Ιουλιανός ο Όσιος Πατήρ
ημών, παραιτήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, επήγεν εις τας όχθας του Ευφράτου
ποταμού· ευρών δε εκεί σπήλαιον διήγεν την ζωήν του μοναστικώς. Τούτον ύστερον
και άλλοι πολλοί μιμηθέντες, μετέβησαν πλησίον εις εκείνο το σπήλαιον του Οσίου
και κατεσκεύασαν καλύβας, γενόμενοι έως εκατόν τον αριθμόν· συνηγωνίζοντο δε με
τον Όσιον, και τα αυτά φαγητά τα οποία έτρωγεν εκείνος έτρωγαν και αυτοί. Ούτος
ο θαυμάσιος απήντησε ποτε δράκοντα, τον οποίον κατεξέσχισε και εθανάτωσε με το
σημείον του Τιμίου Σταυρού.
Επήγε δε και εις το Σίναιον Όρος και έκτισεν Εκκλησίαν πλησίον εις την πέτραν εκείνην, εις την οποίαν ο Νομοθέτης Μωϋσής είδε τον Θεόν, καθώς είναι δυνατόν να τον ίδη άνθρωπος· η Εκκλησία αύτη διατηρείται έως την σήμερον. Αλλά και όταν ο δυσσεβής Ιουλιανός επήγεν εις την Περσίαν, πολλοί Χριστιανοί φοβούμενοι μήπως επανελθών εκείθεν πολεμήση πάλιν την Εκκλησίαν του Χριστού ο αλιτήριος, προσέτρεξαν εις τον Όσιον τούτον και παρεκάλεσαν αυτόν να τους λυτρώση δια των προσευχών του από τας κακοτεχνίας εκείνου. Υπακούσας λοιπόν ο αοίδιμος παρέτεινε την προσευχήν του εις δέκα ημέρας. Τούτου ένεκα ήκουσεν άνωθεν θείαν φωνήν λέγουσαν, ότι όχι μόνον δια σε ο άγριος χοίρος του αμπελώνος Χριστού, ο μιαρός και δυσσεβής Ιουλιανός κατ’ αυτήν την ώραν αποσφάττεται, αλλά και δια τας αγρυπνίας και παρακλήσεις πολλών αγίων αδελφών. Ύστερον δε, αφ’ ου ο μακάριος Μελέτιος ο Αντιοχείας εδιώχθη από την Αντιόχειαν, προσεκάλεσαν Χριστιανοί τινες τον Όσιον τούτον Ιουλιανόν, όπως λάβωσι την ευχήν και ευλογίαν του και παρηγορηθώσιν από τας ψυχωφελείς νουθεσίας του· ο δε Όσιος συγκατένευσε να υπάγη. Πορευόμενος δε εφιλοξενήθη κατά την οδοιπορίαν από γυναίκα τινά φιλόθεον, ήτις είχεν επταετές παιδίον. Όταν δε εκάθησεν εις το δείπνον ο Άγιος, επειδή η μήτηρ ησχολείτο εις την υπηρεσίαν της τραπέζης, εξέφυγεν ολίγον από τα βλέμματα της μητρός το παιδίον και κατά συμβεβηκός πίπτει εντός φρέατος. Η δε τιμία εκείνη γυνή, αφ’ ου έμαθε το γεγονός, χωρίς να αλλοιωθή τελείως ή να ταραχθή, εκάλυψε το στόμιον του φρέατος και με μεγάλην πίστιν και μεγαλοψυχίαν υπηρέτει τον Όσιον. Εν ω δε ο Άγιος εζήτει το παιδίον επανειλημμένως, η μήτηρ αυτού, ω της θαυμαστής αυτής ανδρείας και πίστεως! Ηπάτα με φρόνησιν τον Όσιον, λέγουσα και προφασιζομένη, ότι το παιδίον της ασθενεί· επειδή δε ο Άγιος επί μάλλον εζήτει το παιδίον, ίνα έλθη και αυτό εις την τράπεζαν, να απολαύση την ευλογίαν του, δια τούτο εφανέρωσεν εις αυτόν το συμβεβηκός. Ο δε Όσιος πάραυτα ηγέρθη εκ της τραπάζης και αποβαλών το σκέπασμα του φρέατος, ω του θαύματος! βλέπει το παιδίον, το οποίον εχόρευεν υγιές εις το ύδωρ και οιονεί έπαιζε δια των χειρών· όθεν προσέταξε τινα εκεί ευρεθέντα, ίνα το ανασύρη εκ του φρέατος. Αφ’ ου δε εξήλθε το παιδίον, ηρωτάτο εάν έπαθε κανέν κακόν, εκείνο δε απεκρίνατο ότι δεν έπαθε τίποτε, επειδή υπεστηρίζετο από τον Γέροντα, όστις ωμίλει και εθώπευεν αυτό εντός του ύδατος. Όταν δε επήγεν ο Όσιος εις την Αντιόχειαν, κατέβη εις το σπήλαιον, εντό του οποίου εκρύπτετό ποτε ο Απόστολος Παύλος· τότε και πλήθος πολύ των Χριστιανών συνέδραμον εις το σπήλαιον, δια να λάβουν την ευλογίαν του και ωφεληθώσιν εκ της διδασκαλίας αυτού. Ο δε Όσιος, καταληφθείς από υπερβολικήν θέρμην, εκείτετο μόλις αναπνέων και σχεδόν διατελών άφωνος. Επειδή δε οι μετ’ αυτού όντες αδελφοί τον ηνώχλουν λέγοντες, ότι πολλοί Χριστιανοί ίστανται έξω του σπηλαίου και περιμένουσι να εξέλθη δια να λάβουν την ευλογίαν του, απεκρίθη· «Εάν συμφέρη εις εμέ η υγεία, θέλει την δώσει βεβαίως ο Θεός». Όθεν προσευχηθείς ο Όσιος απήλλαξεν αυτός εαυτόν από τον λαυρότατον εκείνον πυρετόν, δια την ωφέλειαν του πλήθους των Χριστιανών. Όταν δε ο Άγιος επορεύετο από την Αντιόχειαν εις τα Βασίλεια της Κωνσταντινουπόλεως, τότε ασθενής τις και κατάκοιτος άνθρωπος ήγγισεν εις το ευτελές και πενιχρόν αυτού ιμάτιον· και, ω του θαύματος! ευθύς υγιής εγένετο και ηκολούθει τον Όσιον, καθώς και ο πάλαι χωλός αναστάς ηκολούθει τον Πέτρον και Ιωάννην τους Αποστόλους. Ο δε ασθενής εκείνος όχι μόνον ιατρεύθη από την του σώματος ασθένειαν, αλλά και από την της ψυχής· διότι αστήρικτος ων εις την Ορθόδοξον πίστιν, εστηρίχθη δια του Αγίου εις αυτήν. Εν ω δε επέστρεφεν ο Άγιος εις την ασκητικήν του καλύβην δια μέσου της πόλεως Κύρου, εκράτησαν αυτόν οι εκείσε Χριστιανοί, παρακαλούντες και λέγοντες· «Δούλε του Θεού, ημείς περιμένομεν να έλθη, αντί του Επισκόπου μας, ο δυσσεβής και ολέθριος Αστέριος· λοιπόν παράμεινον πλησίον ημών και βοήθησόν μας όσον δύνασαι, μήπως εκείνος ήθελε μας διαστρέψει από την Ορθοδοξίαν με την ρητορικήν και σοφιστικήν γλώσσαν του». Ο δε Άγιος υπακούσας προσέμεινε και ποιήσας ευχήν ολονύκτιον, ομού με ολίγους άλλους, εθανάτωσε τον Αστέριον με πληγήν θεόπεμπτον, αφήσας εις αυτόν ζωήν μιας μόνον ημέρας και ταύτην οδυνηράν και επίπονον. Υποστρέψας λοιπόν ο Όσιος εις τους μαθητάς του και διελθών μετ’ αυτών αρκετά έτη, εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησεν.
Επήγε δε και εις το Σίναιον Όρος και έκτισεν Εκκλησίαν πλησίον εις την πέτραν εκείνην, εις την οποίαν ο Νομοθέτης Μωϋσής είδε τον Θεόν, καθώς είναι δυνατόν να τον ίδη άνθρωπος· η Εκκλησία αύτη διατηρείται έως την σήμερον. Αλλά και όταν ο δυσσεβής Ιουλιανός επήγεν εις την Περσίαν, πολλοί Χριστιανοί φοβούμενοι μήπως επανελθών εκείθεν πολεμήση πάλιν την Εκκλησίαν του Χριστού ο αλιτήριος, προσέτρεξαν εις τον Όσιον τούτον και παρεκάλεσαν αυτόν να τους λυτρώση δια των προσευχών του από τας κακοτεχνίας εκείνου. Υπακούσας λοιπόν ο αοίδιμος παρέτεινε την προσευχήν του εις δέκα ημέρας. Τούτου ένεκα ήκουσεν άνωθεν θείαν φωνήν λέγουσαν, ότι όχι μόνον δια σε ο άγριος χοίρος του αμπελώνος Χριστού, ο μιαρός και δυσσεβής Ιουλιανός κατ’ αυτήν την ώραν αποσφάττεται, αλλά και δια τας αγρυπνίας και παρακλήσεις πολλών αγίων αδελφών. Ύστερον δε, αφ’ ου ο μακάριος Μελέτιος ο Αντιοχείας εδιώχθη από την Αντιόχειαν, προσεκάλεσαν Χριστιανοί τινες τον Όσιον τούτον Ιουλιανόν, όπως λάβωσι την ευχήν και ευλογίαν του και παρηγορηθώσιν από τας ψυχωφελείς νουθεσίας του· ο δε Όσιος συγκατένευσε να υπάγη. Πορευόμενος δε εφιλοξενήθη κατά την οδοιπορίαν από γυναίκα τινά φιλόθεον, ήτις είχεν επταετές παιδίον. Όταν δε εκάθησεν εις το δείπνον ο Άγιος, επειδή η μήτηρ ησχολείτο εις την υπηρεσίαν της τραπέζης, εξέφυγεν ολίγον από τα βλέμματα της μητρός το παιδίον και κατά συμβεβηκός πίπτει εντός φρέατος. Η δε τιμία εκείνη γυνή, αφ’ ου έμαθε το γεγονός, χωρίς να αλλοιωθή τελείως ή να ταραχθή, εκάλυψε το στόμιον του φρέατος και με μεγάλην πίστιν και μεγαλοψυχίαν υπηρέτει τον Όσιον. Εν ω δε ο Άγιος εζήτει το παιδίον επανειλημμένως, η μήτηρ αυτού, ω της θαυμαστής αυτής ανδρείας και πίστεως! Ηπάτα με φρόνησιν τον Όσιον, λέγουσα και προφασιζομένη, ότι το παιδίον της ασθενεί· επειδή δε ο Άγιος επί μάλλον εζήτει το παιδίον, ίνα έλθη και αυτό εις την τράπεζαν, να απολαύση την ευλογίαν του, δια τούτο εφανέρωσεν εις αυτόν το συμβεβηκός. Ο δε Όσιος πάραυτα ηγέρθη εκ της τραπάζης και αποβαλών το σκέπασμα του φρέατος, ω του θαύματος! βλέπει το παιδίον, το οποίον εχόρευεν υγιές εις το ύδωρ και οιονεί έπαιζε δια των χειρών· όθεν προσέταξε τινα εκεί ευρεθέντα, ίνα το ανασύρη εκ του φρέατος. Αφ’ ου δε εξήλθε το παιδίον, ηρωτάτο εάν έπαθε κανέν κακόν, εκείνο δε απεκρίνατο ότι δεν έπαθε τίποτε, επειδή υπεστηρίζετο από τον Γέροντα, όστις ωμίλει και εθώπευεν αυτό εντός του ύδατος. Όταν δε επήγεν ο Όσιος εις την Αντιόχειαν, κατέβη εις το σπήλαιον, εντό του οποίου εκρύπτετό ποτε ο Απόστολος Παύλος· τότε και πλήθος πολύ των Χριστιανών συνέδραμον εις το σπήλαιον, δια να λάβουν την ευλογίαν του και ωφεληθώσιν εκ της διδασκαλίας αυτού. Ο δε Όσιος, καταληφθείς από υπερβολικήν θέρμην, εκείτετο μόλις αναπνέων και σχεδόν διατελών άφωνος. Επειδή δε οι μετ’ αυτού όντες αδελφοί τον ηνώχλουν λέγοντες, ότι πολλοί Χριστιανοί ίστανται έξω του σπηλαίου και περιμένουσι να εξέλθη δια να λάβουν την ευλογίαν του, απεκρίθη· «Εάν συμφέρη εις εμέ η υγεία, θέλει την δώσει βεβαίως ο Θεός». Όθεν προσευχηθείς ο Όσιος απήλλαξεν αυτός εαυτόν από τον λαυρότατον εκείνον πυρετόν, δια την ωφέλειαν του πλήθους των Χριστιανών. Όταν δε ο Άγιος επορεύετο από την Αντιόχειαν εις τα Βασίλεια της Κωνσταντινουπόλεως, τότε ασθενής τις και κατάκοιτος άνθρωπος ήγγισεν εις το ευτελές και πενιχρόν αυτού ιμάτιον· και, ω του θαύματος! ευθύς υγιής εγένετο και ηκολούθει τον Όσιον, καθώς και ο πάλαι χωλός αναστάς ηκολούθει τον Πέτρον και Ιωάννην τους Αποστόλους. Ο δε ασθενής εκείνος όχι μόνον ιατρεύθη από την του σώματος ασθένειαν, αλλά και από την της ψυχής· διότι αστήρικτος ων εις την Ορθόδοξον πίστιν, εστηρίχθη δια του Αγίου εις αυτήν. Εν ω δε επέστρεφεν ο Άγιος εις την ασκητικήν του καλύβην δια μέσου της πόλεως Κύρου, εκράτησαν αυτόν οι εκείσε Χριστιανοί, παρακαλούντες και λέγοντες· «Δούλε του Θεού, ημείς περιμένομεν να έλθη, αντί του Επισκόπου μας, ο δυσσεβής και ολέθριος Αστέριος· λοιπόν παράμεινον πλησίον ημών και βοήθησόν μας όσον δύνασαι, μήπως εκείνος ήθελε μας διαστρέψει από την Ορθοδοξίαν με την ρητορικήν και σοφιστικήν γλώσσαν του». Ο δε Άγιος υπακούσας προσέμεινε και ποιήσας ευχήν ολονύκτιον, ομού με ολίγους άλλους, εθανάτωσε τον Αστέριον με πληγήν θεόπεμπτον, αφήσας εις αυτόν ζωήν μιας μόνον ημέρας και ταύτην οδυνηράν και επίπονον. Υποστρέψας λοιπόν ο Όσιος εις τους μαθητάς του και διελθών μετ’ αυτών αρκετά έτη, εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου