Ιωάννης
ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη εκ γονέων ευσεβών και πλουσίων, εν τω χωρίω Σίββα, της
επαρχίας Πυργιωτίσσης Κρήτης, κατά τον δέκατον μετά Χριστόν αιώνα, επί
Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογεννήτου, βασιλεύσαντος εν
Κωνσταντινουπόλει από του έτους 951 μέχρι του έτους 959.
Εκ παιδικής ηλικίας αγαπήσας τον μοναχικόν βίον και αρνηθείς γονείς, αδελφούς και λοιπούς συγγενείς, ως και πλούτον και δόξαν πρόσκαιρον και πάσαν άλλην του κόσμου ευμάρειαν, ανεχώρησεν εις τας ερήμους της Κρήτης, διάγων βίον ερημικόν και ισάγγελον, προσευχόμενος μόνος προς μόνον τον Θεόν, υπέρ της αγάπης του οποίου εβάσταζεν υποφέρων τον καύσωνα της ημέρας και τον παγετόν της νυκτός, ωσεί να ήτο πέτρινος ο γενναίος· εν τοιαύτη δε πολιτεία διάγων, ένευσεν ο Θεός εις την καρδίαν αυτού και ανήλθεν εις το όρος το καλούμενον Ράξος. Εν τη τοποθεσία εκείνη και εντός σπηλαίου ο Όσιος κατά θείαν αποκάλυψιν έκτισεν Ιερόν Ναόν επ’ ονόματι των αυταδέλφων Αγίων Ευτυχίου και Ευτυχιανού Επισκόπων Αρκαδίας της Κρήτης· ενταύθα δε καρείς Μοναχός υπό ευλαβούς τινος Γέροντος και αφήσας επιστάτην της Εκκλησίας ενάρετόν τινα Μοναχόν, ανεχώρησεν εκείθεν και περιπατών από τόπου εις τόπον, ανήλθεν εις την κορυφήν του όρους Μυριοκεφάλου. Εις το όρος λοιπόν τούτο του Μυριοκεφάλου έκτισεν ο Όσιος Ιωάννης εξ αποκαλύψεως την και σήμερον εισέτι σωζομένην Ιεράν Μονήν της Θεοτόκου Αντιφωνητρίας επονομαζομένην, την οποίαν και αποπερατώσας αφιέρωσεν εις αυτήν πάσαν την τε κινητήν και ακίνητον αυτού περιουσίαν, και όσας συνδρομάς και αφιερώματα συνέλεξεν εκ των ευλαβών Χριστιανών. Είτα παραδώσας την Μονήν εις τους εν τω μεταξύ προσελθόντας εξ Μοναχούς, των οποίων διώρισε προϊστάμενον Λουκάν τινα Ιερομόναχον, ανεχώρησεν αυτός εκείθεν, αφ’ ενός μεν εκ ταπεινοφροσύνης δια τας αποδιδομένας εις αυτόν μεγάλας τιμάς υπό των Χριστιανών, και αφ’ ετέρου ίνα και αλλαχού προσφέρη παρόμοια θεάρεστα έργα. Όθεν ελθών εις τόπον λεγόμενον Μέλικα εις Χαμοβούνι, έκτισεν εκεί Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αγίου Γεωργίου. Επίσης εις τοποθεσίαν καλουμένην Αρρήου έκτισεν ετέραν Εκκλησίαν του Αγίου Γεωργίου Ψαροπιάστου επιλεγομένην, δι’ αιτίαν τοιαύτην, κατά την σωζομένην παράδοσιν. Ότε παρουσιάσθη έλλειψις τροφίμων κατά την οικοδομήν του Ναού, ο κτίτωρ Άγιος απέστειλε τους αλιείς του χωρίου εις την πλησίον θάλασσαν ίνα αλιεύσωσιν επ’ ονόματι του Αγίου Γεωργίου· ούτοι δε αλιεύσαντες, συνέλαβον τοσούτον πλήθος ιχθύων, ώστε πάντες ωμολόγησαν ότι τούτο προήλθεν εκ θαύματος του Αγίου Γεωργίου, Ψαροπιάστου έκτοτε επονομασθέντος. Αφήσας ενταύθα επιστάτην της Εκκλησίας ο Όσιος Ιερομόναχον τινα, Ευτύχιον ονομαζόμενον, αυτός επέστρεψεν εις την Μονήν των Μυριοκεφάλων· εκείθεν δε αναχωρήσας αύθις, μετέβη εις θέσιν καλουμένην Μουσσέλα, ένθα έκτισεν ετέραν Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αγίου Παταπίου, την οποίαν κατέστησεν ακολούθως Μοναστήριον· πάσας δε τας Εκκλησίας και τα Μονύδρια ταύτα αφιέρωσεν ο Όσιος Ιωάννης εις την Μονήν των Μυριοκεφάλων. Θέλων όμως ο Όσιος ίνα καταστήση την Μονήν ταύτην ανεξάρτητον, ανενόχλητον και απείρακτον από παντός προσώπου εκκλησιαστικού και πολιτικού, απήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν επί αυτοκράτορος Ρωμανού του Β΄ (959 – 963) και Οικουμενικού Πατριάρχου Αλεξίου, των οποίων δεηθείς, έλαβε χρυσόβουλλον και σιγγιλλιώδες γράμμα, ίνα η Μονή αύτη λαμβάνη κατ’ έτος εκ του βασιλικού τελωνείου νομίσματα ημίσειαν λίτραν και άλλα τινά, και να τελή αύτη του λοιπού απείρακτος, ανεμπόδιστος, ανενόχλητος και παντελώς ελευθέρα μετά των συνηνωμένων μετ’ αυτής Μονυδρίων, επί των οποίων να μη έχωσιν ουδέν δικαίωμα οι κατά καιρούς Μητροπολίται και Επίσκοποι, αλλά να έχη αύτη το δικαίωμα ίνα αναφέρεται ελευθέρως προς τον Πατριάρχην επί πάσης υποθέσεως αυτής. Εδώρησαν δε εις αυτόν και οι Χριστιανοί της Κωνσταντινουπόλεως ιεράς Εικόνας, ιερά σκεύη, βιβλία και άλλα Εκκλησιαστικής φύσεως πράγματα, τα οποία πάντα έφερε και αφιέρωσεν εις την Μονήν των Μυριοκεφάλων, εκ της οποίας αναχωρήσας πάλιν, μετέβη προς τα μέρη των Χανίων, ένθα εις θέσιν Κουφόν έκτισεν ετέραν Μονήν επ’ ονόματι της Ζωοδόχου Πηγής, σωζομένην μέχρι σήμερον και φέρουσαν χρονολογίαν αδ΄ (1004) και όπισθεν αυτής προς τον αιγιαλόν έκτισεν ετέραν εις το χωρίον Αζωγυρέ επ’ ονόματι του Αγίου Γεωργίου. Προβλέπων δε ο θείος Ιωάννης, ότι έφθασεν ο καιρός ίνα εγκαταλείψη τον μάταιον τούτον κόσμον και να μεταβή προς τον ποθούμενον Χριστόν, ανεχώρησεν εις το δυτικόν μέρος της επαρχίας Κισσάμου, εις χωρίον καλούμενον Ακτή, και εκεί ευρών μέρος ακατοίκητον και αρεστόν εις αυτόν, έκτισε κατοικητήριον πολύ ησυχαστικόν, και κατόπιν μέγα Κοινόβιον του Αγίου Ευσταθίου, περιέχον εντός και Ναούς του Αγίου Φωτίου, των Γενεθλίων της Θεοτόκου και του Αγίου Νικολάου. Ενταύθα συνέταξε την διαθήκην αυτού και εκοιμήθη εν ειρήνη μεταβάς προς τον αυτώ ποθούμενον Χριστόν. Σώζεται εισέτι εν τη Ακτή και εντός σπηλαίου Ιερός Ναός επ’ ονόματι του Οσίου τούτου τιμώμενος, περιέχων μεταξύ των άλλων και αρχαίαν βυζαντινήν ιεράν αυτού εικόνα φέρουσαν την επιγραφήν «ο Άγιος κυρ Ιωάννης ο εν Κρήτη» και παριστάνουσαν τον Άγιον ιστάμενον όρθιον και εις σχήμα γέροντος ερημίτου, κρατούντα εις μεν την δεξιάν χείρα Σταυρόν, εις δε την αριστεράν τεμάχιον χάρτου γράφοντος «Φυλάξωμεν εαυτούς, αδελφοί, από λογισμούς ρυπαρούς και ως παρακαταθήκην λαβόντες τηρήσωμεν τω Κυρίω την ψυχήν». Αυτού αγίαις πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Εκ παιδικής ηλικίας αγαπήσας τον μοναχικόν βίον και αρνηθείς γονείς, αδελφούς και λοιπούς συγγενείς, ως και πλούτον και δόξαν πρόσκαιρον και πάσαν άλλην του κόσμου ευμάρειαν, ανεχώρησεν εις τας ερήμους της Κρήτης, διάγων βίον ερημικόν και ισάγγελον, προσευχόμενος μόνος προς μόνον τον Θεόν, υπέρ της αγάπης του οποίου εβάσταζεν υποφέρων τον καύσωνα της ημέρας και τον παγετόν της νυκτός, ωσεί να ήτο πέτρινος ο γενναίος· εν τοιαύτη δε πολιτεία διάγων, ένευσεν ο Θεός εις την καρδίαν αυτού και ανήλθεν εις το όρος το καλούμενον Ράξος. Εν τη τοποθεσία εκείνη και εντός σπηλαίου ο Όσιος κατά θείαν αποκάλυψιν έκτισεν Ιερόν Ναόν επ’ ονόματι των αυταδέλφων Αγίων Ευτυχίου και Ευτυχιανού Επισκόπων Αρκαδίας της Κρήτης· ενταύθα δε καρείς Μοναχός υπό ευλαβούς τινος Γέροντος και αφήσας επιστάτην της Εκκλησίας ενάρετόν τινα Μοναχόν, ανεχώρησεν εκείθεν και περιπατών από τόπου εις τόπον, ανήλθεν εις την κορυφήν του όρους Μυριοκεφάλου. Εις το όρος λοιπόν τούτο του Μυριοκεφάλου έκτισεν ο Όσιος Ιωάννης εξ αποκαλύψεως την και σήμερον εισέτι σωζομένην Ιεράν Μονήν της Θεοτόκου Αντιφωνητρίας επονομαζομένην, την οποίαν και αποπερατώσας αφιέρωσεν εις αυτήν πάσαν την τε κινητήν και ακίνητον αυτού περιουσίαν, και όσας συνδρομάς και αφιερώματα συνέλεξεν εκ των ευλαβών Χριστιανών. Είτα παραδώσας την Μονήν εις τους εν τω μεταξύ προσελθόντας εξ Μοναχούς, των οποίων διώρισε προϊστάμενον Λουκάν τινα Ιερομόναχον, ανεχώρησεν αυτός εκείθεν, αφ’ ενός μεν εκ ταπεινοφροσύνης δια τας αποδιδομένας εις αυτόν μεγάλας τιμάς υπό των Χριστιανών, και αφ’ ετέρου ίνα και αλλαχού προσφέρη παρόμοια θεάρεστα έργα. Όθεν ελθών εις τόπον λεγόμενον Μέλικα εις Χαμοβούνι, έκτισεν εκεί Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αγίου Γεωργίου. Επίσης εις τοποθεσίαν καλουμένην Αρρήου έκτισεν ετέραν Εκκλησίαν του Αγίου Γεωργίου Ψαροπιάστου επιλεγομένην, δι’ αιτίαν τοιαύτην, κατά την σωζομένην παράδοσιν. Ότε παρουσιάσθη έλλειψις τροφίμων κατά την οικοδομήν του Ναού, ο κτίτωρ Άγιος απέστειλε τους αλιείς του χωρίου εις την πλησίον θάλασσαν ίνα αλιεύσωσιν επ’ ονόματι του Αγίου Γεωργίου· ούτοι δε αλιεύσαντες, συνέλαβον τοσούτον πλήθος ιχθύων, ώστε πάντες ωμολόγησαν ότι τούτο προήλθεν εκ θαύματος του Αγίου Γεωργίου, Ψαροπιάστου έκτοτε επονομασθέντος. Αφήσας ενταύθα επιστάτην της Εκκλησίας ο Όσιος Ιερομόναχον τινα, Ευτύχιον ονομαζόμενον, αυτός επέστρεψεν εις την Μονήν των Μυριοκεφάλων· εκείθεν δε αναχωρήσας αύθις, μετέβη εις θέσιν καλουμένην Μουσσέλα, ένθα έκτισεν ετέραν Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αγίου Παταπίου, την οποίαν κατέστησεν ακολούθως Μοναστήριον· πάσας δε τας Εκκλησίας και τα Μονύδρια ταύτα αφιέρωσεν ο Όσιος Ιωάννης εις την Μονήν των Μυριοκεφάλων. Θέλων όμως ο Όσιος ίνα καταστήση την Μονήν ταύτην ανεξάρτητον, ανενόχλητον και απείρακτον από παντός προσώπου εκκλησιαστικού και πολιτικού, απήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν επί αυτοκράτορος Ρωμανού του Β΄ (959 – 963) και Οικουμενικού Πατριάρχου Αλεξίου, των οποίων δεηθείς, έλαβε χρυσόβουλλον και σιγγιλλιώδες γράμμα, ίνα η Μονή αύτη λαμβάνη κατ’ έτος εκ του βασιλικού τελωνείου νομίσματα ημίσειαν λίτραν και άλλα τινά, και να τελή αύτη του λοιπού απείρακτος, ανεμπόδιστος, ανενόχλητος και παντελώς ελευθέρα μετά των συνηνωμένων μετ’ αυτής Μονυδρίων, επί των οποίων να μη έχωσιν ουδέν δικαίωμα οι κατά καιρούς Μητροπολίται και Επίσκοποι, αλλά να έχη αύτη το δικαίωμα ίνα αναφέρεται ελευθέρως προς τον Πατριάρχην επί πάσης υποθέσεως αυτής. Εδώρησαν δε εις αυτόν και οι Χριστιανοί της Κωνσταντινουπόλεως ιεράς Εικόνας, ιερά σκεύη, βιβλία και άλλα Εκκλησιαστικής φύσεως πράγματα, τα οποία πάντα έφερε και αφιέρωσεν εις την Μονήν των Μυριοκεφάλων, εκ της οποίας αναχωρήσας πάλιν, μετέβη προς τα μέρη των Χανίων, ένθα εις θέσιν Κουφόν έκτισεν ετέραν Μονήν επ’ ονόματι της Ζωοδόχου Πηγής, σωζομένην μέχρι σήμερον και φέρουσαν χρονολογίαν αδ΄ (1004) και όπισθεν αυτής προς τον αιγιαλόν έκτισεν ετέραν εις το χωρίον Αζωγυρέ επ’ ονόματι του Αγίου Γεωργίου. Προβλέπων δε ο θείος Ιωάννης, ότι έφθασεν ο καιρός ίνα εγκαταλείψη τον μάταιον τούτον κόσμον και να μεταβή προς τον ποθούμενον Χριστόν, ανεχώρησεν εις το δυτικόν μέρος της επαρχίας Κισσάμου, εις χωρίον καλούμενον Ακτή, και εκεί ευρών μέρος ακατοίκητον και αρεστόν εις αυτόν, έκτισε κατοικητήριον πολύ ησυχαστικόν, και κατόπιν μέγα Κοινόβιον του Αγίου Ευσταθίου, περιέχον εντός και Ναούς του Αγίου Φωτίου, των Γενεθλίων της Θεοτόκου και του Αγίου Νικολάου. Ενταύθα συνέταξε την διαθήκην αυτού και εκοιμήθη εν ειρήνη μεταβάς προς τον αυτώ ποθούμενον Χριστόν. Σώζεται εισέτι εν τη Ακτή και εντός σπηλαίου Ιερός Ναός επ’ ονόματι του Οσίου τούτου τιμώμενος, περιέχων μεταξύ των άλλων και αρχαίαν βυζαντινήν ιεράν αυτού εικόνα φέρουσαν την επιγραφήν «ο Άγιος κυρ Ιωάννης ο εν Κρήτη» και παριστάνουσαν τον Άγιον ιστάμενον όρθιον και εις σχήμα γέροντος ερημίτου, κρατούντα εις μεν την δεξιάν χείρα Σταυρόν, εις δε την αριστεράν τεμάχιον χάρτου γράφοντος «Φυλάξωμεν εαυτούς, αδελφοί, από λογισμούς ρυπαρούς και ως παρακαταθήκην λαβόντες τηρήσωμεν τω Κυρίω την ψυχήν». Αυτού αγίαις πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου