Χριστίνα η
χριστώνυμος, πάνσεμνος και καλλιπάρθενος δούλη του Χριστού, έζη κατά τους
χρόνους του βασιλέως Σεβήρου εν έτει σ΄ (200) γρννηθείσα εις την Τύρον, πόλιν
της Συρίας, από γονείς εις μεν το γένος πλουσίους, εις δε την ψυχήν πένητας,
επειδή ήσαν δαιμόνων θεραπευταί και ομότροποι. Ο πατήρ αυτής ήτο στρατηγός,
βλέπων δε το αμήχανον κάλλος της κόρης, έκτισε πύργον υψηλόν και πλούσιον,
έκλεισε δε εις αυτόν την Χριστίναν με υπηρετρίας πολλάς, δια να την υπηρετούν,
της έδωκε δε και είδωλα δια να προσεύχεται εις αυτά, και όσα άλλα πράγματα
εχρειάζετο της αφήκε, δια να μη εξέρχεται ποσώς, να την βλέπουν οι άνθρωποι.
Και ταύτα μεν ετέλεσεν ο Ουρβανός, ήτοι ο κατά σάρκα πατήρ της Χριστίνης, ο ανόητος. Ο δε Χριστός, ως αγαθός Θεός και σοφώτατος, την εσόφισεν αοράτως, και την ψυχήν αυτής αφανώς εφώτισε με την χάριν του Παναγίου Πνεύματος και προς θεογνωσίαν ωδήγησεν. Ότι ως γνωστική όπου ήτο εκ φύσεως, βλέπουσα τα κάλλη του ουρανού και της γης και της θαλάσσης την ωραιότητα και τα λοιπά του παντοδυνάμου Θεού σοφώτατα και θαυμάσια ποιήματα, διελογίζετο τις να τα έκαμε, επόθει δε να μάθη τον ποιητήν και κυβερνήτην της κτίσεως. Όθεν ο Θεός, ως πανάγαθος και προγνώστης των μελλόντων, γνωρίζων την καλήν της προαίρεσιν, έστειλεν Άγγελον και την εδίδαξεν άπαντα όσα επεθύμει να μάθη, ως και έτερα χρειαζόμενα. Φωτισθείσα λοιπόν η χριστώνυμος υπό του Αγγέλου εσέβετο τον αληθινόν Θεόν, εις προσευχάς και νηστείας επιδιδομένη. Εν μια δε των ημερών ανέβησαν να την ίδουν οι γεννήτορες και χαιρετήσαντες αυτήν την επροσκαλούσαν εις την βδελυράν των θρησκείαν, λέγοντες· «Προσκύνησον, τέκνον μου, τους αθανάτους θεούς, οίτινες σου έδωσαν τόσον κάλλος». Η δε Χριστίνα ποσώς δεν ηθέλησε να τους υπακούση, παρ’ όλας τας κολακείας τας οποίας της είπον και παρ’ όλας τας απειλάς. Ο μεν λοιπόν πατήρ εθυμώθη πολύ και ανεχώρησε, δια να συλλογισθή ποίας θλίψεις και τιμωρίας να της επιβάλη. Η δε μήτηρ έμεινε περίλυπος, φοβουμένη μήπως και την θανατώση ο ανήρ αυτής, ως θυμώδης και απάνθρωπος. Όθεν ήρχισε να την κολακεύη λέγουσα· «Τέκνον μου ποθεινότατον, διατί μου δίδεις τόσην θλίψιν εις την καρδίαν και τόσα βάσανα και δεν υπακούεις εις τον πατέρα σου, να προσκυνήσης τους θεούς μας, να μη σου δώση άσχημον θάνατον»; Η δε απεκρίνατο· «Μη με συμβουλεύης, ω μήτερ, να προτιμήσω το σκότος υπέρ το φως· οι θεοί σας είναι δαιμόνια, ο δε Κύριος τους ουρανούς εποίησεν. Εγώ είμαι δούλη του Χριστού, καθώς και το όνομά του επλούτησα· δια τούτο δεν πείθομαι εις τα απατηλά και θανατηφόρα λόγια σας, να προσκυνήσω αναίσθητα ξόανα». Μετά ταύτα ελθών και πάλιν ο πατήρ της Αγίας την εκολάκευσε λέγων· «Ειπέ μοι κυρία μου, τις ήλθε και σε επλάνησε με τας μαγείας του και προσκυνείς ένα Θεόν, τον οποίον εσταύρωσεν ο Πιλάτος και δεν ηδυνήθη να βοηθήση τον εαυτόν του; Δεν ηξεύρεις, τέκνον μου, ότι σε αγαπώ ως το φως των οφθαλμών μου, αλλά μου δίδεις τόσην θλίψιν και πόνον εις την καρδίαν, και δεν θέλεις να προσκυνήσης τους θεούς, οίτινες σε έκαμαν εις τον κόσμον και με τόσην ωραιότητα σε εστόλισαν, φοβούμαι δε μήπως οργισθούν και σε φονεύσωσιν»; Η δε απεκρίνατο· «Μη με λέγης τέκνον σου, διότι εγώ είμαι θυγάτηρ και δούλη του ουρανίου Θεού, εις τον οποίον προσφέρω θυσίαν αινέσεως· ότι αυτώ πρέπει δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια». Τότε ο πατήρ αυτής, νομίζων ότι δια τον ψευδώνυμον θεόν Δία έλεγεν, είπεν εις αυτήν ο ασύνετος· «Μη προσκυνής μόνον τον ένα θεόν, διότι οργίζονται οι άλλοι και σε καταρώνται». Η δε απεκρίνατο· «Καλώς ελάλησας· να προσκυνήσω λοιπόν με τον προάναρχον Πατέρα και τον Συνάναρχον Υιόν, και Πνεύμα το Πανάγιον, δια να φανερωθή εις όλους, να δοξασθή Τριάς η ομοούσιος, ήτις εδημιούργησε τον ουρανόν, την γην και την θάλασσαν και έπλασε τον άνθρωπον. Αυτήν ευλογώ και προσκυνώ· εις αυτόν τον ένα Θεόν επίστευσα, τον τρισυπόστατον και αιώνιον». Ταύτα ακούσας ο Ουρβανός είπε με προσποιητήν ημερότητα εις την Αγίαν· «Ιδού, τέκνον μου, ομολογείς τους τρεις θεούς· διατί λοιπόν αρνείσαι τους άλλους και δεν προσκυνείς όλους να σε κάμουν μακρόβιον»; Η δε είπεν εις αυτόν· «Μία θεότης υπάρχει, η Αγία Τριάς· μη λοιπόν με βιάζης να προσκυνήσω θεούς αλλοτρίους, ασύνετε· αλλά φέρε μοι δώρα αμίαντα, να προσφέρω εις τον αληθή Θεόν θυσίαν αναίμακτον, όστις με εστράτευσεν εις την αληθινήν στρατιάν του». Ο δε άγνωστος Ουρβανός δεν εγνώρισεν, ότι έλεγε δια τον ένα και μόνον Θεόν, αλλά νομίζων ότι δια τινα ψευδώνυμον έλεγε, κατέβη και της έστειλεν όσα του παρήγγειλεν. Έπειτα πάλιν του εμήνυσεν η Αγία με τας υπηρετρίας της ταύτα· «Απόστειλόν μοι, δέσποτα, χιτώνα άσπιλον και αμόλυντον, να προσφέρω εις τον βασιλέα των αιώνων με καθαράν καρδίαν θυμίαμα άμωμον, δια να μου συγχωρήση τας ανομίας μου». Όταν ενεδύθη το άσπιλον εκείνο φόρεμα η Αγία, ένιψε τας χείρας και το πρόσωπον και εκλείσθη εις το δωμάτιον· έπειτα εθυμίασε τον αληθή Θεόν και προσηύξατο προς αυτόν με δάκρυα λέγουσα· «Ο Θεός ο ουράνιος, ο Δεσπότης και ποιητής του κόσμου, όστις κατεδέχθης να φορέσης σώμα ανθρώπινον και να υπομείνης πάθος εκούσιον δια την σωτηρίαν μας, παρακαλώ την βασιλείαν σου, επάκουσόν μου και μη εγκαταλίπης με, ότι πολλά σοι ήμαρτον, προσκυνούσα εν αγνοία ακάθαρτα είδωλα. Εξάλειψον ως αγαθός και ελεήμων τας ανομίας μου και παράστηθί μοι εις τας τιμωρίας, τας οποίας πρόκειται να λάβω δια την ομολογίαν σου, και δος μοι δύναμιν να νικήσω τους πολεμίους μας, εις δόξαν του φοβερού και Αγίου σου ονόματος». Ταύτα της Αγίας λεγούσης, ήλθεν ουρανόθεν Άγιος Άγγελος και της λέγει· «Χαίροις νύμφη και συνώνυμε του Δεσπότου Χριστού, Χριστίνα αμόλυντε. Επήκουσεν ο Κύριος της δεήσεώς σου· λοιπόν ανδρίζου και κραταιούσθω η καρδία σου, ότι εις τρεις άρχοντας μέλλεις να παρουσιασθής δια να δοξασθή ο Θεός δια σου». Του λέγει η Αγία· «Δος μοι την σφραγίδα του Σωτήρος μου, να μη φοβηθώ τους εχθρούς του». Ο δε Άγγελος έκαμεν ευχήν εις αυτήν, δίδων δε την εν Χριστώ σφραγίδα, την ηυλόγησε και της έδωκε να φάγη άρτον ουράνιον. Η δε Αγία έφαγε και ηυχαρίστησε τον Κύριον. Κατά δε την νύκτα συνέτριψε με την αξίνην τους χρυσούς και αργυρούς θεούς, ήτοι τον Δία, τον Απόλλωνα, την Αφροδίτην και την Άρτεμιν· κατέβη δε από τον πύργον και διεμοίρασε το χρυσίον και το αργύριον εις πτωχούς, είτα πάλιν ανέβη. Το πρωϊ ανήλθεν ο πατήρ αυτής να προσκυνήση τα είδωλα, και δεν τα εύρεν· όθεν θυμωθείς, ηρώτα τας υπηρετρίας τι έγιναν. Αι δε είπον εις αυτόν· «Η θυγάτηρ σου τα συνέτριψε και τα έρριψε κάτω από το παράθυρον». Τότε προστάσσει να κόψουν τας κεφαλάς αυτών, την δε Αγίαν να δείρουν άσπλαγχνα έως να κουρασθούν οι δέροντες. Τότε την εμαστίγωσαν άνδρες δώδεκα τόσον έως ου εκουράσθησαν, και αυτοί μεν έπεσον χαμαί, η δε Αγία με την χάριν του Θεού μάλλον εδυναμώνετο· ονειδίζουσα δε τον πατέρα της έλεγεν· «Άτιμε και αναίσχυντε, εκείνοι όπου με βασανίζουν ητόνησαν, λοιπόν εάν έχουν οι θεοί σας δύναμιν, ας τους δώσουν βοήθειαν». Τότε ο Ουρβανός εθυμώθη διότι τον ύβριζεν, όθεν έδεσεν αυτήν από τον λαιμόν με άλυσον και την εφυλάκισεν. Έπειτα επήγεν εις την οικίαν του και έπεσεν από την λύπην του νήστις. Η δε γυνή του, ως ήκουσε τα βάσανα, τα οποία επέβαλεν εις την Αγίαν, επήγεν εις την φυλακήν κλαίουσα· πίπτουσα δε εις τους πόδας της Μάρτυρος έλεγεν· «Ελέησόν με την μητέρα σου, θύγατερ, και μη μου δώσης θλίψιν μεγαλυτέραν, ότι άλλο τέκνον δεν έχω και σε αγαπώ υπέρμετρα. Λοιπόν, σε παρακαλώ, μη προσκυνής Θεόν αλλότριον, να μη σε φονεύση ο πατήρ σου και τότε θα αποθάνω και εγώ από την θλίψιν μου». Η δε απεκρίνατο· «Μη με καλής θυγατέρα σου, διότι εγώ πατέρα έχω τον Δεσπότην Χριστόν, κατά την επωνυμίαν μου, ο οποίος μου δίδει την δύναμιν να καταπατήσω τους δαίμονας, τους οποίους προσκυνείτε και να λάβω δια την αγάπην του θάνατον». Όταν εγνώρισεν η γυνή το αμετάθετον της γνώμης της θυγατρός της, επέστρεψεν εις τον οίκον της και ανήγγειλε πάντα εις τον άνδρα της. Όστις έστειλε το πρωϊ στρατιώτας, και έφεραν την Αγίαν εις το Πραιτώριον και λέγει· «Λυπούμαι, Χριστίνα, διότι δεν έχω άλλο τέκνον· και δι’ αυτό σε παρακαλώ να προσκυνήσης τα είδωλα, ει δε και παρακούσης έως τέλους δεν θα σε λυπηθώ τελείως, ούτε θα σε ονομάσω θυγατέρα μου, αλλά θα σου δώσω τόσας τιμωρίας έως ότου να αναλύσω τας σάρκας σου». Η δε απεκρίνατο· «Μεγάλην χάριν μου κάμνεις, τύραννε, να μη με έχης πλέον ως τέκνον σου· ότι συ είσαι υιός διαβόλου και των λοιπών δαιμόνων συνήγορος». Τότε οργισθείς ο άσπλαγχνος προσέταξε να την κρεμάσουν και να ξεσχίσουν τας σάρκας της. Η δε έχαιρεν, όταν την εβασάνιζον, και έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ επουράνιε, ότι με ηξίωσας να καθαρισθώ από τον ρύπον της ειδωλολατρίας με ταύτα τα βασανιστήρια». Πολλάκις δε ήρπαζεν ένα τεμάχιον από τας σάρκας της, τας οποίας εξέσχιζαν οι δήμιοι, και το έρριπτεν εις το πρόσωπον του πατρός λέγουσα· «Επεθύμησες να φάγης τας σάρκας μου, κληρονόμε της αιωνίου κολάσεως· λοιπόν φάγε να χορτάσης, αναίσχυντε». Ο δε έλεγεν· «Εάν δεν προσκυνήσης τους θεούς, θέλω σου δώσει άλλα χειρότερα κολαστήρια, από τα οποία δεν δύναται να σε λυτρώνη εκείνος, όστις εσταυρώθη από τους Ιουδαίους, ταλαίπωρε». Του λέγει η Αγία· «Τι βλασφημείς, άνομε; Δεν ηξεύρεις, ότι αυτός ήλθεν από τους ουρανούς, και θεληματικώς εσταυρώθη, δια να μας λυτρώση από την κόλασιν»; Τότε προσέταξεν ο τύραννος να φέρουν ένα τροχόν, εις τον οποίον έδεσαν την Αγίαν· ανάψαντες δε πυρ υποκάτω, έχυναν έλαιον, δια να την βασανίζουν χειρότερα. Η δε Μάρτυς, αναβλέψασα προς τον ουρανόν, έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις βοηθείς τους φοβουμένους σε, μη με εγκαταλίπης την δούλην σου, αλλά δείξον και τώρα εις εμέ τα θαυμάσιά σου, δια να μη χαρή ο ασεβής τύραννος». Τότε διεσκορπίσθη το πυρ και κατέκαυσε θαυμασίως πολλούς Έλληνας. Όθεν εξήλθεν η Αγία από τον τροχόν, την ηρώτα δε πάλιν ο ασύνετος λέγων· «Τις σου έμαθε τοιαύτας μαντείας και δεν δύναται να σε κυριεύση το πυρ»; Τότε πάλιν η Μάρτυς τον ύβρισεν ως μάταιον και ασύνετον. Βλέπων δε ούτος ότι δεν ηδύνατο να την καταβάλη, την εφυλάκισε και δεν της έδωσε να φάγη, δια να αποθάνη από την πείναν σύντομα. Ο δε ουράνιος Πατήρ αυτής, ως φιλόστοργος, δεν την αφήκεν ανεπιμέλητον, αλλ’ απέστειλε τρεις Αγγέλους και της έφεραν τροφήν σωτήριον, το δε σώμα της εθεράπευσαν. Όθεν ηυχαρίστει τον Δεσπότην όλην εκείνην την ημέραν και ηύχετο. Όταν ενύκτωσεν, απέστειλεν ο πατήρ αυτής πέντε δούλους, οίτινες έδεσαν εις τον λαιμόν της μεγάλην πέτραν και την έρριψαν εις το πέλαγος. Οι δε Άγιοι Άγγελοι την εδέχθησαν, και επεριπάτει επάνω του ύδατος χαίρουσα· ότι ο μεν λίθος ελύθη και εβυθίσθη, αυτή δε εδόξαζε τον Κύριον λέγουσα· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ Παντοδύναμε, και παρακαλώ σε κάμε μου και ταύτην την χάριν σήμερον, να λάβω τώρα το άγιον Βάπτισμα εις ταύτα τα ύδατα, εις άφεσιν των αμαρτημάτων μου». Ταύτα ειπούσα, ήλθε φωνή εκ των ουρανών λέγουσα· «Επήκουσά σου την δέησιν». Ομού δε μετά της φωνής ήλθε και νεφέλη φωτεινή, βλέπει δε έμπροσθεν αυτής τον Δεσπότην Χριστόν με βασιλικήν πορφύραν και στέφανον, κύκλω δε αυτού παρίσταντο Άγιοι Άγγελοι, υμνολογούντες με ευωδίαν θυμιαμάτων θαυμάσιον. Ως δε είδεν η Αγία τον Κύριον, εφοβήθη και έπεσε πρηνής. Ο δε Σωτήρ ήγειρεν αυτήν, και της λέγει· «Εγώ είμαι ο Χριστός, Χριστίνα, όστις φωτίζω τους επικαλουμένους με, και ήλθα να σε λυτρώσω από την πλάνην των ειδώλων, καθώς εζήτησας». Τότε την κατέδυσεν εις την θάλασσαν, λέγων· «Βαπτίζω σε, Χριστίνα, εις το όνομα του Πατρός μου και εις εμέ τον Υιόν του, και εις το Πνεύμα το Άγιον». Ταύτα ειπών ο Δεσπότης την παρέδωκεν εις τον αρχιστράτηγον Μιχαήλ, λέγων· «Δώσε εις αυτήν την σφραγίδα μου, κάμε την λαμπροφόρον και οδήγησον εις την ξηράν». Ούτως ο μεν Κύριος επανήλθεν εις τα ουράνια, η δε Αγία ευρέθη αβλαβής εις την πόλιν αυτής, πλησίον εις τον πατρικόν της οίκον. Όταν λοιπόν εξημέρωσεν, είδεν αυτήν προσευχομένην ο τύραννος, και νομίζων ότι δεν την έρριψαν οι δούλοι του εις την θάλασσαν, ήθελε να τους θανατώση ο μάταιος αδίκως. Ομολογήσαντες όμως εκείνοι το θαυμάσιον, ηρώτησεν αυτήν λέγων· «Ειπέ μοι, Χριστίνα, με ποίας μαντείας ενίκησες και την θάλασσαν»; Η δε απεκρίνατο· «Δεν βλέπεις, τετυφλωμένε και ανόητε, ότι έλαβον χάριν από τον Χριστόν μου και εξαναγεννήθην σήμερον»; Τότε προστάσσει να την φυλακίσουν εκ νέου δια να την αποκεφαλίση την επαύριον. Η δε Αγία έκαμεν ευχήν προς τον Χριστόν λέγουσα· «Υιέ του Θεού του ζώντος, όστις με εφώτισας με το λουτρόν της αναγεννήσεως, απόδος του πατρός μου ταύτην την νύκτα κατά τα έργα του· δώσε εις αυτόν τον πρέποντα θάνατον, διότι μελετά να με θανατώση αύριον». Ούτω μεν η Αγία προσηύξατο. Ο δε Κύριος την αίτησίν της επλήρωσε. Όθεν βασανισθείς πολλά την νύκτα εκείνην δικαίως ο άδικος και κακός κακώς απέθανεν. Η δε Μάρτυς έμεινεν ολίγον καιρόν απείραστος, ευχαριστούσα τον Κύριον, ότι ελύτρωσεν αυτήν από τον τύραννον. Μετά τινας ημέρας έγινεν άλλος άρχων εις την αξίαν του πατρός αυτής, Δίων ονομαζόμενος. Όστις αναγνώσας τα υπομνήματα της Μάρτυρος, επρόσταξε να την φέρουν εις το κριτήριον. Βλέπων δε την ωραιότητα του προσώπου της, ήρχισε να την κολακεύη λέγων· «Επάκουσόν μου, τέκνον, και θυσίασον εις τους θεούς, ίνα λυτρωθής από διάφορα κολαστήρια, θα γράψω δε του βασιλέως δια σε, ότι είσαι από γένος βασιλικόν, να σε υπανδρεύση με μεγάλον άρχοντα, να περάσης ζωήν ευφρόσυνον. Εάν όμως μου παρακούσης, θέλω σου δώσει τοιαύτα κολαστήρια, ώστε να μη δυνηθή ο Θεός σου να σε λυτρώση από τας χείρας μου». Η δε Αγία απεκρίνατο λέγουσα· «Ούτε τας απειλάς σου φοβούμαι, ούτε νικώμαι από τας μιαράς κολακείας σου, ότι ο Θεός μου δύναται να με λυτρώση από τας τιμωρίας σου». Τότε προστάσσει να την δείρουν άσπλαγχνα. Υπέμεινε δε η Αγία τας βασάνους καρτερικώς και ενέπαιζε τον τύραννον, ούτω λέγουσα· «Με τοιαύτα μέσα νομίζεις, ότι θα με νικήσης, αδύνατε; Εάν δύνασαι, κόλασόν με χειρότερα, ότι αυτά μοι φαίνονται ως παίγνια».Τότε θυμωθείς ο άρχων προσέταξε και έφεραν σκάφην σιδηράν, εις την οποίαν έβαλαν πίσσαν, ρητίνην και έλαιον· βαλόντες δε πυρ υποκάτω, έρριψαν εντός αυτής την Μάρτυρα, την έβραζαν δε ώραν πολλήν, περιστρέφοντες αυτήν με σιδηράς σούβλας, δια να λύσουν αι σάρκες της. Η δε Μάρτυς υπέμεινε μεγαλοψύχως και ταύτην την φοβεράν βάσανον, ευχαριστούσα τον Κύριον. Τότε ο τύραννος την συνεβούλευσε πάλιν λέγων· «Βλέπεις, Χριστίνα, ότι οι θεοί σε σπλαγχνίζονται και σου ελαφρύνουν την παίδευσιν; Γνώρισον την ευεργεσίαν και θυσίασον εις αυτούς». Του λέγει η πάνσεμνος· «Την δύναμιν του Χριστού μου αναφέρεις εις τους μιαρούς σου θεούς, αφρονέστατε και αναίσθητε; Πως δύνανται να βοηθήσουν τους ζώντας οι τυφλοί και άλαλοι»; Οργισθείς εις ταύτα ο άρχων προσέταξε να ξυρίσουν την κεφαλήν της, να την παιδεύσουν γυμνήν και να την πομπεύσουν εις όλην την πόλιν με καταφρόνησιν· αφού δε έπραξαν καθώς προσετάχθησαν την εφυλάκισαν. Την επομένην έφεραν πάλιν την Αγίαν εις το κριτήριον, και λέγει προς αυτήν ο τύραννος· «Ας υπάγωμεν εις τον ναόν, να προσκυνήσης τον ουράνιον θεόν Απόλλωνα». Η δε απεκρίνατο· «Καλώς είπες, να προσκυνήσω Θεόν τον ουράνιον». Τότε ο άρχων εχάρη, νομίζων ότι το είδωλον είπε να προσκυνήση· την ωδήγησαν λοιπόν εις τον ναόν με τιμήν ανείκαστον. Προσηύξατο τότε η Αγία εις τον αληθή Θεόν, ταύτα λέγουσα· «Κύριε ο Θεός ο ουράνιος, ο ποιητής πάσης της κτίσεως, επάκουσόν μου της δούλης σου και πρόσταξον να μετατοπισθή τούτο το είδωλον, να εξέλθη από τον ναόν τεσσαράκοντα βήματα». Παρευθύς τότε, προς έκπληξιν και θαυμασμόν των ορώντων, εξήλθεν έξω το άψυχον άγαλμα και εστάθη εις τον τόπον, όπου η Μάρτυς προσέταξε. Ταύτα βλέπων ο άρχων και φοβηθείς, έπεσεν ευθύς επί πρόσωπον· είτα πάλιν εσηκώθη έντρομος, και λέγει εις την Μάρτυρα· «Ηδυνήθησαν αι μαγείαι σου να μετατοπίσουν τον μέγαν θεόν Απόλλωνα»; Η δε Αγία ελυπήθη εις την αναισθησίαν του άρχοντος και του λέγει· «Δεν εντρέπεσαι, μωρέ και ανόητε τύραννε, να ονομάζης θεόν την απώλειαν των πολλών Απόλλωνα; Εγώ να τον προστάξω τώρα να απολεσθή ο Απόλλων σου». Τότε λέγει προς το μιαρόν είδωλον· «Σε προστάσσω, εν τω ονόματι του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, να πέσης εις την γην να γίνης συντρίμματα». Παρευθύς τότε επήκουσεν ο ψευδώνυμος θεός εις την Αγίαν και πίπτων συνετρίβη. Οι δε παρόντες, ιδόντες τοιούτον φρικτόν και εξαίσιον θέαμα, εδόξαζον τον Χριστόν ως Θεόν παντοδύναμον, επίστευσαν δε εις αυτόν τρεις χιλιάδες ανθρώπων. Ο δε άρχων από την λύπην του έμεινεν άφωνος και απέθανεν· ο δε συγκάθεδρός του εφυλάκισε την Αγίαν έως να ψηφίσουν έτερον άρχοντα. Μεθ’ ημέρας τινάς έγινεν άλλος άρχων, Ιουλιανός ονόματι, όστις ακούσας δια την Μάρτυρα, προσέταξε να την φέρουν εις το κριτήριον· τούτου δε γενομένου πρώτον εδοκίμασε να την διαστρέψη με κολακείας και απειλάς, αλλά μη δυνηθείς, εξέκαυσεν ημέρας τρεις κάμινον, ρίψαντες δε αυτήν έσω, την αφήκαν ημέρας πέντε, χρίοντες έξωθεν επιμελώς την κάμινον, δια να μη εξέρχεται η θερμότης τελείως. Η δε Μάρτυς έψαλλε με τους Αγίους Αγγέλους έσωθεν, δοξάζουσα και ευχαριστούσα μεγαλοφώνως τον Κύριον. Ακούοντες δε τας φωνάς αυτής οι στρατιώται, οι οποίοι εφύλαττον την κάμινον, εφοβήθησαν και ανήγγειλαν το γενόμενον εις τον άρχοντα. Όθεν εκείνος προσέταξε να ανοίξουν την έκτην ημέραν την κάμινον, εξήλθε δε τότε η Αγία σώα, ώσπερ να ήτο εις λουτρόν. Λέγει τότε προς αυτήν ο τύραννος· «Ειπέ μας, Χριστίνα, και ομολόγησον τας μαντείας σου, ει δε μη σήμερον σου δίδω κακόν θάνατον». Η δε απεκρίνατο· «Δεν σε φοβούμαι ποσώς, λύκε άρπαξ, όθεν κάμε εις εμέ ει τι δύνασαι, ότι έχω τον ουράνιον Θεόν βοηθούντα μοι». Τότε προσέταξε τον επιμελητήν των θηρίων ο θηριόγνωμος και των θηρίων αναισθητότερος να φέρη δύο ασπίδας, δύο εχίδνας και δύο όφεις, ήσαν δε και τα εξ ταύτα φοβερά και θανάσιμα, τα οποία αφήκαν κατά της Αγίας· αλλ’ όχι μόνον δεν την έβλαψαν, μάλιστα και ευσπλαγχνίαν της έδειξαν, διότι αι μεν ασπίδες έλειχον τους πόδας της, οι δε όφεις τον ιδρώτα εσπόγγιζον, ότι δια τον Χριστόν ηγωνίζετο. Ο δε των θηρίων θηριωδέστατος τύραννος εθυμώνετο ταύτα βλέπων, και έλεγε προς τον υπηρέτην των θηρίων να τα ερεθίση να σπαράξουν την Μάρτυρα. Θέλων δε εκείνος να κάμη το προστασσόμενον, ηγριώθησαν ταύτα κατ’ αυτού, του επιμελητού αυτών, και τον εθανάτωσαν. Τότε η Αγία τα μεν θηρία προσέταξε να αναχωρήσουν από την πόλιν, χωρίς να βλάψουν κανένα άνθρωπον, προς τον δοτήρα δε της ζωής εδέετο λέγουσα· «Δέσποτα ζωοδότα, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο εγείρας εκ νεκρών τον Λάζαρον, επάκουσόν μου της δούλης σου και ανάστησον τούτον τον άνθρωπον, δια να δοξασθή το Πανάγιόν σου όνομα, και να πιστεύσουν οι περιεστώτες, ότι συ είσαι μόνος Θεός, ο ποιών θαυμάσια». Τότε ήλθεν από τους ουρανούς φωνή λέγουσα· «Χριστίνα, ευλογημένη δούλη μου, εγώ ο Θεός σου είμαι μετά σου, και ό,τι ζητήσεις να γίνεται». Τότε εσφράγισε τον νεκρόν η Αγία λέγουσα· «Εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού έγειραι». Παρευθύς τότε ανεστήθη ο νεκρός και ηυχαρίστει τον Θεόν και την Μάρτυρα. Ο δε τετυφλωμένος τύραννος, νομίζων μαγείαν το θαυματούργημα, πρόσταξε να κόψουν τους μαστούς της Αγίας ο άσπλαγχνος. Αύτη δε η μακαρία ωνείδιζεν αυτόν λέγουσα: «Ω άπιστε και λιθόκαρδε, δεν βλέπεις ότι ρέει γάλα από τας πληγάς αντί αίματος; Απιστείς εις τόσας θαυματουργίας, άπιστε»; Έπειτα αναβλέψασα προς τον ουρανόν έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ότι με ηξίωσας να πάθω ταύτα δια την αγάπην σου, με τα οποία εκαθαρίσθη ο ρύπος της εμής ψυχής και του σώματος. Ηξεύρω ότι αύριον τελειώνω τον αγώνα μου, ίνα λάβω τον έφθαρτον στέφανον». Τότε την εφυλάκισαν, επήγαν δε εκεί γυναίκες πολλαί και την επαρηγορούσαν, συμπάσχουσαι εις τους πόνους της. Η δε Αγία εδίδαξεν αυτάς, και πολλαί επίστευσαν εις τον Χριστόν δι’ αυτής. Την πρωϊαν της επομένης προσέταξεν ο τύραννος να φέρουν την Αγίαν εις το μέσον, και της λέγει: «Προσκύνησον τους θεούς, ει δ’ άλλως σήμερον θέλω σου δώσει τον πρέποντα θάνατον». Η δε απεκρίνατο: «Σήμερον και συ απόλλυσαι και υπάγεις εις την αιώνιον κόλασιν». Τότε προσέταξεν ο τύραννος να κόψουν την γλώσσαν της. Η δε Αγία προσηύξατο λέγουσα· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ μου, ότι δεν με εγκατέλιπες εκ κοιλίας μητρός μου. Ο θησαυρός πάσης αγαθότητος, επίβλεψον επ’ εμέ, ότι ήλθεν ο καιρός της αναπαύσεώς μου· πρόσταξον όθεν να τελειώσω τον δρόμον εις τούτο το στάδιον». Τότε ήλθε φωνή από τους ουρανούς λέγουσα· «Χριστίνα άμωμε, έχε θάρρος, ότι πολλά υπέμεινας δι’ εμέ, όθεν και πολλή απόλαυσις σε αναμένει, η Βασιλεία των ουρανών ηνέωκται, και οι Άγγελοι σε αναμένουν. Λοιπόν ελθέ να λάβης τον ητοιμασμένον σοι στέφανον». Όταν δε έκοψαν την γλώσσαν της, την επήρεν η Αγία εις την δεξιάν χείρα της και την έρριψεν εις το πρόσωπον του άρχοντος και παρευθύς τον ετύφλωσε, φωνή δε εξήλθεν από το στόμα της Μάρτυρος προς τον τύραννον λέγουσα· «Ιουλιανέ άτιμε, επειδή απέκοψας την γλώσσαν, ήτις ευλογεί τον Κύριον, έχασες και συ το φως σου δικαίως, άδικε». Τότε ο τυφλός προσέταξε δύο στρατιώτας, ομογνώμους αυτού και ομόφρονας, να την θανατώσωσι. Και ο μεν εις την επλήγωσεν εις την καρδίαν, ο δε έτερος εις την πλευράν και ούτως ετελειώθη η Αγία· ο δε τύραννος, πηγαίνων εις τον οίκον του, ήλθεν εις αυτόν οργή από τον Θεόν και απέθανε με μεγάλην βάσανον και τιμωρίαν· βλέπων δε τα θαύματα της Αγίας Μάρτυρος εις συγγενής της επίστευσεν εις τον Χριστόν, και έκτισεν επ’ ονόματι αυτής Εκκλησίαν, εις την οποίαν απέθεσε το τίμιον αυτής και σεβάσμιον λείψανον· ετελειώθη δε η Αγία κατά την εικοστήν τετάρτην (24) του Ιουλίου ημέραν Πέμπτην, εις δόξαν Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος της Ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος. Αμήν.
Και ταύτα μεν ετέλεσεν ο Ουρβανός, ήτοι ο κατά σάρκα πατήρ της Χριστίνης, ο ανόητος. Ο δε Χριστός, ως αγαθός Θεός και σοφώτατος, την εσόφισεν αοράτως, και την ψυχήν αυτής αφανώς εφώτισε με την χάριν του Παναγίου Πνεύματος και προς θεογνωσίαν ωδήγησεν. Ότι ως γνωστική όπου ήτο εκ φύσεως, βλέπουσα τα κάλλη του ουρανού και της γης και της θαλάσσης την ωραιότητα και τα λοιπά του παντοδυνάμου Θεού σοφώτατα και θαυμάσια ποιήματα, διελογίζετο τις να τα έκαμε, επόθει δε να μάθη τον ποιητήν και κυβερνήτην της κτίσεως. Όθεν ο Θεός, ως πανάγαθος και προγνώστης των μελλόντων, γνωρίζων την καλήν της προαίρεσιν, έστειλεν Άγγελον και την εδίδαξεν άπαντα όσα επεθύμει να μάθη, ως και έτερα χρειαζόμενα. Φωτισθείσα λοιπόν η χριστώνυμος υπό του Αγγέλου εσέβετο τον αληθινόν Θεόν, εις προσευχάς και νηστείας επιδιδομένη. Εν μια δε των ημερών ανέβησαν να την ίδουν οι γεννήτορες και χαιρετήσαντες αυτήν την επροσκαλούσαν εις την βδελυράν των θρησκείαν, λέγοντες· «Προσκύνησον, τέκνον μου, τους αθανάτους θεούς, οίτινες σου έδωσαν τόσον κάλλος». Η δε Χριστίνα ποσώς δεν ηθέλησε να τους υπακούση, παρ’ όλας τας κολακείας τας οποίας της είπον και παρ’ όλας τας απειλάς. Ο μεν λοιπόν πατήρ εθυμώθη πολύ και ανεχώρησε, δια να συλλογισθή ποίας θλίψεις και τιμωρίας να της επιβάλη. Η δε μήτηρ έμεινε περίλυπος, φοβουμένη μήπως και την θανατώση ο ανήρ αυτής, ως θυμώδης και απάνθρωπος. Όθεν ήρχισε να την κολακεύη λέγουσα· «Τέκνον μου ποθεινότατον, διατί μου δίδεις τόσην θλίψιν εις την καρδίαν και τόσα βάσανα και δεν υπακούεις εις τον πατέρα σου, να προσκυνήσης τους θεούς μας, να μη σου δώση άσχημον θάνατον»; Η δε απεκρίνατο· «Μη με συμβουλεύης, ω μήτερ, να προτιμήσω το σκότος υπέρ το φως· οι θεοί σας είναι δαιμόνια, ο δε Κύριος τους ουρανούς εποίησεν. Εγώ είμαι δούλη του Χριστού, καθώς και το όνομά του επλούτησα· δια τούτο δεν πείθομαι εις τα απατηλά και θανατηφόρα λόγια σας, να προσκυνήσω αναίσθητα ξόανα». Μετά ταύτα ελθών και πάλιν ο πατήρ της Αγίας την εκολάκευσε λέγων· «Ειπέ μοι κυρία μου, τις ήλθε και σε επλάνησε με τας μαγείας του και προσκυνείς ένα Θεόν, τον οποίον εσταύρωσεν ο Πιλάτος και δεν ηδυνήθη να βοηθήση τον εαυτόν του; Δεν ηξεύρεις, τέκνον μου, ότι σε αγαπώ ως το φως των οφθαλμών μου, αλλά μου δίδεις τόσην θλίψιν και πόνον εις την καρδίαν, και δεν θέλεις να προσκυνήσης τους θεούς, οίτινες σε έκαμαν εις τον κόσμον και με τόσην ωραιότητα σε εστόλισαν, φοβούμαι δε μήπως οργισθούν και σε φονεύσωσιν»; Η δε απεκρίνατο· «Μη με λέγης τέκνον σου, διότι εγώ είμαι θυγάτηρ και δούλη του ουρανίου Θεού, εις τον οποίον προσφέρω θυσίαν αινέσεως· ότι αυτώ πρέπει δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια». Τότε ο πατήρ αυτής, νομίζων ότι δια τον ψευδώνυμον θεόν Δία έλεγεν, είπεν εις αυτήν ο ασύνετος· «Μη προσκυνής μόνον τον ένα θεόν, διότι οργίζονται οι άλλοι και σε καταρώνται». Η δε απεκρίνατο· «Καλώς ελάλησας· να προσκυνήσω λοιπόν με τον προάναρχον Πατέρα και τον Συνάναρχον Υιόν, και Πνεύμα το Πανάγιον, δια να φανερωθή εις όλους, να δοξασθή Τριάς η ομοούσιος, ήτις εδημιούργησε τον ουρανόν, την γην και την θάλασσαν και έπλασε τον άνθρωπον. Αυτήν ευλογώ και προσκυνώ· εις αυτόν τον ένα Θεόν επίστευσα, τον τρισυπόστατον και αιώνιον». Ταύτα ακούσας ο Ουρβανός είπε με προσποιητήν ημερότητα εις την Αγίαν· «Ιδού, τέκνον μου, ομολογείς τους τρεις θεούς· διατί λοιπόν αρνείσαι τους άλλους και δεν προσκυνείς όλους να σε κάμουν μακρόβιον»; Η δε είπεν εις αυτόν· «Μία θεότης υπάρχει, η Αγία Τριάς· μη λοιπόν με βιάζης να προσκυνήσω θεούς αλλοτρίους, ασύνετε· αλλά φέρε μοι δώρα αμίαντα, να προσφέρω εις τον αληθή Θεόν θυσίαν αναίμακτον, όστις με εστράτευσεν εις την αληθινήν στρατιάν του». Ο δε άγνωστος Ουρβανός δεν εγνώρισεν, ότι έλεγε δια τον ένα και μόνον Θεόν, αλλά νομίζων ότι δια τινα ψευδώνυμον έλεγε, κατέβη και της έστειλεν όσα του παρήγγειλεν. Έπειτα πάλιν του εμήνυσεν η Αγία με τας υπηρετρίας της ταύτα· «Απόστειλόν μοι, δέσποτα, χιτώνα άσπιλον και αμόλυντον, να προσφέρω εις τον βασιλέα των αιώνων με καθαράν καρδίαν θυμίαμα άμωμον, δια να μου συγχωρήση τας ανομίας μου». Όταν ενεδύθη το άσπιλον εκείνο φόρεμα η Αγία, ένιψε τας χείρας και το πρόσωπον και εκλείσθη εις το δωμάτιον· έπειτα εθυμίασε τον αληθή Θεόν και προσηύξατο προς αυτόν με δάκρυα λέγουσα· «Ο Θεός ο ουράνιος, ο Δεσπότης και ποιητής του κόσμου, όστις κατεδέχθης να φορέσης σώμα ανθρώπινον και να υπομείνης πάθος εκούσιον δια την σωτηρίαν μας, παρακαλώ την βασιλείαν σου, επάκουσόν μου και μη εγκαταλίπης με, ότι πολλά σοι ήμαρτον, προσκυνούσα εν αγνοία ακάθαρτα είδωλα. Εξάλειψον ως αγαθός και ελεήμων τας ανομίας μου και παράστηθί μοι εις τας τιμωρίας, τας οποίας πρόκειται να λάβω δια την ομολογίαν σου, και δος μοι δύναμιν να νικήσω τους πολεμίους μας, εις δόξαν του φοβερού και Αγίου σου ονόματος». Ταύτα της Αγίας λεγούσης, ήλθεν ουρανόθεν Άγιος Άγγελος και της λέγει· «Χαίροις νύμφη και συνώνυμε του Δεσπότου Χριστού, Χριστίνα αμόλυντε. Επήκουσεν ο Κύριος της δεήσεώς σου· λοιπόν ανδρίζου και κραταιούσθω η καρδία σου, ότι εις τρεις άρχοντας μέλλεις να παρουσιασθής δια να δοξασθή ο Θεός δια σου». Του λέγει η Αγία· «Δος μοι την σφραγίδα του Σωτήρος μου, να μη φοβηθώ τους εχθρούς του». Ο δε Άγγελος έκαμεν ευχήν εις αυτήν, δίδων δε την εν Χριστώ σφραγίδα, την ηυλόγησε και της έδωκε να φάγη άρτον ουράνιον. Η δε Αγία έφαγε και ηυχαρίστησε τον Κύριον. Κατά δε την νύκτα συνέτριψε με την αξίνην τους χρυσούς και αργυρούς θεούς, ήτοι τον Δία, τον Απόλλωνα, την Αφροδίτην και την Άρτεμιν· κατέβη δε από τον πύργον και διεμοίρασε το χρυσίον και το αργύριον εις πτωχούς, είτα πάλιν ανέβη. Το πρωϊ ανήλθεν ο πατήρ αυτής να προσκυνήση τα είδωλα, και δεν τα εύρεν· όθεν θυμωθείς, ηρώτα τας υπηρετρίας τι έγιναν. Αι δε είπον εις αυτόν· «Η θυγάτηρ σου τα συνέτριψε και τα έρριψε κάτω από το παράθυρον». Τότε προστάσσει να κόψουν τας κεφαλάς αυτών, την δε Αγίαν να δείρουν άσπλαγχνα έως να κουρασθούν οι δέροντες. Τότε την εμαστίγωσαν άνδρες δώδεκα τόσον έως ου εκουράσθησαν, και αυτοί μεν έπεσον χαμαί, η δε Αγία με την χάριν του Θεού μάλλον εδυναμώνετο· ονειδίζουσα δε τον πατέρα της έλεγεν· «Άτιμε και αναίσχυντε, εκείνοι όπου με βασανίζουν ητόνησαν, λοιπόν εάν έχουν οι θεοί σας δύναμιν, ας τους δώσουν βοήθειαν». Τότε ο Ουρβανός εθυμώθη διότι τον ύβριζεν, όθεν έδεσεν αυτήν από τον λαιμόν με άλυσον και την εφυλάκισεν. Έπειτα επήγεν εις την οικίαν του και έπεσεν από την λύπην του νήστις. Η δε γυνή του, ως ήκουσε τα βάσανα, τα οποία επέβαλεν εις την Αγίαν, επήγεν εις την φυλακήν κλαίουσα· πίπτουσα δε εις τους πόδας της Μάρτυρος έλεγεν· «Ελέησόν με την μητέρα σου, θύγατερ, και μη μου δώσης θλίψιν μεγαλυτέραν, ότι άλλο τέκνον δεν έχω και σε αγαπώ υπέρμετρα. Λοιπόν, σε παρακαλώ, μη προσκυνής Θεόν αλλότριον, να μη σε φονεύση ο πατήρ σου και τότε θα αποθάνω και εγώ από την θλίψιν μου». Η δε απεκρίνατο· «Μη με καλής θυγατέρα σου, διότι εγώ πατέρα έχω τον Δεσπότην Χριστόν, κατά την επωνυμίαν μου, ο οποίος μου δίδει την δύναμιν να καταπατήσω τους δαίμονας, τους οποίους προσκυνείτε και να λάβω δια την αγάπην του θάνατον». Όταν εγνώρισεν η γυνή το αμετάθετον της γνώμης της θυγατρός της, επέστρεψεν εις τον οίκον της και ανήγγειλε πάντα εις τον άνδρα της. Όστις έστειλε το πρωϊ στρατιώτας, και έφεραν την Αγίαν εις το Πραιτώριον και λέγει· «Λυπούμαι, Χριστίνα, διότι δεν έχω άλλο τέκνον· και δι’ αυτό σε παρακαλώ να προσκυνήσης τα είδωλα, ει δε και παρακούσης έως τέλους δεν θα σε λυπηθώ τελείως, ούτε θα σε ονομάσω θυγατέρα μου, αλλά θα σου δώσω τόσας τιμωρίας έως ότου να αναλύσω τας σάρκας σου». Η δε απεκρίνατο· «Μεγάλην χάριν μου κάμνεις, τύραννε, να μη με έχης πλέον ως τέκνον σου· ότι συ είσαι υιός διαβόλου και των λοιπών δαιμόνων συνήγορος». Τότε οργισθείς ο άσπλαγχνος προσέταξε να την κρεμάσουν και να ξεσχίσουν τας σάρκας της. Η δε έχαιρεν, όταν την εβασάνιζον, και έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ επουράνιε, ότι με ηξίωσας να καθαρισθώ από τον ρύπον της ειδωλολατρίας με ταύτα τα βασανιστήρια». Πολλάκις δε ήρπαζεν ένα τεμάχιον από τας σάρκας της, τας οποίας εξέσχιζαν οι δήμιοι, και το έρριπτεν εις το πρόσωπον του πατρός λέγουσα· «Επεθύμησες να φάγης τας σάρκας μου, κληρονόμε της αιωνίου κολάσεως· λοιπόν φάγε να χορτάσης, αναίσχυντε». Ο δε έλεγεν· «Εάν δεν προσκυνήσης τους θεούς, θέλω σου δώσει άλλα χειρότερα κολαστήρια, από τα οποία δεν δύναται να σε λυτρώνη εκείνος, όστις εσταυρώθη από τους Ιουδαίους, ταλαίπωρε». Του λέγει η Αγία· «Τι βλασφημείς, άνομε; Δεν ηξεύρεις, ότι αυτός ήλθεν από τους ουρανούς, και θεληματικώς εσταυρώθη, δια να μας λυτρώση από την κόλασιν»; Τότε προσέταξεν ο τύραννος να φέρουν ένα τροχόν, εις τον οποίον έδεσαν την Αγίαν· ανάψαντες δε πυρ υποκάτω, έχυναν έλαιον, δια να την βασανίζουν χειρότερα. Η δε Μάρτυς, αναβλέψασα προς τον ουρανόν, έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις βοηθείς τους φοβουμένους σε, μη με εγκαταλίπης την δούλην σου, αλλά δείξον και τώρα εις εμέ τα θαυμάσιά σου, δια να μη χαρή ο ασεβής τύραννος». Τότε διεσκορπίσθη το πυρ και κατέκαυσε θαυμασίως πολλούς Έλληνας. Όθεν εξήλθεν η Αγία από τον τροχόν, την ηρώτα δε πάλιν ο ασύνετος λέγων· «Τις σου έμαθε τοιαύτας μαντείας και δεν δύναται να σε κυριεύση το πυρ»; Τότε πάλιν η Μάρτυς τον ύβρισεν ως μάταιον και ασύνετον. Βλέπων δε ούτος ότι δεν ηδύνατο να την καταβάλη, την εφυλάκισε και δεν της έδωσε να φάγη, δια να αποθάνη από την πείναν σύντομα. Ο δε ουράνιος Πατήρ αυτής, ως φιλόστοργος, δεν την αφήκεν ανεπιμέλητον, αλλ’ απέστειλε τρεις Αγγέλους και της έφεραν τροφήν σωτήριον, το δε σώμα της εθεράπευσαν. Όθεν ηυχαρίστει τον Δεσπότην όλην εκείνην την ημέραν και ηύχετο. Όταν ενύκτωσεν, απέστειλεν ο πατήρ αυτής πέντε δούλους, οίτινες έδεσαν εις τον λαιμόν της μεγάλην πέτραν και την έρριψαν εις το πέλαγος. Οι δε Άγιοι Άγγελοι την εδέχθησαν, και επεριπάτει επάνω του ύδατος χαίρουσα· ότι ο μεν λίθος ελύθη και εβυθίσθη, αυτή δε εδόξαζε τον Κύριον λέγουσα· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ Παντοδύναμε, και παρακαλώ σε κάμε μου και ταύτην την χάριν σήμερον, να λάβω τώρα το άγιον Βάπτισμα εις ταύτα τα ύδατα, εις άφεσιν των αμαρτημάτων μου». Ταύτα ειπούσα, ήλθε φωνή εκ των ουρανών λέγουσα· «Επήκουσά σου την δέησιν». Ομού δε μετά της φωνής ήλθε και νεφέλη φωτεινή, βλέπει δε έμπροσθεν αυτής τον Δεσπότην Χριστόν με βασιλικήν πορφύραν και στέφανον, κύκλω δε αυτού παρίσταντο Άγιοι Άγγελοι, υμνολογούντες με ευωδίαν θυμιαμάτων θαυμάσιον. Ως δε είδεν η Αγία τον Κύριον, εφοβήθη και έπεσε πρηνής. Ο δε Σωτήρ ήγειρεν αυτήν, και της λέγει· «Εγώ είμαι ο Χριστός, Χριστίνα, όστις φωτίζω τους επικαλουμένους με, και ήλθα να σε λυτρώσω από την πλάνην των ειδώλων, καθώς εζήτησας». Τότε την κατέδυσεν εις την θάλασσαν, λέγων· «Βαπτίζω σε, Χριστίνα, εις το όνομα του Πατρός μου και εις εμέ τον Υιόν του, και εις το Πνεύμα το Άγιον». Ταύτα ειπών ο Δεσπότης την παρέδωκεν εις τον αρχιστράτηγον Μιχαήλ, λέγων· «Δώσε εις αυτήν την σφραγίδα μου, κάμε την λαμπροφόρον και οδήγησον εις την ξηράν». Ούτως ο μεν Κύριος επανήλθεν εις τα ουράνια, η δε Αγία ευρέθη αβλαβής εις την πόλιν αυτής, πλησίον εις τον πατρικόν της οίκον. Όταν λοιπόν εξημέρωσεν, είδεν αυτήν προσευχομένην ο τύραννος, και νομίζων ότι δεν την έρριψαν οι δούλοι του εις την θάλασσαν, ήθελε να τους θανατώση ο μάταιος αδίκως. Ομολογήσαντες όμως εκείνοι το θαυμάσιον, ηρώτησεν αυτήν λέγων· «Ειπέ μοι, Χριστίνα, με ποίας μαντείας ενίκησες και την θάλασσαν»; Η δε απεκρίνατο· «Δεν βλέπεις, τετυφλωμένε και ανόητε, ότι έλαβον χάριν από τον Χριστόν μου και εξαναγεννήθην σήμερον»; Τότε προστάσσει να την φυλακίσουν εκ νέου δια να την αποκεφαλίση την επαύριον. Η δε Αγία έκαμεν ευχήν προς τον Χριστόν λέγουσα· «Υιέ του Θεού του ζώντος, όστις με εφώτισας με το λουτρόν της αναγεννήσεως, απόδος του πατρός μου ταύτην την νύκτα κατά τα έργα του· δώσε εις αυτόν τον πρέποντα θάνατον, διότι μελετά να με θανατώση αύριον». Ούτω μεν η Αγία προσηύξατο. Ο δε Κύριος την αίτησίν της επλήρωσε. Όθεν βασανισθείς πολλά την νύκτα εκείνην δικαίως ο άδικος και κακός κακώς απέθανεν. Η δε Μάρτυς έμεινεν ολίγον καιρόν απείραστος, ευχαριστούσα τον Κύριον, ότι ελύτρωσεν αυτήν από τον τύραννον. Μετά τινας ημέρας έγινεν άλλος άρχων εις την αξίαν του πατρός αυτής, Δίων ονομαζόμενος. Όστις αναγνώσας τα υπομνήματα της Μάρτυρος, επρόσταξε να την φέρουν εις το κριτήριον. Βλέπων δε την ωραιότητα του προσώπου της, ήρχισε να την κολακεύη λέγων· «Επάκουσόν μου, τέκνον, και θυσίασον εις τους θεούς, ίνα λυτρωθής από διάφορα κολαστήρια, θα γράψω δε του βασιλέως δια σε, ότι είσαι από γένος βασιλικόν, να σε υπανδρεύση με μεγάλον άρχοντα, να περάσης ζωήν ευφρόσυνον. Εάν όμως μου παρακούσης, θέλω σου δώσει τοιαύτα κολαστήρια, ώστε να μη δυνηθή ο Θεός σου να σε λυτρώση από τας χείρας μου». Η δε Αγία απεκρίνατο λέγουσα· «Ούτε τας απειλάς σου φοβούμαι, ούτε νικώμαι από τας μιαράς κολακείας σου, ότι ο Θεός μου δύναται να με λυτρώση από τας τιμωρίας σου». Τότε προστάσσει να την δείρουν άσπλαγχνα. Υπέμεινε δε η Αγία τας βασάνους καρτερικώς και ενέπαιζε τον τύραννον, ούτω λέγουσα· «Με τοιαύτα μέσα νομίζεις, ότι θα με νικήσης, αδύνατε; Εάν δύνασαι, κόλασόν με χειρότερα, ότι αυτά μοι φαίνονται ως παίγνια».Τότε θυμωθείς ο άρχων προσέταξε και έφεραν σκάφην σιδηράν, εις την οποίαν έβαλαν πίσσαν, ρητίνην και έλαιον· βαλόντες δε πυρ υποκάτω, έρριψαν εντός αυτής την Μάρτυρα, την έβραζαν δε ώραν πολλήν, περιστρέφοντες αυτήν με σιδηράς σούβλας, δια να λύσουν αι σάρκες της. Η δε Μάρτυς υπέμεινε μεγαλοψύχως και ταύτην την φοβεράν βάσανον, ευχαριστούσα τον Κύριον. Τότε ο τύραννος την συνεβούλευσε πάλιν λέγων· «Βλέπεις, Χριστίνα, ότι οι θεοί σε σπλαγχνίζονται και σου ελαφρύνουν την παίδευσιν; Γνώρισον την ευεργεσίαν και θυσίασον εις αυτούς». Του λέγει η πάνσεμνος· «Την δύναμιν του Χριστού μου αναφέρεις εις τους μιαρούς σου θεούς, αφρονέστατε και αναίσθητε; Πως δύνανται να βοηθήσουν τους ζώντας οι τυφλοί και άλαλοι»; Οργισθείς εις ταύτα ο άρχων προσέταξε να ξυρίσουν την κεφαλήν της, να την παιδεύσουν γυμνήν και να την πομπεύσουν εις όλην την πόλιν με καταφρόνησιν· αφού δε έπραξαν καθώς προσετάχθησαν την εφυλάκισαν. Την επομένην έφεραν πάλιν την Αγίαν εις το κριτήριον, και λέγει προς αυτήν ο τύραννος· «Ας υπάγωμεν εις τον ναόν, να προσκυνήσης τον ουράνιον θεόν Απόλλωνα». Η δε απεκρίνατο· «Καλώς είπες, να προσκυνήσω Θεόν τον ουράνιον». Τότε ο άρχων εχάρη, νομίζων ότι το είδωλον είπε να προσκυνήση· την ωδήγησαν λοιπόν εις τον ναόν με τιμήν ανείκαστον. Προσηύξατο τότε η Αγία εις τον αληθή Θεόν, ταύτα λέγουσα· «Κύριε ο Θεός ο ουράνιος, ο ποιητής πάσης της κτίσεως, επάκουσόν μου της δούλης σου και πρόσταξον να μετατοπισθή τούτο το είδωλον, να εξέλθη από τον ναόν τεσσαράκοντα βήματα». Παρευθύς τότε, προς έκπληξιν και θαυμασμόν των ορώντων, εξήλθεν έξω το άψυχον άγαλμα και εστάθη εις τον τόπον, όπου η Μάρτυς προσέταξε. Ταύτα βλέπων ο άρχων και φοβηθείς, έπεσεν ευθύς επί πρόσωπον· είτα πάλιν εσηκώθη έντρομος, και λέγει εις την Μάρτυρα· «Ηδυνήθησαν αι μαγείαι σου να μετατοπίσουν τον μέγαν θεόν Απόλλωνα»; Η δε Αγία ελυπήθη εις την αναισθησίαν του άρχοντος και του λέγει· «Δεν εντρέπεσαι, μωρέ και ανόητε τύραννε, να ονομάζης θεόν την απώλειαν των πολλών Απόλλωνα; Εγώ να τον προστάξω τώρα να απολεσθή ο Απόλλων σου». Τότε λέγει προς το μιαρόν είδωλον· «Σε προστάσσω, εν τω ονόματι του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, να πέσης εις την γην να γίνης συντρίμματα». Παρευθύς τότε επήκουσεν ο ψευδώνυμος θεός εις την Αγίαν και πίπτων συνετρίβη. Οι δε παρόντες, ιδόντες τοιούτον φρικτόν και εξαίσιον θέαμα, εδόξαζον τον Χριστόν ως Θεόν παντοδύναμον, επίστευσαν δε εις αυτόν τρεις χιλιάδες ανθρώπων. Ο δε άρχων από την λύπην του έμεινεν άφωνος και απέθανεν· ο δε συγκάθεδρός του εφυλάκισε την Αγίαν έως να ψηφίσουν έτερον άρχοντα. Μεθ’ ημέρας τινάς έγινεν άλλος άρχων, Ιουλιανός ονόματι, όστις ακούσας δια την Μάρτυρα, προσέταξε να την φέρουν εις το κριτήριον· τούτου δε γενομένου πρώτον εδοκίμασε να την διαστρέψη με κολακείας και απειλάς, αλλά μη δυνηθείς, εξέκαυσεν ημέρας τρεις κάμινον, ρίψαντες δε αυτήν έσω, την αφήκαν ημέρας πέντε, χρίοντες έξωθεν επιμελώς την κάμινον, δια να μη εξέρχεται η θερμότης τελείως. Η δε Μάρτυς έψαλλε με τους Αγίους Αγγέλους έσωθεν, δοξάζουσα και ευχαριστούσα μεγαλοφώνως τον Κύριον. Ακούοντες δε τας φωνάς αυτής οι στρατιώται, οι οποίοι εφύλαττον την κάμινον, εφοβήθησαν και ανήγγειλαν το γενόμενον εις τον άρχοντα. Όθεν εκείνος προσέταξε να ανοίξουν την έκτην ημέραν την κάμινον, εξήλθε δε τότε η Αγία σώα, ώσπερ να ήτο εις λουτρόν. Λέγει τότε προς αυτήν ο τύραννος· «Ειπέ μας, Χριστίνα, και ομολόγησον τας μαντείας σου, ει δε μη σήμερον σου δίδω κακόν θάνατον». Η δε απεκρίνατο· «Δεν σε φοβούμαι ποσώς, λύκε άρπαξ, όθεν κάμε εις εμέ ει τι δύνασαι, ότι έχω τον ουράνιον Θεόν βοηθούντα μοι». Τότε προσέταξε τον επιμελητήν των θηρίων ο θηριόγνωμος και των θηρίων αναισθητότερος να φέρη δύο ασπίδας, δύο εχίδνας και δύο όφεις, ήσαν δε και τα εξ ταύτα φοβερά και θανάσιμα, τα οποία αφήκαν κατά της Αγίας· αλλ’ όχι μόνον δεν την έβλαψαν, μάλιστα και ευσπλαγχνίαν της έδειξαν, διότι αι μεν ασπίδες έλειχον τους πόδας της, οι δε όφεις τον ιδρώτα εσπόγγιζον, ότι δια τον Χριστόν ηγωνίζετο. Ο δε των θηρίων θηριωδέστατος τύραννος εθυμώνετο ταύτα βλέπων, και έλεγε προς τον υπηρέτην των θηρίων να τα ερεθίση να σπαράξουν την Μάρτυρα. Θέλων δε εκείνος να κάμη το προστασσόμενον, ηγριώθησαν ταύτα κατ’ αυτού, του επιμελητού αυτών, και τον εθανάτωσαν. Τότε η Αγία τα μεν θηρία προσέταξε να αναχωρήσουν από την πόλιν, χωρίς να βλάψουν κανένα άνθρωπον, προς τον δοτήρα δε της ζωής εδέετο λέγουσα· «Δέσποτα ζωοδότα, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο εγείρας εκ νεκρών τον Λάζαρον, επάκουσόν μου της δούλης σου και ανάστησον τούτον τον άνθρωπον, δια να δοξασθή το Πανάγιόν σου όνομα, και να πιστεύσουν οι περιεστώτες, ότι συ είσαι μόνος Θεός, ο ποιών θαυμάσια». Τότε ήλθεν από τους ουρανούς φωνή λέγουσα· «Χριστίνα, ευλογημένη δούλη μου, εγώ ο Θεός σου είμαι μετά σου, και ό,τι ζητήσεις να γίνεται». Τότε εσφράγισε τον νεκρόν η Αγία λέγουσα· «Εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού έγειραι». Παρευθύς τότε ανεστήθη ο νεκρός και ηυχαρίστει τον Θεόν και την Μάρτυρα. Ο δε τετυφλωμένος τύραννος, νομίζων μαγείαν το θαυματούργημα, πρόσταξε να κόψουν τους μαστούς της Αγίας ο άσπλαγχνος. Αύτη δε η μακαρία ωνείδιζεν αυτόν λέγουσα: «Ω άπιστε και λιθόκαρδε, δεν βλέπεις ότι ρέει γάλα από τας πληγάς αντί αίματος; Απιστείς εις τόσας θαυματουργίας, άπιστε»; Έπειτα αναβλέψασα προς τον ουρανόν έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ότι με ηξίωσας να πάθω ταύτα δια την αγάπην σου, με τα οποία εκαθαρίσθη ο ρύπος της εμής ψυχής και του σώματος. Ηξεύρω ότι αύριον τελειώνω τον αγώνα μου, ίνα λάβω τον έφθαρτον στέφανον». Τότε την εφυλάκισαν, επήγαν δε εκεί γυναίκες πολλαί και την επαρηγορούσαν, συμπάσχουσαι εις τους πόνους της. Η δε Αγία εδίδαξεν αυτάς, και πολλαί επίστευσαν εις τον Χριστόν δι’ αυτής. Την πρωϊαν της επομένης προσέταξεν ο τύραννος να φέρουν την Αγίαν εις το μέσον, και της λέγει: «Προσκύνησον τους θεούς, ει δ’ άλλως σήμερον θέλω σου δώσει τον πρέποντα θάνατον». Η δε απεκρίνατο: «Σήμερον και συ απόλλυσαι και υπάγεις εις την αιώνιον κόλασιν». Τότε προσέταξεν ο τύραννος να κόψουν την γλώσσαν της. Η δε Αγία προσηύξατο λέγουσα· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ μου, ότι δεν με εγκατέλιπες εκ κοιλίας μητρός μου. Ο θησαυρός πάσης αγαθότητος, επίβλεψον επ’ εμέ, ότι ήλθεν ο καιρός της αναπαύσεώς μου· πρόσταξον όθεν να τελειώσω τον δρόμον εις τούτο το στάδιον». Τότε ήλθε φωνή από τους ουρανούς λέγουσα· «Χριστίνα άμωμε, έχε θάρρος, ότι πολλά υπέμεινας δι’ εμέ, όθεν και πολλή απόλαυσις σε αναμένει, η Βασιλεία των ουρανών ηνέωκται, και οι Άγγελοι σε αναμένουν. Λοιπόν ελθέ να λάβης τον ητοιμασμένον σοι στέφανον». Όταν δε έκοψαν την γλώσσαν της, την επήρεν η Αγία εις την δεξιάν χείρα της και την έρριψεν εις το πρόσωπον του άρχοντος και παρευθύς τον ετύφλωσε, φωνή δε εξήλθεν από το στόμα της Μάρτυρος προς τον τύραννον λέγουσα· «Ιουλιανέ άτιμε, επειδή απέκοψας την γλώσσαν, ήτις ευλογεί τον Κύριον, έχασες και συ το φως σου δικαίως, άδικε». Τότε ο τυφλός προσέταξε δύο στρατιώτας, ομογνώμους αυτού και ομόφρονας, να την θανατώσωσι. Και ο μεν εις την επλήγωσεν εις την καρδίαν, ο δε έτερος εις την πλευράν και ούτως ετελειώθη η Αγία· ο δε τύραννος, πηγαίνων εις τον οίκον του, ήλθεν εις αυτόν οργή από τον Θεόν και απέθανε με μεγάλην βάσανον και τιμωρίαν· βλέπων δε τα θαύματα της Αγίας Μάρτυρος εις συγγενής της επίστευσεν εις τον Χριστόν, και έκτισεν επ’ ονόματι αυτής Εκκλησίαν, εις την οποίαν απέθεσε το τίμιον αυτής και σεβάσμιον λείψανον· ετελειώθη δε η Αγία κατά την εικοστήν τετάρτην (24) του Ιουλίου ημέραν Πέμπτην, εις δόξαν Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος της Ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου