Ο
Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο δίκαιος και μόνος αληθινός Θεός ημών, όστις είναι
αόρατος κατά την ουσίαν της Θεότητος, ανίκητος κατά το κράτος και ανεκλάλητος
κατά την δύναμιν, αυτός ο κατά φύσιν φιλάνθρωπος και αγαθός, η εικών του Πατρός
η απαράλλακτος, ο τη δόσει των χαρισμάτων αμεταμέλητος, ο προ αιώνων αοράτως εκ
του Πατρός γεννηθείς και επ’ εσχάτων των ημερών εκ μητρός Παρθένου ασπόρως
τεχθείς, αυτός και πάλιν κατεδέχθη να φανή εις Αγίαν Εικόνα δια την αυτού
αγαθότητα και άμετρον ευσπλαγχνίαν· και εκεί μεν, εις την κατά Σάρκα Γέννησιν
και παρουσίαν του, ωδήγησε τους Μάγους δι’ αστέρος, εδώ δε, εις την δι’ Εικόνος
φανέρωσίν του, έφερε τους νηπίους τον νουν εις τελείαν επίγνωσιν. Ω αφράστου
φιλανθρωπίας!
Ω αμέτρου κηδεμονίας! Ω ανεκδιηγήτου δωρεάς! Ω αρρήτου ανεξικακίας! Ω ακαταλήπτων μυστηρίων! Όντως παράδοξον είναι τούτο και φοβερόν, αδελφοί, ότι ο Κτίστης των απάντων οράται υπό των πηλίνων ημών με χαρακτήρα πανσέβαστον, και εκεί μεν εις την δια Σαρκός επιδημίαν του εφάνη νέος δια Γεννήσεως, εδώ δε ο ίδιος κατεδέχθη σήμερον να προσκυνήται με Εικόνα σωματικήν· ω θαύμα μέγα! Πάλιν συγκατάβασις εγένετο Δεσπότου προς τους δούλους! Δεύτε λοιπόν, πατέρες και αδελφοί, ακούσατε, να διηγηθώ εις τους φοβουμένους τον Κύριον όσα θαυμαστά έγειναν εις τα Καμουλιανά, την νέαν Βηθλεέμ, τα οποία θέλω προθέσει προ των οφθαλμών σας δια του λόγου, εγώ ο ταπεινός Γρηγόριος, τα περί της τιμίας και μακαρίας γυναικός Βάσσης, της μετονομασθείσης Ακυλίνης, τα οποία εφανερώθησαν εις εμέ τον ανάξιον υπό του Αγίου Πνεύματος. Αύτη η μακαρία Ακυλίνα ήτο Ελληνίς, έχουσα άνδρα Κάμουλον ονομαζόμενον, ο οποίος ήτο και αυτός Έλλην και άπιστος, τοπάρχης δε του τόπου εκείνου, κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπθ΄ (289). Εδίωκε δε και επολέμει ο Κάμουλος τους Χριστιανούς, κατά την προσταγήν την οποίαν είχε παρά του Διοκλητιανού. Αλλ’ η τούτου σύζυγος Ακυλίνα, φωτισθείσα υπό της θείας χάριτος, εγνώρισε τον αληθή Θεόν. Όθεν εζήτει μεν να χωρισθή από του ανδρός της και από της εκείνου ασεβείας, προσεπάθει δε να επιστραφή όλως εις μόνον τον υπ’ αυτής γνωρισθέντα Θεόν και Βασιλέα του παντός. Την επίγνωσιν δε ταύτην του Θεού εφρόντιζε να φυλάττη κεκρυμμένην εν τη καρδία της δια τον φόβον του απίστου ανδρός της, παρεκάλει δε πάντοτε τον Κύριον να την αξιώση να δεχθή το άγιον Βάπτισμα, καταγινομένη εις αγρυπνίας, εις νηστείας, εις προσευχάς, και μεταχειριζομένη πάσαν καθαρότητα της ψυχής και του σώματος και παρθενίαν φυλάττουσα. Εκ τούτων λοιπόν ηξιώθη η αοίδιμος να δεχθή την κατωτέρω αποκάλυψιν εκ του Αγίου Πνεύματος. Εν ω αύτη η τρισολβία προσηύχετο εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν μετά δακρύων και συντετριμμένης καρδίας, ο το θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιών Κύριος επήκουσε της δεήσεώς της, δια την θερμήν πίστιν την οποίαν είχεν εις αυτόν, και της λέγει· «Επειδή δια την σωτηρίαν των ανθρώπων κατέβην εκ των ουρανών και εσαρκώθην εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Αειπαρθένου, δια τούτο τώρα ήλθον προ σε, καμφθείς από τα δάκρυά σου. Ετοίμασον λοιπόν τράπεζαν καθαράν και βάλε επ’ αυτής μανδήλιον λευκόν, και αγγείον αμεταχείριστον και λαμπρόν, το οποίον πλήρωσον ύδατος, ετοίμασον δε αυτά εντός ταμείου και κοιτώνος εστολισμένου, ρίψον δε σεαυτόν εις το έδαφος της γης έξω του κοιτώνος, και θέλει σε σκεπάσει η δεξιά μου, τότε δε θα φανερωθώ εις σε ως εγώ βούλομαι». Εποίησε λοιπόν ταύτα πάντα η μακαρία Ακυλίνα, καθώς ελάλησεν εις αυτήν η φωνή· και ω του φρικτού και ξένου μυστηρίου! Κατέβη εις αυτήν ο Δεσπότης Χριστός, όστις πάντοτε και πανταχού παραγίνεται, και ποτέ δεν παραβλέπει τους εις αυτόν ελπίζοντας και βοώντας νοερώς προς αυτόν και αγαπώντας αυτόν εξ όλης καρδίας. Μετά του Κυρίου δε κατέβησαν και όλαι αι δυνάμεις των ουρανών, κατά την πέμπτην φυλακήν της νυκτός, ψάλλουσαι και λέγουσαι τον επινίκιον ύμνον «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ». Αυτός δε εκείνος ο Δεσπότης, ο νίψας πρότερον τους πόδας των Μαθητών του και σπογγίσας αυτούς με το περιζώνιον με το οποίον ήτο διεζωσμένος, αυτός, ω του θαύματος! Και τότε δια των ακηράτων χειρών του ένιψε το άγιόν του πρόσωπον με το ύδωρ εκείνο το εν τω αγγείω· νιψάμενος δε απέμαξεν, ήτοι εσπόγγισε, με το καθαρόν εκείνο μανδήλιον το άχραντον και θείον αυτού πρόσωπον, ευθύς δε ετυπώθη αχειροποιήτως εις το μανδήλιον ο τύπος και η εικών της θείας αυτού μορφής, και ο πανάγιος και αληθέστατος αυτού χαρακτήρ, καθώς εις όλους δεικνύεται έως της σήμερον. Όθεν καθώς πρότερον ο Κύριος δια φιλανθρωπίαν και συγκατάβασιν έδειξε την ενανθρώπησιν αυτού, ούτω και τώρα δεικνύει αυτήν εις την τιμίαν και ευλαβεστάτην Ακυλίναν, η οποία βλέπουσα τα ούτως οικονομηθέντα εις αυτήν ηυχαρίστησε μεγάλως τω Κυρίω, και δεν ηδύνατο να παύση ευχαριστούσα· κρύψασα δε τον Άγιον χαρακτήρα του Κυρίου εις τινα γωνίαν της οικίας της (διότι εφοβείτο τον άνδρα της), ετίμα αυτόν υπερβαλλόντως. Προγνωρίσασα δε την κοίμησίν της, επρονόησε δια την αγίαν ταύτην και αχειροποίητον και αχρωμάτιστον του Σωτήρος Χριστού Εικόνα, γράψασα δε όλην την περί αυτής υπόθεσιν, έβαλε το έγγραφον εκείνο μετά της Αγίας Εικόνος και ησφάλισε τον τόπον. Αφού δε η μακαρία Ακυλίνα απέθανεν, απεκαλύφθη εις εμέ τον ανάξιον Γρηγόριον, ότι εις τα Καμουλιανά, εις τον οίκον της Αγίας Ακυλίνης, κατά τον δείνα τόπον, ευρίσκεται κεκρυμμένη η αχειροποίητος Εικών του Κυρίου. Μεταβάς λοιπόν εις τον υποδειχθέντα μοι τόπον και σκάψας τον τοίχον, εύρον κιβώτιον, εντός του οποίου ήτο ο Άγιος χαρακτήρ του πατρικού απαυγάσματος· ομοίως εύρον (ω του θαύματος!) ανημμένην και την κανδήλαν, την οποίαν είχε κρεμάσει εκεί προ εκατόν και επέκεινα ετών η Αγία Ακυλίνα, ως επίσης εύρον και θυμιατήριον μικρόν, το οποίον ακόμη έκαιε και ανέδιδε την ευωδίαν του θυμιάματος. Τούτο το μέγιστον θαύμα είδον με τους ιδίους μου οφθαλμούς εγώ ο ελάχιστος των επισκόπων, και δια τούτο φανερόν αυτό εις όλους εποίησα. Λαβών δε εκείθεν τον αχειροποίητον εκείνον και Άγιον χαρακτήρα του Κυρίου απέθεσα αυτόν εις την Μητρόπολιν της Καισαρείας, και δι’ αυτού πολλαί ιατρείαι γίνονται, όσαι έγειναν και επί της ενανθρωπήσεως του Κυρίου· διότι παρευθύς ιατρεύθησαν τυφλοί, χωλοί, παραλυτικοί και δαιμονιζόμενοι, ίνα φανερωθή το πλήρωμα της χάριτος και της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, ότι ο ενανθρωπήσας Λόγος του Ανάρχου Πατρός, αυτός και τώρα ζη και κραταιούται και διαμένει και βασιλεύει εις αιώνας αιώνων. Ταύτα έγειναν εις τα Καμουλιανά· και η μεν απόκρυψις της αχράντου και αχειροποιήτου Εικόνος του Κυρίου έγεινεν επί της βασιλείας του ασεβούς Διοκλητιανού, ως είπομεν ανωτέρω, η δε φανέρωσις αυτής επί της βασιλείας του ευσεβούς Θεοδοσίου του Μεγάλου εν έτει 392, εις δόξαν του Μονογενούς Υιού του Θεού και Πατρός.
Ω αμέτρου κηδεμονίας! Ω ανεκδιηγήτου δωρεάς! Ω αρρήτου ανεξικακίας! Ω ακαταλήπτων μυστηρίων! Όντως παράδοξον είναι τούτο και φοβερόν, αδελφοί, ότι ο Κτίστης των απάντων οράται υπό των πηλίνων ημών με χαρακτήρα πανσέβαστον, και εκεί μεν εις την δια Σαρκός επιδημίαν του εφάνη νέος δια Γεννήσεως, εδώ δε ο ίδιος κατεδέχθη σήμερον να προσκυνήται με Εικόνα σωματικήν· ω θαύμα μέγα! Πάλιν συγκατάβασις εγένετο Δεσπότου προς τους δούλους! Δεύτε λοιπόν, πατέρες και αδελφοί, ακούσατε, να διηγηθώ εις τους φοβουμένους τον Κύριον όσα θαυμαστά έγειναν εις τα Καμουλιανά, την νέαν Βηθλεέμ, τα οποία θέλω προθέσει προ των οφθαλμών σας δια του λόγου, εγώ ο ταπεινός Γρηγόριος, τα περί της τιμίας και μακαρίας γυναικός Βάσσης, της μετονομασθείσης Ακυλίνης, τα οποία εφανερώθησαν εις εμέ τον ανάξιον υπό του Αγίου Πνεύματος. Αύτη η μακαρία Ακυλίνα ήτο Ελληνίς, έχουσα άνδρα Κάμουλον ονομαζόμενον, ο οποίος ήτο και αυτός Έλλην και άπιστος, τοπάρχης δε του τόπου εκείνου, κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπθ΄ (289). Εδίωκε δε και επολέμει ο Κάμουλος τους Χριστιανούς, κατά την προσταγήν την οποίαν είχε παρά του Διοκλητιανού. Αλλ’ η τούτου σύζυγος Ακυλίνα, φωτισθείσα υπό της θείας χάριτος, εγνώρισε τον αληθή Θεόν. Όθεν εζήτει μεν να χωρισθή από του ανδρός της και από της εκείνου ασεβείας, προσεπάθει δε να επιστραφή όλως εις μόνον τον υπ’ αυτής γνωρισθέντα Θεόν και Βασιλέα του παντός. Την επίγνωσιν δε ταύτην του Θεού εφρόντιζε να φυλάττη κεκρυμμένην εν τη καρδία της δια τον φόβον του απίστου ανδρός της, παρεκάλει δε πάντοτε τον Κύριον να την αξιώση να δεχθή το άγιον Βάπτισμα, καταγινομένη εις αγρυπνίας, εις νηστείας, εις προσευχάς, και μεταχειριζομένη πάσαν καθαρότητα της ψυχής και του σώματος και παρθενίαν φυλάττουσα. Εκ τούτων λοιπόν ηξιώθη η αοίδιμος να δεχθή την κατωτέρω αποκάλυψιν εκ του Αγίου Πνεύματος. Εν ω αύτη η τρισολβία προσηύχετο εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν μετά δακρύων και συντετριμμένης καρδίας, ο το θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιών Κύριος επήκουσε της δεήσεώς της, δια την θερμήν πίστιν την οποίαν είχεν εις αυτόν, και της λέγει· «Επειδή δια την σωτηρίαν των ανθρώπων κατέβην εκ των ουρανών και εσαρκώθην εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Αειπαρθένου, δια τούτο τώρα ήλθον προ σε, καμφθείς από τα δάκρυά σου. Ετοίμασον λοιπόν τράπεζαν καθαράν και βάλε επ’ αυτής μανδήλιον λευκόν, και αγγείον αμεταχείριστον και λαμπρόν, το οποίον πλήρωσον ύδατος, ετοίμασον δε αυτά εντός ταμείου και κοιτώνος εστολισμένου, ρίψον δε σεαυτόν εις το έδαφος της γης έξω του κοιτώνος, και θέλει σε σκεπάσει η δεξιά μου, τότε δε θα φανερωθώ εις σε ως εγώ βούλομαι». Εποίησε λοιπόν ταύτα πάντα η μακαρία Ακυλίνα, καθώς ελάλησεν εις αυτήν η φωνή· και ω του φρικτού και ξένου μυστηρίου! Κατέβη εις αυτήν ο Δεσπότης Χριστός, όστις πάντοτε και πανταχού παραγίνεται, και ποτέ δεν παραβλέπει τους εις αυτόν ελπίζοντας και βοώντας νοερώς προς αυτόν και αγαπώντας αυτόν εξ όλης καρδίας. Μετά του Κυρίου δε κατέβησαν και όλαι αι δυνάμεις των ουρανών, κατά την πέμπτην φυλακήν της νυκτός, ψάλλουσαι και λέγουσαι τον επινίκιον ύμνον «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ». Αυτός δε εκείνος ο Δεσπότης, ο νίψας πρότερον τους πόδας των Μαθητών του και σπογγίσας αυτούς με το περιζώνιον με το οποίον ήτο διεζωσμένος, αυτός, ω του θαύματος! Και τότε δια των ακηράτων χειρών του ένιψε το άγιόν του πρόσωπον με το ύδωρ εκείνο το εν τω αγγείω· νιψάμενος δε απέμαξεν, ήτοι εσπόγγισε, με το καθαρόν εκείνο μανδήλιον το άχραντον και θείον αυτού πρόσωπον, ευθύς δε ετυπώθη αχειροποιήτως εις το μανδήλιον ο τύπος και η εικών της θείας αυτού μορφής, και ο πανάγιος και αληθέστατος αυτού χαρακτήρ, καθώς εις όλους δεικνύεται έως της σήμερον. Όθεν καθώς πρότερον ο Κύριος δια φιλανθρωπίαν και συγκατάβασιν έδειξε την ενανθρώπησιν αυτού, ούτω και τώρα δεικνύει αυτήν εις την τιμίαν και ευλαβεστάτην Ακυλίναν, η οποία βλέπουσα τα ούτως οικονομηθέντα εις αυτήν ηυχαρίστησε μεγάλως τω Κυρίω, και δεν ηδύνατο να παύση ευχαριστούσα· κρύψασα δε τον Άγιον χαρακτήρα του Κυρίου εις τινα γωνίαν της οικίας της (διότι εφοβείτο τον άνδρα της), ετίμα αυτόν υπερβαλλόντως. Προγνωρίσασα δε την κοίμησίν της, επρονόησε δια την αγίαν ταύτην και αχειροποίητον και αχρωμάτιστον του Σωτήρος Χριστού Εικόνα, γράψασα δε όλην την περί αυτής υπόθεσιν, έβαλε το έγγραφον εκείνο μετά της Αγίας Εικόνος και ησφάλισε τον τόπον. Αφού δε η μακαρία Ακυλίνα απέθανεν, απεκαλύφθη εις εμέ τον ανάξιον Γρηγόριον, ότι εις τα Καμουλιανά, εις τον οίκον της Αγίας Ακυλίνης, κατά τον δείνα τόπον, ευρίσκεται κεκρυμμένη η αχειροποίητος Εικών του Κυρίου. Μεταβάς λοιπόν εις τον υποδειχθέντα μοι τόπον και σκάψας τον τοίχον, εύρον κιβώτιον, εντός του οποίου ήτο ο Άγιος χαρακτήρ του πατρικού απαυγάσματος· ομοίως εύρον (ω του θαύματος!) ανημμένην και την κανδήλαν, την οποίαν είχε κρεμάσει εκεί προ εκατόν και επέκεινα ετών η Αγία Ακυλίνα, ως επίσης εύρον και θυμιατήριον μικρόν, το οποίον ακόμη έκαιε και ανέδιδε την ευωδίαν του θυμιάματος. Τούτο το μέγιστον θαύμα είδον με τους ιδίους μου οφθαλμούς εγώ ο ελάχιστος των επισκόπων, και δια τούτο φανερόν αυτό εις όλους εποίησα. Λαβών δε εκείθεν τον αχειροποίητον εκείνον και Άγιον χαρακτήρα του Κυρίου απέθεσα αυτόν εις την Μητρόπολιν της Καισαρείας, και δι’ αυτού πολλαί ιατρείαι γίνονται, όσαι έγειναν και επί της ενανθρωπήσεως του Κυρίου· διότι παρευθύς ιατρεύθησαν τυφλοί, χωλοί, παραλυτικοί και δαιμονιζόμενοι, ίνα φανερωθή το πλήρωμα της χάριτος και της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, ότι ο ενανθρωπήσας Λόγος του Ανάρχου Πατρός, αυτός και τώρα ζη και κραταιούται και διαμένει και βασιλεύει εις αιώνας αιώνων. Ταύτα έγειναν εις τα Καμουλιανά· και η μεν απόκρυψις της αχράντου και αχειροποιήτου Εικόνος του Κυρίου έγεινεν επί της βασιλείας του ασεβούς Διοκλητιανού, ως είπομεν ανωτέρω, η δε φανέρωσις αυτής επί της βασιλείας του ευσεβούς Θεοδοσίου του Μεγάλου εν έτει 392, εις δόξαν του Μονογενούς Υιού του Θεού και Πατρός.
(Ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σημειοί ενταύθα τα εξής:
«Εν μεν τω χειρογράφω και τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται ότι το διήγημα
τούτο περί της αχειροποιήτου Εικόνος, της εν Καμουλιανοίς, συνεγράφη υπό του
Αγίου Γρηγορίου του Νύσσης, εγώ δε ερευνήσας τους εκδεδομένους τρεις τόμους του
Νύσσης, δεν εύρον το διήγημα τούτο· αλλά και η φράσις του διηγήματος δεν
ομοιάζει με την φράσιν του θείου Γρηγορίου Νύσσης»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου