Μαρκέλλα η μακαρία και άσπιλος Νύμφη του Χριστού ήτο από την νήσον Χίον,
από ένα χωρίον του επάν μέρους καλούμενον Βολισσόν· τα ονόματα των γονέων της
δεν μας εφανέρωσε καμμία ιστορία, ουδέ εκ παραδόσεως δεν τα ηξεύρομεν· ήσαν
όμως Χριστιανοί, πλουσιώτεροι και επισημότεροι των άλλων του χωρίου. Αλλ’
αποθανούσης της μητρός αυτής νέας την ηλικίαν, έμεινεν ορφανή η Μαρκέλλα και
ανετρέφετο υπό του πατρός.
Έχουσα δε εκ πρώτης ηλικίας αγαθήν προαίρεσιν και καλήν παιδαγωγίαν από την μητέρα της, ήτο και εφαίνετο η ευλογημένη σεμνοτάτη, και κατά πάντα εύτακτος και κοσμία· της δε ηλικίας αυξανούσης, συνηύξανον και τα πρώτα εκείνα καλά, και άλλα νέα προσετίθεντο, διότι πολλήν σπουδήν και επιμέλειαν εδείκνυεν εις την θείαν ευαρέστησιν, νηστεύουσα, προσευχομένη, ελεούσα τους χρείαν έχοντας και άλλας αγαθοεργίας ποιούσα και φυλάττουσα ακριβώς τας εντολάς του Κυρίου η αοίδιμος. Ταύτα βλέπων ο μισόκαλος και κοινός εχθρός της των ανθρώπων σωτηρίας εφθόνησε και ήθελε να την πολεμήση, μη υποφέρων να καταπατή την δύναμίν του μία νέα και απαλή κόρη, μάλιστα δε χωρική και αγράμματος, μηδέν άλλο ηξεύρουσα ει μη Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον. Εφθόνησε λοιπόν και ήθελε να την πολεμήση και αν δυνηθή να την ρίψη εις τον βαθύτατον λάκκον της αμαρτίας, εκείνην ήτις εφαίνετο και ήτο τη αληθεία υψηλή και ανωτέρα των πολλών κατά την αρετήν. Πλην να πολεμήση αμέσως εκείνην, σπείρων δηλαδή πονηρούς λογισμούς εις την καθαράν και θεόφρονα διάνοιάν της, ούτω δε να την νικήση, το εστοχάσθη αδύνατον ο πονηρότατος, ότι αγκαλά και ήτο νέα, είχεν όμως γεροντικόν και ανδρείον φρόνημα και δεν ήνοιγε μετά χαράς τας ακοάς της εις τους δολίους εκείνους ψιθυρισμούς. Όθεν παραιτείται ο μιαρός, ως ασθενής, από τον προς αυτήν άμεσον πόλεμον, δεν την υψώνει εις υπερηφάνειαν, ως πλουσιωτέραν και ωραιοτέραν των άλλων, δεν της ανάπτει τας της νεότητος επιθυμίας, ούτε άλλο τι εκ των βελών αυτού δεν ρίπτει κατ’ αυτής, επειδή όποιον κακόν και αν ήτο εκείνο, όπερ ήθελε την παρακινήσει να κάμη, ήθελεν είναι μέτριον και μικρόν και όχι μέγα και ανήκουστον, ωσάν εκείνο όπερ εις όλον το ύστερον ηγωνίσθη δι’ όλων αυτού των δυνάμεων να κατορθώση, αλλ’ έμεινε κατησχυμμένος, επειδή απέτυχε ο παμμίαρος εχθρός της αληθείας, καθώς ακολούθως θέλομεν ειπεί. Τι δε ήτο το μέγα και ανήκουστον κακόν εις τους Χριστιανούς; Ευρών τον πατέρα της φαυλόβιον και της θείας χάριτος έρημον, κινεί και διεγείρει αυτόν εις σαρκικόν έρωτα αυτής της ιδίας του θυγατρός, φευ της κακίας και πονηρίας του διαβόλου! Φευ των πονηρών αυτού μηχανημάτων! Την μεν Εύαν ηπάτησε δια του όφεως, επειδή ήτο συνηθισμένος εκείνος να εισέρχηται συχνά εις τον Παράδεισον, την δε Μαρκέλλαν εδοκίμασε να απατήση με το μέσον του πατρός της, επειδή ήσαν ημέραν και νύκτα αχώριστοι, ως πατήρ και τέκνον. Τιτρώσκει λοιπόν και πληγώνει αυτόν, ωσάν με βέλη φαρμακερά, με το κάλλος της κόρης. Αρχίζει όθεν ο μιαρός να την βλέπη με ακολάστους οφθαλμούς, εκ δε της θεωρίας του έρχονται αισχραί προσβολαί, εκ των προσβολών συνδυασμοί, εκ των συνδυασμών συγκαταθέσεις και εκ των συγκαταθέσεων ήρχισε και να αποτολμά εις την αθεσμοτάτην πράξιν της αμαρτίας, ήτοι απετόλμησεν ο ανόσιος να λέγη με μεγάλην αυθάδειαν και αναισχυντίαν προς την θυγατέρα αυτού δαιμονικά λόγια, δια να την φέρη εις την πονηράν αυτού γνώμην, καταφρονών και θείους και ανθρωπίνους νόμους με σκοπόν να την έχη, ω τόλμης βαρβαρικής και αθέου! Να την έχη και θυγατέρα και γυναίκα του! Εταράχθη, έφριξεν η σωφρονεστάτη Μαρκέλλα, ούτε καν να τον καλοακούση υπέμεινε. Τι λοιπόν; Επιχειρεί και βιαίως ο απάνθρωπος πατήρ να επιτύχη του μιαρού σκοπού του, η δε φρόνιμος κόρη, την βίαν φοβηθείσα, έφυγεν από την πατρικήν της οικίαν και από το χωρίον, ωσάν να εδιώκετο από Μαξιμιανούς ή Διοκλητιανούς ή Δεκίους, τους αθέους εκείνους τυράννους, έφευγε δε εις τα όρη και διέτριβεν εκεί κρυπτομένη και παρακαλούσα τον νοητόν αυτής νυμφίον Χριστόν να την σκεπάση και να την φυλάξη αμόλυντον. Τι δε ο κάκιστος πατήρ; Τάχα ήλθεν εις τον εαυτόν του; Τάχα εντράπη δια την αποστροφήν της θυγατρός του; Τάχα εσωφρονίσθη; Όχι! Το εναντίον μάλιστα· έγινεν ό,τι συμβαίνει, κατά τον Ιουδαίον Φίλωνα, όταν ο πονηρός ούτος έρως δεν ημπορή να τελειωθή, δεν παύει, αλλά περισσότερον αυξάνει· «αποτυγχανόμενος έρως, ου μετρίως επιτείνεται». Όθεν αποτυχών και αυτός ο ανόσιος, πλέον ήναψεν από τας φλόγας του σατανικού έρωτος· παρεφρόνησεν, εδαιμονίσθη και εξήλθε ζητών αυτήν εις τα βουνά. Η δε μακαρία Μαρκέλλα, ιδούσα τούτον μακρόθεν και νομίζουσα ότι εκείνος δεν την είδε, τρέχει ταχύτατα εις ένα παραθαλάσσιον τόπον και κρύπτεται μέσα εις μεγάλην βάτον· δεν διέφυγεν όμως την προσοχήν του και την είδε. Λοιπόν τρέχει και αυτός εκεί και μη δυνάμενος να εισέλθη εις την βάτον, δια την πολλήν της πυκνότητα, έβαλε πυρ εις αυτήν ο σκληροκάρδιος και θηριογνώμων, δια να την βιάση να εξέλθη, ή, εάν δεν γίνη τούτο, να την καύση μέσα εκεί. Πλην δεν κατώρθωσεν εκείνο όπου ήθελεν, επειδή εξελθούσα από άλλο μέρος η Μαρκέλλα (ότι η βία την ηνάγκαζε να μη ψηφά τελείως τα κέντρα και τα ξεσχίσματα της βάτου) έτρεξε με όλην την δύναμίν της εις την παραθαλασσίαν εκείνην πεδιάδα, και διαπεράσασα την πεδιάδα έτρεχεν επάνω εις τους βράχους και τας πέτρας της θαλάσσης ως έλαφος ταχυτάτη. Ούτως εκείνη μεν η πανεύφημος ηγωνίζετο υπέρ σωφροσύνης, δια να φυλάξη την παρθενίαν της άφθορον, εκείνος δε ο εναγής και ακάθαρτος υπέρ ακολασίας και ασελγείας, δια να πληρώση τον κακόν του σκοπόν· μη δυνάμενος όμως να την φθάση, έρριψε βέλος και την επλήγωσεν· αλλά και πληγωμένη η Μαρκέλλα έτρεχε πάλιν και όσον ηδύνατο έφευγε. Πλην όταν είδεν ότι την έφθανε και πλέον να τρέχη δεν είχε δύναμιν, κατέφυγεν εις την αήττητον δύναμιν του νυμφίου της Χριστού, προσευξαμένη δε εζήτησε να σχισθή και να ανοίξη η πέτρα, όπου ήτο πλησίον της, να την δεχθή μέσα της και να την κρύψη. Και παρευθύς, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ της κτίσεως! Παρευθύς εισήκουσε της δεήσεως αυτής «ο το θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιών Κύριος, και της δεήσεως αυτών εισακούων» και σχισθείσα η πέτρα εκείνη την εδέχθη και την έκρυψε μέσα της, έως επάνω εις τους μαστούς της, ως ποτε την Πρωτομάρτυρα και Ισαπόστολον Θέκλαν. Φθάσας δε και ο πατήρ δαιμονιζόμενος υπό του έρωτος και του θυμού και μη δυνάμενος εκείθεν να την ανασύρη, με απανθρωπίας και σκληρότητος υπερβολήν πρώτον έκοψε τους μαστούς της κόρης με μάχαιραν, ω γνώμης απανθρώπου και θηριώδους! Ω σπλάγχνα! Ω καρδία! Ω χείρες τυραννικαί και όχ πατρικαί! Πρώτον έκοψε τους μαστούς της και τους έρριψεν εις το βουνόν, έπειτα απέτεμε την πάντιμον αυτής κεφαλήν και την έρριψεν εις την θάλασσαν, ούτω δε η μακαρία Μαρκέλλα έλαβε παρά Χριστού τον στέφανον της αθλήσεως ως γέρας και δώρον της σωφροσύνης της και της προς αυτόν διαπύρου αγάπης της. Ηδύνατο δε βεβαίως η θεία παντοδυναμία ή να την φυλάξη ζωντανήν, ή να παραλάβη την αγίαν της ψυχήν εν ειρήνη, πλην δεν έκαμεν ούτως, αλλά την άφησε να λάβη βίαιον θάνατον, δια να παρουσιασθή έμπροσθέν του εστολισμένη όχι μόνον με το καθαρόν ένδυμα της παρθενίας, αλλά και με την πορφύραν των παρθενικών της αιμάτων. Ούτω ως παρθένος μεν εισήλθεν η Αγία εις τον ουράνιον νυμφώνα μετά των φρονίμων παρθένων, ως Μάρτυς δε μετά των ενδόξων Μαρτύρων συνδοξάζεται και ως φύλαξ του θείου νόμου ακριβής μετά των Μακκαβαίων και του Τιμίου Προδρόμου μακαρίζεται· διότι αυτοί δεν παρέδωκαν την ζωήν των εις θάνατον, δια να μη αρνηθούν τον αληθή Θεόν, καθώς ύστερον οι Μάρτυρες, αλλά δια τον νόμον Κυρίου, οι μεν Μακκαβαίοι δια να μη φάγουν από τα φαγητά εκείνα άπερ ημπόδιζεν ο Μωσαϊκός νόμος, ο δε Βαπτιστής και Πρόδρομος ελέγχων την παρανομίαν του Ηρώδου. Κατ’ αλήθειαν δε εις την Αγίαν ταύτην επληρώθη το Ευαγγελικόν εκείνο όπερ λέγει· «Ος δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού, ένεκεν εμού και του Ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν». Διότι απώλεσε την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, δια να φυλάξη τας εντολάς του Ευαγγελίου, ιδού δε έλαβε την αιώνιον και συζή με τον Χριστόν και συνδοξάζεται μετ’ αυτού. Όχι δε μόνον εν ουρανώ δοξάζεται, αλλά και επί γης με παράδοξα θαύματα μεγαλύνεται· διότι η διαρραγείσα εκείνη πέτρα, η την Αγίαν δεξαμένη, ανέβλυσε και αναβλύζει αενάως ύδωρ τερατουργόν, ιαματικόν παντός πάθους και πάσης ασθενείας· «Ζω γαρ εγώ, λέγει Κύριος, αλλ’ η τους δοξάζοντάς με αντιδοξάσω». Βλέποντες όθεν οι άνθρωποι του καιρού εκείνου τα παράδοξα ταύτα θαύματα του εκ της πέτρας αναβλύζοντος αγιάσματος έκτισαν Εκκλησίαν εις το όνομα της Αγίας εις τον τόπον της βάτου όπου εκρύβη, ως προείρηται, και την εορτάζουν ευλαβώς κατ’ έτος. Οι δε πιστοί προστρέχουν εις τον Ναόν και εις το αγίασμα, ένθα οι έχοντες ανάγκην λαμβάνουν την ίασιν των παθών των. Τα θαύματα, όπου ενεργεί αυτό το αγίασμα της αθλοφόρου Μαρκέλλης είναι δύσκολον να τα περιγράψη τις δια το πλήθος. Όθεν και από όλα τα μέρη της Χίου και από τα Ψαρά και από άλλα μέρη προστρέχουν εκεί και λαμβάνουν την θεραπείαν εις τα πάθη των. Εις δε την μνήμην της, ήτις τελείται κατά την 22 του Ιουλίου μηνός, προστρέχει πολύ πλήθος ανθρώπων· διο και τον Ναόν της ανεκαίνισαν εσχάτως και εμεγάλυναν οι εντόπιοι, εκ δε των νέων αυτής θαυμάτων παρέδωσαν εις ημάς και εγράψαμεν τα ακόλουθα. Εις τους χιλίους επτακοσίους ογδοήκοντα δύο χρόνους από Χριστού, Ιερεύς τις από αυτό το χωρίον Βολισσός, έχων παιδίον ασθενές, ηθέλησε να υπάγη να το πλύνηεις το αγίασμα της Αγίας Μαρκέλλης, πλην όχι με την πρέπουσαν και απαιτουμένην πίστιν, αλλά με δισταγμόν και αμφιβολίαν, επειδή ήτο δεινή η ασθένεια του παιδίου. Ησθάνετο λοιπόν λογισμούς απογνώσεως και απελπισίας, πως ούτε η χάρις της Μάρτυρος δεν το υγιαίνει. Τοιούτοι μεν ήσαν οι λογισμοί του Ιερέως και πατρός του παιδίου· τι δε η Αγά; Θέλουσα να δείξη την παρρησίαν όπου έχει προς τον Θεόν, και την θαυματουργικήν χάριν, όπου επλούτησεν, ευθύς όπου έπεσεν εις ύπνον την ημέραν εκείνην ο Ιερεύς, του εφάνη εις τον ύπνον του πως ευρέθη εις τον τόπον του μαρτυρίου της Αγίας, όπου και το αγίασμα πηγάζει, εκεί δε φαίνεται εις αυτόν άνωθεν η Αγία, ελέγχουσα την απιστίαν του και λέγουσα· «Το παιδίον σου βεβαίως θέλει θεραπευθή, και μη αμφιβάλλης εις την θαυματουργικήν χάριν, την οποίαν έλαβον παρά Θεού». Ο δε ταύτα ιδών και ακούσας, τόσον ετρόμαξεν, ώστε εξύπνησεν έντρομος και έμεινεν άφωνος παντελώς, δεν ηδύνατο δε να λαλήση ώραν ικανήν. Αφού δε μόνος καθ’ εαυτόν μετενόησε και την απιστίαν των λογισμών διώρθωσε, τότε ωμίλησε και εις επήκοον των εκεί ευρεθέντων και υπεσχέθη να την εορτάζη εις το εξής, εις την αυτήν δε ώραν, όπου ωμίλησεν εκείνος, εθεραπεύθη και το παιδίον του παραδόξως, ούτω δε επληροφορήθη πραγματικώς εκ των δύο τούτων, άπερ έπαθε και είδε, την χάριν της Αγίας, δοξάζων τον Θεόν και την ένδοξον αυτού νύμφην και Μάρτυρα Μαρκέλλαν. Εν τω αυτώ έτει, άλλος τις Ιερεύς, ονόματι Μιχαήλ, από το αυτό χωρίον, είχε παιδίον ασθενές ικανόν καιρόν, Νικόλαον καλούμενον· επειδή δε παρήρχετο ο καιρός και δεν έβλεπε την υγείαν του, επεκαλέσθη την Αγίαν εις βοήθειαν και την δευτέραν νύκτα, ω της ταχείας αντιλήψεως της Μάρτυρος! Εφάνη εις αυτόν, εις τον ύπνον του, ότι την είδε (καθώς την ήξευρεν από την εικόνα της) και επήγαινεν εις την οικίαν όπου ήτο το παιδίον ασθενές. Εξυπνήσας την πρωϊαν μετέβη να ίδη το παιδίον και, ω του θαύματος! εύρε τούτο υγιές και κατά πάντα καλώς έχον, όθεν εδόξασε τον Θεόν, τον εν τοις Αγίοις αυτού δοξαζόμενον, και την αυτού Μάρτυρα Μαρκέλλαν. Εις τους χιλίους επτακοσίους ογδοήκοντα πέντε χρόνους, εν καιρώ χειμώνος, εκίνησαν τινες από την χώραν δια να έλθουν εις το χωρίον των την Βολισσόν, αλλά τόσον μεγάλη και χιονώδης βροχή τους κατέλαβεν εις τον δρόμον εις τόπον έρημον και ακατοίκητον, ώστε απέκαμε και ελιποθύμησε μία γυναίκα από την συνοδείαν των και να προχωρήση δεν ηδύνατο, αλλά έπεσεν ως νεκρά. Οι άλλοι, μη δυνάμενοι να της προσφέρουν καμμίαν βοήθειαν, την εσήκωσαν και την έβαλον εις το κελλίον μιας Εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, όπου είναι εις τα βουνά εκείνα, εις τόπον λεγόμενον Φλώρι, και εκεί την άφησαν πνέουσαν τα λοίσθια, αυτοί δε συνέχισαν τον δρόμον των και με μεγάλον κίνδυνον της ζωής των ηδυνήθησαν να φθάσουν εις την Βολισσόν. Φθάσαντες εκεί ανήγγειλαν το γεγονός εις τον άνδρα της γυναικός, αυτός δε ακούσας τούτο εδόθη εις θερμήν δέησιν προς την Αγίαν Μαρκέλλαν παρακαλών αυτήν, ότι κοντά εις τα άλλα της θαύματα, να κάμη και τούτο, να την λυτρώση από τον θάνατον. Ταύτα παρεκάλει και εζήτει εκείνος από την Αγίαν, η δε θαυματουργός και συμπαθής Μαρκέλλα επήκουσε της θερμής αυτού δεήσεως. Όθεν φαίνεται εις την γυναίκα και λαμβάνουσα αυτήν από την χείρα, της εφάνη πως την έβαλεν εις την γωνίαν του κελλίου, όπου ήτο φάτνη, έπειτα της εφάνη ότι της έδωκε δοχείον με νερόν και έπιεν. Επειδή δε η χιών επεκράτει, δεν ημπόρεσαν να υπάγουν να την θάψουν, καθώς ενόμιζον ότι ήτο νεκρά, μετά δε εννέα ημέρας πηγαίνοντες δια να την ενταφιάσουν, την εύρον υγιά και καλώς έχουσαν και δυναμωμένην από το νερόν, όπου εν εκστάσει την επότισεν η Αγία. Διηγείτο δε όσα είδε και ήκουσεν από την Αγίαν, εις δόξαν Θεού και εις ευχαριστίαν της Μάρτυρος. Άλλος τις είχε παιδίον τυφλόν, πηγαίνων δε αυτό εις το Μαρτύριον της Αγίας το έπλυνε με το αγίασμα, επικαλεσάμενος δε την χάριν αυτής έτυχε του ποθουμένου· ανέβλεψε δηλαδή το παιδίον του και εις το εξής έβλεπε καθαρά ως και πρότερον. Άλλος τις είχε τους πόδας του παραλύτους και δεν ηδύνατο να περιπατήση, πηγαίνων δε εις τον Ναόν της Αγίας με πίστιν, εζήτησε και ετέλεσαν την θείαν λειτουργίαν δια την υγείαν του και, ω του θαύματος! πίπτων εις τα Άγια, εν καιρώ της μεγάλης εισόδου, εσηκώθη παρευθύς όλος υγιής δοξάζων τον Θεόν και την αυτού Παρθενομάρτυρα Μαρκέλλαν. Γυνή τις από την αντίκρυ νήσον, την επιλεγομένην Ψαρά, είχε πάθος δεινόν μέσα εις το στόμα της, δεν ηδύνατο δε η δυστυχής ούτε να φάγη, ούτε να πίη, αλλά και εις την ομιλίαν μεγάλην δυσκολίαν της έφερε το πάθος. Όθεν εδόθη εις επίσκεψιν των ιατρών δια να λάβη την θεραπείαν του πάθους· πλην ο καιρός παρήρχετο και ιατρείας σημείον δεν εφαίνετο παντελώς εις το πάθος, αλλά από ημέρας εις ημέραν εγίνετο χειρότερον και απετέλει κίνδυνον μέγαν δια την ατυχή γυναίκα. Λυπείται αυτή δια τούτο, κλαίει, αναστενάζει, κατατρώγεται και καταφθείρεται από τους πόνους, αλλά τι να κάμη δεν ήξευρε. Κατά δε το έτος 1780 ητοιμάσθησαν γυναίκες τινές από την νήσον να έλθουν εις προσκύνησιν της Αγίας Μαρκέλλης, μία δε από την συνοδείαν αυτήν λέγει και προς εκείνην, ήτις είχε το ανίατον πάθος· «Εγώ και η δείνα και άλλαι απεφασίσαμεν να υπάγωμεν εις την Χίον εις προσκύνησιν της Αγίας Μαρκέλλης· δεν έρχεσαι και συ, μήπως και σε ελεήση και θεραπεύση το πάθος σου»; Εδέχθη τον λόγον η πάσχουσα, και ελθούσα μετ’ ευλαβείας μεγάλης και πίστεως αδιστάκτου εις τον Ναόν της Αγίας, ομού με τας άλλας γυναίκας, ελειτουργήθησαν εκεί, μετά δε την θείαν Λειτουργίαν επήγαν μετά του εφημερίου εις το ιαματικόν ύδωρ και έψαλαν αγιασμόν, μετά δε την απόλυσιν εν΄φθησαν και έπιον εξ αυτού και παρευθύς, ω του θαύματος! ω της μαρτυρικής σου χάριτος, καλλιπάρθενε και καλλιμάρτυς του Χριστού Μαρκέλλα! Παρευθύς, λέγω, ιατρεύθη το πάθος της ασθενούς γυναικός, και ελάλησεν ανεμπόδιστα, μετά δε ταύτα έφαγε και έπιεν ελεύθερα χωρίς πόνους και έμεινεν εις το εξής εις αυτήν την καλήν κατάστασιν της υγείας της και ούτω τεθεραπευμένη και ελευθερωμένη παντελώς από το πάθος της εδόξαζε τον Θεόν, της δε Παρθενομάρτυρος Μαρκέλης την ιαματικήν χάριν εκήρυττεν. Άλλος άνθρωπος από την Βολισσόν είχε πρησμένους τους πόδας τρεις ολοκλήρους χρόνους, εις όλον δε αυτό το διάστημα του καιρού δεν έπαυεν από το να μεταχειρίζεται διάφορα ιατρικά, και πολλά εξωδεύθη, πλην όχι μόνον καμμίαν θεραπείαν δεν έλαβεν, αλλά και εις το χειρότερον επήγαινε. Κατά δε το έτος 1785, ων αποφασισμένος εις θάνατον και απηλπισμένος από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν, έρριψε μετά πίστεως την ελπίδα του όλην εις την Αγίαν Μαρκέλλαν. Επειδή δε αλλέως ήτο αδύνατον να υπάγη εις τον Ναόν και εις το αγίασμά της, τον εσήκωσαν άλλοι άνθρωποι και ούτω βαστακτόν τον επήγαν εκεί, τελεσθείσης δε της θείας μυσταγωγίας, τον επήγαν πάλιν βαστακτόν εις το αγίασμα και νιψάμενος με αυτό έλαβε την υγείαν του. Μία γυναίκα είχε τους πόδας της από την μέσην και κάτω παραλελυμένους και ξηρούς· επάσχιζε πολλά να τους θεραπεύση με ιατρικά, αλλά δεν επέτυχε του ποθουμένου. Αφού δε απηλπίσθη τελείως από ανθρωπίνην βοήθειαν, τότε ενεθυμήθη την Αγίαν Μαρκέλλαν. Λοιπόν εζήτησε να της φέρουν από το αγίασμά της, κατά δε την νύκτα εκείνην φαίνεται εις τον ύπνο της η Αγία και της λέγει· «Μη λυπείσαι, εγώ θα σου στείλω την ιατρείαν σου». Την ακόλουθον ημέραν της έφεραν το αγίασμα, νίψασα δε με αυτό τους πόδας της ω του θαύματος! εθεραπεύθησαν με την χάριν της Αγίας· ης ταις αγίαις πρεσβείαις ελεήσαι και σώσαι ημάς ο Θεός, ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν.
Έχουσα δε εκ πρώτης ηλικίας αγαθήν προαίρεσιν και καλήν παιδαγωγίαν από την μητέρα της, ήτο και εφαίνετο η ευλογημένη σεμνοτάτη, και κατά πάντα εύτακτος και κοσμία· της δε ηλικίας αυξανούσης, συνηύξανον και τα πρώτα εκείνα καλά, και άλλα νέα προσετίθεντο, διότι πολλήν σπουδήν και επιμέλειαν εδείκνυεν εις την θείαν ευαρέστησιν, νηστεύουσα, προσευχομένη, ελεούσα τους χρείαν έχοντας και άλλας αγαθοεργίας ποιούσα και φυλάττουσα ακριβώς τας εντολάς του Κυρίου η αοίδιμος. Ταύτα βλέπων ο μισόκαλος και κοινός εχθρός της των ανθρώπων σωτηρίας εφθόνησε και ήθελε να την πολεμήση, μη υποφέρων να καταπατή την δύναμίν του μία νέα και απαλή κόρη, μάλιστα δε χωρική και αγράμματος, μηδέν άλλο ηξεύρουσα ει μη Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον. Εφθόνησε λοιπόν και ήθελε να την πολεμήση και αν δυνηθή να την ρίψη εις τον βαθύτατον λάκκον της αμαρτίας, εκείνην ήτις εφαίνετο και ήτο τη αληθεία υψηλή και ανωτέρα των πολλών κατά την αρετήν. Πλην να πολεμήση αμέσως εκείνην, σπείρων δηλαδή πονηρούς λογισμούς εις την καθαράν και θεόφρονα διάνοιάν της, ούτω δε να την νικήση, το εστοχάσθη αδύνατον ο πονηρότατος, ότι αγκαλά και ήτο νέα, είχεν όμως γεροντικόν και ανδρείον φρόνημα και δεν ήνοιγε μετά χαράς τας ακοάς της εις τους δολίους εκείνους ψιθυρισμούς. Όθεν παραιτείται ο μιαρός, ως ασθενής, από τον προς αυτήν άμεσον πόλεμον, δεν την υψώνει εις υπερηφάνειαν, ως πλουσιωτέραν και ωραιοτέραν των άλλων, δεν της ανάπτει τας της νεότητος επιθυμίας, ούτε άλλο τι εκ των βελών αυτού δεν ρίπτει κατ’ αυτής, επειδή όποιον κακόν και αν ήτο εκείνο, όπερ ήθελε την παρακινήσει να κάμη, ήθελεν είναι μέτριον και μικρόν και όχι μέγα και ανήκουστον, ωσάν εκείνο όπερ εις όλον το ύστερον ηγωνίσθη δι’ όλων αυτού των δυνάμεων να κατορθώση, αλλ’ έμεινε κατησχυμμένος, επειδή απέτυχε ο παμμίαρος εχθρός της αληθείας, καθώς ακολούθως θέλομεν ειπεί. Τι δε ήτο το μέγα και ανήκουστον κακόν εις τους Χριστιανούς; Ευρών τον πατέρα της φαυλόβιον και της θείας χάριτος έρημον, κινεί και διεγείρει αυτόν εις σαρκικόν έρωτα αυτής της ιδίας του θυγατρός, φευ της κακίας και πονηρίας του διαβόλου! Φευ των πονηρών αυτού μηχανημάτων! Την μεν Εύαν ηπάτησε δια του όφεως, επειδή ήτο συνηθισμένος εκείνος να εισέρχηται συχνά εις τον Παράδεισον, την δε Μαρκέλλαν εδοκίμασε να απατήση με το μέσον του πατρός της, επειδή ήσαν ημέραν και νύκτα αχώριστοι, ως πατήρ και τέκνον. Τιτρώσκει λοιπόν και πληγώνει αυτόν, ωσάν με βέλη φαρμακερά, με το κάλλος της κόρης. Αρχίζει όθεν ο μιαρός να την βλέπη με ακολάστους οφθαλμούς, εκ δε της θεωρίας του έρχονται αισχραί προσβολαί, εκ των προσβολών συνδυασμοί, εκ των συνδυασμών συγκαταθέσεις και εκ των συγκαταθέσεων ήρχισε και να αποτολμά εις την αθεσμοτάτην πράξιν της αμαρτίας, ήτοι απετόλμησεν ο ανόσιος να λέγη με μεγάλην αυθάδειαν και αναισχυντίαν προς την θυγατέρα αυτού δαιμονικά λόγια, δια να την φέρη εις την πονηράν αυτού γνώμην, καταφρονών και θείους και ανθρωπίνους νόμους με σκοπόν να την έχη, ω τόλμης βαρβαρικής και αθέου! Να την έχη και θυγατέρα και γυναίκα του! Εταράχθη, έφριξεν η σωφρονεστάτη Μαρκέλλα, ούτε καν να τον καλοακούση υπέμεινε. Τι λοιπόν; Επιχειρεί και βιαίως ο απάνθρωπος πατήρ να επιτύχη του μιαρού σκοπού του, η δε φρόνιμος κόρη, την βίαν φοβηθείσα, έφυγεν από την πατρικήν της οικίαν και από το χωρίον, ωσάν να εδιώκετο από Μαξιμιανούς ή Διοκλητιανούς ή Δεκίους, τους αθέους εκείνους τυράννους, έφευγε δε εις τα όρη και διέτριβεν εκεί κρυπτομένη και παρακαλούσα τον νοητόν αυτής νυμφίον Χριστόν να την σκεπάση και να την φυλάξη αμόλυντον. Τι δε ο κάκιστος πατήρ; Τάχα ήλθεν εις τον εαυτόν του; Τάχα εντράπη δια την αποστροφήν της θυγατρός του; Τάχα εσωφρονίσθη; Όχι! Το εναντίον μάλιστα· έγινεν ό,τι συμβαίνει, κατά τον Ιουδαίον Φίλωνα, όταν ο πονηρός ούτος έρως δεν ημπορή να τελειωθή, δεν παύει, αλλά περισσότερον αυξάνει· «αποτυγχανόμενος έρως, ου μετρίως επιτείνεται». Όθεν αποτυχών και αυτός ο ανόσιος, πλέον ήναψεν από τας φλόγας του σατανικού έρωτος· παρεφρόνησεν, εδαιμονίσθη και εξήλθε ζητών αυτήν εις τα βουνά. Η δε μακαρία Μαρκέλλα, ιδούσα τούτον μακρόθεν και νομίζουσα ότι εκείνος δεν την είδε, τρέχει ταχύτατα εις ένα παραθαλάσσιον τόπον και κρύπτεται μέσα εις μεγάλην βάτον· δεν διέφυγεν όμως την προσοχήν του και την είδε. Λοιπόν τρέχει και αυτός εκεί και μη δυνάμενος να εισέλθη εις την βάτον, δια την πολλήν της πυκνότητα, έβαλε πυρ εις αυτήν ο σκληροκάρδιος και θηριογνώμων, δια να την βιάση να εξέλθη, ή, εάν δεν γίνη τούτο, να την καύση μέσα εκεί. Πλην δεν κατώρθωσεν εκείνο όπου ήθελεν, επειδή εξελθούσα από άλλο μέρος η Μαρκέλλα (ότι η βία την ηνάγκαζε να μη ψηφά τελείως τα κέντρα και τα ξεσχίσματα της βάτου) έτρεξε με όλην την δύναμίν της εις την παραθαλασσίαν εκείνην πεδιάδα, και διαπεράσασα την πεδιάδα έτρεχεν επάνω εις τους βράχους και τας πέτρας της θαλάσσης ως έλαφος ταχυτάτη. Ούτως εκείνη μεν η πανεύφημος ηγωνίζετο υπέρ σωφροσύνης, δια να φυλάξη την παρθενίαν της άφθορον, εκείνος δε ο εναγής και ακάθαρτος υπέρ ακολασίας και ασελγείας, δια να πληρώση τον κακόν του σκοπόν· μη δυνάμενος όμως να την φθάση, έρριψε βέλος και την επλήγωσεν· αλλά και πληγωμένη η Μαρκέλλα έτρεχε πάλιν και όσον ηδύνατο έφευγε. Πλην όταν είδεν ότι την έφθανε και πλέον να τρέχη δεν είχε δύναμιν, κατέφυγεν εις την αήττητον δύναμιν του νυμφίου της Χριστού, προσευξαμένη δε εζήτησε να σχισθή και να ανοίξη η πέτρα, όπου ήτο πλησίον της, να την δεχθή μέσα της και να την κρύψη. Και παρευθύς, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ της κτίσεως! Παρευθύς εισήκουσε της δεήσεως αυτής «ο το θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιών Κύριος, και της δεήσεως αυτών εισακούων» και σχισθείσα η πέτρα εκείνη την εδέχθη και την έκρυψε μέσα της, έως επάνω εις τους μαστούς της, ως ποτε την Πρωτομάρτυρα και Ισαπόστολον Θέκλαν. Φθάσας δε και ο πατήρ δαιμονιζόμενος υπό του έρωτος και του θυμού και μη δυνάμενος εκείθεν να την ανασύρη, με απανθρωπίας και σκληρότητος υπερβολήν πρώτον έκοψε τους μαστούς της κόρης με μάχαιραν, ω γνώμης απανθρώπου και θηριώδους! Ω σπλάγχνα! Ω καρδία! Ω χείρες τυραννικαί και όχ πατρικαί! Πρώτον έκοψε τους μαστούς της και τους έρριψεν εις το βουνόν, έπειτα απέτεμε την πάντιμον αυτής κεφαλήν και την έρριψεν εις την θάλασσαν, ούτω δε η μακαρία Μαρκέλλα έλαβε παρά Χριστού τον στέφανον της αθλήσεως ως γέρας και δώρον της σωφροσύνης της και της προς αυτόν διαπύρου αγάπης της. Ηδύνατο δε βεβαίως η θεία παντοδυναμία ή να την φυλάξη ζωντανήν, ή να παραλάβη την αγίαν της ψυχήν εν ειρήνη, πλην δεν έκαμεν ούτως, αλλά την άφησε να λάβη βίαιον θάνατον, δια να παρουσιασθή έμπροσθέν του εστολισμένη όχι μόνον με το καθαρόν ένδυμα της παρθενίας, αλλά και με την πορφύραν των παρθενικών της αιμάτων. Ούτω ως παρθένος μεν εισήλθεν η Αγία εις τον ουράνιον νυμφώνα μετά των φρονίμων παρθένων, ως Μάρτυς δε μετά των ενδόξων Μαρτύρων συνδοξάζεται και ως φύλαξ του θείου νόμου ακριβής μετά των Μακκαβαίων και του Τιμίου Προδρόμου μακαρίζεται· διότι αυτοί δεν παρέδωκαν την ζωήν των εις θάνατον, δια να μη αρνηθούν τον αληθή Θεόν, καθώς ύστερον οι Μάρτυρες, αλλά δια τον νόμον Κυρίου, οι μεν Μακκαβαίοι δια να μη φάγουν από τα φαγητά εκείνα άπερ ημπόδιζεν ο Μωσαϊκός νόμος, ο δε Βαπτιστής και Πρόδρομος ελέγχων την παρανομίαν του Ηρώδου. Κατ’ αλήθειαν δε εις την Αγίαν ταύτην επληρώθη το Ευαγγελικόν εκείνο όπερ λέγει· «Ος δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού, ένεκεν εμού και του Ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν». Διότι απώλεσε την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, δια να φυλάξη τας εντολάς του Ευαγγελίου, ιδού δε έλαβε την αιώνιον και συζή με τον Χριστόν και συνδοξάζεται μετ’ αυτού. Όχι δε μόνον εν ουρανώ δοξάζεται, αλλά και επί γης με παράδοξα θαύματα μεγαλύνεται· διότι η διαρραγείσα εκείνη πέτρα, η την Αγίαν δεξαμένη, ανέβλυσε και αναβλύζει αενάως ύδωρ τερατουργόν, ιαματικόν παντός πάθους και πάσης ασθενείας· «Ζω γαρ εγώ, λέγει Κύριος, αλλ’ η τους δοξάζοντάς με αντιδοξάσω». Βλέποντες όθεν οι άνθρωποι του καιρού εκείνου τα παράδοξα ταύτα θαύματα του εκ της πέτρας αναβλύζοντος αγιάσματος έκτισαν Εκκλησίαν εις το όνομα της Αγίας εις τον τόπον της βάτου όπου εκρύβη, ως προείρηται, και την εορτάζουν ευλαβώς κατ’ έτος. Οι δε πιστοί προστρέχουν εις τον Ναόν και εις το αγίασμα, ένθα οι έχοντες ανάγκην λαμβάνουν την ίασιν των παθών των. Τα θαύματα, όπου ενεργεί αυτό το αγίασμα της αθλοφόρου Μαρκέλλης είναι δύσκολον να τα περιγράψη τις δια το πλήθος. Όθεν και από όλα τα μέρη της Χίου και από τα Ψαρά και από άλλα μέρη προστρέχουν εκεί και λαμβάνουν την θεραπείαν εις τα πάθη των. Εις δε την μνήμην της, ήτις τελείται κατά την 22 του Ιουλίου μηνός, προστρέχει πολύ πλήθος ανθρώπων· διο και τον Ναόν της ανεκαίνισαν εσχάτως και εμεγάλυναν οι εντόπιοι, εκ δε των νέων αυτής θαυμάτων παρέδωσαν εις ημάς και εγράψαμεν τα ακόλουθα. Εις τους χιλίους επτακοσίους ογδοήκοντα δύο χρόνους από Χριστού, Ιερεύς τις από αυτό το χωρίον Βολισσός, έχων παιδίον ασθενές, ηθέλησε να υπάγη να το πλύνηεις το αγίασμα της Αγίας Μαρκέλλης, πλην όχι με την πρέπουσαν και απαιτουμένην πίστιν, αλλά με δισταγμόν και αμφιβολίαν, επειδή ήτο δεινή η ασθένεια του παιδίου. Ησθάνετο λοιπόν λογισμούς απογνώσεως και απελπισίας, πως ούτε η χάρις της Μάρτυρος δεν το υγιαίνει. Τοιούτοι μεν ήσαν οι λογισμοί του Ιερέως και πατρός του παιδίου· τι δε η Αγά; Θέλουσα να δείξη την παρρησίαν όπου έχει προς τον Θεόν, και την θαυματουργικήν χάριν, όπου επλούτησεν, ευθύς όπου έπεσεν εις ύπνον την ημέραν εκείνην ο Ιερεύς, του εφάνη εις τον ύπνον του πως ευρέθη εις τον τόπον του μαρτυρίου της Αγίας, όπου και το αγίασμα πηγάζει, εκεί δε φαίνεται εις αυτόν άνωθεν η Αγία, ελέγχουσα την απιστίαν του και λέγουσα· «Το παιδίον σου βεβαίως θέλει θεραπευθή, και μη αμφιβάλλης εις την θαυματουργικήν χάριν, την οποίαν έλαβον παρά Θεού». Ο δε ταύτα ιδών και ακούσας, τόσον ετρόμαξεν, ώστε εξύπνησεν έντρομος και έμεινεν άφωνος παντελώς, δεν ηδύνατο δε να λαλήση ώραν ικανήν. Αφού δε μόνος καθ’ εαυτόν μετενόησε και την απιστίαν των λογισμών διώρθωσε, τότε ωμίλησε και εις επήκοον των εκεί ευρεθέντων και υπεσχέθη να την εορτάζη εις το εξής, εις την αυτήν δε ώραν, όπου ωμίλησεν εκείνος, εθεραπεύθη και το παιδίον του παραδόξως, ούτω δε επληροφορήθη πραγματικώς εκ των δύο τούτων, άπερ έπαθε και είδε, την χάριν της Αγίας, δοξάζων τον Θεόν και την ένδοξον αυτού νύμφην και Μάρτυρα Μαρκέλλαν. Εν τω αυτώ έτει, άλλος τις Ιερεύς, ονόματι Μιχαήλ, από το αυτό χωρίον, είχε παιδίον ασθενές ικανόν καιρόν, Νικόλαον καλούμενον· επειδή δε παρήρχετο ο καιρός και δεν έβλεπε την υγείαν του, επεκαλέσθη την Αγίαν εις βοήθειαν και την δευτέραν νύκτα, ω της ταχείας αντιλήψεως της Μάρτυρος! Εφάνη εις αυτόν, εις τον ύπνον του, ότι την είδε (καθώς την ήξευρεν από την εικόνα της) και επήγαινεν εις την οικίαν όπου ήτο το παιδίον ασθενές. Εξυπνήσας την πρωϊαν μετέβη να ίδη το παιδίον και, ω του θαύματος! εύρε τούτο υγιές και κατά πάντα καλώς έχον, όθεν εδόξασε τον Θεόν, τον εν τοις Αγίοις αυτού δοξαζόμενον, και την αυτού Μάρτυρα Μαρκέλλαν. Εις τους χιλίους επτακοσίους ογδοήκοντα πέντε χρόνους, εν καιρώ χειμώνος, εκίνησαν τινες από την χώραν δια να έλθουν εις το χωρίον των την Βολισσόν, αλλά τόσον μεγάλη και χιονώδης βροχή τους κατέλαβεν εις τον δρόμον εις τόπον έρημον και ακατοίκητον, ώστε απέκαμε και ελιποθύμησε μία γυναίκα από την συνοδείαν των και να προχωρήση δεν ηδύνατο, αλλά έπεσεν ως νεκρά. Οι άλλοι, μη δυνάμενοι να της προσφέρουν καμμίαν βοήθειαν, την εσήκωσαν και την έβαλον εις το κελλίον μιας Εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, όπου είναι εις τα βουνά εκείνα, εις τόπον λεγόμενον Φλώρι, και εκεί την άφησαν πνέουσαν τα λοίσθια, αυτοί δε συνέχισαν τον δρόμον των και με μεγάλον κίνδυνον της ζωής των ηδυνήθησαν να φθάσουν εις την Βολισσόν. Φθάσαντες εκεί ανήγγειλαν το γεγονός εις τον άνδρα της γυναικός, αυτός δε ακούσας τούτο εδόθη εις θερμήν δέησιν προς την Αγίαν Μαρκέλλαν παρακαλών αυτήν, ότι κοντά εις τα άλλα της θαύματα, να κάμη και τούτο, να την λυτρώση από τον θάνατον. Ταύτα παρεκάλει και εζήτει εκείνος από την Αγίαν, η δε θαυματουργός και συμπαθής Μαρκέλλα επήκουσε της θερμής αυτού δεήσεως. Όθεν φαίνεται εις την γυναίκα και λαμβάνουσα αυτήν από την χείρα, της εφάνη πως την έβαλεν εις την γωνίαν του κελλίου, όπου ήτο φάτνη, έπειτα της εφάνη ότι της έδωκε δοχείον με νερόν και έπιεν. Επειδή δε η χιών επεκράτει, δεν ημπόρεσαν να υπάγουν να την θάψουν, καθώς ενόμιζον ότι ήτο νεκρά, μετά δε εννέα ημέρας πηγαίνοντες δια να την ενταφιάσουν, την εύρον υγιά και καλώς έχουσαν και δυναμωμένην από το νερόν, όπου εν εκστάσει την επότισεν η Αγία. Διηγείτο δε όσα είδε και ήκουσεν από την Αγίαν, εις δόξαν Θεού και εις ευχαριστίαν της Μάρτυρος. Άλλος τις είχε παιδίον τυφλόν, πηγαίνων δε αυτό εις το Μαρτύριον της Αγίας το έπλυνε με το αγίασμα, επικαλεσάμενος δε την χάριν αυτής έτυχε του ποθουμένου· ανέβλεψε δηλαδή το παιδίον του και εις το εξής έβλεπε καθαρά ως και πρότερον. Άλλος τις είχε τους πόδας του παραλύτους και δεν ηδύνατο να περιπατήση, πηγαίνων δε εις τον Ναόν της Αγίας με πίστιν, εζήτησε και ετέλεσαν την θείαν λειτουργίαν δια την υγείαν του και, ω του θαύματος! πίπτων εις τα Άγια, εν καιρώ της μεγάλης εισόδου, εσηκώθη παρευθύς όλος υγιής δοξάζων τον Θεόν και την αυτού Παρθενομάρτυρα Μαρκέλλαν. Γυνή τις από την αντίκρυ νήσον, την επιλεγομένην Ψαρά, είχε πάθος δεινόν μέσα εις το στόμα της, δεν ηδύνατο δε η δυστυχής ούτε να φάγη, ούτε να πίη, αλλά και εις την ομιλίαν μεγάλην δυσκολίαν της έφερε το πάθος. Όθεν εδόθη εις επίσκεψιν των ιατρών δια να λάβη την θεραπείαν του πάθους· πλην ο καιρός παρήρχετο και ιατρείας σημείον δεν εφαίνετο παντελώς εις το πάθος, αλλά από ημέρας εις ημέραν εγίνετο χειρότερον και απετέλει κίνδυνον μέγαν δια την ατυχή γυναίκα. Λυπείται αυτή δια τούτο, κλαίει, αναστενάζει, κατατρώγεται και καταφθείρεται από τους πόνους, αλλά τι να κάμη δεν ήξευρε. Κατά δε το έτος 1780 ητοιμάσθησαν γυναίκες τινές από την νήσον να έλθουν εις προσκύνησιν της Αγίας Μαρκέλλης, μία δε από την συνοδείαν αυτήν λέγει και προς εκείνην, ήτις είχε το ανίατον πάθος· «Εγώ και η δείνα και άλλαι απεφασίσαμεν να υπάγωμεν εις την Χίον εις προσκύνησιν της Αγίας Μαρκέλλης· δεν έρχεσαι και συ, μήπως και σε ελεήση και θεραπεύση το πάθος σου»; Εδέχθη τον λόγον η πάσχουσα, και ελθούσα μετ’ ευλαβείας μεγάλης και πίστεως αδιστάκτου εις τον Ναόν της Αγίας, ομού με τας άλλας γυναίκας, ελειτουργήθησαν εκεί, μετά δε την θείαν Λειτουργίαν επήγαν μετά του εφημερίου εις το ιαματικόν ύδωρ και έψαλαν αγιασμόν, μετά δε την απόλυσιν εν΄φθησαν και έπιον εξ αυτού και παρευθύς, ω του θαύματος! ω της μαρτυρικής σου χάριτος, καλλιπάρθενε και καλλιμάρτυς του Χριστού Μαρκέλλα! Παρευθύς, λέγω, ιατρεύθη το πάθος της ασθενούς γυναικός, και ελάλησεν ανεμπόδιστα, μετά δε ταύτα έφαγε και έπιεν ελεύθερα χωρίς πόνους και έμεινεν εις το εξής εις αυτήν την καλήν κατάστασιν της υγείας της και ούτω τεθεραπευμένη και ελευθερωμένη παντελώς από το πάθος της εδόξαζε τον Θεόν, της δε Παρθενομάρτυρος Μαρκέλης την ιαματικήν χάριν εκήρυττεν. Άλλος άνθρωπος από την Βολισσόν είχε πρησμένους τους πόδας τρεις ολοκλήρους χρόνους, εις όλον δε αυτό το διάστημα του καιρού δεν έπαυεν από το να μεταχειρίζεται διάφορα ιατρικά, και πολλά εξωδεύθη, πλην όχι μόνον καμμίαν θεραπείαν δεν έλαβεν, αλλά και εις το χειρότερον επήγαινε. Κατά δε το έτος 1785, ων αποφασισμένος εις θάνατον και απηλπισμένος από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν, έρριψε μετά πίστεως την ελπίδα του όλην εις την Αγίαν Μαρκέλλαν. Επειδή δε αλλέως ήτο αδύνατον να υπάγη εις τον Ναόν και εις το αγίασμά της, τον εσήκωσαν άλλοι άνθρωποι και ούτω βαστακτόν τον επήγαν εκεί, τελεσθείσης δε της θείας μυσταγωγίας, τον επήγαν πάλιν βαστακτόν εις το αγίασμα και νιψάμενος με αυτό έλαβε την υγείαν του. Μία γυναίκα είχε τους πόδας της από την μέσην και κάτω παραλελυμένους και ξηρούς· επάσχιζε πολλά να τους θεραπεύση με ιατρικά, αλλά δεν επέτυχε του ποθουμένου. Αφού δε απηλπίσθη τελείως από ανθρωπίνην βοήθειαν, τότε ενεθυμήθη την Αγίαν Μαρκέλλαν. Λοιπόν εζήτησε να της φέρουν από το αγίασμά της, κατά δε την νύκτα εκείνην φαίνεται εις τον ύπνο της η Αγία και της λέγει· «Μη λυπείσαι, εγώ θα σου στείλω την ιατρείαν σου». Την ακόλουθον ημέραν της έφεραν το αγίασμα, νίψασα δε με αυτό τους πόδας της ω του θαύματος! εθεραπεύθησαν με την χάριν της Αγίας· ης ταις αγίαις πρεσβείαις ελεήσαι και σώσαι ημάς ο Θεός, ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου