Βαβύλας ο αγιώτατος διδάσκαλος έζη, όταν ο βασιλεύς
Μαξιμιανός ευρίσκετο εις την Νικομήδειαν και εκίνει διωγμόν κατά των Χριστιανών
εν έτει (298). Τότε από τον φόβον των εκρύπτοντο οι Χριστιανοί, προσελθών δε
εις τον Μαξιμιανόν εις από τους ειδωλολάτρας λέγει: «Βασιλεύ, κάτωθεν μιας
κρυπτής γέφυρας κάθηται γέρων τις, ονόματι Βαβύλας, και διδάσκει τα των αφρόνων
Χριστιανών παιδία να σέβωνται μεν τον Εσταυρωμένον, να αποστρέφωνται δε τους
θεούς».
Παρευθύς όθεν εστάλησαν μετ’ αυτού στρατιώται και έφεραν έμπροσθεν του βασιλέως τον διδάσκαλον Βαβύλαν ομού με τους μαθητάς του, ογδοήκοντα τέσσαρας όντας τον αριθμόν· όθεν ο Μαξιμιανός λέγει προς αυτόν· «Διατί, ω γέρον, είσαι τόσον πεπλανημένος και πιστεύεις ένα άνθρωπον βιοθανή και κακοθάνατον, τον οποίον εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι; Διατί δεν προσκυνείς τους θεούς, τους οποίους προσκυνεί όλη η οικουμένη; Και διατί εξαπατάς τα νήπια των ανοήτων Χριστιανών και διδάσκεις αυτά να μη προσκυνούν τους θεούς»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Οι θεοί των εθνών, βασιλεύ, είναι δαιμόνια, ο δε ιδικός μας Θεός εποίησε τους ουρανούς και την γην και πάντα τα εν αυτή· συ δε και οι μετά σου ειδωλολάτραι, τυφλοί όντες, δεν βλέπετε την αλήθειαν». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς ήναψεν από τον θυμόν και ευθύς προστάσσει να κτυπούν τέσσαρες στρατιώται με πέτρας εις τας παρειάς, εις τας πλευράς και εις τας κνήμας τον Άγιον. Ο δε Άγιος, βλέπων το σώμα του, ότι εκοκκίνισεν όλον από το αίμα, εδόξαζε μεγαλοφώνως τον Θεόν λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε, ότι εμέ τον γέροντα και ασθενή έδειξας δυνατώτερον από βασιλέα νέον και δυνατόν». Όθεν επειδή είπε ταύτα, δια τούτο με τους αυτούς λίθους κτυπάται ο Άγιος κατά τους αστραγάλους και κατά τους ώμους· και αφ’ ου συνετρίβησαν όλα τα άρθρα και αι αρμονίαι του σώματός του, δέχεται αλυσίδας βαρείας εις τον λαιμόν και ούτω τίθενται οι πόδες του εις το τιμωρητικόν ξύλον και κλείεται εις φυλακήν. Τότε ήρχισεν ο βασιλεύς να κολακεύη τα ογδοήκοντα τέσσαρα παιδία και να τα παρακινή να θυσιάσουν εις τους θεούς· τα δε παιδία ουδόλως απεκρίνοντο εις αυτόν, αλλά συχνάκις έστρεφον και έβλεπον άλληλα· χωρίσας δε από αυτά τα δέκα, τα πλέον μεγάλα κατά την ηλικίαν, λέγει προς αυτά· «Σεις, ω τέκνα μου, ως φρόνιμα που είσθε, καταπεισθήτε εις τους λόγους μου και θυσιάσατε εις τους θεούς και θα κατοικήτε ομού με εμέ εις το ανάκτορον δια να απολαμβάνητε πολλά αγαθά». Δύο δε από αυτά, Αμμώνιος και Δονάτος ονομαζόμενα, είπον προς τον βασιλέα: «Ημείς είμεθα πιστοί Χριστιανοί και δια τούτο δεν θα υποφέρωμεν ποτέ να θυσιάσωμεν εις κωφούς και αλάλους δαίμονας». Όθεν δια τα λόγια ταύτα δέρονται υπό των στρατιωτών τα του Χριστού αρνία και δερόμενα εγένοντο περισσότερον ανδρεία και εφώναζον συνεχώς· «Χριστιανοί είμεθα και δεν θυσιάζομεν εις τους θεούς σου, αλλά ας είναι ανάθεμα εις σε και εις αυτούς». Τότε προστάσσει ο τύραννος να δαρούν όλα δυνατά και να ριφθούν εις την φυλακήν, κανείς δε να μη δώση άρτον εις αυτά, έως ου αποθάνουν από την πείναν. Έπειτα προστάσσει να κρεμασθή ο διδάσκαλος αυτών Βαβύλας και να δαρή με ωμά νεύρα βοών, ηρώτα δε έκαστον παιδίον, εάν αρνήται τον Χριστόν και τον διδάσκαλόν του. Επειδή δε εκείνα εις τούτο δεν επείθοντο, δια τούτο προσέταξεν ο τύραννος να θανατωθούν δια ξίφους τόσον αυτά, όσον και ο διδάσκαλός των. Απαγόμενος δε ο Άγιος ομού με τους ογδοήκοντα τέσσαρας μαθητάς του εις τον τόπον της καταδίκης, έψαλλεν· «Ιδού εγώ και τα παιδία, α μοι έδωκεν ο Θεός». Πρώτος λοιπόν ο θείος Βαβύλας απεκεφαλίσθη, κατά την προσταγήν του βασιλέως· έπειτα απεκεφαλίσθησαν και τα παιδία. Χριστιανοί δε τινες, ελθόντες δια νυκτός, έθηκαν τα λείψανα των Αγίων εντός μικρού πλοίου και τα έφεραν εις την Κωνσταντινούπολιν και ούτω θέσαντες αυτά μέσα εις τρία κιβώτια τα ενεταφίασαν έξω του τείχους της Πόλεως κατά το βόρειον μέρος, όπου είναι Μοναστήριον, Χώρα επονομαζόμενον.
Παρευθύς όθεν εστάλησαν μετ’ αυτού στρατιώται και έφεραν έμπροσθεν του βασιλέως τον διδάσκαλον Βαβύλαν ομού με τους μαθητάς του, ογδοήκοντα τέσσαρας όντας τον αριθμόν· όθεν ο Μαξιμιανός λέγει προς αυτόν· «Διατί, ω γέρον, είσαι τόσον πεπλανημένος και πιστεύεις ένα άνθρωπον βιοθανή και κακοθάνατον, τον οποίον εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι; Διατί δεν προσκυνείς τους θεούς, τους οποίους προσκυνεί όλη η οικουμένη; Και διατί εξαπατάς τα νήπια των ανοήτων Χριστιανών και διδάσκεις αυτά να μη προσκυνούν τους θεούς»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Οι θεοί των εθνών, βασιλεύ, είναι δαιμόνια, ο δε ιδικός μας Θεός εποίησε τους ουρανούς και την γην και πάντα τα εν αυτή· συ δε και οι μετά σου ειδωλολάτραι, τυφλοί όντες, δεν βλέπετε την αλήθειαν». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς ήναψεν από τον θυμόν και ευθύς προστάσσει να κτυπούν τέσσαρες στρατιώται με πέτρας εις τας παρειάς, εις τας πλευράς και εις τας κνήμας τον Άγιον. Ο δε Άγιος, βλέπων το σώμα του, ότι εκοκκίνισεν όλον από το αίμα, εδόξαζε μεγαλοφώνως τον Θεόν λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε, ότι εμέ τον γέροντα και ασθενή έδειξας δυνατώτερον από βασιλέα νέον και δυνατόν». Όθεν επειδή είπε ταύτα, δια τούτο με τους αυτούς λίθους κτυπάται ο Άγιος κατά τους αστραγάλους και κατά τους ώμους· και αφ’ ου συνετρίβησαν όλα τα άρθρα και αι αρμονίαι του σώματός του, δέχεται αλυσίδας βαρείας εις τον λαιμόν και ούτω τίθενται οι πόδες του εις το τιμωρητικόν ξύλον και κλείεται εις φυλακήν. Τότε ήρχισεν ο βασιλεύς να κολακεύη τα ογδοήκοντα τέσσαρα παιδία και να τα παρακινή να θυσιάσουν εις τους θεούς· τα δε παιδία ουδόλως απεκρίνοντο εις αυτόν, αλλά συχνάκις έστρεφον και έβλεπον άλληλα· χωρίσας δε από αυτά τα δέκα, τα πλέον μεγάλα κατά την ηλικίαν, λέγει προς αυτά· «Σεις, ω τέκνα μου, ως φρόνιμα που είσθε, καταπεισθήτε εις τους λόγους μου και θυσιάσατε εις τους θεούς και θα κατοικήτε ομού με εμέ εις το ανάκτορον δια να απολαμβάνητε πολλά αγαθά». Δύο δε από αυτά, Αμμώνιος και Δονάτος ονομαζόμενα, είπον προς τον βασιλέα: «Ημείς είμεθα πιστοί Χριστιανοί και δια τούτο δεν θα υποφέρωμεν ποτέ να θυσιάσωμεν εις κωφούς και αλάλους δαίμονας». Όθεν δια τα λόγια ταύτα δέρονται υπό των στρατιωτών τα του Χριστού αρνία και δερόμενα εγένοντο περισσότερον ανδρεία και εφώναζον συνεχώς· «Χριστιανοί είμεθα και δεν θυσιάζομεν εις τους θεούς σου, αλλά ας είναι ανάθεμα εις σε και εις αυτούς». Τότε προστάσσει ο τύραννος να δαρούν όλα δυνατά και να ριφθούν εις την φυλακήν, κανείς δε να μη δώση άρτον εις αυτά, έως ου αποθάνουν από την πείναν. Έπειτα προστάσσει να κρεμασθή ο διδάσκαλος αυτών Βαβύλας και να δαρή με ωμά νεύρα βοών, ηρώτα δε έκαστον παιδίον, εάν αρνήται τον Χριστόν και τον διδάσκαλόν του. Επειδή δε εκείνα εις τούτο δεν επείθοντο, δια τούτο προσέταξεν ο τύραννος να θανατωθούν δια ξίφους τόσον αυτά, όσον και ο διδάσκαλός των. Απαγόμενος δε ο Άγιος ομού με τους ογδοήκοντα τέσσαρας μαθητάς του εις τον τόπον της καταδίκης, έψαλλεν· «Ιδού εγώ και τα παιδία, α μοι έδωκεν ο Θεός». Πρώτος λοιπόν ο θείος Βαβύλας απεκεφαλίσθη, κατά την προσταγήν του βασιλέως· έπειτα απεκεφαλίσθησαν και τα παιδία. Χριστιανοί δε τινες, ελθόντες δια νυκτός, έθηκαν τα λείψανα των Αγίων εντός μικρού πλοίου και τα έφεραν εις την Κωνσταντινούπολιν και ούτω θέσαντες αυτά μέσα εις τρία κιβώτια τα ενεταφίασαν έξω του τείχους της Πόλεως κατά το βόρειον μέρος, όπου είναι Μοναστήριον, Χώρα επονομαζόμενον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου