Θαδδαίος
ο εν Αγίοις Πατήρ ημών πρότερον μεν ήτο δούλος του Οσίου Πατρός ημών Θεοδώρου,
του λαβόντος δια βασιλικής εξουσίας το Μοναστήριον του Στουδίου και ποιήσαντος
αυτό Κοινόβιον, ύστερον δε ηλευθερώθη από της δουλείας και κουρεύσας τας τρίχας
της κεφαλής εν τη Μονή του Στουδίου, έγινε Μοναχός. Έκτοτε, μεταχειριζόμενος
πολιτείαν θεάρεστον, ηγαπήθη παρ΄ όλων, εσχόλαζεν εις νηστείας και αγρυπνίας
πολλάς, ήτο εγκρατής εις τας ομιλίας, είχε προσοχήν εις τους θείους λόγους,
μετεχειρίζετο χαμευνίαν, υπακοήν υπερβάλλουσαν και ακτημοσύνην μεγάλην, διότι
ουδέν έτερον ο τρισμακάριος εκέκτητο ειμή μόνον εκείνα τα ενδύματα τα οποία
εφόρει.
Επειδή δε τότε κατά θείαν παραχώρησιν εβασίλευσαν δυσσεβείς και εικονομ΄χοι βασιλείς, ήτοι Μιχαήλ ο Τραυλός εν έτει ωκ΄ (820) και ο τούτου υιός Θεόφιλος εν έτει ωκθ΄ (829), όλοι οι ευσεβείς Επίσκοποι και Ηγούμενοι των Μοναστηρίων, άλλοι μεν εφυλακίζοντο, άλλοι δε εξωρίζοντο, εις δε εξ αυτών ήτο και ο μέγας αγωνιστής Θεόδωρος, ο τούτου του Οσίου Θαδδαίου αυθέντης και Ηγούμενος. Μετέβη δε ποτε μετά του Αγίου Θεοδώρου και ο Όσιος ούτος εις τα ανάκτορα, και υπό θείου ζήλου φλεχθείς ήλεγξε τον δυσσεβή βασιλέα ενώπιον των αρχόντων της συγκλήτου. Τότε ο βασιλεύς προσέταξε να φέρουν την αγίαν Εικόνα του Σωτήρος και να την θέσουν κατά γης, ο δε Όσιος, αφού δεθή σφιγκτά υπό ρωμαλέων ανδρών, να τεθή επί της αγίας Εικόνος και να κρατήται επ’ αυτής εν ακινησία, εις τρόπον ώστε και χωρίς την θέλησίν του να πατή επάνω εις αυτήν. Τούτου γενομένου, είπεν ο τύραννος προς τον Όσιον· «Βλέπε, ότι κατεπάτησας την Εικόνα του Χριστού σου· λοιπόν συγκατάνευσον εις τους λόγους μας». Τότε ο εν αληθεία πεφωτισμένος την ψυχήν απεκρίθη προς αυτόν· «Εγώ, δυσσεβέστατε και πάσης ακαθαρσίας πεπληρωμένε τύραννε, δεν έπραξα τούτο οικεία βουλήσει, μη γένοιτο! αλλά σύ έκαμες το σχέδιον της ιδικής σου πανουργίας και αδίκου κρίσεως. Προσκυνώ δε εγώ την αγίαν Εικόνα του Χριστού και Θεού μου και κατασπάζομαι αυτήν, προτιμών να αποθάνω δι’ αυτήν προθύμως». Οι λόγοι ούτοι κατήσχυσαν πολύ τον αλιτήριον τύραννον και μάλιστα διότι υβρίσθη υφ’ ενός αγροίκου και Σκύθου κατά το γένος· όθεν προστάσσει να ριφθή ο Όσιος κατά γης έμπροσθέν του και να δέρηται ασπλάγχνως. Τόσον δε πολύ έδειραν τον αοίδιμον με χονδράς ράβδους, ώστε όλοι ενόμισαν ότι απέθανε, διο και έσυραν αυτόν έξω. Έπειτα δέσαντες αυτόν εκ των ποδών, τον έσυραν ως θνησιμαίον και ακάθαρτον δι’ όλης της αγοράς και έρριψαν αυτόν πλησίον εις το τείχος της πόλεως· ελθόντες δε εις πηγήν τινα επλύθησαν, ως ακάθαρτον εγγίσαντες. Ο δε μακάριος Θαδδαίος πάντα τα ανωτέρω ανδρείως και ευχαρίστως υπομείνας, έζησε τρεις ημέρας και μετά ταύτα απήλθε προς Κύριον.
Επειδή δε τότε κατά θείαν παραχώρησιν εβασίλευσαν δυσσεβείς και εικονομ΄χοι βασιλείς, ήτοι Μιχαήλ ο Τραυλός εν έτει ωκ΄ (820) και ο τούτου υιός Θεόφιλος εν έτει ωκθ΄ (829), όλοι οι ευσεβείς Επίσκοποι και Ηγούμενοι των Μοναστηρίων, άλλοι μεν εφυλακίζοντο, άλλοι δε εξωρίζοντο, εις δε εξ αυτών ήτο και ο μέγας αγωνιστής Θεόδωρος, ο τούτου του Οσίου Θαδδαίου αυθέντης και Ηγούμενος. Μετέβη δε ποτε μετά του Αγίου Θεοδώρου και ο Όσιος ούτος εις τα ανάκτορα, και υπό θείου ζήλου φλεχθείς ήλεγξε τον δυσσεβή βασιλέα ενώπιον των αρχόντων της συγκλήτου. Τότε ο βασιλεύς προσέταξε να φέρουν την αγίαν Εικόνα του Σωτήρος και να την θέσουν κατά γης, ο δε Όσιος, αφού δεθή σφιγκτά υπό ρωμαλέων ανδρών, να τεθή επί της αγίας Εικόνος και να κρατήται επ’ αυτής εν ακινησία, εις τρόπον ώστε και χωρίς την θέλησίν του να πατή επάνω εις αυτήν. Τούτου γενομένου, είπεν ο τύραννος προς τον Όσιον· «Βλέπε, ότι κατεπάτησας την Εικόνα του Χριστού σου· λοιπόν συγκατάνευσον εις τους λόγους μας». Τότε ο εν αληθεία πεφωτισμένος την ψυχήν απεκρίθη προς αυτόν· «Εγώ, δυσσεβέστατε και πάσης ακαθαρσίας πεπληρωμένε τύραννε, δεν έπραξα τούτο οικεία βουλήσει, μη γένοιτο! αλλά σύ έκαμες το σχέδιον της ιδικής σου πανουργίας και αδίκου κρίσεως. Προσκυνώ δε εγώ την αγίαν Εικόνα του Χριστού και Θεού μου και κατασπάζομαι αυτήν, προτιμών να αποθάνω δι’ αυτήν προθύμως». Οι λόγοι ούτοι κατήσχυσαν πολύ τον αλιτήριον τύραννον και μάλιστα διότι υβρίσθη υφ’ ενός αγροίκου και Σκύθου κατά το γένος· όθεν προστάσσει να ριφθή ο Όσιος κατά γης έμπροσθέν του και να δέρηται ασπλάγχνως. Τόσον δε πολύ έδειραν τον αοίδιμον με χονδράς ράβδους, ώστε όλοι ενόμισαν ότι απέθανε, διο και έσυραν αυτόν έξω. Έπειτα δέσαντες αυτόν εκ των ποδών, τον έσυραν ως θνησιμαίον και ακάθαρτον δι’ όλης της αγοράς και έρριψαν αυτόν πλησίον εις το τείχος της πόλεως· ελθόντες δε εις πηγήν τινα επλύθησαν, ως ακάθαρτον εγγίσαντες. Ο δε μακάριος Θαδδαίος πάντα τα ανωτέρω ανδρείως και ευχαρίστως υπομείνας, έζησε τρεις ημέρας και μετά ταύτα απήλθε προς Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου