Γοβδελαάς
ο ένδοξος Μεγαλομάρτυς ήτο υιός του βασιλέως των Περσών Σαβωρίου του
βασιλεύοντος εις Περσίαν κατά το έτος τλ΄ (330), προσήλθε δε εις την πίστιν του
Χριστού κατά τον εξής τρόπον. Κατά την εποχήν εκείνην έζη εις ονόματι Δάδας,
όστις κατά μεν το γένος ήτο Πέρσης, κατά δε την πίστιν Χριστιανός. Ούτος ήτο
πρώτος εις το βασιλικόν παλάτιον και συγγενής προσφιλέστατος του βασιλέως.
Επειδή δε απεστάλη παρ’ αυτού εις το να εξουσιάζη πόλεις τινάς των Περσών, δεν έκρινεν εύλογον να κρύπτη πλέον την ευσέβειαν, αλλ’ εσέβετο τον Χριστόν φανερά. Όθεν, καίτι διεβλήθη εις τον βασιλέα, ότι ήτο Χριστιανός, δεν του αφηρέθη όμως η εξουσία. Εστάλη δε από τον βασιλέα ο πρώτος των μεγιστάνων Αδραμέλεχ, δια να μάθη την ακρίβειαν. Ευρών δε ούτος τον Δάδαν εν αληθεία σεβόμενον τον Χριστόν, έγραψε περί τούτου εις τον βασιλέα· ο δε βασιλεύς έδωκε τότε εις τον Αδραμέλεχ εξουσίαν να τιμωρήση οίον δήποτε Χριστιανόν εύρη· ταύτην την έγραφον άδειαν έστειλεν εις τον Αδραμέλεχ δια μέσου Γοβδελαά του υιού του. Όθεν ο Αδραμέλεχ, λαβών την εξουσίαν αυτήν, ήρχισε να εξετάζη τον Δάδαν, συγκαθημένου επί του κριτηρίου και Γοβδελαά του υιού του βασιλέως. Αφ’ ου λοιπόν έκριναν τον Άγιον, και φοβερισμούς και κολακείας μεταχειρισθέντες εύρον αυτόν ολοψύχως πιστεύοντα εις τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν, και υπέρ της αγάπης τούτου προτιμώντα να αποθάνη, τότε ήναψαν μεγάλην και δυνατήν κάμινον, και προστάττουσι να ριφθή εντός αυτής ο Άγιος. Όταν λοιπόν έμελλεν ο Μάρτυς να ριφθή εντός της καμίνου εκείνης, ήτις εσήκωνε την φλόγα εις μέγα ύψος, και εφόβιζε και μακρόθεν τους βλέποντας, τότε πλησιάσας ο του Χριστού Αθλητής εποίησεν επάνω εις αυτήν το σημείον του Τιμίου Σταυρού. Και, ω του θαύματος! ευθύς εσβέσθη η κάμινος, και αντί φλογός ανέβλυσεν ύδωρ. Τούτο το θαύμα βλέποντες οι εκεί παρόντες εξέστησαν. Ο δε υιός του βασιλέως Γοβδελαάς είπε· «Προσφιλέστατε Δάδα, ποίος σε εδίδαξε τας μαγείας ταύτας»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Είθε και συ να εμάνθανες τοιαύτα θαύματα παρά του Διδασκάλου μου Χριστού». Ο Γοβδελαάς είπεν· «Εάν πιστεύσω εις τον Χριστόν σου, θα δυνηθώ και εγώ να ποιώ ομοίως»; Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Όχι μόνον αυτά θα δύνασαι να κάμης, αλλά προς τούτοις θα συμβασιλεύσης και μετά του ιδίου Χριστού». Τότε προστάξας ο Γοβδελαάς να αναφθή μία άλλη κάμινος, και επικαλεσθείς το όνομα του Χριστού, ω του θαύματος! ευθύς έσβεσεν αυτήν. Όθεν προσπεσών εις τους πόδας του Αγίου επίστευσεν εις τον Χριστόν. Ιδών ταύτα ο Αδραμέλεχ επήγεν και τα εφανέρωσεν εις τον βασιλέα. Παραστήσας δε αυτός έμπροσθέν του τον υιόν του Γοβδελαάν, και πληροφορηθείς παρ’ αυτού του ιδίου ότι είναι Χριστιανός, προστάττει να δέρηται υπό τεσσάρων στρατιωτών με ακανθώδη ραβδία· επειδή δε οι στρατιώται εκείνοι απέκαμον δέροντες, δια τούτο τους αντικατέστησαν τέσσαρες άλλοι. Ο δε Μάρτυς του Χριστού, τυπτόμενος εις όλον το σώμα, παρεκάλει σιωπηλώς τον Θεόν να δοθή υπομονή εις αυτόν. Και, ω του θαύματος! ευθύς Άγγελος Κυρίου φανείς ενεδυνάμωσε και παρεθάρρυνεν αυτόν λέγων· «Θάρσει και μη φοβού, διότι μετά σου εγώ είμαι». Έπειτα ρίπτεται εις την φυλακήν, και μένει εις αυτήν πέντε ημέρας. Μετά ταύτα έδωκεν ο βασιλεύς εξουσίαν εις τινα άλλον, Γάργαλον ονόματι, να τιμωρήση τόσον τον υιόν του Γοβδελαάν, όσον και τους άλλους Χριστιανούς. Και λοιπόν ευθύς προστάττει ο Γάργαλος να δαρή ο Γοβδελαάς με βούνευρα· όθεν ο του Κυρίου Αθλητής δερόμενος προσηύχετο εις τον Θεόν, αναθεματίζων την θρησκείαν του πατρός του. Τότε ο Γάργαλος προσέταξε να εκβάλωσι δύο λωρίδας από τους πόδας έως την κεφαλήν του Αγίου, λέγων και τούτο χλευαστικώς· «Τώρα βεβαίως θα έλθη ο Χριστός σου, δια να σε καταστήση υγιά». Τούτου δε γενομένου, έδεσαν αυτόν δυνατά και τον έρριψαν εις την φυλακήν. Επειδή δε αφ’ εαυτών ελύθησαν τα δεσμά και ο Άγιος πάραυτα έγινεν υγιής, καθώς ήτο και πρότερον, δια τούτο ο Γάργαλος, βλέπων το θαύμα, εξήστη, και πορευθείς εις τον βασιλέα εφανέρωσε ταύτα. Ο δε βασιλεύς είπε· «Θανάτωσον τον δυσσεβή, επειδή αυτός δεν είναι υιός μου, αλλ’ επίβουλός μου, διότι επίστευσεν εις τον Χριστόν». Τότε ο θηριώδης Γάργαλος προσέταξε να πυρώσουν μίαν σούβλαν, και να διαπεράσουν αυτήν δια των ωτίων του μακαρίου Γοβδελαά· και τούτου γενομένου, έβλεν αυτόν εις την φυλακήν. Εκεί λοιπόν προσευχομένου του Μάρτυρος, ιδού ήλθεν Άγγελος Κυρίου, όστις εξέβαλε την σούβλαν από τα ώτα του και ιάτρευσεν αυτόν. Βλέπων δε ο Γάργαλος τον Μάρτυρα υγιά, ουκ ηβουλήθη ο ασύνετος συνιέναι, αλλά καταξεσχίσας με βούνευρα το σώμα του Αγίου, έρριψεν αυτόν πάλιν εις την φυλακήν. Την δε άλλην ημέραν δέρει τον Μάρτυρα με ραβδία ροδέας ακανθωτά· είτα καταξεσχίζει ασπλάγχνως τας πλευράς του με σιδηράς αγκίδας, ήτοι τσιγκέλια, επιλέγων περιγελαστικώς· «Ας ίδωμεν, ν έλθη και τώρα ο Χριστός σου να σε ιατρεύση». Έπειτα δε εφυλάκισεν εκ νέου αυτόν. Άμα δε πάλιν προσηυχήθη ο Μάρτυς, έλαβε την ιατρείαν· όθεν ηυχαρίστει και εδόξαζε τον Θεόν. Βλέποντες δε οι άνθρωποι, οίτινες ευρίσκοντο εις την φυλακήν, τα θαυμάσια ταύτα, θαυμάζοντες έλεγον· «Μέγας τω όντι είναι ο Θεός των Χριστινών». Ο δε Γάργαλος τούτο ακούσας ωργίσθη. Όθεν προσέταξε να εμπήξωσιν εις τους ώμους του Μάρτυρος αγκίδας σιδηράς και από αυτάς να κρεμασθή, ούτω δε να μένη κρεμάμενος από την τρίτην ώραν έως την ενάτην. Ο δε Μάρτυς κρεμάμενος προσηύχετο. Καταβιβασθείς δε από εκεί, ερρίφθη πάλιν εις την φυλακήν. Η δε μήτηρ τού Μάρτυρος και η αδελφή αυτού Κασδόα επεθύμουν να ίδωσιν αυτόν, αλλ’ εφοβούντο τον βασιλέα. Μαθών δε την είδησιν ταύτην ο βασιλεύς, είπεν εις τον Γάργαλον· «Ακόμη ζη ο Γοβδελαάς»; Ο δε Γάργαλος απεκρίθη· «Ναι, βασιλεύ, ζη». Τότε προστάττει ο βασιλεύς να εκδάρωσι το δέρμα της κεφαλής του Μάρτυρος, αρχίζοντες από τον λαιμόν, και με το δέρμα αυτό να σκεπάσουν το πρόσωπόν του. Τούτου δε γενομένου, ερρίφθη πάλιν ο Μάρτυς εις την φυλακήν, δοξάζων και ευχαριστών τον Θεόν. Την δε άλλην ημέραν, μαθών ο βασιλεύς, ότι ακόμη ζη ο Άγιος, προστάττει να εκριζώσωσι όλους τους όνυχας των χειρών και των ποδών του και να εκβάλωσι τους τέσσαρας τραπεζίτας των οδόντων του και ούτω να ρίψωσιν αυτόν πάλιν εις την φυλακήν, ως θνησιμαίον κύνα. Έδωσε δε και προσταγήν ο θηριόγνωμος, ότι κανείς να μη προσφέρη εις αυτόν καμμίαν παρηγορίαν έως και απλού ύδατος, αλλά μήτε όλως να έμβη εις την φυλακήν. Η αδελφή όμως του Μάρτυρος Κασδόα ετόλμησε και επήγε κρυφίως εις την φυλακήν, και έδωκε νερόν εις τον αγαπητόν της αδελφόν. Είπε δε εις τον δεσμοφύλακα· «Εάν συ φανερώσης το πράγμα εις τινα, ήξευρε ότι μέλλεις βέβαια να αποκεφαλισθής». Και ο μεν του Χριστού Αθλητής έως τότε εζήτει παρηγορίας και ιατρείας από τον Θεόν, επειδή ακόμη δεν ήτο η ψυχή του πεπαγιωμένη και στερεά εις την πίστιν του Χριστού. Αφού δε αύτη επαγιώθη, δεν εζήτει πλέον ιατρείας, αλλ’ εζήτει να δοθή εις αυτόν θεόθεν υπομονή και προθυμία εις τας βασάνους. Όθεν ταύτην λαβών με την έλλαμψιν του Αγίου Πνεύματος, αυτός μεν ήτο πληγωμένος, και τον εαυτόν του δεν ιάτρευεν, άλλους δε μάλλον έχαιρε να ιατρεύη. Διο και όλοι επί τούτω εθαύμαζον. Όθεν και εις άκρος μάγος, ονομαζόμενος και αυτός Γάργαλος, ευρισκόμενος δε τότε εις την φυλακήν δια τα πολλά κακά τα οποία έπραξεν, ούτος, λέγω, βλέπων την τόσην υπομονήν του Αγίου και τα παρ’ αυτού γινόμενα εν τη φυλακή ένδοξα και εξαίσια θαύματα, έπεσεν εις τους πόδας του και έλεγε· «Δέομαί σου, δούλε του Θεού, μνήσθητί μου ενώπιον του Χριστού σου». Ο δε Άγιος είπεν εις αυτόν· «Πίστευσον εις τον Χριστόν, και αυτός θα σε λυτρώση από όλας τας αμαρτίας σου». Τότε ο Γάργαλος είπε· «Πιστεύω εις σε, Κύριε Ιησού Χριστέ». Και από τότε προσεκολλήθη εις τον Άγιον Γοβδελαάν. Μετά δε μίαν ημέραν εκάθισεν ο άρχων εις το κριτήριον. Και παραστήσας έμπροσθέν του και τους δύο, τον Άγιον, λέγω, Γοβδελαάν και τον πρώην μ΄γον Φάργαλον, προσέταξε να εκδύσωσι τον Γάργαλον και να δέρωσιν αυτόν με ραβδία. Δερόμενος λοιπόν ούτος ενητένιζεν εις τον ουρανόν και έλεγεν· «Κύριε Ιησού Χριστέ, δια το όνομά σου πάσχω, και ενδυνάμωσόν με». Όθεν ταύτα ειπών, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Ο δε Άγιος Γοβδελαάς, βληθείς εις ένα ξύλινον κοχλίαν, κατασυντρίβεται τους πόδας. Έπειτα καίεται ασπλάγχνως εις τας μασχάλας με πεπυρωμένας σιδηράς σφαίρας, και ούτω ρίπτεται εις την φυλακήν. Όσοι δε ευρίσκοντο εις την φυλακήν δεδεμένοι και πεπληγωμένοι εχρίοντο με τα αίματα, άπερ έτρεχον εκ των πληγών του Μάρτυρος, και ιατρεύοντο. Αλλά και ασθενείς εκεί τρέχοντες ελάμβανον την υγείαν των, και εδόξαζον τον Θεόν. Ταύτα ακούων ο άρχων Γάργαλος, δεν τα επίστευεν. Όθεν μετά δεκαπέντε ημέρας, εκβαλών τον Άγιον από την φυλακήν, εύρεν αυτόν ολόκληρον και υγιά. Βλέπων δε τούτο, έγινεν εξεστηκώς· και αντί να πιστεύση και ν μαλακωθή, περισσότερον εσκληρύνθη ο θηριόγνωμος. Και δια τούτο προστάττει να καύσουν πολύ ένα λέβητα, ο οποίος ήτο γεμάτος από πίσσαν και θείον, και εις αυτόν να ρίψωσι τον Άγιον. Ο δε Άγιος, αναβλέψας εις τον ουρανόν, προσηυχήθη και προθύμως εμβήκεν εις τον λέβητα. Και, ω του θαύματος! ευθύς εσχίσθη ο λέβης και εξήλθεν ο Μάρτυς αβλαβής. Τούτο βλέπων ο απάνθρωπος Γάργαλος συνεσκέφθη και διέταξε με τους άρχοντας να σταυρώσωσι μεν επί ξύλου γυμνόν τον Άγιον, πλήθος δε πολύ μακρόθεν να τον τοξεύωσι. Πλην ήτο εις τα όμματα εκάστου εν πράγμα παράδοξον. Διότι όχι μόνον ο Άγιος έμενεν απλήγωτος από τα ριπτόμενα βέλη, αλλά και ριπτόμενα ταύτα εναντίον του εκρεμώντο εις τον αέρα. Τούτο δε το θαύμα όλους εξέπκηξεν. Επειδή δε εκείνος, όστις έδωκε την συμβουλήν ταύτην εις τον Γάργαλον, ετέντωσε το τόξον του δια να κτυπήση τον Άγιον, ω του θαύματος! το ριφθέν βέλος ευθύς εστράφη, και εκτύπησε τον ιδικόν του δεξιόν οφθαλμόν. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς απέστειλε την θυγατέρα του Κασδόαν, ελπίζων μήπως αυτή με τους γλυκείς λόγους της δυνηθή να καταπείση τον αδελφόν της Γοβδελαάν να υπακούση εις τον πατέρα των, και να αρνηθή τον Χριστόν· η δε Κασδόα, προσελθούσα εις τον αδελφόν και κατηχηθείσα υπ’ αυτού, έγινε Χριστιανή. Τούτο δε μαθών ο πατήρ αυτών, ο και βασιλεύς, εθυμώθη. Όθεν προσέταξε να δείρωσι την θυγατέρα του σκληρώς με ραβδία· τούτου δε γενομένου, έβαλεν αυτήν εις την φυλακήν. Η δε Κασδόα, ευρισκομένη εις την φυλακήν και πονούσα από τους ραβδισμούς και τας μαστιγώσεις, τας οποίας έλαβε, λέγει προς τον Άγιον αδελφόν της· «Παρακάλεσον δι’ εμέ τον Θεόν, αδελφέ, επειδή δεν δύναμαι να υποφέρω τα βάσανα». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ας μη ολιγοστεύση η προς τον Θεόν πίστις σου και ελπίζω εις τον Χριστόν, εις ον επίστευσας, ότι Αυτός δεν θα αφήση να σου εγγίση βάσανος, αλλ’ ουδέ άλλην βάσανον μέλλεις να δοκιμάσης εις το εξής». Και λοιπόν ο βασιλεύς, εξαγαγών από την φυλακήν τον Γοβδελαάν, προσέταξε να δεθή χείρας και πόδας και να ριφθή εις τους πόδας των σφριγώντων ίππων, τους οποίους είχεν, ίνα καταπατηθή από αυτούς όλην την νύκτα και βιαίως αποθάνη. Ερρίφθη λοιπόν ο Άγιος, και επειδή ευρέθη το πρωϊ αβλαβής και λελυμένος από τα δεσμά, δια τούτο εξέστησαν άπαντες. Τότε πολλάς σούβλας πυρώσας ο απάνθρωπος τύραννος κατέκαυσε τα μέλη του Μάρτυρος. Έπειτα προστάττει να βάλουν μέσα εις τας δύο του χείρας δύο άγκιστρα, και δι’ αυτών να τον κρεμάσουν επάνω εις δύο ξύλα, τα οποία να είναι τρεις πήχεις μακράν το εν από το άλλο. Ο δε γενναίος Αθλητής και εκεί κρεμάμενος δεν έπαυεν από του να προσεύχηται και να δοξολογή τον Θεόν. Δύο δε Χριστιανοί Πρεσβύτεροι, ήτοι Ιερείς κατά την αξίαν, Δαδιής και Αυδιής ονομαζόμενοι, παρίσταντο κρυφίως δια τον φόβον του βασιλέως και έγραφον έκαστον μαρτύριον του Αγίου. Εις τούτους λοιπόν είπεν ο Άγιος· «Εάν είναι δυνατόν εις σας, φέρετέ μοι ύδωρ και έλαιον δια να βαπτισθώ. Ει δε και δεν είναι δυνατόν, παρακαλέσατε τον Θεόν δια να γίνη τούτο». Ταύτα λέγοντος του Αγίου, ιδού επισκιάζει αυτόν μικρόν νέφος ως ομίχλη, το οποίον έβρεξε κρουνηδόν επί της κεφαλής του Μάρτυρος ύδωρ και έλαιον. Μετά του νέφους δε ηκούσθη φωνή λέγουσα· «Δούλε του Θεού Γοβδελαά, ιδού εδέχθης το άγιον Βάπτισμα». Και ευθύς έλαμψε το πρόσωπον του Αγίου ως φως, και ευωδία εξήλθεν από αυτόν όχι ολίγη. Όθεν ανέπεμψεν ο Αθλητής δόξαν και αίνον εις τον Σωτήρα Χριστόν. Ο δε ωμός Γάργαλος, καταβιβάσας τον Μάρτυρα από το ξύλον, έξυσε καλάμους και τους επλάτυνεν. Έπειτα κατεκέντησε με αυτούς όλον το σώμα του Μάρτυρος, από ποδών έως κεφαλής. Ο δε του Χριστού Αθλητής επί πολλάς ώρας κατακεντούμενος και τον νουν του όλον προσηλώσας εις τον Θεόν, παρέδωκεν εις αυτόν την αγίαν ψυχήν του. Τότε ο Γάργαλος έδεσε τους πόδας τού Αγίου με σχοινίον, το οποίον πάλιν έδεσε εις αγρίους ίππους, προστάξας είτα τους στρατιώτας να κτυπούν και να διώκουν τα ζώα εις τραχείς και πετρώδεις τόπους, με σκοπόν, ίνα το νεκρόν και γυμνόν σώμα του Μάρτυρος διασπαραχθή εις τεμάχια και παντελώς εξαφανισθή. Αφού δε τούτο εποίησεν ο απάνθρωπος, ει τι μέρος έμεινε του αθλητικωτάτου εκείνου σώματος, το διεμοίρασεν εις τρία και έρριψε ταύτα (ω ψυχής ωμοτάτης, της και τα θηρία υπερβαινούσης!) δια να τα καταφάγωσι τα πτηνά και οι κύνες. Αλλ’ οι ανωτέρω ρηθέντες δύο Ιερείς, Δαδιής και Αυδιής, αγοράσαντες τα τεμάχια εκείνα του ιερού λειψάνου αντί πολλών χρημάτων, έφερον αυτά μαζί με τον Διάκονον Αρμαδαζάκ εις τους οίκους των. Και τυλίξαντες με αρώματα και σινδόνας ενεταφίασαν αυτά ευλαβώς. Ο δε Άγιος Δάδας, ο ενδοξότατος και συγγενής του βασιλέως, ως ανωτέρω είπομεν, με διαφόρους βασάνους τιμωρηθείς, τελευταίον κατεκόπη μεληδόν και ούτω και αυτός ετελειώθει εν Κυρίω. Φιλόχριστοι δε τινες, λαβόντες τα κατακοπέντα αυτού μέλη και τιμήσαντες κατά το πρέπον, ενεταφίασαν αυτά εις ιερόν και τίμιον τόπον. Εν ω δε οι ανωτέρω Ιερείς και οι λοιποί έψαλλον όλην εκείνην την νύκτα, δοξολογούντες και ευχαριστούντες τον Θεόν, ιδού κατά το μεσονύκτιον φαίνεται εν τω μέσω αυτών ο Άγιος Γοβδελαάς, και λέγει εις αυτούς· «Ενδυναμούσθε εν Κυρίω, αδελφοί, και στήτε εδραίοι και αμετακίνητοι»· «Και μη φοβείσθε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι: 28). Οι δε ψαλμωδούντες Ιερείς, βλέποντες τον Άγιον, εχάρησαν. Είπε δε πάλιν προς αυτούς ο Μάρτυς· «Ο Κύριος να σας αποδώση τον μισθόν, δια τον κόπον τον οποίον εποιήσατε». Και κλίνας την κεφαλήν, λέγει προς τον Δαδιήν· «Λάβε το κέρας του ελαίου, ήτοι το άγιον Μύρον· ομοίως λάβε και το Τίμιον Σώμα του Χριστού, και πορεύθητι εις τον βασιλικόν κήπον, εις τον οποίον θέλεις εύρει την αδελφήν μου Κασδόαν, και μύρωσον και κοινώνησον αυτήν το άγιον Σώμα του Κυρίου». Ο δε Δαδιής, λαβών αυτά, επήγεν. Και ω του θαύματος! άμα έφθασεν εις την θύραν του κήπου, ιδού εφάνη Άγγελος Κυρίου, και εισήγαγεν αυτόν εις τον κήπον, ευρών δε ούτος εκεί την Κασδόαν οδηγηθείσαν υπό θείου Αγγέλου εβάπτισε και εμύρωσεν αυτήν, κοινωνήσας δε αυτήν και των Αχράντων Μυστηρίων είπεν· «Ύπαγε και κοιμώ έως της παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Και ευθέως επαναφερθείσης αοράτως εις την φυλακήν έλαβεν ο Άγγελος την αγίαν της ψυχήν, και ανέβη εις τα ουράνια. Άλλος δε τις συγγενής του βασιλέως, Κασδόος ονομαζόμενος, εδάρη με σπάθην ξυλίνην δια το όνομα του Χριστού, και ετελειώθη εν Κυρίω. Την δε πρωϊαν εμβήκεν η βασίλισσα εις την φυλακήν, και ευρούσα την θυγατέρα αυτής Κασδόαν τετελειωμένην, επανήλθε λυπουμένη εις τα βασίλεια, και λέγει εις τον άνδρα της· «Εις το εξής, βασιλεύ, χαίρε συ και η βασιλεία σου. Διότι ο μεν υιός μου Γοβδελαάς εθανατώθη, αφού πρότερον ετιμωρήθη μυριοπλασίως υπό σου, ως ει είχεν εγκλήματα μυρίων φονέων, η δε θυγάτηρ μου Κασδόα, ιδού και αυτή απέθανεν, αφού κατεσχίσθη με ακανθώδη ραβδία, ως να εφόνευσε τον ίδιόν της πατέρα». Ταύτα ακούσας ο άσπλαγχνος εκείνος και αιμοβόρος ανήρ ομού και πατήρ, τελείως δεν έκλινεν εις έλεος και συμπάθειαν. Η δε μήτηρ βασίλισσα, λαβούσα αρώματα πολυειδή και ευωδέστατα, εμύρισε το λείψανον Κασδόας της αγίας ταύτης θυγατρός· και τυλίξασα με πορφύραν βασιλικήν, έβαλεν αυτό με το λείψανον Γοβδελαά του Αγίου υιού της εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών. Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Επειδή δε απεστάλη παρ’ αυτού εις το να εξουσιάζη πόλεις τινάς των Περσών, δεν έκρινεν εύλογον να κρύπτη πλέον την ευσέβειαν, αλλ’ εσέβετο τον Χριστόν φανερά. Όθεν, καίτι διεβλήθη εις τον βασιλέα, ότι ήτο Χριστιανός, δεν του αφηρέθη όμως η εξουσία. Εστάλη δε από τον βασιλέα ο πρώτος των μεγιστάνων Αδραμέλεχ, δια να μάθη την ακρίβειαν. Ευρών δε ούτος τον Δάδαν εν αληθεία σεβόμενον τον Χριστόν, έγραψε περί τούτου εις τον βασιλέα· ο δε βασιλεύς έδωκε τότε εις τον Αδραμέλεχ εξουσίαν να τιμωρήση οίον δήποτε Χριστιανόν εύρη· ταύτην την έγραφον άδειαν έστειλεν εις τον Αδραμέλεχ δια μέσου Γοβδελαά του υιού του. Όθεν ο Αδραμέλεχ, λαβών την εξουσίαν αυτήν, ήρχισε να εξετάζη τον Δάδαν, συγκαθημένου επί του κριτηρίου και Γοβδελαά του υιού του βασιλέως. Αφ’ ου λοιπόν έκριναν τον Άγιον, και φοβερισμούς και κολακείας μεταχειρισθέντες εύρον αυτόν ολοψύχως πιστεύοντα εις τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν, και υπέρ της αγάπης τούτου προτιμώντα να αποθάνη, τότε ήναψαν μεγάλην και δυνατήν κάμινον, και προστάττουσι να ριφθή εντός αυτής ο Άγιος. Όταν λοιπόν έμελλεν ο Μάρτυς να ριφθή εντός της καμίνου εκείνης, ήτις εσήκωνε την φλόγα εις μέγα ύψος, και εφόβιζε και μακρόθεν τους βλέποντας, τότε πλησιάσας ο του Χριστού Αθλητής εποίησεν επάνω εις αυτήν το σημείον του Τιμίου Σταυρού. Και, ω του θαύματος! ευθύς εσβέσθη η κάμινος, και αντί φλογός ανέβλυσεν ύδωρ. Τούτο το θαύμα βλέποντες οι εκεί παρόντες εξέστησαν. Ο δε υιός του βασιλέως Γοβδελαάς είπε· «Προσφιλέστατε Δάδα, ποίος σε εδίδαξε τας μαγείας ταύτας»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Είθε και συ να εμάνθανες τοιαύτα θαύματα παρά του Διδασκάλου μου Χριστού». Ο Γοβδελαάς είπεν· «Εάν πιστεύσω εις τον Χριστόν σου, θα δυνηθώ και εγώ να ποιώ ομοίως»; Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Όχι μόνον αυτά θα δύνασαι να κάμης, αλλά προς τούτοις θα συμβασιλεύσης και μετά του ιδίου Χριστού». Τότε προστάξας ο Γοβδελαάς να αναφθή μία άλλη κάμινος, και επικαλεσθείς το όνομα του Χριστού, ω του θαύματος! ευθύς έσβεσεν αυτήν. Όθεν προσπεσών εις τους πόδας του Αγίου επίστευσεν εις τον Χριστόν. Ιδών ταύτα ο Αδραμέλεχ επήγεν και τα εφανέρωσεν εις τον βασιλέα. Παραστήσας δε αυτός έμπροσθέν του τον υιόν του Γοβδελαάν, και πληροφορηθείς παρ’ αυτού του ιδίου ότι είναι Χριστιανός, προστάττει να δέρηται υπό τεσσάρων στρατιωτών με ακανθώδη ραβδία· επειδή δε οι στρατιώται εκείνοι απέκαμον δέροντες, δια τούτο τους αντικατέστησαν τέσσαρες άλλοι. Ο δε Μάρτυς του Χριστού, τυπτόμενος εις όλον το σώμα, παρεκάλει σιωπηλώς τον Θεόν να δοθή υπομονή εις αυτόν. Και, ω του θαύματος! ευθύς Άγγελος Κυρίου φανείς ενεδυνάμωσε και παρεθάρρυνεν αυτόν λέγων· «Θάρσει και μη φοβού, διότι μετά σου εγώ είμαι». Έπειτα ρίπτεται εις την φυλακήν, και μένει εις αυτήν πέντε ημέρας. Μετά ταύτα έδωκεν ο βασιλεύς εξουσίαν εις τινα άλλον, Γάργαλον ονόματι, να τιμωρήση τόσον τον υιόν του Γοβδελαάν, όσον και τους άλλους Χριστιανούς. Και λοιπόν ευθύς προστάττει ο Γάργαλος να δαρή ο Γοβδελαάς με βούνευρα· όθεν ο του Κυρίου Αθλητής δερόμενος προσηύχετο εις τον Θεόν, αναθεματίζων την θρησκείαν του πατρός του. Τότε ο Γάργαλος προσέταξε να εκβάλωσι δύο λωρίδας από τους πόδας έως την κεφαλήν του Αγίου, λέγων και τούτο χλευαστικώς· «Τώρα βεβαίως θα έλθη ο Χριστός σου, δια να σε καταστήση υγιά». Τούτου δε γενομένου, έδεσαν αυτόν δυνατά και τον έρριψαν εις την φυλακήν. Επειδή δε αφ’ εαυτών ελύθησαν τα δεσμά και ο Άγιος πάραυτα έγινεν υγιής, καθώς ήτο και πρότερον, δια τούτο ο Γάργαλος, βλέπων το θαύμα, εξήστη, και πορευθείς εις τον βασιλέα εφανέρωσε ταύτα. Ο δε βασιλεύς είπε· «Θανάτωσον τον δυσσεβή, επειδή αυτός δεν είναι υιός μου, αλλ’ επίβουλός μου, διότι επίστευσεν εις τον Χριστόν». Τότε ο θηριώδης Γάργαλος προσέταξε να πυρώσουν μίαν σούβλαν, και να διαπεράσουν αυτήν δια των ωτίων του μακαρίου Γοβδελαά· και τούτου γενομένου, έβλεν αυτόν εις την φυλακήν. Εκεί λοιπόν προσευχομένου του Μάρτυρος, ιδού ήλθεν Άγγελος Κυρίου, όστις εξέβαλε την σούβλαν από τα ώτα του και ιάτρευσεν αυτόν. Βλέπων δε ο Γάργαλος τον Μάρτυρα υγιά, ουκ ηβουλήθη ο ασύνετος συνιέναι, αλλά καταξεσχίσας με βούνευρα το σώμα του Αγίου, έρριψεν αυτόν πάλιν εις την φυλακήν. Την δε άλλην ημέραν δέρει τον Μάρτυρα με ραβδία ροδέας ακανθωτά· είτα καταξεσχίζει ασπλάγχνως τας πλευράς του με σιδηράς αγκίδας, ήτοι τσιγκέλια, επιλέγων περιγελαστικώς· «Ας ίδωμεν, ν έλθη και τώρα ο Χριστός σου να σε ιατρεύση». Έπειτα δε εφυλάκισεν εκ νέου αυτόν. Άμα δε πάλιν προσηυχήθη ο Μάρτυς, έλαβε την ιατρείαν· όθεν ηυχαρίστει και εδόξαζε τον Θεόν. Βλέποντες δε οι άνθρωποι, οίτινες ευρίσκοντο εις την φυλακήν, τα θαυμάσια ταύτα, θαυμάζοντες έλεγον· «Μέγας τω όντι είναι ο Θεός των Χριστινών». Ο δε Γάργαλος τούτο ακούσας ωργίσθη. Όθεν προσέταξε να εμπήξωσιν εις τους ώμους του Μάρτυρος αγκίδας σιδηράς και από αυτάς να κρεμασθή, ούτω δε να μένη κρεμάμενος από την τρίτην ώραν έως την ενάτην. Ο δε Μάρτυς κρεμάμενος προσηύχετο. Καταβιβασθείς δε από εκεί, ερρίφθη πάλιν εις την φυλακήν. Η δε μήτηρ τού Μάρτυρος και η αδελφή αυτού Κασδόα επεθύμουν να ίδωσιν αυτόν, αλλ’ εφοβούντο τον βασιλέα. Μαθών δε την είδησιν ταύτην ο βασιλεύς, είπεν εις τον Γάργαλον· «Ακόμη ζη ο Γοβδελαάς»; Ο δε Γάργαλος απεκρίθη· «Ναι, βασιλεύ, ζη». Τότε προστάττει ο βασιλεύς να εκδάρωσι το δέρμα της κεφαλής του Μάρτυρος, αρχίζοντες από τον λαιμόν, και με το δέρμα αυτό να σκεπάσουν το πρόσωπόν του. Τούτου δε γενομένου, ερρίφθη πάλιν ο Μάρτυς εις την φυλακήν, δοξάζων και ευχαριστών τον Θεόν. Την δε άλλην ημέραν, μαθών ο βασιλεύς, ότι ακόμη ζη ο Άγιος, προστάττει να εκριζώσωσι όλους τους όνυχας των χειρών και των ποδών του και να εκβάλωσι τους τέσσαρας τραπεζίτας των οδόντων του και ούτω να ρίψωσιν αυτόν πάλιν εις την φυλακήν, ως θνησιμαίον κύνα. Έδωσε δε και προσταγήν ο θηριόγνωμος, ότι κανείς να μη προσφέρη εις αυτόν καμμίαν παρηγορίαν έως και απλού ύδατος, αλλά μήτε όλως να έμβη εις την φυλακήν. Η αδελφή όμως του Μάρτυρος Κασδόα ετόλμησε και επήγε κρυφίως εις την φυλακήν, και έδωκε νερόν εις τον αγαπητόν της αδελφόν. Είπε δε εις τον δεσμοφύλακα· «Εάν συ φανερώσης το πράγμα εις τινα, ήξευρε ότι μέλλεις βέβαια να αποκεφαλισθής». Και ο μεν του Χριστού Αθλητής έως τότε εζήτει παρηγορίας και ιατρείας από τον Θεόν, επειδή ακόμη δεν ήτο η ψυχή του πεπαγιωμένη και στερεά εις την πίστιν του Χριστού. Αφού δε αύτη επαγιώθη, δεν εζήτει πλέον ιατρείας, αλλ’ εζήτει να δοθή εις αυτόν θεόθεν υπομονή και προθυμία εις τας βασάνους. Όθεν ταύτην λαβών με την έλλαμψιν του Αγίου Πνεύματος, αυτός μεν ήτο πληγωμένος, και τον εαυτόν του δεν ιάτρευεν, άλλους δε μάλλον έχαιρε να ιατρεύη. Διο και όλοι επί τούτω εθαύμαζον. Όθεν και εις άκρος μάγος, ονομαζόμενος και αυτός Γάργαλος, ευρισκόμενος δε τότε εις την φυλακήν δια τα πολλά κακά τα οποία έπραξεν, ούτος, λέγω, βλέπων την τόσην υπομονήν του Αγίου και τα παρ’ αυτού γινόμενα εν τη φυλακή ένδοξα και εξαίσια θαύματα, έπεσεν εις τους πόδας του και έλεγε· «Δέομαί σου, δούλε του Θεού, μνήσθητί μου ενώπιον του Χριστού σου». Ο δε Άγιος είπεν εις αυτόν· «Πίστευσον εις τον Χριστόν, και αυτός θα σε λυτρώση από όλας τας αμαρτίας σου». Τότε ο Γάργαλος είπε· «Πιστεύω εις σε, Κύριε Ιησού Χριστέ». Και από τότε προσεκολλήθη εις τον Άγιον Γοβδελαάν. Μετά δε μίαν ημέραν εκάθισεν ο άρχων εις το κριτήριον. Και παραστήσας έμπροσθέν του και τους δύο, τον Άγιον, λέγω, Γοβδελαάν και τον πρώην μ΄γον Φάργαλον, προσέταξε να εκδύσωσι τον Γάργαλον και να δέρωσιν αυτόν με ραβδία. Δερόμενος λοιπόν ούτος ενητένιζεν εις τον ουρανόν και έλεγεν· «Κύριε Ιησού Χριστέ, δια το όνομά σου πάσχω, και ενδυνάμωσόν με». Όθεν ταύτα ειπών, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Ο δε Άγιος Γοβδελαάς, βληθείς εις ένα ξύλινον κοχλίαν, κατασυντρίβεται τους πόδας. Έπειτα καίεται ασπλάγχνως εις τας μασχάλας με πεπυρωμένας σιδηράς σφαίρας, και ούτω ρίπτεται εις την φυλακήν. Όσοι δε ευρίσκοντο εις την φυλακήν δεδεμένοι και πεπληγωμένοι εχρίοντο με τα αίματα, άπερ έτρεχον εκ των πληγών του Μάρτυρος, και ιατρεύοντο. Αλλά και ασθενείς εκεί τρέχοντες ελάμβανον την υγείαν των, και εδόξαζον τον Θεόν. Ταύτα ακούων ο άρχων Γάργαλος, δεν τα επίστευεν. Όθεν μετά δεκαπέντε ημέρας, εκβαλών τον Άγιον από την φυλακήν, εύρεν αυτόν ολόκληρον και υγιά. Βλέπων δε τούτο, έγινεν εξεστηκώς· και αντί να πιστεύση και ν μαλακωθή, περισσότερον εσκληρύνθη ο θηριόγνωμος. Και δια τούτο προστάττει να καύσουν πολύ ένα λέβητα, ο οποίος ήτο γεμάτος από πίσσαν και θείον, και εις αυτόν να ρίψωσι τον Άγιον. Ο δε Άγιος, αναβλέψας εις τον ουρανόν, προσηυχήθη και προθύμως εμβήκεν εις τον λέβητα. Και, ω του θαύματος! ευθύς εσχίσθη ο λέβης και εξήλθεν ο Μάρτυς αβλαβής. Τούτο βλέπων ο απάνθρωπος Γάργαλος συνεσκέφθη και διέταξε με τους άρχοντας να σταυρώσωσι μεν επί ξύλου γυμνόν τον Άγιον, πλήθος δε πολύ μακρόθεν να τον τοξεύωσι. Πλην ήτο εις τα όμματα εκάστου εν πράγμα παράδοξον. Διότι όχι μόνον ο Άγιος έμενεν απλήγωτος από τα ριπτόμενα βέλη, αλλά και ριπτόμενα ταύτα εναντίον του εκρεμώντο εις τον αέρα. Τούτο δε το θαύμα όλους εξέπκηξεν. Επειδή δε εκείνος, όστις έδωκε την συμβουλήν ταύτην εις τον Γάργαλον, ετέντωσε το τόξον του δια να κτυπήση τον Άγιον, ω του θαύματος! το ριφθέν βέλος ευθύς εστράφη, και εκτύπησε τον ιδικόν του δεξιόν οφθαλμόν. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς απέστειλε την θυγατέρα του Κασδόαν, ελπίζων μήπως αυτή με τους γλυκείς λόγους της δυνηθή να καταπείση τον αδελφόν της Γοβδελαάν να υπακούση εις τον πατέρα των, και να αρνηθή τον Χριστόν· η δε Κασδόα, προσελθούσα εις τον αδελφόν και κατηχηθείσα υπ’ αυτού, έγινε Χριστιανή. Τούτο δε μαθών ο πατήρ αυτών, ο και βασιλεύς, εθυμώθη. Όθεν προσέταξε να δείρωσι την θυγατέρα του σκληρώς με ραβδία· τούτου δε γενομένου, έβαλεν αυτήν εις την φυλακήν. Η δε Κασδόα, ευρισκομένη εις την φυλακήν και πονούσα από τους ραβδισμούς και τας μαστιγώσεις, τας οποίας έλαβε, λέγει προς τον Άγιον αδελφόν της· «Παρακάλεσον δι’ εμέ τον Θεόν, αδελφέ, επειδή δεν δύναμαι να υποφέρω τα βάσανα». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ας μη ολιγοστεύση η προς τον Θεόν πίστις σου και ελπίζω εις τον Χριστόν, εις ον επίστευσας, ότι Αυτός δεν θα αφήση να σου εγγίση βάσανος, αλλ’ ουδέ άλλην βάσανον μέλλεις να δοκιμάσης εις το εξής». Και λοιπόν ο βασιλεύς, εξαγαγών από την φυλακήν τον Γοβδελαάν, προσέταξε να δεθή χείρας και πόδας και να ριφθή εις τους πόδας των σφριγώντων ίππων, τους οποίους είχεν, ίνα καταπατηθή από αυτούς όλην την νύκτα και βιαίως αποθάνη. Ερρίφθη λοιπόν ο Άγιος, και επειδή ευρέθη το πρωϊ αβλαβής και λελυμένος από τα δεσμά, δια τούτο εξέστησαν άπαντες. Τότε πολλάς σούβλας πυρώσας ο απάνθρωπος τύραννος κατέκαυσε τα μέλη του Μάρτυρος. Έπειτα προστάττει να βάλουν μέσα εις τας δύο του χείρας δύο άγκιστρα, και δι’ αυτών να τον κρεμάσουν επάνω εις δύο ξύλα, τα οποία να είναι τρεις πήχεις μακράν το εν από το άλλο. Ο δε γενναίος Αθλητής και εκεί κρεμάμενος δεν έπαυεν από του να προσεύχηται και να δοξολογή τον Θεόν. Δύο δε Χριστιανοί Πρεσβύτεροι, ήτοι Ιερείς κατά την αξίαν, Δαδιής και Αυδιής ονομαζόμενοι, παρίσταντο κρυφίως δια τον φόβον του βασιλέως και έγραφον έκαστον μαρτύριον του Αγίου. Εις τούτους λοιπόν είπεν ο Άγιος· «Εάν είναι δυνατόν εις σας, φέρετέ μοι ύδωρ και έλαιον δια να βαπτισθώ. Ει δε και δεν είναι δυνατόν, παρακαλέσατε τον Θεόν δια να γίνη τούτο». Ταύτα λέγοντος του Αγίου, ιδού επισκιάζει αυτόν μικρόν νέφος ως ομίχλη, το οποίον έβρεξε κρουνηδόν επί της κεφαλής του Μάρτυρος ύδωρ και έλαιον. Μετά του νέφους δε ηκούσθη φωνή λέγουσα· «Δούλε του Θεού Γοβδελαά, ιδού εδέχθης το άγιον Βάπτισμα». Και ευθύς έλαμψε το πρόσωπον του Αγίου ως φως, και ευωδία εξήλθεν από αυτόν όχι ολίγη. Όθεν ανέπεμψεν ο Αθλητής δόξαν και αίνον εις τον Σωτήρα Χριστόν. Ο δε ωμός Γάργαλος, καταβιβάσας τον Μάρτυρα από το ξύλον, έξυσε καλάμους και τους επλάτυνεν. Έπειτα κατεκέντησε με αυτούς όλον το σώμα του Μάρτυρος, από ποδών έως κεφαλής. Ο δε του Χριστού Αθλητής επί πολλάς ώρας κατακεντούμενος και τον νουν του όλον προσηλώσας εις τον Θεόν, παρέδωκεν εις αυτόν την αγίαν ψυχήν του. Τότε ο Γάργαλος έδεσε τους πόδας τού Αγίου με σχοινίον, το οποίον πάλιν έδεσε εις αγρίους ίππους, προστάξας είτα τους στρατιώτας να κτυπούν και να διώκουν τα ζώα εις τραχείς και πετρώδεις τόπους, με σκοπόν, ίνα το νεκρόν και γυμνόν σώμα του Μάρτυρος διασπαραχθή εις τεμάχια και παντελώς εξαφανισθή. Αφού δε τούτο εποίησεν ο απάνθρωπος, ει τι μέρος έμεινε του αθλητικωτάτου εκείνου σώματος, το διεμοίρασεν εις τρία και έρριψε ταύτα (ω ψυχής ωμοτάτης, της και τα θηρία υπερβαινούσης!) δια να τα καταφάγωσι τα πτηνά και οι κύνες. Αλλ’ οι ανωτέρω ρηθέντες δύο Ιερείς, Δαδιής και Αυδιής, αγοράσαντες τα τεμάχια εκείνα του ιερού λειψάνου αντί πολλών χρημάτων, έφερον αυτά μαζί με τον Διάκονον Αρμαδαζάκ εις τους οίκους των. Και τυλίξαντες με αρώματα και σινδόνας ενεταφίασαν αυτά ευλαβώς. Ο δε Άγιος Δάδας, ο ενδοξότατος και συγγενής του βασιλέως, ως ανωτέρω είπομεν, με διαφόρους βασάνους τιμωρηθείς, τελευταίον κατεκόπη μεληδόν και ούτω και αυτός ετελειώθει εν Κυρίω. Φιλόχριστοι δε τινες, λαβόντες τα κατακοπέντα αυτού μέλη και τιμήσαντες κατά το πρέπον, ενεταφίασαν αυτά εις ιερόν και τίμιον τόπον. Εν ω δε οι ανωτέρω Ιερείς και οι λοιποί έψαλλον όλην εκείνην την νύκτα, δοξολογούντες και ευχαριστούντες τον Θεόν, ιδού κατά το μεσονύκτιον φαίνεται εν τω μέσω αυτών ο Άγιος Γοβδελαάς, και λέγει εις αυτούς· «Ενδυναμούσθε εν Κυρίω, αδελφοί, και στήτε εδραίοι και αμετακίνητοι»· «Και μη φοβείσθε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι: 28). Οι δε ψαλμωδούντες Ιερείς, βλέποντες τον Άγιον, εχάρησαν. Είπε δε πάλιν προς αυτούς ο Μάρτυς· «Ο Κύριος να σας αποδώση τον μισθόν, δια τον κόπον τον οποίον εποιήσατε». Και κλίνας την κεφαλήν, λέγει προς τον Δαδιήν· «Λάβε το κέρας του ελαίου, ήτοι το άγιον Μύρον· ομοίως λάβε και το Τίμιον Σώμα του Χριστού, και πορεύθητι εις τον βασιλικόν κήπον, εις τον οποίον θέλεις εύρει την αδελφήν μου Κασδόαν, και μύρωσον και κοινώνησον αυτήν το άγιον Σώμα του Κυρίου». Ο δε Δαδιής, λαβών αυτά, επήγεν. Και ω του θαύματος! άμα έφθασεν εις την θύραν του κήπου, ιδού εφάνη Άγγελος Κυρίου, και εισήγαγεν αυτόν εις τον κήπον, ευρών δε ούτος εκεί την Κασδόαν οδηγηθείσαν υπό θείου Αγγέλου εβάπτισε και εμύρωσεν αυτήν, κοινωνήσας δε αυτήν και των Αχράντων Μυστηρίων είπεν· «Ύπαγε και κοιμώ έως της παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Και ευθέως επαναφερθείσης αοράτως εις την φυλακήν έλαβεν ο Άγγελος την αγίαν της ψυχήν, και ανέβη εις τα ουράνια. Άλλος δε τις συγγενής του βασιλέως, Κασδόος ονομαζόμενος, εδάρη με σπάθην ξυλίνην δια το όνομα του Χριστού, και ετελειώθη εν Κυρίω. Την δε πρωϊαν εμβήκεν η βασίλισσα εις την φυλακήν, και ευρούσα την θυγατέρα αυτής Κασδόαν τετελειωμένην, επανήλθε λυπουμένη εις τα βασίλεια, και λέγει εις τον άνδρα της· «Εις το εξής, βασιλεύ, χαίρε συ και η βασιλεία σου. Διότι ο μεν υιός μου Γοβδελαάς εθανατώθη, αφού πρότερον ετιμωρήθη μυριοπλασίως υπό σου, ως ει είχεν εγκλήματα μυρίων φονέων, η δε θυγάτηρ μου Κασδόα, ιδού και αυτή απέθανεν, αφού κατεσχίσθη με ακανθώδη ραβδία, ως να εφόνευσε τον ίδιόν της πατέρα». Ταύτα ακούσας ο άσπλαγχνος εκείνος και αιμοβόρος ανήρ ομού και πατήρ, τελείως δεν έκλινεν εις έλεος και συμπάθειαν. Η δε μήτηρ βασίλισσα, λαβούσα αρώματα πολυειδή και ευωδέστατα, εμύρισε το λείψανον Κασδόας της αγίας ταύτης θυγατρός· και τυλίξασα με πορφύραν βασιλικήν, έβαλεν αυτό με το λείψανον Γοβδελαά του Αγίου υιού της εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών. Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου