Νικήτας,
ο της νίκης φερώνυμος και του Χριστού στρατιώτης γενναιότατος, ο περικαλλής και
θαυμάσιος, εγεννήθη από γονείς περιφανείς και πλουσίους, το γένος Γότθους. Το
γένος τούτο είναι βάρβαρον και σκληρόν, και κατοικεί εις τον ποταμόν Ίστρον,
όστις κατά την εγχώριον γλώσσαν λέγεται Δούναβις. Ανετράφη δε ο Άγιος Νικήτας
με βάρβαρα και απάνθρωπα ήθη, καθώς ήτο επόμενον κατά το τοπικόν έθος να τον
αναθρέψουν οι γονείς αυτού.
Επειδή αν και ήσαν πλούσιοι και ένδοξοι, όμως δεν ήτο ακόλουθον να μη είναι όμοιοι με τους λοιπούς Γότθους· τούτο δε είναι το πλέον θαυμασμού άξιον, ώστε και να απορήση κανείς. Ότι μολονότι από τοιούτους γονείς εγεννήθη και ανετράφη, δεν ενόθευσεν όμως την έμφυτον της ψυχής του ευγένειαν. Εξ οικείας όθεν αγαθής προαιρέσεως εφάνη ο θείος Νικήτας εις λαμπρός ήλιος ανάμεσα εις εκείνα τα σκοτεινά της βαρβαρότητος νέφη, διότι δεν εγένετο όμοιος με τους λοιπούς της πατρίδος του, ούτε κατά τους τρόπους, ούτε κατά τον βίον, αλλ’ ούτε και κατά την πίστιν· διότι η μεν αγαθή του γνώμη ενίκα την σκληρότητα του γένους, η δε προς Χριστόν διακαής αγάπη ενίκα την βαρβαρικήν εκείνην και θηριώδη δόξαν· καθώς και ο έρως, τον οποίον είχεν εις την αρετήν, δια να λέγω με συντομίαν, ενίκα πάσαν την ακρασίαν και αγριότητα των βαρβάρων Γότθων. Και τούτο επειδή εποτίσθη εξ απαλής έτι και νεανικής ηλικίας από τα καθαρώτατα νάματα της διδασκαλίας του θαυμαστού και αγίου ανδρός Θεοφίλου, του Αρχιερέως των Γότθων, ο οποίος, ως μανθάνομεν εκ των ιστορησάντων τα Γοτθικά, ανεδείχθη μέγας και περιβόητος, κατά την εποχήν της Αγίας πρώτης Οικουμενικής Συνόδου της εν Νικαία, ζηλωτής περί του Ομοουσίου, κρατύνων και δια χειρός και δια γλώσσης ελευθέρας τα κατά την Σύνοδον, ως και από τον περιβόητον Ούρφιλον τον διάδοχον του Θεοφίλου εις την Εκκλησίαν των Γότθων, όστις έφθασε και μέχρι της εποχής της Αγίας Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου της εν Κωνσταντινουπόλει, όστις περισσότερον από πάντα άλλον ωφέλησε το βάρβαρον αυτού γένος. Ούτος ων πεπαιδευμένος εις την Ελληνικήν διάλεκτον, με την μάθησιν των τοιούτων γραμμάτων και την πολλήν του γνώσιν και άκραν σύνεσιν, επενόησεν αυτός πρώτος τους τύπους των Γοτθικών γραμμάτων, και μετέφρασεν όλην την θείαν Γραφήν από της Ελληνικής διαλέκτου εις την Γοτθικήν, και με μεγάλην φροντίδα, όσην πρέπει να έχωσιν οι των λογικών ποιμνίων προϊστάμενοι, παρεσκεύασεν όλους τους ομοφύλους του, να μανθάνουν με όλην των την σπουδήν τας ιεράς Γραφάς, εκ τούτου ηύξησεν η ευσέβεια εις τους βαρβάρους και έφθασαν εις μεγάλην προκοπήν πίστεως και πληθυσμόν, οι πρώην άγριοι και βάρβαροι. Ας έλθωμεν όμως εις τον σκοπόν του λόγου μας, δια να είπωμεν ήδη και την αιτίαν του μαρτυρίου του θαυμασίου Νικήτα. Δεν παρήλθε πολύς χρόνος και διεχωρίσθη το γένος αυτό των Γότθων εις δύο αντιπάλους και εχθρικάς παρατάξεις· και του μεν ενός μέρους ήτο αρχηγός ο Φριτιγέρνης, του δε άλλου ο Αθανάριχος, άνθρωπος σκληρός και όλως δι’ όλου απάνθρωπος και ασεβέστατος. Μη δυνάμενος δε να νικήση τούτον ο Φριτιγέρνης, και επειδή είχον μεταξύ των διαρκείς πολέμους, απεφάσισε να μεταβή προς συνάντησιν του βασιλέως των Ρωμαίων (ήτο δε τότε βασιλεύς εις την Κωνσταντινούπολιν ο Ουάλης ο Αρειανός και μισόχριστος), τον οποίον συναντήσας παρεκάλεσε να του δώση στρατιώτας, δια να καταβάλη τον εχθρόν του Αθανάριχον. Ευθύς όθεν ο βασιλεύς Ουάλης επρόσταξε το θρακικόν στράτευμα να υπάγη με τον Φριτιγέρνην κατά του Αθαναρίχου. Διελθών δε ο Φριτιγέρνης τον Ίστρον ποταμόν, προτεταγμένον έχων τον Τίμιον Σταυρόν, νικά κατά κράτος τον Αθανάριχον, όστις με ολίγους στρατιώτας φεύγων μόλις ηδυνήθη να διασώση την ζωήν του. Μετά καιρόν όμως ήρξατο πάλιν ο δυσσεβής και απάνθρωπος Αθανάριχος να γίνηται ως και πρώτον ισχυρός, διατηρών δε την συνήθη εις αυτόν κακίαν, εγένετο προσέτι και εχθρός άσπονδος των ευσεβών Χριστιανών, επειδή οι βασιλείς των Ρωμαίων εβοήθησαν τον εχθρόν του Φριτιγέρνην και τον κατετρόπωσε. Περισσότερον δε ήρχετο εις θυμόν, επειδή ήκουσε πως ο πάνσοφος Νικήτας αφόβως και μετά παρρησίας πολλής εκήρυττε την ευσέβειαν, και πολλοί δια της διδαχής του επίστευον εις τον Χριστόν, όπερ εσύγχιζε κατά πολύ και τον Αθανάριχον και τους λοιπούς πάντας ομοπίστους και υποχειρίους αυτού. Όθεν ηγανάκτουν κατά του Μάρτυρος και τρίζοντες τους οδόντας εφοβέριζον να τον θανατώσουν ανηλεώς, αν δεν παύση από του να διδάσκη και να ελκύη τους πάντας εις την πίστιν του Χριστού. Τας απειλάς όμως ταύτας των απίστων ουδόλως πτοούμενος ο Άγιος περισσότερον και παρρησιαστικώτερον εκήρυττεν αφόβως, και κατ’ ιδίαν και κοινώς, την ευσέβειαν. Μη υποφέροντες τέλος την παρρησίαν του Αγίου οι ασεβείς εκείνοι, θηρία μάλλον ή άνθρωποι, εφανέρωσαν την οργήν των και τον θυμόν, τον οποίον έτρεφον προ πολλού κατά του Αγίου· ελθόντες όθεν αιφνιδίως εις εκείνον τον τόπον, όπου εκήρυττεν ο Μάρτυς τον λόγον της αληθείας, και με βίαν αρπάσαντες αυτόν, τον έφεραν εις τον τοπάρχην αυτών Αθανάριχον, βιάζοντες αυτόν να αφήση την προς Χριστόν πίστιν ή να υπομείνη θάνατον. Ο δε μάλλον μετά παρρησίας λαμπροτέρας εκήρυττε λέγων· «Χριστιανός είμαι, και προκρίνω πολλούς θανάτους ή να αρνηθώ το γλυκύτατον όνομα του Σωτήρος μου Χριστού, τον οποίον ομολογώ ενώπιον πάντων υμών Θεόν αληθινόν, και προσφέρω προς αυτόν όλον μου το σέβας, είμαι δε έτοιμος να χύσω δια την αγάπην του όλον μου το αίμα· το δε ιδικόν σας σέβας και τους θεούς σας χλεύην και μύθους γινώσκων αυτά, καλώς τα αποστρέφομαι, και ουδέ εις τον νουν μου τα βάλλω ως αληθή, καθώς και σας, οίτινες ως άγριοι θήρες σήμερον με εφέρατε εις το άνομον τούτον κριτήριόν σας». Μη υποφέροντες την παρρησίαν του Μάρτυρος οι της αληθείας διώκται και του ψεύδους υπερασπισταί, ώρμησαν ομοθυμαδόν, και άλλος με πέτρας, άλλος με ξύλα συνέτριβον όλα τα μέλη του Μάρτυρος. Είτα ανάψαντες πυράν μεγάλην έρριψαν αυτόν εντός αυτής δια να καή· αλλά και από της καιομένης ταύτης καμίνου δεν έπαυεν ο Άγιος από του να υμνή τον Θεόν, και να φυλάττη μέχρι τέλους την ομολογίαν της πίστεως καθαράν και ανόθευτον. Όθεν με άλλους πολλούς ομογενείς του μαρτυρικού ηξιώθη στεφάνου, εις χείρας Θεού παραθέμενοι τας μακαρίας ψυχάς των, παντελώς μη λυμανθέντων των σωμάτων αυτών υπό της πυρός, τα οποία έρριψαν οι ασεβείς, αφού εσβέσθη το πυρ, εις τόπον άγριον, δια να τα φάγουν τα θηρία. Αλλ’ ακούσατε τι ωκονόμησεν ο Κύριος, δια να μη υστερηθούν οι φιλόχριστοι του θείου τούτου θησαυρού, του μαρτυρικού, λέγω, σώματος. Κατ΄ εκείνον τον καιρόν ήτο εκεί, εις την χώραν του Μάρτυρος εις Χριστιανός ευσεβέστατος, το γένος Κίλιξ, την κλήσιν Μαριανός, εκ της πόλεως Μοψουεστίας ορμώμενος, ο οποίος με το να ήτο βίου εναρέτου, εγνωρίσθη με τον Μάρτυρα Νικήταν, και εκατοικούσαν ομού εις ένα οίκον πολύν καιρόν· αφού δε εμαρτύρησεν ο θαυμαστός Μάρτυς του Χριστού Νικήτας, δεν ηδύνατο πλέον να ειρηνεύση ο Μαριανός, αλλ’ εσκέπτετο με τι τρόπον και με ποίαν τέχνην θα δυνηθή να πάρη το τίμιον λείψανον του Μάρτυρος, πρώτον μεν προς αγιασμόν ιδικόν του, και δεύτερον των λοιπών ευσεβών Χριστιανών· εξ άλλου δε ήθελε να είναι αχώριστος του Μάρτυρος και μετά θάνατον, κατά τους αψευδείς όρους της αδόλου και μη κατά πρόσωπον γινομένης αγάπης. Εγερθείς όθεν την νύκτα μετά πολλού φόβου, ένεκα του σκληρού και απανθρώπου Αθαναρίχου, επήγεν εις τον τόπον όπου ήσαν ερριμμένα των Μαρτύρων τα λείψανα. Όταν δε επήγαινεν ο καλός εκείνος Μαριανός εις τον ρηθέντα τόπον, είχε και άλλην έννοιαν, πώς να γνωρίση το σώμα τού πεφιλημένου του Νικήτα; Ευθύς δε όπου έβαλεν αυτά εις τον νουν, ιδού άνωθεν του δύναμις ουρανία και ασώματος εις σχήμα αστέρος προηγείτο αυτού, έως ου έστη επάνω του μαρτυρικού σώματος, καθώς συνέβη εις τους Μάγους εις τον καιρόν της γεννήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και με τον τρόπον τούτον, με την οδηγίαν του αστέρος δηλαδή, γνωρίσας ο Μαριανός το σώμα του Μάρτυρος, το οποίον ήτο σώον και ανελλιπές, χωρίς να λάβη καμίαν φθοράν από το πυρ, εκτός μόνον μικρών τινων σημείων, τα οποία εφανέρωναν πως ερρίφθη εις πυρ· και τούτο ωκονομήθη υπό της θείας δυνάμεως προς περισσοτέραν βεβαίωσιν του θαύματος. Ευθύς δε ως εύρεν ο Μαριανός τον ποθούμενον θησαυρόν του μαρτυρικού σώματος, πεσών μετά χαράς και ευλαβείας κατεφίλησεν αυτό· και εγείρων αυτό το έβαλεν εις την θήκην, την οποίαν είχε προητοιμασμένην, και ευθύς εκίνησε δια την πατρίδα του· με την βοήθειαν δε του Αγίου αφόβως και ακινδύνως φθάσας εις αυτήν, το απέθεσεν εις τον οίκον του με την πρέπουσαν τιμήν, πολλάς και αναριθμήτους ιατρείας πηγάζον. Και δεν είναι αμάρτημα ανίσως και ονομάση τις τον οίκον του Μαριανού προβατικήν κολυμβήθραν· επειδή όχι μόνον οι Μοψουεστείς απελάμβανον τας ιατρείας, αλλά και από όλα τα περίχωρα, όσοι ήρχοντο, δεν έφευγον παραπονούμενοι, αλλ’ όλοι ελάμβανον την υγείαν των δια της χάριτος του αγίου λειψάνου. Μετά παρέλευσιν δε ολίγου χρόνου κτίσαντες οι Μοψουεστείς Ναόν του Μάρτυρος, μετεκόμισαν εκεί εκ του οίκου του Μαριανού το τίμιον λείψανον, εκράτησε δε ο Μαριανός εις τον οίκον του μόνον τον μεγάλον δάκτυλον της δεξιάς χειρός του Μάρτυρος δια ψυχικόν του αγιασμόν και σωματικήν θεραπείαν, μη εναντιωθέντος εις τούτο του Αγίου, καθώς εις άλλους θελήσαντας να πάρουν μέρος των λειψάνων του έκαμε· δι’ αυτού δε εφανέρωσεν ο Άγιος την τε αγάπην όπου είχε προς τον Μαριανόν, και τρόπον τινά ωσάν να αντήμειψε με αυτό τους μεγάλους κόπους, τους οποίους έκαμεν ο Μαριανός, και την φιλοξενίαν όπου έδειξεν. Κτίσας δε ούτος Εκκλησίαν εις τον Μάρτυρα, εώρταζε κατ’ έτος με μεγάλην ευλάβειαν και φιλοφροσύνην την ημέρα της τελειώσεώς του, γενομένην κατά την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου μηνός, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιάς Θεότητος τε και Βασιλείας, η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους απεράντους αιώνας των ατελευτήτων αιώνων. Αμήν.
Επειδή αν και ήσαν πλούσιοι και ένδοξοι, όμως δεν ήτο ακόλουθον να μη είναι όμοιοι με τους λοιπούς Γότθους· τούτο δε είναι το πλέον θαυμασμού άξιον, ώστε και να απορήση κανείς. Ότι μολονότι από τοιούτους γονείς εγεννήθη και ανετράφη, δεν ενόθευσεν όμως την έμφυτον της ψυχής του ευγένειαν. Εξ οικείας όθεν αγαθής προαιρέσεως εφάνη ο θείος Νικήτας εις λαμπρός ήλιος ανάμεσα εις εκείνα τα σκοτεινά της βαρβαρότητος νέφη, διότι δεν εγένετο όμοιος με τους λοιπούς της πατρίδος του, ούτε κατά τους τρόπους, ούτε κατά τον βίον, αλλ’ ούτε και κατά την πίστιν· διότι η μεν αγαθή του γνώμη ενίκα την σκληρότητα του γένους, η δε προς Χριστόν διακαής αγάπη ενίκα την βαρβαρικήν εκείνην και θηριώδη δόξαν· καθώς και ο έρως, τον οποίον είχεν εις την αρετήν, δια να λέγω με συντομίαν, ενίκα πάσαν την ακρασίαν και αγριότητα των βαρβάρων Γότθων. Και τούτο επειδή εποτίσθη εξ απαλής έτι και νεανικής ηλικίας από τα καθαρώτατα νάματα της διδασκαλίας του θαυμαστού και αγίου ανδρός Θεοφίλου, του Αρχιερέως των Γότθων, ο οποίος, ως μανθάνομεν εκ των ιστορησάντων τα Γοτθικά, ανεδείχθη μέγας και περιβόητος, κατά την εποχήν της Αγίας πρώτης Οικουμενικής Συνόδου της εν Νικαία, ζηλωτής περί του Ομοουσίου, κρατύνων και δια χειρός και δια γλώσσης ελευθέρας τα κατά την Σύνοδον, ως και από τον περιβόητον Ούρφιλον τον διάδοχον του Θεοφίλου εις την Εκκλησίαν των Γότθων, όστις έφθασε και μέχρι της εποχής της Αγίας Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου της εν Κωνσταντινουπόλει, όστις περισσότερον από πάντα άλλον ωφέλησε το βάρβαρον αυτού γένος. Ούτος ων πεπαιδευμένος εις την Ελληνικήν διάλεκτον, με την μάθησιν των τοιούτων γραμμάτων και την πολλήν του γνώσιν και άκραν σύνεσιν, επενόησεν αυτός πρώτος τους τύπους των Γοτθικών γραμμάτων, και μετέφρασεν όλην την θείαν Γραφήν από της Ελληνικής διαλέκτου εις την Γοτθικήν, και με μεγάλην φροντίδα, όσην πρέπει να έχωσιν οι των λογικών ποιμνίων προϊστάμενοι, παρεσκεύασεν όλους τους ομοφύλους του, να μανθάνουν με όλην των την σπουδήν τας ιεράς Γραφάς, εκ τούτου ηύξησεν η ευσέβεια εις τους βαρβάρους και έφθασαν εις μεγάλην προκοπήν πίστεως και πληθυσμόν, οι πρώην άγριοι και βάρβαροι. Ας έλθωμεν όμως εις τον σκοπόν του λόγου μας, δια να είπωμεν ήδη και την αιτίαν του μαρτυρίου του θαυμασίου Νικήτα. Δεν παρήλθε πολύς χρόνος και διεχωρίσθη το γένος αυτό των Γότθων εις δύο αντιπάλους και εχθρικάς παρατάξεις· και του μεν ενός μέρους ήτο αρχηγός ο Φριτιγέρνης, του δε άλλου ο Αθανάριχος, άνθρωπος σκληρός και όλως δι’ όλου απάνθρωπος και ασεβέστατος. Μη δυνάμενος δε να νικήση τούτον ο Φριτιγέρνης, και επειδή είχον μεταξύ των διαρκείς πολέμους, απεφάσισε να μεταβή προς συνάντησιν του βασιλέως των Ρωμαίων (ήτο δε τότε βασιλεύς εις την Κωνσταντινούπολιν ο Ουάλης ο Αρειανός και μισόχριστος), τον οποίον συναντήσας παρεκάλεσε να του δώση στρατιώτας, δια να καταβάλη τον εχθρόν του Αθανάριχον. Ευθύς όθεν ο βασιλεύς Ουάλης επρόσταξε το θρακικόν στράτευμα να υπάγη με τον Φριτιγέρνην κατά του Αθαναρίχου. Διελθών δε ο Φριτιγέρνης τον Ίστρον ποταμόν, προτεταγμένον έχων τον Τίμιον Σταυρόν, νικά κατά κράτος τον Αθανάριχον, όστις με ολίγους στρατιώτας φεύγων μόλις ηδυνήθη να διασώση την ζωήν του. Μετά καιρόν όμως ήρξατο πάλιν ο δυσσεβής και απάνθρωπος Αθανάριχος να γίνηται ως και πρώτον ισχυρός, διατηρών δε την συνήθη εις αυτόν κακίαν, εγένετο προσέτι και εχθρός άσπονδος των ευσεβών Χριστιανών, επειδή οι βασιλείς των Ρωμαίων εβοήθησαν τον εχθρόν του Φριτιγέρνην και τον κατετρόπωσε. Περισσότερον δε ήρχετο εις θυμόν, επειδή ήκουσε πως ο πάνσοφος Νικήτας αφόβως και μετά παρρησίας πολλής εκήρυττε την ευσέβειαν, και πολλοί δια της διδαχής του επίστευον εις τον Χριστόν, όπερ εσύγχιζε κατά πολύ και τον Αθανάριχον και τους λοιπούς πάντας ομοπίστους και υποχειρίους αυτού. Όθεν ηγανάκτουν κατά του Μάρτυρος και τρίζοντες τους οδόντας εφοβέριζον να τον θανατώσουν ανηλεώς, αν δεν παύση από του να διδάσκη και να ελκύη τους πάντας εις την πίστιν του Χριστού. Τας απειλάς όμως ταύτας των απίστων ουδόλως πτοούμενος ο Άγιος περισσότερον και παρρησιαστικώτερον εκήρυττεν αφόβως, και κατ’ ιδίαν και κοινώς, την ευσέβειαν. Μη υποφέροντες τέλος την παρρησίαν του Αγίου οι ασεβείς εκείνοι, θηρία μάλλον ή άνθρωποι, εφανέρωσαν την οργήν των και τον θυμόν, τον οποίον έτρεφον προ πολλού κατά του Αγίου· ελθόντες όθεν αιφνιδίως εις εκείνον τον τόπον, όπου εκήρυττεν ο Μάρτυς τον λόγον της αληθείας, και με βίαν αρπάσαντες αυτόν, τον έφεραν εις τον τοπάρχην αυτών Αθανάριχον, βιάζοντες αυτόν να αφήση την προς Χριστόν πίστιν ή να υπομείνη θάνατον. Ο δε μάλλον μετά παρρησίας λαμπροτέρας εκήρυττε λέγων· «Χριστιανός είμαι, και προκρίνω πολλούς θανάτους ή να αρνηθώ το γλυκύτατον όνομα του Σωτήρος μου Χριστού, τον οποίον ομολογώ ενώπιον πάντων υμών Θεόν αληθινόν, και προσφέρω προς αυτόν όλον μου το σέβας, είμαι δε έτοιμος να χύσω δια την αγάπην του όλον μου το αίμα· το δε ιδικόν σας σέβας και τους θεούς σας χλεύην και μύθους γινώσκων αυτά, καλώς τα αποστρέφομαι, και ουδέ εις τον νουν μου τα βάλλω ως αληθή, καθώς και σας, οίτινες ως άγριοι θήρες σήμερον με εφέρατε εις το άνομον τούτον κριτήριόν σας». Μη υποφέροντες την παρρησίαν του Μάρτυρος οι της αληθείας διώκται και του ψεύδους υπερασπισταί, ώρμησαν ομοθυμαδόν, και άλλος με πέτρας, άλλος με ξύλα συνέτριβον όλα τα μέλη του Μάρτυρος. Είτα ανάψαντες πυράν μεγάλην έρριψαν αυτόν εντός αυτής δια να καή· αλλά και από της καιομένης ταύτης καμίνου δεν έπαυεν ο Άγιος από του να υμνή τον Θεόν, και να φυλάττη μέχρι τέλους την ομολογίαν της πίστεως καθαράν και ανόθευτον. Όθεν με άλλους πολλούς ομογενείς του μαρτυρικού ηξιώθη στεφάνου, εις χείρας Θεού παραθέμενοι τας μακαρίας ψυχάς των, παντελώς μη λυμανθέντων των σωμάτων αυτών υπό της πυρός, τα οποία έρριψαν οι ασεβείς, αφού εσβέσθη το πυρ, εις τόπον άγριον, δια να τα φάγουν τα θηρία. Αλλ’ ακούσατε τι ωκονόμησεν ο Κύριος, δια να μη υστερηθούν οι φιλόχριστοι του θείου τούτου θησαυρού, του μαρτυρικού, λέγω, σώματος. Κατ΄ εκείνον τον καιρόν ήτο εκεί, εις την χώραν του Μάρτυρος εις Χριστιανός ευσεβέστατος, το γένος Κίλιξ, την κλήσιν Μαριανός, εκ της πόλεως Μοψουεστίας ορμώμενος, ο οποίος με το να ήτο βίου εναρέτου, εγνωρίσθη με τον Μάρτυρα Νικήταν, και εκατοικούσαν ομού εις ένα οίκον πολύν καιρόν· αφού δε εμαρτύρησεν ο θαυμαστός Μάρτυς του Χριστού Νικήτας, δεν ηδύνατο πλέον να ειρηνεύση ο Μαριανός, αλλ’ εσκέπτετο με τι τρόπον και με ποίαν τέχνην θα δυνηθή να πάρη το τίμιον λείψανον του Μάρτυρος, πρώτον μεν προς αγιασμόν ιδικόν του, και δεύτερον των λοιπών ευσεβών Χριστιανών· εξ άλλου δε ήθελε να είναι αχώριστος του Μάρτυρος και μετά θάνατον, κατά τους αψευδείς όρους της αδόλου και μη κατά πρόσωπον γινομένης αγάπης. Εγερθείς όθεν την νύκτα μετά πολλού φόβου, ένεκα του σκληρού και απανθρώπου Αθαναρίχου, επήγεν εις τον τόπον όπου ήσαν ερριμμένα των Μαρτύρων τα λείψανα. Όταν δε επήγαινεν ο καλός εκείνος Μαριανός εις τον ρηθέντα τόπον, είχε και άλλην έννοιαν, πώς να γνωρίση το σώμα τού πεφιλημένου του Νικήτα; Ευθύς δε όπου έβαλεν αυτά εις τον νουν, ιδού άνωθεν του δύναμις ουρανία και ασώματος εις σχήμα αστέρος προηγείτο αυτού, έως ου έστη επάνω του μαρτυρικού σώματος, καθώς συνέβη εις τους Μάγους εις τον καιρόν της γεννήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και με τον τρόπον τούτον, με την οδηγίαν του αστέρος δηλαδή, γνωρίσας ο Μαριανός το σώμα του Μάρτυρος, το οποίον ήτο σώον και ανελλιπές, χωρίς να λάβη καμίαν φθοράν από το πυρ, εκτός μόνον μικρών τινων σημείων, τα οποία εφανέρωναν πως ερρίφθη εις πυρ· και τούτο ωκονομήθη υπό της θείας δυνάμεως προς περισσοτέραν βεβαίωσιν του θαύματος. Ευθύς δε ως εύρεν ο Μαριανός τον ποθούμενον θησαυρόν του μαρτυρικού σώματος, πεσών μετά χαράς και ευλαβείας κατεφίλησεν αυτό· και εγείρων αυτό το έβαλεν εις την θήκην, την οποίαν είχε προητοιμασμένην, και ευθύς εκίνησε δια την πατρίδα του· με την βοήθειαν δε του Αγίου αφόβως και ακινδύνως φθάσας εις αυτήν, το απέθεσεν εις τον οίκον του με την πρέπουσαν τιμήν, πολλάς και αναριθμήτους ιατρείας πηγάζον. Και δεν είναι αμάρτημα ανίσως και ονομάση τις τον οίκον του Μαριανού προβατικήν κολυμβήθραν· επειδή όχι μόνον οι Μοψουεστείς απελάμβανον τας ιατρείας, αλλά και από όλα τα περίχωρα, όσοι ήρχοντο, δεν έφευγον παραπονούμενοι, αλλ’ όλοι ελάμβανον την υγείαν των δια της χάριτος του αγίου λειψάνου. Μετά παρέλευσιν δε ολίγου χρόνου κτίσαντες οι Μοψουεστείς Ναόν του Μάρτυρος, μετεκόμισαν εκεί εκ του οίκου του Μαριανού το τίμιον λείψανον, εκράτησε δε ο Μαριανός εις τον οίκον του μόνον τον μεγάλον δάκτυλον της δεξιάς χειρός του Μάρτυρος δια ψυχικόν του αγιασμόν και σωματικήν θεραπείαν, μη εναντιωθέντος εις τούτο του Αγίου, καθώς εις άλλους θελήσαντας να πάρουν μέρος των λειψάνων του έκαμε· δι’ αυτού δε εφανέρωσεν ο Άγιος την τε αγάπην όπου είχε προς τον Μαριανόν, και τρόπον τινά ωσάν να αντήμειψε με αυτό τους μεγάλους κόπους, τους οποίους έκαμεν ο Μαριανός, και την φιλοξενίαν όπου έδειξεν. Κτίσας δε ούτος Εκκλησίαν εις τον Μάρτυρα, εώρταζε κατ’ έτος με μεγάλην ευλάβειαν και φιλοφροσύνην την ημέρα της τελειώσεώς του, γενομένην κατά την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου μηνός, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιάς Θεότητος τε και Βασιλείας, η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους απεράντους αιώνας των ατελευτήτων αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου