Χριστόδουλος
ο νεομάρτυς του Χριστού ήτο από την Κασσάνδραν, από εν χωρίον ονομαζόμενον
Βάλτα· μικρός δε έτι ων εις την ηλικίαν ανεχώρησεν από την πατρίδα του και
επήγεν εις την Θεσσαλινίκην· εκεί εκμαθών την τέχνην του αμπατζή, ειργάζετο την
τέχνην του και πηγαίνων με τους τεχνίτας του εις τα ταξείδια, πάλιν επέστρεφεν
εις την Θεσσαλονίκην και εκάθητο.
Μεταβάς δε ποτε εις την Χίον ομού με τον συντεχνίτην του, ηγόρασεν από εκεί ένα σταυρόν αζωγράφητον, και διερχόμενος εις την Θεσσαλονίκην επλήρωσε και τον εζωγράφησαν· ήτο δε εις το μέγεθος έως δύο σπιθαμάς· είτα λαμβάνων αυτόν, τον επήγεν εις την Εκκλησίαν του Αγίου Αθανασίου, και τον αφήκεν εκεί, επειδή ήτο φίλος του νεωκόρου της Εκκλησίας εκείνης. Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας ήτο να τουρκεύη ένας Βούλγαρος, τον οποίον, βλέπων ο ευλογημένος Χριστόδουλος, πολλά ελυπήθη η καρδία του δια την απώλειαν της ψυχής του, και απεφάσισεν εις τον λογισμόν του να αποθάνη με το μαρτύριον την εικοστήν έκτην (26) του Ιουλίου. Χωρίς λοιπόν να ειπή εις τινα τον σκοπόν του, κάθεται και γράφει όλα τα αμαρτήματα όσα ως άνθρωπος έπραξεν εις την νεότητά του, και έπειτα λαμβάνει και τον Σταυρόν του και πηγαίνει εις τον πνευματικόν και τον εκράτει εις χείρας του, το δε χαρτίον ανέγνωσεν αυτός και εξωμολογήθη τας αμαρτίας του, μετά δε την εξομολόγησιν επήγεν εις τον φίλον του τον κανδηλανάπτην του Αγίου Αθανασίου. Κατά δε την ερχομένην ημέραν, ήτις ήτο του Αγίου Παντελεήμονος, λέγει ο μάρτυς εις τον κανδηλανάπτην, ότι ελησμόνησε και άλλα αμαρτήματα. Όθεν παακινηθείς υπ’ αυτού επήγεν εις τον πνευματικόν και τα εξωμολογήθη και εκείνα, πάλιν δε επέστεψεν εις τον νεωκόρον και έμεινεν εις αυτόν εκείνην την νύκτα. Το δε πρωϊ, όταν ήλθεν η ώρα της ακολουθίας του όρθρου, ηγέρθη ο μάρτυς πρότερον από τον νεωκόρον· «Ύπαγε, φέρε μου τον Σταυρόν μου». Ο δε λέγει εις αυτόν· «Και τι τον θέλεις»; Ο δε Μάρτυς του λέγει· «Έχω να τον υπάγω εις τον ζωγράφον δια να κάμη ένα άλλον παρόμοιον, να τον δώσω εις ένα άνθρωπον». Ο δε επήγε και τον έφερε. Λαμβάνων δε τον Σταυρόν ο Μάρτυς κατέβη εις το χάνι και έρραπτεν. Όταν δε ήκουσεν ότι εκτύπησαν τα τύμπανα δια την περιτομήν εκείνου του αθλίου Χριστιανού Βουλγάρου, όστις ετούρκευσεν, αφήνει ο ευλογημένος Χριστόδουλος την εργασίαν του, αφαιρεί τα μαχαίρια από την ζώνην του και το μελανοδοχείον του, βγάζει την σεβέταν από την κεφαλήν του, αφήνει την σακκούλαν του και λαμβάνων τον Σταυρόν εις τας χείρας εξήλθε παρρησία εν τη οδώ, και πηγαίνει κατ’ ευθείαν εις το καφενείον, όπου ήτο συνηθροισμένον πλήθος Αγαρηνών, και εμβαίνων με μεγάλην τόλμην μέσα εις το καφενείον, κρατών τον Σταυρόν εις χείρας, λέγει εις εκείνον τον άθλιον αρνησίχριστον· «Αδελφέ, τι έπαθες; Να η πίστις μας, ιδού ο Χριστός όπου εσταυρώθη δια την αγάπην μας, και συ διατί αφήνεις τον Χριστόν τον σωτήρα σου και γίνεσαι Τούρκος»; Εκείνος δε ο μιαρός δεν έδιδεν ακρόασιν εις τους λόγους του, ο δε Μάρτυς επήγε πλησιέστερά του και του έδιδε τον Σταυρόν δια να τον ασπασθή, λέγων εις αυτόν· «Φίλησον, αδελφέ, τον Σταυρόν του Κυρίου μας». Αλλ’ εκείνος ο αποστάτης δεν τον εδέχετο. Οι δε Γενίτσαροι, βλέποντες τούτο, τον εδίωξαν έξω· ο δε Άγιος έλεγεν εις αυτούς· «Εγώ με σας δεν έχω να κάμω τίποτε, αλλά με τούτον τον αδελφόν μου, όστις ζητεί να αρνηθή την πίστιν του»· όθεν δεν εδειλίασεν, ουδέ έφυγεν, αλλά πάλιν επήγαινε πλησίον εις τον αρνησίχριστον εκείνον και τον παρεκίνει να μη γίνη Τούρκος. Τότε ώρμησαν κατ’ επάνω του οι Γενίτσαροι και τον έδειραν ανελεημόνως και τον εκτύπησαν και τραύματα πολλά δια των μαχαιρών εις τον λαιμόν και εις την κεφαλήν του επροξένησαν, τόσον ώστε έτρεχον τα αίματα ως βρύσις· έπειτα τον έδεσαν και τον επήγαν βαστακτόν εις τον αγάν των Γενιτσάρων, κρατούντα και τον σταυρόν εις την χείρα. Την ώραν δε εκείνην τυχαίως διέβαινεν ο μέγας Οικονόμος από την οδόν, και ευθύς ως τον είδεν ο Μάρτυς δεν ενόμισε, πως ήτο δεμένος, αλλ’ όπως ηδύνατο έκαμεν εις αυτόν σχήμα προσκυνήσεως έως εδάφους, δεικνύων με τούτο πόσον πρέπει οι λαϊκοί να τιμώσι τους ιερωμένους· επήγαν λοιπόν τον μάρτυρα εις τον αγάν των Γενιτσάρων και από εκεί τον επήγαν εις τον Μουλάν, ήτοι εις τον κριτήν, ο δε κριτής τον ηρώτησε: «Ποίος σε έστειλε να κάμης τούτο»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Ουδείς άνθρωπος με έστειλεν, αλλ’ ο Χριστός». Ο κριτής του λέγει· «άφες αυτά και γίνου Τούρκος». Ο δε Μάρτυς με μεγάλην ανδρείαν ανταπεκρίθη· «Και συ άφες τον τουρκισμόν και γίνου χριστιανός». Ταύτα ακούσας ο κριτής επρόσταξε και τον έδειραν, δεν έδωκεν όμως και διαταγήν να τον θανατώσουν. Οι δε Γενίτσαροι ιστάμενοι εφώναζον κατά του κριτού, ότι ή να δώση διαταγήν εις αυτούς να τον θανατώσουν, είτε μη, αυτοί θα τον κατακόψουν εντός του δικαστηρίου του· όθεν φοβηθείς ο κριτής παρέδωκε τον Μάρτυρα εις αυτούς, δια να τον υπάγουν εις τον Μουσελίμην· πηγαίνοντες δε αυτόν του έβαλον το σχοινίον εις τον λαιμόν και έσυρον το αρνίον του Χριστού εδώ και εκεί, έως ότου τον επαράστησαν εις τον Μουσελίμην· ο δε Μουσελίμης ηρώτησεν αυτόν δι’ εκείνο όπου ετόλμησε και έκαμε και δια να τον τουρκεύση· ο δε Μάρτυς απεκρίθη τους ιδίους λόγους όπου είπε και εις τον κριτήν· όθεν επρόσταξε και τον έρριψαν κατά γης, και του έδωκαν διακοσίους τέσσαρας ραβδισμούς εις τους πόδας, ώστε η γη εκοκκίνισεν από τα αίματα. Σύροντες έπειτα αυτόν με βίαν τον επήγαιναν δια να τον κρεμάσουν· ο δε Μάρτυς διαβαίνων από την αγοράν όσους Χριστιανούς συνήντα καθ’ οδόν, έλεγε· «Συγχωρήσατέ μοι, αδελφοί, και ο Θεός συγχωρήσοι σας». Όταν δε τον επήγαν εις τον Άγιον Μηνάν, εκεί έμπροσθεν της θύρας τον εκρέμασαν και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον· ύστερον δε τον εξεγύμνωσαν και τον σταυρόν του έβαλαν οπίσω εις την ράχιν του, και ίστατο κρεμασμένος ο αθλητής φορτωμένος με τον τίμιον Σταυρόν καθώς ήτο φορτωμένος δύο ημέρας τον Σταυρόν του ο Δεσπότης μας Χριστός, όταν επήγαινεν εις τον Γολγοθάν. Μετά δε ταύτα έδωκαν οι χριστιανοί εξακόσια γρόσια και επήραν το άγιον λείψανον του Μάρτυρος και το ενεταφίασαν εντίμως. Όσοι δε ευρέθησαν εκεί επήραν χάριν ευλαβείας και αγιασμού από το σχοινίον του Μάρτυρος και από το υποκάμισόν του· όταν δε ησθένουν, εκαπνίζοντο από αυτά, και ιατρεύοντο· ομοίως και όταν άλλοι ησθένουν, τα ελάνβανον και καπνιζόμενοι ή σφραγιζόμενοι με αυτά εγίνοντο υγιείς, εις δόξαν Θεού του δοξάζοντος τους αυτόν αντιδοξάζοντας, ου τω ελέει δια πρεσβειών του Μάρτυρος αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Μεταβάς δε ποτε εις την Χίον ομού με τον συντεχνίτην του, ηγόρασεν από εκεί ένα σταυρόν αζωγράφητον, και διερχόμενος εις την Θεσσαλονίκην επλήρωσε και τον εζωγράφησαν· ήτο δε εις το μέγεθος έως δύο σπιθαμάς· είτα λαμβάνων αυτόν, τον επήγεν εις την Εκκλησίαν του Αγίου Αθανασίου, και τον αφήκεν εκεί, επειδή ήτο φίλος του νεωκόρου της Εκκλησίας εκείνης. Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας ήτο να τουρκεύη ένας Βούλγαρος, τον οποίον, βλέπων ο ευλογημένος Χριστόδουλος, πολλά ελυπήθη η καρδία του δια την απώλειαν της ψυχής του, και απεφάσισεν εις τον λογισμόν του να αποθάνη με το μαρτύριον την εικοστήν έκτην (26) του Ιουλίου. Χωρίς λοιπόν να ειπή εις τινα τον σκοπόν του, κάθεται και γράφει όλα τα αμαρτήματα όσα ως άνθρωπος έπραξεν εις την νεότητά του, και έπειτα λαμβάνει και τον Σταυρόν του και πηγαίνει εις τον πνευματικόν και τον εκράτει εις χείρας του, το δε χαρτίον ανέγνωσεν αυτός και εξωμολογήθη τας αμαρτίας του, μετά δε την εξομολόγησιν επήγεν εις τον φίλον του τον κανδηλανάπτην του Αγίου Αθανασίου. Κατά δε την ερχομένην ημέραν, ήτις ήτο του Αγίου Παντελεήμονος, λέγει ο μάρτυς εις τον κανδηλανάπτην, ότι ελησμόνησε και άλλα αμαρτήματα. Όθεν παακινηθείς υπ’ αυτού επήγεν εις τον πνευματικόν και τα εξωμολογήθη και εκείνα, πάλιν δε επέστεψεν εις τον νεωκόρον και έμεινεν εις αυτόν εκείνην την νύκτα. Το δε πρωϊ, όταν ήλθεν η ώρα της ακολουθίας του όρθρου, ηγέρθη ο μάρτυς πρότερον από τον νεωκόρον· «Ύπαγε, φέρε μου τον Σταυρόν μου». Ο δε λέγει εις αυτόν· «Και τι τον θέλεις»; Ο δε Μάρτυς του λέγει· «Έχω να τον υπάγω εις τον ζωγράφον δια να κάμη ένα άλλον παρόμοιον, να τον δώσω εις ένα άνθρωπον». Ο δε επήγε και τον έφερε. Λαμβάνων δε τον Σταυρόν ο Μάρτυς κατέβη εις το χάνι και έρραπτεν. Όταν δε ήκουσεν ότι εκτύπησαν τα τύμπανα δια την περιτομήν εκείνου του αθλίου Χριστιανού Βουλγάρου, όστις ετούρκευσεν, αφήνει ο ευλογημένος Χριστόδουλος την εργασίαν του, αφαιρεί τα μαχαίρια από την ζώνην του και το μελανοδοχείον του, βγάζει την σεβέταν από την κεφαλήν του, αφήνει την σακκούλαν του και λαμβάνων τον Σταυρόν εις τας χείρας εξήλθε παρρησία εν τη οδώ, και πηγαίνει κατ’ ευθείαν εις το καφενείον, όπου ήτο συνηθροισμένον πλήθος Αγαρηνών, και εμβαίνων με μεγάλην τόλμην μέσα εις το καφενείον, κρατών τον Σταυρόν εις χείρας, λέγει εις εκείνον τον άθλιον αρνησίχριστον· «Αδελφέ, τι έπαθες; Να η πίστις μας, ιδού ο Χριστός όπου εσταυρώθη δια την αγάπην μας, και συ διατί αφήνεις τον Χριστόν τον σωτήρα σου και γίνεσαι Τούρκος»; Εκείνος δε ο μιαρός δεν έδιδεν ακρόασιν εις τους λόγους του, ο δε Μάρτυς επήγε πλησιέστερά του και του έδιδε τον Σταυρόν δια να τον ασπασθή, λέγων εις αυτόν· «Φίλησον, αδελφέ, τον Σταυρόν του Κυρίου μας». Αλλ’ εκείνος ο αποστάτης δεν τον εδέχετο. Οι δε Γενίτσαροι, βλέποντες τούτο, τον εδίωξαν έξω· ο δε Άγιος έλεγεν εις αυτούς· «Εγώ με σας δεν έχω να κάμω τίποτε, αλλά με τούτον τον αδελφόν μου, όστις ζητεί να αρνηθή την πίστιν του»· όθεν δεν εδειλίασεν, ουδέ έφυγεν, αλλά πάλιν επήγαινε πλησίον εις τον αρνησίχριστον εκείνον και τον παρεκίνει να μη γίνη Τούρκος. Τότε ώρμησαν κατ’ επάνω του οι Γενίτσαροι και τον έδειραν ανελεημόνως και τον εκτύπησαν και τραύματα πολλά δια των μαχαιρών εις τον λαιμόν και εις την κεφαλήν του επροξένησαν, τόσον ώστε έτρεχον τα αίματα ως βρύσις· έπειτα τον έδεσαν και τον επήγαν βαστακτόν εις τον αγάν των Γενιτσάρων, κρατούντα και τον σταυρόν εις την χείρα. Την ώραν δε εκείνην τυχαίως διέβαινεν ο μέγας Οικονόμος από την οδόν, και ευθύς ως τον είδεν ο Μάρτυς δεν ενόμισε, πως ήτο δεμένος, αλλ’ όπως ηδύνατο έκαμεν εις αυτόν σχήμα προσκυνήσεως έως εδάφους, δεικνύων με τούτο πόσον πρέπει οι λαϊκοί να τιμώσι τους ιερωμένους· επήγαν λοιπόν τον μάρτυρα εις τον αγάν των Γενιτσάρων και από εκεί τον επήγαν εις τον Μουλάν, ήτοι εις τον κριτήν, ο δε κριτής τον ηρώτησε: «Ποίος σε έστειλε να κάμης τούτο»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Ουδείς άνθρωπος με έστειλεν, αλλ’ ο Χριστός». Ο κριτής του λέγει· «άφες αυτά και γίνου Τούρκος». Ο δε Μάρτυς με μεγάλην ανδρείαν ανταπεκρίθη· «Και συ άφες τον τουρκισμόν και γίνου χριστιανός». Ταύτα ακούσας ο κριτής επρόσταξε και τον έδειραν, δεν έδωκεν όμως και διαταγήν να τον θανατώσουν. Οι δε Γενίτσαροι ιστάμενοι εφώναζον κατά του κριτού, ότι ή να δώση διαταγήν εις αυτούς να τον θανατώσουν, είτε μη, αυτοί θα τον κατακόψουν εντός του δικαστηρίου του· όθεν φοβηθείς ο κριτής παρέδωκε τον Μάρτυρα εις αυτούς, δια να τον υπάγουν εις τον Μουσελίμην· πηγαίνοντες δε αυτόν του έβαλον το σχοινίον εις τον λαιμόν και έσυρον το αρνίον του Χριστού εδώ και εκεί, έως ότου τον επαράστησαν εις τον Μουσελίμην· ο δε Μουσελίμης ηρώτησεν αυτόν δι’ εκείνο όπου ετόλμησε και έκαμε και δια να τον τουρκεύση· ο δε Μάρτυς απεκρίθη τους ιδίους λόγους όπου είπε και εις τον κριτήν· όθεν επρόσταξε και τον έρριψαν κατά γης, και του έδωκαν διακοσίους τέσσαρας ραβδισμούς εις τους πόδας, ώστε η γη εκοκκίνισεν από τα αίματα. Σύροντες έπειτα αυτόν με βίαν τον επήγαιναν δια να τον κρεμάσουν· ο δε Μάρτυς διαβαίνων από την αγοράν όσους Χριστιανούς συνήντα καθ’ οδόν, έλεγε· «Συγχωρήσατέ μοι, αδελφοί, και ο Θεός συγχωρήσοι σας». Όταν δε τον επήγαν εις τον Άγιον Μηνάν, εκεί έμπροσθεν της θύρας τον εκρέμασαν και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον· ύστερον δε τον εξεγύμνωσαν και τον σταυρόν του έβαλαν οπίσω εις την ράχιν του, και ίστατο κρεμασμένος ο αθλητής φορτωμένος με τον τίμιον Σταυρόν καθώς ήτο φορτωμένος δύο ημέρας τον Σταυρόν του ο Δεσπότης μας Χριστός, όταν επήγαινεν εις τον Γολγοθάν. Μετά δε ταύτα έδωκαν οι χριστιανοί εξακόσια γρόσια και επήραν το άγιον λείψανον του Μάρτυρος και το ενεταφίασαν εντίμως. Όσοι δε ευρέθησαν εκεί επήραν χάριν ευλαβείας και αγιασμού από το σχοινίον του Μάρτυρος και από το υποκάμισόν του· όταν δε ησθένουν, εκαπνίζοντο από αυτά, και ιατρεύοντο· ομοίως και όταν άλλοι ησθένουν, τα ελάνβανον και καπνιζόμενοι ή σφραγιζόμενοι με αυτά εγίνοντο υγιείς, εις δόξαν Θεού του δοξάζοντος τους αυτόν αντιδοξάζοντας, ου τω ελέει δια πρεσβειών του Μάρτυρος αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου