Ευφρόσυνος ο Όσιος πατήρ ημών εγεννήθη από αγροίκους γονείς και επομένως
ανατραφείς με ιδιωτικήν και απαίδευτον ανατροφήν, ύστερον εισήλθεν εις
Μοναστήριον και ενδυθείς το άγιον Σχήμα έγινεν υπηρέτης των Μοναχών. Επειδή δε
κατεγίνετο πάντοτε εις το ναγειρείον ως αγροίκος, κατεφρονείτο από όλους τους
Μοναχούς και περιεπαίζετο· πλην υπέφερεν ο μακάριος όλας τας καταφρονήσεις με
γενναιότητα καρδίας και σύνεσιν και ησυχίαν του λογισμού, χωρίς να ταράττεται
δι’ όλου.
Διότι, αν και ήτο ιδιώτης κατά τον λόγον, όμως δεν ήτο ιδιώτης κατά την γνώσιν, καθώς τούτο θα αποδείξη καθαρώτατα αυτό το οποίον θέλομεν τώρα αμέσως αναφέρει εν συνεχεία. Εις το Μοναστήριον εκείνο, όπου ευρίσκετο ο αοίδιμος ούτος Ευφρόσυνος, ήτο και εις Ιερεύς φίλος του Θεού, όστις παρεκάλει προθύμως να φανερώση εις αυτόν ο Θεός τα αγαθά, τα οποία μέλλουν να απολαύσουν οι αγαπώντες αυτόν. Μίαν νύκτα λοιπόν, κοιμωμένου του Ιερέως, εφάνη εις τον ύπνον του, ότι ευρέθη εντός κήπου τινός και έβλεπε τα εκεί ευρισκόμενα πανευφρόσυνα αγαθά με θάμβος και έκστασιν· εκεί δε είδε και τον ανωτέρω μάγειρον του Μοναστηρίου Ευφρόσυνον, όστις ίστατο εις το μέσον του κήπου, και απελάμβανε τα διάφορα αγαθά εκείνα. Πλησιάσας λοιπόν εις αυτόν, ηρώτα δια να μάθη, ποίος άραγε είναι ο κήπος εκείνος και πως ευρέθη εις αυτόν. Ο δε Ευφρόσυνος απεκρίθη· «Ο κήπος ούτος είναι η κατοικία των εκλεκτών του Θεού· εγώ δε δια την πολλήν αγαθότητα του Θεού μου συνεχωρήθην να ευρίσκωμαι εδώ». Λέγει τότε ο Ιερεύς· «Και τι άραγε κάμνεις εις τον κήπον τούτον»; Ο Ευφρόσυνος απεκρίθη· «Εγώ εξουσιάζω όλα όσα βλέπεις εδώ, χαίρω δε και ευφραίνομαι εις την τούτων θεωρίαν και νοεράν απόλαυσιν». Είπε τότε ο Ιερεύς εις τον Ευφρόσυνον· «Δύνασαι να μοι δώσης κανέν από τα αγαθά ταύτα»; Ο δε Ευφρόσυνος απεκρίθη· «Ναι, θα λάβης από όλα αυτά με την Χάριν του Θεού μου». Τότε ο Ιερεύς έδειξεν εις τον Ευφρόσυνον μήλα τινα και εζήτει να του δώση από αυτά· λαβών δε μερικά μήλα ο Ευφρόσυνος έβαλεν αυτά εις το επανωφόριον του Ιερέως, ειπών· «Ιδού, κατατρύφησον τα μήλα τα οποία εζήτησας». Επειδή δε κατά την ώραν εκείνην εκτύπησε το σήμαντρον δια να εγερθούν οι πατέρες εις τον Όρθρον, εξύπνησεν ο Ιερεύς και ενώ ενόμιζεν, ότι η οπτασία, την οποίαν είδεν, ήτο όνειρον, απλώσας την χείρα του εις το επανωφόριόν του, ω του θαύματος! εύρε πραγματικώς τα μήλα. Και θαυμάσας δια την παράδοξον αυτών ευωδίαν, έμεινεν ακίνητος επί πολλήν ώραν. Έπειτα πορευθείς εις την Εκκλησίαν, και βλέπων εκεί ιστάμενον τον Ευφρόσυνον, απέσυρεν αυτόν εις παράμερον τόπον και τον ώρκισε δια να τω είπη, που ήτο εκείνην την νύκτα. Ο δε Ευφρόσυνος είπεν· «Συγχώρησόν μοι, πάτερ· εις κανέν μέρος δεν υπήγα κατά την νύκτα ταύτην, ειμή τώρα ήλθον εις την Ακολουθίαν». Και ο Ιερεύς είπε· «Δια τούτο εγώ πρότερον σε έδεσα με όρκους, δια να φανούν εις όλους τα μεγαλεία του Θεού και συ δεν πείθεσαι να φανερώσης την αλήθειαν»; Τότε ο ταπεινόφρων Ευφρόσυνος υπακούων εις τον Ιερέα απεκρίθη· «Εκεί, πάτερ, ήμην, όπου είναι τα αγαθά, τα οποία μέλλουν να κληρονομήσουν οι αγαπώντες τον Θεόν και τα οποία και προ πολλών ετών εζήτεις να ίδης· εκεί είδες και εμέ απολαμβάνοντα τα του κήπου εκείνου αγαθά· διότι θέλων ο Κύριος να πληροφορήση την αγιωσύνην σου περί των ζητουμένων αγαθών των Δικαίων ενήργησε δι’ εμού του ευτελούς τοιούτον θαύμα». Ο δε Ιερεύς είπε· «Και τι, πάτερ Ευφρόσυνε, έδωκας εις εμέ εκ των αγαθών του κήπου»; Ο δε Ευφρόσυνος απεκρίνατο· «Τα ωραία και ευωδέστατα μήλα, τα οποία τώρα έβαλες εις την κλίνην σου· όμως, πάτερ, συγχώρησον, ότι σκώληξ εγώ ειμι και ουκ άνθρωπος». Τότε ο Ιερεύς διηγήθη εις όλους τους αδελφούς την οπτασίαν την οποίαν είδε και δια μέσου αυτής παρεκίνησεν όλους εις θαυμασμόν και έκπληξιν και εις ζήλον του καλού και της αρετής. Ο δε μακάριος Ευφρόσυνος, φεύγων την δόξαν των ανθρώπων, ανεχώρησε κρυφίως από το Μοναστήριον και εμακρύνθη φυγαδεύων, μείνας αγνώριστος παντελώς, πολλοί δε ασθενείς τρώγοντες εκ των μήλων εκείνων ιατρεύθησαν από τας ασθενείας των.
Διότι, αν και ήτο ιδιώτης κατά τον λόγον, όμως δεν ήτο ιδιώτης κατά την γνώσιν, καθώς τούτο θα αποδείξη καθαρώτατα αυτό το οποίον θέλομεν τώρα αμέσως αναφέρει εν συνεχεία. Εις το Μοναστήριον εκείνο, όπου ευρίσκετο ο αοίδιμος ούτος Ευφρόσυνος, ήτο και εις Ιερεύς φίλος του Θεού, όστις παρεκάλει προθύμως να φανερώση εις αυτόν ο Θεός τα αγαθά, τα οποία μέλλουν να απολαύσουν οι αγαπώντες αυτόν. Μίαν νύκτα λοιπόν, κοιμωμένου του Ιερέως, εφάνη εις τον ύπνον του, ότι ευρέθη εντός κήπου τινός και έβλεπε τα εκεί ευρισκόμενα πανευφρόσυνα αγαθά με θάμβος και έκστασιν· εκεί δε είδε και τον ανωτέρω μάγειρον του Μοναστηρίου Ευφρόσυνον, όστις ίστατο εις το μέσον του κήπου, και απελάμβανε τα διάφορα αγαθά εκείνα. Πλησιάσας λοιπόν εις αυτόν, ηρώτα δια να μάθη, ποίος άραγε είναι ο κήπος εκείνος και πως ευρέθη εις αυτόν. Ο δε Ευφρόσυνος απεκρίθη· «Ο κήπος ούτος είναι η κατοικία των εκλεκτών του Θεού· εγώ δε δια την πολλήν αγαθότητα του Θεού μου συνεχωρήθην να ευρίσκωμαι εδώ». Λέγει τότε ο Ιερεύς· «Και τι άραγε κάμνεις εις τον κήπον τούτον»; Ο Ευφρόσυνος απεκρίθη· «Εγώ εξουσιάζω όλα όσα βλέπεις εδώ, χαίρω δε και ευφραίνομαι εις την τούτων θεωρίαν και νοεράν απόλαυσιν». Είπε τότε ο Ιερεύς εις τον Ευφρόσυνον· «Δύνασαι να μοι δώσης κανέν από τα αγαθά ταύτα»; Ο δε Ευφρόσυνος απεκρίθη· «Ναι, θα λάβης από όλα αυτά με την Χάριν του Θεού μου». Τότε ο Ιερεύς έδειξεν εις τον Ευφρόσυνον μήλα τινα και εζήτει να του δώση από αυτά· λαβών δε μερικά μήλα ο Ευφρόσυνος έβαλεν αυτά εις το επανωφόριον του Ιερέως, ειπών· «Ιδού, κατατρύφησον τα μήλα τα οποία εζήτησας». Επειδή δε κατά την ώραν εκείνην εκτύπησε το σήμαντρον δια να εγερθούν οι πατέρες εις τον Όρθρον, εξύπνησεν ο Ιερεύς και ενώ ενόμιζεν, ότι η οπτασία, την οποίαν είδεν, ήτο όνειρον, απλώσας την χείρα του εις το επανωφόριόν του, ω του θαύματος! εύρε πραγματικώς τα μήλα. Και θαυμάσας δια την παράδοξον αυτών ευωδίαν, έμεινεν ακίνητος επί πολλήν ώραν. Έπειτα πορευθείς εις την Εκκλησίαν, και βλέπων εκεί ιστάμενον τον Ευφρόσυνον, απέσυρεν αυτόν εις παράμερον τόπον και τον ώρκισε δια να τω είπη, που ήτο εκείνην την νύκτα. Ο δε Ευφρόσυνος είπεν· «Συγχώρησόν μοι, πάτερ· εις κανέν μέρος δεν υπήγα κατά την νύκτα ταύτην, ειμή τώρα ήλθον εις την Ακολουθίαν». Και ο Ιερεύς είπε· «Δια τούτο εγώ πρότερον σε έδεσα με όρκους, δια να φανούν εις όλους τα μεγαλεία του Θεού και συ δεν πείθεσαι να φανερώσης την αλήθειαν»; Τότε ο ταπεινόφρων Ευφρόσυνος υπακούων εις τον Ιερέα απεκρίθη· «Εκεί, πάτερ, ήμην, όπου είναι τα αγαθά, τα οποία μέλλουν να κληρονομήσουν οι αγαπώντες τον Θεόν και τα οποία και προ πολλών ετών εζήτεις να ίδης· εκεί είδες και εμέ απολαμβάνοντα τα του κήπου εκείνου αγαθά· διότι θέλων ο Κύριος να πληροφορήση την αγιωσύνην σου περί των ζητουμένων αγαθών των Δικαίων ενήργησε δι’ εμού του ευτελούς τοιούτον θαύμα». Ο δε Ιερεύς είπε· «Και τι, πάτερ Ευφρόσυνε, έδωκας εις εμέ εκ των αγαθών του κήπου»; Ο δε Ευφρόσυνος απεκρίνατο· «Τα ωραία και ευωδέστατα μήλα, τα οποία τώρα έβαλες εις την κλίνην σου· όμως, πάτερ, συγχώρησον, ότι σκώληξ εγώ ειμι και ουκ άνθρωπος». Τότε ο Ιερεύς διηγήθη εις όλους τους αδελφούς την οπτασίαν την οποίαν είδε και δια μέσου αυτής παρεκίνησεν όλους εις θαυμασμόν και έκπληξιν και εις ζήλον του καλού και της αρετής. Ο δε μακάριος Ευφρόσυνος, φεύγων την δόξαν των ανθρώπων, ανεχώρησε κρυφίως από το Μοναστήριον και εμακρύνθη φυγαδεύων, μείνας αγνώριστος παντελώς, πολλοί δε ασθενείς τρώγοντες εκ των μήλων εκείνων ιατρεύθησαν από τας ασθενείας των.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου