Ιωάννης
ο Άγιος Μάρτυς και τα δύο αυτού τέκνα, Πέτρος και Αντώνιος, ήσαν από τας
Συρακούσας, πρωτεύουσαν τότε της νήσου Σικελίας, έζων δε εις αυτήν κατά τας
ημέρας του αυτοκράτορος Βασιλείου του Μακεδόνος εν έτει ωξζ (867). Τότε εις
όλην την Αφρικήν εξουσίζον οι Αγαρηνοί, των οποίων άρχων ήτο ο θηριώδης εκείνος
και ωμότατος Αβραχίμ.
Ούτος λοιπόν, αφού επολέμησε τας Συρακούσας, έλαβεν από εκεί αιχμάλωτον τον άνω ειρημένον Ιωάννην ομού με τους υιούς του Πέτρον και Αντώνιον, νεαράν έχοντας τότε ηλικίαν, Όθεν τους παρέδωκεν εις διδάσκαλον Αγαρηνόν, δια να μανθάνουν τα ιδικά των γράμματα. Όταν δε οι νέοι έφθασαν εις ανδρικήν ηλικίαν και υπερέβαλον τους άλλους κατά την φρόνησιν και τας άλλας αρετάς, τότε ο τύραννος, θαυμάζων δια τα τοιαύτα προτερήματά των, τον μεν Αντώνιον κατέστησε Γενικόν, τον δε Πέτρον, Σακελλάριον. Ούτοι λοιπόν κρυφίως μεν ήσαν Χριστιανοί, εις δε το φανερόν υπεκρίνοντο την των Αγαρηνών θρησκείαν. Πλην δεν ηδυνήθησαν να μένωσι κεκρυμμένοι έως τέλους. Δια τούτο, αφού έμαθε τούτο ο Αβραχίμ, ωργίσθη και παρευθύς έκλεισε τους πόδας των Αγίων εις το τιμωρητικόν ξύλον και έδειρεν αυτούς με ακανθωτά ραβδία. Και ο μεν μακάριος Αντώνιος, λαβών τετρακοσίας πληγάς εις τους πόδας και καταπληγωθείς από αυτάς, ηυχαρίστει τον Θεόν· έπειτα τίθεται επάνω εις ένα όνον, και δεθείς εις το σαμάριον με σχοινία, πομπεύεται δια μέσου όλης της πόλεως. Ο δε Πέτρος εκγυμνωθείς δέρεται με ραβδία εις την κοιλίαν και εις την ράχιν. Έπειτα ρίπτεται ομού με τον αδελφόν του Αντώνιον εις την φυλακήν. Μετά ταύτα εκβάλλει αυτούς ο τύραννος από την φυλακήν και κατασυντρίβει με ξύλα σκληρά τους βραχίονάς των έως εις τους ώμους· ομοίως συντρίβει και τους δακτύλους και τας παλάμας των· έπειτα συνθλά και τους μηρούς και τους πόδας, ώστε τα μεν οστά των έγιναν απαλά ως σάρκες, αι δε σάρκες αυτών έγιναν πάλιν ως πηλός· και τόσον πολύ εζυμώθησαν με το αίμα, ώστε έγιναν εν μίγμα. Έπειτα προσκαλέσας ένα χαλκέα ο τύραννος, επρόσταξεν αυτόν να κατασκευάση μίαν λαβίδα και πυρακτώσας καλώς αυτήν (ω σκληροτάτης ψυχής, της και αυτά τα θηρία υπερβαινούσης!) να κόψη τους όρχεις αυτών και να τους βάλη μέσα εις τα στόματά των. Και ούτως οι γενναιότατοι του Κυρίου αθληταί ετελειώθησαν με ταύτην την πολυώδυνον βάσανον και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Ύστερον δε έσυρε παρ’ εαυτώ ο απάνθρωπος τύραννος τον πατέρα αυτών Ιωάννην, και στρέψας οπίσω τον τράχηλον του αοιδίμου με την αριστεράν του χείρα, ενέπηξεν εις τον φάρυγγα του Αγίου την μάχαιράν του· και ούτως ο τρισόλβιος ως ιχθύς ασπαίρων, επάνω εις τα σώματα των ιδίων του τέκνων παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Μετά ταύτα ανάψας ο δυσσεβέστατος πυράς, κατέκαυσε τα των Μαρτύρων σώματα.
Ούτος λοιπόν, αφού επολέμησε τας Συρακούσας, έλαβεν από εκεί αιχμάλωτον τον άνω ειρημένον Ιωάννην ομού με τους υιούς του Πέτρον και Αντώνιον, νεαράν έχοντας τότε ηλικίαν, Όθεν τους παρέδωκεν εις διδάσκαλον Αγαρηνόν, δια να μανθάνουν τα ιδικά των γράμματα. Όταν δε οι νέοι έφθασαν εις ανδρικήν ηλικίαν και υπερέβαλον τους άλλους κατά την φρόνησιν και τας άλλας αρετάς, τότε ο τύραννος, θαυμάζων δια τα τοιαύτα προτερήματά των, τον μεν Αντώνιον κατέστησε Γενικόν, τον δε Πέτρον, Σακελλάριον. Ούτοι λοιπόν κρυφίως μεν ήσαν Χριστιανοί, εις δε το φανερόν υπεκρίνοντο την των Αγαρηνών θρησκείαν. Πλην δεν ηδυνήθησαν να μένωσι κεκρυμμένοι έως τέλους. Δια τούτο, αφού έμαθε τούτο ο Αβραχίμ, ωργίσθη και παρευθύς έκλεισε τους πόδας των Αγίων εις το τιμωρητικόν ξύλον και έδειρεν αυτούς με ακανθωτά ραβδία. Και ο μεν μακάριος Αντώνιος, λαβών τετρακοσίας πληγάς εις τους πόδας και καταπληγωθείς από αυτάς, ηυχαρίστει τον Θεόν· έπειτα τίθεται επάνω εις ένα όνον, και δεθείς εις το σαμάριον με σχοινία, πομπεύεται δια μέσου όλης της πόλεως. Ο δε Πέτρος εκγυμνωθείς δέρεται με ραβδία εις την κοιλίαν και εις την ράχιν. Έπειτα ρίπτεται ομού με τον αδελφόν του Αντώνιον εις την φυλακήν. Μετά ταύτα εκβάλλει αυτούς ο τύραννος από την φυλακήν και κατασυντρίβει με ξύλα σκληρά τους βραχίονάς των έως εις τους ώμους· ομοίως συντρίβει και τους δακτύλους και τας παλάμας των· έπειτα συνθλά και τους μηρούς και τους πόδας, ώστε τα μεν οστά των έγιναν απαλά ως σάρκες, αι δε σάρκες αυτών έγιναν πάλιν ως πηλός· και τόσον πολύ εζυμώθησαν με το αίμα, ώστε έγιναν εν μίγμα. Έπειτα προσκαλέσας ένα χαλκέα ο τύραννος, επρόσταξεν αυτόν να κατασκευάση μίαν λαβίδα και πυρακτώσας καλώς αυτήν (ω σκληροτάτης ψυχής, της και αυτά τα θηρία υπερβαινούσης!) να κόψη τους όρχεις αυτών και να τους βάλη μέσα εις τα στόματά των. Και ούτως οι γενναιότατοι του Κυρίου αθληταί ετελειώθησαν με ταύτην την πολυώδυνον βάσανον και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Ύστερον δε έσυρε παρ’ εαυτώ ο απάνθρωπος τύραννος τον πατέρα αυτών Ιωάννην, και στρέψας οπίσω τον τράχηλον του αοιδίμου με την αριστεράν του χείρα, ενέπηξεν εις τον φάρυγγα του Αγίου την μάχαιράν του· και ούτως ο τρισόλβιος ως ιχθύς ασπαίρων, επάνω εις τα σώματα των ιδίων του τέκνων παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Μετά ταύτα ανάψας ο δυσσεβέστατος πυράς, κατέκαυσε τα των Μαρτύρων σώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου