω Θαυμαστώ Όρει· όμως πρόκειται περί του ιδίου Οσίου Συμεών. Ότε λοιπόν επληροφορήθη εκ Πνεύματος Αγίου, ότι επλησίαζεν εις το τέλος της παροικίας αυτού, εκάλεσε τους μαθητάς του και ανεκοίνωσε το πικρόν δι’ αυτούς μήνυμα, δια τον Όσιον όμως ποθητόν και γλυκύτατον. Είπε δε προς αυτούς και ταύτα: «Αδελφοί και Πατέρες, αδιαλείπτως προσεύχεσθε. Εστέ ταπεινοί τη καρδία. Μισήσατε την φιλαργυρίαν και προσφέρετε ελεημοσύνην όσον δύνασθε. Διότι ο μη ελεών πτωχόν δεν αξιούται να εισέλθη εις τον αιώνιον Νυμφώνα μετά των φρονίμων παρθένων, αλλά κλείεται έξω μετά των μωρών, επειδή ο λύχνος αυτού σβέννυται, ως μη έχων έλαιον. Εκείνος όστις δεν συμπονεί τον αδελφόν και δεν τον βοηθεί εις την ανάγκην του, αρνείται τον Υιόν του Θεού και, τρόπον τινά, δεν ομολογεί, όπως και οι Σαδδουκαίοι, ανάστασιν νεκρών, ουδέ ελπίζει εις την μέλλουσαν ανταπόδοσιν. Φυλάττετε την κατά κράτος εγκράτειαν, διότι αύτη χαλιναγωγεί τας ηδονάς και καταπαύει τον πόλεμον της σαρκός, ούτω δε γίνεσθε σώφρονες. Εάν δε έλθη εις τινα λογισμός ακάθαρτος, ίνα μολύνη την διάνοιάν του, ας φωνάξη ταύτα προς τον Κύριον, μετά πικροτάτων δακρύων· «Δέσποτα Χριστέ, ο των οικτιρμών και του ελέους Θεός, ο πάντοτε υπάρχων και διαμένων εις τους αιώνας, ο τους επί Σοι πεποιθότας μη καταισχύνων, ρύσαι με εκ χειρός εχθρών μου, πρόσχες τη ψυχή μου, σώσον με εν τω ελέει Σου. Το αγαλλίαμά μου, λύτρωσόν με από των κυκλωσάντων με, Κύριε, Κύριε, δύναμις της σωτηρίας μου, επισκίασον επ’ εμέ εν ώρα πολέμου. Ελέησόν με ο Θεός, ο Θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες». Τοιαύτα και τούτων παρόμοια ας λέγη μετά δακρύων και συντριβής καρδίας ο ενοχλούμενος υπό ρυπαρών λογισμών. Και ο Κύριος θέλει βοηθήσει αυτόν». Ταύτα και άλλα έλεγεν ο Όσιος εις τους μαθητάς του. Εκείνοι δε είχον μεγάλον πόθον να τον ερωτήσουν πως απέκτησε τόσην εγκράτειαν. Αλλ’ ευλαβούμενοι, εδίσταζον. Εκείνος όμως, εννοήσας τον λογισμόν των, απεκάλυψε τούτο εις αυτούς κατά την εσχάτην εκείνην ώραν, ως πατήρ φιλόστοργος, ίνα ενισχύση αυτούς καλλίτερον να έχωσι τας ελπίδας των εις τον Θεόν, λέγων προς αυτούς· «Εγώ, αδελφοί και τέκνα μου, πολλάς και μεγάλας ευεργεσίας απήλαυσα παρά του Δεσπότου μου, καθώς γνωρίζετε, αλλ’ εν είναι το μεγαλύτερον δώρον του οποίου ηξιώθην παρά της Εκείνου ευσπλαγχνίας, το οποίον τώρα μόνον σας εμπιστεύομαι. Είναι χρόνοι πολλοί αφ’ ότου παρεκάλεσα την Αυτού αγαθότητα να με απαλλάξη της ανάγκης των φθαρτών τροφών. Αλλά πως να διηγηθώ τα ελέη σου, Χριστέ, και την αγάπην την οποίαν έδειξες προς εμέ τον ανάξιον δούλον Σου; Έβλεπον ερχόμενον εις τον αέρα νέον ωραίον ενδεδυμένον φως ως ιμάτιον, εν στολή ιερατική, όστις εκράτει θείον σκεύος εκ του οποίου δια λαβίδος ελάμβανε και μοι έδιδε τρεις φοράς. Δεν γνωρίζω τι τροφή ήτο εκείνη, κατά την όψιν όμως και την γεύσιν ήτο γλυκυτάτη, αλλά δεν δύναμαι να την περιγράψω. Καθ’ εκάστην δε Κυριακήν μετά την θείαν Λειτουργίαν, μέχρι σήμερον, ήρχετο και μοι προσέφερε ταύτην την θείαν μεταβολήν, ήτις εχόρταινε την καρδίαν μου και με εστήριζεν έως της άλλης Κυριακής και δεν επείνων καθόλου. Τούτο μόνον είχον απόκρυφον και τούτο σας εξεμυστηρεύθην. Να πολιτεύεσθε λοιπόν εναρέτως, καθώς επράττετε και ζώντος εμού, ίνα απολαύση έκαστος κατά τα έργα αυτού». Δια τοιούτων λόγων συνεβούλευε μέχρις εσχάτης αυτού αναπνοής τους μαθητάς αυτού ο μακάριος. Δέκα ημέρας μετά ταύτα, κδ΄ (24ην) τότε του μηνός Μαϊου, ο μακάριος Συμεών απήλθε προς Όν επόθησε Χριστόν, ίνα απολαύση τα άρρητα αγαθά τα οποία δια τούτον, και δια πάντας τους αγαπώντας Αυτόν ητοίμασεν ο των απάντων Δημιουργός και Δεσπότης. Το δε τίμιον και σεβάσμιον αυτού Λείψανον έμεινεν εκεί εις την Μάνδραν αυτού, επί του Θαυμαστού Όρους, όπου τους θαυμασίους αγώνας ετέλεσε και είναι τούτο ταμείον θαυμάτων ακένωτον, αναβλύζον ιάματα όχι μόνον σωμάτων, αλλά και ψυχών, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
Ας διηγηθώμεν όθεν δια της μικράς μας δυνάμεως τον βίον αυτού και τα κατορθώματα, επικαλούμενοι εις βοήθειαν τον κοινόν ημών Δεσπότην και τας πρεσβείας του Οσίου Συμεών. Άνθρωπός τις, νέος την ηλικίαν, Ιωάννης ονόματι, καταγόμενος από την Έδεσσαν της Μεσοποταμίας, μετέβη, μετά των γονέων του, μυροποιών την τέχνην, ίνα κατοικήση εις Αντιόχειαν. Θέλοντες δε να υπανδρεύσουν τον υιόν των, εύρον κόρην ωραίαν, Μάρθαν ονόματι, μεθ’ ης υπάνδρευσαν αυτόν. Η Μάρθα ήτο πολύ ευλαβής και τακτικώς μετέβαινεν εις τον Ναόν του θείου Προδρόμου, ίνα προσεύχεται, αλλά και μετά τον γάμον της διετήρησε την συνήθειάν της ταύτην. Νηστεύουσα δε παρεκάλει τον Δεσπότην, όπως δια πρεσβειών του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου δωρήση εις αυτήν τέκνον, το οποίον, ευθύς ως ήθελε γεννηθή, υπέσχετο να αφιερώση εις τον θείον Πρόδρομον. Ούτω προσευχομένη νύκτα τινά είδεν εν οπτασία τον Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον, λέγοντα· «Έχε θάρρος, γύναι, διότι εισηκούσθη η δέησίς σου. Και ως σημείον λάβε τούτο το ευώδες θυμίαμα και θυμίασε πολλάκις τον οίκον μου». Ευθύς ως εξύπνησεν η γυνή, περιχαρής και έμφοβος, βλέπει εις την δεξιάν της χείρα βώλον εξαισίου θυμιάματος, ω της Σης αγαθότητος Χριστέ! Όθεν, πεσούσα κατά γης, ηυχαρίστει μετά δακρύων τον Κύριον. Ως δε εξημέρωσεν, έθεσε το θυμίαμα επί του θυμιατηρίου και μεταβάσα εις τον Ναόν εθυμίασε τούτον. Τόσον δε εξαίρετον ευωδίαν απέπνεε το θυμίαμα εκείνο, ώστε οι παριστάμενοι εξεπλήσσοντο, επειδή ηννόουν, ότι η ευωδία αύτη ήτο θεία και ουχί γήϊνος. Ότε δε απέμεινεν ελάχιστον εκ του θυμιάματος, έσβεσε τούτο ίνα θυμιάση και πάλιν. Μεταβάσα δε κατά την επομένην, δια τον σκοπόν αυτόν, ω του θαύματος! εύρε το θυμίαμα σώον και ακέραιον, ως το προσέφερεν εις την γυναίκα ο μέγας Πρόδρομος. Ούτως επί πολλάς ημέρας διετηρήθη το θυμίαμα τούτο. Μετ’ ολίγας ημέρας είδε και πάλιν κατ’ όναρ τον Βαπτιστήν Ιωάννην, όστις είπε προς αυτήν· «Γύναι, ησύχασον, διότι θέλεις γεννήσει υιόν, τον οποίον να ονομάσης Συμεών. Θα τρέφεται δε μόνον εκ του δεξιού σου μαστού, διότι πάντοτε δεξιά θα βαδίζη το τέκνον σου και προς ουδέν αμάρτημα θα κλίνη, αλλά θα γίνη Άγιος μέγας. Μόνον δε με άρτον, ύδωρ, άλας και μέλι θα τρέφεται. Και πρόσεξον να φυλάττης τούτο καλώς και προ της γεννήσεως και μετά ταύτην, διότι ως σκεύος Θεού παρασκευάζεται. Όταν δε γίνη τριών ετών, φέρε τούτον εις τον Ναόν μου, ίνα λάβη το άγιον Βάπτισμα». Ταύτα είπεν ο θείος Πρόδρομος, μετ’ ολίγον δε ταύτα πάντα επηλήθευσαν. Και ότε συνεπληρώθη ο καιρός, η Μάρθα εγέννησε τον προφητευθέντα, όστις εκ μόνου του δεξιού μαστού εθήλαζεν. Ως δε ημέραν τινά εδοκίμασεν η Μάρθα να θηλάση το νήπιον και εκ του αριστερού, εκείνο απέστρεψε το πρόσωπον. Επειδή δε επέμενεν η μήτηρ, το νήπιον καθ’ όλην την ημέραν δεν έφαγε. Κατά δε την επελθούσαν νύκτα, ω του εξαισίου θαύματος! ο αριστερός μαστός της Μάρθας εξηράνθη τελείως και εστείρευσε. Τριετές γενόμενον το παιδίον εβαπτίσθη και ωνομάσθη Συμεών. Και ως εξήλθεν εκ της ιεράς κολυμβήθρας, ωμίλησε το νεοφώτιστον ειπόν· «Έχω πατέρα και δεν έχω». Τούτο δε έλεγεν επί ημέρας επτά, σημαίνον την των γονέων άρνησιν και αναχώρησιν και την προς τα ουράνια ανάβασιν. Όσας δε ημέρας η μήτηρ αυτού έτρωγε κρέας, εκείνο εγκρατεύετο και ουδόλως εθήλαζε. Πενταετούς όντος του Συμεών, μέγας σεισμός εγένετο εις Αντιόχειαν και κατεκρημνίζοντο αι οικίαι, φονεύουσαι τους κατοίκους. Έπεσε τότε και η οικία του Συμεών και κατεπλάκωσε τον πατέρα αυτού, όστις και απέθανεν. Η δε μήτηρ αυτού, ευρισκομένη κατά την ώραν εκείνην εντός του Ναού του Προδρόμου και προσευχομένη, ουδέν έπαθεν. Ο δε Συμεών ευρίσκετο εντός του Ναού του Αγίου Στεφάνου. Ως δε εσταμάτησεν ο σεισμός, εξήλθε του Ναού και περιεπλανάτο εδώ και εκεί, ευρούσα δε τούτον γυνή τις τον έφερεν εις την οικίαν της. Η δε Μάρθα, αναζητούσα αυτόν και μη ευρίσκουσα, σφόδρα ελυπείτο, διότι ενόμιζεν ότι εθανατώθη κατά τον σεισμόν. Νύκτα δε τινά είδε καθ’ ύπνον τον Βαπτιστήν, όστις της είπε που ευρίσκετο. Όθεν ευρούσα αυτόν, έχαιρε και ηγάλλετο. Μετά τινας ημέρας είδεν η γυνή καθ’ ύπνον ότι επέταξεν εις τα ουράνια και, βασταζουσα το παιδίον εις τας χείρας αυτής, προσέφερε τούτο εις τον Θεόν, δώρον ευπρόσδεκτον. Έπειτα έλεγε προς τον Συμεών· «Επεθύμουν προ πολλού, τέκνον, να ίδω την θείαν σου ταύτην ανάβασιν, ίνα ο Ύψιστος με απολύση ως αξιωθείσαν να αποδώσω εις Αυτόν καρπόν εκ της κοιλίας μου». Μετά δε τούτο είδεν ο Συμεών εις οπτασίαν τον Δεσπότην Χριστόν καθήμενον επί θρόνου υψηλού και μετεώρου, οι Δίκαιοι συνηθροίζοντο και η βίβλος της ζωής ηνοίγετο. Προς το μέρος της Ανατολής ευρίσκετο ο Παράδεισος της τρυφής και προς Δυσμάς λίμνη πυρός κοχλάζουσα. Τότε ήκουσε την του Κυρίου φωνήν, λέγουσαν· «Εννόησον, Συμεών, τα ορώμενα. Διότι η των Δικαίων λαμπρότης και ο Παράδεισος της τρυφής επαγγέλλονται την αιωνίαν αγαλλίασιν, η δε γέεννα του πυρός την ατελεύτητον κόλασιν. Όθεν έκλεξον το καλύτερον και σπεύσον όχι μόνον να απαλλαγής εκ των δεινών, αλλά και τα ανεκλάλητα αγαθά να απολαύσης, ίνα αιωνίως αγάλλεσαι». Ταύτην την θεωρίαν ως είδεν ο θεοδίδακτος Όσιος, αοράτως και παραδόξως απέκτησε παρά Θεού την γνώσιν και την σύνεσιν των αποκρύφων ιερών αποκαλύψεων. Μεθ’ ημέρας τινάς είδε πάλιν ο Συμεών προ αυτού άνδρα λευκοφόρον, ειπόντα προς αυτόν· «Ακολούθει μοι». Ευθύς τότε ο Συμεών υπήκουσεν, ο δε φανείς ωδήγησεν αυτόν εις χώραν καλουμένην Τιβερινήν, πλησιάζουσαν προς την Σελεύκειαν και ανεβίβασεν αυτόν εις όρος έρημον, κάτωθεν του οποίου ήτο χωρίον καλούμενον Πίλασα. Έμεινε λοιπόν ο Συμεών εκεί εις την έρημον συνδιαιτώμενος μετά των θηρίων. Ο δε οδηγός αυτού, αφού παρέμεινε μετ’ αυτού ολίγας ημέρας και εδίδαξεν αυτόν πως να πορεύεται, ανεχώρησε. Παραμείνας τότε ο Συμεών μόνος έκρινε καλόν να βαδίση προς τα εσώτερα. Περιπατήσας δε επί πολύ, εύρε μικρόν Μοναστήριον, εις το οποίον έζη Ηγούμενός τις ενάρετος, ονόματι Ιωάννης, όστις είχε πρίν ίδει οπτασίαν δια τον Συμεών. Όθεν, ως είδεν αυτόν, ησθάνθη πολλήν αγαλλίασιν. Έμεινε δε μετ’ αυτού ο Συμεών, ησυχάζων και διάγων πολιτείαν ισάγγελον. Έτρωγε μόνον ανά επτά ημέρας, πολλάκις δε και ανά δέκα, ότε και έτρωγε μόνον ολίγα βρεκτά όσπρια και έπινεν ολίγον ύδωρ. Και όσον ηύξανε κατά την ηλικίαν, τόσον επρόκοπτε και εις την άσκησιν. Ήτο δε κατά την όψιν ωραίος και η κόμη αυτού ως χρυσή, οι οφθαλμοί του χαρίεντες, ολίγιστα δε ωμίλει, αλλά συνετώς και φρονίμως. Ταύτα πάντα εδείκνυον, ότι εκ Θεού είχε τοιαύτα χαρίσματα. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος, φθονήσας αυτόν, παρεκίνησε κακόν τινα Μοναχόν να τον φονεύση ο δείλαιος, φθονήσας αυτόν, διότι ηγωνίζετο περισσότερον εκείνου εις την άσκησιν και δεν ηδύνατο να τον φθάση. Όταν λοιπόν εκείνος ήγειρε την χείρα, δι’ ης εκράτει την μάχαιραν, ίνα τον φονεύση, ευθύς εκ θείας ενεργείας εξηράνθη η χειρ αυτού και τόσον δριμύν πόνον ησθάνθη εις την καρδίαν, ώστε εκινδύνευε να αποθάνη. Ελθών τότε εις τον Ηγούμενον έδειξεν εις αυτόν την δεξιάν παράλυτον χείρα του, αλλ’ ησχύνετο, ο ανόητος, να είπη την αιτίαν. Και εν όσω αι ημέραι παρήρχοντο, τόσον εχειροτέρευε. Φοβούμενος λοιπόν τον θάνατον, εξωμολογήθη κρυφίως την ανομίαν του εις τον Ηγούμενον, όστις ωμολόγησε την επιβουλήν εις τον Όσιον και την δικαίαν τιμωρίαν την οποίαν υπέστη ο πάντολμος. Παρεκάλεσε δε αυτόν, ως τέκνον του γνήσιον, να συγχωρήση τον πταίστην και να δεηθή δι’ αυτόν προς τον Θεόν να παραχωρήση την ίασιν εις τον πταίστην. Ευθύς τότε ο αμνησίκακος υπήκουσε και κλίνας την κεφαλήν και τα γόνατα προσηυχήθη. Ως δε ηγέρθη, εσφράγισε δια του σημείου του Σταυρού την ξηρανθείσαν χείρα του πάσχοντος, όστις, ω του θαύματος! είδε την χείρα αυτού υγιά ως και πρότερον. Μετά ημέρας τινάς, ενώ ο Όσιος Συμεών προσηύχετο, βλέπει προ αυτού νέον ωραιότατον κατά την μορφήν. Ηννόησε τότε ότι ήτο ο Δεσπότης Χριστός και λαβών θάρρος, ως ο ηγαπημένος Αυτού Ιωάννης, ηρώτησε τον Κύριον· «Κύριε, πως Σε εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι»; Τότε ο Δεσπότης, ίνα διδάξη τον Όσιον υπομονήν εις τας θλίψεις και νέκρωσιν του σώματος, ήπλωσε τας αχράντους Αυτού χείρας εις σημείον Σταυρού και είπεν· «Ούτως εσταυρώθην, καθώς ηυδόκησα. Συ δε ανδρίζου και υπόμενε». Όμως ο Όσιος Συμεών προς στιγμήν δεν ηννόησε τα υπό του Κυρίου λεχθέντα, όταν όμως εσυλλογίσθη ταύτα, περισσότερον ηγωνίζετο, προσθέτων κόπους εις τους κόπους και άσκησιν εις την άσκησιν τόσον, ώστε, όταν ο Ιωάννης απήγγελλεν εκάστην νύκτα τριάκοντα ψαλμούς, ο Συμεών απήγγελλεν ογδοήκοντα. Πολλάκις δε ανεγίνωσκε και ολόκληρον το Ψαλτήριον και δεν εκοιμάτο καθ’ όλην την νύκτα. Ο δε Προεστώς ημπόδιζεν αυτόν, λέγων· «Αρκεί, τέκνον, μη αγωνίζεσαι περισσότερον και κυβέρνα ολίγον το σώμα σου. Τρώγε μετρίως και κοιμού ολίγον, ως άνθρωπος, δια να δύνασαι να κάμης και τον κανόνα σου. Διότι τα φαγητά δεν μολύνουν τον άνθρωπον, ως είπεν ο Κύριος». Απεκρίθη δε προς αυτόν ο Όσιος Συμεών· «Αληθώς, αλλά παχύνουσι τον νουν, τον λεπτότατον. Ο δε ύπνος μάς αρπάζει από την θείαν μελέτην και νυστάζοντας εξ αδιαφορίας, μας ευρίσκει η προσβολή των εμπαθών λογισμών και εξασθενεί την δύναμιν της ψυχής. Δια τούτο πρέπει να σκληραγωγούμεθα ημείς οι νεώτεροι. Δια να νικήσωμεν τα πάθη». Ούτοι είναι οι θαυμαστοί πρώτοι αγώνες του Συμεών, υπό των οποίων ενοχλούμενοι οι δαίμονες έφερον προ αυτού διαφόρους φαντασίας, ως χρυσού, λίθων πολυτίμων, μουσικών οργάνων, χορών και άλλων ηδονικών πραγμάτων, δια να νικήσουν τον αήττητον. Αλλά ματαίως. Διότι ο Όσιος Συμεών, δια του σημείου του Σταυρού διεσκόρπιζεν αυτούς. Ηξιώθη δε και τελειοτέρας οπτασίας ο Όσιος. Είδε Ναόν Άγιον, εκ του οποίου εξήρχετο δόξα, λαμπρύνουσα αυτόν, εις δε Πατριάρχης έχρισεν αυτόν δια μύρου ευώδους και είπε· «Δια τούτου του μύρου θέλεις διώξει τους δαίμονας και δεχόμενος εξ ουρανού θείαν δύναμιν να αποδείξης κενάς και απράκτους τας προσβολάς αυτών». Τοσαύτης ευδοκίας παρά Θεού έτυχεν ο Όσιος. Ήλθε κάποτε εις την Μονήν δαιμονιζόμενος τις. Ο δε δαίμων, ως είδε τον Συμεών, αρπάσας ελεεινώς τον άνθρωπον από τας χείρας εκείνων, οίτινες τον εκράτουν, έσυρεν αυτόν προς το όρος, ίνα τον κρημνίση. Ο Όσιος τότε προσεκάλεσε τον δαιμονιζόμενον, δια του ονόματος του Κυρίου, να έλθη προς αυτόν. Εκείνος δε, φοβηθείς, επέστρεψεν. Ο δε Όσιος, σφραγίσας αυτόν δια του σημείου του Σταυρού, επετίμησε τον δαίμονα, όστις έφυγεν αμέσως και ο πρώην δαιμονιζόμενος απέμεινεν υγιής. Όμως ο δαίμων, δια να εκφοβίση τον Όσιον, συνήθροισεν άλλους πολλούς δαίμονας και πλήθος ερπετών, τα οποία, μετά των δαιμόνων, εσφύριζον επί ημέρας πολλάς και έκαμνον τόσον θόρυβον, ώστε οι Μοναχοί δεν ηδύναντο να ησυχάσουν. Ταύτα δε ίνα εμποδίσουν τον Όσιον από τον αγώνα της ασκήσεως. Όμως ούτος ο ευλογημένος δεν εφοβείτο τελείως και απεδίωκε τούτους, ψάλλων τον ενενηκοστόν Ψαλμόν του Δαβίδ· «Ο κατοικών εν βοηθεία του Υψίστου…» (Ψαλμ. 90:1). Αλλά και πάλιν επολέμουν αυτόν οι δαίμονες, άλλοτε αρπάζοντες το κουκούλιον και το ιμάτιον αυτού, άλλοτε δια σφοδρών ανέμων, αστραπών και βροντών, άλλοτε κατακρημνίζοντες αυτόν και άλλοτε δι’ άλλων τοιούτων εφευρημάτων. Αλλ’ η Χάρις του Θεού εφύλαττε πάντοτε τον Όσιον. Ενουθέτει δε ο Όσιος τους Μοναχούς θαυμασιώτατα και δια ψυχοσωτηρίων λόγων, τόσον ώστε εκείνοι εξίσταντο δια την σύνεσιν αυτού. Έλεγον δε οι αδελφοί, άλλος μεν, ότι είδεν Άγγελον Κυρίου κρατούντα εις την δεξιάν αυτού κηρόν μελίσσης πλήρη μέλιτος, τον οποίον προσέφερεν εις τον Όσιον, άλλος δε, ότι είδε περιστεράν καθεζομένην επί της κεφαλής αυτού και εκείθεν πετώσαν εις τα ουράνια. Όταν δε οι Μοναχοί έλεγον ταύτα, ηξιώθη και άλλου υψηλοτέρου οράματος ο Όσιος. Είδεν ότι ηρπάγη μέχρι του ουρανού και ανήλθεν επτά κλίμακας. Ερωτήσας δε τις ήτο ο τόπος εκείνος, ήκουσε φωνήν λέγουσαν· «Είναι οι επτά ουρανοί τους οποίους ανήλθες και τώρα βλέπεις και τον Παράδεισον». Είδε δε εντός αυτού παλάτιον πάμφωτον και πηγήν μύρον αναβλύζουσαν, αλλ’ ανθρώπους δεν είδεν, ει μη μόνον τον Αδάμ και τον ληστήν. Ότε δε συνήλθεν, εξωμολογήθη εις τον Ιωάννην το όραμα, εκείνος δε εδόξαζε τον Θεόν, τον δωρήσαντα τοσαύτην χάριν εις τον δούλον Αυτού τον ευλογημένον Συμεών. Είχε δε και την εξής αρετήν ο μακάριος. Όταν ήρχετο τις πτωχός, εξεδύετο το ράσον του και έδιδε τούτο εις τον πτωχόν, μένων αυτός γυμνός πολλάκις εν ώρα χειμώνος. Ο δε Ιωάννης, λυπούμενος αυτόν δια την τοιαύτην κακοπάθειαν, έδιδεν άλλο ιμάτιον. Άλλοτε έμεινεν επί ένα χρόνον κατά γης καθήμενος και εκόλλησαν οι μηροί αυτού μετά των κνημών του. Εσάπησαν δε αι σάρκες του και απέπνεον ανυπόφορον δυσωδίαν. Όθεν ο Ιωάννης έφερεν ιατρόν δια να τον θεραπεύση. Αλλ’ ο Όσιος, μειδιάσας είπε· «Ζη Κύριος ο Θεός μου, όστις και θέλει με θεραπεύσει, προς τον οποίον εκ κοιλίας μητρός μου εμαυτόν αφιέρωσα. Όθεν ας πράξη το θέλημα Αυτού». Και πράγματι, ταύτα λέγων, ω του θαύματος! εγένετο τελείως υγιής. Ούτω πολιτευόμενος ο Όσιος δια της προσευχής του, κατεβίβασεν εξ ουρανού φλόγα πολύφωτον, ήτις, ως άλλοτε οι Απόστολοι κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, εφώτισεν αυτόν δια Πνεύματος Αγίου και ήρχισε να συνθέτη λόγους περί μετανοίας και μελλούσης Κρίσεως, ερμηνεύων χωρία των θείων Γραφών και δυσνόητα κείμενα, καταπλήσσων άπαντας. Πληρούμενος δε έτι μάλλον θείας Χάριτος ο μακάριος Συμεών και καθ’ εκάστην ανερχόμενος προς θερμοτέραν πίστιν, προσέταξε να κατασκευάσουν δι’ αυτόν στύλον ύψους τεσσαράκοντα ποδών. Όταν δε κατεσκεύασαν αυτόν, ήλθεν ο Αρχιεπίσκοπος της Αντιοχείας μετά του Επισκόπου Σελευκείας και αφού ήναψαν φωτισμόν μέγαν, έφεραν τον Συμεών εις το Θυσιαστήριον και τελέσαντες την ιεράν Λειτουργίαν, εχειροτόνησαν αυτόν Ιεροδιάκονον και είτα τον ανεβίβασαν εις τον στύλον με πολλήν ευλάβειαν. Έμεινς λοιπόν οκτώ χρόνους εκεί εις τον στύλον, όπου περισσότερον ηγωνίζετο, διότι οι δαίμονες ηνώχλουν αυτόν με νυκτερινάς φαντασίας. Εκεί είδεν όραμα, καθ’ ο γέρων τις, ιερατικήν στολήν ενδεδυμένος, κατήλθεν εξ ουρανού κρατών ποτήριον άγιον και σωτήριον και εκοινώνησε δια των Αχράντων Μυστηρίων τον Όσιον, ειπών· «Ανδρίζου και ας ενδυναμούται η καρδία σου, διότι πλέον δεν θέλεις ενοχληθή υπό ενυπνίων». Εγνώρισε δε και του Ηγουμένου την κοίμησιν, αγωνιζομένου και τούτου εις την βάσιν του στύλου κατά το παράδειγμα του Συμεών. Προσκαλέσας δε αυτόν εκ του ύψους του στύλου, ανήγγειλεν εις αυτόν, ότι μετ’ ολίγας ημέρας μεταβαίνει προς Κύριον και να ετοιμασθή ως έπρεπεν. Ο δε μακάριος Ιωάννης ουδόλως εταράχθη, αλλά μάλλον εχάρη, διότι έμελλε να υπάγη προς Κύριον. Αληθώς δε μετ’ ολίγας ημέρας ανεπαύθη, ο δε Συμεών προσηύχετο εις τον στύλον ημέραν και νύκτα, απαγγέλλων το Ψαλτήριον και τας ωδάς του Μωϋσέως, κατήρχετο δε και έκαμνε και μετανοίας και γονυκλισίας δια τον απελθόντα Ηγούμενον αυτού. Αλλά και νέας προσβολάς του δαόμονος εδέχθη επί του στύλου ο Όσιος, έως ότου κατασυνέτριψε τούτον δια παντός, ησθάνθη δε τότε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και Δεσπότην της Κτίσεως, ελθόντα εν μέσω των Αγίων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ. Εδέετο τότε ο Όσιος μετά φόβου Θεού να δωρήση εις αυτόν ο Κύριος καρπούς αγαθούς και να ενισχύση τούτον, ίνα φυλάττη τας θείας εντολάς του. Όθεν ο Θεός, ο αντιδοξάζων τους Αυτόν δοξάζοντας, εσφράγισε τρις τον Όσιον δια των αγιωτάτων Αυτού δακτύλων, δωρίζων εις αυτόν την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, να τελή θαύματα. Κατά το όραμα λοιπόν τούτο και τα θαύματα ηκολούθησαν και όσοι δαιμονιζόμενοι ήρχοντο προς τον Όσιον, επέστρεφον υγιείς ευλογούντες τον Κύριον. Έλαβε δε μήνυμα παρ’ Αγίων Αγγέλων ότι όχι μόνον δαιμονιζομένους θα ιατρεύη, αλλά και πάσαν ασθένειαν. Και όχι μόνον δια της αφής των χειρών του, αλλά και δια της μηλωτής και δια του τριχίνου ράσου και δια της ράβδου του θα τελούνται θαυμάσια, ζώντος του Οσίου και μετά την κοίμησιν αυτού. Ούτω, δωρηθείσης εις τον Όσιον της θείας Χάριτος, δια της δυνάμεως του Θεού, ενήργει καθημερινώς θαυμάσια, εξ ων θέλομεν εν συντομία διηγηθή τινα, προς απόδειξιν και των άλλων. Άνθρωπός τις εκ Καππαδοκίας είχε δαιμόνιον χαλεπόν και προσελθών εις τον στύλον, εβόα κάτωθεν αυτού λέγων· «Ελέησόν με, δούλε του Θεού, διότι θανατούμαι υπό του δαίμονος». Ο δε Όσιος, μετάτρεις ημέρας έκυψεν εκ του στύλου και αφού επετίμησε τον δαίμονα, έδωσεν εις τον άνθρωπον τεμάχιον εκ του ράσου του και τον απέστειλεν εις τον οίκον του. Και αληθώς, ω του θαύματος! όχι μόνον ο άνθρωπος εκείνος επανεύρε την υγείαν του, αλλ’ έδιδεν και εις άλλους αρρώστους εξ εκείνου του ράσου, οίτινες θεραπευόμενοι εδόξαζον τον Θεόν. Και έτερον νέον, ομοίως εκ δαιμονίου πάσχοντα, ο Όσιος ιάτρευσε δια της Χάριτος του Θεού. Έτερος τις εξ Αντιοχείας υπέφερεν εκ βαρυτάτης νόσου του στομάχου και επόνουν όλα αυτού τα σπλάγχνα, εις σημείον ώστε εκυλίετο κατά γης κραυγάζων γοερώς. Και πάλιν ο Όσιος, δια τεμαχίου εκ του ράσου αυτού, ιάτρευσε τον άνθρωπον τούτον. Και νέον τινά, αποθανόντα, επανέφερεν εις την ζωήν δια της προσευχής του ο Όσιος. Αλλά και δια νέου οράματος κατηγλαϊσθη ο Όσιος. Είδε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν μετά των ταγμάτων των θείων Αγγέλων, εξ ων οι πρώτοι εκράτουν στέφανον πολύτιμον και Σταυρόν απαστράπτοντα, κρατούντες δε βασιλικήν πορφύραν, ήθελον να τον ενδύσουν δια της πορφύρας την οποίαν εκράτουν. Αλλ’ ο Όσιος δεν ήθελε. Τότε οι Άγιοι Άγγελοι είπον προς αυτόν· «Στεφανώθητι δια τούτων τον Θεόν και Πατέρα και τον Μονογενή Αυτού Υιόν και ενδύθητι ως πορφύραν το Πνεύμα το Άγιον, ίνα συμβασιλεύσης μετά των Αγίων Βασιλείαν αιώνιον». Τότε ο Όσιος έστρεψε τους οφθαλμούς προς τον Δεσπότην και λέγει προς Αυτόν· «Δέσποτα Κύριε, επειδή κατηξίωσάς με τον ανάξιον να συμβασιλεύσω μετά των Αγίων Σου, παρακαλώ την αγαθότητά Σου να μοι παραχωρήσης την χάριν να μη χρειασθώ πλέον τροφήν ανθρώπινον». Ταύτα ειπών, ήκουσε το Δεσπότου ευδοκήσαντος να εισακούση της τοιαύτης αιτήσεως, ευθύς δε οι Άγιοι Άγγελοι ενέδυσαναυτόν δια της βασιλικής πορφύρας, την οποίαν του εφόρεσαν άνωθεν του ράσου του,επί δε της κεφαλής αυτού απέθεσαν διάδημα, ψάλλοντες ύμνον προς Χριστόν τον Θεόν και ευφημίζοντες τον Όσιον. Μετά την θείαν ταύτην επιφάνειαν, νέα θαύματα ετέλει ο Όσιος, πολλοί δε ασθενείς, ακούοντες την φήμην αυτού, προσέτρεχον προς τον Όσιον, ζητούντες την μεσιτείαν αυτού προς τον Πανάγαθον Θεόν δια την ίασιν των ασθενούντων. Επειδή δε πλήθος μέγα ήσαν οι προσερχόμενοι, ηυλόγησε ράβδους και έδωκεν εις τους μαθητάς του, οίτινες εγγίζοντες δια τούτων τους ασθενείς και προσευχόμενοι ιάτρευον τούτους, απομακρύνοντες προ παντός εκ των ανθρώπων τα κακά πνεύματα. Δια να μη κενοδοξήσουν δε οι μαθηταί αυτού ότι αυτοί ιάτρευον τους νοσούντας, ευθύς ως εθεραπεύοντο τρεις, πάλιν ο Άγιος ηυλόγει τας ράβδους, επικαλούμενος δια θερμής προσευχής την θείαν Χάριν. Ούτω και εκ των οδόντων των θηρίων ανθρώπους διέσωσε δια της επικλήσεως του θείου Ονόματος και πάσαν νόσον εθεράπευε. Και την κατά της Αντοχείας επιδρομήν του βασιλέως των Περσών Χοσρόη μετά των Χαλδαίων προείδε και την σφαγήν των κατοίκων αυτής ένεκα των αμαρτιών των, δια θερμής δε προς τον Θεόν δεήσεως το όρος όπου ευρίσκετο η Μονή αυτού εκάλυψε δια νέφους, ώστε να αποκρύψη την Μονήν από τα βλέμματα των βαρβάρων, τυφλόν δε γέροντα πληγωθέντα δια ξίφους εις τον λαιμόν υπό των βαρβάρων εθεράπευσεν, ω του θαύματος! δι’ επιθέσεως επί της πληγής αυτού πηλού, τον οποίον ο ίδιος έπλασε δια χώματος και ύδατος. Επειδή όμως εξ όλων τούτων των θαυμασίων, τα οποία ετέλει ο Όσιος, προσήρχοντο προς αυτόν πλήθος ανθρώπων αναρίθμητον, προς παρηγορίαν των πόνων των, εσκέφθη να αναχωρήση εκείθεν, δια να αποφύγη την σύγχυσιν. Ωδηγήθη δε τότε δι’ οπτασίας Κυρίου να μεταβή εις όρος τι ευρισκόμενον προς το δεξιόν μέρος του κίονος. Όθεν εκάλεσε τους αδελφούς και ώρισεν ως πρεσβύτερον τούτων τον εναρετώτερον. Καταβάς δε εκ του στύλου προσηυχήθη δι’ αυτούς και δώσας και λαβών συγχώρησιν απεχαιρέτησε τούτους και ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις την κορυφήν του όρους εις τον υποδειχθέντα δια του οράματος τόπον. Ανελθών δε επί πέτρας προσηυχήθη. Ήτο δε τότε τριάκοντα χρόνων. Την επομένην μετέβησαν, ως συνήθως, εις τον στύλον πολλοί ασθενείς, αλλά μαθόντες ότι ανήλθεν εις την κορυφήν του όρους μετέβησαν εκεί, προς θεραπείαν των. Ελυπήθη τότε ο Όσιος, βλέπων ότι ούτε εκεί ηδύνατο να ησυχάση, αλλ’ ευσπλαγχνισθείς τα δάκρυά των, επέθετε την χείρα αυτού επί της κεφαλής ενός εκάστου και εθεράπευεν αυτούς δια της θείας ευσπλαγχνίας. Εκεί ευρισκόμενος ο Όσιος ετέλεσε πλείστα θαύματα. Διότι και εκ του στόματος λέοντος έσωσεν ασθενή τινα προσερχόμενον προς αυτόν και τον λέοντα εκ του όρους απεδίωξεν, αποστείλας τον μαθητήν του Αναστάσιον εις την φωλεάν του θηρίου, προς το οποίον είπεν εκείνος· «Εις το όνομα του Κυρίου, λέγει ο δούλος Αυτού Συμεών, φύγε εκ του όρους και μη επιστρέψης πλέον». Λοιμικήν δε νόσον, επιπεσούσαν εις την Αντιόχειαν, κατέπαυσε, νέον δαιονιζόμενον ιάτρευσε και από άνθρωπον τινά δηχθέντα υπό όφεως απεμάκρυνε τον κίνδυνον, ενδύσας μάλιστα αυτόν, όντα γυμνόν. Και σεισμόν μέγαν προέβλεψε και τυφλόν και παράλυτον, δαιμονιζόμενον δε υπό τριών δαιμόνων, κατέστησεν υγιά· και παρθένον πάσχουσαν εκ σήψεως του ποδός εθεράπευσε και εις άλλον παράλυτον και εις δαιμονιζομένην γυναίκα και εις λεπρόν απέδωσε την υγείαν, ουδέν άλλο ζητών παρά τούτων, ει μη την μετάνοιαν από των αμαρτιών αυτών και την επάνοδον εις την τήρησιν των εντολών του Κυρίου. Ήτο δε το όρος του Όσίου, ως είπομεν, έρημον και ούτε ύδωρ είχεν ούτε σπήλαια δια να προφυλάσσωνται τον χειμώνα, μόνον δε καλύβας εκ ξύλων κατεσκεύασαν προς πρόχειρον στέγασιν αυτών. Ο δε Άγιος έμενεν εις την πέτραν άστεγος, φέρων μόνον μικράν μηλωτήν. Οι δε προσερχόμενοι εστενοχωρούντο εκ της ελλείψεως ύδατος και άλλων αναγκαίων, εστενοχώρουν δε και τους συγκεντρωθέντας εκεί αδελφούς. Όθεν ο φιλάνθρωπος Θεός, ο γνωρίζων τας ανάγκας των δούλων του, εφώτισε τον Άγιον, όστις ήκουσε θείας φωνής λεγούσης προς αυτόν· «Πρόσταξον τους αδελφούς να κτίσωσι Μοναστήριον, δια να έχωσιν ολίγην ανάπαυσιν». Ταύτα ακούσας ο Όσιος Συμεών, είδεν Άγγελον Κυρίου, όστις εχάρασσε τα όρια του Μοναστηρίου και το σχήμα της Εκκλησίας. Έπραξε λοιπόν κατά την προσταγήν του Θεού και επρόσταξε τους μαθητάς αυτού να αρχίσουν να κτίζουν το Μοναστήριον. Οι δε παρά του Οσίου ιαθέντες και παραμείναντες εκεί εβοήθουν εις την κατασκευήν του Μοναστηρίου, έκαστος δια της τέχνης την οποίαν εγνώριζεν. Ήλθον δε και άλλοι εκ της Συρίας και εξ άλλων μερών. Ότε δε λόγω του πλήθους των προσελθόντων και των αναγκών της οικοδομής, η ανάγκη του ύδατος κατέστη επιτακτικωτέρα, διότι πλην των άλλων ήθελαν να σβύσουν και έσβεστον, επρόσταξεν ο Όσιος και συνήθροισαν την άσβεστον εις ένα τόπον. Τούτου δε γενομένου, παρεκάλεσε τον Θεόν να χορηγήση ύδωρ εις αυτάρκειαν. Και, ω του θαύματος! ήλθεν άνωθεν βροχή άφθονος, δύο δε μεγάλαι δεξαμεναί κατασκευασμέναι παλαιότερον από τους ειδωλολάτρας, πλήρεις πρότερον πετρών και χωμάτων, εκαθαρίσθησαν και επληρώθησαν δι’ ύδατος. Έκτοτε δε, οσάκις εχρειάζετο ύδωρ, έβρεχεν εξ ουρανού εις αυτάρκειαν πάντων. Ενώ δε έκτιζον τον ξενώνα, πνεύμα ακάθαρτον προκάλεσε σεισμόν φοβερόν και έτρεμον οι κτιζόμενοι τοίχοι, οι δε τεχνίται δεν ηδύναντο να εργασθούν. Τότε ο Όσιος είπε προς Μοναχόν τινά· «Κτύπησον δια της ράβδου σου εις τα θεμέλια και ειπέ τούτους τους λόγους: Ειςτο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σε προστάσσει ο δούλος του Θεού Συμεών, να φύγης από τον τόπον τούτον, πνεύμα ακάθαρτον». Ευθύς δε, ως ο Μοναχός εκείνος εξετέλεσε το προσταχθέν, ω του θαύματος! ο σεισμός έπαυσε και όλα τα της Μονής συνεπληρώθησαν άνευ εμποδίων. Έκτισαν δε και στύλον, εις το πλευρόν του οποίου ανώρυξαν και ετέραν βαθείαν δεξαμενήν, ώστε και δια τους προσερχομένους και δι’ όλας τας υπηρεσίας της Μονής επήρκει το ύδωρ. Νέον θαύμα τότε ετελέσθη. Άνθρωπός τις, Βιγγίλιος ονόματι, δούλος του μακαρίου Πατριάρχου Εφραίμ, ήτο τελείως παράλυτος. Έφεραν δε τούτον εις τον Όσιον και παρεκάλουν να ευσπλαγχνισθή αυτόν. Τότε ο Όσιος είπε προς τον ασθενούντα· «Εάν πιστεύης, ότι η πίστις την οποίαν έχεις προς τον Θεόν δύναται να σε σώση, εγείρου και περιπάτει». Εκείνος απεκρίθη· «Πιστεύω, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, ότι τα πάντα δύνασαι να τελέσης δια του δούλου Σου Συμεών». Ταύτα δε ειπών μεγαλοφώνως, ω του θαύματος! ευρέθη υγιής και επήδησεν όρθιος, δοξάζων τον Κύριον. Ηπλώθη δε η φήμη του μακαρίου Συμεών μέχρι της Ιβηρίας και ήλθον προς αυτόν ασθενούντες πολλοί, οίτινες, αφού εθεραπεύοντο, παρέμειναν εις την αγίαν Μάνδραν του Συμεώνος και ετελειώθησαν εν θεαρέστω πολιτεία. Συνεπληρώθη δε και ο ιερός Ναός, όστις αφιερώθη εις το όνομα της ζωαρχικής και Παναγίας Τριάδος, αλλ’ οι κίονες είχον ανάγκην να λαξευθούν. Όθεν μετέβη τότε προς τον Όσιον αδελφός τις, ονόματι Ιωάννης, όστις δεν εγνώριζε καθόλου γλυπτικήν και είπεν εις τον Όσιον: «Έγγισόν με, Πάτερ, εις την καρδίαν δια της αγίας χειρός σου, ίνα με φωτίση ο Κύριος να πελεκήσω τα μάρμαρα». Ο Όσιος τότε ηυχήθη αυτόν εν ονόματι του Θεού. Και ο λόγος του Οσίου έργον εγένετο και, ως άλλος Βεσελεήλ, ειργάζετο επιμελέστατα εις την Εκκλησίαν. Προείδε δε ο Όσιος και τούτου του Ιωάννου την κοίμησιν. Ότε δε ετελείσεν η οικοδομή του στύλου, κατά την τρίτην ώραν της ημέρας, μετά την Αγίαν Πεντηκοστήν, ότε εορτάζομεν την επιφοίτησιν του Αγίου Πνεύματος, είδεν ο Όσιος κατελθόντα εξ ουρανών τον Δεσπότην Χριστόν εν μέσω πλήθους Αγίων Αγγέλων, ως Αρχιερέα επί του στύλου, λειτουργήσαντα κατά την τάξιν της Εκκλησίας μας με άρτον και οίνον, μετά δε την προσκομιδήν ανήλθεν εις τα ουράνια. Όθεν ιδών ο Όσιος τοιούτον μυστήριον, επλήθυνε τον πόθον αυτού να ανέλθη πάλιν επί του στύλου και συναθροίσας τους αδελφούς, ανεκοίνωσεν εις αυτούς το θείον όραμα με πάσαν ταπείνωσιν. Παρήγγειλε δε να τελούν κατά την ημέραν ταύτην λαμπράν εορτήν και πανήγυριν. Και εκείνοι μεν ούτως έπραξαν, ο δε Όσιος ανήλθεν επί του δευτέρου στύλου, του εν τω Θαυμαστώ Όρει, ήτο δε τότε ετών τεσσαράκοντα. Μεθ’ ημέρας τινάς έφεραν εις τον Όσιον τριετές παιδίον, Επιφάνιον ονόματι, το οποίον εκινδύνευε να αποθάνη εκ πόνων της κοιλίας. Και τούτο το παιδίον εθεράπευσεν ο Όσιος δια μόνης της επιθέσεως της χειρός αυτού. Ιερεύς δε τις, Θωμάς ονόματι, εκ χωρίου καλουμένου Παράδεισος, εβλασφήμει εκ συνεργίας του δαίμονος. Ενώ δε ήτο ετοιμοθάνατος, δεν εξήρχετο η ψυχή του, αλλ’ απώλεσε την λαλιάν του, με τους οφθαλμούς δε ανοικτούς εβασανίζετο επί εξήκοντα ημέρας. Ηννόησε τότε την αμαρτίαν του και δια σχημάτων είπεν εις τους παρεστώτας· «Ζητήσατε δι’ εμέ συγχώρησιν από τον Άγιον Συμεών, διότι ανεθεμάτισα κάποτε αυτόν και δια τούτο δικαίως τώρα κολάζομαι». Όθεν οι συγγενείς αυτού διεμήνυσαν ταύτα εις τον Όσιον Συμεών, όστις εκάλεσε μαθητήν του τινά και είπε προς αυτόν· «Λάβε ένα εκ των άρτων της ευλογίας και σπεύσον εις τον Πρεσβύτερον Θωμάν, όστις, ως ασπασθή τον άρτον, θέλει του συγχωρηθή το αμάρτημα». Ούτω και εγένετο. Διότι ευθύς ως ο Ιερεύς ησπάσθη τον άρτον, έλαβε παρά Θεού συγχώρησιν και απέθανε. Εις την Ορεινήν γυνή τις εγέννησε παιδίον τελείως τυφλόν, οι δε γονείς του απεφάσισαν να φέρουν τούτο εις τον Όσιον και να τον παρακαλέσουν να το θεραπεύση. Παραλαβόντες λοιπόν αυτό ανήρχοντο εις το όρος, καθ’ οδόν δε κατάκοποι ως ήσαν εκ της ανοδικής των εκείνης οδοιπορίας εκάθησαν ολίγον δια να αναπαυθούν. Τότε, ω του θαύματος! βλέπουσι το παιδίον με ανοικτούς τους οφθαλμούς και τελείαν την όρασιν. Όθεν δραμόντες προς τον Όσιον ηυχαρίστουν αυτόν μετά δακρύων, διηγούμενοι το συμβάν. Ούτως η προς Θεόν παρρησία αυτού επρόφθανε την των αιτούντων ανάγκην, κατά την πρόθεσιν της καρδίας των. Αλλά και γυναίκα δαιμονιζομένην και διαζευχθείσαν εθεράπευσε και επανέστειλεν εις τον σύζυγον αυτής, ετέρα δε αιμορροούσα επί τρεις χρόνους ιατρεύθη, εγγίσασα μετ’ ευλαβείας και πίστεως το ράσον του Οσίου. Επιδημίας δε ενσκηψάσης επί των Μοναχών, άλλοι μεν έπιπτον ασθενείς, άλλοι δε, οι ασθενέστεροι, απέθνησκον. Μεταξύ δε τούτων απέθανε και εις Κόνων ονόματι, τον οποίον ο ΄Οσιος υπερηγάπα. Δια θερμών δε προσευχών προς τον Πανάγαθον Θεόν και την Υπεραγίαν Θεοτόκον ανέστησεν αυτόν δια της Χάριτος του Θεού, απεμάκρυνε δε και εκ των άλλων Μοναχών την νόσον. Και Ιερεύς τις των Ιβήρων μετέβη προς τον Όσιον. Αφού δε συνωμίλησαν και λίαν ωφελήθη ο Ιερεύς εκείνος, απερχόμενος έλαβε τρίχας τινάς του Οσίου και φθάσας εις τον τόπον του έκτισε Ναόν και έθεσεν εις τον Σταυρόν τας τρίχας του Συμεών. Εθαυματούργουν λοιπόν αύται και υπό των ευεργετουμένων προσεφέροντο δώρα εις τον Ναόν. Όθεν εφθόνησαν αυτόν οι άλλοι Ιερείς των Ιβήρων και τον εσυκοφάντησαν εις τον Επίσκοπον, ότι ήτο μάντις και επλάνα τον λαόν. Καθήρεσε τότε ο Επίσκοπος τον πτωχόν Ιερέα. Υποστάς λοιπόν ο αγαθός εκείνος Ιερεύς διπλήν την συμφοράν, επεκαλέσθη τον Όσιον Συμεών. Και τότε εισήλθε δαιμόνιον εντός του Επισκόπου, όστις υποφέρων και εννοήσας την αιτίαν, εζήτησε συγχώρησιν από τον Ιερέα. Εκείνος δε προσεκόμισε τον περιέχοντα τας τρίχας του Οσίου Σταυρόν, τον οποίον ασπασθείς ο Επίσκοπος ιάθη και επανέφερε τον Ιερέα εις το αξίωμά του. Επειδή λοιπόν εγένοντο πανταχού σημεία πολλά δια του Οσίου, συνηθροίζετο πλήθος πολύ εις το Μοναστήριόν του, ίνα λάβουν ευλογίαν εκ των ιδίων αυτού χειρών. Όθεν έπρεπε να λάβη και την Ιερωσύνην, διότι έως τότε ήτο Διάκονος, αλλ’ ο μακάριος Συμεών, ως ταπεινόφρων, έλεγεν, ότι δεν είναι άξιος αυτής. Δι’ οπτασίας όμως επείσθη αν και δεν ήθελεν, ότι ήτο θέλημα Θεού να λάβη την αξίαν ταύτην, ως υπεράξιος. Την επομένην ήλθεν εις το Μοναστήριόν του ο Επίσκοπος Σελευκείας Διονύσιος, όστις, αναβάς εις τον στύλον, ησπάσθη τον Όσιον, και του είπεν· «Ο Θεός, όστις γνωρίζει σε πριν ή γεννηθής, ηυδόκησε να γίνης Πρεσβύτερος». Τότε ο Όσιος, μετά μεγάλης ταπεινώσεως και μετά βίας εδέχθη το αξίωμα τούτο. Αφού δε εισήλθον εις το Θυσιαστήριον, ο Αρχιερεύς εχειροτόνησεν Ιερέα τον και προ της Ιερωσύνης ιερώτατον. Ήτο δε τότε τεσσαράκοντα τριών ετών ο Όσιος. Ο δε Σελευκείας Διονύσιος, δώσας και λαβών ειρήνην και συγχώρησιν, ανεχώρησε χαίρων. Οι μαθηταί τότε του Οσίου παρεκάλουν αυτόν να τελέση Λειτουργίαν δια να ευλογήση τούτους ως έπρεπεν. Εκείνος όμως, ένεκα της θερμής αγάπης την οποίαν έτρεφε προς τον ποθούμενον Χριστόν, εδειλία να εγγίση τα Άγια, έως ότου απεκαλύφθη εις αυτόν άνωθεν δι’ οπτασίας κατά την οποίαν είδε, ότι ελειτούργει, παρίσταντο δε εκεί Άγιοι Άγγελοι, οίτινες είπον· «Εάν τις δεν κοινωνή προς την ομολογίαν ταύτην της Πίστεως, ανάθεμα έστω». Όθεν, ταύτα πληροφορηθείς, ετέλεσε την θείαν Λειτουργίαν και ηυλόγησεν άπαντας. Νέα θαύματα ήρχισε τότε να τελή, δια της Χάριτος του Κυρίου Ιησού Χριστού και Θεού ημών. Ούτω και όφιν εισελθόντα εντός της κοιλίας μεθύσκοντος Ίβηρος, ενώ εκοιμάτο, εξέβαλε, και εις κόρην άλαλον και παράλυτον έδωσε την λαλιάν και την κίνησιν και εις τον τυφλόν αυτής πατέρα, δια μιας λέξεως, εδώρησε την όρασιν. Και γυναίκες εστερημέναι μητρικού γάλακτος και στείραι και δαιμονιζόμεναι μετά των εν τη κοιλία αυτών βρεφών εθεραπεύθησαν, δια της προσευχής του Οσίου, τυχούσα εκάστη εκείνου το οποίον εζήτησεν. Έτερον δε εξ Αντιοχείας παράλυτον, αλλ’ ειδωλολάτρην, έπεισε να αρνηθή τα είδωλα και να ομολογήση τον Δεσπότην Χριστόν Υιόν Θεού και την Αειπάρθενον Υπεραγίαν Θεοτόκον Μητέρα Αυτού, καθώς και Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα ένα Θεόν. Αφού δε ταύτα εποίησεν εκείνος, έπλυνε τας χείρας του ο Όσιος και δια του απονίμματος αυτού έχρισε τον ασθενούντα, όστις ιάθη τελείως. Αλλά και έτερον νεκρόν ανέστησε, δια κατανυκτικής προσευχής του. Όμως αναρίθμητα είναι τα θαύματα, αγαπητοί, τα οποία δια της φιλανθρωπίας του Κυρίου ετέλεσεν ο Όσιος· εάν δε θελήσωμεν να διηγηθώμεν άπαντα, ο χρόνος ήθελε καταλάβει ημάς. Διότι εκ δαιμονιώντων τους δαίμονας απεδίωξε και κωφούς, χωλούς, παραλυτικούς και ετοιμοθανάτους ιάτρευσεν, ένα δε μόνον θέλω ακόμη διηγηθή εμπιστευόμενος εις την καλωσύνην σας, ίνα και το διορατικόν του Οσίου Πατρός ημών Συμεών του Θαυμαστορείτου γνωρίσητε. Μοναχός τις ήτο κεκλεισμένος επί χρόνους πολλούς εντός οικίας τινός εις την Λαοδίκειαν της Συρίας, ησυχάζων. Αποκαμών δε εκ της ησυχίας, διεμήνυσεν εις τον Όσιον Συμεών, ότι είχε πόθον πολύν να προσκυνήση αυτόν. Ο δε Όσιος, ως προορατικός, ηννόησε την κατάστασιν του Μοναχού και έγραψεν εις αυτόν, ότι δεν θα ήτο πρέπον να καταφρονήση την ησυχίαν του, δια να προσκυνήση άνθρωπον αμαρτωλόν και καλλίτερον θα είναι να προσκυνή τον Θεόν εις τον οίκον του. Έκαμε τότε υπομονήν ο Μοναχός. Αλλά μετ’ ολίγον καιρόν πάλιν ηνώχλει αυτόν ο λογισμός και μη δυνάμενος να υποφέρη, εξήλθεν εκ του κελλίου του και , εκ συνεργίας του πειρασμού, έπεσεν, ο ταλαίπωρος, εις πορνείαν. Μεταβάς δε εις τον Όσιον, δεν ωμολόγησε το αμάρτημά του, ένεκα της αισχύνης της πράξεως, αλλ’ έκαμνεν ότι ελυπείτο, διότι κατεφρόνησε την ησυχίαν του. Ο δε Όσιος, όστις εγνώριζε τα απόκρυφα, δια να φέρη τούτον εις μεταμέλειαν και να σωθή και δια να λάβουν οι μαθηταί αυτού παράδειγμα, ίνα φυλάττωνται, απεκάλυψε παρουσία πάντων την αμαρτίαν του Μοναχού, ειπών· «Δεν σε κατακρίνω, διότι κατέστρεψες τον τοίχον του κελλίου σου, επειδή ευκόλως δύνασαι να κτίσης πάλιν αυτόν και να κλεισθής εντός αυτού, ως και πρότερον. Αλλά σε λυπούμαι, διότι, πορνεύων, κατεκρήμνισες τον πύργον της ψυχής σου και κατέστης, φεύ! αιχμάλωτος του διαβόλου». Ταύτα ακούσας ο Μοναχός εθαύμασεν ομού και ησθάνθη εντροπήν. Πεσών δε επί της γης έκλαιε, ζητών συγχώρησιν και ομολογών το βάρος της ανομίας του. Τότε ο Όσιος, οπλίσας αυτόν δια της σφραγίδος του Σταυρού, κατέστησεν αυτόν εις το εξής άτρωτον υπό του διαβόλου και συγχωρήσας και ευχηθείς αυτόν απέστειλεν εις τα ίδια. Αλλ’ επειδή ήτο άνθρωπος, ήλθεν η ώρα να μεταβή προς τον ποθούμενον. Ήτο δε τότε χρόνων ογδοήκοντα πέντε, εκ των οποίων τεσσαράκοντα πέντε έμεινεν επί του δευτέρου στύλου του εν τω Θαυμαστώ Όρει, κάτωθεν του οποίου ήτο το Μοναστήριόν του, το οποίον Μάνδραν ωνόμασαν. Δια τούτο, όταν αναγιγνώσκωμεν μικρόν αγιασμόν, λέγομεν: Συμεών του εν τη Μάνδρα. Αλλαχού δε λέγομεν του εν τω Θαυμαστώ Όρει· όμως πρόκειται περί του ιδίου Οσίου Συμεών. Ότε λοιπόν επληροφορήθη εκ Πνεύματος Αγίου, ότι επλησίαζεν εις το τέλος της παροικίας αυτού, εκάλεσε τους μαθητάς του και ανεκοίνωσε το πικρόν δι’ αυτούς μήνυμα, δια τον Όσιον όμως ποθητόν και γλυκύτατον. Είπε δε προς αυτούς και ταύτα: «Αδελφοί και Πατέρες, αδιαλείπτως προσεύχεσθε. Εστέ ταπεινοί τη καρδία. Μισήσατε την φιλαργυρίαν και προσφέρετε ελεημοσύνην όσον δύνασθε. Διότι ο μη ελεών πτωχόν δεν αξιούται να εισέλθη εις τον αιώνιον Νυμφώνα μετά των φρονίμων παρθένων, αλλά κλείεται έξω μετά των μωρών, επειδή ο λύχνος αυτού σβέννυται, ως μη έχων έλαιον. Εκείνος όστις δεν συμπονεί τον αδελφόν και δεν τον βοηθεί εις την ανάγκην του, αρνείται τον Υιόν του Θεού και, τρόπον τινά, δεν ομολογεί, όπως και οι Σαδδουκαίοι, ανάστασιν νεκρών, ουδέ ελπίζει εις την μέλλουσαν ανταπόδοσιν. Φυλάττετε την κατά κράτος εγκράτειαν, διότι αύτη χαλιναγωγεί τας ηδονάς και καταπαύει τον πόλεμον της σαρκός, ούτω δε γίνεσθε σώφρονες. Εάν δε έλθη εις τινα λογισμός ακάθαρτος, ίνα μολύνη την διάνοιάν του, ας φωνάξη ταύτα προς τον Κύριον, μετά πικροτάτων δακρύων· «Δέσποτα Χριστέ, ο των οικτιρμών και του ελέους Θεός, ο πάντοτε υπάρχων και διαμένων εις τους αιώνας, ο τους επί Σοι πεποιθότας μη καταισχύνων, ρύσαι με εκ χειρός εχθρών μου, πρόσχες τη ψυχή μου, σώσον με εν τω ελέει Σου. Το αγαλλίαμά μου, λύτρωσόν με από των κυκλωσάντων με, Κύριε, Κύριε, δύναμις της σωτηρίας μου, επισκίασον επ’ εμέ εν ώρα πολέμου. Ελέησόν με ο Θεός, ο Θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες». Τοιαύτα και τούτων παρόμοια ας λέγη μετά δακρύων και συντριβής καρδίας ο ενοχλούμενος υπό ρυπαρών λογισμών. Και ο Κύριος θέλει βοηθήσει αυτόν». Ταύτα και άλλα έλεγεν ο Όσιος εις τους μαθητάς του. Εκείνοι δε είχον μεγάλον πόθον να τον ερωτήσουν πως απέκτησε τόσην εγκράτειαν. Αλλ’ ευλαβούμενοι, εδίσταζον. Εκείνος όμως, εννοήσας τον λογισμόν των, απεκάλυψε τούτο εις αυτούς κατά την εσχάτην εκείνην ώραν, ως πατήρ φιλόστοργος, ίνα ενισχύση αυτούς καλλίτερον να έχωσι τας ελπίδας των εις τον Θεόν, λέγων προς αυτούς· «Εγώ, αδελφοί και τέκνα μου, πολλάς και μεγάλας ευεργεσίας απήλαυσα παρά του Δεσπότου μου, καθώς γνωρίζετε, αλλ’ εν είναι το μεγαλύτερον δώρον του οποίου ηξιώθην παρά της Εκείνου ευσπλαγχνίας, το οποίον τώρα μόνον σας εμπιστεύομαι. Είναι χρόνοι πολλοί αφ’ ότου παρεκάλεσα την Αυτού αγαθότητα να με απαλλάξη της ανάγκης των φθαρτών τροφών. Αλλά πως να διηγηθώ τα ελέη σου, Χριστέ, και την αγάπην την οποίαν έδειξες προς εμέ τον ανάξιον δούλον Σου; Έβλεπον ερχόμενον εις τον αέρα νέον ωραίον ενδεδυμένον φως ως ιμάτιον, εν στολή ιερατική, όστις εκράτει θείον σκεύος εκ του οποίου δια λαβίδος ελάμβανε και μοι έδιδε τρεις φοράς. Δεν γνωρίζω τι τροφή ήτο εκείνη, κατά την όψιν όμως και την γεύσιν ήτο γλυκυτάτη, αλλά δεν δύναμαι να την περιγράψω. Καθ’ εκάστην δε Κυριακήν μετά την θείαν Λειτουργίαν, μέχρι σήμερον, ήρχετο και μοι προσέφερε ταύτην την θείαν μεταβολήν, ήτις εχόρταινε την καρδίαν μου και με εστήριζεν έως της άλλης Κυριακής και δεν επείνων καθόλου. Τούτο μόνον είχον απόκρυφον και τούτο σας εξεμυστηρεύθην. Να πολιτεύεσθε λοιπόν εναρέτως, καθώς επράττετε και ζώντος εμού, ίνα απολαύση έκαστος κατά τα έργα αυτού». Δια τοιούτων λόγων συνεβούλευε μέχρις εσχάτης αυτού αναπνοής τους μαθητάς αυτού ο μακάριος. Δέκα ημέρας μετά ταύτα, κδ΄ (24ην) τότε του μηνός Μαϊου, ο μακάριος Συμεών απήλθε προς Όν επόθησε Χριστόν, ίνα απολαύση τα άρρητα αγαθά τα οποία δια τούτον, και δια πάντας τους αγαπώντας Αυτόν ητοίμασεν ο των απάντων Δημιουργός και Δεσπότης. Το δε τίμιον και σεβάσμιον αυτού Λείψανον έμεινεν εκεί εις την Μάνδραν αυτού, επί του Θαυμαστού Όρους, όπου τους θαυμασίους αγώνας ετέλεσε και είναι τούτο ταμείον θαυμάτων ακένωτον, αναβλύζον ιάματα όχι μόνον σωμάτων, αλλά και ψυχών, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου