Καλλίνικος ο Πατριάρχης, κατ’ αρχάς Πρεσβύτερος και Σκευοφύλαξ ων του
Ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου των Βλαχερνών, εχειροτονήθη έπειτα ένεκα των αρετών
του Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, επί του νέου Ιουστινιανού του ρινοτμήτου,
έκτου απογόνου του Ηρακλείου, εν έτει χπε΄ (685). Ο ρηθείς βασιλεύς, κακότροπος
ων, κατέθλιβε διαρκώς τον Άγιον, επινοών καθ’ ημέραν και νέας θλίψεις, του
εμήνυσε δε ποτέ ίνα κρημνίση δια προσευχής του τον Ναόν της Θεοτόκου, τον
καλούμενον των Μητροπόλεων.
Ο δε Άγιος απεκρίνατο, ότι δεν δίδεται ευχή προς κρημνισμόν, αλλά προς οικοδομήν και στηριγμόν, διότι ο Θεός εποίησε τον κόσμον ίνα μένη στερεός και μόνιμος, ουχί δε να φθαρή και να αφανισθή. Επειδή όμως οι απεσταλμένοι παρά του βασιλέως επεβλήθησαν και ηνώχλουν τον Άγιον, βιάζοντες και πολλά απειλούντες αυτόν να εκτελέση το πρόσταγμα του βασιλέως, τούτου ένεκα εξεφώνησεν ο μακάριος τον λόγον τούτον. «Έστω δεδοξασμένον το όνομά σου, Χριστέ μου, ότι πάντοτε υπομένεις και ανέχεσαι»· και, ω του θαύματος! Πάραυτα εκρημνίσθη ο ειρημένος Ναός. (Σημείωσαι ότι εις τινας χειρογράφους Συναξαριστάς δεν εμπεριέχεται το μέρος τούτο του Συναξαρίου, ότι τάχα εμήνυσέ ποτε εις τον Άγιον ο βασιλεύς να κρημνίση δια προσευχής του τον Ναόν της Θεοτόκου και ότι βιασθείς ο Άγιος εκρήμνισεν αυτόν· και τη αληθεία δυσπαράδεκτον είναι, ότι ο Άγιος δια προσευχής του εκρήμνισε τον της Θεοτόκου Ναόν.). Εκθρονισθείς είτα ο βασιλεύς ούτος δια τας πολλάς αταξίας και αμαρτίας του, και κοπείς την ρίνα και την γλώσσαν, εξωρίσθη εις την Χερσώνα την εν τη Κριμαία. Φυγών δε εκείθεν και λαβών συνδρομήν παρά των Βουλγάρων, επανήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν και επολέμει τα τείχη αυτής. Είτα ομόσας εις το Τίμιον Ξύλον του Σταυρού και εις τα πάνσεπτα Ευαγγέλια, και εις το τίμιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου, ότι εάν εξέλθωσι της πόλεως προς υποδοχήν του ουδένα θα ενοχλήση και εξαπατήσας ούτω τον Πατριάρχην και την Σύγκλητον των αρχόντων, εξηλέγχθη μετά ταύτα ψεύστης και παραβάτης των όρκων του, διότι, άμα εισήλθεν, επλημμύρισεν εις το αίμα η πόλις από του ενός άκρου έως εις το άλλο. Τότε και ο θείος ούτος Καλλίνικος ανάρπαστος γενόμενος υπό των δορυφόρων του βασιλέως εξωρίσθη εις την Ρώμην, επιδεικνύοντος του Ιουστινιανού εις τον Άγιον την κεκομμένην ρίνα του και την γλώσσαν του, διότι κατηγόρει αυτόν ο βασιλεύς συνομόσαντα μετά των εχθρών του, ενώ ήτο πάντη αθώος ο του Θεού άνθρωπος και μέγας ούτος Αρχιερεύς. Εις την Ρώμην δε προσέταξεν ο βασιλεύς να βάλωσι τον Άγιον εντός θεμελίου τινός τοίχου και να χρίσωσιν έξωθεν· τούτου δε γενομένου, ηνεώχθη ο τοίχος μετά τεσσαράκοντα ημέρας, και ευρέθη εκεί ο Άγιος ζων. Απήλθε δε προς Κύριον μετά τέσσαρας ημέρας, και ενεταφιάσθη εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ως αυτοί, εμφανισθέντες εις τον τότε Πάπαν, τον προσέταξαν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία.
Ο δε Άγιος απεκρίνατο, ότι δεν δίδεται ευχή προς κρημνισμόν, αλλά προς οικοδομήν και στηριγμόν, διότι ο Θεός εποίησε τον κόσμον ίνα μένη στερεός και μόνιμος, ουχί δε να φθαρή και να αφανισθή. Επειδή όμως οι απεσταλμένοι παρά του βασιλέως επεβλήθησαν και ηνώχλουν τον Άγιον, βιάζοντες και πολλά απειλούντες αυτόν να εκτελέση το πρόσταγμα του βασιλέως, τούτου ένεκα εξεφώνησεν ο μακάριος τον λόγον τούτον. «Έστω δεδοξασμένον το όνομά σου, Χριστέ μου, ότι πάντοτε υπομένεις και ανέχεσαι»· και, ω του θαύματος! Πάραυτα εκρημνίσθη ο ειρημένος Ναός. (Σημείωσαι ότι εις τινας χειρογράφους Συναξαριστάς δεν εμπεριέχεται το μέρος τούτο του Συναξαρίου, ότι τάχα εμήνυσέ ποτε εις τον Άγιον ο βασιλεύς να κρημνίση δια προσευχής του τον Ναόν της Θεοτόκου και ότι βιασθείς ο Άγιος εκρήμνισεν αυτόν· και τη αληθεία δυσπαράδεκτον είναι, ότι ο Άγιος δια προσευχής του εκρήμνισε τον της Θεοτόκου Ναόν.). Εκθρονισθείς είτα ο βασιλεύς ούτος δια τας πολλάς αταξίας και αμαρτίας του, και κοπείς την ρίνα και την γλώσσαν, εξωρίσθη εις την Χερσώνα την εν τη Κριμαία. Φυγών δε εκείθεν και λαβών συνδρομήν παρά των Βουλγάρων, επανήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν και επολέμει τα τείχη αυτής. Είτα ομόσας εις το Τίμιον Ξύλον του Σταυρού και εις τα πάνσεπτα Ευαγγέλια, και εις το τίμιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου, ότι εάν εξέλθωσι της πόλεως προς υποδοχήν του ουδένα θα ενοχλήση και εξαπατήσας ούτω τον Πατριάρχην και την Σύγκλητον των αρχόντων, εξηλέγχθη μετά ταύτα ψεύστης και παραβάτης των όρκων του, διότι, άμα εισήλθεν, επλημμύρισεν εις το αίμα η πόλις από του ενός άκρου έως εις το άλλο. Τότε και ο θείος ούτος Καλλίνικος ανάρπαστος γενόμενος υπό των δορυφόρων του βασιλέως εξωρίσθη εις την Ρώμην, επιδεικνύοντος του Ιουστινιανού εις τον Άγιον την κεκομμένην ρίνα του και την γλώσσαν του, διότι κατηγόρει αυτόν ο βασιλεύς συνομόσαντα μετά των εχθρών του, ενώ ήτο πάντη αθώος ο του Θεού άνθρωπος και μέγας ούτος Αρχιερεύς. Εις την Ρώμην δε προσέταξεν ο βασιλεύς να βάλωσι τον Άγιον εντός θεμελίου τινός τοίχου και να χρίσωσιν έξωθεν· τούτου δε γενομένου, ηνεώχθη ο τοίχος μετά τεσσαράκοντα ημέρας, και ευρέθη εκεί ο Άγιος ζων. Απήλθε δε προς Κύριον μετά τέσσαρας ημέρας, και ενεταφιάσθη εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ως αυτοί, εμφανισθέντες εις τον τότε Πάπαν, τον προσέταξαν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου