H Αγία Μάρτυς Ζωή. Ο Άγιος Μάρτυς Τραγκυλίνος. Ο Άγιος Μάρτυς Κλαύδιος. Ο Άγιος Μάρτυς Τιβούρτιος. Ο Άγιος Μάρτυς Κάστουλος. Οι Άγιοι Μάρτυρες Μάρκος και Μαρκελλίνος.
Σεβαστιανός ο ένδοξος Μάρτυς του Κυρίου και οι μετ΄ αυτού συναθλήσαντες και ανωτέρω αναφερόμενοι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τον καιρόν των αντιχρίστων βασιλέων Διοκλητιανού (284- 305) και Μαξιμιανού (286- 305), οίτινες υπερτέρησαν εις κακίαν και απανθρωπίαν πάντας τους προ αυτών βασιλείς, διότι τόσον διωγμόν εκίνησαν κατά των Χριστιανών οι άχρηστοι και ασύνετοι, ώστε δεν εχωρούσαν οι Άγιοι εις τα δεσμωτήρια.
Ούτοι οι κάκιστοι τύραννοι είχον προστάξει πάντας τους υπ΄αυτούς ηγεμόνας και άρχοντας, να μη εξετάζουν άλλας αναγκαίας υποθέσεις των πόλεων ούτε δια φόνους, ούτε δι΄ άλλα πταίσματα, ή κρίσεις ετέρας, ειμή μόνον να αναζητούν και να καταδικάζουν τους Χριστιανούς με διάφορα παιδευτήρια και να τους βιάζουν με κάθε τρόπον να προδίδωσι την ευσέβειαν. Όθεν οι των ασεβών βασιλέων παρανομώτεροι υπηρέται και απάνθρωποι άρχοντες, δια να δείξουν προς εκείνους ευπείθειαν, εβασάνιζαν ποικιλοτρόπως τους ανευθύνους οι υπεύθυνοι, και άλλους έψηναν εις τους άνθρακας, άλλους ελιθοβόλουν και ετόξευον, άλλων διετρύπων με πυρωμένας σούβλας τους αστραγάλους και τα ωτία, άλλων ανέσπων τους οδόντας και τους όνυχας, άλλους έρριπτον εις ποταμούς και θαλάσσας, άλλους κατέκοπτον μεληδόν και εξέσχιζον τας σάρκας των και με ένα λόγον τους εβασάνιζαν τόσον, ώστε μόνον να ήκουε κανείς τας βασάνους αυτών συνεπόνει και έτρεμεν από τον φόβον. Οι μακάριοι, όμως, και γενναιότατοι εκείνοι αγωνισταί δεν εσκέπτοντο ουδόλως τον πρόσκαιρον θάνατον, δια να λυτρωθώσιν από τον αιώνιον· δεν ελυπούντο γυναίκας, τέκνα, γονείς και αδελφούς, ούτε τα ίδια σώματα, ακούοντες τον Δεσπότην Χριστόν λέγοντα· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι: 37-38). Όθεν εδίδοντο προθύμως και εθελουσίως εις θάνατον, δια να ζήσουν αιώνια, καθώς έκαμαν και ούτοι οι σήμερον εορταζόμενοι Άγιοι, ο αήττητος Σεβαστιανός και οι τούτου Συμμάρτυρες, τους οποίους δεν εχαύνωσε στοργή γονέων και συγγενών, ούτε φίλτρον τέκνων και γυναικών, οίτινες έκλαιον έμπροσθέν των γοερώς, δια να τους εμποδίσουν από τον θάνατον· αλλ΄ αυτοί οι γενναίοι και πάνσοφοι επροτίμησαν τον ένθεον έρωτα από την της σαρκός ηδυπάθειαν και την ρέουσαν απόλαυσιν, πόθω πόθον αντωσάμενοι και προσκαίρους μισήσαντες ηδονάς, ίνα τον ποθούμενον Χριστόν απολαύσωσιν εις αιώνα τον ατελεύτητον. Ακούσατε λοιπόν μετά πάσης προσοχής και ευλαβείας την ηδυτάτην ταύτην και ψυχωφελεστάτην διήγησιν. Ούτος ο πανσέβαστος Σεβαστιανός ήτο άνθρωπος περιφανής και περίβλεπτος εις την μεγαλόπολιν των Μεδιολάνων και εις τόσην ευλάβειαν τον είχον οι τύραννοι, ώστε τον είχον φίλον πιστότατον. Δια δε την ευταξίαν αυτού, και διότι ήτο από αίμα ευγενικόν και έκλαμπρον, τον εψήφισεν ο Διοκλητιανός προεστώτα παντός του στρατιωτικού καταλόγου, ήτοι στρατηγόν. Υπηρέτει λοιπόν το οφφίκιόν του προθύμως, Χριστιανός ων κρυφίως, εις δε το φαινόμενον εδεικνύετο ειδωλολάτρης, ουχί δια φόβον τινά των επαπειλουμένων κολαστηρίων, αλλά δια να βοηθή τους Αγίους, ασεβής αυτός νομιζόμενος, να τους ενθαρρύνη εις το Μαρτύριον, και να ελκύη πολλούς προς ευσέβειαν, επί όσον καιρόν θα ηδύνατο να καλύπτη την τοιαύτην υπόκρισιν· έπειτα δε, αφού γίνη γνωστόν ότι είναι Χριστιανός, να παρρησιασθή εις την ευσέβειαν και να λάβη του Μαρτυρίου τον στέφανον. Πολλάκις λοιπόν επήγαινεν εις τα δεσμωτήρια, εις τα οποία ήσαν φυλακισμένοι Χριστιανοί και τους ενουθέτει και τους παρεκίνει με λόγια πάνσοφα να φυλάττωνται ακριβώς και να μη δειλιώσι τα προσωρινά κολαστήρια, αλλά να καταφρονήσουν πάντα τα ηδέα της σαρκός ως ψυχοβλαβή και φθειρόμενα, δια να απολαύσωσι μετά θάνατον τα αθάνατα και αιώνια. Πολλούς όθεν εκ των Αγίων Μαρτύρων εστερέωσεν ο Σεβαστιανός με τους λόγους του, οίτινες εκινδύνευον να στερηθούν των στεφάνων της νίκης δι΄ αγάπην των φίλων και συγγενών ή εκ του φόβου των ποικίλων τιμωριών και τους έκαμε να μη δειλιάσωσιν, αλλά να χύσουν δια τον Δεσπότην Χριστόν το αίμα των και εξόχως δύο περιφήμους αδελφούς, οίτινες ήσαν από τους πρώτους της Ρώμης, Μαρκελλίνος και Μάρκος καλούμενοι, πατρός μεν Τραγκυλίνου, μητρός δε Μαρκίας ονόματι, οι οποίοι, καθώς ήσαν αδελφοί κατά την σάρκα, ούτω και εις την ευσέβειαν είχον γνώμην στερεάν και ανίκητον. Τούτους εβασάνισε διαφόρως ο έπαρχος της πόλεως Χρωμάτιος με κολαστήρια πάνδεινα και δεν ηδυνήθη να τους νικήση ούτε με απειλάς τιμωτιών, ούτε με δώρα και κολακείας· όθεν κατεδίκασεν αυτούς εις θάνατον ο ασύνετος και προσέταξε να θανατωθούν εντός τριάκοντα ημερών, να δημευθή δε ολόκληρος η περιουσία των και να μη λάβουν εξ αυτής οι συγγενείς των τίποτε απολύτως, προσέταξε μάλιστα τούτους να πηγαίνουν καθ΄ εκάστην εις την φυλακήν προσπαθούντες να τους διαστρέψουν από την γνώμην των με λόγια παραπονετικά και δάκρυα. Ταύτην δε την διορίαν έδωκεν ο πονηρός έπαρχος, δια να δελεασθώσιν από τα δάκρυα των γυναικών και των τέκνων των και να αρνηθούν την ευσέβειαν. Καθ΄ όλας λοιπόν τας τριάκοντα εκείνας ημέρας είχον οι Μάρτυρες μεγάλον και άμετρον πόλεμον από τους συγγενείς και φίλους αυτών. Και πρώτον μεν εισελθών εις την φυλακήν ο πατήρ αυτών ωδύρετο δια την στέρησιν των τέκνων του λέγων προς αυτούς τοιαύτα παραπονετικά λόγια: «Ω τέκνα μου ηγαπημένα, δεν λυπείσθε το άθλιον γήρας μου; Ποίαν άλλην βακτηρίαν και βοήθειαν να εύρω; Τις να κληρονομήση το πράγμα μου; Συμπονέσατε και ευσπλαγχνισθήτε, τέκνα μου, εμέ τον δυστυχή, όστις σας ανέθρεψα· διατί υπάγετε θεληματικώς σας εις θάνατον; Διατί δεν λυπείσθε την νεότητά σας, το γήρας μου, τας γυναίκας και τα τέκνα σας, αίτινες θρηνούσιν ακαταπαύστως απαρηγόρητα; Διατί να στερηθήτε τα τερπνά του κόσμου, την γλυκυτάτην ζωήν και να φάγουν οι εχθροί σας τον πλούτον σας, εγώ δε να ζημιωθώ εν μια ημέρα το πράγμα, την ζωήν και τα τέκνα, το φως των οφθαλμών μου»; Αφού είπε ταύτα ο πατήρ, αρχίζει και η μήτηρ τον θρήνον απαρηγόρητα, ανασπώσα δε τας τρίχας της κεφαλής και τας σάρκας ξεσχίζουσα, εδείκνυε τους μαστούς της λέγουσα· «Σκεφθήτε, τέκνα μου φίλτατα, τους πόνους τους οποίους υπέφερα δια να σας γεννήσω, να σας θηλάσω και να σας αναθρέψω η τάλαινα». Τοιαύτα και έτι περισσότερα έλεγον οι γονείς, ίνα παρακινήσουν αυτούς εις συμπάθειαν. Αι γυναίκες πάλιν έκαμνον θρήνον αμέτρητον και βαστάζουσαι τα τέκνα εις τας αγκάλας των έλεγον ταύτα ολοφυρόμεναι. «Ω ομόζυγοι φίλτατοι, διατί φαίνεσθε προς ημάς και προς εαυτούς τόσον άσπλαγχνοι; Εάν είχατε τοιαύτην ανόητον γνώμην, να θανατωθήτε άωρα και άκαιρα, δια ματαίαν ελπίδα μελλούσης ζωής, την οποίαν δεν γνωρίζετε εάν είναι αληθής, διατί μας εβάλετε εις τα βάσανα; Πώς να ίδωμεν τον πικρόν και άδικον θάνατόν σας; Πώς να υπομείνωμεν την χηρείαν αι τάλαιναι; Πώς να θρέψωμεν τα τέκνα σας; Κάμετε εις ημάς ευσπλαγχνίαν και συμπονέσατε ημάς, εάν δεν λυπήσθε την σάρκα σας· και καν θανατώσατέ μας πρότερον, να μη ίδωμεν το τέλος σας, διότι μίαν ημέραν δεν θέλομεν ζήσει οπίσω σας, αλλά θέλομεν παρακαλέσει τους δημίους να κόψωσι και ημάς με το αυτό ξίφος ή εάν παρακούσωσι, καν ημείς να θανατωθώμεν ανηλεώς». Αυτά και έτερα πλείονα λέγουσι από το εν μέρος αι γυναίκες και από το έτερον οι συγγενείς και φίλοι έκαμον τους ακροατάς και εδάκρυσαν, εξόχως δε οι Μάρτυρες, ως άνθρωποι και αυτοί σάρκα φορούντες, συνεπόνεσαν τας γυναίκας και τα τέκνα των και εκ των οφθαλμών αυτών έρρεον κρουνηδόν τα δάκρυα. Ο δε μακάριος Σεβαστιανός ταύτα βλέπων εφοβήθη, μήπως και νικηθώσιν από την χαυνότητα της σαρκός και προδώσωσι την ευσέβειαν· όθεν έκρινεν επιβεβλημένον εκ της ανάγκης ταύτης να φανερωθή ποίος ήτο και να κηρύξη την αλήθειαν, δια να στερεώση τους Μάρτυρας. Όθεν είπε ταύτα προς τους συγγενείς αυτών και ομαίμονας· «Ω άνθρωποι, εάν ήτο μόνον ο βίος ούτος και η ζωή μας αιώνιος, το πρέπον ήτο να εμποδίζετε τους συγγενείς σας από τον θάνατον· αλλ΄ επειδή αυτή η ζωή αφανίζεται και ως όνειρον παρέρχεται, μας αναμένει δε άλλη ζωή μετά θάνατον ατελεύτητος και πανευφρόσυνος, διατί να εμποδίζετε τους γενναίους αγωνιστάς και να γίνετε αίτιοι τοσαύτης ζημίας εις αυτούς; Όστις βασανισθή δια τον Χριστόν, κληρονομεί την ουράνιον Βασιλείαν και όποιος τον αρνηθή, υπάγει εις κόλασιν αιώνιον. Ναι, αψευδέστατα, τούτο είναι της Πίστεως ημών το κεφάλαιον και εγώ περί τούτου σας εγγυώμαι, διότι κατ΄ αλήθειαν αυτό μας πείθει να καταφρονώμεν τα γήϊνα, το ότι δηλαδή πορευόμεθα εις άλλην ζωήν αιώνιον, εις την οποίαν μέλλει να λάβη έκαστος τας αμοιβάς τών καμάτων του. Εις τον τόπον αυτόν υπάγουσι και ούτοι οι μακάριοι να αγάλλωνται με τον Χριστόν πάντοτε και τότε ενθυμούμενοι τους γονείς, τας γυναίκας και τα τέκνα αυτών, θα πρεσβεύουσιν εις τον Θεόν δια σας, να σας δώση παν αγαθόν και πάσαν μακαριότητα. Λοιπόν παύσατε τα δάκρυα δια να μη σμικρύνετε την προθυμίαν αυτών και μη νομίσητε ότι θα λείψωσιν από σας, εάν και προς ώρας τελειωθώσιν. Όχι κατά αλήθειαν, αλλά μάλιστα θέλουν είναι φύλακες και σωτήρες σας εις την ζωήν ταύτην από την σήμερον και θα παραστέκωσιν αοράτως, δια να σας φυλάττωσι, και πάλιν όταν τελειώση ο βίος σας, να σας υποδεχθούν εις εκείνας τας αιωνίους μονάς, να γίνητε κοινωνοί της ευφροσύνης και τερπνότητος αυτών». Ταύτα μεν είπεν ο Άγιος προς τους συγγενείς των Μαρτύρων· έπειτα λέγει προς εκείνους· «Βλέπετε, στρατιώται του Χριστού γενναίοι, τα σοφίσματα του πονηρού, πως πάσχει να εμποδίση την σωτηρίαν σας; Εκείνο όπερ δεν ηδυνήθη να σας κάμη με τόσας βασάνους και παιδευτήρια, τα οποία σας έδωσαν οι εχθροί σας, δοκιμάζει να επιτύχη με τα δάκρυα των συγγενών και των φίλων σας· αλλά σεις ως γνωστικοί εννοήσατε τας πανουργίας αυτού και γνωρίσατε, ότι με κάθε τρόπον και μηχανήν σας επιβουλεύεται ο αλιτήριος και μάλιστα τώρα, βλέπων ότι εφθάσατε εις το τέλος των αγώνων, μη υποφέρων την αισχύνην, διότι ενικήθη, σπουδάζει να σας κάμη να απολέσετε τον μισθόν του κόπου σας, αφού υπεμείνατε τόσους ξεσχισμούς και μάστιγας και να στερηθήτε τον Ποιητήν και Σωτήρα σας. Όθεν, τούτο γνωρίζοντες, σταθήτε ανδρείοι και μη λυπηθήτε την σάρκα, ήτις καν αύριον, καν μεθαύριον, μέλλει να γίνη σκωλήκων βρώμα. Ο πόνος είναι μίαν ημέραν, η δε ανταπόδοσις αιώνιος· ει δε και στραφήτε εις τα οπίσω και προτιμήσητε την πρόσκαιρον απόλαυσιν, αυτή μεν ως σκιά αφανίζεται, η δε παίδευσίς σας θέλει είναι ακατάπαυστος εις εκείνην την αιώνιον και ατελεύτητον κόλασιν».Ταύτα και πλείονα έτερα λέγοντος του Αγίου με μεγάλην και ρητορικήν φωνήν, ήλθε φως λαμπρότατον ουρανόθεν και τον εκύκλωσεν, εφάνη δε και νέος τις θαυμάσιος, όστις ίστατο πλησίον αυτού, του οποίου έλαμπε το πρόσωπον και τα ιμάτια τόσον, ώστε εξεπλάγησαν όσοι τον έβλεπον, γνωρίσαντες ότι τούτο ήτο έργον της άνωθεν Χάριτος, και εμαρτύρει ότι έλεγεν ο Σεβαστιανός την αλήθειαν. Επηκολούθησε δε και τεράστιον τι μνήμης άξιον, το οποίον έκαμε μάλιστα τους παρόντας και επίστευσαν εις τον Χριστόν άπαντες, ήτοι γυνή τις Ζωή καλουμένη, σύζυγος Νικοστράτου, όστις είχεν εις την οικίαν του τούς Αγίους να τους φυλάττη, έχουσα δεινήν ασθένειαν, δεν ήκουεν, ούτε να ομιλήση ποσώς ηδύνατο, και τότε εκ θείας δυνάμεως ήκουσε τα λόγια του Αγίου και της εφαίνοντο αληθέστατα και μη δυναμένη να τον ευφημήση με την γλώσσαν, έκαμε νεύματα με τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τους παρεστώτας, ότι ο Άγιος έλεγε την αλήθειαν· έπειτα προσεκύνησεν αυτόν με πολλήν ευλάβειαν και ταπείνωσιν. Ο δε Άγιος, γνωρίσας ότι ήτο θέλημα Θεού να θεραπευθή η γυνή εκείνη, δια να πιστεύσουν όσοι ίδωσι τοιούτον θαυμάσιον, προσέταξεν αυτήν να συαθή εις το μέσον και της λέγει εις επήκοον πάντων· «Εις το όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού, ομίλησον». Και παρευθύς, ω του θαύματος! μείνασα υγιής από πάσαν ασθένειαν, ωμίλησεν ανεμποδίστως και εξεστησαν άπαντες, εξόχως δε ο Νικόστρατος, όστις δοξάζων τον Θεόν προσεκύνησε τους Αγίους, ζητών των προτέρων αγνοημάτων την συγχώρησιν και ανοίξας τας θύρας της φυλακής τους παρεκάλει να φύγωσι, προτιμών να θανατώση αυτόν η κρίσις, δια να συγχωρήση ο Δεσπότης τας αμαρτίας του. Οι δε Άγιοι απεκρίθησαν· «Μη γένοιτο, αδελφέ, να ζημιωθώμεν τον της Αθλήσεως στέφανον. Ημείς θεληματικώς δια την αγάπην του Θεού και Σωτήρος μας λαμβάνομεν ως πολυτίμητον δώρον τον θάνατον. Λοιπόν ύπαγε, φέρε όλους τους φυλακισμένους εδώ δια να ίδουν και αυτοί και να στερεωθούν καλλίτερα, έπειτα παρρησιάσου εις τους διώκτας, δια να λάβης ενδοξότερον στέφανον». Ούτω λοιπόν εποίησεν ο Νικόστρατος, ο δε Σεβαστιανός τους εδίδασκε να μείνουν έως τέλους εις την Πίστιν ασάλευτοι, όσοι δε εξ αυτών ήσαν αβάπτιστοι να νηστεύσουν δύο τρεις ημέρας δια να λάβουν το άγιον Βάπτισμα. Μαθών ταύτα ο έπαρχος Χρωμάτιος εκάλεσε τον Νικόστρατον και τον ηρώτησε διατί έφερε τους δεσμίους όλους εις την οικίαν του· ο δε απεκρίνατο· «Δια να βλέπωσιν άπαντες τα κολαστήρια όργανα και τας πληγάς, τας οποίας λαμβάνουν οι άλλοι, να φοβούνται και να προσκυνούν τα είδωλα». Ταύτα ακούσας ο έπαρχος επήνεσεν αυτόν, ότι έκαμε φρόνιμα. Ο δε μακάριος Νικόστρατος είχεν εγκάρδιον τινα φίλον, Κλαύδιον καλούμενον, όστις ήτο κομενταρήσιος και επόθησε να τον κάμη και εκείνον Χριστιανόν· είπε λοιπόν προς αυτόν πολλούς ψυχωφελείς λόγους, επαινών τον Άγιον Σεβαστιανόν ως φιλόθεον, ότι αυτός ηρνήθη την φιλίαν των βασιλέων και κατεφρόνησε τοιαύτην δόξαν και πλούτον και δυναστείαν και ευρίσκετο με τους Χριστιανούς, παρακινών αυτούς προς την ευσέβειαν, όχι μόνον με λόγους, αλλά και με εξαίσια θαύματα. Ταύτα ακούσας ο Κλαύδιος ετρώθη την καρδίαν θεϊκόν έρωτα και δραμών εις τον οίκον του, επήρε τους δύο υιούς του, οι οποίοι ήσαν ασθενείς και είχον ο μεν εις ύδρωπα, ο δε άλλος λέπραν, και τους επήγεν εις την οικίαν του Νικοστράτου, παρακαλών τους Αγίους να τους θεραπεύσουν και ομολογών την ευσέβειαν. Ήσαν δε εκεί συνηγμένοι πλήθος πολύ κατηχούμενοι και τους εβάπτιζεν ενάρετος τις Ιερεύς ονόματι Πολύκαρπος, όστις εβάπτισε και τους δύο παίδας του Κλαυδίου και παρευθύς εθεραπεύθησαν όχι μόνον αυτοί, αλλά και όσοι είχον ασθένειαν, εμβαίνοντες εις την ιεράν κολυμβήθραν, εξήρχοντο υγιείς ψυχή τε και σώματι και πάντες εδόξαζον τον Θεόν, εξόχως δε ο Κλαύδιος, όστις εβαπτίσθη βλέπων εις τους υιούς αυτού τοιαύτην θαυμάσιαν θεραπείαν και ψυχοφελή ίασιν. Αφού δε παρήλθον αι τριάκοντα ημέραι της διορίας, προσκαλέσας τον Τραγκυλίνον ο έπαρχος και μη γνωρίζων ότι είχε γίνει Χριστιανός, ηρώτησεν αυτόν δια τους υιούς του, εάν εδέχοντο να προσκυνήσουν τα είδωλα. Ο δε απεκρίνατο· «Μακάριοι όντες εκείνοι, ότι εγνώρισαν την αλήθειαν και ωδήγησαν και εμέ τον ανάξιον να γνωρίσω τον παντοδύναμον Θεόν, τον οποίον προσκυνώ και σέβομαι εξ όλης μου της καρδίας». Λέγει ο έπαρχος· «Ετρελλάθης, ταλαίπωρε, και επίστευσες και συ εις την κακοδαίμονα ταύτην θρησκείαν; Τι έπαθες»; Του λέγει ο Τραγκυλίνος· «Αυτήν την γνώμην είχα και εγώ πρότερον, ω δικαστά, νομίζων τους Χριστιανούς πεπλανημένους και άφρονας· αλλά τώρα, βλέπων ότι και ο περιφανής Σεβαστιανός έγινε δούλος του Χριστού, καταφρονήσας τον πλούτον, την δόξαν και πάσαν απόλαυσιν και διδαχθείς υπ΄ αυτού ηννόησα την λήθειαν, γνωρίσας ότι η πίστις σας είναι ρυπαρά και βέβηλος, η δε των Χριστιανών σεμνή και σεβάσμιος». Λέγει προς αυτόν ο έπαρχος· «Από ποία έργα επείσθης να προσκυνήσης Θεόν εσταυρωμένον και κακοθάνατον»; Ο δε απεκρίνατο· «Εάν ορίζης να ακροασθής με μακροθυμίαν, χωρίς να σκανδαλίζεσαι, θέλω σου αποδείξει αυτόν τον εσταυρωμένον Θεόν αληθή και Βασιλέα πάσης της κτίσεως».Ταύτα ακούων ο έπαρχος ήρχισεν να λαμβάνη θείον φωτισμόν εις την ψυχήν αυτού και λέγει προς τον Μάρτυρα· «Λέγε μοι, άνθρωπε, μετά παρρησίας τα του Θεού σου, διότι ποθώ να εννοήσω και εγώ την αλήθειαν». Ο δε Τραγκυλίνος απεκρίνατο· «Επειδή η καλωσύνη σου μού έδωκεν άδειαν, άκουσον δι΄ ολίγων λόγων το της θείας οικονομίας μυστήριον, να γνωρίσης ότι μόνον ο Χριστός είναι Θεός αληθέστατος». Ταύτα λέγων διηγήθη πως έκαμεν ο Θεός όλον τον κόσμον εκ του μη όντος και πως έπλασε τον άνθρωπον και πάλιν τον ανέπλασεν εις το είναι με το εκούσιον αυτού Πάθος· έπειτα ανελήφθη πάλιν εις τους ουρανούς μετά την τριήμερον Έγερσιν. Αφού δε είπεν ο τίμιος γέρων τα περί της Πίστεώς μας μυστήρια, λέγει και ταύτα· «Εάν δεν πιστεύης, εκλαμπρότατε έπαρχε, τα του Χριστού μου θαυμάσια, καν το εις εμέ γενόμενον πίστευσον, όστις ήμην, καθώς ηξεύρεις, έως προχθές παράλυτος και ακίνητος και τώρα τελείως εθερα[εύθην με την χάριν του θείου Βαπτίσματος». Ταύτα ακούων ο έπαρχος έμεινεν πολλήν ώραν άφωνος, γνωρίσας την αλήθειαν. Προσέταξεν δε να αναχωρήσουν όλοι εκείθεν, λέγει ταύτα προς τον Τραγκυλίνον· «Εγνώρισα, αδελφέ, ότι μεγάλη είναι η Πίστις των Χριστιανών και άλλος Θεός δεν είναι, μόνον εκείνος, τον οποίον αυτοί σέβονται. Εάν λοιπόν ποθής να γίνω συγκοινωνός σου εις ταύτην, φέρε μου αύριον δύο Χριστιανούς όσον δύνασαι κρυφίως ώστε να μη τους ίδη κανείς, δια να λάβω παρ΄ αυτών το άγιον Βάπτισμα». Απελθών λοιπόν ο Τραγκυλίνος ανήγγειλεν εις τους Αγίους την υπόθεσιν, οίτινες εχάρησαν μαθόντες ότι ο πρότερον διώκτης αυτών και αντίπαλος γίνεται εις ολίγον βοηθός της Πίστεως και συνήγορος. Όθεν ποιήσαντες αγρυπνίαν καθ΄ όλην την νύκτα, εδοξολόγησαν τον Κύριον, την δε πρωϊαν λαβών ο Τραγκυλίνος τον Σεβαστιανόν και τον Πολύκαρπον, επήγαν εις τον έπαρχον, όστις ιδών αυτούς ηγέρθη μετά πάσης χαράς και πεσών εις τους πόδας αυτών εδέετο να του δώσουν την υγείαν της ψυχής και του σώματος, διότι όλον του το σώμα ήτο πρησμένον και φουσκωμένον τόσον, ώστε δεν ηδύνατο σχεδόν να περιπατήση. Οι δε είπον προς αυτόν ότι, εάν πιστεύση εις τον Χριστόν εξ όλης καρδίας, θέλει λάβει παρ΄ Αυτού την θεραπείαν του σώματος. Ο έπαρχος τότε λαμπρά τη φωνή ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθή, την δυσσέβειαν των ειδώλων αρνησάμενος, και όχι μόνον τούτο, αλλά και τα είδωλα, τα οποία είχεν εις το παλάτιον συντρίψας, έδωκεν εις τας χείρας των Αγίων να τα κάμουν ως βούλονται. Ο δε μακάριος Σεβαστιανός εγνώρισεν από θείαν Χάριν, ότι ο υιός τού επάρχου Τιβούρτιος ήτο ακόμη εις την Πίστιν αμφίβολος· όθεν εκράτησεν ένα είδωλον πολυτιμότερον από τ΄ άλλα και καλλιτεχνικώτερον, εις το οποίον ήτο ιστορημένη πάσα η αστρολογία και η των ουρανών κίνησις, και δια τούτο ελυπείτο ο Τιβούρτιος και δεν ήθελε να το καταστρέψη, έως να θεραπευθή ο πατήρ του πρότερον. Ο δε Άγιος του είπε να μη αμφιβάλλη ποσώς, αλλά να το συντρίψη και αυτό, και τότε θα ίδη του Θεού τα θαυμάσια. Ο δε Τιβούρτιος, ανάψας κάμινον, λέγει εις τους Αγίους· «Ιδού συντρίβω κατά το πρόσταγμά σας το ηγαπημένον μου τούτο είδωλον, με την εξής όμως συμφωνίαν: εάν δεν θεραπευθή ο πατήρ μου, θα σας ρίψω εις ταύτην την κάμινον». Ταύτα λέγοντος του Τιβουρτίου, τον ημπόδιζεν ο Χρωμάτιος συνιστών εις αυτόν να απέχη από τοιαύτην εγχείρησιν· αλλ΄ οι Άγιοι το έστερξαν μετά πάσης χαράς ελπίζοντες εις την θείαν δύναμιν. Ευθύς δε ως ελέπτυναν το μιαρόν εκείνο άγαλμα, φως θεϊκόν περιέλαμψε τον Χρωμάτιον, και εφάνη νεανίας τις λαμπρός και ωραιότατος, λέγων· «Μακάριος ει, ότι επίστευσας εις τον Χριστόν, όστις με απέστειλε να θεραπεύσω την ασθένειάν σου». Και με τον λόγον ευρέθη ούτος όλος υγιής, και επήδα ως έλαφος ο πρώην ακίνητος. Τότε ο Τιβούρτιος, καταπλαγείς από την τοιαύτην εξαίσιον θαυματουργίαν, προσέπεσεν εις τους πόδας των Μαρτύρων, ζητών το σωτήριον Βάπτισμα. Οι δε Άγιοι προκαθάραντες αυτούς δια νηστείας και προσευχής, εβάπτισαν άπαντας.Τότε ο έπαρχος, πριν μάθη ο βασιλεύς την υπόθεσιν, επώλησεν όλα του τα πράγματα κα εμοίρασε τα χρήματα εις τους πένητας, τους δούλους του ηλευθέρωσε, και πάντα τα εαυτού καλώς ωκονόμησεν· είτα επήγεν εις την των Χριστιανών συνοδείαν, και εδιδάσκετο τον λόγον της Πίστεως. Τούτο μαθών ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ρώμης Γάϊος (283- 296), απήλθε προς αυτόν αγαλλιώμενος, και ασπασάμενος, τον έπαρχον και τους λοιπούς αδελφούς συνηυφράνθη μετ΄ αυτών. Έπειτα γνωρίζων ότι η φήμη αύτη ηκούσθη και μετ΄ ολίγας ημέρας έμελλε να ψηφίσωσιν άλλον έπαρχον, όστις θα τους εθανάτωνε, τους συνεβούλευσε να διαμοιρασθώσιν εις δύο τάγματα, το μεν ένα τάγμα να μείνη εντός της πόλεως, δια να μαρτυρήσουν το συντομώτερον, το δε άλλο να υπάγωσιν έξωθεν αυτής δια να φυλαχθώσιν εις τόπον απόκρυφον, ίνα ίσως διαφύγωσι τον κίνδυνον. Τότε εφιλονίκουν οι μακάριοι Σεβαστιανός και Πολύκαρπος, θέλων έκαστος να παραμείνη εντός της πόλεως δια να λάβη τον της αθλήσεως στέφανον. Ο δε Αρχιεπίσκοπος προσέταξε να υπάγη έξω με τους αδελφούς ο Πολύκαρπος, να τους ποιμάνη ως Ιερεύς, ο δε Σεβαστιανός να μείνη εντός ως ισχυρός στρατιώτης, να προθυμοποιή και να ενδυναμώνη τους Μάρτυρας. Ούτως υπήκουσαν, και εξήλθε της πόλεως ο Πολύκαρπος με τους ημίσεις Χριστιανούς και τον πρώην έπαρχον Χρωμάτιον. Ο δε υιός του επάρχου Τιβούρτιος, φλεγόμενος από τον ένθεον έρωτα του Μαρτυρίου, παρεκάλει τον Γάϊον όπως τον συγχωρήση να μείνη εντός της πόλεως, ίνα λάβη ταχέως δια τον Χριστόν τον ποθούμενον θάνατον. Ιδών δε ο Αρχιερεύς την θερμότητα του νέου, του επέτρεψε, χειροτονήσας δε και τους Αγίους Μαρκελλίνον και Μάρκον Διακόνους, τον δε πατέρα αυτών Τραγκυλίνον Ιερέα, και ορίσας τον μακάριον Σεβαστιανόν βοηθόν και έκδικον της Εκκλησίας, έμεινε μετ΄ αυτών νουθετών και διδάσκων άπαντας, να είναι πρόθυμοι και ανδρείοι εις τους αγώνας, μη δειλιώντες τον θάνατον. Προσηύχοντο όθεν αδιαλείπτως οι Άγιοι, σχολάζοντες από πάσαν υπηρεσίαν σωματικήν και ωπλίζοντο μόνον με αγρυπνίας, νηστείας και άλλας αρετάς δια να είναι έτοιμοι προς την άθλησιν. Ήρχοντο δε και πολλοί άρρωστοι κρυφίως εις αυτούς και εθεραπεύοντο, και έτερα θαυμάσια έκαμναν αναρίθμητα, από τα οποία να είπωμεν εν εις πίστωσιν και των άλλων. Καταβαίνων ημέραν τινά από τον οίκον του ο μακάριος Τιβούρτιος, εύρεν εις την αγοράν άνθρωπον τινα, όστις εκρημνίσθη από τόπον υψηλόν, και συνετρίβησαν όλα του τα μέλη και τα οστά τοιουτοτρόπως, ώστε δεν είχον ελπίδα ζωής εις αυτόν, αλλά έσκαπτον την γην και ητοίμαζον τα εντάφια. Ο δε Τιβούρτιος σπλαγχνισθείς προσηυχήθη δι΄ αυτόν και υγιά αποκατέστησεν· όθεν εγερθείς περιεπάτει, μη έχων ουδέ μικρότατον λείψανον πληγής. Τότε λέγει ο Τιβούρτιος προς τους παρεστώτας, οίτινες έμειναν ως εκστατικοί, βλέποντες τοιούτον θαυμάσιον· «Εάν θέλετε και σεις να κάμετε σημεία και τέρατα, πιστεύσατε εις τον Χριστόν, από τον οποίον και εγώ επήρα την δύναμιν». Οι δε επίστευσαν, και τους επήγε προς τον Γάϊον, λέγων· «Δέξου, Πάτερ τίμιε, αυτούς, τους οποίους δι΄ εμου ο Χριστός εκέρδησε σήμερον». Ο δε κατηχήσας αυτούς εβάπτισεν, ευχαριστών τον Θεόν, όστις τελεί εις τους επικαλουμένους αυτόν παράδοξα. Αλλά καιρός είναι να είπωμεν και το τέλος εκάστου των άνωθεν, δια να μη μακρύνωμεν πολύ την διήγησιν. Πρώτη λοιπόν πάντων υπάστη το Μαρτύριον η μακαρία Ζωή, διότι μεταβαίνουσα εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου δια να προσευχηθή, την συνέλαβον οι ερχόμενοι στρατιώται και δέσαντες αυτήν την προσήγαγον εις τον άρχοντα αυτών, όστις εδοκίμασε πολύ να την διαστρέψη με διάφορα παιδευτήρια, και μη δυνηθείς, έδωκε κατ΄ αυτής την απόφασιν, να την κρεμάσουν κατωκέφαλα, κάτωθεν δε να την καπνίζουν με ύλην βρωμεράν, έως ου να ξεψυχήση· έπειτα δένοντες λίθον μέγαν εις τον λαιμόν της, να την ρίψωσιν εις τον Τίβεριν· και ούτως ετέλεσαν εκείνοι το προστασσόμενον. Ταύτα μαθόντες οι Άγιοι έχαιρον μεν δια την δόξαν αυτής και μακαριότητα, εαυτούς δε εταλάνιζον, ότι δεν εσπούδασαν και αυτοί να την συνοδεύσουν. Έλεγε δε ο Τραγκυλίνος προς τον Σεβαστιανόν· «Βλέπεις, κύριέ μου, πως ανδρίζονται αι γυναίκες και τρέχουσαι προθυμότεραι από ημάς, προαρπάζουν τον στέφανον»; Ταύτα λέγων και θερμανθείς από τον ένθεον έρωτα, έδραμεν εις τον Ναόν των Αποστόλων ίνα προσευχηθή και συλλαβόντες αυτόν οι δήμιοι τον ελιθοβόλησαν, και τον έρριψαν εις τον ποταμόν προστάξει του άρχοντος. Ο δε Νικόστρατος, ο ανήρ της μακαρίας Ζωής, επήγε με τον Κλαύδιον εις τας όχθας του ποταμού, ζητούντες μήπως και εύρουν κανέν λείψανον των εκτελεσθέντων γίων. Οι δε ασεβείς δέσαντες και αυτούς τους παρέστησαν εις τον νέον έπαρχον, όστις βασανίσας αυτούς διαφόρως, και μη δυνάμενος να τους μεταστρέψη, το ανέφερε προς τον βασιλέα, όστις προσέταξε να τους δώσουν τρεις δαρμούς δυνατούς· έπειτα, εάν δεν προσκυνήσουν τα είδωλα, να τους ρίψουν και αυτούς εις τα ύδατα. Ούτως οι αοίδιμοι, αφού εδάρησαν τρεις φοράς ανηλεώς, ριφθέντες με λίθους μεγάλους εις τα ύδατα του Τιβέρεως, παρέδωκαν τας αγίας ψυχάς αυτών εις χείρας Θεού. Κουρτουάτος δε τις ανήρ δυσσεβής, προσποιούμενος ότι ήτο Χριστιανός, συνηνώθη με τους Αγίους, δια να τους προδώση ο αλιτήριος, όταν εύρη καιρόν επιτήδειον. Και εν μια των ημερών, βλέπων τον Τιβούρτιον εις Ναόν τινα πρσευχόμενον, τον διέβαλεν εις τον έπαρχον· έπειτα επήγε και αυτός και προσηύχετο, τάχα ότι ήτο Χριστιανός, δια να μη φανή προδότης, και δια να περιπαίξη τους πιστούς πάλιν ύστερα. Εισελθόντες λοιπόν οι δήμιοι συνέλαβον και τους δύο, και τους επήγαν εις τον έπαρχον, όστις είπε προς τον προδότην· «Χριστιανός είσαι και συ, Κουρτουάτε»; Ο δε απεκρίνατο· «Ναι». Ο Άγιος όμως, γνωρίσας την υπόκρισιν, είπε προς αυτόν οργιζόμενος· «Μη περιγελάς τον εαυτόν σου δόλιε, ότι ο πόρνος και ο μέθυσος Χριστού μαθητής δεν γίνεται, ή νομίζεις ότι δεν γνωρίζω οποίος είσαι, και ότι συ με επρόδωσες εις θάνατον; Αλλά τούτο εγώ ολοψύχως ποθώ, να ενωθώ με τον Δεσπότην μου Χριστόν, τον εις εμέ ποθεινόν και γλυκύτατον, δια την αγάπην τού οποίου αφήκα θεληματικώς εις άλλους τον οίκον μου, πλούτον και συγγενείς και δόξαν απαρνησάμενος, και δεν φοβούμαι ούτε πυρ, ούτε διωγμούς, ούτε μάστιγας, αλλά πάντα ταύτα και έτι πλείονα είμαι έτοιμος να υπομείνω με την Εκείνου βοήθειαν». Ο δε έπαρχος είπε προς τον Άγιον· «Τούτον μεν άφες, Τιβούρτιε, και κάμε τον λόγον μου· λυπήσου την ευγένειάν σου και την νεότητα, να μη λάβης επονείδιστον θάνατον». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Δεν είναι αισχύνη, ω δικαστά, να λατρεύω Θεόν αληθή και παντέλειον, αλλ΄ όσοι λατρεύουσι δαίμονας, αυτοί είναι ελεεινοί και πολλών θρήνων άξιοι». Τότε θυμωθείς ο έπαρχος, προστάσει να φέρωσιν άνθρακας και του λέγει· «Έκλεξον εν εκ των δύο: ή προσκύνησον τους θεούς, ή είσελθε γυμνός τους πόδας εις τους άνθρακας». Ο δε Άγιος, ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, εστάθη επάνω εις τους ανημμένους άνθρακας λέγων· «Βλέπε τώρα της Πίστεώς μου την δύναμιν, και μάθε ότι αληθινός Θεός είναι εκείνος, τον οποίον εγώ σέβομαι· τούτου γενού και συ μαθητής, αφήνων την ασέβειαν». Βλέπων ο έπαρχος ότι ο Άγιος ίστατο αβλαβής επί ώραν πολλήν εις τους άνθρακας, και φοβούμενος μήπως κάμη και άλλην τινά θαυματουργίαν και σύρη πολλούς προς την ευσέβειαν, προστάσσει να τον αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως. Τούτου δε γενομένου απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς ο Τιβούρτιος. Τότε έφεραν τον Κάστουλον, όστις είχε τους Αγίους εις την οικίαν του, και μετά πολλάς βασάνους τον έθαψαν ζώντα εις λάκκον και ούτως ετελειώθη. Έπειτα φέροντες τους γενναίους Μαρκελλίνον και Μάρκον εκάρφωσαν ήλους εις τους πόδας των, και τους εβίαζον να ίστανται όρθιοι εις αυτούς, δια να καρφώνωνται ούτοι περισσότερον και να τους δίδωσι δριμυτάτους πόνους. Οι δε αείμνηστοι πάσχοντες τοσούτον δυσφορωτάτην βάσανον, έψαλλον· «Ιδού δη τι καλόν, ή τι τερπνόν»; (Ψαλμ. ρλβ: 1) και τα λοιπά του ψαλμού. Τότε τους εκέντησαν εις τας πλευράς με λόγχας ως τον Δεσπότην, εις τον οποίον παρέδωκαν τας αγίας των ψυχάς. Ούτω λοιπόν ετελειώθησαν όλοι οι άλλοι Άγιοι με διάφορα κολαστήρια, και εφέρθησαν προς τον Χριστόν ως αμώμητα θύματα. Τον δε γενναιότατον Σεβαστιανόν αφήκαν οι ασεβείς έως ύστερον, δια να τον βασανίσωσι διαφόρως, μήπως και τον καταπείσουν να αρνηθή την ευσέβειαν. Τούτον προσέταξεν ο Διοκλητιανός να φέρουν εις το κριτήριόν του και τούτου γενομένου του λέγει· «Σεβαστιανέ, εγώ σε ετίμησα τόσον, και σε έκαμα πρώτον από τους άρχοντας, συ δε, αχάριστε, ανέβης εις τόσην υπερηφάνειαν και αγνωσίαν, ώστε ούτε το κράτος μου, ούτε την ζωήν σου ποσώς συλλογίζεσαι»; Ο δε απεκρίνατο· «Τότε μεν, ω βασιλεύς, δεν εγνώριζα τον όντως αληθή Θεόν, δια τούτο ως ειδωλολάτρης ανόητος υπήκουον εις τα προστάγματά σου· αλλά τώρα, όπου εγνώρισα την αλήθειαν, κατεφρόνησα πλούτον και δόξαν και τα επίλοιπα, ως διαρρέοντα και ανάξια, ποθήσας τα άρρευστα και αεί διαμένοντα, τα οποία κληρονομούσιν όσοι τον Χριστόν αγαπήσωσι, διότι μανία μεγάλη και αγνωσία σας είναι να προσκυνήτε λίθους και ξύλα και άλλα βδελύγματα». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς εθυμώθη και προστάσσει να δέσουν τον Άγιον εις πάσσαλον εις το μέσον του πεδίου ως στόχον και σημείον και να τον τοξεύωσιν από όλας τας πλευράς, έως να γεμίση βέλη όλον το σώμα του. Έτρεχον λοιπόν ποταμηδόν άπαντες να ίδωσι το φρικτόν θέαμα και όλοι συνεπόνεσαν και έκλαιον, βλέποντες τοιούτον νέον περιφανή τε και ωραιότατον να τον σύρουν και να τον βασανίζουν ως κακούργον οι δήμιοι. Αφού δε έφθασεν εις τον τόπον της καταδίκης, ενηγκαλίσθη ο Άγιος το ξύλον, εις το οποίον ήθελον να τον δέσουν, λέγων ταύτα προς τον Δεσπότην· Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου, ότι με ηξίωσας να σε μιμηθώ παραμικρόν. Συ, Θεέ μου, προσηλώθης εις το ξύλον του Σταυρού δι΄ αγάπην μου και εγώ αποθνήσκω σήμερον εις τούτο το ξύλον, δι΄ αγάπην Σου και την ιδικήν μου ωφέλειαν. Πρόσδεξαι όθεν την θυσίαν μου ταύτην δέομαι της σης αγαθότητος». Ταύτα λέγοντος του γενναίου Σεβαστιανού, τον εγύμνωσαν οι δήμιοι και τον έδεσαν εις το ξύλον· έπειτα έρριψαν κατ΄ αυτού τοσαύτα βέλη από παν μέρος εις όλον το σώμα, ώστε έμεινεν ελεεινόν και παράξενον θέαμα, διότι δεν διεκρίνετο ουδόλως σαρξ, αλλ΄ εφαίνετο από τα βέλη ως εχίνος ή ακανθόχοιρος και ούτως αφήκαν αυτόν οι υπηρέται και ανεχώρησαν, νομίσαντες ότι απέθανεν. Αφού δε ενύκτωσεν, επήγεν αρχόντισσά τις να λάβη το λείψανον αυτού και τον ευρίσκει ζώντα ακόμη· όθεν τον επήρεν εις την οικίαν της και εις ολίγας ημέρας με βότανά τινα έβγαλε τα βέλη, συνεργούσης της θείας Χάριτος, και έμεινεν υγιής ο Άγιος. Ελθόντες δε τινές συγγενείς και φίλοι του να τον ίδωσιν, τον συνεβούλευσαν να αναχωρήση της πόλεως, δια να μη το μάθη ο βασιλεύς και του δώση χειρότερα παιδευτήρια και πικρότερα βάσανα. Ο δε μακάριος, επιποθών δια την αγάπην του Δεσπότου τον θάνατον, δεν ηθέλησε ν παραμερίση, αλλά μάλλον ακούσας, ότι ο Διοκλητιανός διήρχετο ημέραν τινά απ΄ εκεί πλησίον, εστάθη εις υψηλόν δωμάτιον. Ο δε βασιλεύς ιδών αυτόν εθαύμασε και προστάσσων να τον φέρουν πλησίον, είπε προς αυτόν· «Δεν είσαι συ ο Σεβαστιανός, τον οποίον προσέταξα να θανατώσουν»; Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ είμαι, βασιλεύς, και ανέστησέ με ο Κύριός μου εκ των νεκρών, δια να γνωρίσης ότι αυτός είναι ο αληθής Θεός ο τα πάντα δημιουργήσας και να μη σέβεσαι πλέον τους ακαθάρτους δαίμονας». Τότε προστάσσει ο ασεβής να τον ραβδίζουν δυνατά με ράβδους έως να συντριβώσιν όλαι αι σάρκες και τα οστά του και αποθάνη, έπειτα να τον ρίψουν την νύκτα εις τόπον τινά ακάθαρτον δια να μη τον εύρουν οι Χριστιανοί και καμνοντος πάλιν εκείνου θαυματουργίαν τινά επιστρέψουν και άλλοι εις την ευσέβειαν. Όθεν τελέσαντες οι δήμιοι ταχέως το προστασσόμενον παρέδωκεν ο Άγιος την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Κατά δε την νύκτα, φανείς ο Άγιος εις το όραμα εναρέτου και επιφανούς τινος γυναικός, Λουκίνης ονόματι, της λέγει· «Ύπαγε εις τον δείνα τόπον να εύρης το Λείψανόν μου και λάβε αυτό να το ενταφιάσης εις την καλουμένην Κρυπτήν, ήτις είναι εις τους πόδας των Αποστόλων». Η δε ευλαβής γυνή, ευθύς εγερθείσα, απήλθεν εις τον ρηθέντα τόπον και ευρούσα το σώμα του Μάρτυρος έλαβεν αυτό ευλαβώς, δεν μετείχε δε ποσώς το μακάριον του Αγίου Λείψανον από την ακαθαρσίαν εκείνην, αλλά μάλιστα ευωδίαζεν άμετρα και στολίζουσα αυτό επιμελώς το ενεταφίασε, προσμείνασα εις το μνήμα ημέρας τριάκοντα. Μετά ταύτα εβασίλευσεν εις ολίγον καιρόν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ήτο δε τότε ειρήνη εις τον κόσμον· όθεν η ευλαβής Λουκίνα έκτισεν Εκκλησίαν εις το όνομα του Αγίου και έζησε βίον θεάρεστον δίδουσα ελεημοσύνας πολλάς εις τους πένητας, κατά δε το τέλος της μέρος μεν του πλούτου της άφηκεν εις τους φτωχούς Χριστιανούς, όλον δε το επίλοιπον αφιέρωσεν εις τον ρηθέντα Ναόν, τον οποίον έκτισεν εις δόξαν Θεού και μνημόσυνον του Αγίου, όστις έκαμε και μετά το τέλος θαυμάσια, όχι μόνον εκεί εις την Ρώμην, αλλά και εις πολλούς άλλους τόπους της Ιταλίας· όθεν όλοι των τον έχουν εις μεγάλην ευλάβειαν· έκτισαν Εκκλησίας εις όλας τας πόλεις και χώρας και χαρμονικώς τον πανηγυρίζουσι δια τας θαυματουργίας, τας οποίας ετέλεσε και μάλιστα εις την Παβίαν, εις την οποίαν ήτο καιρόν τινα μέγα θανατικόν και τον επεκαλέσθησαν οι πολίται να τους βοηθήση εις τοιαύτην ανάγκην και τόσον εθαυματούργησεν ο Κύριος εις αυτούς δια να δοξάση τον Άγιον, τον οποίον μετά δακρύων επεκαλούντο λιτανεύοντες ευλαβώς, ώστε έπαυσεν ευθύς ο λοιμός και εγνωρίσθη σαφέστατα. Ότι η πρεσβεία του Αγίου τους εβοήθησεν. Όθεν όχι μόνον εκεί τον πανηγυρίζουσιν, αλλά και εις όλας τας πόλεις και χώρας της Ιταλίας, εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει τιμή, μεγαλοπρέπεια και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Σεβαστιανός ο ένδοξος Μάρτυς του Κυρίου και οι μετ΄ αυτού συναθλήσαντες και ανωτέρω αναφερόμενοι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τον καιρόν των αντιχρίστων βασιλέων Διοκλητιανού (284- 305) και Μαξιμιανού (286- 305), οίτινες υπερτέρησαν εις κακίαν και απανθρωπίαν πάντας τους προ αυτών βασιλείς, διότι τόσον διωγμόν εκίνησαν κατά των Χριστιανών οι άχρηστοι και ασύνετοι, ώστε δεν εχωρούσαν οι Άγιοι εις τα δεσμωτήρια.
Ούτοι οι κάκιστοι τύραννοι είχον προστάξει πάντας τους υπ΄αυτούς ηγεμόνας και άρχοντας, να μη εξετάζουν άλλας αναγκαίας υποθέσεις των πόλεων ούτε δια φόνους, ούτε δι΄ άλλα πταίσματα, ή κρίσεις ετέρας, ειμή μόνον να αναζητούν και να καταδικάζουν τους Χριστιανούς με διάφορα παιδευτήρια και να τους βιάζουν με κάθε τρόπον να προδίδωσι την ευσέβειαν. Όθεν οι των ασεβών βασιλέων παρανομώτεροι υπηρέται και απάνθρωποι άρχοντες, δια να δείξουν προς εκείνους ευπείθειαν, εβασάνιζαν ποικιλοτρόπως τους ανευθύνους οι υπεύθυνοι, και άλλους έψηναν εις τους άνθρακας, άλλους ελιθοβόλουν και ετόξευον, άλλων διετρύπων με πυρωμένας σούβλας τους αστραγάλους και τα ωτία, άλλων ανέσπων τους οδόντας και τους όνυχας, άλλους έρριπτον εις ποταμούς και θαλάσσας, άλλους κατέκοπτον μεληδόν και εξέσχιζον τας σάρκας των και με ένα λόγον τους εβασάνιζαν τόσον, ώστε μόνον να ήκουε κανείς τας βασάνους αυτών συνεπόνει και έτρεμεν από τον φόβον. Οι μακάριοι, όμως, και γενναιότατοι εκείνοι αγωνισταί δεν εσκέπτοντο ουδόλως τον πρόσκαιρον θάνατον, δια να λυτρωθώσιν από τον αιώνιον· δεν ελυπούντο γυναίκας, τέκνα, γονείς και αδελφούς, ούτε τα ίδια σώματα, ακούοντες τον Δεσπότην Χριστόν λέγοντα· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι: 37-38). Όθεν εδίδοντο προθύμως και εθελουσίως εις θάνατον, δια να ζήσουν αιώνια, καθώς έκαμαν και ούτοι οι σήμερον εορταζόμενοι Άγιοι, ο αήττητος Σεβαστιανός και οι τούτου Συμμάρτυρες, τους οποίους δεν εχαύνωσε στοργή γονέων και συγγενών, ούτε φίλτρον τέκνων και γυναικών, οίτινες έκλαιον έμπροσθέν των γοερώς, δια να τους εμποδίσουν από τον θάνατον· αλλ΄ αυτοί οι γενναίοι και πάνσοφοι επροτίμησαν τον ένθεον έρωτα από την της σαρκός ηδυπάθειαν και την ρέουσαν απόλαυσιν, πόθω πόθον αντωσάμενοι και προσκαίρους μισήσαντες ηδονάς, ίνα τον ποθούμενον Χριστόν απολαύσωσιν εις αιώνα τον ατελεύτητον. Ακούσατε λοιπόν μετά πάσης προσοχής και ευλαβείας την ηδυτάτην ταύτην και ψυχωφελεστάτην διήγησιν. Ούτος ο πανσέβαστος Σεβαστιανός ήτο άνθρωπος περιφανής και περίβλεπτος εις την μεγαλόπολιν των Μεδιολάνων και εις τόσην ευλάβειαν τον είχον οι τύραννοι, ώστε τον είχον φίλον πιστότατον. Δια δε την ευταξίαν αυτού, και διότι ήτο από αίμα ευγενικόν και έκλαμπρον, τον εψήφισεν ο Διοκλητιανός προεστώτα παντός του στρατιωτικού καταλόγου, ήτοι στρατηγόν. Υπηρέτει λοιπόν το οφφίκιόν του προθύμως, Χριστιανός ων κρυφίως, εις δε το φαινόμενον εδεικνύετο ειδωλολάτρης, ουχί δια φόβον τινά των επαπειλουμένων κολαστηρίων, αλλά δια να βοηθή τους Αγίους, ασεβής αυτός νομιζόμενος, να τους ενθαρρύνη εις το Μαρτύριον, και να ελκύη πολλούς προς ευσέβειαν, επί όσον καιρόν θα ηδύνατο να καλύπτη την τοιαύτην υπόκρισιν· έπειτα δε, αφού γίνη γνωστόν ότι είναι Χριστιανός, να παρρησιασθή εις την ευσέβειαν και να λάβη του Μαρτυρίου τον στέφανον. Πολλάκις λοιπόν επήγαινεν εις τα δεσμωτήρια, εις τα οποία ήσαν φυλακισμένοι Χριστιανοί και τους ενουθέτει και τους παρεκίνει με λόγια πάνσοφα να φυλάττωνται ακριβώς και να μη δειλιώσι τα προσωρινά κολαστήρια, αλλά να καταφρονήσουν πάντα τα ηδέα της σαρκός ως ψυχοβλαβή και φθειρόμενα, δια να απολαύσωσι μετά θάνατον τα αθάνατα και αιώνια. Πολλούς όθεν εκ των Αγίων Μαρτύρων εστερέωσεν ο Σεβαστιανός με τους λόγους του, οίτινες εκινδύνευον να στερηθούν των στεφάνων της νίκης δι΄ αγάπην των φίλων και συγγενών ή εκ του φόβου των ποικίλων τιμωριών και τους έκαμε να μη δειλιάσωσιν, αλλά να χύσουν δια τον Δεσπότην Χριστόν το αίμα των και εξόχως δύο περιφήμους αδελφούς, οίτινες ήσαν από τους πρώτους της Ρώμης, Μαρκελλίνος και Μάρκος καλούμενοι, πατρός μεν Τραγκυλίνου, μητρός δε Μαρκίας ονόματι, οι οποίοι, καθώς ήσαν αδελφοί κατά την σάρκα, ούτω και εις την ευσέβειαν είχον γνώμην στερεάν και ανίκητον. Τούτους εβασάνισε διαφόρως ο έπαρχος της πόλεως Χρωμάτιος με κολαστήρια πάνδεινα και δεν ηδυνήθη να τους νικήση ούτε με απειλάς τιμωτιών, ούτε με δώρα και κολακείας· όθεν κατεδίκασεν αυτούς εις θάνατον ο ασύνετος και προσέταξε να θανατωθούν εντός τριάκοντα ημερών, να δημευθή δε ολόκληρος η περιουσία των και να μη λάβουν εξ αυτής οι συγγενείς των τίποτε απολύτως, προσέταξε μάλιστα τούτους να πηγαίνουν καθ΄ εκάστην εις την φυλακήν προσπαθούντες να τους διαστρέψουν από την γνώμην των με λόγια παραπονετικά και δάκρυα. Ταύτην δε την διορίαν έδωκεν ο πονηρός έπαρχος, δια να δελεασθώσιν από τα δάκρυα των γυναικών και των τέκνων των και να αρνηθούν την ευσέβειαν. Καθ΄ όλας λοιπόν τας τριάκοντα εκείνας ημέρας είχον οι Μάρτυρες μεγάλον και άμετρον πόλεμον από τους συγγενείς και φίλους αυτών. Και πρώτον μεν εισελθών εις την φυλακήν ο πατήρ αυτών ωδύρετο δια την στέρησιν των τέκνων του λέγων προς αυτούς τοιαύτα παραπονετικά λόγια: «Ω τέκνα μου ηγαπημένα, δεν λυπείσθε το άθλιον γήρας μου; Ποίαν άλλην βακτηρίαν και βοήθειαν να εύρω; Τις να κληρονομήση το πράγμα μου; Συμπονέσατε και ευσπλαγχνισθήτε, τέκνα μου, εμέ τον δυστυχή, όστις σας ανέθρεψα· διατί υπάγετε θεληματικώς σας εις θάνατον; Διατί δεν λυπείσθε την νεότητά σας, το γήρας μου, τας γυναίκας και τα τέκνα σας, αίτινες θρηνούσιν ακαταπαύστως απαρηγόρητα; Διατί να στερηθήτε τα τερπνά του κόσμου, την γλυκυτάτην ζωήν και να φάγουν οι εχθροί σας τον πλούτον σας, εγώ δε να ζημιωθώ εν μια ημέρα το πράγμα, την ζωήν και τα τέκνα, το φως των οφθαλμών μου»; Αφού είπε ταύτα ο πατήρ, αρχίζει και η μήτηρ τον θρήνον απαρηγόρητα, ανασπώσα δε τας τρίχας της κεφαλής και τας σάρκας ξεσχίζουσα, εδείκνυε τους μαστούς της λέγουσα· «Σκεφθήτε, τέκνα μου φίλτατα, τους πόνους τους οποίους υπέφερα δια να σας γεννήσω, να σας θηλάσω και να σας αναθρέψω η τάλαινα». Τοιαύτα και έτι περισσότερα έλεγον οι γονείς, ίνα παρακινήσουν αυτούς εις συμπάθειαν. Αι γυναίκες πάλιν έκαμνον θρήνον αμέτρητον και βαστάζουσαι τα τέκνα εις τας αγκάλας των έλεγον ταύτα ολοφυρόμεναι. «Ω ομόζυγοι φίλτατοι, διατί φαίνεσθε προς ημάς και προς εαυτούς τόσον άσπλαγχνοι; Εάν είχατε τοιαύτην ανόητον γνώμην, να θανατωθήτε άωρα και άκαιρα, δια ματαίαν ελπίδα μελλούσης ζωής, την οποίαν δεν γνωρίζετε εάν είναι αληθής, διατί μας εβάλετε εις τα βάσανα; Πώς να ίδωμεν τον πικρόν και άδικον θάνατόν σας; Πώς να υπομείνωμεν την χηρείαν αι τάλαιναι; Πώς να θρέψωμεν τα τέκνα σας; Κάμετε εις ημάς ευσπλαγχνίαν και συμπονέσατε ημάς, εάν δεν λυπήσθε την σάρκα σας· και καν θανατώσατέ μας πρότερον, να μη ίδωμεν το τέλος σας, διότι μίαν ημέραν δεν θέλομεν ζήσει οπίσω σας, αλλά θέλομεν παρακαλέσει τους δημίους να κόψωσι και ημάς με το αυτό ξίφος ή εάν παρακούσωσι, καν ημείς να θανατωθώμεν ανηλεώς». Αυτά και έτερα πλείονα λέγουσι από το εν μέρος αι γυναίκες και από το έτερον οι συγγενείς και φίλοι έκαμον τους ακροατάς και εδάκρυσαν, εξόχως δε οι Μάρτυρες, ως άνθρωποι και αυτοί σάρκα φορούντες, συνεπόνεσαν τας γυναίκας και τα τέκνα των και εκ των οφθαλμών αυτών έρρεον κρουνηδόν τα δάκρυα. Ο δε μακάριος Σεβαστιανός ταύτα βλέπων εφοβήθη, μήπως και νικηθώσιν από την χαυνότητα της σαρκός και προδώσωσι την ευσέβειαν· όθεν έκρινεν επιβεβλημένον εκ της ανάγκης ταύτης να φανερωθή ποίος ήτο και να κηρύξη την αλήθειαν, δια να στερεώση τους Μάρτυρας. Όθεν είπε ταύτα προς τους συγγενείς αυτών και ομαίμονας· «Ω άνθρωποι, εάν ήτο μόνον ο βίος ούτος και η ζωή μας αιώνιος, το πρέπον ήτο να εμποδίζετε τους συγγενείς σας από τον θάνατον· αλλ΄ επειδή αυτή η ζωή αφανίζεται και ως όνειρον παρέρχεται, μας αναμένει δε άλλη ζωή μετά θάνατον ατελεύτητος και πανευφρόσυνος, διατί να εμποδίζετε τους γενναίους αγωνιστάς και να γίνετε αίτιοι τοσαύτης ζημίας εις αυτούς; Όστις βασανισθή δια τον Χριστόν, κληρονομεί την ουράνιον Βασιλείαν και όποιος τον αρνηθή, υπάγει εις κόλασιν αιώνιον. Ναι, αψευδέστατα, τούτο είναι της Πίστεως ημών το κεφάλαιον και εγώ περί τούτου σας εγγυώμαι, διότι κατ΄ αλήθειαν αυτό μας πείθει να καταφρονώμεν τα γήϊνα, το ότι δηλαδή πορευόμεθα εις άλλην ζωήν αιώνιον, εις την οποίαν μέλλει να λάβη έκαστος τας αμοιβάς τών καμάτων του. Εις τον τόπον αυτόν υπάγουσι και ούτοι οι μακάριοι να αγάλλωνται με τον Χριστόν πάντοτε και τότε ενθυμούμενοι τους γονείς, τας γυναίκας και τα τέκνα αυτών, θα πρεσβεύουσιν εις τον Θεόν δια σας, να σας δώση παν αγαθόν και πάσαν μακαριότητα. Λοιπόν παύσατε τα δάκρυα δια να μη σμικρύνετε την προθυμίαν αυτών και μη νομίσητε ότι θα λείψωσιν από σας, εάν και προς ώρας τελειωθώσιν. Όχι κατά αλήθειαν, αλλά μάλιστα θέλουν είναι φύλακες και σωτήρες σας εις την ζωήν ταύτην από την σήμερον και θα παραστέκωσιν αοράτως, δια να σας φυλάττωσι, και πάλιν όταν τελειώση ο βίος σας, να σας υποδεχθούν εις εκείνας τας αιωνίους μονάς, να γίνητε κοινωνοί της ευφροσύνης και τερπνότητος αυτών». Ταύτα μεν είπεν ο Άγιος προς τους συγγενείς των Μαρτύρων· έπειτα λέγει προς εκείνους· «Βλέπετε, στρατιώται του Χριστού γενναίοι, τα σοφίσματα του πονηρού, πως πάσχει να εμποδίση την σωτηρίαν σας; Εκείνο όπερ δεν ηδυνήθη να σας κάμη με τόσας βασάνους και παιδευτήρια, τα οποία σας έδωσαν οι εχθροί σας, δοκιμάζει να επιτύχη με τα δάκρυα των συγγενών και των φίλων σας· αλλά σεις ως γνωστικοί εννοήσατε τας πανουργίας αυτού και γνωρίσατε, ότι με κάθε τρόπον και μηχανήν σας επιβουλεύεται ο αλιτήριος και μάλιστα τώρα, βλέπων ότι εφθάσατε εις το τέλος των αγώνων, μη υποφέρων την αισχύνην, διότι ενικήθη, σπουδάζει να σας κάμη να απολέσετε τον μισθόν του κόπου σας, αφού υπεμείνατε τόσους ξεσχισμούς και μάστιγας και να στερηθήτε τον Ποιητήν και Σωτήρα σας. Όθεν, τούτο γνωρίζοντες, σταθήτε ανδρείοι και μη λυπηθήτε την σάρκα, ήτις καν αύριον, καν μεθαύριον, μέλλει να γίνη σκωλήκων βρώμα. Ο πόνος είναι μίαν ημέραν, η δε ανταπόδοσις αιώνιος· ει δε και στραφήτε εις τα οπίσω και προτιμήσητε την πρόσκαιρον απόλαυσιν, αυτή μεν ως σκιά αφανίζεται, η δε παίδευσίς σας θέλει είναι ακατάπαυστος εις εκείνην την αιώνιον και ατελεύτητον κόλασιν».Ταύτα και πλείονα έτερα λέγοντος του Αγίου με μεγάλην και ρητορικήν φωνήν, ήλθε φως λαμπρότατον ουρανόθεν και τον εκύκλωσεν, εφάνη δε και νέος τις θαυμάσιος, όστις ίστατο πλησίον αυτού, του οποίου έλαμπε το πρόσωπον και τα ιμάτια τόσον, ώστε εξεπλάγησαν όσοι τον έβλεπον, γνωρίσαντες ότι τούτο ήτο έργον της άνωθεν Χάριτος, και εμαρτύρει ότι έλεγεν ο Σεβαστιανός την αλήθειαν. Επηκολούθησε δε και τεράστιον τι μνήμης άξιον, το οποίον έκαμε μάλιστα τους παρόντας και επίστευσαν εις τον Χριστόν άπαντες, ήτοι γυνή τις Ζωή καλουμένη, σύζυγος Νικοστράτου, όστις είχεν εις την οικίαν του τούς Αγίους να τους φυλάττη, έχουσα δεινήν ασθένειαν, δεν ήκουεν, ούτε να ομιλήση ποσώς ηδύνατο, και τότε εκ θείας δυνάμεως ήκουσε τα λόγια του Αγίου και της εφαίνοντο αληθέστατα και μη δυναμένη να τον ευφημήση με την γλώσσαν, έκαμε νεύματα με τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τους παρεστώτας, ότι ο Άγιος έλεγε την αλήθειαν· έπειτα προσεκύνησεν αυτόν με πολλήν ευλάβειαν και ταπείνωσιν. Ο δε Άγιος, γνωρίσας ότι ήτο θέλημα Θεού να θεραπευθή η γυνή εκείνη, δια να πιστεύσουν όσοι ίδωσι τοιούτον θαυμάσιον, προσέταξεν αυτήν να συαθή εις το μέσον και της λέγει εις επήκοον πάντων· «Εις το όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού, ομίλησον». Και παρευθύς, ω του θαύματος! μείνασα υγιής από πάσαν ασθένειαν, ωμίλησεν ανεμποδίστως και εξεστησαν άπαντες, εξόχως δε ο Νικόστρατος, όστις δοξάζων τον Θεόν προσεκύνησε τους Αγίους, ζητών των προτέρων αγνοημάτων την συγχώρησιν και ανοίξας τας θύρας της φυλακής τους παρεκάλει να φύγωσι, προτιμών να θανατώση αυτόν η κρίσις, δια να συγχωρήση ο Δεσπότης τας αμαρτίας του. Οι δε Άγιοι απεκρίθησαν· «Μη γένοιτο, αδελφέ, να ζημιωθώμεν τον της Αθλήσεως στέφανον. Ημείς θεληματικώς δια την αγάπην του Θεού και Σωτήρος μας λαμβάνομεν ως πολυτίμητον δώρον τον θάνατον. Λοιπόν ύπαγε, φέρε όλους τους φυλακισμένους εδώ δια να ίδουν και αυτοί και να στερεωθούν καλλίτερα, έπειτα παρρησιάσου εις τους διώκτας, δια να λάβης ενδοξότερον στέφανον». Ούτω λοιπόν εποίησεν ο Νικόστρατος, ο δε Σεβαστιανός τους εδίδασκε να μείνουν έως τέλους εις την Πίστιν ασάλευτοι, όσοι δε εξ αυτών ήσαν αβάπτιστοι να νηστεύσουν δύο τρεις ημέρας δια να λάβουν το άγιον Βάπτισμα. Μαθών ταύτα ο έπαρχος Χρωμάτιος εκάλεσε τον Νικόστρατον και τον ηρώτησε διατί έφερε τους δεσμίους όλους εις την οικίαν του· ο δε απεκρίνατο· «Δια να βλέπωσιν άπαντες τα κολαστήρια όργανα και τας πληγάς, τας οποίας λαμβάνουν οι άλλοι, να φοβούνται και να προσκυνούν τα είδωλα». Ταύτα ακούσας ο έπαρχος επήνεσεν αυτόν, ότι έκαμε φρόνιμα. Ο δε μακάριος Νικόστρατος είχεν εγκάρδιον τινα φίλον, Κλαύδιον καλούμενον, όστις ήτο κομενταρήσιος και επόθησε να τον κάμη και εκείνον Χριστιανόν· είπε λοιπόν προς αυτόν πολλούς ψυχωφελείς λόγους, επαινών τον Άγιον Σεβαστιανόν ως φιλόθεον, ότι αυτός ηρνήθη την φιλίαν των βασιλέων και κατεφρόνησε τοιαύτην δόξαν και πλούτον και δυναστείαν και ευρίσκετο με τους Χριστιανούς, παρακινών αυτούς προς την ευσέβειαν, όχι μόνον με λόγους, αλλά και με εξαίσια θαύματα. Ταύτα ακούσας ο Κλαύδιος ετρώθη την καρδίαν θεϊκόν έρωτα και δραμών εις τον οίκον του, επήρε τους δύο υιούς του, οι οποίοι ήσαν ασθενείς και είχον ο μεν εις ύδρωπα, ο δε άλλος λέπραν, και τους επήγεν εις την οικίαν του Νικοστράτου, παρακαλών τους Αγίους να τους θεραπεύσουν και ομολογών την ευσέβειαν. Ήσαν δε εκεί συνηγμένοι πλήθος πολύ κατηχούμενοι και τους εβάπτιζεν ενάρετος τις Ιερεύς ονόματι Πολύκαρπος, όστις εβάπτισε και τους δύο παίδας του Κλαυδίου και παρευθύς εθεραπεύθησαν όχι μόνον αυτοί, αλλά και όσοι είχον ασθένειαν, εμβαίνοντες εις την ιεράν κολυμβήθραν, εξήρχοντο υγιείς ψυχή τε και σώματι και πάντες εδόξαζον τον Θεόν, εξόχως δε ο Κλαύδιος, όστις εβαπτίσθη βλέπων εις τους υιούς αυτού τοιαύτην θαυμάσιαν θεραπείαν και ψυχοφελή ίασιν. Αφού δε παρήλθον αι τριάκοντα ημέραι της διορίας, προσκαλέσας τον Τραγκυλίνον ο έπαρχος και μη γνωρίζων ότι είχε γίνει Χριστιανός, ηρώτησεν αυτόν δια τους υιούς του, εάν εδέχοντο να προσκυνήσουν τα είδωλα. Ο δε απεκρίνατο· «Μακάριοι όντες εκείνοι, ότι εγνώρισαν την αλήθειαν και ωδήγησαν και εμέ τον ανάξιον να γνωρίσω τον παντοδύναμον Θεόν, τον οποίον προσκυνώ και σέβομαι εξ όλης μου της καρδίας». Λέγει ο έπαρχος· «Ετρελλάθης, ταλαίπωρε, και επίστευσες και συ εις την κακοδαίμονα ταύτην θρησκείαν; Τι έπαθες»; Του λέγει ο Τραγκυλίνος· «Αυτήν την γνώμην είχα και εγώ πρότερον, ω δικαστά, νομίζων τους Χριστιανούς πεπλανημένους και άφρονας· αλλά τώρα, βλέπων ότι και ο περιφανής Σεβαστιανός έγινε δούλος του Χριστού, καταφρονήσας τον πλούτον, την δόξαν και πάσαν απόλαυσιν και διδαχθείς υπ΄ αυτού ηννόησα την λήθειαν, γνωρίσας ότι η πίστις σας είναι ρυπαρά και βέβηλος, η δε των Χριστιανών σεμνή και σεβάσμιος». Λέγει προς αυτόν ο έπαρχος· «Από ποία έργα επείσθης να προσκυνήσης Θεόν εσταυρωμένον και κακοθάνατον»; Ο δε απεκρίνατο· «Εάν ορίζης να ακροασθής με μακροθυμίαν, χωρίς να σκανδαλίζεσαι, θέλω σου αποδείξει αυτόν τον εσταυρωμένον Θεόν αληθή και Βασιλέα πάσης της κτίσεως».Ταύτα ακούων ο έπαρχος ήρχισεν να λαμβάνη θείον φωτισμόν εις την ψυχήν αυτού και λέγει προς τον Μάρτυρα· «Λέγε μοι, άνθρωπε, μετά παρρησίας τα του Θεού σου, διότι ποθώ να εννοήσω και εγώ την αλήθειαν». Ο δε Τραγκυλίνος απεκρίνατο· «Επειδή η καλωσύνη σου μού έδωκεν άδειαν, άκουσον δι΄ ολίγων λόγων το της θείας οικονομίας μυστήριον, να γνωρίσης ότι μόνον ο Χριστός είναι Θεός αληθέστατος». Ταύτα λέγων διηγήθη πως έκαμεν ο Θεός όλον τον κόσμον εκ του μη όντος και πως έπλασε τον άνθρωπον και πάλιν τον ανέπλασεν εις το είναι με το εκούσιον αυτού Πάθος· έπειτα ανελήφθη πάλιν εις τους ουρανούς μετά την τριήμερον Έγερσιν. Αφού δε είπεν ο τίμιος γέρων τα περί της Πίστεώς μας μυστήρια, λέγει και ταύτα· «Εάν δεν πιστεύης, εκλαμπρότατε έπαρχε, τα του Χριστού μου θαυμάσια, καν το εις εμέ γενόμενον πίστευσον, όστις ήμην, καθώς ηξεύρεις, έως προχθές παράλυτος και ακίνητος και τώρα τελείως εθερα[εύθην με την χάριν του θείου Βαπτίσματος». Ταύτα ακούων ο έπαρχος έμεινεν πολλήν ώραν άφωνος, γνωρίσας την αλήθειαν. Προσέταξεν δε να αναχωρήσουν όλοι εκείθεν, λέγει ταύτα προς τον Τραγκυλίνον· «Εγνώρισα, αδελφέ, ότι μεγάλη είναι η Πίστις των Χριστιανών και άλλος Θεός δεν είναι, μόνον εκείνος, τον οποίον αυτοί σέβονται. Εάν λοιπόν ποθής να γίνω συγκοινωνός σου εις ταύτην, φέρε μου αύριον δύο Χριστιανούς όσον δύνασαι κρυφίως ώστε να μη τους ίδη κανείς, δια να λάβω παρ΄ αυτών το άγιον Βάπτισμα». Απελθών λοιπόν ο Τραγκυλίνος ανήγγειλεν εις τους Αγίους την υπόθεσιν, οίτινες εχάρησαν μαθόντες ότι ο πρότερον διώκτης αυτών και αντίπαλος γίνεται εις ολίγον βοηθός της Πίστεως και συνήγορος. Όθεν ποιήσαντες αγρυπνίαν καθ΄ όλην την νύκτα, εδοξολόγησαν τον Κύριον, την δε πρωϊαν λαβών ο Τραγκυλίνος τον Σεβαστιανόν και τον Πολύκαρπον, επήγαν εις τον έπαρχον, όστις ιδών αυτούς ηγέρθη μετά πάσης χαράς και πεσών εις τους πόδας αυτών εδέετο να του δώσουν την υγείαν της ψυχής και του σώματος, διότι όλον του το σώμα ήτο πρησμένον και φουσκωμένον τόσον, ώστε δεν ηδύνατο σχεδόν να περιπατήση. Οι δε είπον προς αυτόν ότι, εάν πιστεύση εις τον Χριστόν εξ όλης καρδίας, θέλει λάβει παρ΄ Αυτού την θεραπείαν του σώματος. Ο έπαρχος τότε λαμπρά τη φωνή ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθή, την δυσσέβειαν των ειδώλων αρνησάμενος, και όχι μόνον τούτο, αλλά και τα είδωλα, τα οποία είχεν εις το παλάτιον συντρίψας, έδωκεν εις τας χείρας των Αγίων να τα κάμουν ως βούλονται. Ο δε μακάριος Σεβαστιανός εγνώρισεν από θείαν Χάριν, ότι ο υιός τού επάρχου Τιβούρτιος ήτο ακόμη εις την Πίστιν αμφίβολος· όθεν εκράτησεν ένα είδωλον πολυτιμότερον από τ΄ άλλα και καλλιτεχνικώτερον, εις το οποίον ήτο ιστορημένη πάσα η αστρολογία και η των ουρανών κίνησις, και δια τούτο ελυπείτο ο Τιβούρτιος και δεν ήθελε να το καταστρέψη, έως να θεραπευθή ο πατήρ του πρότερον. Ο δε Άγιος του είπε να μη αμφιβάλλη ποσώς, αλλά να το συντρίψη και αυτό, και τότε θα ίδη του Θεού τα θαυμάσια. Ο δε Τιβούρτιος, ανάψας κάμινον, λέγει εις τους Αγίους· «Ιδού συντρίβω κατά το πρόσταγμά σας το ηγαπημένον μου τούτο είδωλον, με την εξής όμως συμφωνίαν: εάν δεν θεραπευθή ο πατήρ μου, θα σας ρίψω εις ταύτην την κάμινον». Ταύτα λέγοντος του Τιβουρτίου, τον ημπόδιζεν ο Χρωμάτιος συνιστών εις αυτόν να απέχη από τοιαύτην εγχείρησιν· αλλ΄ οι Άγιοι το έστερξαν μετά πάσης χαράς ελπίζοντες εις την θείαν δύναμιν. Ευθύς δε ως ελέπτυναν το μιαρόν εκείνο άγαλμα, φως θεϊκόν περιέλαμψε τον Χρωμάτιον, και εφάνη νεανίας τις λαμπρός και ωραιότατος, λέγων· «Μακάριος ει, ότι επίστευσας εις τον Χριστόν, όστις με απέστειλε να θεραπεύσω την ασθένειάν σου». Και με τον λόγον ευρέθη ούτος όλος υγιής, και επήδα ως έλαφος ο πρώην ακίνητος. Τότε ο Τιβούρτιος, καταπλαγείς από την τοιαύτην εξαίσιον θαυματουργίαν, προσέπεσεν εις τους πόδας των Μαρτύρων, ζητών το σωτήριον Βάπτισμα. Οι δε Άγιοι προκαθάραντες αυτούς δια νηστείας και προσευχής, εβάπτισαν άπαντας.Τότε ο έπαρχος, πριν μάθη ο βασιλεύς την υπόθεσιν, επώλησεν όλα του τα πράγματα κα εμοίρασε τα χρήματα εις τους πένητας, τους δούλους του ηλευθέρωσε, και πάντα τα εαυτού καλώς ωκονόμησεν· είτα επήγεν εις την των Χριστιανών συνοδείαν, και εδιδάσκετο τον λόγον της Πίστεως. Τούτο μαθών ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ρώμης Γάϊος (283- 296), απήλθε προς αυτόν αγαλλιώμενος, και ασπασάμενος, τον έπαρχον και τους λοιπούς αδελφούς συνηυφράνθη μετ΄ αυτών. Έπειτα γνωρίζων ότι η φήμη αύτη ηκούσθη και μετ΄ ολίγας ημέρας έμελλε να ψηφίσωσιν άλλον έπαρχον, όστις θα τους εθανάτωνε, τους συνεβούλευσε να διαμοιρασθώσιν εις δύο τάγματα, το μεν ένα τάγμα να μείνη εντός της πόλεως, δια να μαρτυρήσουν το συντομώτερον, το δε άλλο να υπάγωσιν έξωθεν αυτής δια να φυλαχθώσιν εις τόπον απόκρυφον, ίνα ίσως διαφύγωσι τον κίνδυνον. Τότε εφιλονίκουν οι μακάριοι Σεβαστιανός και Πολύκαρπος, θέλων έκαστος να παραμείνη εντός της πόλεως δια να λάβη τον της αθλήσεως στέφανον. Ο δε Αρχιεπίσκοπος προσέταξε να υπάγη έξω με τους αδελφούς ο Πολύκαρπος, να τους ποιμάνη ως Ιερεύς, ο δε Σεβαστιανός να μείνη εντός ως ισχυρός στρατιώτης, να προθυμοποιή και να ενδυναμώνη τους Μάρτυρας. Ούτως υπήκουσαν, και εξήλθε της πόλεως ο Πολύκαρπος με τους ημίσεις Χριστιανούς και τον πρώην έπαρχον Χρωμάτιον. Ο δε υιός του επάρχου Τιβούρτιος, φλεγόμενος από τον ένθεον έρωτα του Μαρτυρίου, παρεκάλει τον Γάϊον όπως τον συγχωρήση να μείνη εντός της πόλεως, ίνα λάβη ταχέως δια τον Χριστόν τον ποθούμενον θάνατον. Ιδών δε ο Αρχιερεύς την θερμότητα του νέου, του επέτρεψε, χειροτονήσας δε και τους Αγίους Μαρκελλίνον και Μάρκον Διακόνους, τον δε πατέρα αυτών Τραγκυλίνον Ιερέα, και ορίσας τον μακάριον Σεβαστιανόν βοηθόν και έκδικον της Εκκλησίας, έμεινε μετ΄ αυτών νουθετών και διδάσκων άπαντας, να είναι πρόθυμοι και ανδρείοι εις τους αγώνας, μη δειλιώντες τον θάνατον. Προσηύχοντο όθεν αδιαλείπτως οι Άγιοι, σχολάζοντες από πάσαν υπηρεσίαν σωματικήν και ωπλίζοντο μόνον με αγρυπνίας, νηστείας και άλλας αρετάς δια να είναι έτοιμοι προς την άθλησιν. Ήρχοντο δε και πολλοί άρρωστοι κρυφίως εις αυτούς και εθεραπεύοντο, και έτερα θαυμάσια έκαμναν αναρίθμητα, από τα οποία να είπωμεν εν εις πίστωσιν και των άλλων. Καταβαίνων ημέραν τινά από τον οίκον του ο μακάριος Τιβούρτιος, εύρεν εις την αγοράν άνθρωπον τινα, όστις εκρημνίσθη από τόπον υψηλόν, και συνετρίβησαν όλα του τα μέλη και τα οστά τοιουτοτρόπως, ώστε δεν είχον ελπίδα ζωής εις αυτόν, αλλά έσκαπτον την γην και ητοίμαζον τα εντάφια. Ο δε Τιβούρτιος σπλαγχνισθείς προσηυχήθη δι΄ αυτόν και υγιά αποκατέστησεν· όθεν εγερθείς περιεπάτει, μη έχων ουδέ μικρότατον λείψανον πληγής. Τότε λέγει ο Τιβούρτιος προς τους παρεστώτας, οίτινες έμειναν ως εκστατικοί, βλέποντες τοιούτον θαυμάσιον· «Εάν θέλετε και σεις να κάμετε σημεία και τέρατα, πιστεύσατε εις τον Χριστόν, από τον οποίον και εγώ επήρα την δύναμιν». Οι δε επίστευσαν, και τους επήγε προς τον Γάϊον, λέγων· «Δέξου, Πάτερ τίμιε, αυτούς, τους οποίους δι΄ εμου ο Χριστός εκέρδησε σήμερον». Ο δε κατηχήσας αυτούς εβάπτισεν, ευχαριστών τον Θεόν, όστις τελεί εις τους επικαλουμένους αυτόν παράδοξα. Αλλά καιρός είναι να είπωμεν και το τέλος εκάστου των άνωθεν, δια να μη μακρύνωμεν πολύ την διήγησιν. Πρώτη λοιπόν πάντων υπάστη το Μαρτύριον η μακαρία Ζωή, διότι μεταβαίνουσα εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου δια να προσευχηθή, την συνέλαβον οι ερχόμενοι στρατιώται και δέσαντες αυτήν την προσήγαγον εις τον άρχοντα αυτών, όστις εδοκίμασε πολύ να την διαστρέψη με διάφορα παιδευτήρια, και μη δυνηθείς, έδωκε κατ΄ αυτής την απόφασιν, να την κρεμάσουν κατωκέφαλα, κάτωθεν δε να την καπνίζουν με ύλην βρωμεράν, έως ου να ξεψυχήση· έπειτα δένοντες λίθον μέγαν εις τον λαιμόν της, να την ρίψωσιν εις τον Τίβεριν· και ούτως ετέλεσαν εκείνοι το προστασσόμενον. Ταύτα μαθόντες οι Άγιοι έχαιρον μεν δια την δόξαν αυτής και μακαριότητα, εαυτούς δε εταλάνιζον, ότι δεν εσπούδασαν και αυτοί να την συνοδεύσουν. Έλεγε δε ο Τραγκυλίνος προς τον Σεβαστιανόν· «Βλέπεις, κύριέ μου, πως ανδρίζονται αι γυναίκες και τρέχουσαι προθυμότεραι από ημάς, προαρπάζουν τον στέφανον»; Ταύτα λέγων και θερμανθείς από τον ένθεον έρωτα, έδραμεν εις τον Ναόν των Αποστόλων ίνα προσευχηθή και συλλαβόντες αυτόν οι δήμιοι τον ελιθοβόλησαν, και τον έρριψαν εις τον ποταμόν προστάξει του άρχοντος. Ο δε Νικόστρατος, ο ανήρ της μακαρίας Ζωής, επήγε με τον Κλαύδιον εις τας όχθας του ποταμού, ζητούντες μήπως και εύρουν κανέν λείψανον των εκτελεσθέντων γίων. Οι δε ασεβείς δέσαντες και αυτούς τους παρέστησαν εις τον νέον έπαρχον, όστις βασανίσας αυτούς διαφόρως, και μη δυνάμενος να τους μεταστρέψη, το ανέφερε προς τον βασιλέα, όστις προσέταξε να τους δώσουν τρεις δαρμούς δυνατούς· έπειτα, εάν δεν προσκυνήσουν τα είδωλα, να τους ρίψουν και αυτούς εις τα ύδατα. Ούτως οι αοίδιμοι, αφού εδάρησαν τρεις φοράς ανηλεώς, ριφθέντες με λίθους μεγάλους εις τα ύδατα του Τιβέρεως, παρέδωκαν τας αγίας ψυχάς αυτών εις χείρας Θεού. Κουρτουάτος δε τις ανήρ δυσσεβής, προσποιούμενος ότι ήτο Χριστιανός, συνηνώθη με τους Αγίους, δια να τους προδώση ο αλιτήριος, όταν εύρη καιρόν επιτήδειον. Και εν μια των ημερών, βλέπων τον Τιβούρτιον εις Ναόν τινα πρσευχόμενον, τον διέβαλεν εις τον έπαρχον· έπειτα επήγε και αυτός και προσηύχετο, τάχα ότι ήτο Χριστιανός, δια να μη φανή προδότης, και δια να περιπαίξη τους πιστούς πάλιν ύστερα. Εισελθόντες λοιπόν οι δήμιοι συνέλαβον και τους δύο, και τους επήγαν εις τον έπαρχον, όστις είπε προς τον προδότην· «Χριστιανός είσαι και συ, Κουρτουάτε»; Ο δε απεκρίνατο· «Ναι». Ο Άγιος όμως, γνωρίσας την υπόκρισιν, είπε προς αυτόν οργιζόμενος· «Μη περιγελάς τον εαυτόν σου δόλιε, ότι ο πόρνος και ο μέθυσος Χριστού μαθητής δεν γίνεται, ή νομίζεις ότι δεν γνωρίζω οποίος είσαι, και ότι συ με επρόδωσες εις θάνατον; Αλλά τούτο εγώ ολοψύχως ποθώ, να ενωθώ με τον Δεσπότην μου Χριστόν, τον εις εμέ ποθεινόν και γλυκύτατον, δια την αγάπην τού οποίου αφήκα θεληματικώς εις άλλους τον οίκον μου, πλούτον και συγγενείς και δόξαν απαρνησάμενος, και δεν φοβούμαι ούτε πυρ, ούτε διωγμούς, ούτε μάστιγας, αλλά πάντα ταύτα και έτι πλείονα είμαι έτοιμος να υπομείνω με την Εκείνου βοήθειαν». Ο δε έπαρχος είπε προς τον Άγιον· «Τούτον μεν άφες, Τιβούρτιε, και κάμε τον λόγον μου· λυπήσου την ευγένειάν σου και την νεότητα, να μη λάβης επονείδιστον θάνατον». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Δεν είναι αισχύνη, ω δικαστά, να λατρεύω Θεόν αληθή και παντέλειον, αλλ΄ όσοι λατρεύουσι δαίμονας, αυτοί είναι ελεεινοί και πολλών θρήνων άξιοι». Τότε θυμωθείς ο έπαρχος, προστάσει να φέρωσιν άνθρακας και του λέγει· «Έκλεξον εν εκ των δύο: ή προσκύνησον τους θεούς, ή είσελθε γυμνός τους πόδας εις τους άνθρακας». Ο δε Άγιος, ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, εστάθη επάνω εις τους ανημμένους άνθρακας λέγων· «Βλέπε τώρα της Πίστεώς μου την δύναμιν, και μάθε ότι αληθινός Θεός είναι εκείνος, τον οποίον εγώ σέβομαι· τούτου γενού και συ μαθητής, αφήνων την ασέβειαν». Βλέπων ο έπαρχος ότι ο Άγιος ίστατο αβλαβής επί ώραν πολλήν εις τους άνθρακας, και φοβούμενος μήπως κάμη και άλλην τινά θαυματουργίαν και σύρη πολλούς προς την ευσέβειαν, προστάσσει να τον αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως. Τούτου δε γενομένου απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς ο Τιβούρτιος. Τότε έφεραν τον Κάστουλον, όστις είχε τους Αγίους εις την οικίαν του, και μετά πολλάς βασάνους τον έθαψαν ζώντα εις λάκκον και ούτως ετελειώθη. Έπειτα φέροντες τους γενναίους Μαρκελλίνον και Μάρκον εκάρφωσαν ήλους εις τους πόδας των, και τους εβίαζον να ίστανται όρθιοι εις αυτούς, δια να καρφώνωνται ούτοι περισσότερον και να τους δίδωσι δριμυτάτους πόνους. Οι δε αείμνηστοι πάσχοντες τοσούτον δυσφορωτάτην βάσανον, έψαλλον· «Ιδού δη τι καλόν, ή τι τερπνόν»; (Ψαλμ. ρλβ: 1) και τα λοιπά του ψαλμού. Τότε τους εκέντησαν εις τας πλευράς με λόγχας ως τον Δεσπότην, εις τον οποίον παρέδωκαν τας αγίας των ψυχάς. Ούτω λοιπόν ετελειώθησαν όλοι οι άλλοι Άγιοι με διάφορα κολαστήρια, και εφέρθησαν προς τον Χριστόν ως αμώμητα θύματα. Τον δε γενναιότατον Σεβαστιανόν αφήκαν οι ασεβείς έως ύστερον, δια να τον βασανίσωσι διαφόρως, μήπως και τον καταπείσουν να αρνηθή την ευσέβειαν. Τούτον προσέταξεν ο Διοκλητιανός να φέρουν εις το κριτήριόν του και τούτου γενομένου του λέγει· «Σεβαστιανέ, εγώ σε ετίμησα τόσον, και σε έκαμα πρώτον από τους άρχοντας, συ δε, αχάριστε, ανέβης εις τόσην υπερηφάνειαν και αγνωσίαν, ώστε ούτε το κράτος μου, ούτε την ζωήν σου ποσώς συλλογίζεσαι»; Ο δε απεκρίνατο· «Τότε μεν, ω βασιλεύς, δεν εγνώριζα τον όντως αληθή Θεόν, δια τούτο ως ειδωλολάτρης ανόητος υπήκουον εις τα προστάγματά σου· αλλά τώρα, όπου εγνώρισα την αλήθειαν, κατεφρόνησα πλούτον και δόξαν και τα επίλοιπα, ως διαρρέοντα και ανάξια, ποθήσας τα άρρευστα και αεί διαμένοντα, τα οποία κληρονομούσιν όσοι τον Χριστόν αγαπήσωσι, διότι μανία μεγάλη και αγνωσία σας είναι να προσκυνήτε λίθους και ξύλα και άλλα βδελύγματα». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς εθυμώθη και προστάσσει να δέσουν τον Άγιον εις πάσσαλον εις το μέσον του πεδίου ως στόχον και σημείον και να τον τοξεύωσιν από όλας τας πλευράς, έως να γεμίση βέλη όλον το σώμα του. Έτρεχον λοιπόν ποταμηδόν άπαντες να ίδωσι το φρικτόν θέαμα και όλοι συνεπόνεσαν και έκλαιον, βλέποντες τοιούτον νέον περιφανή τε και ωραιότατον να τον σύρουν και να τον βασανίζουν ως κακούργον οι δήμιοι. Αφού δε έφθασεν εις τον τόπον της καταδίκης, ενηγκαλίσθη ο Άγιος το ξύλον, εις το οποίον ήθελον να τον δέσουν, λέγων ταύτα προς τον Δεσπότην· Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου, ότι με ηξίωσας να σε μιμηθώ παραμικρόν. Συ, Θεέ μου, προσηλώθης εις το ξύλον του Σταυρού δι΄ αγάπην μου και εγώ αποθνήσκω σήμερον εις τούτο το ξύλον, δι΄ αγάπην Σου και την ιδικήν μου ωφέλειαν. Πρόσδεξαι όθεν την θυσίαν μου ταύτην δέομαι της σης αγαθότητος». Ταύτα λέγοντος του γενναίου Σεβαστιανού, τον εγύμνωσαν οι δήμιοι και τον έδεσαν εις το ξύλον· έπειτα έρριψαν κατ΄ αυτού τοσαύτα βέλη από παν μέρος εις όλον το σώμα, ώστε έμεινεν ελεεινόν και παράξενον θέαμα, διότι δεν διεκρίνετο ουδόλως σαρξ, αλλ΄ εφαίνετο από τα βέλη ως εχίνος ή ακανθόχοιρος και ούτως αφήκαν αυτόν οι υπηρέται και ανεχώρησαν, νομίσαντες ότι απέθανεν. Αφού δε ενύκτωσεν, επήγεν αρχόντισσά τις να λάβη το λείψανον αυτού και τον ευρίσκει ζώντα ακόμη· όθεν τον επήρεν εις την οικίαν της και εις ολίγας ημέρας με βότανά τινα έβγαλε τα βέλη, συνεργούσης της θείας Χάριτος, και έμεινεν υγιής ο Άγιος. Ελθόντες δε τινές συγγενείς και φίλοι του να τον ίδωσιν, τον συνεβούλευσαν να αναχωρήση της πόλεως, δια να μη το μάθη ο βασιλεύς και του δώση χειρότερα παιδευτήρια και πικρότερα βάσανα. Ο δε μακάριος, επιποθών δια την αγάπην του Δεσπότου τον θάνατον, δεν ηθέλησε ν παραμερίση, αλλά μάλλον ακούσας, ότι ο Διοκλητιανός διήρχετο ημέραν τινά απ΄ εκεί πλησίον, εστάθη εις υψηλόν δωμάτιον. Ο δε βασιλεύς ιδών αυτόν εθαύμασε και προστάσσων να τον φέρουν πλησίον, είπε προς αυτόν· «Δεν είσαι συ ο Σεβαστιανός, τον οποίον προσέταξα να θανατώσουν»; Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ είμαι, βασιλεύς, και ανέστησέ με ο Κύριός μου εκ των νεκρών, δια να γνωρίσης ότι αυτός είναι ο αληθής Θεός ο τα πάντα δημιουργήσας και να μη σέβεσαι πλέον τους ακαθάρτους δαίμονας». Τότε προστάσσει ο ασεβής να τον ραβδίζουν δυνατά με ράβδους έως να συντριβώσιν όλαι αι σάρκες και τα οστά του και αποθάνη, έπειτα να τον ρίψουν την νύκτα εις τόπον τινά ακάθαρτον δια να μη τον εύρουν οι Χριστιανοί και καμνοντος πάλιν εκείνου θαυματουργίαν τινά επιστρέψουν και άλλοι εις την ευσέβειαν. Όθεν τελέσαντες οι δήμιοι ταχέως το προστασσόμενον παρέδωκεν ο Άγιος την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Κατά δε την νύκτα, φανείς ο Άγιος εις το όραμα εναρέτου και επιφανούς τινος γυναικός, Λουκίνης ονόματι, της λέγει· «Ύπαγε εις τον δείνα τόπον να εύρης το Λείψανόν μου και λάβε αυτό να το ενταφιάσης εις την καλουμένην Κρυπτήν, ήτις είναι εις τους πόδας των Αποστόλων». Η δε ευλαβής γυνή, ευθύς εγερθείσα, απήλθεν εις τον ρηθέντα τόπον και ευρούσα το σώμα του Μάρτυρος έλαβεν αυτό ευλαβώς, δεν μετείχε δε ποσώς το μακάριον του Αγίου Λείψανον από την ακαθαρσίαν εκείνην, αλλά μάλιστα ευωδίαζεν άμετρα και στολίζουσα αυτό επιμελώς το ενεταφίασε, προσμείνασα εις το μνήμα ημέρας τριάκοντα. Μετά ταύτα εβασίλευσεν εις ολίγον καιρόν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ήτο δε τότε ειρήνη εις τον κόσμον· όθεν η ευλαβής Λουκίνα έκτισεν Εκκλησίαν εις το όνομα του Αγίου και έζησε βίον θεάρεστον δίδουσα ελεημοσύνας πολλάς εις τους πένητας, κατά δε το τέλος της μέρος μεν του πλούτου της άφηκεν εις τους φτωχούς Χριστιανούς, όλον δε το επίλοιπον αφιέρωσεν εις τον ρηθέντα Ναόν, τον οποίον έκτισεν εις δόξαν Θεού και μνημόσυνον του Αγίου, όστις έκαμε και μετά το τέλος θαυμάσια, όχι μόνον εκεί εις την Ρώμην, αλλά και εις πολλούς άλλους τόπους της Ιταλίας· όθεν όλοι των τον έχουν εις μεγάλην ευλάβειαν· έκτισαν Εκκλησίας εις όλας τας πόλεις και χώρας και χαρμονικώς τον πανηγυρίζουσι δια τας θαυματουργίας, τας οποίας ετέλεσε και μάλιστα εις την Παβίαν, εις την οποίαν ήτο καιρόν τινα μέγα θανατικόν και τον επεκαλέσθησαν οι πολίται να τους βοηθήση εις τοιαύτην ανάγκην και τόσον εθαυματούργησεν ο Κύριος εις αυτούς δια να δοξάση τον Άγιον, τον οποίον μετά δακρύων επεκαλούντο λιτανεύοντες ευλαβώς, ώστε έπαυσεν ευθύς ο λοιμός και εγνωρίσθη σαφέστατα. Ότι η πρεσβεία του Αγίου τους εβοήθησεν. Όθεν όχι μόνον εκεί τον πανηγυρίζουσιν, αλλά και εις όλας τας πόλεις και χώρας της Ιταλίας, εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει τιμή, μεγαλοπρέπεια και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου