Βάκχος
ο Άγιος Μάρτυς κατήγετο εκ της Παλαιστίνης, ακμάσας κατά τους χρόνους
Κωνσταντίνου (780 – 797) και Ειρήνης (780 – 802) των ευσεβών βασιλέων, οι δε
γονείς του ήσαν Χριστιανοί εκ προγόνων. Ο πατήρ του Αγίου τούτου είχε συμβίαν
χριστιανικωτάτην, αλλ΄ απατηθείς υπό της ματαίας δόξης του κόσμου ηρνήθη, φευ!
την αληθή και πατροπαράδοτον πίστιν των Χριστιανών και αυθορμήτως ωλίσθησεν εις
την μιαράν θρησκείαν των Αγαρηνών, εις ταύτην δε ευρισκόμενος απέκτησεν επτά
τέκνα, τα οποία ανέτρεφε κατά την ασεβή πλάνην αυτών· τούτου δε αποθανόντος εις
την ασέβειαν, έμειναν οι υιοί του με την μητέρα των.
Ο τρίτος δε εξ αυτών, Δαχάκ ονομαζόμενος (το οποίον σημαίνει Γελάσιος), περιώρισεν εαυτόν και δεν ενυμφεύθη· αλλά και προ του θανάτου του αρνησιχρίστου πατρός του αυτός εμελέτα να γίνη Χριστιανός, όταν δε εκείνος απέθανε, τότε και το μελετώμενον ούτω πως επραγματοποίησε. Φανερώσας εις την μητέρα του τον σκοπόν του, εύρεν αυτήν σύμφωνον και παρακινούσαν μάλιστα εις τούτο, διότι ήτο πιστή Χριστιανή. Όθεν αναχωρήσας από την πατρίδα του, επορεύθη εις Ιεροσόλυμα και εκεί οδηγηθείς υπό τινος Μοναχού, επήγεν εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα, εις την οποίαν και έλαβε το άγιον Βάπτισμα, αντί δε Δαχάκ ονομάζεται Βάκχος. Είτα παρακαλέσας τους Μοναχούς, ενδύεται το μοναχικόν Σχήμα. Όθεν ζήσας εις το Σχήμα με νηστείας και εγκρατείας και γυμνάσας εαυτόν εις τας λοιπάς αρετάς, κατά προσταγήν του Ηγουμένου απομακρύνεται του Μοναστηρίου· διότι εφοβείτο ο Ηγούμενος, μήπως φανερωθή η υπόθεσις εις τους Αγαρηνούς, οι οποίοι εκυρίευον τότε τα Ιεροσόλυμα. Κατά τύχην δε, ή μάλλον να είπωμεν κατά θείαν οικονομίαν, πορευόμενος ο Βάκχος εις τα Ιεροσόλυμα συναντά την μητέρα του και φανερώνει εις αυτήν τα περί εαυτού άπαντα, προσθέσας και τούτο, ότι κατά πολλά λυπείται δια τους άλλους αδελφούς του, επειδή ευρίσκοντο εις την δυσσέβειαν. Τούτον τον λόγον ακούσαντες παρά της μητρός των οι άλλοι αυτού αδελφοί, προσήλθον και αυτοί εις την ευσέβειαν γενόμενοι Χριστιανοί. Εξ αυτών δε εις μόνον έμεινεν εις την απιστίαν, ο οποίος επήγεν εις τους Αγαρηνούς και κατέδωκε τούτον τον αδελφόν του Βάκχον, ότι έγινε Χριστιανός. Μαθόντες τούτο οι Αγαρηνοί, ηρεύνησαν και ευρόντες αυτόν, τον συνέλαβον και τον έφερον εις τον Αμηράν της Αγίας Πόλεως, ο οποίος στέλλει αυτόν εις τους κριτάς. Έμπροσθεν λοιπόν τούτων ο Άγιος Βάκχος ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, την δε πίστιν των Αγαρηνών κατηγόρησεν ως ψευδή και ματαίαν και ενέπαιξεν αυτήν· δια τούτο αποκεφαλίζεται και ούτω λαμβάνει τον αμάραντον του Μαρτυρίου στέφανον.
Ο τρίτος δε εξ αυτών, Δαχάκ ονομαζόμενος (το οποίον σημαίνει Γελάσιος), περιώρισεν εαυτόν και δεν ενυμφεύθη· αλλά και προ του θανάτου του αρνησιχρίστου πατρός του αυτός εμελέτα να γίνη Χριστιανός, όταν δε εκείνος απέθανε, τότε και το μελετώμενον ούτω πως επραγματοποίησε. Φανερώσας εις την μητέρα του τον σκοπόν του, εύρεν αυτήν σύμφωνον και παρακινούσαν μάλιστα εις τούτο, διότι ήτο πιστή Χριστιανή. Όθεν αναχωρήσας από την πατρίδα του, επορεύθη εις Ιεροσόλυμα και εκεί οδηγηθείς υπό τινος Μοναχού, επήγεν εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα, εις την οποίαν και έλαβε το άγιον Βάπτισμα, αντί δε Δαχάκ ονομάζεται Βάκχος. Είτα παρακαλέσας τους Μοναχούς, ενδύεται το μοναχικόν Σχήμα. Όθεν ζήσας εις το Σχήμα με νηστείας και εγκρατείας και γυμνάσας εαυτόν εις τας λοιπάς αρετάς, κατά προσταγήν του Ηγουμένου απομακρύνεται του Μοναστηρίου· διότι εφοβείτο ο Ηγούμενος, μήπως φανερωθή η υπόθεσις εις τους Αγαρηνούς, οι οποίοι εκυρίευον τότε τα Ιεροσόλυμα. Κατά τύχην δε, ή μάλλον να είπωμεν κατά θείαν οικονομίαν, πορευόμενος ο Βάκχος εις τα Ιεροσόλυμα συναντά την μητέρα του και φανερώνει εις αυτήν τα περί εαυτού άπαντα, προσθέσας και τούτο, ότι κατά πολλά λυπείται δια τους άλλους αδελφούς του, επειδή ευρίσκοντο εις την δυσσέβειαν. Τούτον τον λόγον ακούσαντες παρά της μητρός των οι άλλοι αυτού αδελφοί, προσήλθον και αυτοί εις την ευσέβειαν γενόμενοι Χριστιανοί. Εξ αυτών δε εις μόνον έμεινεν εις την απιστίαν, ο οποίος επήγεν εις τους Αγαρηνούς και κατέδωκε τούτον τον αδελφόν του Βάκχον, ότι έγινε Χριστιανός. Μαθόντες τούτο οι Αγαρηνοί, ηρεύνησαν και ευρόντες αυτόν, τον συνέλαβον και τον έφερον εις τον Αμηράν της Αγίας Πόλεως, ο οποίος στέλλει αυτόν εις τους κριτάς. Έμπροσθεν λοιπόν τούτων ο Άγιος Βάκχος ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, την δε πίστιν των Αγαρηνών κατηγόρησεν ως ψευδή και ματαίαν και ενέπαιξεν αυτήν· δια τούτο αποκεφαλίζεται και ούτω λαμβάνει τον αμάραντον του Μαρτυρίου στέφανον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου