Θωμάς
ο ιερός και θαυμάσιος Πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Λέοντος Α΄
του Σοφού (886- 912). Πατρίδα είχε την γην εκείνην, ήτις ευρίσκεται εις τους
πρόποδας του όρους, του καλουμένου Κυμινά, οι γονείς δε αυτού ήσαν άνθρωποι
ιδιώται και εν αυταρκεία ζώντες. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις την ακμήν της
ηλικίας του, κατεφρόνησεν όλα τα πράγματα του κόσμου και ζηλώσας την ζωήν των
Μοναχών, ενεδύθη το Αγγελικόν Σχήμα και έγινε και αυτός Μοναχός.
Όθεν προέκοπτεν εις τους αγώνας, χωρίς να οπισθοδρομή· διότι εξ απαλών ονύχων έτρεφε τον πόθον τούτον εις την καρδίαν του ο αοίδιμος, επειδή συνείθιζε να μεταβαίνη μετά του πατρός του εις τα Μοναστήρια, όταν ήτο παιδίον, και βλέπων την ζωήν των Μοναχών ηγάπα ταύτην και την επόθει. Δια τούτο παρεδόθη εις ένα διδάσκαλον των Μοναστηρίων εκείνων, ίνα μάθη παρ΄ αυτού και την μοναδικήν πολιτείαν και τα ιερά γράμματα, τα οποία και έμαθεν εις μικρόν διάστημα χρόνου, ήτοι το Ψαλτήριον, τον Απόστολον και όλην την λοιπήν ιεράν Ακολουθίαν της Εκκλησίας. Ούτος λοιπόν, ως είπομεν, απολαμβάνων τον πνευματικόν πόθον, τον οποίον έτρεφεν εκ νεότητος, και γενναίως τους ασκητικούς αγώνας αγωνιζόμενος, εμόρφωσεν εις την ψυχήν του το νοητόν κάλλος με τα χρώματα των αρετών, ώστε εφαίνετο ως θείον εικόνισμα, το οποίον παρεκίνει να το μιμώνται όσοι το βλέπουσι. Τότε και ένδοξός τις των μεγιστάνων της Κωνσταντινουπόλεως, Γαλολήκτης ονομαζόμενος, έκτισε Μοναστήριον πλησίον εις τον ποταμόν Σάγαριν· όθεν συμβουλευθείς τον εκεί ευρισκόμενον Επίσκοπον, παρεκάλει αυτόν να εκλέξη ένα εκ των προκρίτων Μοναχών των υποκειμένων εις αυτόν Μοναστηρίων και τούτον να αποκαταστήση Ηγούμενον εις το ιδικόν του νεόκτιστον Μοναστήριον. Ο δε Επίσκοπος αποδεξάμενος τον λόγον συνεβούλευσε τον άρχοντα, ότι ο μακάριος Θωμάς είναι άξιος να γίνη Ηγούμενος του νέου Μοναστηρίου, ως περιβόητος ανήρ και ως κανών ακριβής της ασκήσεως. Κατασταθείς λοιπόν ο θείος Θωμάς Ηγούμενος, σοφώς διώκησε το Μοναστήριον εκείνο δι΄ αρκετά έτη. Όθεν, όσον αυτός εκρύπτετο από τους ανθρώπους με την ταπείνωσίν του, τόσον εφημίζετο εις όλους, ότι είναι πάσης αρετής ενδιαίτημα. Επειδή δε ελυπείτο, διότι έτρεχον πολλοί εις το Μοναστήριον και ετάραττον την ησυχίαν του, τι εμηχανεύθη; Εκλέξας εκ των Μοναχών του Μοναστηρίου τον πλέον ενάρετον και καταστήσας αυτόν Ηγούμενον, έλαβε τας ευχάς όλων των αδελφών και απελθών κρυφίως εις τους πρόποδας όρους τινός, τόπον αρμόδιον προς ησυχίαν, κατώκησεν εκεί. Αλλ΄ επειδή τον Ποιμένα εζήτουν τα πρόβατα και δεν έπαυον οι αδελφοί του Μοναστηρίου να ερευνώσι τα όρη και τας υπωρείας δι΄ αυτόν, τον εύρον εις την υπώρειαν εκείνην του όρους, χωρίς στέγην, χωρίς σκέπασμα και χωρίς άλλην τινά παρηγορίαν. Όταν συλλογιζόμενοι την δριμύτητα των χιόνων και του χειμώνος και το καύμα του θέρους, τα οποία εδοκίμασεν ο αοίδιμος, παρεκάλουν αυτόν λέγοντες· «Διατί, τίμιε Πάτερ, ταλαιπωρείς με τόσας πολλάς σκληραγωγίας τον εαυτόν σου; Ή δεν σκέπτεσαι την ασθένειαν του σώματος, το οποίον είναι πλασμένον από χώμα και έχει φυσικόν ιδίωμα να φθείρηται ταχέως από τας των καιρών δυσκρασίας»; Μόλις λοιπόν και μετά βίας επείσθη ο Όσιος εις την συμβουλήν των αδελφών. Όθεν παραγγέλλει εις αυτούς να του κατασκευάσωσι μεμονωμένον μικρόν κελλίον, αφ΄ ου δε τούτο επερατώθη, εγκατεστάθη εις αυτό και ησύχαζε. Βλέπων δε τας ανάγκας του Μοναστηρίου εισήλθεν εις τον Ναόν και κλίνας τα γόνατα εις το έδαφος, έλεγε προσευχόμενος· «Αξίωσον, ω Κύριε, να έλθωσιν εις ημάς τους αναξίους αδελφοί πρόθυμοι να ευαρεστήσωσι την ιδικήν σου μεγαλειότητα». Τότε λοιπόν ήλθον εις το Μοναστήριον δύο ευλαβέστατοι κοσμικοί, ως να ήσαν παρά Θεού απεσταλμένοι, οίτινες παρεκάλουν να κουρευθούν Μοναχοί και να υποταχθώσιν εις αυτόν και εις όλους τους αδελφούς. Τούτους υποδεξάμενος ο Όσιος, ως απεσταλμένους παρά Θεού, ενέδυσεν αυτούς τα ιερά του Σχήματος ενδύματα και επιθέτει εις αυτούς τα ονόματα των προκρίτων μαθητών του Κυρίου, τον μεν ένα μετονομάσας Πέτρον, τον δε άλλον Ιωάννην και μετ΄ αυτών ετέλει θερμοτέρας τας προς τον αγαθόν Θεόν προσευχάς του.
Όθεν προέκοπτεν εις τους αγώνας, χωρίς να οπισθοδρομή· διότι εξ απαλών ονύχων έτρεφε τον πόθον τούτον εις την καρδίαν του ο αοίδιμος, επειδή συνείθιζε να μεταβαίνη μετά του πατρός του εις τα Μοναστήρια, όταν ήτο παιδίον, και βλέπων την ζωήν των Μοναχών ηγάπα ταύτην και την επόθει. Δια τούτο παρεδόθη εις ένα διδάσκαλον των Μοναστηρίων εκείνων, ίνα μάθη παρ΄ αυτού και την μοναδικήν πολιτείαν και τα ιερά γράμματα, τα οποία και έμαθεν εις μικρόν διάστημα χρόνου, ήτοι το Ψαλτήριον, τον Απόστολον και όλην την λοιπήν ιεράν Ακολουθίαν της Εκκλησίας. Ούτος λοιπόν, ως είπομεν, απολαμβάνων τον πνευματικόν πόθον, τον οποίον έτρεφεν εκ νεότητος, και γενναίως τους ασκητικούς αγώνας αγωνιζόμενος, εμόρφωσεν εις την ψυχήν του το νοητόν κάλλος με τα χρώματα των αρετών, ώστε εφαίνετο ως θείον εικόνισμα, το οποίον παρεκίνει να το μιμώνται όσοι το βλέπουσι. Τότε και ένδοξός τις των μεγιστάνων της Κωνσταντινουπόλεως, Γαλολήκτης ονομαζόμενος, έκτισε Μοναστήριον πλησίον εις τον ποταμόν Σάγαριν· όθεν συμβουλευθείς τον εκεί ευρισκόμενον Επίσκοπον, παρεκάλει αυτόν να εκλέξη ένα εκ των προκρίτων Μοναχών των υποκειμένων εις αυτόν Μοναστηρίων και τούτον να αποκαταστήση Ηγούμενον εις το ιδικόν του νεόκτιστον Μοναστήριον. Ο δε Επίσκοπος αποδεξάμενος τον λόγον συνεβούλευσε τον άρχοντα, ότι ο μακάριος Θωμάς είναι άξιος να γίνη Ηγούμενος του νέου Μοναστηρίου, ως περιβόητος ανήρ και ως κανών ακριβής της ασκήσεως. Κατασταθείς λοιπόν ο θείος Θωμάς Ηγούμενος, σοφώς διώκησε το Μοναστήριον εκείνο δι΄ αρκετά έτη. Όθεν, όσον αυτός εκρύπτετο από τους ανθρώπους με την ταπείνωσίν του, τόσον εφημίζετο εις όλους, ότι είναι πάσης αρετής ενδιαίτημα. Επειδή δε ελυπείτο, διότι έτρεχον πολλοί εις το Μοναστήριον και ετάραττον την ησυχίαν του, τι εμηχανεύθη; Εκλέξας εκ των Μοναχών του Μοναστηρίου τον πλέον ενάρετον και καταστήσας αυτόν Ηγούμενον, έλαβε τας ευχάς όλων των αδελφών και απελθών κρυφίως εις τους πρόποδας όρους τινός, τόπον αρμόδιον προς ησυχίαν, κατώκησεν εκεί. Αλλ΄ επειδή τον Ποιμένα εζήτουν τα πρόβατα και δεν έπαυον οι αδελφοί του Μοναστηρίου να ερευνώσι τα όρη και τας υπωρείας δι΄ αυτόν, τον εύρον εις την υπώρειαν εκείνην του όρους, χωρίς στέγην, χωρίς σκέπασμα και χωρίς άλλην τινά παρηγορίαν. Όταν συλλογιζόμενοι την δριμύτητα των χιόνων και του χειμώνος και το καύμα του θέρους, τα οποία εδοκίμασεν ο αοίδιμος, παρεκάλουν αυτόν λέγοντες· «Διατί, τίμιε Πάτερ, ταλαιπωρείς με τόσας πολλάς σκληραγωγίας τον εαυτόν σου; Ή δεν σκέπτεσαι την ασθένειαν του σώματος, το οποίον είναι πλασμένον από χώμα και έχει φυσικόν ιδίωμα να φθείρηται ταχέως από τας των καιρών δυσκρασίας»; Μόλις λοιπόν και μετά βίας επείσθη ο Όσιος εις την συμβουλήν των αδελφών. Όθεν παραγγέλλει εις αυτούς να του κατασκευάσωσι μεμονωμένον μικρόν κελλίον, αφ΄ ου δε τούτο επερατώθη, εγκατεστάθη εις αυτό και ησύχαζε. Βλέπων δε τας ανάγκας του Μοναστηρίου εισήλθεν εις τον Ναόν και κλίνας τα γόνατα εις το έδαφος, έλεγε προσευχόμενος· «Αξίωσον, ω Κύριε, να έλθωσιν εις ημάς τους αναξίους αδελφοί πρόθυμοι να ευαρεστήσωσι την ιδικήν σου μεγαλειότητα». Τότε λοιπόν ήλθον εις το Μοναστήριον δύο ευλαβέστατοι κοσμικοί, ως να ήσαν παρά Θεού απεσταλμένοι, οίτινες παρεκάλουν να κουρευθούν Μοναχοί και να υποταχθώσιν εις αυτόν και εις όλους τους αδελφούς. Τούτους υποδεξάμενος ο Όσιος, ως απεσταλμένους παρά Θεού, ενέδυσεν αυτούς τα ιερά του Σχήματος ενδύματα και επιθέτει εις αυτούς τα ονόματα των προκρίτων μαθητών του Κυρίου, τον μεν ένα μετονομάσας Πέτρον, τον δε άλλον Ιωάννην και μετ΄ αυτών ετέλει θερμοτέρας τας προς τον αγαθόν Θεόν προσευχάς του.
Αλλ΄ ο πατήρ της κακίας διάβολος δεν υπέφερεν επί πολύν χρόνον να βλέπη
τας πονηρίας και μηχανορραφίας του ματαιουμένας από τον Άγιον. Όθεν φέρει εις
αυτόν τοσούτον μέγα πλήθος κωνώπων, ώστε δεν ηδύνατο ουδέ καν να αναπνεύση εξ
αιτίας αυτών, διότι και όταν έπιπτεν ο Γέρων να κοιμηθή, εγίνοντο εις αυτόν
οιονεί σκόλοπες και όταν ηγείρετο εις προσευχήν, εισέδυον δια του στόματός του
εις τον λάρυγγά του· εάν δε ήθελε να ανακουφίση την ασθένειαν της φύσεως με
ολίγον και ευτελές φαγητόν, εγέμιζε και εκείνο από κώνωπας. Ταύτην δε την
μεγάλην πληγήν δοκιμάζων ο Όσιος τρία ολόκληρα έτη, δεν ανεστέναζε μικροψύχως,
αλλά μάλλον ευχαριστών εζήτει παρά Κυρίου την λύσιν του κακού. Όταν δε οι
κώνωπες έφευγον, ήρχοντο, κατ΄ οικονομίαν Θεού, μυίαι τινές πολύ μεγάλαι και
ηνώχλουν τον Όσιον, καταπληγώνουσαι ως βέλη το δέρμα του, το οποίον από της
πολλής εγκρατείας ήτο κατάξηρον. Όταν δε πάλιν αι μυίαι έφευγον, τότε ήρχοντο
μύρμηκες και κατεμάστιζον τον της ασκήσεως Αθλητήν, εμβαίνοντες αφόβως και εις
τους οφθαλμούς του και εις την ρίνα του. Επειδή δε μεθ΄ όλας ταύτας τας οδύνας
έβλεπεν ο δαίμων τον Άγιον να ίσταται ως δρυς στερεός και αμετακίνητος, εις
τρόπον ώστε τα εννέα έτη, κατά τα οποία υπέφερε τας ανωτέρω πληγάς, ενομίσθησαν
παρ΄ αυτού ως μία ημέρα, ηθέλησε με μεγαλυτέραν μανίαν να πολεμήση τον Όσιον.
Και επειδή εγνώριζεν, ότι δεν πολεμεί γυναίκα ασθενή, καθώς πάλαι επολέμησε την
εκ της πλευράς του Αδάμ ληφθείσαν Εύαν, αλλ΄ ότι πολεμεί ήδη άνδρα γενναίον,
τον κεφαλήν όντα της γυναικός, δια τούτο δεν μεταχειρίζεται κατ΄ αυτού όργανον
ένα μόνον όφιν, καθώς τότε, όταν επολέμησε την Προμήτορα, αλλά συναθροίσας αναρίθμητον
πλήθος όφεων, επολέμει δι΄ αυτών τον Άγιον. Μας φέρει η ρύμη του λόγου να
είπωμεν διήγημα παράδοξον αληθώς και εξαίσιον. Διότι δεν ήτο τόπος, ούτε
έσωθεν, ούτε έξωθεν του κελλίου του Αγίου, εις τον οποίον δεν εφαίνετο όφις·
οπουδήποτε και αν ήθελε σταθή τις, εκεί και όφις θα περιεπλέκετο εις τους πόδας
του, καθώς και οίον δήποτε προς χρήσιν του αγγείον ελάμβανεν, εντός αυτού
εύρισκε και οφίδιον. Οσάκις ήθελε να πλαγιάση εις κλίνην δια να αναπαυθή ολίγον
από τους κόπους, μετ΄ αυτού και οι όφεις συνεκάθηντο, εφυλάττετο όμως εξ αυτών
αβλαβής με την δύναμιν της θείας Προνοίας. Ταύτην δε την μεγάλην πληγήν
υπέμεινεν ο αοίδιμος όχι άπαξ ή δις καθ΄ έκαστον ημερονύκτιον, αλλά πάντοτε και
εις πάσαν ώραν· και όχι μόνον δι΄ εν έτος ή και δύο επειράζετο υπό των όφεων,
αλλ΄ επί ολόκληρα ένδεκα έτη. Και το παράδοξον ότι ο Όσιος δεν απέκαμε, δεν
εγόγγυσε, δεν ελυπήθη το ελάχιστον, αλλ΄ ηυχαρίστει πάντοτε τον Θεόν και
προθύμως αντεπολέμει τον πολεμούντα διάβολον. Μίαν φοράν, ενώ ο Όσιος ετέλει
την θείαν Ιερουργίαν και ευρίσκετο περί το τέλος αυτής, εξήλθεν από εν μέρος
φοβερός δράκων, ο οποίος έζωσεν όλην την κόγχην της Εκκλησίας. Ότε δε ο
διακονών αδελφός εξήλθε δια να φέρη το συνήθως διδόμενον ζέον ύδωρ, τότε πεσών
ο δράκων εκ της κόγχης επήγε και εστάθη εις το κατώφλιον της θύρας της
Εκκλησίας, ως φοβερόν θέαμα, διότι ωμοίαζε με βουν και δεν άφηνε με κανένα
τρόπον τον αδελφόν να εισέλθη. Επειδή όμως ο Άγιος ετελείωσε την ευχήν και είπε
και την εκφώνησιν, ο δε αδελφός δεν είχεν ακόμη επιστρέψει, ηναγκάσθη να στραφή
προς την θύραν δια να τον καλέση· τότε βλέπει τον μεν δράκοντα επί του
κατωφλίου κείμενον, τον δε αδελφόν έξω ιστάμενον πεφοβισμένον και έντρομον.
Όθεν πλήρης γενόμενος Πνεύματος Αγίου και Πίστεως και μη διστάσας εφώναξε·
«Είσελθε προς τον συλλειτουργόν σου». Ταύτα δε ειπών, αυτός πάλιν αταράχως
επιστρέψας, συνέχισε την θείαν Λειτουργίαν· ο δε αδελφός, ενδυναμωθείς από την
φωνήν του Πνευματικού του Πατρός, διήλθεν άνωθεν του δράκοντος ως να είχε πτερά
και επήγε προς τον καλέσαντα. Αφού λοιπόν ετελείωσεν η θεία Λειτουργία, τότε ο
Όσιος χωρίς να εκδυθή την ιερατικήν στολήν εξήλθε του Ιερού και πορευθείς προς
τον δράκοντα, είπε προς αυτόν· «Εάν, ω θηρίον, τώρα μέλλει να έλθη το τέλος σου
και να απολεσθής δια της θείας Προνοίας, ακολούθει μοι». Ευθύς τότε ο δράκων
δαγκάσας δια των οδόντων του την άκραν του φαιλονίου του Αγίου, εσύρετο απ΄
αυτό. Πορευθείς δε μακράν της Εκκλησίας εις απόστασιν βολής τόξου και φθάσας
εις μίαν φάραγγα, η οποία περιεστοιχείτο εκατέρωθεν υπό δύο λόφων, εκεί εστάθη
εις προσευχήν προς το τέλος της οποίας είπε και τούτον τον τελευταίον λόγον·
«Κύριε ο Θεός, ο ειπών εις τους πιστούς σου να πατώσιν επάνω όφεων και
σκορπίων, αυτός ευδόκησον ώστε και εγώ ο ελάχιστος να πατήσω επί του δράκοντος
τούτου εις τον τόπον ταύτης της φάραγγος». Και ω του θαύματος! Ευθύς ηγέρθη
υψηλά ο δράκων και κατεκρημνίσθη εντός του χάσματος εκείνου της φάραγγος·
έπεσον δε επ΄ αυτού οι δύο εκείνοι λόφοι, οίτινες επλήρωσαν το χάσμα της
φάραγγος, ούτως ώστε έγινεν ο τόπος επίπεδος. Ο δε Γέρων, ευχαριστήσας τον
Θεόν, επέστρεψεν εις το κελλίον του, ότε γίνεται άλλο τεράστιον και εξαίσιον
θαυματούργημα, οι όφεις, οίτινες είχον τας φωλεάς των υπό την κέλλαν του Οσίου
και ηνώχλουν αυτόν επί τοσαύτα έτη, βλέποντες το πρόσωπον του Αγίου τοσούτον
δεδοξασμένον υπό θείου φωτός, δεν αντείχον, αλλ΄ ως να εξεδιώκοντο από φλόγα
πυρός, ευθύς αγεληδόν έφυγον και ελθόντες εις τον τόπον του καταχωσθέντος
δράκοντος, εκεί όλον το άπειρον πλήθος αυτών εθανατώθη. Έπειτα ήλθον εκ τινος
μέρους πτηνά πολλά, ως να ήσαν απεσταλμένα παρά τινος και κατέφαγον όλους τους
όφεις ομού. Έκτοτε λοιπόν ελευθερωθείς από των πειρασμών ο θείος Πατήρ, έλαβε
παρά Θεού την Χάριν να θεραπεύη τας νόσους και να προλέγη τα μέλλοντα. Δια
τούτο και περισσότερον εξέδιδε τον εαυτόν του εις σκληροτέραν άσκησιν. Βλέπων
δε ότι το πλήθος των προστρεχόντων εις αυτόν ετάραττεν την ησυχίαν του,
απεφάσισε να υπάγη εις τα ερημικώτερα όρη· όθεν αναχωρήσας εκείθεν αφήκε τον
μεν μαθητήν του Ιωάννην Ηγούμενον εις τους Μοναχούς του Μοναστηρίου, περί δε
του μαθητού του Πέτρου προεφήτευσεν ότι έμελλε να προικισθή παρά Κυρίου με το
χάρισμα του προορατικού. Τούτου δε γενομένου δεν εψεύσθη και εις τούτο η
πρόρρησις του Πατρός. Επειδή δε ανεφέραμεν περί του προορατικού και προφητικού
χαρίσματος του Αγίου, θέλομεν διηγηθή εδώ εν μόνον τούτου αποτέλεσμα και θαύμα
και εκ τούτου και μόνου θέλει δειχθή το όλον προορατικόν του, καθώς από την
άκραν του ενδύματος δεικνύεται ποία είναι η ποιότης του όλου υφάσματος κατά την
δημώδη παροιμίαν.
Λέων
ο Σοφός, ο ευσεβέστατος βασιλεύς του Βυζαντίου (886-912), έγραψεν επί χάρτου
απορίαν του τινά, η οποία εγεννήθη εις την καρδίαν του· σφραγίσας δε το γράμμα,
απέστειλεν αυτό εις τον Όσιον, ζητών παρ΄ αυτού την λύσιν της απορίας εκείνης.
Ο δε Άγιος προγνωρίσας τούτο έγραψεν την απάντησιν εις την απορίαν του βασιλέως
και μόλις ηννόησεν, ότι ήλθεν εις το κατώφλιον της θύρας του κελλίου ο
διακομιστής του βασιλικού γράμματος, εξήλθε και ο Όσιος. Προϋπαντήσας δε τον
γραμματοκομιστήν έδωκεν εις αυτόν την απόκρισιν του βασιλικού γράμματος, ειπών
και τούτο· «Λάβε την εσφραγισμένην ταύτην επιστολήν, αδελφέ και επίστρεψον εις
εκείνον ο οποίος σε απέστειλε». Ταύτα ακούσας ο άνθρωπος εξεπλάγη και είπε· «Τι
να είπω, Πάτερ, εις τον αποστείλαντά με, δια την λύσιν του ζητήματός του, αφού
συ δεν έλαβες καν την επιστολήν, την οποίαν σου έστειλεν»; Ο Όσιος απεκρίθη·
«Αρκεί τούτο εις σε, τέκνον, αρκεί, ο δε Θεός έχει την περί τούτου φροντίδα και
πρόνοιαν». Τότε λαβών το γράμμα του Οσίου ο διακομιστής επέστρεψε προς τον
βασιλέα και φανερώσας εις αυτόν όσα έλαβον χώραν, τον έκαμε να εκπλαγή. Όταν δε
ο βασιλεύς ανέγνωσε την απόκρισιν, είδε δε και την έκβασιν της απαντήσεως,
αφήκε πάσαν άλλην μέριμναν και επήγε να συναντήση τον Όσιον· αλλ΄ ο
ανυπερήφανος και όντως ταπεινόφρων Θωμάς μετεχειρίσθη τρόπον κατάλληλον και δεν
αφήκε να υπάγη προς αυτόν ο βασιλεύς να τον ίδη νομίζων εαυτόν ανάξιον. Ούτος λοιπόν ο κεχαριτωμένος Θωμάς, επειδή ηγάπα την ησυχίαν, δια τούτο,
αφού διερρύθμισε καλώς, ως είπομεν, τα του Μοναστηρίου του, ανεχώρησεν εκείθεν
και πορευθείς εις δύσβατον και έρημον τόπον, κατώκησεν εις αυτόν κατά μόνας, ως
να ήτο κανένα πτηνόν, διελθών εκεί έγκλειστος όλην την αγίαν Τεσσαρακοστήν και
ούτως έζη ησύχως. Εάν δε ήθελεν ακολουθήσει εις αδελφόν τινα συμβεβηκός τι, το
οποίον προεκάλει κίνδυνον ψυχής, τότε ο Όσιος μετέβαινεν εις το Μοναστήριον και
επεσκέπτετο τον αδελφόν εκείνον και τους λοιπούς, είτα πάλιν επέστρεφεν εις τον
δύσβατον εκείνον τόπον, εις τον οποίον εύρισκε παρηγορίαν και αναψυχήν. Ζήσας
λοιπόν έτη πολλά ο αοίδιμος και φθάσας εις γήρας βαθύ, ησθένησεν ολίγον και
ούτω παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου