Ιωάννης
ο Όσιος Πατήρ ημών ήτο από τας Θήβας της Αιγύπτου, υιός γονέων μεγάλων και
περιφανών· λαβών δε το Αγγελικόν σχήμα των Μοναχών, από τον πάππον αυτού
Μοναχόν όντα, και αποχαιρετήσας αυτόν, επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Επειδή όμως
δεν εδέχετο την Αγίαν και Οικουμενικήν Τετάρτην Σύνοδον την εν Χαλκηδόνι, αλλ’
εχώριζε τον εαυτόν του από την Καθολικήν Εκκλησίαν, δια τούτο θέλων να
προσκυνήση τον Τίμιον Σταυρόν ημποδίζετο να πλησιάση εις αυτόν.
Όθεν ήκουσε φωνήν καθ’ ύπνον λέγουσαν ταύτα· «Εκείνοι οι οποίοι δεν κοινωνούσι με την Καθολικήν Εκκλησίαν, δεν είναι άξιοι να προσκυνήσωσι τον Σταυρόν του Κυρίου». Εξυπνήσας λοιπόν προσέτρεξεν εις την Εκκλησίαν και διωρθώθη. Επανελθών είτα εις τον Γέροντα και πάππον του, και λαβών την ευχήν και την ευλογίαν αυτού, εξήλθε του Μοναστηρίου· και ευρών εν μικρότατον σπήλαιον εις δύσβατον και κρημνώδη τινά τόπον, ονομαζόμενον Χοζεβάν, κατώκησεν εις αυτό και ετρέφετο από τας άκρας των δένδρων του τόπου εκείνου. Τούτον δε ο Θεός θέλων να δοξάση, εφανέρωσεν αυτόν με τον εξής τρόπον. Ήτο εις τους τόπους εκείνους εις μέγας Ασκητής, ονόματι Ανανίας. Εις τούτον εφέρθη ποτέ ο υιός ενός πλουσίου, ενοχλούμενος από ακάθαρτον πνεύμα, και δεν εδέχθη αυτόν ο Όσιος δια την πολλήν του ταπείνωσιν, αλλά παρεκίνησε τους φέροντας τον νέον να τον υπάγωσιν εις τον ενδότερον τόπον, εις τον οποίον ησύχαζεν ούτος ο Αιγύπτιος Ιωάννης, ίνα εκείνος θεραπεύση αυτόν. Όθεν εκείνοι ευρόντες τον Ιωάννην, εφανέρωσαν την αιτίαν, δια την οποίαν επήγαν προς αυτόν. Ο δε Άγιος πρώτον μεν δεν επείθετο να προσευχηθή δια τον νέον· ύστερον όμως βιασθείς προσηυχήθη. Έπειτα στραφείς, λέγει προς το δαιμόνιον· «Εν τω ονόματι του Χριστού, ακάθαρτον πνεύμα, δεν σε προστάσσω εγώ, αλλά σε προστάσσει ο δούλος του Θεού Ανανίας, να εξέλθης από τον νέον τούτον». Ταύτα ως ήκουσε το ακάθαρτον πνεύμα εξήλθε παρευθύς, ο δε νέος έγινεν υγιής. Επειδή λοιπόν το παράδοξον τούτο θαύμα κατέστησε περιβόητον τον Όσιον εις όλα τα μέρη εκείνα, δια τούτο και τον εχειροτόνησαν ακουσίως Επίσκοπον Καισαρείας. Από τας φροντίδας όμως του αξιώματος μη δυνάμενος να μετέρχεται την ερημικήν και ησύχιον ζωήν, αφήκε την Καισάρειαν και επανήλθεν εις την έρημον. Αλλ’ ουδέ τότε ηδυνήθη να κρυβή από τους πολλούς· διότι γεωργός τις, έχων παιδίον μικρότατον ενοχλούμενον από πνεύμα ακάθαρτον, έθεσεν αυτό εντός σπυρίδος (ζεμπιλίου), και σκεπάσας αυτό άνωθεν με χόρτα απέθεσε πλησίον της θύρας του Αγίου και έφυγεν. Επειδή δε έκλαυσε το παιδίον, ήκουσεν αυτό ο Άγιος και εγερθείς είδεν αυτό, και εγνώρισε πάραυτα ότι κατώκει εις αυτό δαιμόνιον. Όθεν δια προσευχής του διώξας το δαιμόνιον, εποίησε το παιδίον υγιές. Πλην το διωχθέν δαιμόνιον δεν ησύχασεν, αλλ’ εσχηματίσθη εις μορφήν ανθρώπου· ευρόν δε τον Όσιον επάνω εις κρημνώδη τινά και δύσβατον τόπον, έπεσεν εις τους πόδας αυτού ζητούν δήθεν ευλογίαν. Ο δε Όσιος εξεπλάγη δια την αιφνίδιον ταύτην θέαν· όθεν περιπλεχθείς τους πόδας και ολισθήσας, έπεσε κάτω εις το βάθος του κρημνού. Εις μάτην όμως εμόχθησεν ο ανθρωποκτόνος, επειδή ο Άγιος δια της χάριτος του Θεού έμεινεν αβλαβής. Αλλά και πάλιν ο φθονερός άλλον πειρασμόν κατά του Αγίου εκίνησεν. Εξήγειρε κατ’ αυτού φονέα τινά και ληστήν, ο οποίος ποτέ μεν έδερε τον Όσιον, ποτέ δε του αφήρει το ένδυμά του· άλλοτε δε και την καλύβην του έκαιεν ο απάνθρωπος. Ταύτα δε πάσχων ο Άγιος, τούτο μόνον έλεγε κατά μόνας, ως ο ίδιος μετά ταύτα διηγήθη· «Ω Κύριε, εάν είναι αρεστά αυτά εις σε, ευχαριστώ Σοι». Όθεν ήκουσεν αυτού εξ ουρανού ο Ύψιστος, και από τον πειρασμόν αυτόν τον ελύτρωσε· διότι συλληφθείς από τον εξουσιαστήν ο κλέπτης εκείνος εθανατώθη. Και από τότε έλαβεν ο Άγιος όχι ολίγην άνεσιν, πλην δεν έπαυσε τελείως ο δόλιος διάβολος του να σκάπτη λάκκους εις τον Όσιον. Διότι ερχόμενος ποτέ ο Άγιος εις επίσκεψιν αδελφών τινών, απήντησε καθ’ οδόν γυναίκα η οποία δεξαμένη εις την καρδίαν της λογισμόν αισχρόν υποβληθέντα εις αυτήν υπό του διαβόλου, έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και παρεκάλει αυτόν να της επιτρέψη να εισέλθη εις το σπήλαιόν του, δια να λάβη δήθεν ευλογίαν και αγιασμόν. Άμα λοιπόν ο Άγιος συγκατένευσε και την εδέχθη, ευθύς η μιαρά εκείνη και ακόλαστος κλείσασα την θύραν, εξεγύμνωσεν όλα τα μέλη της και έπραττεν η αναίσχυντος εκείνα τα οποία ούτε να αναφέρη τις επιτρέπεται, σκοπόν προτιθεμένη να μολύνη τον αμόλυντον. Αλλ’ ο ανίκητος και αδαμάντινος του Χριστού δούλος, ευθύς αποβαλών το όργανον τούτο του διαβόλου, εξήλθε της καλύβης του αβλαβής. Μίαν φοράν ακούσας ο μακάριος ούτος Ιωάννης δια περιβόητόν τινα Ασκητήν, Μαρκιανόν ονομαζόμενον, επόθει να τον ίδη. Επειδή όμως εκείνος είχεν υποβάλει αυτός εαυτόν εις δεσμόν, να μη εξέλθη από το σπήλαιόν του έστω και αν ήθελεν ακολουθήσει εις αυτόν ανάγκη μεγάλη και απαραίτητος, δια τούτο δεν ηυχαριστείτο να λύση τον δεσμόν αυτόν και να εξέλθη. Αλλ’ η παντέφορος του Θεού Πρόνοια τι ωκονόμησεν; Άγγελος Κυρίου έλαβε τον Μαρκιανόν από το κελλίον του, και φέρων αυτόν μετάρσιον εις τον αέρα ηρέμα και χωρίς θόρυβον τον έστησεν εις το σπήλαιον του μακαρίου Ιωάννου. Αφ’ ου λοιπόν είδον και ησπάσθησαν αλλήλους οι Όσιοι και εχόρτασαν από την πνευματικήν ομιλίαν, την οποίαν εποίησαν μεταξύ των, τελευταίον είπεν ο θείος Ιωάννης· «Δόξα τω Αγίω Θεώ, όστις με ηξίωσε να ίδω τον ποθεινότατόν μοι Μαρκιανόν». Ευθύς δε μετά τους λόγους τούτους ελήφθη πάλιν υπό Αγγέλου ο θείος Μαρκιανός ενώπιον των οφθαλμών του Ιωάννου και εφέρθη εις το κελλίον του. Τούτο το θαύμα, δια το υπερβάλλον αυτού, έβαλεν εις διαφόρους λογισμούς τον Όσιον Ιωάννην, μήπως ήτο φάντασμα διαβολικόν το γενόμενον. Όθεν διστάζων και παλαίων με τους λογισμούς, έλυσε τον δεσμόν τον οποίον είχε και εξήλθεν από το σπήλαιόν του. Πορευόμενος δε εις το κελλίον του Μαρκιανού, εύρεν εκείνον καθ’ οδόν. Χαιρετίσας λοιπόν αυτόν και ακούσας να τον καλή εξ ονόματος, επληροφορήθη ακριβέστατα τον πρότερον δι’ Αγγέλου γενόμενον παράδοξον τρόπον της εκείνου ελεύσεως. Όθεν χαιρετίσας πάλιν αυτόν και αντιχαιρετισθείς παρ’ αυτού, επέστρεψεν εις το σπήλαιόν του χαίρων. Αλλά διατί να πολυλογώ; Ούτος ο θείος Ιωάννης δαιμόνια από τους ανθρώπους εδίωξε, νοσήματα αθεράπευτα εθεράπευσε, νερά εις διαφόρους τόπους ανέβλυσε· βροχάς εξ ουρανού δια της προσευχής του πολλάκις κατέφερε και άλλα πολλά σημεία και θαύματα δια μέσου αυτού εποίησεν ο Θεός. Όθεν ως φωστήρ δι’ ασκήσεως και θαυμάτων επί της γης διαλάμψας, εν γήρα καλώ ετελείωσε την ζωήν και παρέδωκεν εν ειρήνη την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις τον Κύριον. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Όθεν ήκουσε φωνήν καθ’ ύπνον λέγουσαν ταύτα· «Εκείνοι οι οποίοι δεν κοινωνούσι με την Καθολικήν Εκκλησίαν, δεν είναι άξιοι να προσκυνήσωσι τον Σταυρόν του Κυρίου». Εξυπνήσας λοιπόν προσέτρεξεν εις την Εκκλησίαν και διωρθώθη. Επανελθών είτα εις τον Γέροντα και πάππον του, και λαβών την ευχήν και την ευλογίαν αυτού, εξήλθε του Μοναστηρίου· και ευρών εν μικρότατον σπήλαιον εις δύσβατον και κρημνώδη τινά τόπον, ονομαζόμενον Χοζεβάν, κατώκησεν εις αυτό και ετρέφετο από τας άκρας των δένδρων του τόπου εκείνου. Τούτον δε ο Θεός θέλων να δοξάση, εφανέρωσεν αυτόν με τον εξής τρόπον. Ήτο εις τους τόπους εκείνους εις μέγας Ασκητής, ονόματι Ανανίας. Εις τούτον εφέρθη ποτέ ο υιός ενός πλουσίου, ενοχλούμενος από ακάθαρτον πνεύμα, και δεν εδέχθη αυτόν ο Όσιος δια την πολλήν του ταπείνωσιν, αλλά παρεκίνησε τους φέροντας τον νέον να τον υπάγωσιν εις τον ενδότερον τόπον, εις τον οποίον ησύχαζεν ούτος ο Αιγύπτιος Ιωάννης, ίνα εκείνος θεραπεύση αυτόν. Όθεν εκείνοι ευρόντες τον Ιωάννην, εφανέρωσαν την αιτίαν, δια την οποίαν επήγαν προς αυτόν. Ο δε Άγιος πρώτον μεν δεν επείθετο να προσευχηθή δια τον νέον· ύστερον όμως βιασθείς προσηυχήθη. Έπειτα στραφείς, λέγει προς το δαιμόνιον· «Εν τω ονόματι του Χριστού, ακάθαρτον πνεύμα, δεν σε προστάσσω εγώ, αλλά σε προστάσσει ο δούλος του Θεού Ανανίας, να εξέλθης από τον νέον τούτον». Ταύτα ως ήκουσε το ακάθαρτον πνεύμα εξήλθε παρευθύς, ο δε νέος έγινεν υγιής. Επειδή λοιπόν το παράδοξον τούτο θαύμα κατέστησε περιβόητον τον Όσιον εις όλα τα μέρη εκείνα, δια τούτο και τον εχειροτόνησαν ακουσίως Επίσκοπον Καισαρείας. Από τας φροντίδας όμως του αξιώματος μη δυνάμενος να μετέρχεται την ερημικήν και ησύχιον ζωήν, αφήκε την Καισάρειαν και επανήλθεν εις την έρημον. Αλλ’ ουδέ τότε ηδυνήθη να κρυβή από τους πολλούς· διότι γεωργός τις, έχων παιδίον μικρότατον ενοχλούμενον από πνεύμα ακάθαρτον, έθεσεν αυτό εντός σπυρίδος (ζεμπιλίου), και σκεπάσας αυτό άνωθεν με χόρτα απέθεσε πλησίον της θύρας του Αγίου και έφυγεν. Επειδή δε έκλαυσε το παιδίον, ήκουσεν αυτό ο Άγιος και εγερθείς είδεν αυτό, και εγνώρισε πάραυτα ότι κατώκει εις αυτό δαιμόνιον. Όθεν δια προσευχής του διώξας το δαιμόνιον, εποίησε το παιδίον υγιές. Πλην το διωχθέν δαιμόνιον δεν ησύχασεν, αλλ’ εσχηματίσθη εις μορφήν ανθρώπου· ευρόν δε τον Όσιον επάνω εις κρημνώδη τινά και δύσβατον τόπον, έπεσεν εις τους πόδας αυτού ζητούν δήθεν ευλογίαν. Ο δε Όσιος εξεπλάγη δια την αιφνίδιον ταύτην θέαν· όθεν περιπλεχθείς τους πόδας και ολισθήσας, έπεσε κάτω εις το βάθος του κρημνού. Εις μάτην όμως εμόχθησεν ο ανθρωποκτόνος, επειδή ο Άγιος δια της χάριτος του Θεού έμεινεν αβλαβής. Αλλά και πάλιν ο φθονερός άλλον πειρασμόν κατά του Αγίου εκίνησεν. Εξήγειρε κατ’ αυτού φονέα τινά και ληστήν, ο οποίος ποτέ μεν έδερε τον Όσιον, ποτέ δε του αφήρει το ένδυμά του· άλλοτε δε και την καλύβην του έκαιεν ο απάνθρωπος. Ταύτα δε πάσχων ο Άγιος, τούτο μόνον έλεγε κατά μόνας, ως ο ίδιος μετά ταύτα διηγήθη· «Ω Κύριε, εάν είναι αρεστά αυτά εις σε, ευχαριστώ Σοι». Όθεν ήκουσεν αυτού εξ ουρανού ο Ύψιστος, και από τον πειρασμόν αυτόν τον ελύτρωσε· διότι συλληφθείς από τον εξουσιαστήν ο κλέπτης εκείνος εθανατώθη. Και από τότε έλαβεν ο Άγιος όχι ολίγην άνεσιν, πλην δεν έπαυσε τελείως ο δόλιος διάβολος του να σκάπτη λάκκους εις τον Όσιον. Διότι ερχόμενος ποτέ ο Άγιος εις επίσκεψιν αδελφών τινών, απήντησε καθ’ οδόν γυναίκα η οποία δεξαμένη εις την καρδίαν της λογισμόν αισχρόν υποβληθέντα εις αυτήν υπό του διαβόλου, έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και παρεκάλει αυτόν να της επιτρέψη να εισέλθη εις το σπήλαιόν του, δια να λάβη δήθεν ευλογίαν και αγιασμόν. Άμα λοιπόν ο Άγιος συγκατένευσε και την εδέχθη, ευθύς η μιαρά εκείνη και ακόλαστος κλείσασα την θύραν, εξεγύμνωσεν όλα τα μέλη της και έπραττεν η αναίσχυντος εκείνα τα οποία ούτε να αναφέρη τις επιτρέπεται, σκοπόν προτιθεμένη να μολύνη τον αμόλυντον. Αλλ’ ο ανίκητος και αδαμάντινος του Χριστού δούλος, ευθύς αποβαλών το όργανον τούτο του διαβόλου, εξήλθε της καλύβης του αβλαβής. Μίαν φοράν ακούσας ο μακάριος ούτος Ιωάννης δια περιβόητόν τινα Ασκητήν, Μαρκιανόν ονομαζόμενον, επόθει να τον ίδη. Επειδή όμως εκείνος είχεν υποβάλει αυτός εαυτόν εις δεσμόν, να μη εξέλθη από το σπήλαιόν του έστω και αν ήθελεν ακολουθήσει εις αυτόν ανάγκη μεγάλη και απαραίτητος, δια τούτο δεν ηυχαριστείτο να λύση τον δεσμόν αυτόν και να εξέλθη. Αλλ’ η παντέφορος του Θεού Πρόνοια τι ωκονόμησεν; Άγγελος Κυρίου έλαβε τον Μαρκιανόν από το κελλίον του, και φέρων αυτόν μετάρσιον εις τον αέρα ηρέμα και χωρίς θόρυβον τον έστησεν εις το σπήλαιον του μακαρίου Ιωάννου. Αφ’ ου λοιπόν είδον και ησπάσθησαν αλλήλους οι Όσιοι και εχόρτασαν από την πνευματικήν ομιλίαν, την οποίαν εποίησαν μεταξύ των, τελευταίον είπεν ο θείος Ιωάννης· «Δόξα τω Αγίω Θεώ, όστις με ηξίωσε να ίδω τον ποθεινότατόν μοι Μαρκιανόν». Ευθύς δε μετά τους λόγους τούτους ελήφθη πάλιν υπό Αγγέλου ο θείος Μαρκιανός ενώπιον των οφθαλμών του Ιωάννου και εφέρθη εις το κελλίον του. Τούτο το θαύμα, δια το υπερβάλλον αυτού, έβαλεν εις διαφόρους λογισμούς τον Όσιον Ιωάννην, μήπως ήτο φάντασμα διαβολικόν το γενόμενον. Όθεν διστάζων και παλαίων με τους λογισμούς, έλυσε τον δεσμόν τον οποίον είχε και εξήλθεν από το σπήλαιόν του. Πορευόμενος δε εις το κελλίον του Μαρκιανού, εύρεν εκείνον καθ’ οδόν. Χαιρετίσας λοιπόν αυτόν και ακούσας να τον καλή εξ ονόματος, επληροφορήθη ακριβέστατα τον πρότερον δι’ Αγγέλου γενόμενον παράδοξον τρόπον της εκείνου ελεύσεως. Όθεν χαιρετίσας πάλιν αυτόν και αντιχαιρετισθείς παρ’ αυτού, επέστρεψεν εις το σπήλαιόν του χαίρων. Αλλά διατί να πολυλογώ; Ούτος ο θείος Ιωάννης δαιμόνια από τους ανθρώπους εδίωξε, νοσήματα αθεράπευτα εθεράπευσε, νερά εις διαφόρους τόπους ανέβλυσε· βροχάς εξ ουρανού δια της προσευχής του πολλάκις κατέφερε και άλλα πολλά σημεία και θαύματα δια μέσου αυτού εποίησεν ο Θεός. Όθεν ως φωστήρ δι’ ασκήσεως και θαυμάτων επί της γης διαλάμψας, εν γήρα καλώ ετελείωσε την ζωήν και παρέδωκεν εν ειρήνη την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις τον Κύριον. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου