Δαμασκηνού Μοναχού, του Υποδιακόνου και Στουδίτου
Αι εορταί της Εκκλησίας μας, ευλογημένοι Χριστιανοί, ομοιάζουν ωσάν
μεγάλον και υπέρλαμπρον κήπον, εις τον οποίον υπάρχουν όλα τα άνθη· εντός δε
του κήπου αυτού κάθηται Βασιλεύς λαμπροφόρος, όστις προσκαλεί πάντας τους
ανθρώπους και συνομιλεί μετ΄ αυτών· όσοι δε εισέλθουν εις αυτόν, έχουν μεν χαράν,
διότι ωσφράνθησαν τα ωραία εκείνα άνθη, αλλά περισσότερον χαίρονται, διότι
επλησίασαν τον Βασιλέα και συνωμίλησαν μετ΄ αυτού· ούτως είναι και αι εορταί
και αι μνήμαι των Αγίων. Κήπος είναι η Εκκλησία μας η Αγία και θεοτίμητος· άνθη
είναι αι πανηγύρεις των Αγίων όλων, είτε Μαρτύρων είπης, είτε Ιεραρχών, είτε
Αποστόλων, είτε Προφητών, είτε άλλου τινός.
Βασιλεύς δε μέγας ο Κύριος ημών
Ιησούς Χριστός είναι, ο λαμπρός, ο καθαρός, ο Σωτήρ του κόσμου, ο ιατρός των
ανθρώπων, ο ζωοδότης των κτισμάτων όλων. Εις όλας λοιπόν τας εορτάς των Αγίων
χαίρομεν και ευφραινόμεθα οι ευσεβείς Χριστιανοί, καθώς το λέγει και ο σοφός
Σολομών· «Εγκωμιαζομένων δικαίων, ευφρανθήσονται λαοί» (Παρ. κθ: 2). Αλλά εις
τας Δεσποτικάς εορτάς περισσότερον χαίρομεν, διότι βασιλική πανήγυρις είναι και
η τιμή Βασιλέως γίνεται· διότι των δούλων αι τιμαί ολιγώτερον έχουν τον έπαινον
και τα εγκώμια και τας πανηγύρεις· του βασιλέως δε η τιμή και η δόξα πρέπει να
υπερβαίνη, διότι τότε πας άνθρωπος χρεωστεί να πανηγυρίζη, να χαίρη, να
ευφραίνεται και να κάμνη όσα αρέσουν εις τον βασιλέα. Τοιαύτην εορτήν έχομεν
και τοιαύτην ημέραν εορτάζομεν του Βασιλέως της ειρήνης και του κόσμου όλου,
του ουρανίου, του αφθάρτου, του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Ποία δε είναι και πως ονομάζεται; Χριστούγεννα· ως να είπωμεν, Θεού φανέρωσις·
διότι σήμερον ο αόρατος φαίνεται, ο Θεός άνθρωπος γίνεται· ο Θεός, όστις αρχήν
δεν έχει, σήμερον γεννάται εις χρόνον· τι άλλο περισσότερον; Τι άλλο
παραδοξότερον; Ποίος να ακούση και να μη θαυμάση; Τις να το συλλογισθή και να
μη καταπλαγή; Ότι ο Θεός γίνεται άνθρωπος; Πόθεν και διατί; Δια την ιδικήν μας
σωτηρίαν· δια το ιδικόν μας καλόν· δια να μας ελευθερώση από του μιαρού
διαβόλου τας χείρας. Διότι εξ αρχής ο Θεός τον Αδάμ όλον καλωσύνην τον έκαμεν,
όλον καθαρότητα, όλον αγιότητα και του εχάρισε και δώδεκα δυνάμεις ψυχικάς, τας
οποίας έχει έκαστος άνθρωπος. Εκ των δυνάμεων τούτων του ανθρώπου αι μεν τρεις
λέγονται φυσικαί· διότι με αυτάς γεννάται και τρέφεται και αυξάνει ο άνθρωπος·
και πρώτη μεν είναι η γεννητική δύναμις, ήτοι όπου γεννάται πας άνθρωπος και
χωρίς να ήτο γίνεται και υπάρχει· Δευτέρα δύναμις είναι η θρεπτική, ήτοι όπου
τρέφεται ο άνθρωπος· Τρίτη είναι η αυξητική, δηλαδή όπου αυξάνει ο άνθρωπος και
έχει το φυσικόν να ανατρέφεται από ολίγον εις πολύ, από μικρός να γίνεται
μέγας· αυτάς τας δυνάμεις τας έχουν και τα άλογα ζώα και τα φυτά, διότι και
αυτά γίνονται και τρέφονται και αυξάνονται. Άλλαι δε τέσσαρες δυνάμεις λέγονται
ζωτικαί, διότι με αυτάς ζη και αναζωούται ο άνθρωπος· και πρώτη μεν είναι η βούλησις·
βούλησις δε είναι όταν ο άνθρωπος όλως διόλου βούλεται και θέλει το καλόν· όταν
δε διαλέγη το καλίν από το κακόν, ή το κακόν από το καλίν, τότε εκείνη η
δύναμις λέγεται προαίρεσις, ήτις είναι Δευτέρα δύναμις ζωτική· δια τούτο και
περί του Χριστού λέγομεν ότι μόνον βούλησιν είχε· διότι δεν ήθελεν εκείνος ποτέ
το κακόν, αλλά πάντοτε το καλόν εζήτει και ηγάπα. Τρίτη δύναμις ζωτική είναι ο
θυμός ήτοι, ως ορίζει ο θεολόγος Γρηγόριος, να θυμώνωμεν κατά του διαβόλου και
εναντίον αυτού να έχωμεν τον θυμόν μας, εκείνον να υβρίζωμεν, εκείνου να
κάμνωμεν κακόν, διότι αυτός μας κατήντησεν εις ταύτην την κατηραμένην γην, δι΄
εκείνον λοιπόν μας έδωκεν ο Θεός τον θυμόν· όχι δια τον άνθρωπον, όστις είναι
πλάσμα Θεού· όχι δια τον Χριστιανόν, ο οποίος έχει μίαν πίστιν με ημάς όχι να
οργιζώμεθα κατά τινος χωρίς αφορμήν ή έστω και με αφορμήν· δι΄ αυτό λοιπόν μας
έδωκεν ο Θεός τον θυμόν. Τετάρτη δύναμις είναι η επιθυμία· ήτοι να επιθυμούμεν
το καλόν, να επιθυμούμεν την πρώτην μας πατρίδα, ήτοι την Βασιλείαν των
ουρανών· αύται είναι αι τέσσαρες ζωτικαί δυνάμεις. Αι δε υπόλοιποι πέντε
δυνάμεις λέγονται γνωστικαί· με αυτάς γνωρίζει ο άνθρωπος το κάθε τι· και πρώτη
μεν είναι η αίσθησις· Δευτέρα, η φαντασία· Τρίτη, η δόξα· Τετάρτη, η διάνοια·
και Πέμπτη, ο νους· και αίσθησις μεν είναι τα εξής: όρασις, όσφρησις, ακοή,
γεύσις και αφή. Και όρασις μεν είναι η ικανότης να βλέπη ο άνθρωπος το κάθε τι
και να το αντιλαμβάνεται· ακοή δε είναι, όταν και χωρίς να ίδη τι, αλλ΄ ακούει
μόνον ή από άλλον άνθρωπον λόγον, ή οιονδήποτε ήχον, παρευθύς γνωρίζει τι
είναι· όσφρησις δε είναι, όταν οσφραίνεται ο άνθρωπος και καταλαμβάνει τι είναι
εκείνο, ή δυσώδες, ή ευώδες· γεύσις δε πάλιν είναι, όταν ο άνθρωπος βλέπη μεν
τι, αλλά δεν καταλαμβάνει, εάν είναι πικρόν, ή γλυκύ, ειμή μόνον όταν το γευθή
με το στόμα· αφή δε είναι όταν πιάνης τι, και καταλαμβάνεις εάν είναι υγρόν ή
ξηρόν, ψυχρόν ή ζεστόν, βαρύ ή ελαφρόν, σκληρόν ή μαλακόν και τα τοιαύτα· αυτά
λοιπόν τα πέντε λέγονται αισθήσεις. Φαντασία δε είναι, εκείνη δια της οποίας
ό,τι και αν ίδη ο άνθρωπος, μετά μίαν ή δύο ή περισσοτέρας ημέρας το ενθυμείται
και το φαντάζεται· αυτή η φαντασία ενεργεί και εις τα όνειρα του ανθρώπου με
τον λόγον αυτού τον ενδιάθετον, διότι ο άνθρωπος δύο λόγους έχει, ένα τον
προφορικόν, αυτόν δηλαδή δια του οποίου ομιλούμεν, και ακούει ο εις τον άλλον·
και δεύτερον τον ενδιάθετον, και είναι εκείνος με τον οποίον μόνος του ο
άνθρωπος καταλαμβάνει ό,τι και αν λέγη· με αυτόν τον λόγον και την φαντασίαν
βλέπει και ομιλεί εις τον ύπνον του ό,τι και αν ίδη. Δεκάτη δε δύναμις της ψυχής,
Τρίτη από τας γνωστικάς, είναι η δόξα, η οποία είναι διπλή, ή με απόδοσιν ή
χωρίς απόδοσιν· ήτοι ήκουσέ τις ότι έγινεν έκλειψις του ηλίου, όμως δεν
γνωρίζει από τι έγινεν η έκλειψις, τότε αυτό λέγεται άλογος δόξα, ήτοι χωρίς
λόγου απόδοσιν· με απόδοσιν δε είναι η δόξα, όταν γνωρίζη ο άνθρωπος διατί
έγινεν έκλειψις του ηλίου, ότι δηλαδή η σελήνη διήλθεν υποκάτω του ηλίου και
απέκρυψε την λάμψιν του· δια τούτο γίνεται αυτή η έκλειψις· αυτή είναι η δόξα.
Ενδεκάτη δύναμις είναι η διάνοια· διάνοια δε είναι, όταν επί παραδείγματι
ακούων τις ότι εις βασιλεύς δυνατός με πολύ στράτευμα ενικήθη από άλλον βασιλέα
ολιγοδύναμον, ίσταται και συλλογίζεται, εάν τούτο είναι αληθές, ή ψευδές· αυτή
η συλλογή ονομάζεται διάνοια. Πάντα δε όσα κάμνουσι αι ένδεκα αύται δυνάμεις,
τας οποίας προαναφέραμεν, όλα δια προσταγής του νοός τα κάμνουσι και είναι ο
νους ως βασιλεύς επάνω εις αυτάς. Αυτός ο νους είναι η δωδεκάτη δύναμις της
ψυχής. Μόνον όμως εις τα φανερά και ομολογούμενα πράγματα, τα οποία περιέπεσαν
εις την αντίληψίν του δια των αισθήσεων, εις αυτά περιπατεί ο νους, ήτοι ότι ο
Θεός είναι αγαθός, ότι ο ήλιος λάμπει, ότι ο άνθρωπος είναι θνητός και τα
τοιαύτα. Αυτάς τας δώδεκα δυνάμεις έδωκεν ο Θεός εις τον Αδάμ, να επιποθή το
καλόν· να αγαπά το αγαθόν· να επιθυμή το δίκαιον· να συλλογίζεται το συμφέρον.
Να γίνεται από του μη όντος εις το είναι· να τρέφεται σωματικά και ψυχικά·
σωματικά μεν, με το φαγητόν· ψυχικά δε, με λόγον Θεού· να αυξάνη το σώμα του,
και αι αρεταί να περισσεύουν ειςτην ψυχήν· να βούλεται το θέλημα του Θεού· να
προκρίνη το καλόν από το κακόν· να οργίζεται κατά του διαβόλου· να επιθυμή την
Βασιλείαν των ουρανών· να βλέπη το καλόν· να ακούη λόγον Θεού· να λαμβάνη τα
καλά· να φαντάζεται την παλαιάν πατρίδα, ήτοι τον Παράδεισον· να δοξάζη τον
Θεόν τον αγαθόν· να διανοήται τα ψυχικά, και να νοή ποίον το συμφέρον του. Δια
ταύτα εχάρισεν ο Θεός εις τον Αδάμ τας δώδεκα αυτάς δυνάμεις· έπειτα του είπεν,
ότι «Όλα είναι εις την εξουσίαν σου· δι΄ όλα σε αφήνω να εξετάζης την αρχήν
των, μόνον τον Θεόν να μη θελήσης να ερευνήσης, πως έγινεν ή πως είναι»· αυτός
όμως παρήκουσε την εντολήν του Θεού, και ηθέλησε να αναβή εκεί όπου δεν έφθανε,
και να εννοήση τα ακατάληπτα· όθεν έγινε παραβάτης της εντολής, και εδιώχθη από
τον Παράδεισον. Αυτή είναι η παράβασις του Αδάμ· εάν δε και αισθητά το
μετρήσης, τίποτε δεν σφάλλεις, διότι ο Παράδεισος και το ξύλον εκείνο του
γινώσκειν καλόν και πονηρόν διπλούν ήτο, και είναι όπως ο άνθρωπος, όστις είναι
και αισθητός και νοητός· και από μεν το σώμα είναι αισθητός ήτοι βλεπόμενος,
από δε την ψυχήν είναι νοητός· ούτω και το ξύλον εκείνο, και αισθητόν ήτο και
νοητόν· και τούτο το βεβαιώνει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, λέγων· «Θεωρία γαρ
ην το φυτόν, ως η εμή θεωρία». Ούτε δε ο Θεός το εφύτευσε κακά, ως έλεγεν ο
θεόργιστος Πορφύριος, ούτε από φθόνον ο Θεός (άπαγε της βλασφημίας!) ημπόδισε
τον Αδάμ, ίνα μη φάγη και γίνη ισόθεος· αλλά νόμον του έθεσε, να γνωρίζη ότι
έχει άνωθεν αυτού αυθέντην τον Θεόν· εις τον Αδάμ όλα τα εχάρισεν, όλα τα
επέτρεψε, μόνον δε εκείνην την μικράν εντολήν του ώρισεν ο Θεός να φυλάξη και
αυτός ως δούλος και υπηρέτης του Θεού. Όμως αυτός δεν ήκουσε το πρόσταγμα του Θεού, αλλά του πλάνου όφεως,
του διαβόλου, όστις τον εφθόνει. Δια τούτο λοιπόν εδιώχθη, και δια τούτο
εξωρίσθη ο δάμ από τον πάντερπνον Παράδεισον, από τα μεγάλα εκείνα και θαυμαστά
αγαθά, από την χαράν την αιώνιον, από την συνομιλίαν του Θεού, από την τιμήν,
την οποίαν του εχάρισεν ο Θεός, και μόνος του επροξένησε το κακόν του και την
απώλειαν, συμπαρασύρας μεθ΄ εαυτού και όλον το ανθρώπινον γένος. Ο δε Θεός, ως
φύσει φιλάνθρωπος όπου είναι, πολλάκις επαίδευσε τον άνθρωπον με απειλάς, με
πληγάς και με όσα άλλα ηθέλησε συμβάντα· αλλά πλέον δεν εμίσησε την αμαρτίαν,
πλέον δεν ηθέλησεν ο άνθρωπος να κάμη το θέλημα του ποιητού του και Θεού; αλλά
πάντοτε έκαμε το θέλημα της σαρκός του και του εχθρού του τού διαβόλου· η
αδικία εβασίλευεν, η πορνεία επηνείτο, η μάχη και η έχθρα επερίσσευεν, η ασωτία
εμακαρίζετο, η ειδωλολατρία επληθύνετο· τον Θεόν ουδείς ελάτρευε· τα είδωλα
επροσκυνούντο, τα θελήματά του έκαστος εποίει. Όλα λοιπόν ταύτα εζήτουν
ιατρείαν, εζήτουν θεραπείαν· αλλ΄ ουδείς ευρίσκετο άξιος ιατρός· ουδείς ηδύνατο
να σώση το γένος των ανθρώπων από την κόλασιν, και όχι μόνον όλους τους
ανθρώπους, αλλ΄ ούτε καν τον εαυτόν του δεν ηδύνατο να εξαγοράση τις από την
κόλασιν· ύστερον το τόσον μέγα κακόν εζήτει και μεγάλην θεραπείαν, ήθελε και
μεγάλην ιατρείαν, και την εύρεν. Αυτός ο Μονογενής Υιός του Θεού και Πατρός, ο
Λόγος του Πατρός, ο Κτίστης και Ποιητής της ανθρωπίνης φύσεως, Αυτός ήλθε και
εσαρκώθη εκ της Αγίας Παρθένου· Αυτός, όστις είναι Βασιλεύς, κατεδέχθη
πτωχείαν, δια να πλουτίση ημάς, οίτινες είμεθα πτωχοί από καλά έργα, και
υστερημένοι από το θέλημα του Θεού· επτώχευσε, δια να ολιγοστεύση τας αμαρτίας
μας. Εις σπήλαιον εγεννήθη πτωχικόν δια να καθαρίση τας ψυχάς μας, αίτινες ήσαν
σπήλαια και κατοικητήρια των κακών ληστών, των δαιμόνων· την γην ηγίασε, και
τον αέρα εφώτισε· την μεν γην, μεμιασμένην ούσαν από τας προς τα είδωλα θυσίας
των ανθρώπων· τον δε αέρα εσκοτισμένον όντα από τον καπνόν των θυσιών. Εις
φάτνην εγεννήθη ο Κύριος της δόξης, δια να ελευθερώση ημάς από τα άλογα πάθη.
Θαύμα όντως παράδοξον! Ο τέλειος Θεός βρέφος ατελές φαίνεται· ο άναρχος αρχήν
δέχεται· ο αόρατος σήμερον φαίνεται ορατός· δια τούτο και παν ποίημα Θεού
δορυφορεί τον γεννηθέντα· οι μεν ουρανοί δίδουσι τον αστέρα· οι Άγγελοι τον
ύμνον· η γη το σπήλαιον· η έρημος την φάτνην· οι ποιμένες το θαύμα και οι
άνθρωποι την Θεοτόκον Μαρίαν. Επειδή δε έμελλεν ο Θεός να φωτίση όλον τον
κόσμον, δίδων εις όλα τα έθνη την θεογνωσίαν, δια τούτο και οι Μάγοι τα δώρα
έφερον, φανέντες ούτω ως απαρχή όλων των εθνών· δια τούτο οι Άγγελοι μετά των
ανθρώπων πανηγυρίζουσι και υμνούσιν, ως μη έχοντες άλλο τι τούτου μεγαλύτερον·
οι δε Μάγοι από την Περσίαν τα δώρα φέρουσιν, ότι σήμερον αι προφητείαι των Προφητών
εκπληρούνται, και οι λόγοι των τέλος δέχονται σήμερον.
Η Παρθένος, την οποίαν προανήγγειλεν ο Προφήτης Ησαϊας, σήμερον τον
Εμμανουήλ εγέννησεν· εκ Πνεύματος δε Αγίου συνέλαβε και τον γεννά, ως αυτός
ηθέλησεν. Ο Προφήτης Ιερεμίας δια του γραμματέως του Βαρούχ την σήμερον ημέραν
προεκήρυττε, λέγων· «Ούτος ο Θεός ημών, ου λογισθήσεται έτερος προς αυτόν·
εξεύρε πάσαν οδόν επιστήμης και έδωκεν αυτήν Ιακώβ τω παιδί αυτού και Ισραήλ τω
ηγαπημένω υπ΄ αυτού· μετά τούτο επί της γης ώφθη και εν τοις ανθρώποις
συνανεστράφη» (Βαρ. Γ: 35-37). Αυτήν την ημέραν προεφήτευε πάλιν ο Προφήτης
Ησαϊας, λέγων· «Και εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και άνθος εκ της
ρίζης αναβήσεται, και αναπαύσεται επ΄ αυτόν Πνεύμα του Θεού, Πνεύμα σοφίας και
συνέσεως» (Ησ. ια: 1-2). Ράβδος μεν από του Ιεσσαί, η Παναγία Θεοτόκος είναι,
ήτις ήτο από το γένος του Ιεσσαί· άνθος δε της ράβδου, ο Κύριος ημών Ιησούς
Χριστός είναι, όστις εμύρισε και ευωδίασε το γένος των ανθρώπων. Αυτό πάλιν
προέβλεπεν ο αυτός Προφήτης και έλεγε· «Παιδίον εγεννήθη ημίν, υιός και εδόθη
ημίν, ου η αρχή εγενήθη επί του ώμου αυτού, και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης
βουλής Άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης,
Πατήρ του μέλλοντος αιώνος» (Ησ. Θ: 6). Δια την σημερινήν αγίαν ημέραν και ο
Προφήτης Μιχαίας προεφήτευσε λέγων· «Και συ, Βηθλεέμ οίκος Ευφραθά, ολιγοστός
ει του είναι εν χιλιάσιν Ιούδα· εκ σου μοι εξελεύσεται (ηγούμενος), του είναι
εις άρχοντα του Ισραήλ και έξοδοι αυτού απ΄ αρχής, εξ ημερών αιώνος» (Μιχ. ε:
2). Αλλ΄ εις αυτό το ρητόν εναντιούνται οι φιλόνικοι Ιουδαίοι και λέγουν, ότι
δια τον Ζοροβάβελ το λέγει αυτό ο Προφήτης Μιχαίας, όμως ψεύδονται εις αυτό·
διότι αφ΄ ενός μεν ο Ζοροβάβελ δεν εγεννήθη εις την Βηθλεέμ, αλλά εις την
Βαβυλώνα· αφ΄ ετέρου δε, ότι αι οδοί του δεν ήσαν από του αιώνος, ως ορίζει ο
Προφήτης δια τον Χριστόν. Δια ταύτην την χαρμόσυνον ημέραν ο Προφήτης Δανιήλ
προς τον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα έλεγεν, ότι μέλλει να γεννηθή εις Βασιλεύς των
βασιλέων όλων, όστις θα αφανίση και θα συντρίψη τας βασιλείας των ανθρώπων,
οίτινες δεν τον προσκυνούσιν. Ουδείς των Προφητών παρέλειψε το να προφητεύση
δια την σήμερον ημέραν· πλην ημείς, δια το συντομώτερον, τας μεν προφητείας ας
αφήσωμεν, την δε υπόθεσιν της εορτής ας είπωμεν, ίνα μη αμελούντες
καταναλώσωμεν τον καιρόν εις προφητείας και τα αναγκαιότερα αφήσωμεν.
Άρχομαι λοιπόν απ΄ εδώ και δεν λέγω ιδικόν μου τίποτε, αλλά όσα ορίζει
το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον· πλην αφήνω τα όσα είναι προγενέστερα της αγίας
ταύτης ημέρας, ήτοι ότι ανετράφη η Παναγία Παρθένος εις τα Άγια των Αγίων· ότι
έκαμεν εκεί δώδεκα έτη· ότι Άγγελος Κυρίου της επήγαινε τροφήν και τα τοιαύτα,
διότι αυτά όλα δεν είναι υποθέσεις της παρούσης εορτής και δι΄ αυτό τα αφήνω,
άρχομαι δε από τότε όπου ο δίκαιος Ιωσήφ εμνηστεύθη την Παρθένον Μαρίαν. Δεν
παρήλθον λοιπόν από τότε πολλαί ημέραι και την είδεν έγκυον· ως δίκαιος δε όπου
ήτο ο Ιωσήφ δεν ηθέλησε να την φανερώση εις τους ανθρώπους, αλλά έβαλε κατά
νουν να την διώξη κρυφίως. Κατά δε την νύκτα εκείνην, κατά την οποίαν εσκέφθη
το τοιούτον, εφάνη εις αυτόν ο Άγγελος Κυρίου Γαβριήλ, και του λέγει· «Ιωσήφ
υιέ του Δαβίδ, μη φοβηθής τίποτε, μόνον παράλαβε την Μαρίαν και έχε αυτήν
φυλαττομένην, διότι αυτή είναι έγκυος εκ Πνεύματος Αγίου, και μέλλει να γεννήση
υιόν (το όνομά του Εμμανουήλ), συ δε να τον ονομάσης Ιησούν· διότι αυτός θέλει
σώσει το γένος των ανθρώπων από τας αμαρτίας του» (Ματθ. α: 20-21). Όταν λοιπόν
ηγέρθη ο Ιωσήφ από τον ύπνον του, έκαμε καθώς του ώρισεν ο Άγγελος. Κατά τας
ημέρας εκείνας εξεδόθη διάταγμα από τον Αύγουστον Καίσαρα, να απογραφούν
άπαντες οι άνθρωποι, έκαστος εις την πατρίδα αυτού, ίνα ο κόσμος όλος καταγραφή
εις τον κώδικα του βασιλέως. Αυτή δε η απογραφή ήτο η πρώτη και η αρχή των
απογραφών, γενομένη επί της εποχής κατά την οποίαν ο Κυρήνιος ώριζε την Συρίαν.
Όλοι λοιπόν επήγαιναν εις την ιδίαν αυτών πόλιν και απεγράφοντο· όθεν επήγε και
ο δίκαιος Ιωσήφ από την Ναζαρέτ της Γαλιλαίας, όπου διέμενεν, εις την Βηθλεέμ,
να γραφή και αυτός και η μεμνηστευμένη του Παρθένος Μαρία, διότι ήσαν από το
γένος του Δαβίδ. Όταν λοιπόν απεγράφη, έφθασε και ο καιρός να γεννήση η
Παρθένος το Βρέφος. Και επειδή δεν είχον τόπον να καταλύσουν, εισήλθον εις σπήλαιον,
το οποίον είχε χώρον πολύν και επέζευον εις αυτό οι διαβάται. Εκεί λοιπόν
εγέννησεν η Κυρία Θεοτόκος τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και τον έθηκεν εις
την υπάρχουσαν εκεί γάτνην των αλόγων ζώων. Ποιμένες δε ήσαν εκεί πλησίον,
οίτινες αγρυπνούσαν την νύκτα εκείνην, φυλάττοντες τα πρόβατα, και παρευθύς
Άγγελος Κυρίου επήγεν εκεί και φως πολύ έλαμψεν έμπροσθέν των· όθεν εφοβήθησαν
φόβον μέγαν. Όμως ο θείος Άγγελος τους καθησύχασε λέγων· «Μη φοβείσθε. Μεγάλη
χαρά γίνεται σήμερον εις τον κόσμον, διότι εγεννήθη ο Χριστός εις την πόλιν του
Δαβίδ· και δια να βεβαιωθήτε, υπάγετε εις το σπήλαιον να εύρητε την Μητέρα του
και αυτόν εσπαργανωμένον ως βρέφος» (Λουκ. β: 10-12). Αμέσως δε με την φωνήν
του Αγγέλου, πλήθος πολύ Αγγέλων ηκούσθη, οίτινες έψαλλον: «Δόξα εν υψίστοις
Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (αυτ. 14). Οι Ποιμένες, ως
ήκουσαν την φωνήν, είπον μεταξύ των· «Έλθετε να υπάγωμεν έως εις την Βηθλεέμ,
δια να ίδωμεν αυτά τα οποία ηκούσαμεν» (αυτ. 15). Επήγαν λοιπόν και εύρον,
καθώς τους είπεν ο Άγγελος. Βασιλεύοντος δε τότε του Ηρώδου, ήλθον τρεις Μάγοι
από την Ανατολήν εις τα Ιεροσόλυμα και ηρώτησαν· «Που είναι ο γεννηθείς
Βασιλεύς των Ιουδαίων; Διότι είδομεν τον αστέρα αυτού εις την Ανατολήν και
ήλθομεν να τον προσκυνήσωμεν». Ως ήκουσε τούτο ο Ηρώδης εφοβήθη, και καλέσας
τους Αρχιερείς και γραμματείς, τους ηρώτησε· «Που λέγουσιν αι Γραφαί, ότι
μέλλει να γεννηθή ο Χριστός»; (Ματθ. β:4). Και του είπον· «Ο Προφήτης Μιχαίας
λέγει· εις την Βηθλεέμ μέλλει να γεννηθή». Τότε καλέσας ο Ηρώδης κρυφίως τους
Μάγους, τους είπε· «Υπάγετε, προσκυνήσατε αυτόν και εξετάσατε καλώς, όταν δε
τον εύρητε, έλθετε να μου είπητε, δια να υπάγω και εγώ να τον προσκυνήσω»
(Ματθ. β: 8). Αυτά δε έλεγεν ο μιαρός, όχι διότι επεθύμει να τον προσκυνήση,
αλλά δια να αποστείλη να τον φονεύσουν, να μη βασιλεύση αυτός. Οι δε Μάγοι, ως
ήκουσν τον λόγον του βασιλέως εξήλθον από την Ιερουσαλήμ και ακολουθήσαντες τον
αστέρα επήγαν έως εκεί όπου εστάθη, ήτοι εις την Βηθλεέμ, επάνω εις το
σπήλαιον· εισελθόντες δε και προσκυνήσαντες το Παιδίον, ήνοιξαν τους θησαυρούς
των και έδωκαν εις την Θεοτόκον χρυσόν, λίβανον και σμύρναν. Άγγελος δε Κυρίου
τους είπε δια νυκτός, να μη υπάγουσιν εις τον Ηρώδην. Όθεν ανεχώρησαν δι΄ άλλης
οδού εις την πατρίδα των, εις την οποίαν όταν έφθασαν διηγούντο όσα είδον και
ήκουσαν. Την μεν υπόθεσιν της εορτής μας της αγίας εν συντόμω και δι΄ ολίγων
διηγήθημεν· έχομεν δε ζητήματα διάφορα εις την εορτήν αυτήν να είπωμεν· και
πρώτον μεν και εξαιρετώτερον, διατί δεν εγεννήθη ο Πατήρ ή το Άγιον Πνεύμα,
αλλά ο Υιός; Δεύτερον, διατί έτυχε τότε καιρός να απογραφή ο κόσμος; Τρίτον, τι
καιρός του έτους και του μηνός ήτο; Τέταρτον, οι Μάγοι πόθεν ηννόησαν και ήλθον
να προσκυνήσουν τον Χριστόν; Πέμπτον, τι εσήμαινον τα δώρα των; έκτον, πως
ηννόησαν και έφερον τοιαύτα δωρήματα; Έβδομον που εύρον τον Χριστόν οι Μάγοι,
εις το σπήλαιον ή εις άλλον τόπον, όγδοον, ο αστήρ όπου εφαίνετο, φυσικός αστήρ
ήτο ως τους άλλους ή μόνο τότε εφάνη; Ένατον, ο αστήρ υτός πόσα έτη εφάνη
πρωτύτερα από την Γέννησιν του Χριστού; Διότι αν ήθελε φανή ομού με την
Γέννησιν, πως ήθελον έλθει τόσον γρήγορα οι Μάγοι να εύρουν τον Χριστόν εις το
σπήλαιον; Και δέκατον, διατί δεν εσαρκώθη ο Χριστός πρωτύτερα, αλλά εις τον
έσχατον καιρόν και άφησε τόσας ψυχάς ανθρώπων, οίτινες εγεννήθησαν έως τότε, να
κολασθώσιν; Αυτά λοιπόν τα δέκα ζητήματα έχομεν να επιλύσωμεν εις την σημερινήν
ημέραν· και αν τύχη να είναι και άλλα περισσότερα ζητήματα, πλην ημείς τα
αναγκαιότερα λέγομεν· αλλά πριν να αρχίσωμεν να διαλύσωμεν τα ζητήματα αυτά,
δέομαι και παρακαλώ την υμετέραν αγάπην, να μη αμελήτε και νυστάζετε· έπρεπε
μεν και πρωτύτερα να τα είπωμεν, πλην η επισημότης της εορτής με ηνάγκασε και
επερίσσευσα τον λόγον, τον δε καιρόν ωλιγόστευσα· αλλά και τώρα να τα λύσωμεν
εν συντόμω. Αρχίζομεν δε το πρώτον και έχετε καλώς τον νουν σας, διότι
θεολογίαν πολλήν έχει το ζήτημα αυτό, το οποίον έχει ούτως. Η Αγία Τριάς είναι
άπειρος, ατελεύτητος, άφθαρτος, αϊδιος, αείποτε κανένα από ό,τι είναι εις τον
κόσμον δεν της ομοιάζει· και πώς να της ομοιάση, όπου αυτή είναι η αιτία και η
αφορμή και Ποιητής και παν ό,τι είπης του κόσμου; Ο δε κόσμος είναι φθαρτός,
πρόσκαιρος, κτίσμα και δούλος και ποίημα αυτής· ονομάζεται δε Τριάς, διότι έχει
τρία πρόσωπα· Μονάς δε ονομάζεται, ότι τα τρία αυτά πρόσωπα έχουν μίαν φύσιν·
ως να είπης, τρεις άνθρωποι, οι οποίοι έχουν τρία πρόσωπα και μίαν φύσιν μόνον,
κατά τούτο δε μόνον είναι όμοιοι, εις δε τα άλλα ουδέ ποσώς· διότι ο άνθρωπος
είναι ιδιοθέλητος, ήτοι οι τρεις άνθρωποι αυτοί έκαστος έχει και θέλημα
χωριστόν και άλλα έκαστος ιδιώματα, η δε Αγία Τριάς είναι ομότιμος. Ήτοι μίαν
ισότητα τιμής έχουσι τα τρία πρόσωπα, αρχήν χρόνου και τέλος δεν έχουσι· τίποτε
το ένα από το άλλο πρόσωπον δεν αλλάσουν, πλην του ότι ο μεν Πατήρ γεννά και
εκπορεύει, ο δε Υιός γεννάται και το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται· και ο μεν Πατήρ
είναι αγέννητος, διότι δεν εγεννήθη από τινα, ως ο νους του ανθρώπου, όπου
άλλοθεν δεν γεννάται· ο δε Υιός και Λόγος είναι γεννητός, διότι εγεννήθη από
του Πατρός, ως ο λόγος του ανθρώπου, όστις γεννάται από τον νουν· το δε Άγιον
Πνεύμα ούτε γεννητόν είναι, ούτε αγέννητον· διότι αν ήτο γεννητόν, ήθελεν είναι
Υιός· εάν δε ήτο αγέννητον, ήθελεν είναι Πατήρ· τι δε είναι; εκπορευτόν, διότι
εκπορεύεται εκ του Πατρός του αγεννήτου και αναπαύεται εις τον γεννητόν Υιόν·
ως το Πνεύμα το φυσικόν του ανθρώπου, ήτοι η αναπνοή. Έκαστον εκ των τριών
τούτων προσώπων έχει δύο ονόματα· και ο μεν Πατήρ λέγεται και Πατήρ και
Προβολεύς, ήτοι εκπορευτής· ο δε Υιός ονομάζεται και είναι Λόγος και Υιός· αλλά
και το Πνεύμα το Άγιον και αυτό δύο ονόματα έχει, Πνεύμα και Πρόβλημα. Ο Πατήρ
προς μεν τον Υιόν λέγεται Πατήρ, ότι αυτόν γεννά· προς δε το Πνεύμα λέγεται
Προβολεύς, ότι αυτό προβάλλει, ήτοι εκπορεύει· ο δε Υιός προς μεν τον Πατέρα
λέγεται Υιός, ότι του Πατρός είναι Υιός, προς δε το Πνεύμα λέγεται Λόγος, ότι
του Πνεύματος είναι Λόγος· το δε Πνεύμα το Άγιον, προς μεν τον Λόγον λέγεται
Πνεύμα, προς δε τον Πατέρα λέγεται Πρόβλημα, επειδή υπ΄ αυτού προβάλλεται ήτοι
εκπορεύεται. Επειδή λοιπόν τα τρία αυτά άγια και σεβάσμια πρόσωπα έχουν έκαστον
δύο ονόματα, απρεπές θα ήτο να σαρκωθή του Πατρός η υπόστασις και να ονομάζεται
με τρία ονόματα, δηλαδή Πατήρ, Υιός, και Προβολεύς· και πάλιν μηδέ του
Πνεύματος η υπόστασις ήτο πρέπον να σαρκωθή δια να μη ονομάζεται και αυτό με
τρία ονόματα, Πνεύμα, Υιός και Πρόβλημα. Δια τούτο λοιπόν ηυδόκησεν ο Πατήρ, το
Πνεύμα συνήργησε, και εσαρκώθη ο Υιός του Θεού και Πατρός, δια να έχη και μετά
την γέννησιν πάλιν δύο ονόματα, ως και πριν να σαρκωθή, δηλαδή Υιός και Λόγος.
Αυτός, όστις χωρίς μητέρα εγεννήθη από του Πατρός εν τοις ουρανοίς, Αυτός
σήμερον κατεδέχθη χωρίς πατέρα να γεννηθή από την Αγίαν Παρθένον Μαρίαν και
έγινεν όμοιος με ημάς, δια να μας σώση, άνθρωπος έγινε, να σώση τον άνθρωπον,
Θεός έμεινε, δια να θεώση ημάς· έγινε θνητός κατά Σάρκα, δια να αθνατίση ημάς
κατά την ψυχήν· ήτο Υιός Θεού, και ωνομάσθη Υιός ανθρώπου, δια να μας κάμη
υιούς και κληρονόμους της Βασιλείας των ουρανών· δια τούτο εσαρκώθη ο Υιός και
Λόγος, δια να μη περισσεύη όνομα εις την Αγίαν Τριάδα. Και το μεν πρώτον ζήτημα
ήθελε και περισσότερον λόγον· πλην δια να είναι θεολογία η υπόθεσις, δια τούτο
εν συντομία και δι΄ ολίγων το εδιαλύσαμεν, όχι διότι δεν έχει πλατύτερον λόγον
το διάλυμα, αλλά διότι δεν δύνασθε να το εννοήσετε, καθώς είναι. Ας έλθωμεν και
εις το δεύτερον ζήτημα, να διαλύσωμεν και αυτό· είναι δε τούτο, διατί έτυχε
τοιούτος καιρός, να απογραφή ο κόσμος, όταν εγεννήθη ο Χριστός; Και λέγομεν εις
αυτό, ότι σκοπός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ήτο να γεννηθή, δια να σώση το
πλάσμα των χειρών του, ήτοι τον Αδάμ και το γένος του όλον· δια τούτο έτυχε και
τοιούτος καιρός· όταν ο Αύγουστος ο Καίσαρ εβασίλευσεν εις την γην, τότε αι
πολλαί βασιλείαι των ανθρώπων έπαυσαν από τον κόσμον· ούτω και όταν εγεννήθη ο
Χριστός, έπαυσεν η πολυθεϊα από τον κόσμον, και εφάνη παρευθύς το φως, δια να
προσκυνούσιν οι άνθρωποι ένα Θεόν αληθινόν· αι πόλεις όλαι υπετάχθησαν εις μίαν
βασιλείαν, και τα έθνη τα οποία επίστευσαν εις τον Χριστόν, εις μίαν Βασιλείαν
και εις ένα Βασιλέα, τον Χριστόν, υπετάχθησαν· εγράφησαν οι άνθρωποι όλοι εις
εν κατάστιχον του βασιλέως Αυγούστου, εγράφησαν και οι Χριστιανοί εις την
βίβλον την ουράνιον· ωνομάσθησαν οι άνθρωποι τον καιρόν εκείνον Αυγουστιανοί,
ωνομάσθημεν και ημείς, όσοι επιστεύσαμεν τον Χριστόν, Χριστιανοί. Εγράφη δε ο
Χριστός εις το διάταγμα του Αυγούστου δια δύο αιτίας· πρώτον μεν δια να μας
δείξη να έχωμεν υποταγήν εις τους άρχοντας· καθώς ο ίδιος ώρισεν εις το θείον
και ιερόν αυτού Ευαγγέλιον λέγων· «Απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι, και τα του
Θεού τω Θεώ» (Ματθ. κβ: 21, Μάρκ. ιβ: 17, Λουκ. κ: 25)· και πάλιν ο Απόστολος
Παύλος ύστερον λέγει· «Απόδοτε ουν πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον, τον φόρον,
τω το τέλος, το τέλος» (Ρωμ. ιγ: 7), ότι άνωθεν και εξ αρχής είναι
νομοθετημένον να έχωμεν υποταγήν εις τους βασιλείς μας· δεύτερον δε, επειδή
ημείς είμεθα δεδουλωμένοι εις τας χείρας του διαβόλου, υπετάχθη ο Χριστός δια
να ελευθερώση ημάς· εγράφη εκείνος δια να διαγράψη ημάς από την υποταγήν του
διαβόλου, και να γράψη τα ονόματά μας εις το βιβλίον, περί του οποίου ο
Προφητάναξ Δαβίδ λέγει· «Επί το βιβλίον σου πάντες γραφήσονται» (Ψαλμ. ρλη:
16). Εδουλώθη εκείνος δια να κάμη ημάς δούλους του θελήματός του, οίτινες
είμεθα δεδουλωμένοι εις «πάθη ατιμίας» (Ρωμ. α: 26), καθώς λέγει ο θείος Παύλος
ο Απόστολος· και πάλιν αλλαχού λέγει· «Ότε δε ήλθε το πλήρωμα (ήτοι το τέλος)
του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός,
γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν
απολάβωμεν» (Γαλ. δ: 4-5). Δια τούτο λοιπόν έτυχε και τοιούτος κατάλληλος
καιρός εις την Γέννησιν του Χριστού. Είπομεν το δεύτερον ζήτημα· τώρα δε να
είπωμεν το τρίτον· είναι δε τούτο, τι καιρός του έτους και του μηνός ήτο, όταν
εγεννήθη ο Χριστός; Και λέγομεν εις αυτό: Το έτος τέσσαρας καιρούς έχει· ένα,
το έαρ· δεύτερον, το θέρος· τρίτον, το φθινόπωρον· και τέταρτον, τον χειμώνα. Και
έαρ μεν είναι από τας 17 του Φεβρουαρίου, έως τας 18 του Μαϊου· από δε τας 18
του Μαϊου, έως τας 16 του Αυγούστου, ονομάζεται θέρος· από δε τας 16 του
Αυγούστου, έως τας 14 του Νοεμβρίου, ονομάζεται φθινόπωρον· από δε τας 14 του
Νοεμβρίου έως τας 17 του Φεβρουαρίου, ονομάζεται χειμών. Και εις μεν το έαρ
είναι ζώδια, κριός, ταύρος, δίδυμοι· εις το θέρος είναι, καρκίνος, λέων,
παρθένος· εις το φθινόπωρον είναι, ζυγός, σκορπίος, τοξότης· εις δε τον χειμώνα
είναι, αιγόκερως, υδροχόος, και ιχθύες. Και πάλιν,ανωφερή μεν ζώδια είναι,
κριός, δίδυμος, παρθένος, υδροχόος, ιχθύς, ίσως και τοξότης· κατωφερή δε είναι,
λέων, σκορπίος, αιγόκερως· μεσαία δε είναι, ταύρος, καρκίνος, ζυγός. Τα τέσσαρα
πάλιν στοιχεία του κόσμου έχουσι διαμοιρασμένα τα ζώδια· και ο μεν αιθέρας έχει
τον λέοντα, τον σκορπίον, και τον αιγόκερων· ο αήρ έχει τον κριόν, την παρθένον
και τον ζυγόν· το ύδωρ έχει τον καρκίνον, τον υδροχόον, και τους ιχθείς· η δε
γη έχει ζώδια τον ταύρον, τον τοξότην και τον δίδυμον. Εγεννήθη λοιπόν ο Κύριος
ημών Ιησούς Χριστός εις τον Δεκέμβριον μήνα, όστις έχει ζώδιον τον υδροχόον,
καιρόν δε τον χειμώνα, διότι έμελλεν ο Χριστός να καταπαύση τον κακόν χειμώνα
της αμαρτίας, και να ανατείλη το έαρ της θεογνωσίας· να αφανίση τον πικρόν
καιρόν της πλάνης του διαβόλου, και να δείξη την γλυκυτάτην άνοιξιν του
θελήματός του· έμελλε να καταπαύση τον πολύν πόλεμον των ανθρώπων, και να κάμη
ειρήνην εις τον κόσμον· να χαλάση τον μεσότοιχον της έχθρας, και να ενώση τα
ουράνια με τα επίγεια, τους Αγγέλους με τους ανθρώπους· αληθώς κακός χειμών ήτο
και πλέον δεν ηδύνατο να γίνη χειρότερος, οι άνθρωποι ήσαν χειμασμένοι από τους
πειρασμούς του δαίμονος, και φως, ακτίνα, και ήλιον του αληθινου Φωτός, του
Θεού, δεν έβλεπον, διότι οι άνθρωποι ουδόλως ηδύναντο να ίδουν το φως της θεογνωσίας.
Δια να δείξη λοιπόν ο Χριστός το ερχόμενον της αληθείας έαρ, δια τούτο χειμών
ήτο ο καιρός της σαρκώσεώς του.
Νυξ δε ήτο, ως ορίζει το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον, διότι οι Ποιμένες
εφύλαττον φυλακάς της νυκτός, και τότε επήγαν και εύρον τον Χριστόν
γεγεννημένον· νύκτα ήτο, ήτις έμελλε να περάση ομού με το πονηρόν σκότος της
αμαρτίας, και να έλθη ημέρα η σωτήριος, κατά την οποίαν έμελλε να ανατείλη ο
Ήλιος της δικαιοσύνης, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να λαμπρύνη και να φωτίση
τους σκοτεινούς οφθαλμούς των αμαρτωλών ανθρώπων· διότι οι εσκοτισμένοι
άνθρωποι έμελλον να ίδουν Θεού λαμπρότητα· ο Προφήτης Ησαϊας το λέγει· «Ο λαός,
ο καθήμενος εν σκότει (της αγνοίας), ίδετε φως μέγα» (Ησαϊας θ: 2). Ποίος
περιπατεί την ημέραν με φως; Ποίος έχει ανάγκην να ίδη κατά την ημέραν φως
πυρός; Μόνον την νύκτα χρειάζεται φως· ούτω και τα έθνη τα εσκοτισμένα από τας
αμαρτίας· εάν μεν ήσαν καλά τα έργα των, ήθελον λάμπει ως τον ήλιον, και δεν θα
είχον ανάγκην να ίδουν το φως της θεογνωσίας. Επειδή όμως τα εσκοτισμένα έργα
των ήσαν σκοτεινότερα από την νύκτα, εχρειάζοντο να ίδουν φως και λαμπρότητα
Θεού, τούτο δε εσημείωνεν η Γέννησις του Κυρίου, ήτις έγινεν εις καιρόν
χειμώνος. Αλλά βοηθεία Θεού εδιαλύσαμεν και το τρίτον ζήτημα· ας έλθωμεν δε και
εις το επόμενον. Τέταρτον ζήτημα είναι το πόθεν οι Μάγοι ηννόησαν και ήλθον να
προσκυνήσουν τον Χριστόν; Και λέγομεν εις αυτό: Ο Προφήτης Μωϋσής, όταν
επορεύετο με τον λαόν προς την Γην της Επαγγελίας, ήτοι εις την Ιερουσαλήμ, από
όπου και αν διήρχοντο εκυρίευον τον τόπον εκείνον· ηχμαλώτισε λοιπόν μεταξύ
άλλων και τον Σηών τον βασιλέα των Αμορραίων και την πόλιν, ήτις ωνομάζετο
Εσεβών. Επήγε και προς την Δύσιν, πλησίον εις την Ιεριχώ· εκεί δε ήτο βασιλεύς
ονόματι Βαλάκ, υιός του Σεπφώρ. Αυτός, ως τους είδε, παρευθύς εφοβήθη και
καλέσας τους γέροντας του παλατίου του, λέγει προς αυτούς· «Βλέπετε αυτό το
πλήθος των Εβραίων; Εις ολίγας ημέρας θέλει μάς αφανίσει, μόνον σκεφθήτε να
εύρωμεν τρόπον, να ελευθερωθώμεν από τας χείρας των». Έλαβον λοιπόν όλοι ομού
με τον βασιλέα την εξής απόφασιν: Μάντις τις, Βαλαάμ ονόματι, υιός του Βεώρ,
ήτο κατά τον καιρόν εκείνον, όστις ει τινα ήθελε καταρασθή, ήτο κατηραμένος,
και ει τινα ήθελεν ευλογήσει, ήτο ευλογημένος· εις εκείνον λοιπόν τον Βαλαάμ
απεφάσισαν να παραγγείλουν δια να καταρασθή τους Εβραίους. Παρευθύς τότε
έστειλαν άρχοντας, να υπάγουν εις τον Βαλαάμ με χαρίσματα πολλά, δεόμενοι και
παρακαλούντες αυτόν να υπάγη εις τον βασιλέα Βαλάκ. Ο δε μάντις είπε προς
αυτούς· «Μείνατε εδώ την νύκτα ταύτην και εγώ θα ερωτήσω τον Θεόν απόψε και εάν
με αφήση ο Θεός μου, θέλω έλθει μαζί σας». Ο Θεός όμως του είπεν, να μη υπάγη.
Όθεν την πρωϊαν είπεν ο Βαλαάμ προς τους άρχοντας· «Δεν με αφήνει ο Θεός μου να
έλθω μαζί σας»· και δεν επήγεν. Επέστρεψαν λοιπόν οι άρχοντες εις τον βασιλέα
και του είπον τα γενόμενα. Τότε στέλλει εκ δευτέρου περισσοτέρους ανθρώπους με
χρήματα και δωρήματα περισσότερα· αλλά και πάλιν τους είπεν ο Βαλαάμ· «Και αν
ήθελε δώσει ο βασιλεύς την οικίαν του όλην γεμάτην χρυσίον, δεν εξέρχομαι έξω
από του Θεού μου το θέλημα· μείνατε όμως και ταύτην την νύκτα εδώ, και κατά πως
θέλει ορίσει ο Θεός μου θέλω είπει». Την νύκτα δε εκείνην του είπεν ο Θεός·
«Ύπαγε, πλην εκείνο το οποίον θα σου είπω εγώ, εκείνο να κάμης». Ηγέρθη λοιπόν ο
Βαλαάμ την πρωϊαν και εκίνησε με τους άρχοντας του βασιλέως να υπάγη· εις την
οδόν όμως έτυχε και εχωρίσθη από τους άρχοντας, Άγγελος δε Κυρίου εστάθη
έμπροσθεν εις την ημίονόν του και δεν την άφηνε να υπάγη παρέκει. Ο Βαλαάμ, μη
βλέπων τον Άγγελον, ήρχισε να δέρη το ζώον δυνατά· αυτό δε άφησε την οδόν και
επεριπάτει μέσα εις τους αγρούς· δέρων δε αυτό και πάλιν εισήλθεν εκείνο εις
την οδόν· αλλά ο Άγγελος επήγε και εστάθη εις το μέσον δύο φραγμών, εκατέρωθεν
των οποίων ήσαν άμπελοι και δεν άφηνε πλέον το ζώον να προχωρήση εμπροσθήτερα·
προσπαθών όμως εκείνο να περάση εγδάρθη ο πους του Βαλαάμ από τον φραγμόν και
έδειρε πάλιν το ζώον. Τότε ο ΄γγελος επήγε και εστάθη εις άλλον τόπον
εμπροσθήτερα, από τον οποίον δεν ηδύνατο ούτε δεξιά ούτε αριστερά να περάση τις
και από εκεί δεν το άφηνε να περάση ουδόλως· όθεν το ζώον από τον φόβον του
εγονάτισε και πλέον δεν ήθελε να υπάγη παρέκει. Θυμωθείς τότε ο Βαλαάμ έλαβεν
εν ρόπαλον και έδερε μετά σκληρότητος το ζώον, ο δε Θεός εις θαύμα μέγα ήνοιξε
το στόμα τής ημιόνου, ήτις ωμίλησε και λέγει προς τον Βαλαάμ· «Τι έχεις με εμέ
και με δέρεις»; Απεκρίθη ο Βαλαάμ· «Τι έχω; Έχεις τόσας φοράς, όπου δεν υπάγεις
εις την οδόν σου, αλλά περιπατείς απ΄ εδώ και απ΄ εκεί· εάν δε είχον μαζί μου
μάχαιραν, θα σε έσφαζον». Λέγει η ημίονος· «Δεν είχες εμέ εκ νεότητός σου;
Είδες ποτέ να κάμω ούτως; Τώρα όμως ίσταται Άγγελος Κυρίου έμπροσθέν μου και
δεν με αφήνει να περάσω». Κοιτάξας τότε ο Βαλαάμ είδε καθαρά τον Άγγελον· και
ως τον είδεν, από τον φόβον του έπεσε και τον προσεκύνησε. Λέγει δε ο Άγγελος
προς αυτόν· «Διατί έδερες τόσον την ημίονόν σου, ήτις δεν σου έπταισεν; Εγώ
ήμην όστις δεν την άφηνα να προχωρήση και ηβουλόμην να σε φονεύσω, διότι δεν
μου αρέσει η οδός σου». Απεκρίθη προς τον Άγγελον ο Βαλαάμ· «Έσφαλα, διότι δεν
εγνώριζα, ότι συ εμποδίζεις την οδόν μου, αλλ΄ εάν δεν θέλης, δεν πηγαίνω».
Λέγει ο Άγγελος· «Ύπαγε· μόνον ό,τι σου ειπώ, εκείνο νακάμης». Τότε αφήσας
αυτόν ο Άγγελος συνηντήθη πάλιν ο Βαλαάμ με τους άρχοντας του βασιλέως. Όταν δε
έφθασαν εις τον βασιλέα, εξήλθεν ο βασιλεύς και προϋπήντησε τον Βαλαάμ· είπε δε
προς αυτόν· «Διατί δεν ήλθες, όταν το πρώτον σε εκάλεσα; Μήπως δεν είμαι άξιος
να σε τιμήσω»; Απεκρίθη ο Βαλαάμ· «Ήλθον τώρα, και ό,τι με ορίση ο Θεός μου
θέλω κάμει». Έμεινε λοιπόν εκεί κατ΄ εκείνην την νύκτα, την δε πρωϊαν
ανεβίβασεν ο βασιλεύς Βαλάκ τον Βαλαάμ επάνω εις εν όρος, όπερ ωνομάζετο επί τω
ονόματι του θεού του Βάαλ· λέγει δε ο Βαλαάμ· «Βασιλεύ, πρόσταξον να κάμουν εδώ
επτά βωμούς, φέρε μου δε επτά μόσχους και επτά κριούς». Τούτου γενομένου εθυσίασεν
ο Βαλαάμ προς τον Θεόν· έπειτα είπε προς τον Βαλάκ· «Επιμελήσου συ, βασιλεύ,
την θυσίαν δια να παραμερίσω εγώ και να ερωτήσω τον Θεόν, ό,τι δε μου είπη, να
κάμω». Αποσυρθέντος λοιπόν του Βαλαάμ ένευσεν ο Θεός εις την καρδίαν αυτού και
επιστρέψας εύρε τον βασιλέα και τους άρχοντας των Μωαβιτών συνηγμένους και τους
λέγει· «Ο βασιλεύς Βαλάκ με εκάλεσεν από την Μεσοποταμίαν, να καταρασθώ τους
ανθρώπους αυτούς, τους Εβραίους, και να ευλογήσω τους Μωαβίτας· πως όμως να
καταρασθώ αυτούς τους οποίους ηυλόγησεν ο Θεός; ή πώς να ευλογήσω εκείνους τους
οποίους ο Θεός κατηράσθη; Πολύ είναι το σπέρμα του Ιακώβ και κατάραν ανθρώπου
δεν δέχεται· διότι ο Θεός το ηυλόγησεν». Ως δε ήκουσεν ο βασιλεύς Βαλάκ τον
λόγον αυτόν, λέγει προς τον Βαλαάμ· «Εγώ σε έφερα να τους καταρασθής, και συ
τους ευλογείς»; Απεκρίθη ο Βαλαάμ· «Εγώ σου είπον πρωτύτερα, πως ό,τι μου ειπή
ο Θεός μου, εκείνο θα ειπώ· τι λυπείσαι εις τους λόγους μου»; Τότε επήρεν ο
Βαλάκ εις άλλον τόπον τον Βαλαάμ και έκαμεν εκεί θυσίαν, ως και την πρώτην·
αλλ΄ ο Θεός ήνοιξε και πάλιν το στόμα του Βαλαάμ και είπε· «Εγείρου, βασιλεύ,
να ακούσης τι λέγει ο Θεός· με έφερες να τους καταρασθώ και θέλημα Θεού δεν
είναι· διότι ευλογημένοι είναι από του αιώνος αυτοί. Ο Θεός τους ηυλόγησεν, ο
Θεός τους ηύξησεν, ο Θεός τους επλήθυνεν, ο Θεός τους επερίσσευσε· και τις
άνθρωπος αποτολμά να τους καταρασθή; Θέλουσι φάγει ως λέοντες δυνατοί πολλά
σώματα των εχθρών των». Ως ήκουσε τον λόγον αυτόν ο βασιλεύς Βαλάκ, εθυμώθη και
λέγει προς τον Βαλαάμ· «Δι΄ άλλο σε εκάλεσα, και άλλο κάμνεις». Απεκρίθη ο
Βαλαάμ· «Δεν τολμώ να εξέλθω έξω από του Θεού μου το θέλημα· αλλ΄ εκείνο το
οποίον μού λέγει, εκείνο σου λέγω». Επήγε δε πάλιν ο βασιλεύς Βαλάκ εις άλλον
τόπον, όστις ωνομάζετο Φογώρ, και έκαμεν εκεί άλλους βωμούς ως τους πρώτους,
και εθυσίασε και άλλους μόσχους και κριούς. Ήνοιξε δε ο Θεός παρευθύς το στόμα
του Βαλαάμ και είπε· «Λέγει ο Βαλαάμ ο υιός του Βεώρ, λέγει ο άνθρωπος, όστις
είδε μυστήρια Θεού, ότι είναι πολύ ηυξημένον το γένος του Ιακώβ, και ο Θεός
είναι με αυτό. Μέλλει δε να γεννηθή άνθρωπος από το γένος αυτό, ο οποίος θα
κυριεύση πολύν κόσμον· ως λέων θέλει πέσει να κοιμηθή, και τις θέλει τολμήσει
να τον εξυπνήση; Εκείνοι οίτινες υμνούσιν αυτόν, θέλουσιν είναι υμνημένοι, και
εκείνοι οίτινες τον καταρώνται, θέλουσιν είναι κατηραμένοι· άστρον θέλει
ανατείλει, και άνθρωπος θέλει γεννηθή, όστις θέλει συντρίψει τους βασιλείς,
οίτινες δεν τον προσκυνούσιν». Ως ήκουσε πάλιν ο βασιλεύς τον λόγον αυτόν,
εθυμώθη πολύ και λέγει προς τον Βαλαάμ· «Μεγάλην τιμήν εσκεπτόμην να σου δώσω,
επειδή όμως μόνος σου έχασες την τιμήν, φύγε, να σώσης την ζωήν σου». Ηγέρθη
λοιπόν ο Βαλαάμ παρευθύς και επέστρεψεν εις τον τόπον αυτού, οι δε Εβραίοι μετ΄
ολίγας ημέρας εκυρίευσαν τον τόπον εκείνον του Βαλάκ. Οι μάντεις δε, όσοι και
αν εγεννήθησαν από τότε εις την Περσίαν, ανέμενον να ίδωσι το άστρον, να
εννοήσωσιν ότι εγεννήθη ο μέγας Βασιλεύς εκείνος, τον οποίον προανήγγειλεν ο
μάντις Βαλαάμ. Παρήλθον λοιπόν από τότε έτη χίλια οκτακόσια εβδομήκοντα, έως ου
εγεννήθη ο Χριστός· οι δε Μάγοι, οίτινες ήσαν κατά τον καιρόν εκείνον, δια να
ίδωσι την αλήθειαν του Βαλαάμ, έλαβον δώρα και ακολουθούσαν το άστρον να εύρωσι
που εγεννήθη ο Βασιλεύς. Όθεν ακολουθούντες αυτό επήγαν μέχρι του σπηλαίου της
Βηθλεέμ. Από ταύτην την αιτίαν επήγαν οι Μάγοι με τα δώρα προς τον Χριστόν. Ιδού
λοιπόν ότι Θεού βοηθεία ετελειώσαμεν και το τέταρτον ζήτημα. Ενθυμείσθε τώρα τι
είχομεν πέμπτον ζήτημα; Ιδού· τα δώρα, τα οποία επήγαν οι Μάγοι εις τον
Χριστόν, τι εσήμαιναν; Και λέγομεν εις αυτό ολίγα, διότι εμεγεθύναμεν τον λόγον
μας. Τα δώρα των Μάγων τα εξής εικόνιζον· το μεν χρυσίον εδείκνυεν, ότι είναι
Βασιλεύς, διότι μόνον εις τον βασιλέα αρμόζει ο πολύς πλούτος και το χρυσίον.
Τούτ΄ αυτό και ο Προφήτης Δαβίδ προεφήτευσε λέγων· «Βασιλείς Θαρσίς και αι
νήσοι δώρα προσοίσουσι, βασιλείς Αράβων και Σαβά δώρα προσάξουσι, και
προσκυνήσουσιν αυτώ πάντες οι βασιλείς της γης» (Ψαλμ. οα: 10). Και κατωτέρω
πάλιν λέγει εις τον αυτόν Ψαλμόν· «και ζήσεται, και δοθήσεται αυτώ εκ του
χρυσίου της Αραβίας» (αυτόθ. 15). Δια τούτο λοιπόν επήγαν εις τον Χριστόν δώρον
το χρυσίον. Τον δε λίβανον τον επήγαν ως Θεόν, διότι εις άλλον δεν αρμόζει ο
λίβανος, ειμή εις τον Θεόν. Ο Προφήτης Δαβίδ το μαρτυρεί και αυτό λέγων·
«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου» (Ψαλμ. ρμ: 2). Πάλιν δε
την σμύρναν επήγαν ως τριήμερον νεκρόν, όπου έμελλε να γίνη, διότι τον Χριστόν
με σμύρναν τον ήλειψαν και τον έθηκαν εις τον τάφον, καθώς το θείον και ιερόν
Ευαγγέλιον μαρτυρεί. Αυτά προεσήμαινον τα δώρα των Μάγων. Έχομεν λοιπόν και την
λύσιν του πέμπτου ζητήματος. Έκτον ζήτημα είναι· πόθεν οι Μάγοι εγνώρισαν και
επήγαν τα δώρα ταύτα εις τον Χριστόν; Και αυτό φανερόν είναι, ότι από τους
λόγους του Βαλαάμ, επειδή είπεν, ότι ως λέων θέλει πέσει να κοιμηθή· εκ τούτου
το εγνώρισαν, διότι ο λέων τον βασιλέα ομοιοί, επειδή αυτός είναι βασιλεύς εις
όλα τα θηρία. Θεόν δε τον ηννόησαν επειδή είπεν, ότι όστις τον υμνεί, θέλει
είναι υμνημένος· ήτοι όστις τιμά τον Θεόν, τιμά και ο Θεός εκείνον· τούτο δε
εις άλλον δεν ανήκει ειμή μόνον εις τον Θεόν· δια τούτο όθεν επήγαν το θυμίαμα
ως Θεόν αληθινόν· θνητόν δε τον ηννόησαν, οπόταν είπεν, ότι θέλει πέσει να
κοιμηθή. Όθεν εκ τούτου εγνώρισαν την ανθρωπίνην φύσιν του Κυρίου και επήγαιναν
την σμύρναν. Είπομεν και την λύσιν του έκτου ζητήματος. Ας έλθωμεν τώρα και εις
το έβδομον ζήτημα· τούτο δε είναι, αν οι Μάγοι, οίτινες εύρον τον Χριστόν, εις
το σπήλαιον τον εύρον ή εις άλλον τόπον; Το ζήτημα τούτο απιτεί μεγαλυτέραν
έρευναν, διότι ευρίσκονται τινές, οίτινες λέγουσιν, ότι δεν τον εύρον εις το
σπήλαιον, αλλά εις την Αίγυπτον, εις την οποίαν τον είχε παραλάβει η Μήτηρ
αυτού. Τούτο λέγει ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης. Όμως ο θείος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος ορίζει, ότι εις το σπήλαιον τον εύρον, εξηγεί δε ότι το σπήλαιον
εκείνο ήτο εμπορείον, ήτοι τόπος εις τον οποίον κατέλυον οι έμποροι·
εχρησιμοποίουν δε τούτο προς τον σκοπόν αυτόν, διότι ήτο μέγα και ηδύναντο να
διαμένουν εκεί επί ικανάς ημέρας, επειδή από τον πολύν κόσμον δεν είχον που
αλλού να μείνουν. Αλλά και ο Άγγελος, όστις είπεν εις τον Ιωσήφ να φύγη εις την
έρημον, έρημον δε λέγω την Αίγυπτον, όχι ότι είναι έρημος από ανθρώπους, αλλά
από Χάριν Θεού, εκεί εις το σπήλαιον τον εύρε. Όθεν φανερόν είναι, ότι εις το
σπήλαιον εύρον τον Χριστόν οι Μάγοι. Ας έλθωμεν τώρα εις το όγδοον ζήτημα·
ενθυμείσθε ποίον είναι τούτο, ή μήπως από το μήκος του λόγου το ελησμονήσατε;
Νομίζω ότι ολίγοι θα το ενθυμείσθε· όθεν ας το επαναλάβω. Εζητήσαμεν να μάθωμεν
αν ο αστήρ, όστις εφάνη εις τους Μάγους, φυσικός αστήρ ήτο ως τους άλλους, ή
μόνον τότε εφάνη; Απαντώμεν δε εις τούτο, ότι ο αστήρ εκείνος δεν ήτο εξ αρχής
ως τους άλλους αστέρας, διότι αν ήτο απ΄ εκείνους, ήθελε φανή και πρωτύτερα, ή
εις άλλον καιρόν· όθεν ούτε αστήρ φυσικός ήτο, αλλά Άγγελος Κυρίου, όστις
εφαίνετο εις σχήμα αστέρος και τους ωδήγει καθ΄ όλην την οδόν των. Ούτε πάλιν
ήτο ζώδιον φυσικόν του ουρανού, ως λέγουσιν οι αστρονόμοι, αλλά τότε μόνον
εφάνη από θελήματος Θεού, δια να εκπληρωθή ο λόγος του Βαλαάμ, και διότι
Άγγελον αισθητώς δεν ηδύναντο οι Μάγοι να ίδωσιν. Αλλά ποίον να διαλύσω και
ποίον να αφήσω; Από την πολλήν έννοιαν πίπτω εις απορίαν· ο λόγος με αναγκάζει
να συνεχίσω και η αγάπη της εορτής με κάμνει να πολυλογώ· πλην ας διακόψω τον
λόγον μου περί του ζητήματος τούτου και ας διαλύσω το επόμενον ζήτημα. Ένατον
ζήτημα είναο; Ο αστήρ αυτός πόσα έτη εφάνη πρωτύτερα από την Γέννησιν του
Χριστού; Διότι αν ήθελε φανή ομού με την Γέννησιν, πως ήθελον έλθει τόσον
γρήγορα οι Μάγοι, να εύρουν τον Χριστόν εις το σπήλαιον; Λέγουν δε περί τούτου
πολλοί εκ των Αγίων της Εκκλησίας μας, ότι σημείον φανερόν είναι η σφαγή των
Νηπίων, τα οποία εφόνευσεν ο Ηρώδης· διότι εκείνος από δύο ετών και κάτω
προσέταξε να φονεύσουν τα Νήπια· ο Χριστός δε τότε ακόμη ήτο εις το σπήλαιον·
ώστε πρωτύτερα δύο έτη εφάνη ο αστήρ από την Γέννησιν του Χριστού και ωδήγει
τους Μάγους από την Περσίαν έως εις την Βηθλεέμ. Θα ηδύναντο δε να έλθουν και
ενωρίτερον των δύο ετών, αλλά Θεού οικονομία ήτο να αργήσουν, δια να διέλθωσι
τόπους πολλούς, διηγούμενοι και λέγοντες, ότι Βασιλεύς μέγας εγεννήθη και
υπάγομεν να τον προσκυνήσωμεν. Αλλά και άλλο σημείον μαρτυρεί, ότι δύο έτη προ
της Γεννήσεως εφάνη ο αστήρ· διότι ο Άγγελος, όστις εφάνη εις τους Μάγους και
τους είπε να μη επιστρέψουν εις τον Ηρώδην, εις το σπήλαιον τους εύρεν ακόμη·
ώστε απεδείξαμεν, ότι δύο έτη προ της Γεννήσεως εφάνη ο αστήρ· αυτό δε ήτο το
ένατον ζήτημα. Ας έλθωμεν τώρα να διαλύσωμεν και το δέκατον ζήτημα, το οποίον
είναι: διατί δεν εσαρκώθη ο Χριστός πρωτύτερα, αλλά εις τον ύστερον καιρόν,
αφήσας τόσας ψυχάς ανθρώπων να κολασθώσι; Τούτο ακόμη ας διαλύσωμεν και έπειτα
να είπωμεν και τα επίλοιπα, να τελειώσωμεν τον λόγον, τον οποίον κατά πολύ
εμακρύναμεν, και το οποίον δεν ήτο πρέπον· διατί όμως δεν ήτο πρέπον; Διότι η
υπόθεσις της εορτής μας δεν είναι άγνωστος· όλοι γνωρίζετε ότι η Γέννησις του
Χριστού είναι και ότι ο Χριστός εγεννήθη κατά την σήμερον, καθώς και ότι η
σημερινή ημέρα είναι η απαρχή της σωτηρίας των ανθρώπων. Ημείς δε ας διαλύσωμεν
το ζήτημα αυτό απ΄ εδώ. Πιστεύομεν και ομολογούμεν, ότι ο Θεός είναι φύσει
αγαθός, εύσπλαγχνος, μακρόθυμος, ποτέ δεν θέλει το κακόν του ανθρώπου, ούτε
παντάπασιν αγαπά το κακόν, αλλά μόνον το καλόν αγαπά, το αγαθόν θέλει, το
συμφέρον της ψυχής του ανθρώπου οικονομεί· διότι είναι φύσει αγαθός δια παντός.
Δι΄ αυτό και πρώτον εποίησε τους Αγγέλους τους οποίους έκαμε πνεύματα λογικά
δια να αντιλαμβάνωνται και να μετέχωσι και αυτοί από την Χάριν και το φως του
Θεού. Δεν ηρκέσθη όμως ο Θεός εις μόνους τους Αγγέλους, αλλ΄ έκαμε και όλον τον
άλλον κόσμον, τον υλικόν, όστις είναι από τον ουρανόν έως την γην· και οι μεν
Άγγελοι έχουν ομοιότητά τινα με τον Θεόν· ο άλλος όμως κόσμος ουδεμίαν ομοιότητα
έχει προς Αυτόν· όθεν δι΄ αυτό τα δύο αυτά κτίσματα του Θεού ήσαν τελείως
αμέτοχα το εν από του άλλου. Θέλων δε ύστερον ο Πανάγαθος Θεός να δείξη την
άπειρον σοφίαν του, έκαμεν ένα πλάσμα, τον άνθρωπον, τον οποίον έκαμε να μετέχη
και από τα δύο άλλα κτίσματά του, από πνεύμα δηλαδή και από ύλην, να είναι
θνητός ομού και αθάνατος, αισθητός και νοητός, αισθητός από το σώμα και νοητός
από την ψυχήν, να βασιλεύη εις τα κτίσματα του Θεού και να βασιλεύεται από τον
Θεόν, να προσκυνή τον Θεόν και να προσκυνήται από τα ποιήματα του Θεού· να
είναι θνητός δια να είναι εδώ ολίγον καιρόν, όταν δε αποθάνη, να γίνεται
αθάνατος, να ζη δηλαδή αιωνίως· να αποθνήσκη το σώμα και να ζη η ψυχή· το σώμα
να φθείρεται, η δε ψυχή να είναι αθάνατος, δια να υμνή τον Θεόν. Έκαμε δε ο Θεός
τον Αδάμ και τον άφησεν εις την εξουσίαν του· μίαν μόνον εντολήν τον προσέταξε
να φυλάττη και εκείνην μόνον δια να γνωρίζη ο Αδάμ, ότι έχει τον Θεόν υπεράνω
αυτού. Είχεν ο Θεός καιρόν να αφήση τον Αδάμ δια να φάγη από το ξύλον εκείνο,
αλλά δεν υπέμεινεν ο Αδάμ και παραβάς την εντολήν του Θεού εδιώχθη από τον
Παράδεισον· ουδείς του έπταισεν· ουδείς τον εδίωξε· μόνος του από την αμαρτίαν
του εδιώχθη· εξέπεσεν από την δόξαν του Θεού και κατήντησεν εις την γην αυτήν
την κατηραμένην. Δεν ήρκεσε δε μόνον αυτό, αλλά και περισσότερα ακόμη
μετεχειρίσθη ο άνθρωπος, πορνείας, ειδωλολατρίας, μοιχείας, φόνους, φθόνους,
ζημίας και όσα κακά είναι του διαβόλου ευρήματα και νοήματα, όλα ο άθλιος
άνθρωπος τα έκαμε· το δε χειρότερον, ότι και τον Θεόν δεν προσεκύνει, αλλ΄ εφεύρεν
είδωλα κωφά και τυφλά, ξύλα και λίθους και άλλα αισθητά πράγματα, τα οποία
ετίμα και εσέβετο ως θεούς. Ο δε Πανάγαθος Θεός, θέλων να επαναφέρη τον
ταλαίπωρον άνθρωπον από την πλάνην, εδείκνυε πάντοτε κατά καιρούς σημεία πολλά·
κατακλυσμόν έκαμεν εις όλον τον κόσμον, πόλεις κατέκαυσε, άλλα σημεία πολλά
έδωκεν, αλλ΄ ο άνθρωπος δεν εννοούσε πλέον να επιστρέψη από τας αμαρτίας του·
ανέμενεν ο Θεός να μετανοήση, αλλ΄ αυτός δεν μετενόει δια τα τόσα κακά, τα
οποία έκαμε. Τέλος βλέπων ο Θεός, ότι δεν επιστρέφει πλέον ο άνθρωπος από τας
κακίας του, κατήλθε μόνος του και εσαρκώθη από της Αγίας Παρθένου και Θεοτόκου
Μαρίας· δεν κατήλθε δε πρωτύτερα, διότι δεν είχον εισέτι διέλθει όλοι οι
Προφήται· ο κόσμος ακόμη δεν είχε διαλεχθή να φανή ποίος είναι ο καλός και ποίος
ο κακός· ακόμη δεν είχον δοκιμασθή τελείως οι άνθρωποι· ακόμη ο Προφήτης
Ιωάννης ο Πρόδρομος δεν ήτο γεγεννημένος· ο στρατιώτης ακόμη δεν είχεν έλθει· ο
ετοιμαστής δεν είχεν ετοιμάσει· ο κήρυξ δεν είχε κηρύξει· ο διαλαλητής ακόμη
δεν είχε διαλαλήσει, ότι έρχεται ο Χριστός· πρώτον περιπατεί ο διαλαλητής και
διαλαλεί, ότι έρχεται ο βασιλεύς, και τότε φθάνει και ο βασιλεύς· ούτως ήτο και
ο Τίμιος Πρόδρομος, ως κήρυξ· ο δε Χριστός είναι ο Βασιλεύς· δια τούτο λοιπόν
ύστερον ήλθεν ο Χριστός και εσαρκώθη. Ο Άγιος Απόστολος Παύλος το μαρτυρεί,
λέγων· «ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού,
γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα
την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. δ: 4-5). Ιδού βοηθεία του γεννηθέντος Χριστού
εδιαλύσαμεν και τα δέκα ζητήματα· φέρε λοιπόν να είπωμεν και τα επίλοιπα της
εορτής. Δια την σημερινήν ημέραν ο Προφήτης Μωϋσής προφηρεύων έλεγε· «Προφήτην
εκ των αδελφών σου ως εμέ αναστήσει σοι Κύριος ο Θεός σου, αυτού ακούσεσθε κατά
πάντα» (Δευτ. ιη: 15), και ολίγον κατωτέρω, προσθέτει «και ο άνθρωπος, ος εάν
μη ακούση όσα αν λαλήση ο Προφήτης εκείνος επί τω ονόματί μου, εγώ εκδικήσω εξ
αυτού» (αυτόθι 19). Προφήτην έλεγε τον Χριστόν, καθότι είναι καρδιογνώστης και
γνωρίζει, ως Θεός όπου είναι, τι μέλλει να γίνη ή διότι προεφήτευσεν ο Χριστός,
ότι μέλλει να καταστραφούν τα Ιεροσόλυμα και ο Ναός, ως και κατεστράφησαν· ως
εμέ δε λέγει, διότι και ο Χριστός άνθρωπος ήτο, κατά την ανθρωπίνην φύσιν, ως
τον Μωϋσήν, πλην μόνον ότι ήτο χωρίς αμαρτίας, ή είπε τούτο διότι και ο Χριστός
ενομοθέτησεν άλλον Νόμον, ως και ο Μωϋσής. Αυτό προέβλεπεν ο Δαβίδ ο βασιλεύς
και έλεγε· «Καταβήσεται ως υετός επί πόκον, και ωσεί σταγών η στάζουσα επί την
γην» ( Ψαλμ. οα: 6). Αυτό προέβλεπεν ο Προφήτης Δανιήλ και έλεγε προς τον
Ναβουχοδονόσορα· «και εν ταις ημέραις των βασιλέων εκείνων αναστήσει ο Θεός του
ουρανού Βασιλείαν, ήτις εις τους αιώνας ου διαφθαρήσεται, και η Βασιλεία αυτού
λαώ ετέρω ουχ υπολειφθήσεται· λεπτυνεί και λικμήσει πάσας τας βασιλείας, και
αυτή αναστήσεται εις τους αιώνας» (Δαν. β: 44). Αυτό προέβλεπε και ο Προφήτης
Αββακούμ, και έλεγεν· «Ο Θεός από Θαιμάν ήξει, και ο Άγιος εξ όρους Φαράν
κατατασκίου δασέος» (Αβ. γ: 3). Όρος κατάσκιον την Παναγίαν ονομάζει, ήτις ήτο
εσκιασμένη όλη από τας Χάριτας του Παναγίου Πνεύματος. Αυτό προεσήμανεν η
Βάτος, την οποίαν είδεν ο Μωϋσής (Έξ. γ: 2)· διότι και η Παναγία εδέχθη το πυρ
όλον της Θεότητος και έμεινεν ακατάφλεκτος. Αυτό προεσήμαινεν η Ράβδος του
Ααρών (Αριθ. ιζ: 8), ήτις χωρίς τινα υγρότητα εβλάστησεν, διότι και η Παναγία
χωρίς σποράν ανδρός εγέννησε σήμερον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Αυτό
προεσήμαινεν η Κλίμαξ του Ιακώβ (Γεν. κη: 12), διότι δια του τόκου της Παναγίας
οι άνθρωποι αναβαίνουσιν εις την Βασιλείαν των ουρανών. Αυτό προεσήμαινεν η
Κάμινος των Αγίων Τριών Παίδων (Δαν. γ: 19-29), διότι και η Κυρία Θεοτόκος δεν
κατεκάη από το πολύ πυρ της Θεότητος. Αυτήν την αγίαν ημέραν όλοι οι Προφήται
προεφήτευσαν, αν και εγώ χάριν συντομίας αντιπαρέρχομαι τους πολλούς. Δια τούτο
και ημείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας πανηγυρίσωμεν σήμερον, ας τιμήσωμεν την
ημέραν την Δεσποτικήν, ας δοξάσωμεν τον Χριστόν, όχι με θυσίας ειδωλολατρικάς ή
με χορούς ή μέθας και άσματα και όσα χαίρεται ο δαίμων, αλλά με ευχαριστίας, με
δοξολογίας, με καθαράν καρδίαν και γενικώς με όσα χαίρεται και δοξάζεται ο
Θεός· δια να αξιωθώμεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας
ημάς επιτυχείν, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών
Ιησού Χριστού, του σήμερον γεννηθέντος, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας.
Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου