ΜΥΡΟΠΗ η Αγία Μάρτυς εγεννήθη εν τη πόλει της Εφέσου,
επειδή δε ο πατήρ αυτής απέθανεν, ανετράφη υπό μόνης της μητρός της. Αφού δε ανεγεννήθη
δια του αγίου Βαπτίσματος, έμεινε παρά τον τάφον της Αγίας Ερμιόνης, η οποία
ήτο μία από τας τέσσαρας θυγατέρας Φιλίππου του Αποστόλου, τας παρθένους και
προφητευούσας, ως γράφουσιν αι Πράξεις των Αποστόλων (κεφ. κα΄ 8). Εκεί δε
μένουσα η Αγία, εδέχετο το μύρον, το οποίον παραδόξως έρρεεν εκ του τάφου της
Αγίας Ερμιόνης και το διένεμε πλουσιοπαρόχως εις πάντας τους προσερχομένους·
όθεν δια τούτο ωνομάσθη Μυρόπη.
Όταν δε εβασίλευσεν ο Δέκιος εν έτει σν΄ (250) και εκίνησε διωγμόν κατά των Χριστιανών, τότε η μήτηρ αυτής, λαβούσα την Μυρόπην, επήγεν εις την νήσον Χίον, έχουσα εκεί πατρικήν κληρονομίαν και κτήματα, επειδή κατήγετο εκ της νήσου Χίου· όθεν έμενον ομού και αι δύο εις τον οίκον αυτών, προσευχόμεναι κατ΄ ιδίαν εις τον Θεόν. Επειδή δε ποτε έφθασεν εις την Χίον βασιλικός τις άρχων, Νουμέριος ονόματι, δια τούτο συνελήφθη ως Χριστιανός ο μακάριος Ισίδωρος, όστις ήτο από το στρατιωτικόν τάγμα, το οποίον εξουσιάζετο υπό του άρχοντος, άνθρωπος γέρων και ευλαβής και θαυμάσιος. Τούτον λοιπόν επειράτο ο άρχων να χωρίση από την πίστιν του Χριστού. Επειδή δε ο του Χριστού αθλητής δεν επείθετο, εβασάνισεν αυτόν πρότερον με διάφορα παιδευτήρια, έπειτα απέκοψε την αγίαν αυτού κεφαλήν και έρριψε το τίμιον αυτού λείψανον εντός φάραγγος, δια να το φάγωσι τα θηρία και όρνεα· διώρισε δε και φύλακας να παραμένωσι πλησίον του λειψάνου, ίνα μη κλέψωσιν αυτό οι Χριστιανοί. Τότε η Αγία Μυρόπη ετρώθη την ψυχήν από θεϊκόν ζήλον και πορευθείσα δια νυκτός μετά των υπηρετριών αυτής έκλεψε το άγιον λείψανον και αλείψασα εντίμως δια μύρων, ενεταφίασε τούτο εις επίσημον τόπον. Μαθών δε ο άρχων την του λειψάνου κλοπήν, έδεσε τους φύλακας με δεσμά σιδηρά και προσέταξεν αυτούς να περιέρχωνται όλην την πόλιν και να ερευνώσι δια το άγιον λείψανον, ειπών τελευταίον και τούτο εις αυτούς, ότι εάν δεν εύρωσι το εξαφανισθέν λείψανον εντός ορισμένης προθεσμίας, θέλει τιμωρήσει αυτούς δια κεφαλικής ποινής. Τότε η Αγία Μυρόπη, βλέπουσα καθ΄ εκάστην τους δυστυχείς στρατιώτας κακοπαθούντας με δεινά ανυπόφορα, τόσον από τας σιδηράς και βαρείας αλύσεις, δια των οποίων εδεσμεύοντο, όσον και από την ενθύμησιν της θανατικής ποινής, η οποία τους ανέμενεν, επόνεσεν η καρδία της και έλεγε καθ΄ εαυτής ομιλούσα· «Εάν οι στρατιώται ούτοι κακοπαθώσι δια την ιδικήν μου κλοπήν, βεβαίως είναι επόμενον ότι θα μολυνθή η ψυχή μου δια την αμαρτίαν αυτήν και ακολούθως ουαί και αλλοίμονον τι θέλει γίνει εις εμέ, όταν θα κρίνωμαι επί του φοβερού βήματος του Θεού». Ευθύς τότε επήγε προς τους στρατιώτας και λέγει προς αυτούς· «Ω φίλοι, το λείψανον, το οποίον απωλέσατε, εγώ το έλαβοβ, όταν υμείς εκοιμάσθε». Συλλαβόντες τότε αυτήν οι στρατιώται την παρέστησαν εις τον άρχοντα, λέγοντες· «Αύτη, αυθέντα ημών, είναι η κλέψασα τον κακοθάνατον εκείνον γέροντα». Ο δε άρχων λέγει προς την Αγίαν· «Είναι αληθή αυτά, τα οποία λέγουσιν ούτοι δια σε»; Η δε Αγία απεκρίθη· «Ναι, αληθή είναι». Λέγει ο άρχων· «Και πως ετόλμησας να κάμης τούτο, επικατάρατον γύναιον»; Η Μάρτυς απεκρίθη· «Διότι καταφρόνησα και εθεώρησα ως μυσαράν την ιδικήν σου κακοφροσύνην και αθεότητα». Οι λόγοι αυτοί ουχί ολίγον παρώργισαν τον φοβερόν εκείνον και υπερήφανον άρχοντα· όθεν ευθύς προστάσσει να δείρωσιν ασπλάγχνως την Αγίαν με χονδράς ράβδους. Αφού δε εποίησαν τούτο οι στρατιώται, έλαβον κατόπιν την Μάρτυρα ημιθανή και την έκλεισαν εις την φυλακήν. Κατά το μεσονύκτιον, ευχομένης της Αγίας, φως μέγα έλαμψε πέριξ όλης της φυλακής και ενεφανίσθη χορός Αγίων Αγγέλων, οι οποίοι έψαλλον τον Τρισάγιον Ύμνον, εις το μέσον δε αυτών ίστατο και ο Άγιος Μάρτυς Ισίδωρος, όστις ατενίζων την Μυρόπην, είπε προς αυτήν· «Ειρήνη σοι, έφθασεν η δέησίς σου εις τον Θεόν και ιδού έρχεσαι μεθ΄ ημών ίνα λάβης τον ητοιμασμένον σοι στέφανον». Ευθύς μετά τον λόγον τούτον παρέδωκεν η Αγία το πνεύμα της εις τον Θεόν και επληρώθη όλη η φυλακή από ευωδίαν, τόσον ώστε και αυτοί οι ίδιοι φύλακες εξεπλάγησαν και έγιναν σχεδόν εκστατικοί. Ταύτα διηγήθη εις στρατιώτης, όστις ηγρύπνει και εφύλαττε την Αγίαν και ο οποίος είδε δια των ιδίων του οφθαλμών και ήκουσε δια των ιδίων του ώτων άπαντα· όθεν προσελθών εις την του Χριστού πίστιν εβαπτίσθη και τον Χριστόν ομολογήσας, έλαβε και αυτός του Μαρτυρίου τον στέφανον. Το δε τίμιον λείψανον της Αγίας Μάρτυρος Μυρόπης λαβόντες οι Χριστιανοί, κατόπιν αδείας του άρχοντος, ενεταφίασαν αυτό εις επίσημον τόπον.
Όταν δε εβασίλευσεν ο Δέκιος εν έτει σν΄ (250) και εκίνησε διωγμόν κατά των Χριστιανών, τότε η μήτηρ αυτής, λαβούσα την Μυρόπην, επήγεν εις την νήσον Χίον, έχουσα εκεί πατρικήν κληρονομίαν και κτήματα, επειδή κατήγετο εκ της νήσου Χίου· όθεν έμενον ομού και αι δύο εις τον οίκον αυτών, προσευχόμεναι κατ΄ ιδίαν εις τον Θεόν. Επειδή δε ποτε έφθασεν εις την Χίον βασιλικός τις άρχων, Νουμέριος ονόματι, δια τούτο συνελήφθη ως Χριστιανός ο μακάριος Ισίδωρος, όστις ήτο από το στρατιωτικόν τάγμα, το οποίον εξουσιάζετο υπό του άρχοντος, άνθρωπος γέρων και ευλαβής και θαυμάσιος. Τούτον λοιπόν επειράτο ο άρχων να χωρίση από την πίστιν του Χριστού. Επειδή δε ο του Χριστού αθλητής δεν επείθετο, εβασάνισεν αυτόν πρότερον με διάφορα παιδευτήρια, έπειτα απέκοψε την αγίαν αυτού κεφαλήν και έρριψε το τίμιον αυτού λείψανον εντός φάραγγος, δια να το φάγωσι τα θηρία και όρνεα· διώρισε δε και φύλακας να παραμένωσι πλησίον του λειψάνου, ίνα μη κλέψωσιν αυτό οι Χριστιανοί. Τότε η Αγία Μυρόπη ετρώθη την ψυχήν από θεϊκόν ζήλον και πορευθείσα δια νυκτός μετά των υπηρετριών αυτής έκλεψε το άγιον λείψανον και αλείψασα εντίμως δια μύρων, ενεταφίασε τούτο εις επίσημον τόπον. Μαθών δε ο άρχων την του λειψάνου κλοπήν, έδεσε τους φύλακας με δεσμά σιδηρά και προσέταξεν αυτούς να περιέρχωνται όλην την πόλιν και να ερευνώσι δια το άγιον λείψανον, ειπών τελευταίον και τούτο εις αυτούς, ότι εάν δεν εύρωσι το εξαφανισθέν λείψανον εντός ορισμένης προθεσμίας, θέλει τιμωρήσει αυτούς δια κεφαλικής ποινής. Τότε η Αγία Μυρόπη, βλέπουσα καθ΄ εκάστην τους δυστυχείς στρατιώτας κακοπαθούντας με δεινά ανυπόφορα, τόσον από τας σιδηράς και βαρείας αλύσεις, δια των οποίων εδεσμεύοντο, όσον και από την ενθύμησιν της θανατικής ποινής, η οποία τους ανέμενεν, επόνεσεν η καρδία της και έλεγε καθ΄ εαυτής ομιλούσα· «Εάν οι στρατιώται ούτοι κακοπαθώσι δια την ιδικήν μου κλοπήν, βεβαίως είναι επόμενον ότι θα μολυνθή η ψυχή μου δια την αμαρτίαν αυτήν και ακολούθως ουαί και αλλοίμονον τι θέλει γίνει εις εμέ, όταν θα κρίνωμαι επί του φοβερού βήματος του Θεού». Ευθύς τότε επήγε προς τους στρατιώτας και λέγει προς αυτούς· «Ω φίλοι, το λείψανον, το οποίον απωλέσατε, εγώ το έλαβοβ, όταν υμείς εκοιμάσθε». Συλλαβόντες τότε αυτήν οι στρατιώται την παρέστησαν εις τον άρχοντα, λέγοντες· «Αύτη, αυθέντα ημών, είναι η κλέψασα τον κακοθάνατον εκείνον γέροντα». Ο δε άρχων λέγει προς την Αγίαν· «Είναι αληθή αυτά, τα οποία λέγουσιν ούτοι δια σε»; Η δε Αγία απεκρίθη· «Ναι, αληθή είναι». Λέγει ο άρχων· «Και πως ετόλμησας να κάμης τούτο, επικατάρατον γύναιον»; Η Μάρτυς απεκρίθη· «Διότι καταφρόνησα και εθεώρησα ως μυσαράν την ιδικήν σου κακοφροσύνην και αθεότητα». Οι λόγοι αυτοί ουχί ολίγον παρώργισαν τον φοβερόν εκείνον και υπερήφανον άρχοντα· όθεν ευθύς προστάσσει να δείρωσιν ασπλάγχνως την Αγίαν με χονδράς ράβδους. Αφού δε εποίησαν τούτο οι στρατιώται, έλαβον κατόπιν την Μάρτυρα ημιθανή και την έκλεισαν εις την φυλακήν. Κατά το μεσονύκτιον, ευχομένης της Αγίας, φως μέγα έλαμψε πέριξ όλης της φυλακής και ενεφανίσθη χορός Αγίων Αγγέλων, οι οποίοι έψαλλον τον Τρισάγιον Ύμνον, εις το μέσον δε αυτών ίστατο και ο Άγιος Μάρτυς Ισίδωρος, όστις ατενίζων την Μυρόπην, είπε προς αυτήν· «Ειρήνη σοι, έφθασεν η δέησίς σου εις τον Θεόν και ιδού έρχεσαι μεθ΄ ημών ίνα λάβης τον ητοιμασμένον σοι στέφανον». Ευθύς μετά τον λόγον τούτον παρέδωκεν η Αγία το πνεύμα της εις τον Θεόν και επληρώθη όλη η φυλακή από ευωδίαν, τόσον ώστε και αυτοί οι ίδιοι φύλακες εξεπλάγησαν και έγιναν σχεδόν εκστατικοί. Ταύτα διηγήθη εις στρατιώτης, όστις ηγρύπνει και εφύλαττε την Αγίαν και ο οποίος είδε δια των ιδίων του οφθαλμών και ήκουσε δια των ιδίων του ώτων άπαντα· όθεν προσελθών εις την του Χριστού πίστιν εβαπτίσθη και τον Χριστόν ομολογήσας, έλαβε και αυτός του Μαρτυρίου τον στέφανον. Το δε τίμιον λείψανον της Αγίας Μάρτυρος Μυρόπης λαβόντες οι Χριστιανοί, κατόπιν αδείας του άρχοντος, ενεταφίασαν αυτό εις επίσημον τόπον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου