Ανθούσα
η Οσία και Ομολογήτρια ήκμασε κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου τουΚοπρωνύμου, εν
έτει ψμα΄ (741), θυγάτηρ γονέων ευσεβών, Στρατηγίου και Φεβρωνίας ονομαζομένων.
Επειδή δε ηγάπησε την παρθενίαν και καθαρότητα από αυτάς σχεδόν τας μητρικάς
αγκάλας, έζη εν τοις όρεσι και τοις σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης, κατά τον
Απόστολον Παύλον, αποστρεφομένη μεν και μισούσα όλα τα του βίου, μόνον δε την
ησυχίαν αγαπώσα και εναγκαλιζομένη.
Κατ’ εκείνας τας ημέρας έτυχε να υπάγη εις τον τόπον του Μαντινέου. Ιερομόναχός τις, Σισίνιος ονομαζόμενος, ο οποίος ήτο θαυματουργός και άγιος άνθρωπος και ήσκει παν είδος αρετής. Όθεν η αοίδιμος Ανθούσα, βλέπουσα αυτόν, παρεκινήθη να τον μιμηθή εις τας αρετάς· και πρώτον μεν έλαβε παρ’ αυτού τύπον και κανόνα, πώς να πολιτεύηται εις την μοναδικήν ζωήν· δεύτερον δε, ίνα γυμνασθή εις την υπακοήν, προσετάχθη παρ’ αυτού να εισέλθη εντός κλιβάνου ανημμένου, εντός του οποίου εισελθούσα η Αγία, εξήλθε πάλιν όλως αβλαβής· και άλλας δε υψηλοτέρας αρετάς έμαθε παρ’ αυτού η Οσία, αι οποίαι προσεγγίζουσι τον άνθρωπον εις τον Θεόν. Προείπε δε εις αυτήν ο Μοναχός εκείνος, ότι μέλλει να συστήση Μοναστήριον, και ότι θέλει λάβει την ηγουμενίαν εννεακοσίων καλογραιών, το οποίον και πραγματικώς ύστερον εγένετο. Μετά ταύτα εκουρεύθη τας τρίχας υπό του θαυματουργού εκείνου Σισινίου, και διετάχθη παρ’ αυτού να κατοικήση εις το νησίδιον της λίμνης, της πλησιαζούσης εις την κώμην την καλουμένην Περκελέ. Καταγινομένη λοιπόν η μακαρία εις την εγκράτειαν και εις την λοιπήν σκληραγωγίαν του σώματος, έγινε της Αγίας Τριάδος κατοικητήριον· διότι φορέσασα σίδηρα και ενδυθείσα τρίχινα φορέματα, έξω σαρκός και κόσμου ενομίζετο υπό των φρονίμων. Ελθούσα δε ποτε εις τον ρηθέντα Όσιον Σισίνιον, παρεκάλει αυτόν να δώση εις αυτήν άδειαν να κτίση Ναόν εις το όνομα της Αγίας Άννης, της μητρός της Θεοτόκου· ο δε Σισίνιος, νουθετήσας αυτήν πολύ και διδάξας, της προείπε σαφέστατα όσα έμελλον να της επακολουθήσωσι, και ούτως αφήκεν αυτήν να υπάγη, φανερώσας και τον καιρόν, κατά τον οποίον έμελλεν αυτός να αποθάνη. Έκτισε λοιπόν η Οσία τον ποθούμενον Ναόν της Αγίας Άννης, ένθα συνηθροίσθησαν τριάκοντα ως έγγιστα καλογραίαι· ότε δε ήσαν πλησίον του να πραγματοποιηθώσιν όσα προείπεν ο Όσιος Σισίνιος εις την Αγίαν, αφήκε την παρούσαν ζωήν ο μακάριος και απήλθε προς Κύριον. Βλέπουσα δε μετά ταύτα η Αγία Ανθούσα, ότι αι συναθροισθείσαι εκεί αδελφαί προσέφερον εις αυτήν υπακοήν και ευπείθειαν, τούτου ένεκα έκτισε προσέτι εκ θεμελίων δύο άλλους ιερούς Ναούς, τον μεν εις το όνομα της Θεοτόκου, τον δε εις το όνομα των Αγίων Αποστόλων· και τον μεν Ναόν της Θεοτόκου αφιέρωσεν εις τας καλογραίας, τον δε Ναόν των Αγίων Αποστόλων αφιέρωσεν εις τους Μοναχούς. Όθεν πολλοί κοσμικοί, θέλοντες να μετανοήσωσι δια τας αμαρτίας των, παρήτουν τον κόσμον και μετέβαινον πρότερον μεν εις τον ρηθέντα Άγιον Σισίνιον, εν όσω έζη, ύστερον δε και εις την Αγίαν ταύτην Ανθούσαν, οδηγούμενοι παρ’ αυτής και προς τας αρετάς παιδαγωγούμενοι. Ούσα δε η Αγία κατάκορος εκ των ορθών δογμάτων της πίστεως, απεστρέφετο πάσαν νεωτέραν αίρεσιν· όθεν εκ τούτου έγινε περιβόητος και η φήμη ταύτης έφθασε μέχρι και αυτών των ανακτόρων. Ήτο δε τότε βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος, ο και Καβαλίνος επονομαζόμενος, ο μισόχριστος εκείνος και εικονομάχος, ο οποίος προσεπάθει να σύρη την Αγίαν ταύτην εις την πλάνην του. Αποστείλας λοιπόν ομόφρονά του τινά εικονομάχον, είπε προς αυτόν να υπάγη εις το Μοναστήριον του Μαντινέου και αφού εύρη την Ανθούσαν να καταπείση αυτήν να κλίνη εις την ιδικήν του δόξαν, να αθετήση δηλαδή την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων· και εάν μεν πεισθή καλώς, ει δε μη, να τιμωρήση αυτήν έως ου την πείση και στανικώς να υποταχθή εις τα ιδικά του προστάγματα. Ο δε απεσταλμένος, συμπαραλαβών μεθ’ εαυτού και άλλους και συνάξας πολλάς αγίας Εικόνας, έφερεν εις εξέτασιν την Οσίαν μετά του ανεψιού αυτής, ο οποίος ήτο ηγούμενος εις Μοναστήριον ανδρών. Πάραυτα λοιπόν έδειρε πρώτον τον ανεψιόν της Αγίας Ηγουμένης επί πολλήν ώραν και εξέσχισε το σώμα του, εν ω η Αγία ενεθάρρυνε και εδυνάμωνεν αυτόν, ίνα μένη εις την ομολογίαν και προσκύνησιν των αγίων Εικόνων, και να υποφέρη ανδρείως τας βασάνους· αφού δε εκινδύνευσε να αποθάνη εκ των βασάνων, αφέθη και δεν εβασανίσθη πλέον. Την δε Αγίαν Ανθούσαν ετάνυσαν εκ τεσσάρων μερών, και έδειραν απανθρώπως με βούνευρα. Είτα ανάψας ο αλιτήριος τας Αγίας Εικόνας, τας οποίας είχε συνάξει, έβαλεν αυτάς ανημμένας επί της κεφαλής της Αγίας, εις δε τους πόδας της έβαλεν ανημμένους άνθρακας· επειδή δε η Οσία έμεινεν αβλαβής τη του Χριστού χάριτι, εξώρισεν αυτήν. Μετά ταύτα επήγεν ο βασιλεύς εις την επαρχίαν εκείνην του Μαντινέου, και παραστήσας έμπροσθέν του την Αγίαν, εσκέπτετο να την υποβάλη εις πολλά βασανιστήρια· αλλ’ η Αγία εματαίωσε τους σκοπούς του, πατάξασα αυτόν με αορασίαν και τυφλώσασα. Επειδή δε η βασίλισσα εκινδύνευσεν εν ώρα τοκετού και ολίγου δειν να αποθάνη, ηρώτησε την Αγίαν ο βασιλεύς περί αυτής. Η δε Αγία απεκρίνατο, ότι δεν θέλει αύτη αποθάνει, αλλά θα γεννήση δύο τέκνα, άρρεν και θήλυ, και όχι μόνον τούτο, αλλά προείπε και ποίαν ζωήν μέλλει να περάση έκαστον παιδίον. Ταύτα ακούσασα η βασίλισσα ηυλαβήθη και αφιέρωσεν εις το Μοναστήριον της Αγίας πολλά κτήματα και αφιερώματα· τότε και ο βασιλεύς ευλαβηθείς αφήκεν αυτήν και δεν την ετιμώρησε πλέον. Εκ τούτου φαίνεται ότι δύναται η αρετή και τα θηρία να ημερώνη και τους πολεμίους να καθιστά φίλους. Όθεν η Αγία εμεγαλύνθη και εφημίζετο παρά πάντων, δια τούτο και πολλοί προσέτρεχον εις αυτήν, άλλοι μεν ίνα λάβωσι την ευχήν και ευλογίαν της, άλλοι δε ίνα γίνωσι Μοναχοί, και άλλοι ίνα ιατρευθώσιν εκ των ασθενειών υπό των οποίων προσεβάλλοντο. Μεταξύ αυτών προσήλθε και στρατιώτης τις μετά της γυναικός του προς την Αγίαν, και παρεκάλει αυτήν να χαρίση εις αυτόν τέκνον, υποσχόμενος να το προσφέρη εις τον Θεόν· ακούσας δε την Αγίαν να του αποκαλύπτη τα διανοήματα της καρδίας του, και βεβαιωθείς παρ’ αυτής ότι θέλει τύχει του ποθουμένου, επανήλθε χαίρων και αγαλλόμενος εις τον οίκον του. Τοσαύτα δε και άλλα θαύματα εποίησεν η Οσία αύτη Ανθούσα, ώστε (ίνα μεταχειρισθώμεν το σχήμα της υπερβολής) αν υπάρχη τις, όστις δύναται να μετρήση την άμμον της θαλάσσης αι τας σταγόνας της βροχής, και το βάθος της θαλάσσης, και το ύψος του ουρανού, και το πλάτος και μήκος της γης, αυτός ημπορεί να γράψη και τα θαυμαστά έργα όσα η Αγία εποίησεν. Επειδή όμως έχουσα και αυτή ανθρωπίνην φύσιν έπρεπε να γευθή θανάτου, ύπνωσεν η μακαρία τον εις τους δικαίους πρέποντα ύπνον κατ’ αυτήν την σημερινήν ημέραν της μνήμης του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Παντελεήμονος· διότι τούτο ηύχετο η αοίδιμος, να τελειώση δηλαδή κατά την ημέραν ταύτην. Τελειωθείσα δε ενεταφιάσθη εις το κελλίον, εις το οποίον διήνυσε την ζωήν της, ετέλει δε και μετά θάνατον πλείστα όσα θαύματα, εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών και εις ένδειξιν της θεαρέστου αυτής πολιτείας.
Κατ’ εκείνας τας ημέρας έτυχε να υπάγη εις τον τόπον του Μαντινέου. Ιερομόναχός τις, Σισίνιος ονομαζόμενος, ο οποίος ήτο θαυματουργός και άγιος άνθρωπος και ήσκει παν είδος αρετής. Όθεν η αοίδιμος Ανθούσα, βλέπουσα αυτόν, παρεκινήθη να τον μιμηθή εις τας αρετάς· και πρώτον μεν έλαβε παρ’ αυτού τύπον και κανόνα, πώς να πολιτεύηται εις την μοναδικήν ζωήν· δεύτερον δε, ίνα γυμνασθή εις την υπακοήν, προσετάχθη παρ’ αυτού να εισέλθη εντός κλιβάνου ανημμένου, εντός του οποίου εισελθούσα η Αγία, εξήλθε πάλιν όλως αβλαβής· και άλλας δε υψηλοτέρας αρετάς έμαθε παρ’ αυτού η Οσία, αι οποίαι προσεγγίζουσι τον άνθρωπον εις τον Θεόν. Προείπε δε εις αυτήν ο Μοναχός εκείνος, ότι μέλλει να συστήση Μοναστήριον, και ότι θέλει λάβει την ηγουμενίαν εννεακοσίων καλογραιών, το οποίον και πραγματικώς ύστερον εγένετο. Μετά ταύτα εκουρεύθη τας τρίχας υπό του θαυματουργού εκείνου Σισινίου, και διετάχθη παρ’ αυτού να κατοικήση εις το νησίδιον της λίμνης, της πλησιαζούσης εις την κώμην την καλουμένην Περκελέ. Καταγινομένη λοιπόν η μακαρία εις την εγκράτειαν και εις την λοιπήν σκληραγωγίαν του σώματος, έγινε της Αγίας Τριάδος κατοικητήριον· διότι φορέσασα σίδηρα και ενδυθείσα τρίχινα φορέματα, έξω σαρκός και κόσμου ενομίζετο υπό των φρονίμων. Ελθούσα δε ποτε εις τον ρηθέντα Όσιον Σισίνιον, παρεκάλει αυτόν να δώση εις αυτήν άδειαν να κτίση Ναόν εις το όνομα της Αγίας Άννης, της μητρός της Θεοτόκου· ο δε Σισίνιος, νουθετήσας αυτήν πολύ και διδάξας, της προείπε σαφέστατα όσα έμελλον να της επακολουθήσωσι, και ούτως αφήκεν αυτήν να υπάγη, φανερώσας και τον καιρόν, κατά τον οποίον έμελλεν αυτός να αποθάνη. Έκτισε λοιπόν η Οσία τον ποθούμενον Ναόν της Αγίας Άννης, ένθα συνηθροίσθησαν τριάκοντα ως έγγιστα καλογραίαι· ότε δε ήσαν πλησίον του να πραγματοποιηθώσιν όσα προείπεν ο Όσιος Σισίνιος εις την Αγίαν, αφήκε την παρούσαν ζωήν ο μακάριος και απήλθε προς Κύριον. Βλέπουσα δε μετά ταύτα η Αγία Ανθούσα, ότι αι συναθροισθείσαι εκεί αδελφαί προσέφερον εις αυτήν υπακοήν και ευπείθειαν, τούτου ένεκα έκτισε προσέτι εκ θεμελίων δύο άλλους ιερούς Ναούς, τον μεν εις το όνομα της Θεοτόκου, τον δε εις το όνομα των Αγίων Αποστόλων· και τον μεν Ναόν της Θεοτόκου αφιέρωσεν εις τας καλογραίας, τον δε Ναόν των Αγίων Αποστόλων αφιέρωσεν εις τους Μοναχούς. Όθεν πολλοί κοσμικοί, θέλοντες να μετανοήσωσι δια τας αμαρτίας των, παρήτουν τον κόσμον και μετέβαινον πρότερον μεν εις τον ρηθέντα Άγιον Σισίνιον, εν όσω έζη, ύστερον δε και εις την Αγίαν ταύτην Ανθούσαν, οδηγούμενοι παρ’ αυτής και προς τας αρετάς παιδαγωγούμενοι. Ούσα δε η Αγία κατάκορος εκ των ορθών δογμάτων της πίστεως, απεστρέφετο πάσαν νεωτέραν αίρεσιν· όθεν εκ τούτου έγινε περιβόητος και η φήμη ταύτης έφθασε μέχρι και αυτών των ανακτόρων. Ήτο δε τότε βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος, ο και Καβαλίνος επονομαζόμενος, ο μισόχριστος εκείνος και εικονομάχος, ο οποίος προσεπάθει να σύρη την Αγίαν ταύτην εις την πλάνην του. Αποστείλας λοιπόν ομόφρονά του τινά εικονομάχον, είπε προς αυτόν να υπάγη εις το Μοναστήριον του Μαντινέου και αφού εύρη την Ανθούσαν να καταπείση αυτήν να κλίνη εις την ιδικήν του δόξαν, να αθετήση δηλαδή την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων· και εάν μεν πεισθή καλώς, ει δε μη, να τιμωρήση αυτήν έως ου την πείση και στανικώς να υποταχθή εις τα ιδικά του προστάγματα. Ο δε απεσταλμένος, συμπαραλαβών μεθ’ εαυτού και άλλους και συνάξας πολλάς αγίας Εικόνας, έφερεν εις εξέτασιν την Οσίαν μετά του ανεψιού αυτής, ο οποίος ήτο ηγούμενος εις Μοναστήριον ανδρών. Πάραυτα λοιπόν έδειρε πρώτον τον ανεψιόν της Αγίας Ηγουμένης επί πολλήν ώραν και εξέσχισε το σώμα του, εν ω η Αγία ενεθάρρυνε και εδυνάμωνεν αυτόν, ίνα μένη εις την ομολογίαν και προσκύνησιν των αγίων Εικόνων, και να υποφέρη ανδρείως τας βασάνους· αφού δε εκινδύνευσε να αποθάνη εκ των βασάνων, αφέθη και δεν εβασανίσθη πλέον. Την δε Αγίαν Ανθούσαν ετάνυσαν εκ τεσσάρων μερών, και έδειραν απανθρώπως με βούνευρα. Είτα ανάψας ο αλιτήριος τας Αγίας Εικόνας, τας οποίας είχε συνάξει, έβαλεν αυτάς ανημμένας επί της κεφαλής της Αγίας, εις δε τους πόδας της έβαλεν ανημμένους άνθρακας· επειδή δε η Οσία έμεινεν αβλαβής τη του Χριστού χάριτι, εξώρισεν αυτήν. Μετά ταύτα επήγεν ο βασιλεύς εις την επαρχίαν εκείνην του Μαντινέου, και παραστήσας έμπροσθέν του την Αγίαν, εσκέπτετο να την υποβάλη εις πολλά βασανιστήρια· αλλ’ η Αγία εματαίωσε τους σκοπούς του, πατάξασα αυτόν με αορασίαν και τυφλώσασα. Επειδή δε η βασίλισσα εκινδύνευσεν εν ώρα τοκετού και ολίγου δειν να αποθάνη, ηρώτησε την Αγίαν ο βασιλεύς περί αυτής. Η δε Αγία απεκρίνατο, ότι δεν θέλει αύτη αποθάνει, αλλά θα γεννήση δύο τέκνα, άρρεν και θήλυ, και όχι μόνον τούτο, αλλά προείπε και ποίαν ζωήν μέλλει να περάση έκαστον παιδίον. Ταύτα ακούσασα η βασίλισσα ηυλαβήθη και αφιέρωσεν εις το Μοναστήριον της Αγίας πολλά κτήματα και αφιερώματα· τότε και ο βασιλεύς ευλαβηθείς αφήκεν αυτήν και δεν την ετιμώρησε πλέον. Εκ τούτου φαίνεται ότι δύναται η αρετή και τα θηρία να ημερώνη και τους πολεμίους να καθιστά φίλους. Όθεν η Αγία εμεγαλύνθη και εφημίζετο παρά πάντων, δια τούτο και πολλοί προσέτρεχον εις αυτήν, άλλοι μεν ίνα λάβωσι την ευχήν και ευλογίαν της, άλλοι δε ίνα γίνωσι Μοναχοί, και άλλοι ίνα ιατρευθώσιν εκ των ασθενειών υπό των οποίων προσεβάλλοντο. Μεταξύ αυτών προσήλθε και στρατιώτης τις μετά της γυναικός του προς την Αγίαν, και παρεκάλει αυτήν να χαρίση εις αυτόν τέκνον, υποσχόμενος να το προσφέρη εις τον Θεόν· ακούσας δε την Αγίαν να του αποκαλύπτη τα διανοήματα της καρδίας του, και βεβαιωθείς παρ’ αυτής ότι θέλει τύχει του ποθουμένου, επανήλθε χαίρων και αγαλλόμενος εις τον οίκον του. Τοσαύτα δε και άλλα θαύματα εποίησεν η Οσία αύτη Ανθούσα, ώστε (ίνα μεταχειρισθώμεν το σχήμα της υπερβολής) αν υπάρχη τις, όστις δύναται να μετρήση την άμμον της θαλάσσης αι τας σταγόνας της βροχής, και το βάθος της θαλάσσης, και το ύψος του ουρανού, και το πλάτος και μήκος της γης, αυτός ημπορεί να γράψη και τα θαυμαστά έργα όσα η Αγία εποίησεν. Επειδή όμως έχουσα και αυτή ανθρωπίνην φύσιν έπρεπε να γευθή θανάτου, ύπνωσεν η μακαρία τον εις τους δικαίους πρέποντα ύπνον κατ’ αυτήν την σημερινήν ημέραν της μνήμης του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Παντελεήμονος· διότι τούτο ηύχετο η αοίδιμος, να τελειώση δηλαδή κατά την ημέραν ταύτην. Τελειωθείσα δε ενεταφιάσθη εις το κελλίον, εις το οποίον διήνυσε την ζωήν της, ετέλει δε και μετά θάνατον πλείστα όσα θαύματα, εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών και εις ένδειξιν της θεαρέστου αυτής πολιτείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου