Στέφανος ο Πρωτομάρτυς και Αρχιδιάκονος εγένετο ο πρώτος
της των Χριστιανών πίστεως Μάρτυς υπό των Ιουδαίων λιθοβοληθείς και τελειωθείς.
Αφ’ ου δε παρήλθον τριακόσια τέσσαρα έτη από του μαρτυρίου του και αφ’ ου
ετελειώθησαν δια του μαρτυρίου πολλοί Χριστιανοί, η ειρήνη διεδέχθη την
ταραχήν, και η οικουμένη απελάμβανεν ελευθερίαν και ησυχίαν· και όλαι μεν αι
φυλακαί εκενώθησαν εκ των φυλακισμένων Χριστιανών, όλα δε τα βασανιστήρια των
τυράννων κατέπαυσαν, βασιλεύσαντος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του
χριστιανικωτάτου και πρώτου βασιλέως των Ορθοδόξων, τότε δ΄εφανερώθη και ο
πολύτιμος θησαυρός, ήτοι το πανίερον λείψανον του Πρωτομάρτυρος και
Αρχιδιακόνου Στεφάνου ούτω πως.
Άνθρωπός τις κατώκει εις εκείνην την ιδίαν κώμην, όπου ήτο κεκρυμμένον το του Πρωτομάρτυρος λείψανον, γέρων την ηλικίαν, Ιερεύς το αξίωμα και αιδέσιμος κατά την ζωήν, Λουκιανός (ή Λουκιλλιανός) ονομαζόμενος. Εις τούτον λοιπόν εφάνη δις ή τρις ο Άγιος Στέφανος και έδειξεν εις αυτόν τον τόπον, όπου ευρίσκετο κεκρυμμένον το λείψανόν του. Ο δε Ιερεύς εφανέρωσε την οπτασίαν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ Ιωάννην, ο οποίος χαράς πολλής εμπλησθείς ήλθεν εις τον μηνυθέντα τόπον μετά των κληρικών του και σκάψας εύρε την θήκην εντός της οποίας ήτο το άγιον λείψανον. Έγινε δε παρευθύς μέγας σεισμός, και ευωδία πολλή εξήλθεν ευωδιάζουσα τους παρευρεθέντας· άνωθεν δε εξ ουρανών εγίνοντο φωναί αγγελικαί λέγουσαι· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Αι φωναί δε αύται ηκούοντο μακράν έως δέκα σημεία τόπου· αλλά και ιατρείαι ενηργούντο εις τους πάσχοντας διάφοροι, κηρύττουσαι την του Πρωτομάρτυρος χάριν. Αφ’ ου λοιπόν προσεκύνησεν ο Πατριάρχης με ευφροσύνην και χαράν το άγιον εκείνο λείψανον, μεθ’ όλων των κληρικών και του παρατυχόντος λαού, εσήκωσαν αυτό με λαμπάδας και ψαλμωδίας και θυμιάματα, και ούτω μεθ’ όλης της πρεπούσης τιμής το μετέφερον εις την Ιερουσαλήμ και το απέθεσαν εις την αγίαν Σιών. Μετά ταύτα δε έκτισε Ναόν εις το όνομα του Αγίου Στεφάνου εντός της Ιερουσαλήμ άρχων τις συγκλητικός, Αλέξανδρος ονομαζόμενος, ο οποίος παρακαλέσας θερμώς τον Πατριάρχην Ιωάννην κατέπεισεν αυτόν να αποθέση το άγιον λείψανον εν τω Ναώ εκείνω. Μετά παρέλευσιν δε πέντε ετών ησθένησεν ο κτίτωρ του Ναού Αλέξανδρος· όθεν κατασκευάσας θήκην εκ ξύλου περσέας (ροδακινέας) ομοίαν με την θήκην, ήτις περιείχε το λείψανον του Αγίου Στεφάνου, έθηκεν αυτήν πλησίον της θήκης του αγίου λειψάνου, αφ’ ου δε απέθανεν, απετέθη το λείψανόν του εις την καινήν εκείνην θήκην. Μετά δε οκτώ έτη, όταν εβασίλευεν ο Μέγας Κωνσταντίνος και επατριάρχευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο θείος Μητροφάνης, τότε η γυνή του ανωτέρω αποθανόντος Αλεξάνδρου, Ιουλιανή ονόματι, επειδή ηνωχλείτο μεν υπό πολλών να νυμφευθή εκ δευτέρου δια τον πλούτον και το κάλλος της, αυτή δε δεν ήθελε, τούτου ένεκα εσκέφθη να πράξη το εξής, να λάβη το σώμα του ανδρός της και να υπάγη εις τον πατέρα της και εις την πατρίδα της, την Κωνσταντινούπολιν. Παρουσιάσθη λοιπόν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ Άγιον Κύριλλον, και παρεκάλει αυτόν να της επιτρέψη να λάβη την θήκην την περιέχουσαν το λείψανον του ανδρός της· αλλ’ ο Άγιος Κύριλλος δεν επέτρεπε τούτο εις αυτήν. Δια τούτο έγραψεν εκείνη εις τον πατέρα της περί ταύτης της υποθέσεως, και τη συνεργεία αυτού έστειλεν ο βασιλεύς σάκραν, ήτοι βασιλικήν προσταγήν, να δύναται να λάβη το λείψανον του ανδρός της και να αναβή εις Κωνσταντινούπολιν· όθεν μη δυνάμενος πλέον ο Πατριάρχης να εναντιωθή, επέτρεψεν εις την γυναίκα να το λάβη. Πλανηθείσα όμως η γυνή κατά θείαν πρόνοιαν, αντί του ανδρός της έλαβε την ομοίαν εκείνην θήκην, την περιέχουσαν το του Αγίου Στεφάνου λείψανον· ταλυτην δε βάλουσα επί θρόνου, και τον θρόνον φορτώσασα εις όνον, ήρχισε την οδοιπορίαν δια Κωνσταντινούπολιν. Καθ’ όλην δε την νύκτα ηκούοντο εν τω αέρι, έως δέκα σημεία τόπου, ύμνοι αγγελικοί και δοξολογία θεοπρεπής λέγουσα· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», τα δε μέρη εκείνα επληρώθησαν ευωδίας μύρου πολλού και ευωδεστάτου· οι δε δαίμονες μακρόθεν κλαίοντες, εφώναζον με συνεχείς φωνάς· «Αλλοίμονον εις ημάς! Διότι ο Στέφανος διέρχεται εκ μέσου ημών και μας πληγώνει αοράτως». Αφιχθείσα δε η γυνή εις την παράλιον πόλιν της Ασκάλωνος εύρεν εκεί πλοίον, και δούσα ναύλον πεντήκοντα φλωρία επεβιβάσθη εις αυτό και ανεχώρησε δια την Κωνσταντινούπολιν. Όσα δε θαύματα εγίνοντο καθ’ οδόν και όσα σημεία ετελέσθησαν αδύνατον να τα περιγράψωμεν εν συντομία. Όταν δε η γυνή αφίκετο εις την Κωνσταντινούπολιν και έφθασεν εις τα ώτα του βασιλέως, ότι έρχεται το λείψανον του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εγένοντο δε εις αυτόν γνωστά τα περί της γυναικός του Αλεξάνδρου, η οποία παρασταθείσα ενώπιόν του διηγήθη ακριβώς δια ζώσης φωνής, απ’ αρχής μέχρι τέλους, τίνι τρόπω έλαβε χώραν το τοιούτον, τότε ο φιλευσεβέστατος βασιλεύς Κωνσταντίνος ενεπλήσθη αφάτου χαράς και αγαλλιάσεως· όθεν προσέταξεν ευθύς τον Πατριάρχην και όλον τον κλήρον να εξέλθωσιν εις προϋπάντησιν του Αγίου λειψάνου με τιμήν μεγίστην και ευλάβειαν, και ούτω να φέρωσιν αυτό εντός των βασιλικών παλατίων. Τότε δε όσα θαύματα έγιναν αδύνατον να τα περιγράψη τις ακριβώς. Έσυρον λοιπόν αι ημίονοι την άμαξαν, επί της οποίας ήτο το άγιον λείψανον, έως ου έφθασαν εις τόπον λεγόμενον Κωνσταντιαναί, και εκεί εσταμάτησαν· επειδή δε έπληττον τα ζώα ίνα προχωρήσωσι, τούτου ένεκα μία των ημιόνων ελάλησεν ανθρωπίνην φωνήν λέγουσα· «Διατί μας δέρετε; Ενταύθα πρέπει να αποτεθή το άγιον λείψανον» ταύτην την φωνήν ακούσαντες ο τε Πατριάρχης και όλοι οι παρευρεθέντες έδωκαν μεγαλοφώνως δόξαν τω Θεώ. Ταύτα δε μαθών και ο πιστότατος βασιλεύς εξεπλάγη, και παρευθύς έκτισε Ναόν εις τον τόπον εκείνον επ’ ονόματι του Πρωτομάρτυρος, εις δόξαν και αίνον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εις τον Ναόν εκείνον τελείται κατ’ έτος η του Αγίου Στεφάνου σύναξις και εορτή. Η εύρεσις του λειψάνου του Αγίου εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου, η δε μνήμη του, κατά την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου.
Άνθρωπός τις κατώκει εις εκείνην την ιδίαν κώμην, όπου ήτο κεκρυμμένον το του Πρωτομάρτυρος λείψανον, γέρων την ηλικίαν, Ιερεύς το αξίωμα και αιδέσιμος κατά την ζωήν, Λουκιανός (ή Λουκιλλιανός) ονομαζόμενος. Εις τούτον λοιπόν εφάνη δις ή τρις ο Άγιος Στέφανος και έδειξεν εις αυτόν τον τόπον, όπου ευρίσκετο κεκρυμμένον το λείψανόν του. Ο δε Ιερεύς εφανέρωσε την οπτασίαν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ Ιωάννην, ο οποίος χαράς πολλής εμπλησθείς ήλθεν εις τον μηνυθέντα τόπον μετά των κληρικών του και σκάψας εύρε την θήκην εντός της οποίας ήτο το άγιον λείψανον. Έγινε δε παρευθύς μέγας σεισμός, και ευωδία πολλή εξήλθεν ευωδιάζουσα τους παρευρεθέντας· άνωθεν δε εξ ουρανών εγίνοντο φωναί αγγελικαί λέγουσαι· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Αι φωναί δε αύται ηκούοντο μακράν έως δέκα σημεία τόπου· αλλά και ιατρείαι ενηργούντο εις τους πάσχοντας διάφοροι, κηρύττουσαι την του Πρωτομάρτυρος χάριν. Αφ’ ου λοιπόν προσεκύνησεν ο Πατριάρχης με ευφροσύνην και χαράν το άγιον εκείνο λείψανον, μεθ’ όλων των κληρικών και του παρατυχόντος λαού, εσήκωσαν αυτό με λαμπάδας και ψαλμωδίας και θυμιάματα, και ούτω μεθ’ όλης της πρεπούσης τιμής το μετέφερον εις την Ιερουσαλήμ και το απέθεσαν εις την αγίαν Σιών. Μετά ταύτα δε έκτισε Ναόν εις το όνομα του Αγίου Στεφάνου εντός της Ιερουσαλήμ άρχων τις συγκλητικός, Αλέξανδρος ονομαζόμενος, ο οποίος παρακαλέσας θερμώς τον Πατριάρχην Ιωάννην κατέπεισεν αυτόν να αποθέση το άγιον λείψανον εν τω Ναώ εκείνω. Μετά παρέλευσιν δε πέντε ετών ησθένησεν ο κτίτωρ του Ναού Αλέξανδρος· όθεν κατασκευάσας θήκην εκ ξύλου περσέας (ροδακινέας) ομοίαν με την θήκην, ήτις περιείχε το λείψανον του Αγίου Στεφάνου, έθηκεν αυτήν πλησίον της θήκης του αγίου λειψάνου, αφ’ ου δε απέθανεν, απετέθη το λείψανόν του εις την καινήν εκείνην θήκην. Μετά δε οκτώ έτη, όταν εβασίλευεν ο Μέγας Κωνσταντίνος και επατριάρχευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο θείος Μητροφάνης, τότε η γυνή του ανωτέρω αποθανόντος Αλεξάνδρου, Ιουλιανή ονόματι, επειδή ηνωχλείτο μεν υπό πολλών να νυμφευθή εκ δευτέρου δια τον πλούτον και το κάλλος της, αυτή δε δεν ήθελε, τούτου ένεκα εσκέφθη να πράξη το εξής, να λάβη το σώμα του ανδρός της και να υπάγη εις τον πατέρα της και εις την πατρίδα της, την Κωνσταντινούπολιν. Παρουσιάσθη λοιπόν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ Άγιον Κύριλλον, και παρεκάλει αυτόν να της επιτρέψη να λάβη την θήκην την περιέχουσαν το λείψανον του ανδρός της· αλλ’ ο Άγιος Κύριλλος δεν επέτρεπε τούτο εις αυτήν. Δια τούτο έγραψεν εκείνη εις τον πατέρα της περί ταύτης της υποθέσεως, και τη συνεργεία αυτού έστειλεν ο βασιλεύς σάκραν, ήτοι βασιλικήν προσταγήν, να δύναται να λάβη το λείψανον του ανδρός της και να αναβή εις Κωνσταντινούπολιν· όθεν μη δυνάμενος πλέον ο Πατριάρχης να εναντιωθή, επέτρεψεν εις την γυναίκα να το λάβη. Πλανηθείσα όμως η γυνή κατά θείαν πρόνοιαν, αντί του ανδρός της έλαβε την ομοίαν εκείνην θήκην, την περιέχουσαν το του Αγίου Στεφάνου λείψανον· ταλυτην δε βάλουσα επί θρόνου, και τον θρόνον φορτώσασα εις όνον, ήρχισε την οδοιπορίαν δια Κωνσταντινούπολιν. Καθ’ όλην δε την νύκτα ηκούοντο εν τω αέρι, έως δέκα σημεία τόπου, ύμνοι αγγελικοί και δοξολογία θεοπρεπής λέγουσα· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», τα δε μέρη εκείνα επληρώθησαν ευωδίας μύρου πολλού και ευωδεστάτου· οι δε δαίμονες μακρόθεν κλαίοντες, εφώναζον με συνεχείς φωνάς· «Αλλοίμονον εις ημάς! Διότι ο Στέφανος διέρχεται εκ μέσου ημών και μας πληγώνει αοράτως». Αφιχθείσα δε η γυνή εις την παράλιον πόλιν της Ασκάλωνος εύρεν εκεί πλοίον, και δούσα ναύλον πεντήκοντα φλωρία επεβιβάσθη εις αυτό και ανεχώρησε δια την Κωνσταντινούπολιν. Όσα δε θαύματα εγίνοντο καθ’ οδόν και όσα σημεία ετελέσθησαν αδύνατον να τα περιγράψωμεν εν συντομία. Όταν δε η γυνή αφίκετο εις την Κωνσταντινούπολιν και έφθασεν εις τα ώτα του βασιλέως, ότι έρχεται το λείψανον του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εγένοντο δε εις αυτόν γνωστά τα περί της γυναικός του Αλεξάνδρου, η οποία παρασταθείσα ενώπιόν του διηγήθη ακριβώς δια ζώσης φωνής, απ’ αρχής μέχρι τέλους, τίνι τρόπω έλαβε χώραν το τοιούτον, τότε ο φιλευσεβέστατος βασιλεύς Κωνσταντίνος ενεπλήσθη αφάτου χαράς και αγαλλιάσεως· όθεν προσέταξεν ευθύς τον Πατριάρχην και όλον τον κλήρον να εξέλθωσιν εις προϋπάντησιν του Αγίου λειψάνου με τιμήν μεγίστην και ευλάβειαν, και ούτω να φέρωσιν αυτό εντός των βασιλικών παλατίων. Τότε δε όσα θαύματα έγιναν αδύνατον να τα περιγράψη τις ακριβώς. Έσυρον λοιπόν αι ημίονοι την άμαξαν, επί της οποίας ήτο το άγιον λείψανον, έως ου έφθασαν εις τόπον λεγόμενον Κωνσταντιαναί, και εκεί εσταμάτησαν· επειδή δε έπληττον τα ζώα ίνα προχωρήσωσι, τούτου ένεκα μία των ημιόνων ελάλησεν ανθρωπίνην φωνήν λέγουσα· «Διατί μας δέρετε; Ενταύθα πρέπει να αποτεθή το άγιον λείψανον» ταύτην την φωνήν ακούσαντες ο τε Πατριάρχης και όλοι οι παρευρεθέντες έδωκαν μεγαλοφώνως δόξαν τω Θεώ. Ταύτα δε μαθών και ο πιστότατος βασιλεύς εξεπλάγη, και παρευθύς έκτισε Ναόν εις τον τόπον εκείνον επ’ ονόματι του Πρωτομάρτυρος, εις δόξαν και αίνον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εις τον Ναόν εκείνον τελείται κατ’ έτος η του Αγίου Στεφάνου σύναξις και εορτή. Η εύρεσις του λειψάνου του Αγίου εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου, η δε μνήμη του, κατά την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΛΟΓΟΥ
Εις την εύρεσιν του τιμίου λειψάνου του Αγίου ενδόξου
Αποστόλου Πρωτομάρτυρος Αρχιδιακόνου ΣΤΕΦΑΝΟΥ.
Μετά το λιθάσαι τον Άγιον Πρωτομάρτυρα Στέφανον διωγμός
πολύς επί την Εκκλησίαν την εν
Ιεροσολύμοις εγένετο εν εκείνη τη ημέρα και πάντες διεσπάρησαν κατά τας χώρας
της Ιουδαίας και Σαμαρείας, πλην των Αποστόλων· συνεκομίσαντο δε τον Άγιον
Πρωτομάρτυρα Στέφανον άνδρες ευλαβείς και ποιήσαντες γλωσσόκομον πέρσινον,
κατέθεντο αυτόν εκ δεξιών του θυσιαστηρίου της αγίας Σιών, γράψαντες και τίτλον
εβραϊκοίς γράμμασι χιμήλ, από συριακής γλώσσης· και
εποίησαν κοπετόν μέγαν απ’ αυτόν· και τύπτοντες τα στήθη αυτών υπέστρεφον εις
Ιερουσαλήμ. Γαμαλιήλ δε τις, ιδών την αρετήν του ανδρός, και ελπίζων έχειν
μέρος μετ’ αυτού εν τη αναστάσει, εγερθείς δια νυκτός, και προσπεσών τοις
Αποστόλοις εν τω καιρώ εκείνω, επί της θλίψεως της γενομένης επί Στεφάνω, και
προτρεψάμενος αυτούς παντί τρόπω συνεβούλευσεν, ώστε συνελθείν αυτούς και
συγκομίσαι αυτού το άγιον σώμα, και απενέγκαι εις το ίδιον χωρίον το επ’
ονόματι αυτού κληθέν, εκ διαστήματος όντος της πόλεως από εικοστού σημείου και
κατά το ειθισμένον αυτοίς υπό του νόμου επετέλεσαν ημέρας τεσσαράκοντα· και τα
υπέρ του κοπετού αναλισκόμενα, εκ της του Γαμαλιήλ δαπάνης εδόθη, και ούτως
αυτόν κατέθεντο εν τω αυτού μνημείω τω καινώ. Ακούσας δε Νικόδημος, ο του
Γαμαλιήλ ανεψιός, κατενύγη υπό Ιησού του Κυρίου και Σωτήρος ημών Θεού, ώστε εξ
ύδατος και πνεύματος αναγεννηθήναι· και απελθών νυκτός, εφωτίσθη παρά Πέτρου
και Ιωάννου των μαθητών· και ακούσαντες οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι
ηγανάκτησαν κατ’ αυτού λίαν· και εσκέψαντο ανελείν αυτόν, καθώς και Στέφανον
ανείλον· δια δε τον Νικόδημον τούτο ουκ εποίησαν·
αλλ’ αναθεματίσαντες αυτόν, και πάντα τα υπάρχοντα αυτού αρπάσαντες, εις όνομα
του Ναού, της πόλεως εξώρισαν, και αικίσαντες και πληγώσαντες ημιθανή κατέλιπον
αυτόν·ο δε Γαμαλιήλ και τούτον κρυφή προσλαβόμενος, εν τω αυτώ χωρίω ένθα ο
Λουκιανός εκλήρωσεν αυτώ πρεσβυτέριον, εποίησεν αυτόν διατρέφεσθαι και
ενδύεσθαι εκ της αυτού ουσίας, έως ου και αυτός μετ’ ολίγον χρόνον κοιμηθείς,
ως ομολογητής Χριστού ετελειώθη· και εποίησεν αυτόν κατατεθήναι πλησίον του
Αγίου Στεφάνου· οι δε έτεροι δύο οι συν αυτοίς κείμενοι εισί Γαμαλιήλ και ο
τούτου ηγαπημένος υιός, ου το όνομα Αβελβούλ, εικοσαετής υπάρχων, ο συν αυτώ
πιστεύσας εν τω του Χριστού κηρύγματα, και εν μια ημέρα συν αυτώ φωτισθείς εν
τω αγίω λουτρώ υπό των του Χριστού μαθητών. Ο δε αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός,
έτι μάλλον βουλόμενος υψώσαι το κέρας του Χριστού αυτού, τουτέστι το κήρυγμα
του Ευαγγελίου, ηυδόκησε δια της αυτού χάριτος επ’ εσχάτων των ημερών
αποκαλύψαι τον αυτού δούλον, τούτον, λέγω, τον τρισμακάριον και ενδοξότατον
Στέφανον τον Πρωτομάρτυρα και Αρχιδιάκονον, και αυτόπτην της ουρανίου
Βασιλείας, τον επ’ αγαθής μνήμης μακαριζόμενον· δι’ ο εν οράματι ταύτα τω πιστώ
αυτού δούλω Λουκιανώ τω ιερεί απεκάλυψεν ως εν τη κατωτέρω επιστολή αυτού ο
ίδιος διηγείται.
ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ
ΙΕΡΕΩΣ ΟΠΤΑΣΙΑ
Τοις κατά πόλιν και χώραν αγιωτάτοις και θεοσεβεστάτοις
και εναρέτοις επισκόποις και πρεσβυτέροις και διακόνοις εν Χριστώ πεπιστευκόσι,
κληρικοίς τε και αδελφοίς, παρά Λουκιανού ελαχίστου χαίρειν.
Όρασις εκ τρίτου σημείου, ήν περακούσαντες συναθλήσατε αυτοίς ταις
θερμοτάταις και αγίαις υμών ευχαίς, δοξάζοντες τον τοιαύτα γνωρίσαντα
αμαρτωλοίς ανδράσιν, ων πρώτος ειμί εγώ. Περί την ώραν της νυκτός, ο Θεός είδε
και το Άγιον Πνεύμα, έτι μου γρηγορούντος και ως εν εκστάσει γενομένου,
τεθέαμαι άνδρα τη ηλικία υπερμεγέθη, νεοφανή, ωραίον, απλότριχα, στολήν λευκήν
ημφιεσμένον, ης τα γραμμεία ήσαν χρυσά· και ένδον αυτής σημείον σίγμα, και
υποπόρφυρα· και σανδάλια χρυσολώρινα υποδεδεμένος· και ράβδον χρυσήν ην
περιφερόμενος τη δεξιά χειρί, ήλθε και ένυξέ με τη ράβδω τρίτον και το όνομά
μου εκ τρίτου εκάλεσεν· εγώ δε είπον αυτώ· «Τις ει, Κύριε»; Λέγει μοι τότε ο
φανείς· «Εγώ ειμί ο Πρωτομάρτυς Στέφανος· άνελθε εις Ιεροσόλυμα, ειπέ τω
Επισκόπω Ιωάννη τω εκείσε· έως πότε εγκατάκλειστοί εσμεν, και ουκ ανοίγεις ημίν
και κηρύττεις τα άθλα; Και μάλιστα εν τοις χρόνοις της αρχιερωσύνης σου δει
ημάς αποκαλυφθήναι· και άνοιξον ημίν ταχέως, ίνα δι’ ημών ανοίξη ο Θεός θύραν
φιλανθρωπίας τω κόσμω· κινδυνεύει γαρ απολέσθαι από
των πολλών ανομιών των επ’ αυτώ καθ’ εκάστην ημέραν γινομένων· και ου τοσούτον
μέλει, λέγει μοι, δι’ εμαυτόν, όσον υπέρ της του κόσμου ζωής και δια τους συν
εμοί κειμένους Αγίους, και αξίους όντας πολλής τιμής και δόξης· ο γαρ εν ω
κείμεθα τόπος ημέληται· και ποτέ μεν τα λείψανα ημών βρέχονται, ποτέ ηλιόκαυστα
γίνονται και τόπον ουδείς οίδεν». Εγώ δε απεκρίθην λέγων· «Τις ει συ, Κύριε»; Ο
δε αποκριθείς ειπέ μοι· «Στέφανός ειμι ο λιθοβοληθείς υπό των απίστων Ιουδαίων
εν Ιερουσαλήμ· οι δε συν εμοί κείμενοί εισι Γαμαλιήλ ο τον Παύλον αναθρέψας και
τον νόμον διδάξας εν Ιερουσαλήμ· και οι άλλοι Νικόδημος και Αβελβούλ». Τη δε
άλλη Παρασκευή κατά την αυτήν ώραν παρέστη πάλιν ο Άγιος Στέφανος τω αυτώ
σχήματι λέγων· «Εις τι ημέλησας και ουκ απήλθες και εξηγήσω τω Επισκόπω Ιωάννη
τα λεχθέντα σοι»; Εγώ δε απεκρίθην λέγων· «Σύγγνωθι μοι, Κύριε, ότι εν μιά ώρα
ουκ ηδυνάμην τον τοιούτον Αρχιερέα του Θεού κινήσαι και τον λαόν θορυβήσαι· ακούω γαρ της θείας Γραφής πανταχού λεγούσης, ότι επί δυσί
και τρισί μάρτυσι σταθήσεται παν ρήμα· αλλά τούτο εδεήθην παρά Κυρίου, ίνα, εάν
η όρασις αύτη απ’ αυτού μοι απεστάλη, ακριβεστέραν μοι αποκάλυψιν δείξη». Ως
δε της θύρας εξήει πάλιν επανήλθε λέγων· «Πρεσβύτερε, άλλο τι σοι έχω ειπείν».
Και είπον· «Λάλει, Κύριε». Και λέγει μοι· «Ως ότι αμφέβαλες εν τη διανοία σου
λέγων· ως ότι εάν εύρω αυτούς, άρα τους τέσσαρας έχω ευρείν συγκεκριμένους εν
μιά θήκη; Και πως γνώσομαι του Αγίου Στεφάνου το λείψανον από των άλλων; Ουκ
οίδα εγώ ο ταλαίπωρος· ουκ έστι δε ούτως ως υπονοείς, αλλ’ έκαστος ημών ιδίαν
θήκην έχει φανεράν». Εγώ δε είπον· «Πως, Κύριε»; Λέγει μοι πάλιν ο Άγιος·
«Πρόσεχε και δεικνύω σοι». Και εκτείνας την αγίαν αυτού δεξιάν χείρα εις τον
αέρα, ευρέθη βαστάζων καλάθους τέσσαρας· τρεις μεν χρυσούς, ένα δε αργύρεον·
και οι μεν δύο χρύσεοι κάλαθοι έγεμον ρόδα λευκά και ο τρίτος χρύσεος κάλαθος
έγεμε ρόδα πυρά ως αίμα· ο δε αργύρεος κάλαθος έγεμε κρόκον ευωδέστατον·
συνεκεκόλλητο δε ο αργύρεος ενί των τεσσάρων ως δίδυμος φαινόμενος, και
υψηλότερος των άλλων καλάθων· έστησε δε τους καλάθους, τον μεν των πυρών ρόδων
εκ δεξιών προς ανατολάς· τον δε λευκόν προς βορράν· τους δε άλλους κρεμαστούς
ανέδειξεν επάνω των του βορεινού καλάθων, ως από πηχών τριών· και λέγει μοι ο
Άγιος Στέφανος· «Είδες τους καλάθους τούτους»; Και λέγω· «Ναι, Κύριε». Ο δε
Άγιος λέγει· «Οι κάλαθοι ούτοι τα λείψανα ημών εισι και αι θήκαι ημών· και ο
μεν τα πυρά ρόδα έχων εγώ ειμι ο Στέφανος· αυτός γαρ μόνος εμαρτύρησα υπέρ του
Δεσπότου μου Ιησού Χριστού· ο δε άντικρυς του προσώπου μου ο κύριος Νικόδημός
εστιν ο του Χριστού ομολογητής». Πάλιν δε αποτολμήσας εγώ είπον· «Ίνα τι,
Κύριε, ο εις κάλαμος χρύσεος, και άλλος αργύρεος; Και ίνα τι εις ρόδα γέμει,
και ο έτερος κρόκον»; Και λέγει μοι ο Άγιος Στέφανος· «Ο αργύρεος κάλαθός εστι
του κυρίου Νικοδήμου, επειδή καθαρός ων τω σώματι και λαμπρός την ψυχήν ώσπερ ο
άργυρος, εν τω του Θεού Ναώ ανετρέφετο γυναίκα μη ορών ειμή την εαυτού μητέρα
μόνον και δια τούτο κρόκον γέμει ευωδίας πεπληρωμένον». Και ούτω πάλιν
εξαναστάς, ηυχαρίστησα τω φιλανθρώπω Θεώ. Και τη άλλη Παρασκευή αυτή τη ώρα
κατά το πρότερον, ο αυτός Άγιος Στέφανος παρέστη απειλών και εμβριμώμενός μοι
έλεγε· «Τι ουκ εφρόντισας ανελθείν και ειπείν τω
Επισκόπω; Πίστευε ότι εάν μη απέλθης, παθείν έχεις πολλά κακά α ου προσδοκάς
και τας σάρκας σου τοις πετεινοίς του ουρανού και τοις θηρίοις της γης
διασκορπίσω». Ο δε ταπεινός εγώ Λουκιανός είπον προς αυτόν· «Κύριε, εδεήθην του
Κυρίου περί τούτου, και εξεδεχόμην την τρίτην σου παρουσίαν, ίνα ούτω
πληροφορηθείς κηρύξω υμών την αποκάλυψιν». Αυτού δε εστώτος και απειλούντος,
είδον εαυτόν αρπαγέντα εν τη πόλει, και πάσας τας οπτασίας εξηγησάμην τω
Επισκόπω· και εν αυτή δε τη ώρα λέγει μοι ο
Επίσκοπος· «Ει ταύτα ούτως εώρακας εν τοις χρόνοις ημών, και ταύτα εθεάσω,
αγαπητέ, και ει ταύτα απεκαλύφθη σοι, εμέ δει λαβείν εκείθεν τον βουν τον
άρρενα, τον αροτήρα τον αμαξικόν, τον εργάτην, και εάσαι σου το χωρίον μετά των
όντων καρπών». Απεκρίθην δε και είπον αυτώ· «Τι εστί μοι το χωρίον, Κύριε, εάν
μη έχω τον βουν τον κάμνοντα»; Ο δε λέγει μοι· «Ούτως εστίν, η πόλις ημών δι’
αμαξίων υπηρετείται· λείπει δε τω μεγάλω αμαξίω εις βους· λέγεις δε αυτόν
μένειν παρά σοι· δίκαιον όμως εστίν αυτόν μάλλον την πόλιν έχειν, αρκούσι δε
σοι οι άλλοι δύο βόες μετά του δαμαλίου και η σκευή του μεγάλου βοός προς
καλλιέργειαν του χωρίου». Και ταύτα ειπών τω Επισκόπω εν τη οράσει, είδον τον
Άγιον Πρωτομάρτυρα Στέφανον ελθόντα και κατασχόντα μου την χείρα, και
ανενέγκαντά με πάλιν εις την αυτήν κώμην και λέγει μοι ο Άγιος Στέφανος· «Ει
βούλει ημάς ευρείν, ζήτησον ημάς εν τω χωρίω τω λεγομένω Συριστί Λαγάγ Αβραάμ·
όπερ ερμηνεύεται χωρίον Θεού». Εξυπνισθείς ουν το τρίτον και ερωτήσας ποίον
εστί το χωρίον, μηδενί δηλώσας το όραμα απήλθον καθ’ εαυτόν στοχαζόμενος· και
είδον το χωρίον παμμέγεθες εισόπεδον, ευθαλέστατον και κατά το μέσον αυτού
βουνός μέγας, και ενόμιζον εκεί ευρίσκειν αυτούς· και ούτως ανελθών εις την
πόλιν γνώμη εγένετο προς τους αξιοπίστους πρεσβυτέρους, ίνα με συμβουλεύσωσι,
το τι οφείλω ποιήσαι· οι δε είπον μοι· «Ουχ οράς τους σεισμούς τους καθ’ ώραν
γινομένους και την τοσαύτην αβροχίαν, και βούλει κρύψαι την αποκαλυφθείσάν σοι
όρασιν προς σωτηρίαν του κόσμου; Μη αναμείνης ειπείν τω Επισκόπω Ιωάννη». Και
τότε προλαβόντες με εισήλθον και εμήνυσαν τω Επισκόπω περί εμού· όστις
προσκαλεσάμενός με εις το ίδιον ταμείον, επυνθάνετο παρ’ εμού ει ταύτα ούτως
έχει· και ούτως εξηγησάμην αυτώ την πρώτην και δευτέραν όρασιν φυλάξας τον
διάλογον του βοός, αναμένων ακούσαί τι παρ’ αυτού· ο δε ευθέως απεφθέγξατο ούτω
λέγων· «Ευλογητός Κύριος ει όλως ταύτα έχει, α εθεάσω, αγαπητέ· και εν τοις
χρόνοις ημών ηυδόκησεν ο Κύριος τους Αγίους αυτού αποκαλύψαι ημίν· εμέ δει
λαβείν εκείθεν το λείψανον του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου και Αρχιδιακόνου
του Χριστού του αθλητού της ευσεβείας και αυτόπτου της των ουρανών Βασιλείας».
Ούτω χαίρων επί τη τοιαύτη αγγελία, επέτρεψεν εμοί κατελθείν και ορύξαι εις τον
βουνόν λέγων· «Επάν εύρης, φρούρησον αυτός δι’ εαυτού και δήλωσον δια τινος
γραμματοφόρου». Ούτω λαβών την τοιαύτην παραγγελίαν ώρμησα εις την κώμην
κηρύξας πάσιν, ώστε πάντας ορθρίσαι επί τον βουνόν. Αυτή δε τη νυκτί
επιφαίνεταί μοι ο Άγιος Στέφανος και λέγει μοι· «Πρεσβύτερε, μη θελήσης εις τον
βουνόν καμείν· ου γαρ ειμι εκεί· ο βουνός γαρ εις μαρτύριον ετέθη του εκείσε
τελεσθέντος ημίν κοπετού· αλλά προς βορράν του χωρίου ζήτησον ημάς από της οδού
κάτωθεν, μετρήσας από του βουνού πήχεις εβδομήκοντα πέντε». Ορμήσαντες ουν
ηβουλήθημεν πρώτον εις τον βουνόν εξελθείν· μονάζων δε τις διεκώλυεν ημάς λέγων·
«Τάδε και τάδε εν οράματι προσετάγην σοι ειπείν σήμερον, κύριε πρεσβύτα».
Ακούσας δε εγώ έγνων, ότι αληθής εστιν η όρασις· όμως δε πρώτον εις τον βουνόν
ωρμήσαμεν· και έως τρίτης ώρας ορύξαντες, εύρομεν στήλην μίαν λιθίνην,
εβραϊκοίς γράμμασι γεγραμμένην· Εβραίον δε τινα μεταστειλάμενοι, εποιήσαμεν
κοινώς αναγνώναι τα γράμματα· και λέγει ημίν· «Η γραφή αύτη του χωρίου τούτου,
ούτως ερμηνεύεται· κοπετός δικαίων, θρήνος Αγίων». Και ούτως εάσαντες απήλθομεν
εις τον τόπον όπου αυτή τη νυκτί ώφθη ημίν ο ένδοξος Πρωτομάρτυς Στέφανος. Και
ορύξαντες, εύρομεν κατά πάντα τα οραθέντα ημίν· και το επίγραμμα αυτού εύρομεν
ούτω· «Χιλιλήμ· νασουάμ· αβελβούς». Ο δε αβελβούς υιός ερμηνεύεται· ερμηνεύεται
δε ο χιλιλήμ, από του Συριακού, ο Άγιος Στέφανος ο Πρωτομάρτυς του Χριστού· και
ο Νασουάμ Νικόδημος. Εν αυτή δε τη ώρα σεισμός εγένετο μέγας, ώστε σαλευθήναι
πάντα τα θεμέλια της γης και το λείψανον του Αγίου Στεφάνου σκιρτήσαι και
αναθάλλειν· ευωδία δε μεγάλη εξελήλυθεν εκ της αυτού θήκης, ώστε εις ύπνον ημάς
πάντας εφελκυσθήναι. Άγγελοι δε ύμνουν, «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης
ειρήνη», ότι απεκάλυψε το λείψανον του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου τοις
ανθρώποις· και έως δεκάτου σημείου περικύκλω φθάσαι εις πάντα τον λαόν την
ευωδίαν· ιάσεις δε και θεραπείαι εγένοντο εν αυτή τη ημέρα, εν τοις
παρατυχούσιν όχλοις· και ούτως εδήλωσα τω Επισκόπω, και ευθέως παρεγένετο μετά
δύο συνεπισκόπων και θεασάμενοι ηγαλλιάσαντο σφόδρα· και εκέλευσεν ανενεχθήναι
το λείψανον του Αγίου και ενδόξου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου εν Ιεροσολύμοις εν τη
Αγία Σιών.
ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ
Εν Ιεροσολύμοις και μεταφορά αυτού εν Κωνσταντινουπόλει.
Ανενεχθέντος του αγίου λειψάνου εν Ιεροσολύμοις Αλέξανδρος ο Συγκλητικός
συνέθετο κτίζειν μαρτύριον επ’ ονόματι του Αγίου ενδόξου Πρωτομάρτυρος και
Αρχιδιακόνου Στεφάνου. Πληρωθείσης ουν της οικοδομής αυτού εκ της ιδίας του
Συγκλητικού Αλεξάνδρου ουσίας, πολλά εδεήθη ούτος του Επισκόπου Ιωάννου, ίνα κατάθηται
εν αυτώ το άγιον λείψανον. Τότε ο Επίσκοπος Ιωάννης τελέσας λιτανείαν κατέθετο
το γλωσσόκομον, ηλώσας τίτλον έξωθεν· απέθετο δε τον Άγιον Στέφανον τον
Πρωτομάρτυρα του Χριστού μετά πολλής ασφαλείας και τιμής μηνί Δεκεμβρίω ιδ΄
υπατεύοντος του Δεσπότου ημών και αυτοκράτορος Αυγούστου Κωνσταντίνου έτει
δεκάτω της βασιλείας αυτού. Και μετά έτη πέντε νόσω περιπεσών Αλέξανδρος ο
Συγκλητικός, διαθήκην διαθέμενος εις την Εκκλησίαν, και εις τους πτωχούς, και
εις την αυτού συμβίαν, ενώρκισεν αυτούς τω Θεώ λέγων· «Εάν αποθάνω ποιήσατε
γλωσσόκομον πέρσινον, και θέσατέ με εγγύς του λειψάνου του Αγίου Πρωτομάρτυρος
Στεφάνου, επειδή τον οίκον εγώ ωκοδόμησα εκ της εμής ουσίας». Και τούτο ειπών
εκοιμήθη· τη δε επιούση ημέρα παρών ο Επίσκοπος άμα τω πλήθει του λαού, συνεκόμισαν
αυτόν εγγύς του Αγίου Στεφάνου. Μετά οκτώ έτη η γυνή του Συγκλητικού
Αλεξάνδρου, ενθυμησαμένη εν εαυτή και καλόν ηγησαμένη, το του ανδρός αυτής
λείψανον απεφάσισε απαγαγείν εν Κωνσταντινουπόλει εις το ίδιον κτήμα· και τούτο
βουλευσαμένη μετεκαλέσατο τον Επίσκοπον Κύριλλον τον εν Ιεροσολύμοις· και
γνώμης γενομένης αυτού, είπε προς αυτόν η γυνή· «Του ανδρός μου το λείψανον χρη
με απαγαγείν εν Κωνσταντινουπόλει εις το εμόν κτήμα». Ο δε Επίσκοπος Κύριλλος
είπεν αυτή· «Ου δύνη τούτο ποιήσαι και τον λαόν θορυβήσαι». Η δε γυνή είπε τω
Επισκόπω· «Ου θέλεις δούναί μοι του ανδρός μου το λείψανον»; Ο δε Επίσκοπος
είπεν· «Ου». Τότε η ελευθέρα κλαίουσα απήλθεν εις τον οίκον αυτής· και
απέστειλε γράμματα προς τον εαυτής πατέρα, γράφουσα ούτως·
«Η γνησία σου θυγάτηρ Ιουλιανή τω εμώ πατρί χαίρειν· τας πρεπούσας τιμάς
προσάγω παρακαλούσα, υποδέξασθαι και παρασχείν μοι, ου λόγον κολακείας
πεπληρωμένον, αλλ’ επουρανίων μυστηρίων μηνυτικόν· ουδέ συνθέτοις λόγοις
ρητορικών πιθανότητα περιεχόντων, αλλά παράκλησιν προς τον εμόν Πατέρα και
Δεσπότην, επειδή βίαν πάσχω τπό των αρχόντων ως χήρα χάριν γάμου· σπούδασον,
ίνα έλθω εγώ, και αγάγω και εμού ανδρός το λείψανον εν Κωνσταντινουπόλει εις το
εμόν κτήμα· σπεύσον ουν λαβείν σάρκαν και πέμψαι αυτήν τω Επισκόπω Κυρίλλω εν
Ιεροσολύμοις». Ο δε έλαβε την σάρκαν παρά Κωνσταντίνου του μεγάλου βασιλέως
μηνί Ιανουαρίω ιδ΄ ολυμπιάδος τρίτης εν υπατία του αυτού Δεσπότου ημών
Κωνσταντίνου αυτοκράτορος Αυγούστου. Αποσταλείσης της σαρκός εδόθη αύτη τω
Επισκόπω Κυρίλλω εν Ιεροσολύμοις, όστις λαβών και αναγνούς αυτήν και μη
δυνάμενος αντειπείν, πέμψας προς την ελευθέραν είπε· «Πως δυνάμεθα τούτο
ποιήσαι; Επειδή ουκ οίδαμεν ποίον εστι το γλωσσόκομον του Αγίου Πρωτομάρτυρος
Στεφάνου, ή ποίόν εστι του ανδρός σου και ουκ οίδα τι ποιήσω. Πλην ύπαγε,
ευτρέπισον τα εν τη οδώ, και μήνυσόν μοι, και εγώ νυκτός δώσω σοι το
γλωσσόκομον του ανδρός σου». Η δε ευτρεπίσασα τα εν τη οδώ, απήλθεν εις τον
Επίσκοπον εν τη Εκκλησία· οψίας δε γενομένης βαθείας, κατήλθον εις το ευκτήριον
ένθα κατέκειτο το λείψανον του Αγίου Στεφάνου· ανοίξαντες δε την θήκην, εύρον
γλωσσόκομα δύο· ο δε Επίσκοπος λέγει τη γυναικί· «Ουκ οίδα εγώ ο ταπεινός ποίόν
εστι το γλωσσόκομον του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου». Η δε γυνή είπε τω
Επισκόπω· «Εγώ οίδα το γλωσσόκομον του ανδρός μου,
επειδή εγώ εποίησα αυτό». Τότε ακούσας ο μακάριος Επίσκοπος εκέλευσεν αυτήν
άραι οίον οίδε· και ορμήσασα περιεπλάκη τω λειψάνω του Αγίου Πρωτομάρτυρος
Στεφάνου· και αρούσα απέθετο τούτο εις το λεκτίκιον· και συνταξαμένη τω
Επισκόπω απήει χαίρουσα. Δι’ όλης ουν της νυκτός ύμνος αγγελικός εγένετο εν τη
οδώ· και οσμή μύρου ευωδίας εξήρχετο· έκραζον δε τα πνεύματα· «Ουαί ημίν, ότι ο
Στέφανος διέρχεται δεινώς ημάς μαστίζων πυρί». Η δε ελευθέρα εις το βαστέρνιον
αυτής εκαθέζετο· και οι παίδες περιπατούντες έμπροσθεν του λεκτικίου εδειλίασαν
σφόδρα λέγοντες· «Τι τούτο το συμβάν ημίν· ότι τα ονεύματα κράζουσιν έμπροσθεν
ημών περί του Αγίου Στεφάνου· μη άρα αυτός εστι και ουκ οίδαμεν; Επειδή γαρ
πλήθος Αγγέλων έμπροσθεν ημών θεωρούμεν, και φόβω συνεχόμεθα, κυρία μου
δέσποινα· τι ποιούμεν; Ουκ έστι του ανδρός σου το λείψανον τούτο, αλλ’ έστι του
Αγίου Στεφάνου». Τότε η ελευθέρα ακούσασα ησύχασε και κλαίουσα παρήγγειλε τοις
παισίν αυτής ότι· «Μηδενί λέγετε τον φόβον τούτον και τα οραθέντα ημίν εν τη οδώ·
αλλ’ εάν τις ερωτά εν χώρα ή εν πόλει, τίνος εστί το λεκτίκιον τούτο, λέγετε
ότι της ελευθέρας εστί, και απέρχεται εν Κωνσταντινουπόλει». Εν αυτή τη νυκτί
διήλθον Μονάς τρεις, την δε ημέραν ησυχάσαντες, πάλιν εσπέρας βαθείας οδευόντων
αυτών Άγγελοι συνεπορεύοντο αυτοίς και έλεγον· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί
γης ειρήνη, ότι απεκάλυψεν ο Θεός εν τη οδώ τοις παισί τους Αγγέλους αυτού, του
διαφυλάττειν αυτούς». Τη δε μέση της νυκτός έκραζον τα πνεύματα λέγοντα· «Τις ο
διερχόμενος και μαστίζων ημάς; Ου φέρομεν την δύναμιν του αγίου τούτου
λειψάνου, ότι πυρ εστι και κατακαίει ημάς δεινώς». Ιάσεις δε και δυνάμεις
εγίνοντο εν τη οδώ και αγγελική δυνάμει έτρεχον τα ζώα εν αυτή, μη φέροντα την
βίαν του Αγίου και ενδόξου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Φθάσαντες εις Ασκάλωνα, και
ευρόντες πλοίον απερχόμενον εν Κωνσταντινουπόλει, μετεκαλέσατο η γυνή τον
ναύκληρον, και έδωκεν αυτώ χρυσίνους πεντήκοντα ειπούσα ότι· «Μυστήριον έχω σοι
ειπείν και μη αντείπης μοι· γλωσσόκομον έχω του απαγαγείν εν Κωνσταντινουπόλει·
και εάν τούτο ποιήσης, έχεις τον μισθόν παρά του Παντοκράτορος Θεού». Ο δε
ναύκληρος είπε· «Κυρία μου Δέσποινα, είσελθε εις το ίδιόν σου πλοίον· ου γαρ
βούλομαι αντειπείν τη εμή κυρία, ότι ο Πρωτομάρτυς Στέφανος συν σοί εστί, και
εν αυτώ η ελπίς μου· ότι είδον οι οφθαλμοί μου παράδοξα σήμερον. Δεύρο, κυρία
μου, ανάβηθι εις το πλοίον· μέλλομεν γαρ καλώς πλεύσαι τη του Θεού δυνάμει και
του αγίου τούτου λειψάνου». Τότε εισελθούσα συν τοις παισίν εις το πλοίον,
απέπλευσαν από της γης ιδίω ανέμω, και ελθόντες μέσον του πελάγους, άφνω γέγονε
ζάλη, ώστε τα κύματα υψωθήναι παρά το ιστίον του πλοίου. Και της θαλάσσης
κυμαινούσης δεινώς συνείχοντο φόβω, αναστάντες δε πάντες προσεκύνησαν τω αγίω
λειψάνω· κλαιόντων δε αυτών και οδυρομένων, ευωδία μεγίστη γέγονεν εν τω πλοίω
και ώφθη αυτοίς ο Άγιος Πρωτομάρτυς Στέφανος και είπε· «Μη φοβείσθε, εγώ ειμι
μεθ’ υμών». Τούτο δε ειπόντος αυτού, εκόπασεν ο άνεμος, και εγένετο γαλήνη
μεγάλη· οψίας δε γενομένης, έπλεον εν τω πελάγει ιδίω ανέμω· μέσον της δε
νυκτός φως εγένετο μέγα έγγιστα του λειψάνου του Αγίου Στεφάνου· και
ατενίσαντες πάντες είδον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και τους Αγίους
Αγγέλους Αυτού υμνούντας και λέγοντας· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης
ειρήνη, ότι ηυδόκησας επί τον Άγιόν σου Στέφανον, τον μαρτυρήσαντα επί τω
ονόματί αου». Ο δε Κύριος είπε τοις Αγγέλοις αυτού· «Παραμείνατε τω αγίω
λειψάνω· αυτό γαρ φέρει θυσίαν τω ονόματί μου». Και
τούτο ειπών άφαντος εγένετο. Πρωΐας γενομένης, ήλθον επί τα στενά χαλάσαντες
και το άρμενον δια τον άρχοντα των στενών· άφνω εγένετο σεισμός εν τω τόπω
εκείνω, ώστε σαλευθήναι πάντα τα θεμέλια της γης, έως ου παρήλθε το πλοίον, και
τότε εκόπασεν η γη σειομένη· οι δε δαίμονες έκραζον τω άρχοντι· «Διατί ουκ
έκαυσας το πλοίον εκείνο το παρελθόν, αλλ’ είασας αυτό καθ’ ημών παρελθείν;
Αυτό γαρ το πλοίον επέφερε τον σεισμόν». Ο δε άρχων ηδέως ακούσας, απέστειλε
δρόμωνας πέντε του φθάσαι το πλοίον· Άγγελος δε εξελθών εκ του πλοίου, εβύθισεν
αυτούς, και εγένετο χαρά μεγάλη εν τω πλοίω, ότι ο Θεός ην μετ’ αυτών.
Πλεύσαντες δε νυχθήμερα τρία ήλθον εν Χαλκηδόνι, ένθα παρέμεινε το πλοίον εις
τον λιμένα ημέρας πέντε· όσοι δε είχον δαιμόνια
ήρχοντο παρά την θάλασσαν βασανιζόμενοι και έκραζον λέγοντες· «Ο δούλος του
Κυρίου ήλθεν ο λιθοβοληθείς παρά των ανόμων Ιουδαίων δεινώς ημάς μαστίζων». Τη
δε χάριτι του λειψάνου αυτά τα πνεύματα έκραζον· «Ουαί ημίν, ότι κατακαίει ημάς
δεινώς, που φύγωμεν την απειλήν αυτού την φοβεράν»; Εξήρχοντο δε από των
ανθρώπων δεινώς ελαυνόμενα ως από πυρός· και όσοι είχον ασθενείς, έφερον αυτούς
παρά την θάλασσαν, και πάντες υγιείς εγίνοντο, τη δυνάμει του Αγίου
Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Κακείθεν αποπλεύσαντες ήλθον εν Συκαίς· ακούσασα δε
πάσα η πόλις έτρεχεν αντιπερώσα, των μεν Χριστιανών χαιρόντων, των δε Ελλήνων
λυπουμένων, κακείθεν μεθορμήσαντες ήλθον εν τη πόλει, εν τω επιλεγομένω Στενώ,
εν τω ζεύγματι της παραθαλασσίας. Ως έμαθε δε ο μακάριος Μητροφάνης ο Επίσκοπος
περί του λειψάνου του Αγίου Στεφάνου εχάρη σφόδρα και απελθών ανήγγειλε τω
βασιλεί. Ο δε βασιλεύς Κωνσταντίνος επυνθάνετο πως ήλθε το λείψανον από
Ιεροσολύμων και μαθών περί της γυναικός εκέλευσεν αγαγείν αυτώ την γυναίκα·
τούτου γενομένου λέγει αυτή· «Πως ήνεγκας το λείψανον του Αγίου Στεφάνου; Ειπέ
μοι το αληθές». Αύτη δε είπε· «Δέσποτα αυτοκράτορ· ο μακάριος ανήρ μου
Αλέξανδρος ο συγκλητικός, αυτός ωκοδόμησε το ευκτήριον του Αγίου Στεφάνου και
αυτός άμα τω Επισκόπω Ιωάννη κατέθεντο τον Άγιον Στέφανον· μετά δε έτη τινά
απέθανε και ο ανήρ μου, διαθέμενος διαθήκην τω Επισκόπω λέγων· εάν και αποθάνω
θέσατέ με εγγύς του Αγίου Στεφάνου· ούτως εγένετο· εγώ δε βίαν πάσχουσα παρά
των αρχόντων, ως χήρα, και μη θέλουσα γήμαι εδήλωσα τω πατρί μου, ότι θέλω εκεί
ελθείν, και αγαγείν του ανδρός μου το λείψανον εις το εμόν κτήμα· ταύτα ακούσας
ο πατήρ μου, λαβών την σάκραν παρά του υμετέρου κράτους, απέστειλε τω Επισκόπω
ίνα άρω το λείψανον του ανδρός μου· κατελθόντες δε νυκτός μετά του Επισκόπου
Κυρίλλου, εν ω τόπω κατέκειντο τα γλωσσόκομα, και νομίσασα του ανδρός μου το
λείψανον αίρειν, του Αγίου Στεφάνου ήρα και δέξαι και την σάκραν Δέσποτα». Ο δε
βασιλεύς λαβών και αναγνούς εγνώρισεν αυτού την χείρα· η δε γυνή είπε· «Δέσποτα
αυτοκράτορ, του μεν σώματός μου εξουσίαν έχεις, της δε ψυχής μου μόνος ο Θεός
εξουσιάζει, ο ποιών θαυμάσια εν ουρανώ και επί γης· ει ουν απιστής, Δέσποτα,
πέμψον Εβραίον εις το πλοίον ένθα κατάκειται το γλωσσόκομον του Αγίου, και έστι
τίτλος προσηλωμένος εν αυτώ, γράφων εβραϊκά γράμματα. Ανάγνωθι αυτά, και γνώση
το αληθές». Ο δε βασιλεύς καλέσας Εβραίον ώρκισεν αυτόν κατά του νόμου, ότι
«άπελθε και ίδε τι γράφει». Απελθών δε ο Εβραίος μετά δύο πρωτικτόρων και
αναγνούς είπε· «Μέγα θέαμά εστιν». Οι πρωτίκτορες είπον· «Ειπέ ημίν το θέαμα».
Και ο Εβραίος είπεν ότι· «ο Πρωτομάρτυς εστί και Αρχιδιάκονος Στέφανος, και
εναυτώ η ζωή μου και η ελπίς μου, ότι είδον οι οφθαλμοί μου παράδοξα σήμερον».
Τότε απελθόντες οι πρωτίκτορες (σωματοφύλακες) ανήγγειλαν τω βασιλεί, ότι ο
Πρωτομάρτυς Στέφανος εστί· εχάρη ουν ο βασιλεύς μεγάλως και μετακαλεσάμενος τον
Αρχιεπίσκοπον Μητροφάνην λέγει αυτώ· «Άπελθε εις το πλοίον μετά του πλήθους του
λαού, καγώ αποστελώ το βουριχαλλίνιον, και φέρε μοι το γλωσσόκομον του Αγίου
Πρωτομάρτυρος Στεφάνου εις το παλάτιον». Τότε απελθών ο Επίσκοπος και πας ο
λαός μετά κηρών συνέδραμεν. Ο δε μακάριος Μητροφάνης κατελθών εις το πλοίον ήρε
το γλωσσόκομον· και επιθείς εις την καρούχαν εσπούδαζεν απελθείν εις το
παλάτιον, αι δε μούλαι ανίασαν ελκόμεναι υπό των Αγγέλων βιαίως. Και ελθόντες
εν τόπω επιλεγομένω Κωνσταντιαναίς έστησαν και ουκέτι μεταβήναι ίσχυον, αλλ’
εψόφων τα ζώα· η δε μία εξ αυτών, Αγγέλων δυνάμει αναγκαζομένη, μη φέρουσα,
ανθρωπίνη φωνή ελάλησεν επί παντός του λαού και είπε· «τι τύπτετε ημών τας
όψεις; Ώδε γαρ εν τόπω τούτω δει κατατεθήναι αυτόν και μη βιάζετε ημάς όλως·
ειδέ μη σημεία και τέρατα έχετε ιδείν». Ο δε Αρχιεπίσκοπος, έντρομος γενόμενος
επί τω παραδόξω του θεάματος, εδήλωσε τω βασιλεί, ότι· «Ου δύναμαι απενεγκείν
το λείψανον του Αγίου Στεφάνου». Ο δε βασιλεύς ακούσας ελυπήθη· και πέμψας άλλα
δώδεκα ζώα όπως σύρωσι την καρούχαν, και ομού σύροντες ουκ ίσχυσαν κινήσαι.
Τότε ο λαός εβόησεν· «Εις ο Θεός Παντοκράτωρ ο ποιών θαυμάσια μόνος επί τον
Άγιον Στέφανον τον Πρωτομάρτυρα τον μαρτυρήσαντα επί τω ονόματί σου, Κύριε· δος
μοι έλεος ευχαίς και πρεσβείαις του Πρωτομάρτυρος». Τότε ο Επίσκοπος ήρε το
γλωσσόκομον από της καρούχας και απέθετο αυτό εκεί, ποιήσας το ευκτήριον επί
μήνας πέντε, παραμείναντος αυτού μετά πολλής ασφαλείας·
κατέθετο δε αυτόν ο μακάριος Επίσκοπος Μητροφάνης μηνί Αυγούστω Δευτέρα. Ιάσεις
δε πολλαί και δυνάμεις εγένοντο επί των ασθενούντων εν ταις ημέραις εκείναις
επί τον λαόν τον παραμένοντα επί το άγιον λείψανον. Ο δε Επίσκοπος Μητροφάνης
απηύθυνε προς τον λαόν του παραμένοντα επί το λείψανον του Αγίου ενόξου
Πρωτομάρτυρος Στεφάνου τον εξής περισπούδαστον εγκωμιαστικόν λόγον.
ΑΓΙΟΥ ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ
Επί τη καταθέσει του Αγίου Λειψάνου εν
Κωνσταντινουπόλει.
Εν παντί καιρώ των μαρτυρικών αγώνων οι πόνοι νεάζοντες,
και τας πενομένας εν ρήμασι γλώττας λαλείν αναγκάζουσιν· εκτήσαντο πολιτείαν
ευάρεστον, και μετά θάνατον λάμπουσι, κεχωσμένοι τοις μνήμασι· προς ημάς
διαλέγονται, και ο Θεός εν αυτοίς ως επί θρόνου καθέζεται· δικαίων ψυχαί εν
χειρί Θεού, και ου μη άψηται αυτών βάσανος· όθεν Λουκάς εγκωμιάζων τον
Πρωτομάρτυρα Στέφανον, δείκνυσι την επ’ αυτώ γενομένην χάριν της αρρήτου
δυνάμεως· τι γαρ φησι; Στέφανος πλήρης πίστεως και δυνάμεως Θεού ων, εποίει
τέρατα και σημεία μεγάλα εν τω λαώ, και χάρις Θεού ην επ’ αυτώ. Στέφανος πλήρης
πνεύματος και δυνάμεως Θεού ων, όλως ην παμμακάριστος. Στέφανος ως ευάνθητος
ολκάς πεπληρωμένη καλώς, η του Παναγίου Πνεύματος αυτόν περιέσχε λαμπρότης η
της του Θεού δυνάμεως αγιότης αυτόν περιήστραψεν· η του Χριστού πανταχόθεν
αυτόν κατεφώτιζε χάρις· το των θαυμάτων περιέσκεπε φέγγος· η της θείας χάριτος
αυτόν περιεκύκλωσε μεγαλοπρέπεια· πανταχόθεν εξ αυτού μεγαλουργημάτων εξεπήδων
σπινθήρες· ένθεν ποσί χωλοίς εχαρίζετο υγεία· εκείθεν φως τυφλοίς περιέπιπτεν· αλλαχόθεν
αρρωστιών απεδίωκε νόσους, τα των δαιμονιώντων ετέρωσεν εκαθάριζε μέλη·
παραλελυμένων συνεδέσμει τα νεύρα· της θεραπείας των πτωχών περιενοείτο, των
χηρών ην ως ανήρ, και των ορφανών ως πατήρ επεμελείτο· ο λόγος απαγγέλλει του
Πρωτομάρτυρος Στεφάνου την χάριν, η παναγία κατ’ αυτόν έφησε βίβλος· «εποίει
γαρ, φησι, τέρατα και σημεία εν τω λαώ μεγάλα». Και ου τούτο μόνον, αλλά και
προς Ιουδαίους επεδείκνυτο μίσος, υπέρ Χριστού προς αυτούς συνέχυνε τους
Ιουδαίους· και σκότος αυτών ην καθώς ο λόγος ημίν εφανέρωσεν· ουκ ειδότες οι
παμμίαροι, ότι και θεοπτίας αυτώ γενήσονται πρόξενοι· και φωνής αυτών πολεμίας
ακούσουσι της του υπ’ αυτών σταυρωθέντος, της θείας εκ δεξιών εστώτα δυνάμεως
επί πάντων βοώσης, και δι’ αυτού της ευσεβείας ανοίξας το στάδιον, και πάντας
αυτού κατόπιν ερεθίση βαδίζειν· ως γαρ είδεν αυτόν ο διάβολος την τηλικαύτην
της χάριτος περικείμενον δόξαν, και τας των θαυμάτων απολάμποντα ακτίνας, και
μη του παναγίου Πνεύματος ενεργεία θεοπρεπώς φωτιζόμενον· και της χάριτος άξιον
κειμήλιον· και των πενήτων άκλοπον γαζοφυλάκιον· και πρώτον όντα των επτά, των
κληθέντων υπό των Αποστόλων χάριτι· και γνήσιον των μαθητών μαθητήν· και προς
την του Σταυρού νωτοφορίαν γοργόν· τον των Ιουδαίων κατ’ αυτού ευθέως
ανερρίπισε δήμον· και μάρτυρας κατασκευάσαντες ψευδείς εκείνοι κατ’ αυτού, ως
ρήματα βλάσφημα λαλούντος κατά του Θεού και του νόμου και τα εξής και όλων
αυτών των δυσσεβών λίθον επεκύλισε, και ταις των ψευδομαρτύρων αυτών
κατηγορίαις ετόξευσεν. Εκ τούτου γέγονε δήλος επί πάντας ο Στέφανος· τας θείας
αυτοίς υπαναγινώσκων Γραφάς, και τους εξ Αβραάμ υφηγείται καιρούς· και φανεροί
το περί τους Προφήτας αυτών και τους δικαίους μίσος, και τον περί τον νόμον
αυτών ουκ απέρριψε φθόνον· εφ’ οις πάντες κοινή πυρακτωθέντες, προς τον κατ’
αυτού κατέδραμον θάνατον, και της πόλεως έξω εκβαλόντες, ου γαρ ήσαν άξιοι
τοιούτου κάλλους αρετών απολαβείν, ταις των λίθων βολαίς κατετόξευον,
επικαλούμενον και λέγοντα· «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην».
Έδειξε και δια τούτων των φωνών μαθητήν εαυτού του Χριστού δοκιμώτατον ο
Στέφανος, κατόπιν της εκείνου μακροθυμίας ελθών· ως γαρ ο των όλων Δεσπότης επί
το πάθος εκουσίως ελκόμενος, κατήλλατε τους εις αυτόν αμαρτάνοντας, τω Πατρί
λέγων· «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Ούτω και ο παμμακάριστος
Στέφανος, το της καθοσιώσεως φυλάττων ως δούλος, τας υπέρ των τιμωρούντων αυτόν
πρεσβείας προς Χριστόν προεβάλλετο· «Κύριε», λέγων «μη στήσης αυτοίς την
αμαρτίαν ταύτην». Αυτός γαρ ην διαπαντός τοις πιστοίς της ευσεβείας διδάσκαλος·
ο πρώτος ανοίξας της ευσεβείας το στάδιον· ο πλήρης χάριτος και δυνάμεως, ο δια
πάντα προσαγορευόμενος Στέφανος· ο και της κλήσεως άξιος· ο και το όνομα
κοσμών, και υπό της προσωνυμίας αυτού λαμπρυνόμενος, ο τον Βασιλέα καταξιωθείς
ιδείν Χριστόν ο Πρωτομάρτυς Στέφανος και έτερος Προφήτης φησίν· «Εγώ δε ως
αρνίον άκακον αγόμενον του θύεσθαι, επ’ εμέ ελογίσαντο βουλήν πονηράν». Ω
πράγμα φρικώδες και τόλμης φοβερόν κατά του Αγίου Στεφάνου. Ω Ιουδαίοι άνομοι,
εκρεμάσατε τον υψώσαντα υμάς, και υβρίσατε τον δοξάσαντα υμάς, τον Δεσπότην
ημών Ιησούν Χριστόν! Ω Ιουδαίοι άνομοι, εκρεμάσατε τον υψώσαντα υμάς; Και
εσταυρώσατε τον φυλάξαντα υμάς, και απεκτείνατε τον ζωοποιήσαντα υμάς; Ταύτα
έλεγεν αυτοίς ο Άγιος Στέφανος, εν ταις ημέραις εκείναις, τον εντειλάμενον τω
Αβραάμ εις χιλίας γενεάς· του τεθηκότος τον όρκον αυτού τω Ισαάκ, και στήσαντα
τον Ιακώβ εις πρόσταγμα, και τω Ισραήλ εις διαθήκην αιώνιον· τον δεδοκότα σοι
την γην Χαναάν. Τον πατάξαντα Αίγυπτον συν τοις πρωτοτόκοις αυτών δι’ υμάς, ω
Ιουδαίοι άνομοι· τον καταδιελόντα την Ερυθράν θάλασσαν εις διαιρέσεις, και
διαγαγόντα υμάς εν μέσω αυτής ως δια ξηράς· τον εκτινάξαντα Φαραώ και την
δύναμιν αυτού εις θάλασσαν Ερυθράν· τον φωτίσαντα υμάς εν στύλω πυρός την νύκτα
και επισκιάσαντα υμάς νεφέλης στύλω την ημέραν· τον δεδωκότα Μωσήν και Ααρών
προπορεύεσθαι προ προσώπου υμών· τον νομοθετήσαντα υμάς εν Χωρήβ και
μανναδοτήσαντα υμάς εν τη ερήμω· και ύδωρ εκ πέτρας ποτίσαντα υμάς, τον
αποκτείναντα βασιλείς κραταιούς δι’ υμάς· τον Σιών βασιλέα των Αμμοραίων και
τον Ωγ βασιλέα της Βασάν· τον θύσαντα έθνη επτά δι’ υμάς, ω Ιουδαίοι άνομοι·
και εξολοθρεύσαντα τους βασιλείς αυτών· και δόντα την γην αυτών υμίν
κληρονομίαν· τον καταστρέψαντα πόλεις οχυράς, και καταβαλόντα τείχη δι’ υμάς, ω
Ιουδαίοι άνομοι, και κατακληροδοτήσαντα υμάς εξ Αιγύπτου, και φυτεύσαντα υμάς
άμπελον καρποφόρον πάσαν αληθινήν και εκτείνοντα τα κλήματα υμών έως θαλάσσης
και έως ποταμών τας παραφυάδας υμών· η άμπελος η αληθινή· διατί εστράφης εις
πικρίαν, και ουκ εποίησας σταφυλήν, αλλά κραυγήν και ανομίαν κράζουσα, άρον
σταύρωσον αυτόν, ω Ιουδαίοι άνομοι, τον τας νόσους υμών ιασάμενον, και το έθνος
υμών ποικίλοις ιάμασιν ευεργετήσαντα. Εκείνος ως Δεσπότης τους νοσούντας υμών
ιάτο και τους ξηρούς υμών εθεράπευσε, και ημείς ξύλον αυτώ ητοιμάσατε· εκείνος
ως Δεσπότης Κύριος Ιησούς Χριστός τους νεκρούς υμών ήγειρε, και υμείς θάνατον
αυτώ κατεσκευάσατε, ω Ιουδαίοι άνομοι. Και έλεγεν αυτοίς ο Άγιος Στέφανος·
«Κύριε, απόδος αυτοίς καλά αντί κακών»· ω αχάριστοι Ιουδαίοι, τον ευερτην Θεόν
παρωξύνατε τοις επιτηδεύμασιν υμών· εξέβαλεν υμάς ο Θεός εξ Αιγύπτου, εν χειρί
κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ, και υμείς παραγενόμενοι παρά τον αιγιαλόν της
θαλάσσης επιλαθόμενοι των θαυμάτων, ουκ ελέγετε δια το μη υπάρχειν μνήματα εν
Αιγύπτω εξέβαλες ημάς ώδε αποκτείναι; Εμανναδότησεν υμάς εν τη ερήμω, και υμείς
πικρίδας επεθυμήσατε φαγείν· ενέπλησεν υμάς ορτυγομήτρας, και υμείς χολήν
επεθυμήσατε πιείν· υπομιμνήσκω υμάς, ω Ιουδαίοι, ουκ εγογγύσατε κατά Μωσή; Και
παρεπικράνετε το πνεύμα Ααρών; Ουκ απέστητε από Θεού αρχηγού, και εζητήσατε
πάλιν στραφήναι εις Αίγυπτον; Ανελθόντος δε του Μωσέως εις το όρος του λαβείν
τον νόμον δακτύλω Θεού γεγραμμένον, υμείς εμοσχοποιήσατε εν Χωρήβ, και
προσεκυνήσατε τω γλυπτώ, και ανηγάγετε θυσίας τοις ειδώλοις; Τότε ωργίσθη
Κύριος και εξωλόθρευσε τα έθνη και εισήγαγεν υμάς και εμίγητε εν τοις έθνεσιν
και εμάθετε τα έργα αυτών; Πως σε επαινέσω ή άξια εγκώμια δυνήσομαι εξειπείν
της σης πολιτείας; Ου γαρ δυνήσομαι ατενίσαι εις τον σον χαρακτήρα. Άγιε
Πρωτομάρτυς Στέφανε· τίνες εστέ υμείς, ω Ιουδαίοι; Αισχύνομαι γαρ εγώ, άμα δε
και λυπούμαι επί τοις πεπραγμένοις κακοίς οις επράξατε, ω Ιουδαίοι· ου δύναμαι
ουν εγώ αναβλέψαι εις το πρόσωπον του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, ο και
προείπον· ο γαρ χαρακτήρ αυτού βασιλικός και το πρόσωπον αυτού ως ήλιος· ώσπερ
ουν τω προσώπω ουκ έστι εις το ατενίσαι και καταμαθείν τον χαρακτήρα του ηλίου,
ούτω καγώ ου δύναμαι επιδείν εις το πρόσωπον του Αγίου Στεφάνου· ότι γαρ
απεστάλη Στέφανος υπό του καθαρού αμιάντου Χριστού, λάμπων εν τω κόσμω ως
λαμπρόν απεικόνισμα του μεγάλου Θεού, τον Βασιλέα ημών Κωνσταντίνον η πόλις
εδόξαζε και χαίρει επί το άγιον λείψανον του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Ο δε
βασιλεύς Κωνσταντίνος επίστευσεν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν· έστι δε ο
Άγιος Στέφανος ουράνιον δώρον, και κτήμα οχυρόν, και φως θεϊκόν, και ανθρώποις
ίασις, και πλεόντων λιμήν και αλιευόντων πενήτων προρρίπτων ιχθύας· ο του
μεγάλου βασιλέως εν χώρα αιτούμενος δοθήναι παράδεισον. Στέφανος, ο των λίθων
καταφρονήσας, και γένος επουρανίων Αγγέλων αγαπήσας, και υπό κυμάτων μη
βυθισθείς· ο τους λίθους μη φοβηθείς και υπό πυρός μη καυθείς· ο εν γη
διατρίβων και εν ουρανοίς πολίτης ων, και προς τον Κύριον Ιησούν Χριστόν
παριστάμενος, και μετά Αγγέλων αγαλλόμενος, άνοιξον τους οφθαλμούς σου και ίδε
επί την ασθένειαν ημών, ότι πάντες οι οφθαλμοί ημών εις σε ελπίζουσιν· αστήρ
γαρ ηλίου φωτεινότερος υπάρχεις, λάμπων επί γης Πρωτομάρτυς Στέφανε· και
φύλασσε τους σους δούλους· μη ουν εάσης τον κακοσύμβολον διάβολον ενοχλήσαι
τινί ανθρώπω, αλλά φεύξεται απ’ αυτού τη δυνάμει του αγίου λειψάνου σου.
Στέφανος υπέρ Χριστού αγωνιζόμενος είδε τους ουρανούς ανεωγμένους, και τον
Κύριον Σαβαώθ καθήμενον επί θρόνου Χερουβίμ, και τον Υιόν του ανθρώπου εκ
δεξιών εστώτα της δυνάμεως του Θεού· όθεν αναδραμών
ο Στέφανος τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, έλαβε τον στέφανον τον δια ποικίλων
μαργαριτών πεπλεγμένον. Τούτον τον Στέφανον πολλοί απεθαύμασαν Άγιοι, επειδή
αυτός εγένετο στρατηλάτης του μεγάλου Βασιλέως. Όθεν αιτούμαι, Χριστέ ο Θεός
ημών, τη πρεσβεία αυτού ειρήνην τω Κόσμω σου δώρησαι· τους πολέμους καταπράϋνον·
τοις πλέουσι βοήθησον· τον καρπόν της γης πλήθυνον· τους αρρώστους ίασαι· τους
δαιμονιώντας καθάρισον· τοις τυφλοίς το φως χάρισαι· τους παραλυτικούς
ανόρθωσον· των χηρών φρόντισον, τα νήπια του λαού σου αύξησον, ότι μέγας ει,
Κύριε, και φοβερός επί πάντα τον λαόν του· αυτός γαρ είπε και παρεκάλεσε,
Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην· βλέπετε ουν, αδελφοί, μη
καταφρονήσωμεν αυτού, αλλά φυλάξωμεν τας παραγγελίας του Δεσπότου ημών Χριστού,
του ρυσαμένου ημάς από του σκότους και καλέσαντος ημάς εις την επουράνιον αυτού
Βασιλείαν· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου
ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι,
νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου