Θαυμαστή
και αξιέπαινος είναι η περιβόητος Κρήτη, δια τε το κάλλος και το μέγεθος αυτής,
δια τα τείχη και τους λιμένας της, δια την κράσιν και υγείαν του κλίματός της,
ως και την αφθονίαν και πλουσιότητα των καρπών της, αλλ΄ ημείς θέλομεν διηγηθή
την αληθινήν της αξίαν και ωραιότητα, τον χορόν, λέγω, των θείων Μαρτύρων, τους
Δέκα του Χριστού στεφανίτας, οι οποίοι από αυτήν εγεννήθησαν και εις αυτήν υπέρ
Χριστού γενναίως εμαρτύρησαν, καθώς θέλει το φανερώσει ο λόγος.
Όταν εβασίλευσεν εις την Ρώμην ο ασεβέστατος Δέκιος, εν έτει σν΄ (250) κατέστησεν ανθύπατον εις την Κρήτην άλλον τινά Δέκιον ομώνυμόν του και ομότροπον, όστις ευθύς ως έφθασεν εις την Κρήτην ήρχισε να βασανίζη ανηλεώς και πολυτρόπως τους Χριστιανούς, είτα δε και πικρώς να τους θανατώνη. Ανεζητούντο λοιπόν και ανευρίσκοντο πάντες οι Χριστιανοί και εφέροντο προς αυτόν, ομού δε με τούτους ήτο και ο ιερός ούτος χορός, οίτινες ήσαν από διαφόρους πόλεις της Κρήτης, από μεν την Μητρόπολιν Γορτύνης ήσαν πέντε, ο Θεόδουλος, ο Σατορνίνος, ο Εύπορος, ο Γελάσιος και ο Ευνικιανός· από δε την Κνωσόν ήτο ο Ζωτικός, από τον λιμένα του Πανόρμου ήτο ο Αγαθόπους, από την Κυδωνίαν ο Βασιλείδης και από το Ηράκλειον ο Ευάρεστος και ο Πόμπιος, άπαντες όμως έσπευδον να φθάσουν εις μίαν πόλιν, την ουράνιον· όθεν ευθύς ως παρεστάθησαν ούτοι εις τον ηγεμόνα, έδειξαν προθύμως πάσαν γενναιότητα και ανδρείαν, και εις λόγους και εις έργα ανδρείως και αφόβως, πάσαν βάσανον και τιμωρίαν υπομείναντες, επί τριάκοντα ημέρας μαστιγούμενοι, στρεβλούμενοι, κατά γης συρόμενοι, λιθοβολούμενοι, εμπτυόμενοι και καταφρονούμενοι. Αλλά ταύτα ήσαν δι΄ εκείνους ως προγυμνάσματα των μετέπειτα μεγαλυτέρων βασάνων, τα οποία ακούσατε. Κατά την εικοστήν του παρόντος μηνός, καθίσας ο δικαστής εις το κριτήριον έφερε τους Αγίους τούτους Δέκα Μάρτυρας ενώπιόν του και βλέπων αυτούς αγρίως και φονικώς είπε· «Διατί η τοσαύτη σας αγνωσία, και ούτε με την πολυκαιρίαν, ούτε με τας νουθεσίας εμάθετε το συμφέρον σας; Όμως χωρίς να πολυλογώμεν και χωρίς βίαν, προσφέρατε την διατεταγμένην θυσίαν εις τους θεούς, ειδεμή εντός ολίγου θέλετε εννοήσει τι θέλει σας προξενήσει η απείθειά σας αυτή». Προς ταύτα οι Μάρτυρες απεκρίναντο· «Ημείς, ω άρχων, και με πολλά λόγια και με έργα, αλλά και με την πολυκαιρίαν εδείξαμεν την γνώμην μας, ότι ουδέποτε θέλομεν θυσιάσει εις τους θεούς σου και ότι κανέν πράγμα δεν θέλει δυνηθή ποτέ να μας καταπείση εις αυτό, ούτε θέλομεν δειλιάσει εις τας βασάνους σου, αλλά τόσον περισσότερον θέλομεν σε ευχαριστεί όσον πικρότερα μας βασανίσης». Ο άρχων είπεν· «Έως ότου θα είμαι εγώ και θα βλέπω καταφρονουμένην την δύναμιν των μεγάλων θεών από σας τους αναισχύντους, οίτινες ούτε τους θεούς φοβείσθε ούτε τους παρεστώτας εντρέπεσθε, πολλούς όντας τε και σοφούς, οι οποίοι προσκυνούσι και λατρεύουσι πρώτον μεν τον Δία, έπειτα την Ήραν και την Ρέαν και τους λοιπούς άπαντας, δεν θέλω σταματήσει από του να σας βασανίζω, έως ότου να σβέσω την αυθάδειάν σας, δια να φοβηθούν και άλλοι, αν τύχουν, ως και σεις απειθείς· διότι όσα επάθετε έως τώρα, ήσαν μόνον σκιαί κολάσεων». Προς ταύτα πάλιν οι Μάρτυρες είπον· «Ω άρχων, περί μεν του Διός και της Ήρας και της μητρός των της Ρέας μη μας λέγης τίποτε. Διότι ημείς από τους πρωτυτέρους μας γνωρίζομεν και το γένος του Διός και την τύχην και την πατρίδα· τον δε τάφον του, αν θέλης, να σου τον δείξωμεν, διότι και αυτός ο Ζεύς κρητικός ήτο και έγινε τύραννος εις τα χωρία· τόσον δε ήτο ασελγής, ώστε όχι μόνον με γυναίκας, αλλά και με άρρενας έκαμνε συχνά και ακαταπαύστως τας ασχημίας του, γόης και πανούργος ων· δια τούτο και τινές ομοιοπαθείς του, μιμούμενοι τας κακίας του (διότι το κακόν πολύ ευκόλως το μιμούνται), τον εκήρυξαν θεόν και του έκτισαν ναούς και θυσιάζουσι, δια να φαίνωνται ότι μιμούνται θεϊκά έργα και να μη εντρέπωνται». Ταύτα λέγοντος του θείου χορού εκείνου, εθυμώθη πολύ και ο ηγεμών και όλος ο λαός, και ώρμησαν να τους ξεσχίσουν με τας χείρας των· ο Δέκιος όμως τους ημπόδισε δια να τους δώση πικρότερον θάνατον. Ευθύς δε ήρχισε να βασανίζη τους Αγίους με διαφόρους και πολυτρόπους βασάνους, και άλλου μεν κρεμασθέντος εξέσχιζαν με σιδηρούς όνυχας τας σάρκας και έπιπτον εις την γην. Άλλου δε με ξύλα και λίθους οξείς συνέτριβον τα πλευρά ομού με τα οστά. Άλλων δε με βάρος μολύβδου, και άλλων άλλως τυπτομένων και μαστιγουμένων οδυνηρώς, υπέφερον ταύτα πάντα γενναίως οι μακάριοι και έχαιρον δια τας πληγάς, τας οποίας ελάμβανον. Βλέποντες οι παριστάμενοι την μεγάλην υπομονήν και ανδρείαν των Αγίων, οι μεν Χριστιανοί εστερεούντο εις την πίστιν και την ευσέβειαν περισσότερον, οι δε ασεβείς ειδωλολάτραι χαιρέκακοι και άσπλαγχνοι όντες εχαίροντο, διότι ετιμωρούντο οι Άγιοι, και παρεκίνουν τον κριτήν και τους δημίους εις περισσότερον θυμόν· εβόα δε και ο κήρυξ· «Λυπηθήτε την ζωήν σας, καταπεισθήτε εις τους εξουσιαστάς, θυσιάσατε εις τους θεούς». Οι Μάρτυρες όμως και εις τοσαύτα δεινά ευρισκόμενοι παρέμενον ακλόνητοι, και όλοι με μίαν φωνήν εβόησαν· «Χριστιανοί είμεθα, και Χριστού σφάγια, αν δε το εκάλει η ανάγκη και ήτο τούτο δυνατόν και μυρίας φοράς προθύμως αποθνήσκομεν δια την αγάπην του Χριστού μας». Ο δε πρόθυμος υπηρέτης του σατανά Δέκιος, βλέπων το ανίκητον και αμετάθετον της γνώμης των Μαρτύρων, προσέταξε να τους αποκεφαλίσουν. Έφεραν λοιπόν τους Μάρτυρας εις τόπον Αλώνιον λεγόμενον, πλησίον της πόλεως, φθάσαντες δε οι Άγιοι εφιλονίκουν ποίος να θανατωθή πρώτος, δια να λάβη και πρώτος τον στέφανον. Έπαυσε δε την φιλονικίαν ταύτην ο μακάριος Θεόδουλος, ειπών, ότι ο έσχατος είναι πρώτος και τιμιώτερος, εάν και δεν φοβηθή βλέπων τον θάνατον των προτέρων. Ο λόγος ούτος του Θεοδούλου ήρεσεν εις όλους τους Αγίους· όθεν εδόθησαν από κοινού εις προσευχήν, λέγοντες· «Ευλογητός Κύριος, ος ουκ έδωκας ημάς εις θήραν τοις οδούσιν αυτών» (Ψαλμ. ρκγ΄: 6), και τα επίλοιπα του Ψαλμού. Πηγαίνοντες δε οι μακάριοι εις τον τόπον της εκτελέσεως προσηύχοντο λέγοντες· «Σπλαγχνίσου, Κύριε, τους δούλους Σου και δέξαι το αίμα ημών, εις τιμήν και δόξαν του Αγίου Σου Ονόματος. Στερέωσον, Κύριε, τους ευσεβείς αδελφούς μας Χριστιανούς και εξάγαγε από του σκότους της αγνωσίας την επίγειον ταύτην πατρίδα ημών και οδήγησον πάντας τους εν ταύτη οικούντας και πάντας τους δούλους Σου εις Σε το αϊδιον φως, αιώνιε Βασιλεύ». Ούτως εκάστου προσευξαμένου έκοψαν οι δήμιοι τας ιεράς και καλλινίκους κεφαλάς αυτών. Αναχωρησάντων δε των δημίων, τινές από τους ευσεβείς, λαβόντες τα ιερά αυτών Λείψανα, τα ενεταφίασαν τιμίως. Μετά ταύτα, όταν η ευσέβεια επλήθυνε σχεδόν εις όλην την οικουμένην, ήλθεν από τα βασίλεια ο αγιώτατος Πατριάρχης Παύλος έχων εις την συνοδείαν του και άλλους εγκρίτους άνδρας και ήνοιξε τον τάφον των γίων, εύρε δε τα ιερά και άγια αυτών Λείψανα, ω της δυνάμεώς σου, Χριστέ Βασιλεύ! ως ζώντα ένδροσα και ανθηρά, και λαβών αυτά τα έφερεν εις την Βασιλίδα των πόλεων και τα ενεταφίασαν εκεί, ένθα ήσαν τεθαμμένα και τα ιερά και μαρτυρικά Λείψανα των Αγίων Νηπίων, ίνα ως κοινοί σωτήρες και άγρυπνοι φύλακες διαφυλάττωσιν ημάς από όλα τα λυπηρά. Αυτών ταις αγίαις πρεσβείαις τύχοιμεν και των αιωνίων αγαθών, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Όταν εβασίλευσεν εις την Ρώμην ο ασεβέστατος Δέκιος, εν έτει σν΄ (250) κατέστησεν ανθύπατον εις την Κρήτην άλλον τινά Δέκιον ομώνυμόν του και ομότροπον, όστις ευθύς ως έφθασεν εις την Κρήτην ήρχισε να βασανίζη ανηλεώς και πολυτρόπως τους Χριστιανούς, είτα δε και πικρώς να τους θανατώνη. Ανεζητούντο λοιπόν και ανευρίσκοντο πάντες οι Χριστιανοί και εφέροντο προς αυτόν, ομού δε με τούτους ήτο και ο ιερός ούτος χορός, οίτινες ήσαν από διαφόρους πόλεις της Κρήτης, από μεν την Μητρόπολιν Γορτύνης ήσαν πέντε, ο Θεόδουλος, ο Σατορνίνος, ο Εύπορος, ο Γελάσιος και ο Ευνικιανός· από δε την Κνωσόν ήτο ο Ζωτικός, από τον λιμένα του Πανόρμου ήτο ο Αγαθόπους, από την Κυδωνίαν ο Βασιλείδης και από το Ηράκλειον ο Ευάρεστος και ο Πόμπιος, άπαντες όμως έσπευδον να φθάσουν εις μίαν πόλιν, την ουράνιον· όθεν ευθύς ως παρεστάθησαν ούτοι εις τον ηγεμόνα, έδειξαν προθύμως πάσαν γενναιότητα και ανδρείαν, και εις λόγους και εις έργα ανδρείως και αφόβως, πάσαν βάσανον και τιμωρίαν υπομείναντες, επί τριάκοντα ημέρας μαστιγούμενοι, στρεβλούμενοι, κατά γης συρόμενοι, λιθοβολούμενοι, εμπτυόμενοι και καταφρονούμενοι. Αλλά ταύτα ήσαν δι΄ εκείνους ως προγυμνάσματα των μετέπειτα μεγαλυτέρων βασάνων, τα οποία ακούσατε. Κατά την εικοστήν του παρόντος μηνός, καθίσας ο δικαστής εις το κριτήριον έφερε τους Αγίους τούτους Δέκα Μάρτυρας ενώπιόν του και βλέπων αυτούς αγρίως και φονικώς είπε· «Διατί η τοσαύτη σας αγνωσία, και ούτε με την πολυκαιρίαν, ούτε με τας νουθεσίας εμάθετε το συμφέρον σας; Όμως χωρίς να πολυλογώμεν και χωρίς βίαν, προσφέρατε την διατεταγμένην θυσίαν εις τους θεούς, ειδεμή εντός ολίγου θέλετε εννοήσει τι θέλει σας προξενήσει η απείθειά σας αυτή». Προς ταύτα οι Μάρτυρες απεκρίναντο· «Ημείς, ω άρχων, και με πολλά λόγια και με έργα, αλλά και με την πολυκαιρίαν εδείξαμεν την γνώμην μας, ότι ουδέποτε θέλομεν θυσιάσει εις τους θεούς σου και ότι κανέν πράγμα δεν θέλει δυνηθή ποτέ να μας καταπείση εις αυτό, ούτε θέλομεν δειλιάσει εις τας βασάνους σου, αλλά τόσον περισσότερον θέλομεν σε ευχαριστεί όσον πικρότερα μας βασανίσης». Ο άρχων είπεν· «Έως ότου θα είμαι εγώ και θα βλέπω καταφρονουμένην την δύναμιν των μεγάλων θεών από σας τους αναισχύντους, οίτινες ούτε τους θεούς φοβείσθε ούτε τους παρεστώτας εντρέπεσθε, πολλούς όντας τε και σοφούς, οι οποίοι προσκυνούσι και λατρεύουσι πρώτον μεν τον Δία, έπειτα την Ήραν και την Ρέαν και τους λοιπούς άπαντας, δεν θέλω σταματήσει από του να σας βασανίζω, έως ότου να σβέσω την αυθάδειάν σας, δια να φοβηθούν και άλλοι, αν τύχουν, ως και σεις απειθείς· διότι όσα επάθετε έως τώρα, ήσαν μόνον σκιαί κολάσεων». Προς ταύτα πάλιν οι Μάρτυρες είπον· «Ω άρχων, περί μεν του Διός και της Ήρας και της μητρός των της Ρέας μη μας λέγης τίποτε. Διότι ημείς από τους πρωτυτέρους μας γνωρίζομεν και το γένος του Διός και την τύχην και την πατρίδα· τον δε τάφον του, αν θέλης, να σου τον δείξωμεν, διότι και αυτός ο Ζεύς κρητικός ήτο και έγινε τύραννος εις τα χωρία· τόσον δε ήτο ασελγής, ώστε όχι μόνον με γυναίκας, αλλά και με άρρενας έκαμνε συχνά και ακαταπαύστως τας ασχημίας του, γόης και πανούργος ων· δια τούτο και τινές ομοιοπαθείς του, μιμούμενοι τας κακίας του (διότι το κακόν πολύ ευκόλως το μιμούνται), τον εκήρυξαν θεόν και του έκτισαν ναούς και θυσιάζουσι, δια να φαίνωνται ότι μιμούνται θεϊκά έργα και να μη εντρέπωνται». Ταύτα λέγοντος του θείου χορού εκείνου, εθυμώθη πολύ και ο ηγεμών και όλος ο λαός, και ώρμησαν να τους ξεσχίσουν με τας χείρας των· ο Δέκιος όμως τους ημπόδισε δια να τους δώση πικρότερον θάνατον. Ευθύς δε ήρχισε να βασανίζη τους Αγίους με διαφόρους και πολυτρόπους βασάνους, και άλλου μεν κρεμασθέντος εξέσχιζαν με σιδηρούς όνυχας τας σάρκας και έπιπτον εις την γην. Άλλου δε με ξύλα και λίθους οξείς συνέτριβον τα πλευρά ομού με τα οστά. Άλλων δε με βάρος μολύβδου, και άλλων άλλως τυπτομένων και μαστιγουμένων οδυνηρώς, υπέφερον ταύτα πάντα γενναίως οι μακάριοι και έχαιρον δια τας πληγάς, τας οποίας ελάμβανον. Βλέποντες οι παριστάμενοι την μεγάλην υπομονήν και ανδρείαν των Αγίων, οι μεν Χριστιανοί εστερεούντο εις την πίστιν και την ευσέβειαν περισσότερον, οι δε ασεβείς ειδωλολάτραι χαιρέκακοι και άσπλαγχνοι όντες εχαίροντο, διότι ετιμωρούντο οι Άγιοι, και παρεκίνουν τον κριτήν και τους δημίους εις περισσότερον θυμόν· εβόα δε και ο κήρυξ· «Λυπηθήτε την ζωήν σας, καταπεισθήτε εις τους εξουσιαστάς, θυσιάσατε εις τους θεούς». Οι Μάρτυρες όμως και εις τοσαύτα δεινά ευρισκόμενοι παρέμενον ακλόνητοι, και όλοι με μίαν φωνήν εβόησαν· «Χριστιανοί είμεθα, και Χριστού σφάγια, αν δε το εκάλει η ανάγκη και ήτο τούτο δυνατόν και μυρίας φοράς προθύμως αποθνήσκομεν δια την αγάπην του Χριστού μας». Ο δε πρόθυμος υπηρέτης του σατανά Δέκιος, βλέπων το ανίκητον και αμετάθετον της γνώμης των Μαρτύρων, προσέταξε να τους αποκεφαλίσουν. Έφεραν λοιπόν τους Μάρτυρας εις τόπον Αλώνιον λεγόμενον, πλησίον της πόλεως, φθάσαντες δε οι Άγιοι εφιλονίκουν ποίος να θανατωθή πρώτος, δια να λάβη και πρώτος τον στέφανον. Έπαυσε δε την φιλονικίαν ταύτην ο μακάριος Θεόδουλος, ειπών, ότι ο έσχατος είναι πρώτος και τιμιώτερος, εάν και δεν φοβηθή βλέπων τον θάνατον των προτέρων. Ο λόγος ούτος του Θεοδούλου ήρεσεν εις όλους τους Αγίους· όθεν εδόθησαν από κοινού εις προσευχήν, λέγοντες· «Ευλογητός Κύριος, ος ουκ έδωκας ημάς εις θήραν τοις οδούσιν αυτών» (Ψαλμ. ρκγ΄: 6), και τα επίλοιπα του Ψαλμού. Πηγαίνοντες δε οι μακάριοι εις τον τόπον της εκτελέσεως προσηύχοντο λέγοντες· «Σπλαγχνίσου, Κύριε, τους δούλους Σου και δέξαι το αίμα ημών, εις τιμήν και δόξαν του Αγίου Σου Ονόματος. Στερέωσον, Κύριε, τους ευσεβείς αδελφούς μας Χριστιανούς και εξάγαγε από του σκότους της αγνωσίας την επίγειον ταύτην πατρίδα ημών και οδήγησον πάντας τους εν ταύτη οικούντας και πάντας τους δούλους Σου εις Σε το αϊδιον φως, αιώνιε Βασιλεύ». Ούτως εκάστου προσευξαμένου έκοψαν οι δήμιοι τας ιεράς και καλλινίκους κεφαλάς αυτών. Αναχωρησάντων δε των δημίων, τινές από τους ευσεβείς, λαβόντες τα ιερά αυτών Λείψανα, τα ενεταφίασαν τιμίως. Μετά ταύτα, όταν η ευσέβεια επλήθυνε σχεδόν εις όλην την οικουμένην, ήλθεν από τα βασίλεια ο αγιώτατος Πατριάρχης Παύλος έχων εις την συνοδείαν του και άλλους εγκρίτους άνδρας και ήνοιξε τον τάφον των γίων, εύρε δε τα ιερά και άγια αυτών Λείψανα, ω της δυνάμεώς σου, Χριστέ Βασιλεύ! ως ζώντα ένδροσα και ανθηρά, και λαβών αυτά τα έφερεν εις την Βασιλίδα των πόλεων και τα ενεταφίασαν εκεί, ένθα ήσαν τεθαμμένα και τα ιερά και μαρτυρικά Λείψανα των Αγίων Νηπίων, ίνα ως κοινοί σωτήρες και άγρυπνοι φύλακες διαφυλάττωσιν ημάς από όλα τα λυπηρά. Αυτών ταις αγίαις πρεσβείαις τύχοιμεν και των αιωνίων αγαθών, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου