Ρωμύλος ο Άγιος Μάρτυς εμαρτύρησε κτά τας ημέρας του ασεβεστάτου
βασιλέως Τραϊανού, του βασιλεύσαντος εν Ρώμη από του έτους 98 έως του έτους
118μ.Χ. ότε μέγας εγένετο διωγμός κατά των Χριστιανών υπό των ειδωλολατρών.
Κατά την εποχήν εκείνην απεστέλλοντο πανταχού κατά των Χριστιανών γράμματα
βασιλικά προστάσσοντα αυτούς ή να θυσιάζουν εις τους θεούς ή να αποθνήσκουν εις
διαφόρους βασάνους.
Απέστειλε δε τότε ο Τραϊανός εις το μέρος της Ανατολής ένδεκα χιλιάδας στρατού δια πολεμικήν υπηρεσίαν, ήλπιζε δε αναμφιβόλως ότι ούτοι όχι μόνον τας δια τον πόλεμον εντολάς αλλά προ πάντων τας κατά των Χριστιανών διαταγάς θα εκτελέσωσιν. Αλλ’ οι μακάριοι εκείνοι, Χριστιανοί όντες και τα χριστιανικά έργα προ πάντων επιμελούμενοι, ουδένα των Χριστιανών εδίωξαν ή εκάκωσαν, παριδόντες εις τούτο την βασιλικήν προσταγήν. Μάχην δε συνάψαντες κατά των εχθρών, ήραν νίκην μεγάλην και λαμπράν. Τούτο ακούσας ο βασιλεύς Τραϊανός, αντί να ευεργετήση αυτούς δια την νίκην, αυτός ουδέν περί της νίκης ελάλησεν, αλλ’ επειδή παρέβλεψαν τας βασιλικάς διαταγάς και ουδένα των Χριστιανών εκάκωσαν, δια τούτο εξώρισεν αυτούς πάντας εις Μελιτινήν, πόλιν της Αρμενίας, και εις άλλα πλησίον αυτής μέρη. Αλλ’ εκείνοι, όντες μιμηταί του πραοτάτου Ιησού Χριστού, υπέμειναν την εξορίαν γενναίως μετά ημερότητος και τας ύβρεις μετά παντελούς αοργιστίας. Βλέπων τας παρανομίας ταύτας του βασιλέως ο ανδρείος Ρωμύλος, όστις ήτο τότε εις τας βασιλικάς αυλάς την αξίαν πραιπόσιτος (βαθμός αξιωματικού), και καθ’ ο ανήρ Χριστιανός και τίμιος, λέγει εις τον βασιλέα μετά παρρησίας· «Τα όσα πράττεις, ω βασιλεύ, ούτε εις τον εαυτόν σου ούτε εις το υπήκοόν σου συμφέρουν». Ο δε βασιλεύς, αν και χάριτας δια ταύτα έπρεπε να ομολογήση εις τον θείον Ρωμύλον, ότι δια το συμφέρον αυτού ελάλησε ταύτα, ανόητος όμως υπάρχων και αχάριστος, ύβριζεν αυτόν μάλλον οργιζόμενος, και ως μέγα έγκλημα εχαρακτήρισεν εις αυτόν την ευσέβειαν. Ο Άγιος όμως δια μεν τας ύβρεις ουδέν εφρόντιζεν, αλλ’ έχαιρε δι’ αυτάς· δια δε την της ευσεβείας καταφρόνησιν, ζήλω θείω κινούμενος, ύβριζε τους θεούς θαρσαλέως, ωμολόγει τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και τον εαυτόν του εκήρυττε Χριστιανόν. Εξαγριωθείς όθεν ο Τραϊανός έτι περισσότερον δια την τόσην του Αγίου παρρησίαν, προστάσσει ευθύς ίνα απλώσωσιν αυτόν κατά γης και να τον ραβδίζωσιν ανηλεώς. Ο δε Μάρτυς ευχαρίστως δεχόμενος τας πληγάς, εβόησε· «Γνώρισον νυν, ω βασιλεύ, ότι με ευεργετείς τα μέγιστα· διότι το μεν σώμα μου περιχεόμενον δια του ιδίου μου τούτου αίματος και βαφόμενον ως πορφύρα, τον της ειδωλικής δυσωδίας καπνόν και μολυσμόν αποπλύνεται, η δε ψυχή τον της αφθαρσίας καθαρόν χιτώνα περιβάλλεται». Μη υποφέρων ταύτα ο τύραννος, αλλ’ εις μεγαλύτερον θυμόν εξαφθείς, ταχείαν απόφασιν θανάτου εξέδωκε κατά του Μάρτυρος Ρωμύλου, και σύντομον το μαρτύριον αυτού διέπραξεν, αποφασίσας να αποκεφαλίση τον Μάρτυρα. Και ούτως ο Άγιος ευχαρίστως το δια Χριστόν εδέξατο ξίφος, τελειώσας το του Μαρτυρίου λαμπρόν και σύντομον στάδιον τη έκτη του Σεπτεμβρίου μηνός. Πολλού μετά ταύτα παρελθόντος χρόνου και βασιλεύοντος εν Ρώμη του ασεβεστάτου Διοκλητιανού εν έτει 290 – 303, εξεδόθη πάλιν πρόσταγμα πικρού θανάτου κατά των Χριστιανών· υπήρχε δε τότε εν τη πόλει της Μικράς Αρμενίας Μελιτινή ανήρ τις Χριστιανός ένδοξος και τίμιος, Ευδόξιος ονόματι (ωνομάζετο δε ούτος και Μαριανός) και κόμης κατά την αξίαν. Ούτος, επειδή επίστευεν εις τον Χριστόν,κατεβιβάσθη της αξίας. Προς τούτον όθεν αποστείλας ο τότε εν Μελιτινή ηγεμονεύων στρατιώτας, εζήτει να συλλάβη αυτόν. Ο δε Ευδόξιος τούτο μαθών ενεδύθη πενιχράν στολήν δια να μη γνωρισθή υπό των στρατιωτών και εξελθών της οικίας του παρουσιάζεται εις τους απεσταλμένους. Oι δε τούτον ιδόντες και μη γνωρίσαντες, ηρώτησαν αυτόν, που άρα ευρίσκεται ο κόμης Ευδόξιος. Ο δε λέγει εις αυτούς· «Έλθετε εις την οικίαν μου και αναπαυθήτε ολίγον εκ της οδοιπορίας και εγώ υπόσχομαι να σας υποδείξω τον ζητούμενον». Και ούτως εισαγαγών αυτούς εις τον οίκον του και ετοιμάσας τράπεζαν, φιλοφρόνως όσον ηδύνατο εφιλοξένησεν. Αφού δε έφαγον, εκείνοι μεν την υπόσχεσιν απαιτούντες, παρεκάλουν να φανερώση εις αυτούς τον ζητούμενον· εκείνος δε ευθύς αποκαλύπτει εις αυτούς τον εαυτόν του λέγων· «Εγώ ειμι ο Ευδόξιος, τον οποίον ζητείτε». Ούτος ο λόγος οξύτερον μαχαίρας εκέντησε την καρδίαν αυτών δια την καλήν φιλοξενίαν αυτού, οίτινες και ευγνωμονούντες είπον εις αυτόν· «Δεν γινόμεθα προδόται του φιλοφρόνως ημάς φιλοξενήσαντος, ίνα μη κακήν φιλοξενίαν ανταλλάξωμεν· διο και σε συμβουλεύομεν ίνα αποφύγης και αποκρυβής και ημείς λέγομεν προς τον ηγεμόνα, ότι δεν ηδυνήθημεν να σε εύρωμεν». Και εκείνοι μεν τοιαύτας χάριτας ήθελον να αποδώσωσιν εις τον Ευδόξιον, εκείνος όμως τον υπέρ Χριστού θάνατον ποθών και θείας πλησθείς χάριτος, απεφάσισεν ίνα απέλθη προς τον ηγεμόνα ακολουθών τους στρατιώτας και μαρτυρήση δια τον Χριστόν, και όχι να αποφύγη το υπέρ Χριστού μαρτύριον. Όθεν καλέσας την γυναίκα αυτού, Βασίλισσαν ονομαζομένην, ήτις και Μανδάνη ωνομάζετο (διπλούν και αύτη είχε το όνομα ως και ο ανήρ της) παρήγγειλεν εις αυτήν όσα ήσαν αναγκαία· και πάντα τα του οίκου εις την φροντίδα αυτής καταλείψας, την τελευταίαν ταύτην εντολήν έδωκεν, να μη δακρύση δηλαδή όλως δια τον μαρτυρικόν αυτού θάνατον, μάλλον δε λαμπροφόρως και φαιδρώς να τιμήση την ημέραν της αυτού τελευτής. Παρευθύς όθεν καταφρονεί σύζυγον, τέκνα και συγγενείς δια τον Χριστόν και πορεύεται μετά των στρατιωτών προς τον ηγεμόνα. Ιδών δε τούτον ο ηγεμών, λέγει εις αυτόν· «Χαίροις, ω Κόμη Ευδόξιε». Ο δε αντεχαιρέτησεν ειπών· «Χαίροις και συ, ω ηγεμών». Πάλιν ο ηγεμών λέγει προς τον Άγιον· «Ζητούμεν από την ενδοξότητά σου όπως και εις τα βασιλικά υπηρετήσης προστάγματα και εις τους θεούς την πρέπουσαν θυσίαν προσφέρης, προ πάντων εις τον πατέρα πάντων των θεών, τον μέγαν Δία, εις τον μαντικόν Απόλλωνα και εις την φιλτάτην παρθένον Άρτεμιν». Λέγει ο Μάρτυς· «Δι’ εμέ θυσία είναι η προς τον αληθή Θεόν πίστις και λατρεία, όστις εκ του μη όντος τα πάντα εποίησεν· εις αυτόν μόνον προσφέρω θυσίαν αινέσεως, τον εν τρισίν υποστάσεσι θεολογούμενον, και ζωής ταμίαν και οικονόμον της αληθούς σωτηρίας γνωριζόμενον· εκείνους δε, τους οποίους θεούς συ ονομάζεις, εγώ ξύλα και λίθους θεωρώ μηδέ ολίγον διαφέροντας της λοιπής αψύχου ύλης». Προς ταύτα ο ηγεμών, κεκυριευμένος υπό της μέθης της ασεβείας και μη έχων τι να απολογηθή δια την εαυτού αμάθειαν, είπε μόνον τούτο· «Εγώ σε παρεκίνησα εις το να εκτελέσης τας προσταγάς του βασιλέως και να ποιήσης εις τους θεούς τα συνήθη χρέη· συ όμως, καθώς βλέπω, και θεούς και βασιλέα παραβλέπεις· και ταύτα πράττων, τους μεν θεούς, τους οποίους ο βασιλεύς τιμά και σέβεται, αναισχύντως εξύβρισας, νομοθετείς δε διδάσκων νεοφανή τινα λατρείαν και εις ταύτην, ως ήκουσα και έμαθον, παρασύρεις τους ανθρώπους». Ταύτα ο ηγεμών προς τον Άγιον διαλεγόμενος επί παρουσία πολλών στρατιωτών εξετράπη και είπε μεγαλοφώνως· «Όσοι από σας τους στρατιώτας δεν ακολουθείτε εις τα βασιλικά προστάγματα, λύσατε τας στρατιωτικάς ζώνας και ούτω γυμνοί του αξιώματος, με το οποίον σάς ετίμησεν ο βασιλεύς, σταθήτε έμπροσθέν μου»! Έλεγε δε ταύτα ο ηγεμών, όπως, εάν τινες έχουν φιλίαν και κλίσιν προς τον Ευδόξιον λόγω της στρατιωτικής επικοινωνίας και βουλόμενοι να επικοινωνήσωσι και εις αυτό έτι το φρόνημα τούτου, εντραπώσι και μεταμεληθώσι δι’ όσα κακώς κατά την διεστραμμένην γνώμην του έπραξαν. Εφρόνει ο ασύνετος, ότι πολλοί ολίγοι τοιούτοι θα υπήρχον. Ταύτα ειπών εφρόνει, ότι τον μεν Ευδόξιον θα καταισχύνη ως εναντία της στρατιάς όλης φρονούντα, ποιήσει δε κατ’ αυτού ότι και αν βούλεται ευρίσκων αυτόν μόνον. Αλλ’ ο εξουθενών τα τοιαύτα της πανουργίας σοφίσματα μόνος σοφός Θεός τι εποίησε; Κατά της κεφαλής αυτού μάλλον την μεθοδείαν ταύτην παρεσκεύασεν. Διότι ο Άγιος Ευδόξιος, ενδεδυμένος ων τότε την της βασιλικής αξίας στολήν, ως ήκουσε τα τοιαύτα, παρευθύς λύσας την ζώνην απέρριψεν αυτήν εις το του ηγεμόνος πρόσωπον. Το κίνημα τούτο του Αγίου ζήλος θείος και παρακίνησις εγένετο εις τον περιεστώτα στρατόν, οίτινες χίλιοι εκατόν τέσσαρες όντες και έχοντες εις μνήμην τας του Ευδοξίου θείας διδασκαλείας, λύσαντες και ούτοι τας ζώνας αυτών απέρριψαν κατά πρόσωπον του ηγεμόνος. Τούτο δε ιδών εκείνος και φοβηθείς δια το πλήθος, ανέφερε την υπόθεσιν εις τον βασιλέα Διοκλητιανόν· ούτος δε προστάσσει όπως τους μεν πρωταιτίους και αρχηγούς της τοιαύτης τόλμης υποβάλη εις βασάνους βαρυτάτας, τους δε λοιπούς συμμορφώση προς την βουλήν αυτού, ήτοι να πείση αυτούς προς την λατρείαν των ειδώλων. Λαβών τοιαύτην εξουσίαν ο ηγεμών παρά του ασεβεστάτου βασιλέως, και παραστήσας επί του βήματος τον γενναίον Ευδόξιον, ανήγγειλεν εις αυτόν τας μωράς του βασιλέως παραγγελίας και απαιτήσεις· είτα δε τας διαλέξεις καταλιπών, λέγει προς αυτόν· «Θυσίασε εις τους θεούς θεληματικώς, διότι και ακουσίως θέλεις ποιήσει τούτο, όταν ίδης ετοιμαζόμενα τα κατά σου βασανιστήρια, τα οποία είναι δεσμά, φυλακαί, πληγαί, πυρ και άλλα βαρύτατα, τα οποία και δια μόνης της ακοής δίδουσι φόβον και τρόμον». Ταύτα ακούσας ο Μάρτυς όχι μόνον δεν εφοβήθη, αλλά μάλλον ενεθαρρύνθη και ο προς το μαρτύριον πόθος αυτού ηύξησε περισσότερον· δι’ ο και είπε προς τον ηγεμόνα· «Παίζεις βλέπω, ω ηγεμών· διότι εγώ τα τοιαύτα ως των μικρών παιδίων τα μεμορφωμένα φόβητρα λογίζομαι, αποβλέπων εις τας ουρανίους παρά Θεού αμοιβάς· φοβούμαι δε μόνον εκείνο το πυρ το ακοίμητον της κολάσεως, τον βρυγμόν των οδόντων, και τα άλλα πικρότατα κολαστήρια, όσα περιμένουσι τους αρνητάς του Θεού· τα δε ιδικά σου, αδύνατα και μηδαμινά εις εμέ φαίνονται· το πυρ αυτό το πρόσκαιρον όπου με φοβίζεις, φαίνεται εις εμέ ψυχρότερον του ύδατος· το δε ξίφος σου, ευεργεσίαν μεγάλην λογίζομαι· διότι δι’ αυτού θα πεμφθώ εις τας του ουρανού αιωνίους μονάς και τα άρρητα εκείνα αγαθά». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών και απελπισθείς πλέον περί της μεταστροφής του Αγίου, ήρχισε τα βασανιστήρια. Όθεν διέταξεν ίνα απλωθή κατά γης και τυφθή σφοδρώς υπό τεσσάρων στρατιωτών δια ωμών βουνεύρων. Τούτου δε γενομένου, και τυπτόμενος ο Άγιος σφοδρώς επί πολλήν ώραν, έχαιρεν αγαλλόμενος, και ως ασώματος εν τω θνητώ σώματι εφαίνετο, και ως τρυφάς τας βασάνους ελογίζετ. Τούτο ιδών ο τύραννος και αισχυνθείς, διέταξε να αφήσωσι τον Μάρτυρα από των βασάνων και να εγκλείσουν αυτόν εις την φυλακήν. Μετά δε τινας ημέρας εκβαλών εκείθεν τον Άγιον, λέγει εις αυτόν· «Άραγε, Ευδόξιε, μετενόησας δια την προτέραν σου κακήν γνώμην και μανίαν ή όχι»; Και ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ως βλέπω, ω ηγεμών, δεν ηννόησας ακόμη εκ της δοκιμής των βασάνων, τα οποία μου έδωσες μέχρι τώρα, ποίον Θεόν εγώ λατρεύω. Θέλεις όμως εννοήσει ίσως τούτο, όταν και άλλα πικρότερα και περισσότερα βάσανα προς εμέ δώσης». Ένεκα των λόγων τούτων του Μάρτυρος εγένετο θερμότερος εις την μανίαν ο ηγεμών· όθεν προσέταξεν ίνα τύψωσι και συντρίψωσι τον αυχένα αυτού με σφαίρας μολυβδίνας και εκριζώσωσι τας αρμονίας των μελών αυτού (βάσανος αύτη πικροτάτη πασών των άλλων)· εφεύρεν όμως ταύτην ο ηγεμών απελπισθείς και ιδών το αμετάθετον του Μάρτυρος. Ο δε Άγιος πάσχων ίστατο ακλόνητος καταισχύνων τον ηγεμόνα, όστις απεφάσισε πλέον κατά του Αγίου τον θάνατον, ίνα απαλλαγή του τοιούτου ανδρός. Παραλαβόντες λοιπόν οι δήμιοι τον Άγιον Ευδόξιον έφερον αυτόν εις τον τόπον της καταδίκης· εκεί δε σταθείς ο Μάρτυς και χείρας και όμματα προς ουρανόν υψώσας, προσηυχήθη ούτω· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο προσδεξάμενος την θυσίαν του Άβελ, τας ολοκαρπώσεις του Αβραάμ και των απ’ αιώνος σοι ευαρεστησάντων Προφητών και Δικαίων και των Μαρτύρων τα αίματα, και των Ασκητών τους μακρούς πόνους και την υπερφυά καρτερίαν, αυτός και νυν ιλέω όμματι την εμήν βλέψον θυσίαν και μη υπερίδης με, Κύριε, τον δια σε μέλλοντα χύσαι το βραχύ μου τούτο αίμα εκ θερμοτάτης προαιρέσεως σοι προσφερόμενον· ιδού, ως βλέπεις, την ψυχήν μου δια σε σήμερον αποτίθεμαι». Είτα δε πάλιν προσθέσας και τούτο, είπεν· «Ας απολαύσωσι, φιλάνθρωπε Δέσποτα, της παρά Σου βοηθείας, οι δι’ εμού το Σον Άγιον όνομα επικαλούμενοι. Μνήσθητι του λαού σου· μνήσθητι της κληρονομίας σου, ης εκτήσω, και δος αυτοίς το παρά Σου έλεος, Κύριε». Ταύτα προσευχηθείς προς τον Θεόν ο Άγιος, ιδού βλέπει εκεί παρεστώσαν την σύζυγον αυτού Βασίλισσαν· και ενθυμήσας εις αυτήν την εντολήν την οποίαν της έδωκε πρότερον, και ασφαλέστερον βεβαιωθείς περί της εκτελέσεως αυτής και επιστηρίξας, προσηυχήθη δι’ αυτήν δώσας και την τελευταίαν ταύτην εντολήν ειπών· «Τάφον δι’ εμέ ετοίμασον εις το χωρίον Άμνινα, και εκεί θάψον το σώμα μου». Επίσης βλέπει ο Άγιος μεταξύ του παρισταμένου εκεί πλήθους φίλον τού τινα Ζήνωνα ονόματι, κλαίοντα δια την αυτού τελευτήν και στέρησιν, προς τον οποίον είπε· «Μη κλαίε, ω φίλε Ζήνων, δια τον εμόν χωρισμόν· διότι ελπίζω εις τον Θεόν, τον οποίον εγώ λατρεύω, ότι δεν θέλει χωρίσει ημάς απ’ αλλήλων, τους οποίους έκπαλαι η φιλία και ο αδελφικός έρως ήνωσε· γνωρίζω δε καλώς, ότι ως επί ενός πλοίου, ούτως εκ του βίου τούτου ομού θα αποπλεύσωμεν». Εκ τούτων των λόγων ο Ζήνων θερμανθείς την καρδίαν, Χριστιανόν εαυτόν ενώπιον παντός του λαού εκήρυξε· τούτο δε ακούσαντες οι δήμιοι, συνέλαβον αυτόν ως Χριστιανόν και προστάξει του ηγεμόνος ξίφει την κεφαλήν αυτού απέτεμον· και ούτω ταχέως έλαβε πέρας η πρόρρησις του Αγίου Ευδοξίου ιδόντος τον φίλον αυτού δια μαρτυρικού θανάτου τελειωθέντα. Είτα φωνή τις κατελθούσα άνωθεν εκάλει και αυτόν εις την αιώνιον χαράν· διο και ως ευωχίαν τινά εζήτει τον θάνατον, και παραδώσας εις το ξίφος την μακαρίαν αυτού κεφαλήν, τελειούται ούτω μετά του φίλου αυτού. Η δε φιλτάτη του Αγίου Ευδοξίου σύζυγος Βασίλισσα, ιδούσα τον υπέρ Χριστού σφαγιασθέντα αγαπητόν αυτής άνδρα, προσέδραμεν εις την σφαγήν αυτού ταχέως, και έχουσα μεθ’ εαυτής ποκάριον μαλλίου, ενέπλησεν αυτό αθλητικού αίματος. Είτα λαβούσα και το νεκρόν σώμα, εκήδευσεν αυτό φιλοτίμως ως διετάχθη, μηδέ των άλλων εντολών του Αγίου αμελήσασα. Έπειτα παρασταθείσα και αυτή αυτόκλητος εις τον τύραννον, εχλεύασε καταμυκτηρίσασα τους αναισθήτους θεούς εκείνου, και κηρύξασα τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Ταύτα ακούσας ο άρχων, λέγει εις αυτήν· «Συ μεν ποιείς ταύτα επιθυμούσα τον θάνατον, ίνα φθάσης τον άνδρα σου· αλλά δια ποίαν αιτίαν θέλεις να καταταγής μετά των ασεβών τούτων Γαλιλαίων; Εγώ όμως ουδαμώς, αν και είσαι αξία θανάτου, θα σου δώσω τον θάνατον· μη λοιπόν επιθυμείς να λάβης τούτον παρ’ εμού». Η δε αγία γυνή λέγει εις αυτόν· «Ο καρδιογνώστης Θεός, γνωρίζων τα της καρδίας μου, αποδέχεται την προαίρεσίν μου και την γνώμην μου προ του έργου· όχι ότι υστερήθην των στεφάνων μη φονευθείσα παρά σου, αλλά δια την προθυμίαν την οποίαν κατέβαλον θέλω αξιωθή των ίσων μαρτυρικών άθλων μετά του ιδίου μου ανδρός, και ούτω των ίσων δωρεών απολαύσω». Και ταύτα ειπούσα, διώκεται απ’ εκεί. Μετά παρέλευσιν επτά ημερών φαίνεται κατ’ όναρ εις αυτήν ο Άγιος Ευδόξιος λέγων να είπη προς τινα φίλον του, ονόματι Μακάριον, όπως μεταβή εις το πραιτώριον και ομολογήση τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Ειπούσης δε ταύτα της γυναικός εις τον Μακάριον, ταχέως και προθύμως εκείνος έδραμεν εις το πραιτώριον. Γνωρίσαντες δε αυτόν οι στρατιώται φίλον όντα του Αγίου Ευδοξίου και Χριστιανόν, συλλαβόντες έφερον εις τον ηγεμόνα, παρά του οποίου ερωτάται ευθύς περί της θρησκείας και του γένους αυτού. Ο δε όντως μακάριος αποκριθείς είπε· «Χριστιανός είμαι και Χριστού δούλος, τους δε θεούς των Ελλήνων καταφρονώ ως δαιμόνια. Ταύτα δε ο θαυμάσιος Ευδόξιος με εδίδαξε, και εις τον μόνον αληθινόν Θεόν εστερέωσεν· όθεν και εις αυτόν τον αληθινόν Θεόν θυσία επιθυμώ να γίνω, δια της οποίας θα δυνηθώ να φθάσω ταχέως τον ποθούμενον κύριόν μου Ευδόξιον». Ο ηγεμών λοιπόν, ως ήκουσε το του Ευδοξίου όνομα και εγνώρισεν ότι εκείνου υπήρξε μαθητής, απηλπίσθη πανταχόθεν και εσκέφθη ότι ματαίως περί του Μακαρίου φροντίζει· διότι ως ο διδάσκαλος, είπεν, ούτω θέλει είναι και ο μαθητής αυτού· όθεν προσέθεσε· «Και ο κακοδαίμων ούτος Μακάριος ξίφει την κεφαλήν αφαιρεθήσεται». Παρευθύς λοιπόν οι δήμιοι το προστασσόμενον εποίησαν· και ούτως ο Μακάριος, ως αληθώς μακάριος εγένετο και εις τον χορόν των προ αυτού Μαρτύρων κατετάγη. Τοιούτον τρόπαιον κατά του κοινού της φύσεως ημών πολεμίου έστησαν οι γενναίοι του Χριστού αθλοφόροι, ο Ρωμύλος, λέγω, Ευδόξιος, Ζήνων και Μακάριος, και έλαβον τον της νίκης στέφανον εν ουρανοίς παρά του στεφοδότου Χριστού του Θεού ημών· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Απέστειλε δε τότε ο Τραϊανός εις το μέρος της Ανατολής ένδεκα χιλιάδας στρατού δια πολεμικήν υπηρεσίαν, ήλπιζε δε αναμφιβόλως ότι ούτοι όχι μόνον τας δια τον πόλεμον εντολάς αλλά προ πάντων τας κατά των Χριστιανών διαταγάς θα εκτελέσωσιν. Αλλ’ οι μακάριοι εκείνοι, Χριστιανοί όντες και τα χριστιανικά έργα προ πάντων επιμελούμενοι, ουδένα των Χριστιανών εδίωξαν ή εκάκωσαν, παριδόντες εις τούτο την βασιλικήν προσταγήν. Μάχην δε συνάψαντες κατά των εχθρών, ήραν νίκην μεγάλην και λαμπράν. Τούτο ακούσας ο βασιλεύς Τραϊανός, αντί να ευεργετήση αυτούς δια την νίκην, αυτός ουδέν περί της νίκης ελάλησεν, αλλ’ επειδή παρέβλεψαν τας βασιλικάς διαταγάς και ουδένα των Χριστιανών εκάκωσαν, δια τούτο εξώρισεν αυτούς πάντας εις Μελιτινήν, πόλιν της Αρμενίας, και εις άλλα πλησίον αυτής μέρη. Αλλ’ εκείνοι, όντες μιμηταί του πραοτάτου Ιησού Χριστού, υπέμειναν την εξορίαν γενναίως μετά ημερότητος και τας ύβρεις μετά παντελούς αοργιστίας. Βλέπων τας παρανομίας ταύτας του βασιλέως ο ανδρείος Ρωμύλος, όστις ήτο τότε εις τας βασιλικάς αυλάς την αξίαν πραιπόσιτος (βαθμός αξιωματικού), και καθ’ ο ανήρ Χριστιανός και τίμιος, λέγει εις τον βασιλέα μετά παρρησίας· «Τα όσα πράττεις, ω βασιλεύ, ούτε εις τον εαυτόν σου ούτε εις το υπήκοόν σου συμφέρουν». Ο δε βασιλεύς, αν και χάριτας δια ταύτα έπρεπε να ομολογήση εις τον θείον Ρωμύλον, ότι δια το συμφέρον αυτού ελάλησε ταύτα, ανόητος όμως υπάρχων και αχάριστος, ύβριζεν αυτόν μάλλον οργιζόμενος, και ως μέγα έγκλημα εχαρακτήρισεν εις αυτόν την ευσέβειαν. Ο Άγιος όμως δια μεν τας ύβρεις ουδέν εφρόντιζεν, αλλ’ έχαιρε δι’ αυτάς· δια δε την της ευσεβείας καταφρόνησιν, ζήλω θείω κινούμενος, ύβριζε τους θεούς θαρσαλέως, ωμολόγει τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και τον εαυτόν του εκήρυττε Χριστιανόν. Εξαγριωθείς όθεν ο Τραϊανός έτι περισσότερον δια την τόσην του Αγίου παρρησίαν, προστάσσει ευθύς ίνα απλώσωσιν αυτόν κατά γης και να τον ραβδίζωσιν ανηλεώς. Ο δε Μάρτυς ευχαρίστως δεχόμενος τας πληγάς, εβόησε· «Γνώρισον νυν, ω βασιλεύ, ότι με ευεργετείς τα μέγιστα· διότι το μεν σώμα μου περιχεόμενον δια του ιδίου μου τούτου αίματος και βαφόμενον ως πορφύρα, τον της ειδωλικής δυσωδίας καπνόν και μολυσμόν αποπλύνεται, η δε ψυχή τον της αφθαρσίας καθαρόν χιτώνα περιβάλλεται». Μη υποφέρων ταύτα ο τύραννος, αλλ’ εις μεγαλύτερον θυμόν εξαφθείς, ταχείαν απόφασιν θανάτου εξέδωκε κατά του Μάρτυρος Ρωμύλου, και σύντομον το μαρτύριον αυτού διέπραξεν, αποφασίσας να αποκεφαλίση τον Μάρτυρα. Και ούτως ο Άγιος ευχαρίστως το δια Χριστόν εδέξατο ξίφος, τελειώσας το του Μαρτυρίου λαμπρόν και σύντομον στάδιον τη έκτη του Σεπτεμβρίου μηνός. Πολλού μετά ταύτα παρελθόντος χρόνου και βασιλεύοντος εν Ρώμη του ασεβεστάτου Διοκλητιανού εν έτει 290 – 303, εξεδόθη πάλιν πρόσταγμα πικρού θανάτου κατά των Χριστιανών· υπήρχε δε τότε εν τη πόλει της Μικράς Αρμενίας Μελιτινή ανήρ τις Χριστιανός ένδοξος και τίμιος, Ευδόξιος ονόματι (ωνομάζετο δε ούτος και Μαριανός) και κόμης κατά την αξίαν. Ούτος, επειδή επίστευεν εις τον Χριστόν,κατεβιβάσθη της αξίας. Προς τούτον όθεν αποστείλας ο τότε εν Μελιτινή ηγεμονεύων στρατιώτας, εζήτει να συλλάβη αυτόν. Ο δε Ευδόξιος τούτο μαθών ενεδύθη πενιχράν στολήν δια να μη γνωρισθή υπό των στρατιωτών και εξελθών της οικίας του παρουσιάζεται εις τους απεσταλμένους. Oι δε τούτον ιδόντες και μη γνωρίσαντες, ηρώτησαν αυτόν, που άρα ευρίσκεται ο κόμης Ευδόξιος. Ο δε λέγει εις αυτούς· «Έλθετε εις την οικίαν μου και αναπαυθήτε ολίγον εκ της οδοιπορίας και εγώ υπόσχομαι να σας υποδείξω τον ζητούμενον». Και ούτως εισαγαγών αυτούς εις τον οίκον του και ετοιμάσας τράπεζαν, φιλοφρόνως όσον ηδύνατο εφιλοξένησεν. Αφού δε έφαγον, εκείνοι μεν την υπόσχεσιν απαιτούντες, παρεκάλουν να φανερώση εις αυτούς τον ζητούμενον· εκείνος δε ευθύς αποκαλύπτει εις αυτούς τον εαυτόν του λέγων· «Εγώ ειμι ο Ευδόξιος, τον οποίον ζητείτε». Ούτος ο λόγος οξύτερον μαχαίρας εκέντησε την καρδίαν αυτών δια την καλήν φιλοξενίαν αυτού, οίτινες και ευγνωμονούντες είπον εις αυτόν· «Δεν γινόμεθα προδόται του φιλοφρόνως ημάς φιλοξενήσαντος, ίνα μη κακήν φιλοξενίαν ανταλλάξωμεν· διο και σε συμβουλεύομεν ίνα αποφύγης και αποκρυβής και ημείς λέγομεν προς τον ηγεμόνα, ότι δεν ηδυνήθημεν να σε εύρωμεν». Και εκείνοι μεν τοιαύτας χάριτας ήθελον να αποδώσωσιν εις τον Ευδόξιον, εκείνος όμως τον υπέρ Χριστού θάνατον ποθών και θείας πλησθείς χάριτος, απεφάσισεν ίνα απέλθη προς τον ηγεμόνα ακολουθών τους στρατιώτας και μαρτυρήση δια τον Χριστόν, και όχι να αποφύγη το υπέρ Χριστού μαρτύριον. Όθεν καλέσας την γυναίκα αυτού, Βασίλισσαν ονομαζομένην, ήτις και Μανδάνη ωνομάζετο (διπλούν και αύτη είχε το όνομα ως και ο ανήρ της) παρήγγειλεν εις αυτήν όσα ήσαν αναγκαία· και πάντα τα του οίκου εις την φροντίδα αυτής καταλείψας, την τελευταίαν ταύτην εντολήν έδωκεν, να μη δακρύση δηλαδή όλως δια τον μαρτυρικόν αυτού θάνατον, μάλλον δε λαμπροφόρως και φαιδρώς να τιμήση την ημέραν της αυτού τελευτής. Παρευθύς όθεν καταφρονεί σύζυγον, τέκνα και συγγενείς δια τον Χριστόν και πορεύεται μετά των στρατιωτών προς τον ηγεμόνα. Ιδών δε τούτον ο ηγεμών, λέγει εις αυτόν· «Χαίροις, ω Κόμη Ευδόξιε». Ο δε αντεχαιρέτησεν ειπών· «Χαίροις και συ, ω ηγεμών». Πάλιν ο ηγεμών λέγει προς τον Άγιον· «Ζητούμεν από την ενδοξότητά σου όπως και εις τα βασιλικά υπηρετήσης προστάγματα και εις τους θεούς την πρέπουσαν θυσίαν προσφέρης, προ πάντων εις τον πατέρα πάντων των θεών, τον μέγαν Δία, εις τον μαντικόν Απόλλωνα και εις την φιλτάτην παρθένον Άρτεμιν». Λέγει ο Μάρτυς· «Δι’ εμέ θυσία είναι η προς τον αληθή Θεόν πίστις και λατρεία, όστις εκ του μη όντος τα πάντα εποίησεν· εις αυτόν μόνον προσφέρω θυσίαν αινέσεως, τον εν τρισίν υποστάσεσι θεολογούμενον, και ζωής ταμίαν και οικονόμον της αληθούς σωτηρίας γνωριζόμενον· εκείνους δε, τους οποίους θεούς συ ονομάζεις, εγώ ξύλα και λίθους θεωρώ μηδέ ολίγον διαφέροντας της λοιπής αψύχου ύλης». Προς ταύτα ο ηγεμών, κεκυριευμένος υπό της μέθης της ασεβείας και μη έχων τι να απολογηθή δια την εαυτού αμάθειαν, είπε μόνον τούτο· «Εγώ σε παρεκίνησα εις το να εκτελέσης τας προσταγάς του βασιλέως και να ποιήσης εις τους θεούς τα συνήθη χρέη· συ όμως, καθώς βλέπω, και θεούς και βασιλέα παραβλέπεις· και ταύτα πράττων, τους μεν θεούς, τους οποίους ο βασιλεύς τιμά και σέβεται, αναισχύντως εξύβρισας, νομοθετείς δε διδάσκων νεοφανή τινα λατρείαν και εις ταύτην, ως ήκουσα και έμαθον, παρασύρεις τους ανθρώπους». Ταύτα ο ηγεμών προς τον Άγιον διαλεγόμενος επί παρουσία πολλών στρατιωτών εξετράπη και είπε μεγαλοφώνως· «Όσοι από σας τους στρατιώτας δεν ακολουθείτε εις τα βασιλικά προστάγματα, λύσατε τας στρατιωτικάς ζώνας και ούτω γυμνοί του αξιώματος, με το οποίον σάς ετίμησεν ο βασιλεύς, σταθήτε έμπροσθέν μου»! Έλεγε δε ταύτα ο ηγεμών, όπως, εάν τινες έχουν φιλίαν και κλίσιν προς τον Ευδόξιον λόγω της στρατιωτικής επικοινωνίας και βουλόμενοι να επικοινωνήσωσι και εις αυτό έτι το φρόνημα τούτου, εντραπώσι και μεταμεληθώσι δι’ όσα κακώς κατά την διεστραμμένην γνώμην του έπραξαν. Εφρόνει ο ασύνετος, ότι πολλοί ολίγοι τοιούτοι θα υπήρχον. Ταύτα ειπών εφρόνει, ότι τον μεν Ευδόξιον θα καταισχύνη ως εναντία της στρατιάς όλης φρονούντα, ποιήσει δε κατ’ αυτού ότι και αν βούλεται ευρίσκων αυτόν μόνον. Αλλ’ ο εξουθενών τα τοιαύτα της πανουργίας σοφίσματα μόνος σοφός Θεός τι εποίησε; Κατά της κεφαλής αυτού μάλλον την μεθοδείαν ταύτην παρεσκεύασεν. Διότι ο Άγιος Ευδόξιος, ενδεδυμένος ων τότε την της βασιλικής αξίας στολήν, ως ήκουσε τα τοιαύτα, παρευθύς λύσας την ζώνην απέρριψεν αυτήν εις το του ηγεμόνος πρόσωπον. Το κίνημα τούτο του Αγίου ζήλος θείος και παρακίνησις εγένετο εις τον περιεστώτα στρατόν, οίτινες χίλιοι εκατόν τέσσαρες όντες και έχοντες εις μνήμην τας του Ευδοξίου θείας διδασκαλείας, λύσαντες και ούτοι τας ζώνας αυτών απέρριψαν κατά πρόσωπον του ηγεμόνος. Τούτο δε ιδών εκείνος και φοβηθείς δια το πλήθος, ανέφερε την υπόθεσιν εις τον βασιλέα Διοκλητιανόν· ούτος δε προστάσσει όπως τους μεν πρωταιτίους και αρχηγούς της τοιαύτης τόλμης υποβάλη εις βασάνους βαρυτάτας, τους δε λοιπούς συμμορφώση προς την βουλήν αυτού, ήτοι να πείση αυτούς προς την λατρείαν των ειδώλων. Λαβών τοιαύτην εξουσίαν ο ηγεμών παρά του ασεβεστάτου βασιλέως, και παραστήσας επί του βήματος τον γενναίον Ευδόξιον, ανήγγειλεν εις αυτόν τας μωράς του βασιλέως παραγγελίας και απαιτήσεις· είτα δε τας διαλέξεις καταλιπών, λέγει προς αυτόν· «Θυσίασε εις τους θεούς θεληματικώς, διότι και ακουσίως θέλεις ποιήσει τούτο, όταν ίδης ετοιμαζόμενα τα κατά σου βασανιστήρια, τα οποία είναι δεσμά, φυλακαί, πληγαί, πυρ και άλλα βαρύτατα, τα οποία και δια μόνης της ακοής δίδουσι φόβον και τρόμον». Ταύτα ακούσας ο Μάρτυς όχι μόνον δεν εφοβήθη, αλλά μάλλον ενεθαρρύνθη και ο προς το μαρτύριον πόθος αυτού ηύξησε περισσότερον· δι’ ο και είπε προς τον ηγεμόνα· «Παίζεις βλέπω, ω ηγεμών· διότι εγώ τα τοιαύτα ως των μικρών παιδίων τα μεμορφωμένα φόβητρα λογίζομαι, αποβλέπων εις τας ουρανίους παρά Θεού αμοιβάς· φοβούμαι δε μόνον εκείνο το πυρ το ακοίμητον της κολάσεως, τον βρυγμόν των οδόντων, και τα άλλα πικρότατα κολαστήρια, όσα περιμένουσι τους αρνητάς του Θεού· τα δε ιδικά σου, αδύνατα και μηδαμινά εις εμέ φαίνονται· το πυρ αυτό το πρόσκαιρον όπου με φοβίζεις, φαίνεται εις εμέ ψυχρότερον του ύδατος· το δε ξίφος σου, ευεργεσίαν μεγάλην λογίζομαι· διότι δι’ αυτού θα πεμφθώ εις τας του ουρανού αιωνίους μονάς και τα άρρητα εκείνα αγαθά». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών και απελπισθείς πλέον περί της μεταστροφής του Αγίου, ήρχισε τα βασανιστήρια. Όθεν διέταξεν ίνα απλωθή κατά γης και τυφθή σφοδρώς υπό τεσσάρων στρατιωτών δια ωμών βουνεύρων. Τούτου δε γενομένου, και τυπτόμενος ο Άγιος σφοδρώς επί πολλήν ώραν, έχαιρεν αγαλλόμενος, και ως ασώματος εν τω θνητώ σώματι εφαίνετο, και ως τρυφάς τας βασάνους ελογίζετ. Τούτο ιδών ο τύραννος και αισχυνθείς, διέταξε να αφήσωσι τον Μάρτυρα από των βασάνων και να εγκλείσουν αυτόν εις την φυλακήν. Μετά δε τινας ημέρας εκβαλών εκείθεν τον Άγιον, λέγει εις αυτόν· «Άραγε, Ευδόξιε, μετενόησας δια την προτέραν σου κακήν γνώμην και μανίαν ή όχι»; Και ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ως βλέπω, ω ηγεμών, δεν ηννόησας ακόμη εκ της δοκιμής των βασάνων, τα οποία μου έδωσες μέχρι τώρα, ποίον Θεόν εγώ λατρεύω. Θέλεις όμως εννοήσει ίσως τούτο, όταν και άλλα πικρότερα και περισσότερα βάσανα προς εμέ δώσης». Ένεκα των λόγων τούτων του Μάρτυρος εγένετο θερμότερος εις την μανίαν ο ηγεμών· όθεν προσέταξεν ίνα τύψωσι και συντρίψωσι τον αυχένα αυτού με σφαίρας μολυβδίνας και εκριζώσωσι τας αρμονίας των μελών αυτού (βάσανος αύτη πικροτάτη πασών των άλλων)· εφεύρεν όμως ταύτην ο ηγεμών απελπισθείς και ιδών το αμετάθετον του Μάρτυρος. Ο δε Άγιος πάσχων ίστατο ακλόνητος καταισχύνων τον ηγεμόνα, όστις απεφάσισε πλέον κατά του Αγίου τον θάνατον, ίνα απαλλαγή του τοιούτου ανδρός. Παραλαβόντες λοιπόν οι δήμιοι τον Άγιον Ευδόξιον έφερον αυτόν εις τον τόπον της καταδίκης· εκεί δε σταθείς ο Μάρτυς και χείρας και όμματα προς ουρανόν υψώσας, προσηυχήθη ούτω· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο προσδεξάμενος την θυσίαν του Άβελ, τας ολοκαρπώσεις του Αβραάμ και των απ’ αιώνος σοι ευαρεστησάντων Προφητών και Δικαίων και των Μαρτύρων τα αίματα, και των Ασκητών τους μακρούς πόνους και την υπερφυά καρτερίαν, αυτός και νυν ιλέω όμματι την εμήν βλέψον θυσίαν και μη υπερίδης με, Κύριε, τον δια σε μέλλοντα χύσαι το βραχύ μου τούτο αίμα εκ θερμοτάτης προαιρέσεως σοι προσφερόμενον· ιδού, ως βλέπεις, την ψυχήν μου δια σε σήμερον αποτίθεμαι». Είτα δε πάλιν προσθέσας και τούτο, είπεν· «Ας απολαύσωσι, φιλάνθρωπε Δέσποτα, της παρά Σου βοηθείας, οι δι’ εμού το Σον Άγιον όνομα επικαλούμενοι. Μνήσθητι του λαού σου· μνήσθητι της κληρονομίας σου, ης εκτήσω, και δος αυτοίς το παρά Σου έλεος, Κύριε». Ταύτα προσευχηθείς προς τον Θεόν ο Άγιος, ιδού βλέπει εκεί παρεστώσαν την σύζυγον αυτού Βασίλισσαν· και ενθυμήσας εις αυτήν την εντολήν την οποίαν της έδωκε πρότερον, και ασφαλέστερον βεβαιωθείς περί της εκτελέσεως αυτής και επιστηρίξας, προσηυχήθη δι’ αυτήν δώσας και την τελευταίαν ταύτην εντολήν ειπών· «Τάφον δι’ εμέ ετοίμασον εις το χωρίον Άμνινα, και εκεί θάψον το σώμα μου». Επίσης βλέπει ο Άγιος μεταξύ του παρισταμένου εκεί πλήθους φίλον τού τινα Ζήνωνα ονόματι, κλαίοντα δια την αυτού τελευτήν και στέρησιν, προς τον οποίον είπε· «Μη κλαίε, ω φίλε Ζήνων, δια τον εμόν χωρισμόν· διότι ελπίζω εις τον Θεόν, τον οποίον εγώ λατρεύω, ότι δεν θέλει χωρίσει ημάς απ’ αλλήλων, τους οποίους έκπαλαι η φιλία και ο αδελφικός έρως ήνωσε· γνωρίζω δε καλώς, ότι ως επί ενός πλοίου, ούτως εκ του βίου τούτου ομού θα αποπλεύσωμεν». Εκ τούτων των λόγων ο Ζήνων θερμανθείς την καρδίαν, Χριστιανόν εαυτόν ενώπιον παντός του λαού εκήρυξε· τούτο δε ακούσαντες οι δήμιοι, συνέλαβον αυτόν ως Χριστιανόν και προστάξει του ηγεμόνος ξίφει την κεφαλήν αυτού απέτεμον· και ούτω ταχέως έλαβε πέρας η πρόρρησις του Αγίου Ευδοξίου ιδόντος τον φίλον αυτού δια μαρτυρικού θανάτου τελειωθέντα. Είτα φωνή τις κατελθούσα άνωθεν εκάλει και αυτόν εις την αιώνιον χαράν· διο και ως ευωχίαν τινά εζήτει τον θάνατον, και παραδώσας εις το ξίφος την μακαρίαν αυτού κεφαλήν, τελειούται ούτω μετά του φίλου αυτού. Η δε φιλτάτη του Αγίου Ευδοξίου σύζυγος Βασίλισσα, ιδούσα τον υπέρ Χριστού σφαγιασθέντα αγαπητόν αυτής άνδρα, προσέδραμεν εις την σφαγήν αυτού ταχέως, και έχουσα μεθ’ εαυτής ποκάριον μαλλίου, ενέπλησεν αυτό αθλητικού αίματος. Είτα λαβούσα και το νεκρόν σώμα, εκήδευσεν αυτό φιλοτίμως ως διετάχθη, μηδέ των άλλων εντολών του Αγίου αμελήσασα. Έπειτα παρασταθείσα και αυτή αυτόκλητος εις τον τύραννον, εχλεύασε καταμυκτηρίσασα τους αναισθήτους θεούς εκείνου, και κηρύξασα τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Ταύτα ακούσας ο άρχων, λέγει εις αυτήν· «Συ μεν ποιείς ταύτα επιθυμούσα τον θάνατον, ίνα φθάσης τον άνδρα σου· αλλά δια ποίαν αιτίαν θέλεις να καταταγής μετά των ασεβών τούτων Γαλιλαίων; Εγώ όμως ουδαμώς, αν και είσαι αξία θανάτου, θα σου δώσω τον θάνατον· μη λοιπόν επιθυμείς να λάβης τούτον παρ’ εμού». Η δε αγία γυνή λέγει εις αυτόν· «Ο καρδιογνώστης Θεός, γνωρίζων τα της καρδίας μου, αποδέχεται την προαίρεσίν μου και την γνώμην μου προ του έργου· όχι ότι υστερήθην των στεφάνων μη φονευθείσα παρά σου, αλλά δια την προθυμίαν την οποίαν κατέβαλον θέλω αξιωθή των ίσων μαρτυρικών άθλων μετά του ιδίου μου ανδρός, και ούτω των ίσων δωρεών απολαύσω». Και ταύτα ειπούσα, διώκεται απ’ εκεί. Μετά παρέλευσιν επτά ημερών φαίνεται κατ’ όναρ εις αυτήν ο Άγιος Ευδόξιος λέγων να είπη προς τινα φίλον του, ονόματι Μακάριον, όπως μεταβή εις το πραιτώριον και ομολογήση τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Ειπούσης δε ταύτα της γυναικός εις τον Μακάριον, ταχέως και προθύμως εκείνος έδραμεν εις το πραιτώριον. Γνωρίσαντες δε αυτόν οι στρατιώται φίλον όντα του Αγίου Ευδοξίου και Χριστιανόν, συλλαβόντες έφερον εις τον ηγεμόνα, παρά του οποίου ερωτάται ευθύς περί της θρησκείας και του γένους αυτού. Ο δε όντως μακάριος αποκριθείς είπε· «Χριστιανός είμαι και Χριστού δούλος, τους δε θεούς των Ελλήνων καταφρονώ ως δαιμόνια. Ταύτα δε ο θαυμάσιος Ευδόξιος με εδίδαξε, και εις τον μόνον αληθινόν Θεόν εστερέωσεν· όθεν και εις αυτόν τον αληθινόν Θεόν θυσία επιθυμώ να γίνω, δια της οποίας θα δυνηθώ να φθάσω ταχέως τον ποθούμενον κύριόν μου Ευδόξιον». Ο ηγεμών λοιπόν, ως ήκουσε το του Ευδοξίου όνομα και εγνώρισεν ότι εκείνου υπήρξε μαθητής, απηλπίσθη πανταχόθεν και εσκέφθη ότι ματαίως περί του Μακαρίου φροντίζει· διότι ως ο διδάσκαλος, είπεν, ούτω θέλει είναι και ο μαθητής αυτού· όθεν προσέθεσε· «Και ο κακοδαίμων ούτος Μακάριος ξίφει την κεφαλήν αφαιρεθήσεται». Παρευθύς λοιπόν οι δήμιοι το προστασσόμενον εποίησαν· και ούτως ο Μακάριος, ως αληθώς μακάριος εγένετο και εις τον χορόν των προ αυτού Μαρτύρων κατετάγη. Τοιούτον τρόπαιον κατά του κοινού της φύσεως ημών πολεμίου έστησαν οι γενναίοι του Χριστού αθλοφόροι, ο Ρωμύλος, λέγω, Ευδόξιος, Ζήνων και Μακάριος, και έλαβον τον της νίκης στέφανον εν ουρανοίς παρά του στεφοδότου Χριστού του Θεού ημών· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου