Κατά
τας αρχάς της βασιλείας Λέοντος του Ισαύρου του και Κόνωνος ονομαζομένου, εν
έτει ψιστ΄ (716), ανέβη δια θαλάσσης πλήθος Σαρακηνών με χίλια εννεακόσια
πλοία, θέλοντες να πολεμήσωσι την μεγίστην και θεοφύλακτον Κωνσταντινούπολιν.
Ούτοι λοιπόν καταστρέψαντες το βασίλειον των Περσών, όπερ εις πολύ διάστημα
χρόνου επολέμησε το βασίλειον των Ρωμαίων, επήγαν έπειτα εις την Αίγυπτον και
Λιβύην, και εξαπατήσαντες με ψευδείς υποσχέσεις τους εκεί Χριστιανούς, ότι εάν
υποταχθώσιν εις αυτούς, δεν θα τους βιάσουν να παραβώσι την ορθόδοξον πίστιν,
δεν εφύλαξαν οι άθεοι τας υποσχέσεις των· όθεν
πολλούς Χριστιανούς τιμωρήσαντες σφόδρα, ίνα αρνηθώσι τον Χριστόν, εποίησαν
αυτούς Μάρτυρας, επειδή εκείνοι δεν ηθέλησαν να ποδοπατήσωσι τον Τίμιον Σταυρόν
του Χριστού.
Αφ’ ου λοιπόν οι ανωτέρω Σαρακηνοί ελεηλάτησαν διάφορα έθνη, Ινδούς, Αβησσυνούς, και τα έθνη των Αιθιόπων, και Λίβυας και Ισπανούς, επήλθον και εις την Κωνσταντινούπολιν, θέλοντες να αλώσωσιν αυτήν. Ο δε ρηθείς βασιλεύς Λέων εβουλήθη να δώση εις αυτούς φόρον, αλλ’ οι Σαρακηνοί δεν έστεργον εις μόνον τούτο, αλλ’ ήθελον να αφήσωσι και φρουράς ιδικάς των εις την Κωνσταντινούπολιν. Απορούντες λοιπόν οι Πολίται και απελπισθέντες, κατέφυγον εις την Θεοτόκον, την έφορον και προστάτιδα της Κωνσταντινουπόλεως, παρακαλούντες αυτήν να βοηθήση και να διασώση την πόλιν της κινδυνεύουσαν. Εισακούει λοιπόν τούτων η Θεοτόκος, και τιμωρεί τους αθέους, ως τοις έπρεπε. Διότι ενώ οι Σαρακηνοί έτρεχον έξω του τείχους της πόλεως, και εις εξ αυτών εβλασφήμει την πόλιν Κωνσταντίαν, και την μεγάλην Εκκλησίαν της Αγίας Σοφίας, ουχί Αγίαν Σοφίαν, αλλά μόνον Σοφίαν ονομάζων με ψιλόν όνομα προς καταφρόνησιν, εύρεν αυτόν η παρά της Θεοτόκου εκδίκησις, και πεσών εκ του ίππου του, δικαίως ο άδικος εκρημνίσθη και απώλεσε την μιαράν του ψυχήν· αλλά και ο κήρυξ αυτών αναβαίνων επί υψηλού ξύλου, ίνα κηρύξη την μυσαράν και ακάθαρτον αυτών προσευχήν και αυτός καταπεσών ευθύς κατακερματίσθη και εξέψυξεν. Έπειτα πολεμήσαντες οι Σαρακηνοί και κατά των Βουλγάρων εφονεύθησαν είκοσι χιλιάδες. Τα δε πλοία αυτών διασκορπίσασα η Θεοτόκος ένθεν κακείσε, παρέδωκεν αυτά εις εντελή όλεθρον, επειδή απλωθείσης της μεγάλης σιδηράς αλύσεως της πόλεως εις το πέραμα του Γαλατά, ενεποδίσθησαν οι Σαρακηνοί και δεν ηδυνήθησαν να διαπεράσωσι προς τα κάτω, αλλ’ εις το στενόν το λεγόμενον Στένη συνετρίβησαν υπό τρικυμίας. Τα δε μεγαλύτερα πλοία αυτών κατέκαυσαν οι Ρωμαίοι. Όθεν καταναλώσαντες οι Σαρακηνοί όλας των τας ζωοτροφίας ένεκα της πολυκαιρίας έπεσον εις τόσην μεγάλην πείναν, ώστε έτρωγον ανθρωπίνους σάρκας, ποντικούς, ερπετά ακάθαρτα και ζώα θνησιμαία· ύστερον δε, υπό της ανάγκης βιαζόμενοι, έφαγον και την ανθρωπίνην κόπρον, ανακατώνοντας αυτήν με ολίγιστον άλευρον. Δια τούτο και πολλοί εκ των αρχηγών και μεγιστάνων των Σαρακηνών προσέτρεξαν εις την πόλιν και υπετάγησαν εις τους Χριστιανούς. Μετά ταύτα αναχωρήσαντες οι Σαρακηνοί εκ του τείχους της πόλεως, το οποίον είναι πλησίον της ξηράς, ήλθον εις τόπον καλούμενον Συκιαίς, ήτοι εις τον Γαλατάν, εκεί δε ευρόντες Ρωμαίον τινά, κατηγορούμενον δια διάφορα εγκλήματα και προστρέξαντα εις αυτούς, τούτον ανεκήρυξαν βασιλέα των Ρωμαίων. Είτα δόντες εις αυτόν δορυφόρους και σωματοφύλακας, και ποιήσαντες μετ’ αυτού συμφωνίας, περιήρχοντο εις το τείχος της πόλεως, ευφημούντες και εγκωμιάζοντες τον νεοχειροτόνητον βασιλέα, και τρόπον τινά την πίστιν των Χριστιανών ούτω καταισχύνοντες· αλλ’ όμως μάτην έγινε το τοιούτον επιχείρημα. Ο δε πρώτος των Σαρακηνών, Σουλεϊμάν ονομαζόμενος, ζητήσας να εισέλθη εις την πόλιν, ίνα θεωρήση τον τόπον και λαβώνάδειαν ήλθεν έφιππος μέχρι του Βοσπόρου· εν ω δε όλοι οι άλλοι εισήλθον αβλαβώς εντός της πόλεως, μόνος αυτός, ο Σουλεϊμάν, δεν ηδύνατο να εισέλθη δια της πύλης, επειδή ο ίππος του έτρεχεν όρθιος, έχων υψωμένους τους πόδας. Ο δε Σουλεϊμάν θαυμάζων ήγειρε τους οφθαλμούς, και βλέπει άνωθεν της πύλης της πόλεως απεικονισμένην δια ψηφίδος την Δέσποιναν ημών Θεοτόκον, ήτις εκάθητο επί θρόνου και εκράτει εις τας αγκάλας της τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν· διο ευθύς κατέβη εκ του ίππου και πεζός εισήλθεν εις την πόλιν, μεμφθείς εαυτόν δι’ ην πρότερον βλασφημίαν προέφερεν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν απήλθον οι Σαρακηνοί άπρακτοι, πολεμηθέντες υπό του Θεού και της Θεοτόκου, και αφανισθέντες με πείναν και θανατικόν. Όσα δε πλοία και λιβυρνίδες αυτών έμειναν, ταύτα ερχόμενα κάτω συνετρίβησαν, άλλα μεν εις το πέλαγος, άλλα δε εις τους λιμένας και τους υφάλους. Το δε μέγιστον θαύμα είναι τούτο, ότι εις το Αιγαίον πέλαγος έπεσε πολλή χάλαζα, ομού με πυρ, το οποίον βυθιζόμενον εις την θάλασσαν ανέβραζεν αυτήν, ως ο πεπυρωμένος σίδηρος αναβράζει ριπτόμενος εις το ύδωρ· όθεν επειδή η πίσσα των πλοίων ανέλυσεν, εβυθίζοντο αύτανδρα ταύτα, δέκα δε μόνον διαφυγόντα τον κίνδυνον έδωκαν την είδησιν εις τους άλλους Σαρακηνούς περί της συμφοράς την οποίαν έπαθον. Εξεστράτευσαν λοιπόν οι Σαρακηνοί κατά της Κωνσταντινουπόλεως κατά την δεκάτην πέμπτην του Αυγούστου, και μετά παρέλευσιν ενός έτους επανήλθον εις τα ίδια μετά μεγάλης αισχύνης, κατά την δεκάτην πέμπτην πάλιν του επιόντος Αυγούστου. Ενταύθα δε αρμοδίως δύναταί τις να είπη μεγαλοφώνως το ρητόν του Δαβίδ· «Τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών! Συ ει ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια μόνος», όστις ελύτρωσας τον λαόν σου και την πόλιν σου δια της Αχράντου σου Μητρός. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Αφ’ ου λοιπόν οι ανωτέρω Σαρακηνοί ελεηλάτησαν διάφορα έθνη, Ινδούς, Αβησσυνούς, και τα έθνη των Αιθιόπων, και Λίβυας και Ισπανούς, επήλθον και εις την Κωνσταντινούπολιν, θέλοντες να αλώσωσιν αυτήν. Ο δε ρηθείς βασιλεύς Λέων εβουλήθη να δώση εις αυτούς φόρον, αλλ’ οι Σαρακηνοί δεν έστεργον εις μόνον τούτο, αλλ’ ήθελον να αφήσωσι και φρουράς ιδικάς των εις την Κωνσταντινούπολιν. Απορούντες λοιπόν οι Πολίται και απελπισθέντες, κατέφυγον εις την Θεοτόκον, την έφορον και προστάτιδα της Κωνσταντινουπόλεως, παρακαλούντες αυτήν να βοηθήση και να διασώση την πόλιν της κινδυνεύουσαν. Εισακούει λοιπόν τούτων η Θεοτόκος, και τιμωρεί τους αθέους, ως τοις έπρεπε. Διότι ενώ οι Σαρακηνοί έτρεχον έξω του τείχους της πόλεως, και εις εξ αυτών εβλασφήμει την πόλιν Κωνσταντίαν, και την μεγάλην Εκκλησίαν της Αγίας Σοφίας, ουχί Αγίαν Σοφίαν, αλλά μόνον Σοφίαν ονομάζων με ψιλόν όνομα προς καταφρόνησιν, εύρεν αυτόν η παρά της Θεοτόκου εκδίκησις, και πεσών εκ του ίππου του, δικαίως ο άδικος εκρημνίσθη και απώλεσε την μιαράν του ψυχήν· αλλά και ο κήρυξ αυτών αναβαίνων επί υψηλού ξύλου, ίνα κηρύξη την μυσαράν και ακάθαρτον αυτών προσευχήν και αυτός καταπεσών ευθύς κατακερματίσθη και εξέψυξεν. Έπειτα πολεμήσαντες οι Σαρακηνοί και κατά των Βουλγάρων εφονεύθησαν είκοσι χιλιάδες. Τα δε πλοία αυτών διασκορπίσασα η Θεοτόκος ένθεν κακείσε, παρέδωκεν αυτά εις εντελή όλεθρον, επειδή απλωθείσης της μεγάλης σιδηράς αλύσεως της πόλεως εις το πέραμα του Γαλατά, ενεποδίσθησαν οι Σαρακηνοί και δεν ηδυνήθησαν να διαπεράσωσι προς τα κάτω, αλλ’ εις το στενόν το λεγόμενον Στένη συνετρίβησαν υπό τρικυμίας. Τα δε μεγαλύτερα πλοία αυτών κατέκαυσαν οι Ρωμαίοι. Όθεν καταναλώσαντες οι Σαρακηνοί όλας των τας ζωοτροφίας ένεκα της πολυκαιρίας έπεσον εις τόσην μεγάλην πείναν, ώστε έτρωγον ανθρωπίνους σάρκας, ποντικούς, ερπετά ακάθαρτα και ζώα θνησιμαία· ύστερον δε, υπό της ανάγκης βιαζόμενοι, έφαγον και την ανθρωπίνην κόπρον, ανακατώνοντας αυτήν με ολίγιστον άλευρον. Δια τούτο και πολλοί εκ των αρχηγών και μεγιστάνων των Σαρακηνών προσέτρεξαν εις την πόλιν και υπετάγησαν εις τους Χριστιανούς. Μετά ταύτα αναχωρήσαντες οι Σαρακηνοί εκ του τείχους της πόλεως, το οποίον είναι πλησίον της ξηράς, ήλθον εις τόπον καλούμενον Συκιαίς, ήτοι εις τον Γαλατάν, εκεί δε ευρόντες Ρωμαίον τινά, κατηγορούμενον δια διάφορα εγκλήματα και προστρέξαντα εις αυτούς, τούτον ανεκήρυξαν βασιλέα των Ρωμαίων. Είτα δόντες εις αυτόν δορυφόρους και σωματοφύλακας, και ποιήσαντες μετ’ αυτού συμφωνίας, περιήρχοντο εις το τείχος της πόλεως, ευφημούντες και εγκωμιάζοντες τον νεοχειροτόνητον βασιλέα, και τρόπον τινά την πίστιν των Χριστιανών ούτω καταισχύνοντες· αλλ’ όμως μάτην έγινε το τοιούτον επιχείρημα. Ο δε πρώτος των Σαρακηνών, Σουλεϊμάν ονομαζόμενος, ζητήσας να εισέλθη εις την πόλιν, ίνα θεωρήση τον τόπον και λαβώνάδειαν ήλθεν έφιππος μέχρι του Βοσπόρου· εν ω δε όλοι οι άλλοι εισήλθον αβλαβώς εντός της πόλεως, μόνος αυτός, ο Σουλεϊμάν, δεν ηδύνατο να εισέλθη δια της πύλης, επειδή ο ίππος του έτρεχεν όρθιος, έχων υψωμένους τους πόδας. Ο δε Σουλεϊμάν θαυμάζων ήγειρε τους οφθαλμούς, και βλέπει άνωθεν της πύλης της πόλεως απεικονισμένην δια ψηφίδος την Δέσποιναν ημών Θεοτόκον, ήτις εκάθητο επί θρόνου και εκράτει εις τας αγκάλας της τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν· διο ευθύς κατέβη εκ του ίππου και πεζός εισήλθεν εις την πόλιν, μεμφθείς εαυτόν δι’ ην πρότερον βλασφημίαν προέφερεν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν απήλθον οι Σαρακηνοί άπρακτοι, πολεμηθέντες υπό του Θεού και της Θεοτόκου, και αφανισθέντες με πείναν και θανατικόν. Όσα δε πλοία και λιβυρνίδες αυτών έμειναν, ταύτα ερχόμενα κάτω συνετρίβησαν, άλλα μεν εις το πέλαγος, άλλα δε εις τους λιμένας και τους υφάλους. Το δε μέγιστον θαύμα είναι τούτο, ότι εις το Αιγαίον πέλαγος έπεσε πολλή χάλαζα, ομού με πυρ, το οποίον βυθιζόμενον εις την θάλασσαν ανέβραζεν αυτήν, ως ο πεπυρωμένος σίδηρος αναβράζει ριπτόμενος εις το ύδωρ· όθεν επειδή η πίσσα των πλοίων ανέλυσεν, εβυθίζοντο αύτανδρα ταύτα, δέκα δε μόνον διαφυγόντα τον κίνδυνον έδωκαν την είδησιν εις τους άλλους Σαρακηνούς περί της συμφοράς την οποίαν έπαθον. Εξεστράτευσαν λοιπόν οι Σαρακηνοί κατά της Κωνσταντινουπόλεως κατά την δεκάτην πέμπτην του Αυγούστου, και μετά παρέλευσιν ενός έτους επανήλθον εις τα ίδια μετά μεγάλης αισχύνης, κατά την δεκάτην πέμπτην πάλιν του επιόντος Αυγούστου. Ενταύθα δε αρμοδίως δύναταί τις να είπη μεγαλοφώνως το ρητόν του Δαβίδ· «Τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών! Συ ει ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια μόνος», όστις ελύτρωσας τον λαόν σου και την πόλιν σου δια της Αχράντου σου Μητρός. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου