Πελαγία
η αγία Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού του κατά τα
έτη σπδ΄ - τε΄ (284-305) βασιλεύσαντος, καταγομένη μεν εκ Ταρσού της Κιλικίας,
κατοικούσα δε εις Ρώμην. Επειδή δε ο Ρώμης Επίσκοπος Λίνος, όστις και
εχρημάτισε, μετάτον κορυφαίον Πέτρον, πρώτος Επίσκοπος της Ρώμης, εβάπτιζε δια
του Αγίου Βαπτίσματος πολλούς ειδωλολάτρας, κάμνων ούτω τούτους Χριστιανούς, η
μακαρία Πελαγία είδε κατ’ όναρ την μορφήν του Επισκόπου τούτου, όστις την
παρεκάλει να υπάγη να την βαπτίση.
Ως δε εξύπνησεν, εννόησε το όραμα και ζητήσασα άδειαν παρά της μητρός αυτής, ίνα δήθεν μεταβή εις την τροφόν της, προσήλθεν εις τον Επίσκοπον και εβαπτίσθη. Λαβούσα η Πελαγία το Άγιον Βάπτισμα παρέδωκεν ευθύς εις τον Επίσκοπον τον πολύτιμον αυτής ιματισμόν, ίνα διανείμη τούτον εις τους πτωχούς· αύτη δε πορευθείσα εις την τροφόν της με τα ταπεινά φορέματα, με τα οποία ενεδύθη μετά το Άγιον Βάπτισμα, και μη γενομένη δεκτή παρ’ αυτής, επέστρεψεν έπειτα εις την μητέρα της με αυτήν την ταπεινήν ενδυμασίαν. Η δε μήτηρ της, ιδούσα ταύτην τόσον πτωχικώς ενδεδυμένην, ησθάνθη λύπην ανυπόφορον. Επειδή δε η μήτηρ της, αν και την παρεκίνει να αλλάξη τα φορέματα εκείνα και να αρνηθή τον Χριστόν, δεν ηδυνήθη να την καταπείση, δια τούτο απεκάλυψε το γεγονός εις τον υιόν του Διοκλητιανού, όστις ήτο μνηστήρ της. Εκείνος τότε, λυπηθείς καθ’ υπερβολήν, διότι η Πελαγία ηθέτησε τον προς αυτόν έρωτα, αυτοεχειριάσθη. Μαθών όθεν τούτο ο πατήρ του Διοκλητιανός και οργισθείς σφόδρα, συνέλαβε την Πελαγίαν και ενέκλεισεν αυτήν εντός πεπυρακτωμένου χαλκίνου βοός και ούτως η μακαρία έλαβε τον του Μαρτυρίου ακήρατον στέφανον.
Ως δε εξύπνησεν, εννόησε το όραμα και ζητήσασα άδειαν παρά της μητρός αυτής, ίνα δήθεν μεταβή εις την τροφόν της, προσήλθεν εις τον Επίσκοπον και εβαπτίσθη. Λαβούσα η Πελαγία το Άγιον Βάπτισμα παρέδωκεν ευθύς εις τον Επίσκοπον τον πολύτιμον αυτής ιματισμόν, ίνα διανείμη τούτον εις τους πτωχούς· αύτη δε πορευθείσα εις την τροφόν της με τα ταπεινά φορέματα, με τα οποία ενεδύθη μετά το Άγιον Βάπτισμα, και μη γενομένη δεκτή παρ’ αυτής, επέστρεψεν έπειτα εις την μητέρα της με αυτήν την ταπεινήν ενδυμασίαν. Η δε μήτηρ της, ιδούσα ταύτην τόσον πτωχικώς ενδεδυμένην, ησθάνθη λύπην ανυπόφορον. Επειδή δε η μήτηρ της, αν και την παρεκίνει να αλλάξη τα φορέματα εκείνα και να αρνηθή τον Χριστόν, δεν ηδυνήθη να την καταπείση, δια τούτο απεκάλυψε το γεγονός εις τον υιόν του Διοκλητιανού, όστις ήτο μνηστήρ της. Εκείνος τότε, λυπηθείς καθ’ υπερβολήν, διότι η Πελαγία ηθέτησε τον προς αυτόν έρωτα, αυτοεχειριάσθη. Μαθών όθεν τούτο ο πατήρ του Διοκλητιανός και οργισθείς σφόδρα, συνέλαβε την Πελαγίαν και ενέκλεισεν αυτήν εντός πεπυρακτωμένου χαλκίνου βοός και ούτως η μακαρία έλαβε τον του Μαρτυρίου ακήρατον στέφανον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου