Φιλεταίρος ο Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως
Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284 – 305). Τότε
ελθόντος του βασιλέως εις Νικομήδειαν, ειδωλολάτραι τινές επρόδωσαν εις αυτόν
τον Άγιον. Ο δε βασιλεύς έστειλεν ευθύς και τον έφεραν έμπροσθεν εις το
βασιλικόν του κριτήριον, και βλέπων αυτόν εξεπλάγη εκ μόνης της θεωρίας του,
διότι ήτο ο Φιλεταίρος μεγαλόσωμος και ωραίος, αι δε τρίχες της κεφαλής και των
γενείων του ήσαν λαμπραί και στίλβουσαι σχεδόν υπέρ τον χρυσόν· όθεν ως εκ του
θαυμασμού του θεόν αυτόν ωνόμασεν ο Διοκλητιανός και όχι άνθρωπον. Είπε δε προς
αυτόν·
«Λέγε εις ημάς, πόθεν είσαι, πως ονομάζεσαι και ποίον το έργον σου»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Ταύτης της πόλεως Νικομηδείας είμαι γέννημα και θρέμμα, υιός επάρχου και Χριστιανός κατά το θρήσκευμα, ονομάζομαι δε Φιλεταίρος». Τότε ο βασιλεύς ονομαστί καλέσας τον Άγιον εκολάκευσεν αυτόν, ζητών να τον χωρίση από της του Χριστού πίστεως· ήρχισε δε και να εκστομίζη λόγους βλασφήμους εναντίον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ο Άγιος, ταύτα ακούσας, ευθύς ύψωσε τους οφθαλμούς του εις τον ουρανόν και λέγει· «Ας εμφραγή το στόμα εκείνο, το οποίον λαλεί βλασφημίας εναντίον του Χριστού μου». Και ω του θαύματος! ευθύς με τον λόγον του έγινε τόσον φοβερά βροντή και σεισμός, ώστε ο βασιλεύς κατετρόμαξε μεθ’ όλων των μετ’ αυτού. Όθεν κατά προσταγήν του τυράννου ανήφθη σφοδρώς μία κάμινος και ερρίφθη εις αυτήν ο του Χριστού Αθλητής· προσευχηθείς δε εκεί, διεσκόρπισε το πυρ της καμίνου και παντελώς το απέσβεσεν, εξελθών εκείθεν αβλαβής. Τούτο το θαύμα βλέπων ο βασιλεύς ηυλαβήθη τον ΄γιον, ως επίσης και δια το κάλλος του και δια το λαμπρόν γένος του, μάλλον όμως δια τα ανωτέρω θαύματα· όθεν απέλυσεν αυτόν να ζη όπου θέλει και βούλεται. Όταν δε μετά τον Διοκλητιανόν εβασίλευσεν ο γαμβρός του Μαξιμιανός (305 – 311) διεβλήθη ο Άγιος προς αυτόν, και παρασταθείς έμπροσθέν του ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και Ποιητήν του παντός. Όθεν πρώτον μεν εδάρη με ράβδους τόσον πολύ, ώστε οι δέροντες αυτόν στρατιώται ητόνησαν και έπεσον κατά γης ως ημιθανείς· ο δε Μάρτυς της αληθείας, υπό του Χριστού δυναμούμενος, τοσούτον κρατερώς ίστατο, εις τρόπον ώστε εφαίνετο ότι πάσχει ξένον σώμα και όχι το ιδικόν του. Έπειτα κρεμασθείς καταξεσχίζεται τοσούτον, ώστε οι καταξεσχίζοντες αυτόν δήμιοι απέκαμον και έπεσαν κατά γης. Μετά ταύτα δίδεται εις τα θηρία, ίνα τον καταφάγωσι· τα δε θηρία, ω του θαύματος! εκυλίοντο εις τους πόδας του ως ήμερα πρόβατα. Είτα φέρεται εις τον ναόν ίνα προσκυνήση τα είδωλα, αυτός δε δια προσευχής του συνέτριψεν αυτά. Τελευταίον απεφάσισεν ο βασιλεύς να αποκόψωσι την κεφαλήν του και εύθυς εξηράνθη η χειρ του δημίου, όστις έμελλε να τον αποκεφαλίση· λαβών δε άλλος δήμιος το ξίφος και υψώσας αυτό ίνα κτυπήση, τα όμοια έπαθε και εκείνος. Όθεν ο Άγιος ερρίφθη εν τη φυλακή και εκείθεν πάλιν εφέρθη εις εξέτασιν. Επειδή δε έδειξε σαφώς ότι δια της δοκιμασίας των βασάνων ουδέποτε ήθελεν αρνηθή τον Χριστόν, τούτου ένεκα εδέθη με σίδηρα και εξωρίσθη εις την Προκόννησον, τον νυν λεγόμενον Μαρμαράν. Περιφερόμενος δε με τα δεσμά, ετέλει καθ’ οδόν πάμπολλα θαύματα, δαίμονας διώκων, λεπρούς καθαρίζων, πάσαν ασθένειαν ιατρεύων, τα είδωλα με μόνον τον λόγον κατακρημνίζων και εις χώμα και νερόν μεταβάλλων αυτά. Φερόμενος δε εις την Νίκαιαν δέσμιος, μόλις ήγγισεν εις τινα περιβόητον ναόν των ειδώλων, έπεσαν όλα τα είδωλα κατά γης και συνετρίβησαν· όθεν δια των τοιούτων θαυμάτων πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν, μεταξύ των οποίων και ο κόμης της πόλεως και οι εξ στρατιώται του. Αφιχθείς δε ο Άγιος εις τα μέρη της Σιγριανής, ήτις κείται εις την Μηδείαν, πολλά και εκεί εποίησε θαύματα. Οι δε εκεί ευρισκόμενοι διεμήνυσαν εις τον Άγιον, ότι εκεί πλησίον υπάρχει Χριστιανός τις, Ευβίοτος ονομαζόμενος, ο οποίος υπέφερε μεν διαφόρους βασάνους και τιμωρίας από τον άρχοντα δια την πίστιν του Χριστού, διεφυλάχθη όμως αβλαβής και ανίκητος ως αδάμας και εποίησεν εξαίσια θαύματα εις δόξαν Θεού. Ταύτα ως ήκουσεν ο μακάριος Φιλεταίρος ηθέλησε να ίδη τον Ευβίοτον. Όθεν Άγγελος Κυρίου παρίστατο εις τον Ευβίοτον και λέγει προς αυτόν· «Έξελθε ολίγον του κελλίου σου και ύπαγε εις τον δείνα τόπον, ίνα απαντήσης τον Άγιον Φιλεταίρον τον συμμάρτυρά σου». Και ο μεν Ευβίοτος εξήλθε του κελλίου του και κατέβαινεν εκ του όρους της Σιγριανής· ο δε Άγιος Φιλεταίρος οδηγηθείς υπό τινος εγχωρίου εις την οδόν την άγουσαν εις το κελλίον του Αγίου Ευβιότου, ανέβαινεν εις το όρος αυτό της Σιγριανής ομού με τον πιστεύσαντα κόμητα και τους εξ στρατιώτας του. Αφ’ ου δε ανέβησαν ολίγον, βλέπουσι τον μακάριον Ευβίοτον κατερχόμενον προς αυτούς· όθεν ανταλλάξαντες φιλοφρονητικάς εκφράσεις και χαράς πολλής εμπλησθέντες ανέβησαν όλοι ομού εις το κελλίον του Αγίου Ευβιότου. Εκεί δε διατριψάντων ημέρας επτά, εκοιμήθη ο μακάριος Φιλεταίρος τον γλυκύν ύπνον ον επόθει και προς τον ποθούμενον μετέστη Χριστόν, παραθείς την αγίαν του ψυχήν εις τας χείρας Αυτού· όθεν ενεταφίασαν αυτόν ο Άγιος Ευβίοτος εις το κελλίον του. Ομοίως ο κόμης και οι συν αυτώ εξ στρατιώται εκοιμήθησαν και αυτοί μετά ένδεκα ημέρας από της εκείσε αφίξεώς των, και τα μεν σώματα αυτών ενεταφιάσθησαν πλησίον του τάφου του Αγίου Φιλεταίρου, αι δε μακάριαι αυτών ψυχαί εις ουρανούς συναγάλλονται μετά πάντων των Αγίων.
«Λέγε εις ημάς, πόθεν είσαι, πως ονομάζεσαι και ποίον το έργον σου»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Ταύτης της πόλεως Νικομηδείας είμαι γέννημα και θρέμμα, υιός επάρχου και Χριστιανός κατά το θρήσκευμα, ονομάζομαι δε Φιλεταίρος». Τότε ο βασιλεύς ονομαστί καλέσας τον Άγιον εκολάκευσεν αυτόν, ζητών να τον χωρίση από της του Χριστού πίστεως· ήρχισε δε και να εκστομίζη λόγους βλασφήμους εναντίον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ο Άγιος, ταύτα ακούσας, ευθύς ύψωσε τους οφθαλμούς του εις τον ουρανόν και λέγει· «Ας εμφραγή το στόμα εκείνο, το οποίον λαλεί βλασφημίας εναντίον του Χριστού μου». Και ω του θαύματος! ευθύς με τον λόγον του έγινε τόσον φοβερά βροντή και σεισμός, ώστε ο βασιλεύς κατετρόμαξε μεθ’ όλων των μετ’ αυτού. Όθεν κατά προσταγήν του τυράννου ανήφθη σφοδρώς μία κάμινος και ερρίφθη εις αυτήν ο του Χριστού Αθλητής· προσευχηθείς δε εκεί, διεσκόρπισε το πυρ της καμίνου και παντελώς το απέσβεσεν, εξελθών εκείθεν αβλαβής. Τούτο το θαύμα βλέπων ο βασιλεύς ηυλαβήθη τον ΄γιον, ως επίσης και δια το κάλλος του και δια το λαμπρόν γένος του, μάλλον όμως δια τα ανωτέρω θαύματα· όθεν απέλυσεν αυτόν να ζη όπου θέλει και βούλεται. Όταν δε μετά τον Διοκλητιανόν εβασίλευσεν ο γαμβρός του Μαξιμιανός (305 – 311) διεβλήθη ο Άγιος προς αυτόν, και παρασταθείς έμπροσθέν του ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και Ποιητήν του παντός. Όθεν πρώτον μεν εδάρη με ράβδους τόσον πολύ, ώστε οι δέροντες αυτόν στρατιώται ητόνησαν και έπεσον κατά γης ως ημιθανείς· ο δε Μάρτυς της αληθείας, υπό του Χριστού δυναμούμενος, τοσούτον κρατερώς ίστατο, εις τρόπον ώστε εφαίνετο ότι πάσχει ξένον σώμα και όχι το ιδικόν του. Έπειτα κρεμασθείς καταξεσχίζεται τοσούτον, ώστε οι καταξεσχίζοντες αυτόν δήμιοι απέκαμον και έπεσαν κατά γης. Μετά ταύτα δίδεται εις τα θηρία, ίνα τον καταφάγωσι· τα δε θηρία, ω του θαύματος! εκυλίοντο εις τους πόδας του ως ήμερα πρόβατα. Είτα φέρεται εις τον ναόν ίνα προσκυνήση τα είδωλα, αυτός δε δια προσευχής του συνέτριψεν αυτά. Τελευταίον απεφάσισεν ο βασιλεύς να αποκόψωσι την κεφαλήν του και εύθυς εξηράνθη η χειρ του δημίου, όστις έμελλε να τον αποκεφαλίση· λαβών δε άλλος δήμιος το ξίφος και υψώσας αυτό ίνα κτυπήση, τα όμοια έπαθε και εκείνος. Όθεν ο Άγιος ερρίφθη εν τη φυλακή και εκείθεν πάλιν εφέρθη εις εξέτασιν. Επειδή δε έδειξε σαφώς ότι δια της δοκιμασίας των βασάνων ουδέποτε ήθελεν αρνηθή τον Χριστόν, τούτου ένεκα εδέθη με σίδηρα και εξωρίσθη εις την Προκόννησον, τον νυν λεγόμενον Μαρμαράν. Περιφερόμενος δε με τα δεσμά, ετέλει καθ’ οδόν πάμπολλα θαύματα, δαίμονας διώκων, λεπρούς καθαρίζων, πάσαν ασθένειαν ιατρεύων, τα είδωλα με μόνον τον λόγον κατακρημνίζων και εις χώμα και νερόν μεταβάλλων αυτά. Φερόμενος δε εις την Νίκαιαν δέσμιος, μόλις ήγγισεν εις τινα περιβόητον ναόν των ειδώλων, έπεσαν όλα τα είδωλα κατά γης και συνετρίβησαν· όθεν δια των τοιούτων θαυμάτων πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν, μεταξύ των οποίων και ο κόμης της πόλεως και οι εξ στρατιώται του. Αφιχθείς δε ο Άγιος εις τα μέρη της Σιγριανής, ήτις κείται εις την Μηδείαν, πολλά και εκεί εποίησε θαύματα. Οι δε εκεί ευρισκόμενοι διεμήνυσαν εις τον Άγιον, ότι εκεί πλησίον υπάρχει Χριστιανός τις, Ευβίοτος ονομαζόμενος, ο οποίος υπέφερε μεν διαφόρους βασάνους και τιμωρίας από τον άρχοντα δια την πίστιν του Χριστού, διεφυλάχθη όμως αβλαβής και ανίκητος ως αδάμας και εποίησεν εξαίσια θαύματα εις δόξαν Θεού. Ταύτα ως ήκουσεν ο μακάριος Φιλεταίρος ηθέλησε να ίδη τον Ευβίοτον. Όθεν Άγγελος Κυρίου παρίστατο εις τον Ευβίοτον και λέγει προς αυτόν· «Έξελθε ολίγον του κελλίου σου και ύπαγε εις τον δείνα τόπον, ίνα απαντήσης τον Άγιον Φιλεταίρον τον συμμάρτυρά σου». Και ο μεν Ευβίοτος εξήλθε του κελλίου του και κατέβαινεν εκ του όρους της Σιγριανής· ο δε Άγιος Φιλεταίρος οδηγηθείς υπό τινος εγχωρίου εις την οδόν την άγουσαν εις το κελλίον του Αγίου Ευβιότου, ανέβαινεν εις το όρος αυτό της Σιγριανής ομού με τον πιστεύσαντα κόμητα και τους εξ στρατιώτας του. Αφ’ ου δε ανέβησαν ολίγον, βλέπουσι τον μακάριον Ευβίοτον κατερχόμενον προς αυτούς· όθεν ανταλλάξαντες φιλοφρονητικάς εκφράσεις και χαράς πολλής εμπλησθέντες ανέβησαν όλοι ομού εις το κελλίον του Αγίου Ευβιότου. Εκεί δε διατριψάντων ημέρας επτά, εκοιμήθη ο μακάριος Φιλεταίρος τον γλυκύν ύπνον ον επόθει και προς τον ποθούμενον μετέστη Χριστόν, παραθείς την αγίαν του ψυχήν εις τας χείρας Αυτού· όθεν ενεταφίασαν αυτόν ο Άγιος Ευβίοτος εις το κελλίον του. Ομοίως ο κόμης και οι συν αυτώ εξ στρατιώται εκοιμήθησαν και αυτοί μετά ένδεκα ημέρας από της εκείσε αφίξεώς των, και τα μεν σώματα αυτών ενεταφιάσθησαν πλησίον του τάφου του Αγίου Φιλεταίρου, αι δε μακάριαι αυτών ψυχαί εις ουρανούς συναγάλλονται μετά πάντων των Αγίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου