Μελάνη η μακαρία μήτηρ
ημών η σήμερον εορταζομένη ήτο γέννημα και θρέμμα της περιφήμου μεγαλοπόλεως
Ρώμης, εις την οποίαν εγεννήθη κατά το έτος τπγ΄ (383), καταγομένη από γένος περιφανέστατον.
Οι γονείς της ήσαν οι πρώτοι της βουλής και από όλους τους άρχοντας
πλουσιώτεροι, ευσεβείς και αυτοί και ενάρετοι. Όταν δε έφθασεν η κόρη εις
ηλικίαν νόμιμον και οι γονείς της εβούλοντο να την υπανδρεύσουν, τους
παρεκάλεσε να μη της αναφέρουν πλέον υπόθεσιν γάμων. Αυτοί όμως είχον πόθον να
κάμουν απόγονον, δια να κληρονομήση τον πλούτον των. Όθεν και μη θέλουσαν την
υπάνδρευσαν, όταν ήτο εις το δέκατον τέταρτον έτος της ηλικίας της. Ο δε
νυμφίος ήτο ετών δεκαεπτά, Απελλιανός ονομαζόμενος, καταγόμενος και αυτός από
γένος των υπάτων ευγενικώτατον.
Η δε θαυμασία Μελάνη και μετά τους γάμους είχεν όλον τον νουν της εις την παρθενίαν και επεθύμει πάρα πολύ να φέρη εις αυτήν την σώφρονα γνώμην και τον νυμφίον της και πολλά τον παρεκάλεσε, λέγουσα προς αυτόν τοιαύτα με θερμότατα δάκρυα· «Δέομαί σου, ηγαπημένε μου, να φυλάξωμεν σωφροσύνην απόκρυφα, χωρίς να ηξεύρη ο κόσμος τίποτε και χαρά εις την ψυχήν σου, εάν κατορθώσης τοιαύτην αρετήν θεάρεστον· εάν δε πάλιν δεν ημπορής συ να παρθενεύης δια το νέον της ηλικίας σου, πορεύου συ καθώς θέλεις και εμέ άφες εις την εξουσίαν μου και σου χαρίζω όλην την προίκα μου, δούλους, χρυσίον, ιμάτια και τα επίλοιπα άπαντα, όλα ταύτα σου δίδω, μόνον να μένω παρθένος εν ησυχία». Ο δε απεκρίντο· «Τώρα δεν ημπορούμεν να κάμωμεν καθώς λέγεις, έως να γεννήσωμεν κληρονομίαν δια τον πλούτον μας και τότε σου υπόσχομαι και εγώ επ’ αληθείας να συγκοινωνήσω εις την ευσεβή και αγαθήν γνώμην σου· διότι άπρεπον είναι να έχη η γυναίκα περισσότερον έρωτα εις τα θεία από τον άνδρα και τότε, καθώς εις τον γάμον, ούτω και εις την αγίαν διαγωγήν να συγκοινωνήσωμεν». Ούτω λοιπόν συμφωνήσαντες, έκαμαν μετά τον χρόνον παιδίον θηλυκόν· έπειτα διήγεν η Μελάνη πένθιμα ενδεδυμένη και ευτελέστατα και δεν ήθελε να βάλη λαμπρά ιμάτια, ούτε ενίφθη το πρόσωπον και ηγωνίζετο πολλά να καταπείση τον άνδρα της να εκπληρώση εκείνο το οποίον της υπεσχέθη· αλλ’ αυτός δεν ήθελεν έως να γεννήσουν και δεύτερον τέκνον· εβουλήθη λοιπόν να αναχωρήση κρυφίως από τους συγγενείς της και συμβουλευθείσα εναρέτους πνευματικούς Πατέρας, της είπον να έχη υπομονήν έως άλλον ένα χρόνον και τότε να γίνη του Κυρίου το θέλημα. Παρέμεινε λοιπόν δια να μη γίνη παρήκοος, αλλά ηγωνίζετο ως να ήτο εις Μοναστήριον· ενήστευεν, ηγρύπνει, εφόρει κατάσαρκα ράσα τρίχινα και ετέλει και άλλας αρετάς κρυφίως· μόνον δε μία θεία της εγνώριζε την υπόθεσιν και την συνεβούλευε να μη φορή τρίχινα, δια να μη της έλθη ασθένεια· αλλ’ αυτή εταλαιπωρείτο περισσότερον από την λύπην της· διότι δεν ηδύνατο να αναχωρήση, παρά την τόσην της κακοπάθειαν· όθεν εδέετο εις τον Θεόν καθ’ εκάστην να την αξιώση του ποθουμένου το γρηγορώτερον, όπως και εγένετο. Όταν λοιπόν επλησίασεν ο καιρός να γεννήση το δεύτερον τέκνον της και καθώς προσηύχετο όλην την νύκτα, τα εσπέρια του Αγίου Λαυρεντίου του Ιερομάρτυρος, της ήλθαν οι πόνοι της γέννας, αυτή όμως δεν έπαυε τας ευχάς, αλλά ίστατο γονυπετής όσον ηδύνατο, έως ου την έσφιγξαν περισσότερον και με οδύνας μεγάλας και ανείκαστον βάσανον εγέννησε παιδίον αρσενικόν, το οποίον ως εβαπτίσθη απήλθε προς Κύριον. Η δε μήτηρ έμεινε μετά τον τοκετόν εις οδύνην και εκινδύνευεν από τους πόνους εις θάνατον· ελθών δε ο άνδρας της και βλέπων αυτήν οδυνωμένην, την συνεπόνεσε και δραμών εις την Εκκλησίαν έκλαιε προς τον Δεσπότην ευχόμενος να την λυτρώση από τον χαλεπώτατον κίνδυνον· η δε Μελάνη εύρε τον καιρόν κατά τον σκοπόν της αρμόδιον και του είπε, εάν αγαπά την ζωήν της, να κάμη όρκον προς Κύριον, να φυλάξουν σωφροσύνην εις το εξής· ο δε παρευθύς έταξε του Θεού να την φυλάξη αψευδέστατα. Τότε η Μελάνη από την χαράν της ελησμόνησε την ασθένειαν και δυναμωθείσα υπό Θεού ηγέρθη της κλίνης ταχύτερον και διήρχετο μοναχικώς την ζωήν της, χωρίς επιμέλειαν τινα του σώματος· μόνον την ψυχήν της εστόλιζε. Τότε εκοιμήθη και το μονογενές και ποθητόν της θυγάτριον· όθεν εσυμφώνησεν ο άνδρας της και εσήκωσαν τον γλυκύν ζυγόν του Κυρίου τον ελαφρότατον. Εποθούσαν λοιπόν να απαρνηθώσι τον κόσμον και να υπάγουν εις Μοναστήριον· αλλ’ οι γονείς των δεν τους άφησαν· όμως ύστερον έβγαλεν από το μέσον παν εμπόδιον η άνωθεν δύναμις μετατρέπουσα την λύπην αυτών εις πολλήν αγαλλίασιν· διότι καθώς εμελετούσαν ταύτα αμφότεροι, ήλθεν εις αυτούς ευωδία από τον ουρανόν άρρητος, την οποίαν ούτε γλώσσα να την διηγηθή ούτε νους να την εννοήση δύναται, ήτις επλήρωσε τας ψυχάς των τοσαύτης ευφροσύνης και χάριτος, ώστε εστήριξαν εις τον Θεόν πάσαν μέριμναν να οικονομήση εις αυτούς καθώς βούλεται. Μετ’ ολίγον απέθανεν ο πατήρ της Μελάνης και έμεινεν αυτή του λοιπού ανενόχλητος· όθεν εξήλθον από την πόλιν, όταν ο μεν Απελλιανός ήτο ετών εικοσιτεσσάρων, αυτή δε είκοσι και απήλθον εις τόπον ησυχαστικόν και ατάραχον, εις τοιαύτην ηλικίαν εις την οποίαν ακμάζει η νεότης και ποθεί τα σωματικά και επίγεια, αυτοί δε οι αείμνηστοι κατεπάτησαν όλας τας ηδονάς και απολαύσεις της φθειρομένης σαρκός, δια να απολαύσουν την ανεκλάλητον αγαλλίασιν. Όταν λοιπόν έβλεπεν η πάνσοφος Μελάνη τον άνδρα της και έκλινεν ως νέος παρά μικρόν από την ακρίβειαν της μοναδικής διαγωγής, τον συνεβούλευε και τον διώρθωνεν, όταν δηλαδή τον έβλεπε να επιμεληθή την τροφήν αυτού ή το ένδυμα ή άλλο όμοιον, έως ότου τον έφερεν εις την αληθή φιλοσοφίαν την ζηλωτήν και σωτήριον. Επειδή δε ήσαν πολύ πλούσιοι από χρυσίον και εισοδήματα, δεν έπαυον καθ’ εκάστην να θεραπεύωσι ξένους, να φιλεύουν πεινώντας, να λυτρώνουν φυλακισμένους, να πληρώνουν το χρέος αυτών, να τους χαρίζουν και χρήματα να πορεύωνται και απλώς ειπείν όσους είχον λύπην τινά και συμφοράν τους επαραμυθούσαν και εβοηθούσαν εκείνους μεν προς αυτάρκειαν, αυτοί δε δεν εκράτουν δι’ εαυτούς τίποτε. Τας χριστομιμήτους ταύτας πράξεις βλέπων ο φθονερός διάβολος εκάκιζε, και παρεκίνησεν ένα αδελφόν, τον οποίον είχεν ο Απελλιανός, Σεβήρον ονομαζόμενον, και άλλοτε μεν του ήρπαζεν ένα αγρόν, ή καρπούς από την εσοδείαν, ή χρήματα, άλλοτε δε του έπαιρνε τινάς από τους δούλους του, και τους επλήρωνε να ομόσουν ψεύματα, ότι ήτο ιδικόν του τούτο ή το δείνα αμπέλιον ή περιβόλιον, και άλλας διαφόρους αδικίας τους έκαμεν. Αλλ’ αυτοί τα υπέμειναν όλα δια τον Κύριον, και εχαίροντο μάλιστα, τας συμφοράς του Ιώβ ενθυμούμενοι. Μόνον ελυπούντο, διότι έπαιρνεν ο άδικος εκείνος τον πλούτον, τον οποίον εποθούσαν να δώσουν εις τους πτωχούς. Ταύτα μαθούσα η ευσεβεστάτη βασίλισσα Βερίνα είχεν πόθον πολύν να τους ίδη, και πολλάκις έστειλε προς την Μελάνην παρακλήσεις να υπάγη εις τα βασίλεια. Όθεν, δια να μη φανή υπερήφανος, ότι δεν καταδέχεται την βασίλισσαν, εκίνησαν ομού με τον Απελλιανόν δια να υπάγουν αμφότεροι. Ήτο δε νόμος να μη τολμήση καμμία γυνή να εισέλθη, έχουσα την κεφαλήν σκεπασμένην εις τα βασίλεια. Αυτή δε του μεν πολιτικού νόμου καταφρονήσασα, του δε μακαρίου Παύλου την εντολήν επακριβώς διαφυλάττουσα, ούτε την κεφαλήν εξεσκέπασεν, ούτε τα ράσα της τα πενιχρά ήλλαξεν, αλλ’ ούτως ευτελέστατα ενδεδυμένη εισήλθεν εις τα βασίλεια, χωρίς να κοιτάξη τίποτε από τα πολύτιμα πράγματα, τα οποία ήσαν εκεί. Βλέπουσα η βασίλισσα τοσαύτην ταπείνωσιν, ηγέρθη από τον θρόνον δι’ ευλάβειαν και την εκάθισε πλησίον της, θαυμάζουσα την ευτέλειαν του ενδύματος και την επήνεσε λέγουσα· «Προ πολλού ήκουσα την καλήν φήμην των θεϊκών σου πράξεων, και ευχαριστώ τον Κύριον, διότι ηξιώθην να σε απολαύσω. Μακαρία συ, όπου εμακαρίσθης δικαίως από τον Κύριον». Ταύτα και έτερα λέγουσα, ηγέρθη πάλιν από τον χρυσόν θρόνον η βασίλισσα και την ενηγκαλίσθη και την κατεφίλει με πολλήν ευλάβειαν και κατάνυξιν, της υπεσχέθη δε να κάμη εις τον Σεβήρον εκδίκησιν, δια τας αδικίας τας οποίας τους έκαμεν. Η δε Αγία απεκρίθη· «Καλλίτερον να μας αδικούσι, δέσποινα, παρά ημείς να αδικήσωμεν, παρακαλώ δε την βασιλείαν σου, όπως μη τον ενοχλήσητε εις τίποτε. Όσα επήρεν έως τώρα, ας είναι συγχωρημένος· μόνον να μη μας πειράξη πλέον, διότι καλλίτερον είναι να τα δώσωμεν εις τους πτωχούς, παρά να τα παίρνη εκείνος άδικα». Έλαβον λοιπόν την βασιλικήν εξουσίαν, να πωλήσουν όλα τα υπάρχοντά των και να κάμουν καθώς επεθύμουν. Όχι δε μόνον εκεί εις την Ρώμην είχον πλούτον άπειρον, αλλά και εις πολλούς άλλους τόπους της Ιταλίας, εις δε την Βρεττανίαν θαυμασιώτερα, τα οποία όλα επώλησεν και τα ηγόρασαν οι άρχοντες, διότι τους παρακάλεσεν ο βασιλεύς, δια να λυτρωθή η μακαρία από πολλάς φροντίδας και μερίμνας και να δυνηθή να απολαύση κατά τον πόθον της. Είχον δε τοσαύτα πράγματα οι μακάριοι, ώστε δεν τους έφθανεν άλλος εις τον πλούτον, ειμή μόνον ο βασιλεύς και αυτοκράτωρ· τόσον δε εισόδημα τους ήρχετο, ώστε εάν το είπω, θέλουσιν είπει τινές ότι λέγω πράγμα απίστευτον, αλλ’ εγώ το γράφω, καθώς πολλοί εμαρτύρησαν, λέγοντες, ότι δώδεκα μυριάδες λίτρα χρυσίου ήτο η κατ’ έτος εσοδεία των, τα οποία όλα εμοίρασαν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς οι τρισμακάριοι· αι δε οικίαι των ήσαν τόσον μεγάλαι, ώστε δεν ηδυνήθη κανείς Ρωμαίος να τας αγοράση· ύστερον δε, ότε έκαυσαν την Ρώμην οι βάρβαροι, τας επώλησαν με μικράν τιμήν και τα έδωκαν και αυτά εις τους πένητας. Εξεδήλωσε δε ακόμη την επιθυμίαν της η μακαρία Μελάνη να χαρίση εις την αδελφήν του βασιλέως μερικά από τα χρυσά κοσμήματά της, αλλ’ αυτή δεν ηθέλησε να κρατήση τίποτε λέγουσα· «Όστις λάβη από σας τίποτε, είναι πράγματι ιερόσυλος, επειδή όλα αυτά τα αφιερώσατε εις τον Θεόν». Έδιδον λοιπόν οι μακάριοι καθ’ ώραν εις τους έχοντας ανάγκην από όλα τα χρειώδη αφθόνως, τόσον ώστε δεν έμεινε σχεδόν χώρα και έθνος, που να μη έλαβεν ευεργεσίαν απ’ αυτούς και δια να είπωμεν με ένα λόγον, η ελεημοσύνη των έτρεχεν ως ποταμός εις όλην την γην και την θάλασσαν· η Φοινίκη, η Συρία, η Αίγυπτος, και παρ’ ολίγον όλη η οικουμένη ευηργετήθη απ’ αυτούς, αλλά και νήσους ακεραίας ηγόρασαν από τον βασιλέα και τας εχάρισαν εις Αγίους ανθρώπους και έδωκαν χρήματα εις Μοναχούς και Μοναχάς και έκτισαν Μοναστήρια· όλα δε τα πολύτιμα ιμάτιά των και τα ασημικά άπαντα αφιέρωσαν εις τας Εκκλησίας και τα άκαμαν κοσμήματα· έπειτα, αφού έδωσαν όσα είχον εις την Ιταλίαν, επήγαν και εις την Σικελίαν· αφ’ ενός μεν δια να δώσουν εκείνα, τα οποία εξουσίαζον, αφ’ ετέρου δε δια να ίδωσι τον αγιώτατον Παυλίνον, τον πνευματικόν των Πατέρα και άξιον Αρχιερέα. Αφού δε ανεχώρησαν από την Ρώμην, ο έπαρχος ως φιλάργυρος ήρπασε τας οικίας των και όσα πράγματα τους έμειναν αλλά παρευθύς τον εύρεν ο θυμός του Θεού· διότι συνέβη να γίνη πείνα κατ’ εκείνας τας ημέρας και δεν ευρίσκετο άρτος εις την αγοράν· όθεν εθυμώθησαν οι άνθρωποι και δραμόντες κατ’ αυτού όλον το πλήθος, εφόνευσαν βιαίως τον άθλιον· και πάλιν εις ολίγας ημέρας έδραμον βάρβαροι και ηρήμωσαν όσα ήσαν έξω της πόλεως, ούτως ώστε εφάνη ότι θέλημα Θεού ήτο και διεμοίρασαν τον πλούτον των πρότερον οι μακάριοι και τον εθησαύρισαν εις τον ουρανόν, από τον οποίον δεν κλέπτεται. Αφού δε ανεχώρησαν από την Μεσσήνην της Σικελίας, δια να υπάγουν εις την Λιβύην και την Καρχηδόνα, ηγέρθη μέγας και άγριος άνεμος και τους επείραζεν ημέρας τινάς, εκινδύνευον δε τόσον, ώστε εγνώρισεν η μακαρία Μελάνη, ότι δεν ήτο θέλημα Θεού να υπάγουν εκεί όπου εβούλοντο. Όθεν προστάσσει τους ναύτας να στρέψωσι το πηδάλιον και να υπάγουν εκεί όπου επέτρεπεν ο άνεμος, ταξιδεύοντες δε με ούριον άνεμον, έφθασαν εις μίαν νήσον, την οποίαν είχον λεηλατήσει βάρβαροι και πολλούς ανθρώπους άνδρας τε και γυναίκας και παίδας ηχμαλώτισαν· δια να δώσουν δε οπίσω τους αιχμαλώτους εζήτουν τόσον χρυσόν, ώστε ήτο αδύνατον να ευρεθή εις την νήσον, ηπείλουν μάλιστα ότι αν δεν τους τον δώσουν ταχέως, αυτούς μεν θα κατακόψουν, την δε νήσον θα καύσωσι. Οι δε νησιώται ήσαν πτωχοί και δεν είχον να δώσουν τόσα αργύρια, αλλ’ ο παντοδύναμος Θεός τούς έστειλε θαυμασίως βοήθειαν, δια να μη απολεσθώσιν αδίκως· διότι η Αγία τους έδωσε περισσότερα από όσα εζήτησαν και όχι μόνον το χρυσίον, το οποίον επήραν οι βάρβαροι έδωσεν, αλλά αφού ελύτρωσε τους αιχμαλώτους, τους εχάρισε και φλωρία χρυσά πεντακόσια, έτι δε και άρτους και έτερα βρώματα, δια να ευφρανθώσιν, ώστε να λησμονήσουν τας θλίψεις και συμφοράς τάς οποίας έπαθον. Ταύτην την αναγκαίαν ελεημοσύνην ποιήσαντες οι μακάριοι, έπλευσαν χωρίς λύπην πλέον, αλλά με αέρα γλυκύτατον και έφθασαν εις την Καρχηδόνα, δώσαντες και εκεί ελεημοσύνην αγρούς και χρήματα πάμπολλα· άλλα μεν αφιερούντες εις Εκκλησίας και Μοναστήρια και έτερα εις πτωχούς διανέμοντες, έμειναν δε εις μίαν χώραν θαυμάσιον, εις την οποίαν ήτο εις Πνευματικός ενάρετος και εγγράμματος, την κλήσιν Αλύπιος, εις το Μοναστήριον του οποίου έμειναν μελετώντες τα ιερά λόγια και χαρίζοντες εις αυτήν την Μονήν πολύ χρυσίον και εισοδήματα· έκτισαν δε εκεί εις τα όρια της Μονής εκείνης άλλα δύο Μοναστήρια, τα οποία επροίκισαν με εσοδείας και χρήματα προς αυτάρκειαν και εις μεν τον εν κατώκησαν άνδρες ογδοήκοντα, εις δε το άλλο γυναίκες εκατόν και τριάκοντα. Εις την γυναικείαν ταύτην Μονήν έμεινε και η μακαρία Μελάνη, αλλά δεν ηθέλησε να γίνη Ηγουμένη, καθώς έπρεπεν, ως ευγενεστέρα πασών, πλουσιωτέρα, εγγράμματος και πάνσοφος όπου ήτο, λέγουσα εις τας αδελφάς, αίτινες την παρεκάλουν μετά δακρύων ως ευεργέτην και δέσποιναν να τας ποιμάνη, ότι δεν ήθελε να έχη φροντίδα και μέριμναν. Ούτω λοιπόν το ευλογημένον εκείνο ανδρόγυνον εμοίρασαν όλον τον πλούτον των εις χείρας πενήτων δια τον Κύριον και έμειναν ακτήμονες, δια να απολαύσουν άλλον πλούτον, τον οποίον να μη δύναται τις να τον κλέψη ουδέποτε. Ενήστευε δε η Αγία από όλα τα ηδονικά βρώματα και μόνον όταν έκλινε προς την δύσιν ο ήλιος έτρωγε μίαν φοράν την ημέραν τροφήν ολίγην σκληράν και άχρηστον· σπανίως δε έβαλλεν ολίγον έλαιον εις το φαγητόν, οίνον όμως δεν έπινεν ουδόλως ειμή μόνον ύδωρ μετά μέλιτος. Και εις μεν την αρχήν έτρωγε μίαν φοράν την ημέραν, έπειτα κάθε δύο ή τρεις ημέρας και ύστερον μόνον μίαν φοράν την εβδομάδα και πάλιν δεν εσχόλαζεν από το εργόχειρον, αλλά την περισσοτέραν ημέραν έγραφε πάντοτε, επειδή ήτο άριστος καλλιγράφος και ταχυγράφος θαυμασία, τόσον ώστε δεν έγραφεν άλλος τις λαμπρότερα και γρηγορώτερα, και ποτέ δεν ησθένησεν από το εργόχειρον, αλλά με πολλήν προθυμίαν έγραφε το περισσότερον της ημέρας. Έπειτα, αφού εκουράζετο η χειρ της, ανεγίνωσκεν όσον ηδύνατο και πάλιν όταν εβαρύνοντο οι οφθαλμοί της από την ανάγνωσιν ηκροάζετο αγίων ανδρών ομιλίας ή προσηύχετο, την δε νύκτα μόνον δύο ώρας εκοιμάτο κατά γης εις ένα σάκκον τρίχινον, την δε επίλοιπον νύκτα ηγρύπνει και έλεγεν ότι πρέπει να αγρυπνώμεν πάντοτε, επειδή δεν ηξεύρομεν, κατά τον δεσποτικόν λόγον, ποίαν ώραν ο κλέπτης έρχεται. Εδίδασκε δε τας παρθένους η Οσία να μάχωνται κατά του ύπνου όσον ηδύναντο, λόγος αργός ποτέ να μη εξέλθη από το στόμα των, ούτε καν να γελάσωσιν ή να εισέλθη εις την ψυχήν των λογισμός άτοπος. Πολλάκις δε ενήστευε και την Κυριακήν, και μόνον εκάστην ογδόην ημέραν έτρωγεν, αλλά η Ηγουμένη την επέπληξε, λέγουσα ότι δεν έπρεπε να κάμνη την δεσποτικήν ημέραν ίσην με τας επιλοίπους, αλλά να μεταλαμβάνη τροφής και ελαίου ολίγου, εις δόξαν Θεού. Όθεν η Αγία έκοψε και εις τούτο το θέλημά της, δια να πληρώση τον λόγον του Απ. Παύλου, όστις λέγει· «Πείθεσθε τοις Ηγουμένοις» (Εβρ. ιγ: 17) και τα λοιπά. Αλλά τις δύναται να διηγηθή ικανώς τας αρετάς της μακαρίας εκείνης; Την κακοπάθειαν, τους κόπους και τους πόνους, το της αναγνώσεως σύντομον, των αναγνωσμάτων την έρευναν, και τας λοιπάς φιλοθέους πράξεις και εργασίας της; Έγραφε δε καθ’ εκάστην, ως είπομεν, και όσα εκέρδιζεν από το γράψιμον τα έδιδεν εις τους πτωχούς· πολλάκις δε ειργάζετο και κανέν ένδυμα, και το εχάριζεν εις ιερωμένους ανθρώπους δια να αφιερώνεται το ιερόν εις τόπον ιερόν τε και άγιον· εκοπίαζε πολύ εις την θείαν ανάγνωσιν, και εξόχως ανεγίνωσκε την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην τρις του έτους, όλας δε τας ακριβείς και ωφελίμους αυτών μαρτυρίας εφύλαττεν εις ενθύμησιν, και τας έστελλε και γραπτώς εις διαφόρους τόπους δια πολλών ωφέλειαν. Εγνώριζε δε η Οσία και την ελληνικήν γλώσσαν τόσον καλά, ώστε την ωμίλει ως και την ιταλικήν της πατρίδος της και δεν την εγνώριζον οι ακούοντες, όταν ωμίλει την γλώσσαν μας, ότι ήτο Ρωμαία, αλλά την ενόμιζον Ελληνίδα. Είχε δε ζήλον προς τον Χριστόν ανείκαστον, και εσπούδαζεν όσον ηδύνατο με έργα και δώρα και λόγους να προσελκύη τους νέους και τα κοράσια προς σωφροσύνην και άσκησιν· τους δε Σαμαρείτας και Έλληνας εδίδασκε πανσόφως, και τους ωδήγει εις την ευσέβειαν. Ούτω λοιπόν η μακαρία ως σοφός αλιεύς τας ψυχάς των ανθρώπων ηλίευεν, έκτισε δε και μίαν κιβωτόν ξυλίνην μικράν, στενήν μεν τόσον, ώστε δεν ηδύνατο να γυρίση δεξιά ή αριστερά και χαμηλήν όσον δεν ηδύνατο να σταθή ορθία· εις ταύτην εσφαλίσθη, ως εις τον τάφον, αφήσασα μίαν μικράν θυρίδα, από την οποίαν ωμίλει ολίγους λόγους· η δε μήτηρ της ήτο ομού μετά της Αγίας συνοδοιπόρος, ποντοπόρος και συνεργάτις αυτής, και πολλήν ωφέλειαν έλαβεν απ’ αυτήν· απεκάλει δε εαυτήν μακαρίαν και τον Θεόν εδόξαζεν, ότι την ηξίωσε να γεννήση τοιούτον θυγάτριον, ήτις είχεν όλας τας αρετάς θησαυρισμένας εις εαυτήν· εξαιρέτως δε είχε την ταπείνωσιν, και με όλον ότι ήτο καθαρά και άμωμος, δεν ενόμιζε τον εαυτόν της δια τίποτε, αλλά είχε συντετριμμένην και ταπεινήν την διάνοιαν, από όλους τους αμαρτωλούς περισσότερον. Έκαμε λοιπόν η Οσία επτά έτη εις το ρηθέν Μοναστήριον και τότε της ήλθε λογισμός να ίδη τα Ιεροσόλυμα χάριν προσκυνήσεως. Εισελθόντες λοιπόν εις το πλοίον έπλευσαν με τον Απελλιανόν και την μητέρα της χωρίς να λάβουν μεθ’ εαυτών τίποτε δι’ έξοδα ει μη μόνον από τα χρειαζόμενα ολίγα πράγματα, και αφού έφθασαν εις την αγίαν Γην, η μακαρία ησθένησεν, αλλά πάλιν ηγέρθη με την θείαν βοήθειαν, και απελθούσα εις τους Αγίους Τόπους προσεκύνησεν άπαντας, και συνομιλήσασα με πολλούς εναρέτους ανθρώπους έδωσε και επήρεν πολλήν ωφέλειαν. Εκαλλιγράφει δε και εκεί και εκέρδιζε την ζωοτροφίαν των, το δε εσπέρας εκλείετο εις τον Πανάγιον Τάφον, όπου έως την ώραν του όρθρου προσηύχετο, και τότε αφού ήρχοντο οι αδελφοί και ανεγίνωσκον την Ακολουθίαν, μετά την δοξολογίαν ανεπαύετο. Επειδή δε είχεν εισέτι ολίγην περιουσίαν εις την Ρώμην, έστειλε πιστόν άνθρωπον να την πωλήση και να της αποστείλη τα αργύρια, και ούτως εκείνος εποίησεν. Αφού δε έλαβε και ταύτα, άλλα μεν διεμοίρασεν εις πένητας, άλλα δε έδωσεν εις την μητέρα της, την οποίαν αφήκεν εκεί, διότι ήτο Γερόντισσα και της έκτισε κελλίον εις το όρος των Ελαιών, τα δε επίλοιπα έλαβον με τον Απελλιανόν και επήγαν εις Αίγυπτον, δια να ίδωσι και τους εκείσε Αγίους, να τους δώσουν βοήθειαν. Αφού δε εγύρισαν πολλά Ασκητήρια, εύρον άνδρα τινά μέγαν εις την φιλοσοφίαν και όντως θαυμάσιον, καλούμενον Ηφαιστίωνα. Τούτον παρεκάλουν να δεχθή ελεημοσύνην, αλλά δεν ηθέλησεν, η δε Αγία εκοίταξεν όλον το κελλίον και δεν εύρεν άλλο τίποτε, παρά μίαν ψάθην εις την οποίαν εκοιμάτο και μίαν σπυρίδα, εις την οποίαν είχεν ολίγον άλας· εις αυτό λοιπόν έβαλεν ολίγον χρυσίον και το εσκέπασε με το άλας δια να μη το εύρη επί ολίγας ημέρας· και ούτω λαβόντες συγχώρησιν, ανεχώρησαν. Ο δε Όσιος από θείαν Χάριν ή και από την γνώσιν του ηννόησε την υπόθεσιν, και λαβών τα χρήματα έδραμε σπουδαίως και τους έφθασε, εφώναξε δε προς αυτούς από μακρόθεν· «Λάβετε τα χρήματα, διότι δεν τα χρειάζομαι». Οι δε απεκρίθησαν· «Δος τα εις άλλον τινά όποιος τύχη». Τους λέγει ο Όσιος· «Εδώ είναι έρημος, και δεν έρχεται κανείς, μόνον λάβετέ τα δι’ αγάπην Θεού, να μη με συγχύζουσιν». Όταν δε είδεν ο Ασκητής, ότι δεν ήθελαν να τα λάβωσι, τα έρριψεν εις τον ποταμόν και επέστρεψεν. Όχι δε μόνον τούτον τον θαυμάσιον Ηφαιστίωνα, αλλά και άλλους πολλούς εύρον, οι οποίοι δεν εδέχοντο χάρισμα, αλλά έφευγον από τον χρυσόν, ως από όφεις οι τρισμακάριοι. Αναχωρήσαντες δε και απ’ εκεί απήλθον εις Αλεξάνδρειαν και εις το όρος της Νιτρίας, να επισκεφθώσι και τους εκεί θαυμαστούς Αγίους Πατέρας, ήτοι τους Αββάδες Παμβώ, Σεραπίωνα, Παφνούτιον, Ισίδωρον τον Επίσκοπον Ερμουπόλεως και Διόσκορον, και εις ταύτην την έρημον εστάθη μετ’ αυτών μήνας εξ, δια να ίδη όλους τους Ασκητάς της ερήμου. Έπειτα αφού τους εξώρισεν ο έπαρχος της Αλεξανδρείας και Παλαιστίνης, όχι μόνον αυτούς, αλλά και άλλους, τον αριθμόν ρ΄ (100) μεταξύ των οποίων ήσαν Αρχιερείς δώδεκα (12), ηκολούθησεν αυτούς η Οσία Μελάνη με τους ανθρώπους της και τους υπηρέτει εις όλας τας ανάγκας, εξοδεύουσα από τον πλούτον αυτής, ο δε υπηρέτης του επάρχου την ημπόδιζεν. Όθεν μη δυναμένη να τους υπηρετή φανερά ενεδύθη ανδρικά ιμάτια και τους επεριποιείτο. Τούτο μαθών ο έπαρχος της Παλαιστίνης προσέταξε να την δείρουν και να την φυλακίσουν, διότι δεν εγνώριζε ποία ήτο, η δε Αγία διεμήνυσεν εις αυτόν τίνος ήτο γυνή και τίνος θυγάτηρ, αλλά δια την αγάπην του Χριστού ήτο ενδεδυμένη τόσον πενιχρά δια ταπείνωσιν. Ο δε έπαρχος ταύτα ακούσας και φοβηθείς, απέλυσεν αυτήν ζητών συγχώρησιν· της έδωσε δε και άδειαν να βοηθή τους Αγίους ως ήθελε και ούτω τους υπηρέτησεν έως ου ελυτρώθησαν από την εξορίαν οι Αγιοι με βασιλικόν πρόσταγμα και επέστρεψεν έκαστος εις το κελλίον του. Αφού λοιπόν η Αγία επεσκέφθη όλους τους Ασκητάς της Νιτρίας και εσύναξεν εξ εκάστου το άνθος της αρετής αυτού ως επιμελής μέλισσα, επέστρεψε με την συνοδείαν αυτής εις Ιεροσόλυμα και ευρούσα το κελλίον εκτισμένον, κατώκησεν εις αυτό η αοίδιμος. Ήρχισε δε από τα Φώτα την αναχώρησιν και ώρισε καθ’ εαυτής νόμον, να μη ίδη πλέον τινά, ούτε άλλος να την ίδη εκείνην, ειμή μόνον άπαξ της εβδομάδος οι τρεις ούτοι· η μήτηρ της, ο πρώην μεν άνδρας της τότε δε συνασκητής και εις τους αγώνας κοινωνός της και σύμπονος, και η αδελφή της, την οποίαν εδίδαξε και ενουθέτησε τόσον, ώστε την κατέπεισε και κατεφρόνησεν όλα τα βιοτικά και τας ηδονάς του σώματος και εμιμείτο αυτήν ως ηδύνατο. Τούτον τον επίπονον βίον διήλθεν η Μελάνη έτη δεκατέσσαρα και τότε η μήτηρ αυτής ετελεύτησεν· όθεν εξελθούσα ενεταφίασεν αυτήν ως έπρεπε και έκαμεν εκείνο το έτος εις άλλο κελλίον σκοτεινόν κλαίουσα καθ’ εκάστην, νηστεύουσα και αγωνιζομένη ανδρείως κατά του δαίμονος. Εξήλθεν λοιπόν η φήμη της εις όλον τον κόσμον, και συνήχθησαν όχι μόνον κοράσια, αλλά και γυναίκες αμαρτωλαί πρότερον και έγιναν Μοναχαί τον αριθμόν ενενήκοντα, αι οποίαι ηλλοιώθησαν την καλήν όντως και θαυμασίαν αλλοίωσιν. Έκτισε δε κελλία και έγινε Κοινόβιον τέλειον. Έγραψε δε νόμον να μη ομιλήσουν με άνδρα πώποτε, ούτε να εξέλθουν από το Μοναστήριον, ούτε να δεχθώσι δωρεάν τινα, αλλά μόνον από τον κόπον των και από ό,τι έχει το Μοναστήριον να πορεύωνται· έκαμε δε εις αυτάς και Προεστώσαν άλλην να τας ποιμαίνη, αυτή δε υπηρέτει ως δούλη, δια να δώση εις αυτάς καλόν παράδειγμα ταπεινώσεως. Όταν δε ήθελε κανονίσει η Ηγουμένη καμμίαν με κανόνα βαρύν και υπέρμετρον, λόγου χάριν να νηστεύη τόσας ημέρας, όταν εγνώριζεν η Αγία ότι δεν ηδύνατο η αδελφή να τον φυλάξη, της έβαλλε φαγητόν εις το κελλίον κρυφίως και ευρίσκουσα αυτό έτρωγεν ευχαριστούσα τον Κύριον και ούτω και εις άλλας υποθέσεις τας εβοήθει, ως πρακτική και πάνσοφος όπου ήτο, αλλά περισσότερον εσπούδαζε να τας βοηθή εις τα ψυχικά και τας εδίδασκε πολλάκις με ψυχωφελείς λόγους τοιαύτα λέγουσα· «Προ πάντων φυλάττετε, αδελφαί μου, την ψυχήν καθαράν και παρθένον από ρυπαρούς λογισμούς και φιλοδονίας διανοήματα· έπειτα εγείρεσθε εις προσευχήν το μεσονύκτιον και όταν προσεύχεσθε, έχετε τον νουν σας εις τα λεγόμενα και μη προσπαθήτε να τελειώνετε γρήγορα, αλλά αργώς με φόβον και τρόμον ιστάμεναι· διότι εάν όταν ομιλή τις με επίγειον βασιλέα ίσταται μετά μεγάλης προσοχής και ταπεινώσεως, πόσην προσοχήν και ταπείνωσιν πρέπει να έχωμεν εις την προσευχήν, όπου ομιλούμεν με τον φοβερόν Κριτήν και αθάνατον Βασιλέα; Επιμελείσθε, αδελφαί μου, τας ψυχικάς αρετάς υπέρ τας σωματικάς σπουδαιότερον και μάλιστα την αγάπην και την ταπείνωσιν· διότι όστις δεν έχει τας δύο αυτάς αρετάς δεν σώζεται, εάν αποκτείνη από την ασιτίαν την σάρκα του· διότι και οι δαίμονες αγρυπνούσι και νηστεύουσι πάντοτε, αλλά δια την μισανθρωπίαν αυτών και την υπερηφάνειαν έγιναν σκότος εκ φωτός οι τρισάθλιοι». Έλεγε δε και τούτο η Οσία· «Η ψυχή είναι ως νύμφη, αι δε αρεταί στολαί νυμφικαί, καλλωπίζουσαι τα μέλη του σώματος· η νηστεία δηλαδή είναι ο στολισμός των ποδών. Όμως είναι ανάγκη να μη έχη μόνον τους πόδας εστολισμένους η νεόνυμφος, αλλά πολύ περισσότερον τας χείρας, το πρόσωπον και τα επίλοιπα άπαντα. Ταύτα λέγω δια τινας αδελφάς τας οποίας βλέπω και νηστεύουσι μόνον σωματικώς, αλλά ψυχικώς δεν επιμελούνται αι άφρονες. Προσέχετε, αδελφαί μου, επιμελέστατα, να μη αποκλεισθώμεν έξω του νυμφώνος, ως μωραί και ασύνετοι· έχετε την υπακοήν η μία προς την άλλην και μη επαίρεσθε όταν σας επαινώσιν ούτε να κακίζετε, όταν σας υβρίζουν δικαίως ή αδίκως». Έλεγε δε προς αυτάς και τούτο το αληθινόν παράδειγμα· «Αδελφός τις επήγε να υποταχθή εις φρόνιμόν τινα Γέροντα, όστις τον προσέταξε να δείρη εν είδωλον, το οποίον έτυχε και ήτο εκεί πλησίον των, να το λακτίση και να το υβρίση, ως να του έπταισεν· ο δε νέος υπήκουσε. Τότε του λέγει ο Γέρων· «Εάν δύνασαι και συ να υπομείνης αταράχως, ως τον αδριάντα αυτόν, τας ύβρεις και τας μάστιγας χωρίς αντιλογίας, θέλεις σωθή, ει δ’ άλλως ύπαγε όπου βούλεσαι»· με τοιαύτα και έτερα πλείστα σοφώτατα λόγια εδίδασκε τας αδελφάς η αείμνηστος. Μετά ταύτα έκτισεν η Οσία Εκκλησίαν, δια να ακούωσι την θείαν λειτουργίαν· κατά δε τον καιρόν εκείνον ο κατά σάρκα μεν ομόζυγος και νυμφίος αυτής ηγαπημένος, κατά πνεύμα δε αδελφός της γενόμενος, ο Απελλιανός, ο αοίδιμος και όντως μακάριος, αφήκε τα πρόσκαιρα και απήλθεν εις τα ουράνια· η δε Οσία ηγωνίζετο έτι περισσότερον, έμεινε δε εις το ιερόν έτη τέσσαρα, αγωνιζομένη με νηστείας και προσευχάς όσον ηδύνατο. Είχε δε πόθον να κτίση και Μοναστήριον ανδρών αλλά δεν είχε χρήματα, επειδή όλα τα έδωσεν εις ελεημοσύνας, ο Θεός όμως εφώτισεν άρχοντα τινα και της εχάρισε χρήματα άμετρα και ούτως έκτισε το Μοναστήριον, το οποίον επλήρωσε Μοναχών κατά τον πόθον αυτής· έδωκε δε εις αυτούς νόμους πώς να πορεύωνται. Ενώ δε εμελέτα να ησυχάση, δια να λυτρωθή από τας φροντίδας, της ήλθον γράμματα να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου την εκάλει εις θείος της, Βουλοσιανός καλούμενος, όστις έγινεν έπαρχος της Ρώμης και επήγαινε τότε εις την βασίλισσαν Ευδοκίαν δι’ αναγκαίαν υπόθεσιν, της έγραφε δε ότι είχε μέγαν πόθον να την ίδη να συνομιλήσωσιν. Η δε Αγία επόθει μεν και αυτή να υπάγη δια να τον επιστρέψη εις την ευσέβειαν, διότι ήτο Έλλην και μόνον δια τας ανδραγαθίας και τον πλούτον του τον έκαμαν έπαρχον, αλλά πάλιν εδειλία, μήπως και δεν ήτο Θεού θέλημα να καταφρονήση την ησυχίαν τότε εις το τέλος της, να υπάγη εις τα βασίλεια. Ηρώτησε λοιπόν περί τούτου Μοναχούς εναρέτους και την συνεβούλευσαν να μη αργοπορήση, διότι θα έκαμνε πολλήν ωφέλειαν· ανεχώρησε λοιπόν από την Ιερουσαλήμ και επορεύετο δια ξηράς, από όσας δε πόλεις και χώρας διήλθεν, εξήρχετο ο ευσεβής λαός μετά των Ιερέων και των Αρχιερέων καθώς και Μοναχοί και Μοναχαί με τιμήν πολλήν και την προσεκύνουν με τόσην ευλάβειαν, ως να ήτο ουράνιος. Όταν λοιπόν έφθασεν εις την Χαλκηδόνα, εδειλία να υπάγη εις το Βυζάντιον, νομίζουσα άπρεπον πράγμα να εισέλθη εις τοιαύτην πόλιν πολυάνθρωπον και περίφημον μία Ασκήτρια· έμεινεν λοιπόν εις τον Ναόν της πανευφήμου Ευφημίας και προσηύχετο έως το μεσονύκτιον, να την φωτίση ο Κύριος να πράξη το συμφερώτερον, και τότε εξήλθεν ευωδία θαυμάσιος από τον τάφον της Μεγαλομάρτυρος και επλήρωσε την ψυχήν της Οσίας με ευφροσύνην και ηδονήν ανεκλάλητον· όθεν θάρρος λαβούσα, αφ’ ου εξημέρωσε, διήλθεν εις το Βυζάντιον και εύρε τον Βουλοσιανόν ασθενή βαρέως, όστις βλέπων το σχήμα και την μορφήν της εθαύμασε τοιαύτην μεταβολήν παράδοξον· διότι από την πολλήν άσκησιν και κακοπάθειαν ήτο η όψις της εξαίσιον θέαμα· όθεν από την πολλήν του κατάπληξιν εβόησε λέγων· «Ω Μελάνη ηγαπημένη μου! Πως σε ήξευρα και πως κατεστάθης, άσχημος και άμορφος η πρώην ωραία και πάγκαλος»! Τότε η πάνσοφος Μελάνη ευρίσκουσα εκ του λόγου του θείου της πρόφασιν, απεκρίνατο· «Λάβε λοιπόν και συ, μακάριε και προσφιλέστατε θείε μου, ψυχωφελές παράδειγμα από εμέ· διότι δεν θα κατεφρόνουν εγώ τόσην δόξαν, την οποίαν είχα και τόσον πλούτον αμέτρητον, και δεν θα εβασάνιζα την σάρκα μου άσπλαγχνα, εάν δεν ήλπιζα να απολαύσω τα μέλλοντα αγαθά, τα αληθινά και αιώνια, δια τα οποία όχι μόνον εγώ, αλλά και άλλαι πολλαί θυγατέρες βασιλέων κι πλούσιοι άρχοντες, ηγεμόνες και αυτοκράτορες, αφήκαν το βασίλειον ως ευμάραντον και απηρνήθησαν αυτά τα ρευστά και μάταια, δια να κληρονομήσουν τα άφθαρτα και αιώνια». Τοσούτον δε ενουθέτησε και εδίδαξε τον Βουλοσιανόν η Οσία, ώστε τον κατέπεισε με τα πάνσοφα και γλυκύτατα λόγια της να αρνηθή την ασέβειαν και ηδυνήθη μία γυναίκα αδύνατος, υπέρ τόσους μεγάλους άρχοντας και σοφούς διδασκάλους, οίτινες τον εδίδαξαν πρότερον και εξόχως ο μέγας Αυγουστίνος· αλλά και η μήτηρ αυτού του άρχοντος και αυτός ακόμη ο βασιλεύς της Ρώμης πολλά τον εδίδαξαν με νουθεσίας και παραδείγματα διάφορα, αλλά όλοι αυτοί δεν ηδυνήθησαν να κατορθώσωσι τίποτε· μόνον η μακαρία Μελάνη, συνεργούσης της θείας Χάριτος, τον έφερεν εις τοσαύτην μετάνοιαν, ώστε έκλαιε πικρώς την προτέραν του αγνωσίαν συλλογιζόμενος. Όθεν αφού τον κατήχησεν ικανώς και τον εστερέωσεν εις την Ορθόδοξον πίστιν, απήλθον εις τον Άγιον Πρόκλον, όστις ήτο τότε Αρχιεπίσκοπος και τον εβάπτισε, και μετανοήσας εξ όλης καρδίας δια τας αμαρτίας του παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού ολίγας ημέρας ύστερον, ο δε Δεσπότης Χριστός τον συνηρίθμησε με τους εργάτας της ενδεκάτης ώρας ως πολυέλεος. Πρώτον λοιπόν καλόν το οποίον έκαμεν η Αγία εκεί εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο τούτο· να επιστρέψη προς θεογνωσίαν με ευκολίαν τον θείον της. Δεύτερον καλόν ήτο η κατά των αιρετικών νίκη της, διότι τότε ήτο φυτρωμένη εις τον καλόν σίτον και η του κατηραμένου και δυσσεβούς Νεστορίου αίρεσις, εις την οποίαν ήσαν βυθισμένοι πλήθος αμέτρητον. Η δε Αγία έκαμε τοιαύτην διάλεξιν με τους αιρετικούς, ώστε τους ενίκησε με την σοφίαν των λόγων της και διέλυσεν ως ιστόν αράχνης τα σοφίσματα ή μάλλον ειπείν τα φλυαρήματα εκείνων. Όθεν ο πονηρός διάβολος, τοιαύτην αισχύνην μη υποφέρων, μετεμορφώθη ως άνθρωπος, και εμφανισθείς εις αυτήν την εφοβέρισεν, ότι θα της κάμη όσα κακά δυνηθή. Απελθών λοιπόν εις τον βασιλέα και εις τους άλλους του παλατίου έλεγε πλείστα όσα ψεύματα δια την Αγίαν, ώστε να μη την έχουν ουδόλως εις ευλάβειαν. Έπειτα της προεκάλεσεν δεινήν ασθένειαν· η δε Αγία επικαλουμένη το όνομα του Χριστού ηφάνιζε τον πειράζοντα και έδιδεν εις τους ορώντας πολλήν ωφέλειαν με την αγγελικήν πολιτείαν της. Τρίτον δε καλόν ήτο ότι συνεβούλευσε την βασίλισσαν Ευδοκίαν να υπάγη να προσκυνήση τα Ιεροσόλυμα και άλλας ψυχωφελείς πράξεις να κάμη, εις όλα δε την ήκουσεν η βασίλισσα, διότι την ετίμα ως πνευματικήν της μητέρα. Ταύτα επιτυχούσα η μακαρία Μελάνη επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν της, μετά δε ταύτα δια την αγάπην της επήγεν εκεί η βασίλισσα και παρευρέθη εις τον εγκαινιασμόν της Εκκλησίας· έπειτα η μεν Ευδοκία προσκυνήσασα τους Αγίους Τόπους διεμοίρασεν ελεημοσύνην ανείκαστον και επέστρεψεν εις τα βασίλεια, η δε Αγία προεγνώρισεν εξ Αγίου Πνεύματος, ότι ήλθε το τέλος τής παροικίας της. Επήγε λοιπόν και απεχαιρέτησεν όλους τους σεβασμίους Τόπους, όταν δε ήλθεν η εορτή των Χριστουγέννων εισήλθεν η Οσία εις το άγιον Σπήλαιον και λέγει εις την αδελφήν της, ήτις την ηκολούθει, ότι ήλθεν η ώρα να υπάγη προς τον Ποθούμενον. Ταύτα ειπούσα εδεήθη προς τον Δεσπότην με πολλήν ευλάβειαν και ταπείνωσιν, να λάβη την ψυχήν της ως εύσπλαγχνος. Τότε της ήλθεν ολίγη θέρμη, αι δε αδελφαί όλαι συνήχθησαν, τον αποχωρισμόν αυτής οδυρόμεναι, αυτή δε τας παρηγόρησε και τας εδίδαξε πώς να πορεύωνται· έπειτα έκαμεν ευχήν δι’ αυτάς και αυταί δι’ αυτήν και αποχαιρετήσασα όλας παρέδωκεν εις χείρας Χριστού το πνεύμα της, την τελευταίαν ημέραν του Δεκεμβρίου μηνός. Τότε ο Πατριάρχης και όλος ο Κλήρος κι ο λαός, συναχθέντες ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς το πάνσεπτον αυτής Λείψανον. Ο δε πανάγαθος Θεός εθαυμάστωσε την δούλην αυτού προ του τέλους και μετά θάνατον και ετέλεσε θαυμάσια· εθεράπευσε μίαν κόρην, ήτις είχε δεινόν δαιμόνιον και ήτο κλεισμένον το στόμα της τοιουτοτρόπως, ώστε ούτε να ομιλήση λόγον ούτε να φάγη ουδόλως ηδύνατο. Άλλη γυνή πάλιν ήτο έγκυος και απέθανε το βρέφος εις την κοιλίαν της, η δε Αγία έβαλεν επάνω εις την ασθενή την ζώνην της και ευθύς εγέννησε το νεκρόν παιδίον και η γυνή υγιής εγένετο. Αυτά και έτερα έκαμεν όταν έζη η Οσία, τα δε μετά θάνατον είναι αμέτρητα, τα οποία αφήκαμεν δια συντομίαν και από ταύτα ημπορεί να εννοήση έκαστος την προς τον Θεόν παρρησίαν της Οσίας και πόσον εισηκούετο η προσευχή της από τον Δεσπότην Χριστόν τον Νυμφίον της. Ω πρέπει τιμή και προσκύνησις συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Η δε θαυμασία Μελάνη και μετά τους γάμους είχεν όλον τον νουν της εις την παρθενίαν και επεθύμει πάρα πολύ να φέρη εις αυτήν την σώφρονα γνώμην και τον νυμφίον της και πολλά τον παρεκάλεσε, λέγουσα προς αυτόν τοιαύτα με θερμότατα δάκρυα· «Δέομαί σου, ηγαπημένε μου, να φυλάξωμεν σωφροσύνην απόκρυφα, χωρίς να ηξεύρη ο κόσμος τίποτε και χαρά εις την ψυχήν σου, εάν κατορθώσης τοιαύτην αρετήν θεάρεστον· εάν δε πάλιν δεν ημπορής συ να παρθενεύης δια το νέον της ηλικίας σου, πορεύου συ καθώς θέλεις και εμέ άφες εις την εξουσίαν μου και σου χαρίζω όλην την προίκα μου, δούλους, χρυσίον, ιμάτια και τα επίλοιπα άπαντα, όλα ταύτα σου δίδω, μόνον να μένω παρθένος εν ησυχία». Ο δε απεκρίντο· «Τώρα δεν ημπορούμεν να κάμωμεν καθώς λέγεις, έως να γεννήσωμεν κληρονομίαν δια τον πλούτον μας και τότε σου υπόσχομαι και εγώ επ’ αληθείας να συγκοινωνήσω εις την ευσεβή και αγαθήν γνώμην σου· διότι άπρεπον είναι να έχη η γυναίκα περισσότερον έρωτα εις τα θεία από τον άνδρα και τότε, καθώς εις τον γάμον, ούτω και εις την αγίαν διαγωγήν να συγκοινωνήσωμεν». Ούτω λοιπόν συμφωνήσαντες, έκαμαν μετά τον χρόνον παιδίον θηλυκόν· έπειτα διήγεν η Μελάνη πένθιμα ενδεδυμένη και ευτελέστατα και δεν ήθελε να βάλη λαμπρά ιμάτια, ούτε ενίφθη το πρόσωπον και ηγωνίζετο πολλά να καταπείση τον άνδρα της να εκπληρώση εκείνο το οποίον της υπεσχέθη· αλλ’ αυτός δεν ήθελεν έως να γεννήσουν και δεύτερον τέκνον· εβουλήθη λοιπόν να αναχωρήση κρυφίως από τους συγγενείς της και συμβουλευθείσα εναρέτους πνευματικούς Πατέρας, της είπον να έχη υπομονήν έως άλλον ένα χρόνον και τότε να γίνη του Κυρίου το θέλημα. Παρέμεινε λοιπόν δια να μη γίνη παρήκοος, αλλά ηγωνίζετο ως να ήτο εις Μοναστήριον· ενήστευεν, ηγρύπνει, εφόρει κατάσαρκα ράσα τρίχινα και ετέλει και άλλας αρετάς κρυφίως· μόνον δε μία θεία της εγνώριζε την υπόθεσιν και την συνεβούλευε να μη φορή τρίχινα, δια να μη της έλθη ασθένεια· αλλ’ αυτή εταλαιπωρείτο περισσότερον από την λύπην της· διότι δεν ηδύνατο να αναχωρήση, παρά την τόσην της κακοπάθειαν· όθεν εδέετο εις τον Θεόν καθ’ εκάστην να την αξιώση του ποθουμένου το γρηγορώτερον, όπως και εγένετο. Όταν λοιπόν επλησίασεν ο καιρός να γεννήση το δεύτερον τέκνον της και καθώς προσηύχετο όλην την νύκτα, τα εσπέρια του Αγίου Λαυρεντίου του Ιερομάρτυρος, της ήλθαν οι πόνοι της γέννας, αυτή όμως δεν έπαυε τας ευχάς, αλλά ίστατο γονυπετής όσον ηδύνατο, έως ου την έσφιγξαν περισσότερον και με οδύνας μεγάλας και ανείκαστον βάσανον εγέννησε παιδίον αρσενικόν, το οποίον ως εβαπτίσθη απήλθε προς Κύριον. Η δε μήτηρ έμεινε μετά τον τοκετόν εις οδύνην και εκινδύνευεν από τους πόνους εις θάνατον· ελθών δε ο άνδρας της και βλέπων αυτήν οδυνωμένην, την συνεπόνεσε και δραμών εις την Εκκλησίαν έκλαιε προς τον Δεσπότην ευχόμενος να την λυτρώση από τον χαλεπώτατον κίνδυνον· η δε Μελάνη εύρε τον καιρόν κατά τον σκοπόν της αρμόδιον και του είπε, εάν αγαπά την ζωήν της, να κάμη όρκον προς Κύριον, να φυλάξουν σωφροσύνην εις το εξής· ο δε παρευθύς έταξε του Θεού να την φυλάξη αψευδέστατα. Τότε η Μελάνη από την χαράν της ελησμόνησε την ασθένειαν και δυναμωθείσα υπό Θεού ηγέρθη της κλίνης ταχύτερον και διήρχετο μοναχικώς την ζωήν της, χωρίς επιμέλειαν τινα του σώματος· μόνον την ψυχήν της εστόλιζε. Τότε εκοιμήθη και το μονογενές και ποθητόν της θυγάτριον· όθεν εσυμφώνησεν ο άνδρας της και εσήκωσαν τον γλυκύν ζυγόν του Κυρίου τον ελαφρότατον. Εποθούσαν λοιπόν να απαρνηθώσι τον κόσμον και να υπάγουν εις Μοναστήριον· αλλ’ οι γονείς των δεν τους άφησαν· όμως ύστερον έβγαλεν από το μέσον παν εμπόδιον η άνωθεν δύναμις μετατρέπουσα την λύπην αυτών εις πολλήν αγαλλίασιν· διότι καθώς εμελετούσαν ταύτα αμφότεροι, ήλθεν εις αυτούς ευωδία από τον ουρανόν άρρητος, την οποίαν ούτε γλώσσα να την διηγηθή ούτε νους να την εννοήση δύναται, ήτις επλήρωσε τας ψυχάς των τοσαύτης ευφροσύνης και χάριτος, ώστε εστήριξαν εις τον Θεόν πάσαν μέριμναν να οικονομήση εις αυτούς καθώς βούλεται. Μετ’ ολίγον απέθανεν ο πατήρ της Μελάνης και έμεινεν αυτή του λοιπού ανενόχλητος· όθεν εξήλθον από την πόλιν, όταν ο μεν Απελλιανός ήτο ετών εικοσιτεσσάρων, αυτή δε είκοσι και απήλθον εις τόπον ησυχαστικόν και ατάραχον, εις τοιαύτην ηλικίαν εις την οποίαν ακμάζει η νεότης και ποθεί τα σωματικά και επίγεια, αυτοί δε οι αείμνηστοι κατεπάτησαν όλας τας ηδονάς και απολαύσεις της φθειρομένης σαρκός, δια να απολαύσουν την ανεκλάλητον αγαλλίασιν. Όταν λοιπόν έβλεπεν η πάνσοφος Μελάνη τον άνδρα της και έκλινεν ως νέος παρά μικρόν από την ακρίβειαν της μοναδικής διαγωγής, τον συνεβούλευε και τον διώρθωνεν, όταν δηλαδή τον έβλεπε να επιμεληθή την τροφήν αυτού ή το ένδυμα ή άλλο όμοιον, έως ότου τον έφερεν εις την αληθή φιλοσοφίαν την ζηλωτήν και σωτήριον. Επειδή δε ήσαν πολύ πλούσιοι από χρυσίον και εισοδήματα, δεν έπαυον καθ’ εκάστην να θεραπεύωσι ξένους, να φιλεύουν πεινώντας, να λυτρώνουν φυλακισμένους, να πληρώνουν το χρέος αυτών, να τους χαρίζουν και χρήματα να πορεύωνται και απλώς ειπείν όσους είχον λύπην τινά και συμφοράν τους επαραμυθούσαν και εβοηθούσαν εκείνους μεν προς αυτάρκειαν, αυτοί δε δεν εκράτουν δι’ εαυτούς τίποτε. Τας χριστομιμήτους ταύτας πράξεις βλέπων ο φθονερός διάβολος εκάκιζε, και παρεκίνησεν ένα αδελφόν, τον οποίον είχεν ο Απελλιανός, Σεβήρον ονομαζόμενον, και άλλοτε μεν του ήρπαζεν ένα αγρόν, ή καρπούς από την εσοδείαν, ή χρήματα, άλλοτε δε του έπαιρνε τινάς από τους δούλους του, και τους επλήρωνε να ομόσουν ψεύματα, ότι ήτο ιδικόν του τούτο ή το δείνα αμπέλιον ή περιβόλιον, και άλλας διαφόρους αδικίας τους έκαμεν. Αλλ’ αυτοί τα υπέμειναν όλα δια τον Κύριον, και εχαίροντο μάλιστα, τας συμφοράς του Ιώβ ενθυμούμενοι. Μόνον ελυπούντο, διότι έπαιρνεν ο άδικος εκείνος τον πλούτον, τον οποίον εποθούσαν να δώσουν εις τους πτωχούς. Ταύτα μαθούσα η ευσεβεστάτη βασίλισσα Βερίνα είχεν πόθον πολύν να τους ίδη, και πολλάκις έστειλε προς την Μελάνην παρακλήσεις να υπάγη εις τα βασίλεια. Όθεν, δια να μη φανή υπερήφανος, ότι δεν καταδέχεται την βασίλισσαν, εκίνησαν ομού με τον Απελλιανόν δια να υπάγουν αμφότεροι. Ήτο δε νόμος να μη τολμήση καμμία γυνή να εισέλθη, έχουσα την κεφαλήν σκεπασμένην εις τα βασίλεια. Αυτή δε του μεν πολιτικού νόμου καταφρονήσασα, του δε μακαρίου Παύλου την εντολήν επακριβώς διαφυλάττουσα, ούτε την κεφαλήν εξεσκέπασεν, ούτε τα ράσα της τα πενιχρά ήλλαξεν, αλλ’ ούτως ευτελέστατα ενδεδυμένη εισήλθεν εις τα βασίλεια, χωρίς να κοιτάξη τίποτε από τα πολύτιμα πράγματα, τα οποία ήσαν εκεί. Βλέπουσα η βασίλισσα τοσαύτην ταπείνωσιν, ηγέρθη από τον θρόνον δι’ ευλάβειαν και την εκάθισε πλησίον της, θαυμάζουσα την ευτέλειαν του ενδύματος και την επήνεσε λέγουσα· «Προ πολλού ήκουσα την καλήν φήμην των θεϊκών σου πράξεων, και ευχαριστώ τον Κύριον, διότι ηξιώθην να σε απολαύσω. Μακαρία συ, όπου εμακαρίσθης δικαίως από τον Κύριον». Ταύτα και έτερα λέγουσα, ηγέρθη πάλιν από τον χρυσόν θρόνον η βασίλισσα και την ενηγκαλίσθη και την κατεφίλει με πολλήν ευλάβειαν και κατάνυξιν, της υπεσχέθη δε να κάμη εις τον Σεβήρον εκδίκησιν, δια τας αδικίας τας οποίας τους έκαμεν. Η δε Αγία απεκρίθη· «Καλλίτερον να μας αδικούσι, δέσποινα, παρά ημείς να αδικήσωμεν, παρακαλώ δε την βασιλείαν σου, όπως μη τον ενοχλήσητε εις τίποτε. Όσα επήρεν έως τώρα, ας είναι συγχωρημένος· μόνον να μη μας πειράξη πλέον, διότι καλλίτερον είναι να τα δώσωμεν εις τους πτωχούς, παρά να τα παίρνη εκείνος άδικα». Έλαβον λοιπόν την βασιλικήν εξουσίαν, να πωλήσουν όλα τα υπάρχοντά των και να κάμουν καθώς επεθύμουν. Όχι δε μόνον εκεί εις την Ρώμην είχον πλούτον άπειρον, αλλά και εις πολλούς άλλους τόπους της Ιταλίας, εις δε την Βρεττανίαν θαυμασιώτερα, τα οποία όλα επώλησεν και τα ηγόρασαν οι άρχοντες, διότι τους παρακάλεσεν ο βασιλεύς, δια να λυτρωθή η μακαρία από πολλάς φροντίδας και μερίμνας και να δυνηθή να απολαύση κατά τον πόθον της. Είχον δε τοσαύτα πράγματα οι μακάριοι, ώστε δεν τους έφθανεν άλλος εις τον πλούτον, ειμή μόνον ο βασιλεύς και αυτοκράτωρ· τόσον δε εισόδημα τους ήρχετο, ώστε εάν το είπω, θέλουσιν είπει τινές ότι λέγω πράγμα απίστευτον, αλλ’ εγώ το γράφω, καθώς πολλοί εμαρτύρησαν, λέγοντες, ότι δώδεκα μυριάδες λίτρα χρυσίου ήτο η κατ’ έτος εσοδεία των, τα οποία όλα εμοίρασαν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς οι τρισμακάριοι· αι δε οικίαι των ήσαν τόσον μεγάλαι, ώστε δεν ηδυνήθη κανείς Ρωμαίος να τας αγοράση· ύστερον δε, ότε έκαυσαν την Ρώμην οι βάρβαροι, τας επώλησαν με μικράν τιμήν και τα έδωκαν και αυτά εις τους πένητας. Εξεδήλωσε δε ακόμη την επιθυμίαν της η μακαρία Μελάνη να χαρίση εις την αδελφήν του βασιλέως μερικά από τα χρυσά κοσμήματά της, αλλ’ αυτή δεν ηθέλησε να κρατήση τίποτε λέγουσα· «Όστις λάβη από σας τίποτε, είναι πράγματι ιερόσυλος, επειδή όλα αυτά τα αφιερώσατε εις τον Θεόν». Έδιδον λοιπόν οι μακάριοι καθ’ ώραν εις τους έχοντας ανάγκην από όλα τα χρειώδη αφθόνως, τόσον ώστε δεν έμεινε σχεδόν χώρα και έθνος, που να μη έλαβεν ευεργεσίαν απ’ αυτούς και δια να είπωμεν με ένα λόγον, η ελεημοσύνη των έτρεχεν ως ποταμός εις όλην την γην και την θάλασσαν· η Φοινίκη, η Συρία, η Αίγυπτος, και παρ’ ολίγον όλη η οικουμένη ευηργετήθη απ’ αυτούς, αλλά και νήσους ακεραίας ηγόρασαν από τον βασιλέα και τας εχάρισαν εις Αγίους ανθρώπους και έδωκαν χρήματα εις Μοναχούς και Μοναχάς και έκτισαν Μοναστήρια· όλα δε τα πολύτιμα ιμάτιά των και τα ασημικά άπαντα αφιέρωσαν εις τας Εκκλησίας και τα άκαμαν κοσμήματα· έπειτα, αφού έδωσαν όσα είχον εις την Ιταλίαν, επήγαν και εις την Σικελίαν· αφ’ ενός μεν δια να δώσουν εκείνα, τα οποία εξουσίαζον, αφ’ ετέρου δε δια να ίδωσι τον αγιώτατον Παυλίνον, τον πνευματικόν των Πατέρα και άξιον Αρχιερέα. Αφού δε ανεχώρησαν από την Ρώμην, ο έπαρχος ως φιλάργυρος ήρπασε τας οικίας των και όσα πράγματα τους έμειναν αλλά παρευθύς τον εύρεν ο θυμός του Θεού· διότι συνέβη να γίνη πείνα κατ’ εκείνας τας ημέρας και δεν ευρίσκετο άρτος εις την αγοράν· όθεν εθυμώθησαν οι άνθρωποι και δραμόντες κατ’ αυτού όλον το πλήθος, εφόνευσαν βιαίως τον άθλιον· και πάλιν εις ολίγας ημέρας έδραμον βάρβαροι και ηρήμωσαν όσα ήσαν έξω της πόλεως, ούτως ώστε εφάνη ότι θέλημα Θεού ήτο και διεμοίρασαν τον πλούτον των πρότερον οι μακάριοι και τον εθησαύρισαν εις τον ουρανόν, από τον οποίον δεν κλέπτεται. Αφού δε ανεχώρησαν από την Μεσσήνην της Σικελίας, δια να υπάγουν εις την Λιβύην και την Καρχηδόνα, ηγέρθη μέγας και άγριος άνεμος και τους επείραζεν ημέρας τινάς, εκινδύνευον δε τόσον, ώστε εγνώρισεν η μακαρία Μελάνη, ότι δεν ήτο θέλημα Θεού να υπάγουν εκεί όπου εβούλοντο. Όθεν προστάσσει τους ναύτας να στρέψωσι το πηδάλιον και να υπάγουν εκεί όπου επέτρεπεν ο άνεμος, ταξιδεύοντες δε με ούριον άνεμον, έφθασαν εις μίαν νήσον, την οποίαν είχον λεηλατήσει βάρβαροι και πολλούς ανθρώπους άνδρας τε και γυναίκας και παίδας ηχμαλώτισαν· δια να δώσουν δε οπίσω τους αιχμαλώτους εζήτουν τόσον χρυσόν, ώστε ήτο αδύνατον να ευρεθή εις την νήσον, ηπείλουν μάλιστα ότι αν δεν τους τον δώσουν ταχέως, αυτούς μεν θα κατακόψουν, την δε νήσον θα καύσωσι. Οι δε νησιώται ήσαν πτωχοί και δεν είχον να δώσουν τόσα αργύρια, αλλ’ ο παντοδύναμος Θεός τούς έστειλε θαυμασίως βοήθειαν, δια να μη απολεσθώσιν αδίκως· διότι η Αγία τους έδωσε περισσότερα από όσα εζήτησαν και όχι μόνον το χρυσίον, το οποίον επήραν οι βάρβαροι έδωσεν, αλλά αφού ελύτρωσε τους αιχμαλώτους, τους εχάρισε και φλωρία χρυσά πεντακόσια, έτι δε και άρτους και έτερα βρώματα, δια να ευφρανθώσιν, ώστε να λησμονήσουν τας θλίψεις και συμφοράς τάς οποίας έπαθον. Ταύτην την αναγκαίαν ελεημοσύνην ποιήσαντες οι μακάριοι, έπλευσαν χωρίς λύπην πλέον, αλλά με αέρα γλυκύτατον και έφθασαν εις την Καρχηδόνα, δώσαντες και εκεί ελεημοσύνην αγρούς και χρήματα πάμπολλα· άλλα μεν αφιερούντες εις Εκκλησίας και Μοναστήρια και έτερα εις πτωχούς διανέμοντες, έμειναν δε εις μίαν χώραν θαυμάσιον, εις την οποίαν ήτο εις Πνευματικός ενάρετος και εγγράμματος, την κλήσιν Αλύπιος, εις το Μοναστήριον του οποίου έμειναν μελετώντες τα ιερά λόγια και χαρίζοντες εις αυτήν την Μονήν πολύ χρυσίον και εισοδήματα· έκτισαν δε εκεί εις τα όρια της Μονής εκείνης άλλα δύο Μοναστήρια, τα οποία επροίκισαν με εσοδείας και χρήματα προς αυτάρκειαν και εις μεν τον εν κατώκησαν άνδρες ογδοήκοντα, εις δε το άλλο γυναίκες εκατόν και τριάκοντα. Εις την γυναικείαν ταύτην Μονήν έμεινε και η μακαρία Μελάνη, αλλά δεν ηθέλησε να γίνη Ηγουμένη, καθώς έπρεπεν, ως ευγενεστέρα πασών, πλουσιωτέρα, εγγράμματος και πάνσοφος όπου ήτο, λέγουσα εις τας αδελφάς, αίτινες την παρεκάλουν μετά δακρύων ως ευεργέτην και δέσποιναν να τας ποιμάνη, ότι δεν ήθελε να έχη φροντίδα και μέριμναν. Ούτω λοιπόν το ευλογημένον εκείνο ανδρόγυνον εμοίρασαν όλον τον πλούτον των εις χείρας πενήτων δια τον Κύριον και έμειναν ακτήμονες, δια να απολαύσουν άλλον πλούτον, τον οποίον να μη δύναται τις να τον κλέψη ουδέποτε. Ενήστευε δε η Αγία από όλα τα ηδονικά βρώματα και μόνον όταν έκλινε προς την δύσιν ο ήλιος έτρωγε μίαν φοράν την ημέραν τροφήν ολίγην σκληράν και άχρηστον· σπανίως δε έβαλλεν ολίγον έλαιον εις το φαγητόν, οίνον όμως δεν έπινεν ουδόλως ειμή μόνον ύδωρ μετά μέλιτος. Και εις μεν την αρχήν έτρωγε μίαν φοράν την ημέραν, έπειτα κάθε δύο ή τρεις ημέρας και ύστερον μόνον μίαν φοράν την εβδομάδα και πάλιν δεν εσχόλαζεν από το εργόχειρον, αλλά την περισσοτέραν ημέραν έγραφε πάντοτε, επειδή ήτο άριστος καλλιγράφος και ταχυγράφος θαυμασία, τόσον ώστε δεν έγραφεν άλλος τις λαμπρότερα και γρηγορώτερα, και ποτέ δεν ησθένησεν από το εργόχειρον, αλλά με πολλήν προθυμίαν έγραφε το περισσότερον της ημέρας. Έπειτα, αφού εκουράζετο η χειρ της, ανεγίνωσκεν όσον ηδύνατο και πάλιν όταν εβαρύνοντο οι οφθαλμοί της από την ανάγνωσιν ηκροάζετο αγίων ανδρών ομιλίας ή προσηύχετο, την δε νύκτα μόνον δύο ώρας εκοιμάτο κατά γης εις ένα σάκκον τρίχινον, την δε επίλοιπον νύκτα ηγρύπνει και έλεγεν ότι πρέπει να αγρυπνώμεν πάντοτε, επειδή δεν ηξεύρομεν, κατά τον δεσποτικόν λόγον, ποίαν ώραν ο κλέπτης έρχεται. Εδίδασκε δε τας παρθένους η Οσία να μάχωνται κατά του ύπνου όσον ηδύναντο, λόγος αργός ποτέ να μη εξέλθη από το στόμα των, ούτε καν να γελάσωσιν ή να εισέλθη εις την ψυχήν των λογισμός άτοπος. Πολλάκις δε ενήστευε και την Κυριακήν, και μόνον εκάστην ογδόην ημέραν έτρωγεν, αλλά η Ηγουμένη την επέπληξε, λέγουσα ότι δεν έπρεπε να κάμνη την δεσποτικήν ημέραν ίσην με τας επιλοίπους, αλλά να μεταλαμβάνη τροφής και ελαίου ολίγου, εις δόξαν Θεού. Όθεν η Αγία έκοψε και εις τούτο το θέλημά της, δια να πληρώση τον λόγον του Απ. Παύλου, όστις λέγει· «Πείθεσθε τοις Ηγουμένοις» (Εβρ. ιγ: 17) και τα λοιπά. Αλλά τις δύναται να διηγηθή ικανώς τας αρετάς της μακαρίας εκείνης; Την κακοπάθειαν, τους κόπους και τους πόνους, το της αναγνώσεως σύντομον, των αναγνωσμάτων την έρευναν, και τας λοιπάς φιλοθέους πράξεις και εργασίας της; Έγραφε δε καθ’ εκάστην, ως είπομεν, και όσα εκέρδιζεν από το γράψιμον τα έδιδεν εις τους πτωχούς· πολλάκις δε ειργάζετο και κανέν ένδυμα, και το εχάριζεν εις ιερωμένους ανθρώπους δια να αφιερώνεται το ιερόν εις τόπον ιερόν τε και άγιον· εκοπίαζε πολύ εις την θείαν ανάγνωσιν, και εξόχως ανεγίνωσκε την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην τρις του έτους, όλας δε τας ακριβείς και ωφελίμους αυτών μαρτυρίας εφύλαττεν εις ενθύμησιν, και τας έστελλε και γραπτώς εις διαφόρους τόπους δια πολλών ωφέλειαν. Εγνώριζε δε η Οσία και την ελληνικήν γλώσσαν τόσον καλά, ώστε την ωμίλει ως και την ιταλικήν της πατρίδος της και δεν την εγνώριζον οι ακούοντες, όταν ωμίλει την γλώσσαν μας, ότι ήτο Ρωμαία, αλλά την ενόμιζον Ελληνίδα. Είχε δε ζήλον προς τον Χριστόν ανείκαστον, και εσπούδαζεν όσον ηδύνατο με έργα και δώρα και λόγους να προσελκύη τους νέους και τα κοράσια προς σωφροσύνην και άσκησιν· τους δε Σαμαρείτας και Έλληνας εδίδασκε πανσόφως, και τους ωδήγει εις την ευσέβειαν. Ούτω λοιπόν η μακαρία ως σοφός αλιεύς τας ψυχάς των ανθρώπων ηλίευεν, έκτισε δε και μίαν κιβωτόν ξυλίνην μικράν, στενήν μεν τόσον, ώστε δεν ηδύνατο να γυρίση δεξιά ή αριστερά και χαμηλήν όσον δεν ηδύνατο να σταθή ορθία· εις ταύτην εσφαλίσθη, ως εις τον τάφον, αφήσασα μίαν μικράν θυρίδα, από την οποίαν ωμίλει ολίγους λόγους· η δε μήτηρ της ήτο ομού μετά της Αγίας συνοδοιπόρος, ποντοπόρος και συνεργάτις αυτής, και πολλήν ωφέλειαν έλαβεν απ’ αυτήν· απεκάλει δε εαυτήν μακαρίαν και τον Θεόν εδόξαζεν, ότι την ηξίωσε να γεννήση τοιούτον θυγάτριον, ήτις είχεν όλας τας αρετάς θησαυρισμένας εις εαυτήν· εξαιρέτως δε είχε την ταπείνωσιν, και με όλον ότι ήτο καθαρά και άμωμος, δεν ενόμιζε τον εαυτόν της δια τίποτε, αλλά είχε συντετριμμένην και ταπεινήν την διάνοιαν, από όλους τους αμαρτωλούς περισσότερον. Έκαμε λοιπόν η Οσία επτά έτη εις το ρηθέν Μοναστήριον και τότε της ήλθε λογισμός να ίδη τα Ιεροσόλυμα χάριν προσκυνήσεως. Εισελθόντες λοιπόν εις το πλοίον έπλευσαν με τον Απελλιανόν και την μητέρα της χωρίς να λάβουν μεθ’ εαυτών τίποτε δι’ έξοδα ει μη μόνον από τα χρειαζόμενα ολίγα πράγματα, και αφού έφθασαν εις την αγίαν Γην, η μακαρία ησθένησεν, αλλά πάλιν ηγέρθη με την θείαν βοήθειαν, και απελθούσα εις τους Αγίους Τόπους προσεκύνησεν άπαντας, και συνομιλήσασα με πολλούς εναρέτους ανθρώπους έδωσε και επήρεν πολλήν ωφέλειαν. Εκαλλιγράφει δε και εκεί και εκέρδιζε την ζωοτροφίαν των, το δε εσπέρας εκλείετο εις τον Πανάγιον Τάφον, όπου έως την ώραν του όρθρου προσηύχετο, και τότε αφού ήρχοντο οι αδελφοί και ανεγίνωσκον την Ακολουθίαν, μετά την δοξολογίαν ανεπαύετο. Επειδή δε είχεν εισέτι ολίγην περιουσίαν εις την Ρώμην, έστειλε πιστόν άνθρωπον να την πωλήση και να της αποστείλη τα αργύρια, και ούτως εκείνος εποίησεν. Αφού δε έλαβε και ταύτα, άλλα μεν διεμοίρασεν εις πένητας, άλλα δε έδωσεν εις την μητέρα της, την οποίαν αφήκεν εκεί, διότι ήτο Γερόντισσα και της έκτισε κελλίον εις το όρος των Ελαιών, τα δε επίλοιπα έλαβον με τον Απελλιανόν και επήγαν εις Αίγυπτον, δια να ίδωσι και τους εκείσε Αγίους, να τους δώσουν βοήθειαν. Αφού δε εγύρισαν πολλά Ασκητήρια, εύρον άνδρα τινά μέγαν εις την φιλοσοφίαν και όντως θαυμάσιον, καλούμενον Ηφαιστίωνα. Τούτον παρεκάλουν να δεχθή ελεημοσύνην, αλλά δεν ηθέλησεν, η δε Αγία εκοίταξεν όλον το κελλίον και δεν εύρεν άλλο τίποτε, παρά μίαν ψάθην εις την οποίαν εκοιμάτο και μίαν σπυρίδα, εις την οποίαν είχεν ολίγον άλας· εις αυτό λοιπόν έβαλεν ολίγον χρυσίον και το εσκέπασε με το άλας δια να μη το εύρη επί ολίγας ημέρας· και ούτω λαβόντες συγχώρησιν, ανεχώρησαν. Ο δε Όσιος από θείαν Χάριν ή και από την γνώσιν του ηννόησε την υπόθεσιν, και λαβών τα χρήματα έδραμε σπουδαίως και τους έφθασε, εφώναξε δε προς αυτούς από μακρόθεν· «Λάβετε τα χρήματα, διότι δεν τα χρειάζομαι». Οι δε απεκρίθησαν· «Δος τα εις άλλον τινά όποιος τύχη». Τους λέγει ο Όσιος· «Εδώ είναι έρημος, και δεν έρχεται κανείς, μόνον λάβετέ τα δι’ αγάπην Θεού, να μη με συγχύζουσιν». Όταν δε είδεν ο Ασκητής, ότι δεν ήθελαν να τα λάβωσι, τα έρριψεν εις τον ποταμόν και επέστρεψεν. Όχι δε μόνον τούτον τον θαυμάσιον Ηφαιστίωνα, αλλά και άλλους πολλούς εύρον, οι οποίοι δεν εδέχοντο χάρισμα, αλλά έφευγον από τον χρυσόν, ως από όφεις οι τρισμακάριοι. Αναχωρήσαντες δε και απ’ εκεί απήλθον εις Αλεξάνδρειαν και εις το όρος της Νιτρίας, να επισκεφθώσι και τους εκεί θαυμαστούς Αγίους Πατέρας, ήτοι τους Αββάδες Παμβώ, Σεραπίωνα, Παφνούτιον, Ισίδωρον τον Επίσκοπον Ερμουπόλεως και Διόσκορον, και εις ταύτην την έρημον εστάθη μετ’ αυτών μήνας εξ, δια να ίδη όλους τους Ασκητάς της ερήμου. Έπειτα αφού τους εξώρισεν ο έπαρχος της Αλεξανδρείας και Παλαιστίνης, όχι μόνον αυτούς, αλλά και άλλους, τον αριθμόν ρ΄ (100) μεταξύ των οποίων ήσαν Αρχιερείς δώδεκα (12), ηκολούθησεν αυτούς η Οσία Μελάνη με τους ανθρώπους της και τους υπηρέτει εις όλας τας ανάγκας, εξοδεύουσα από τον πλούτον αυτής, ο δε υπηρέτης του επάρχου την ημπόδιζεν. Όθεν μη δυναμένη να τους υπηρετή φανερά ενεδύθη ανδρικά ιμάτια και τους επεριποιείτο. Τούτο μαθών ο έπαρχος της Παλαιστίνης προσέταξε να την δείρουν και να την φυλακίσουν, διότι δεν εγνώριζε ποία ήτο, η δε Αγία διεμήνυσεν εις αυτόν τίνος ήτο γυνή και τίνος θυγάτηρ, αλλά δια την αγάπην του Χριστού ήτο ενδεδυμένη τόσον πενιχρά δια ταπείνωσιν. Ο δε έπαρχος ταύτα ακούσας και φοβηθείς, απέλυσεν αυτήν ζητών συγχώρησιν· της έδωσε δε και άδειαν να βοηθή τους Αγίους ως ήθελε και ούτω τους υπηρέτησεν έως ου ελυτρώθησαν από την εξορίαν οι Αγιοι με βασιλικόν πρόσταγμα και επέστρεψεν έκαστος εις το κελλίον του. Αφού λοιπόν η Αγία επεσκέφθη όλους τους Ασκητάς της Νιτρίας και εσύναξεν εξ εκάστου το άνθος της αρετής αυτού ως επιμελής μέλισσα, επέστρεψε με την συνοδείαν αυτής εις Ιεροσόλυμα και ευρούσα το κελλίον εκτισμένον, κατώκησεν εις αυτό η αοίδιμος. Ήρχισε δε από τα Φώτα την αναχώρησιν και ώρισε καθ’ εαυτής νόμον, να μη ίδη πλέον τινά, ούτε άλλος να την ίδη εκείνην, ειμή μόνον άπαξ της εβδομάδος οι τρεις ούτοι· η μήτηρ της, ο πρώην μεν άνδρας της τότε δε συνασκητής και εις τους αγώνας κοινωνός της και σύμπονος, και η αδελφή της, την οποίαν εδίδαξε και ενουθέτησε τόσον, ώστε την κατέπεισε και κατεφρόνησεν όλα τα βιοτικά και τας ηδονάς του σώματος και εμιμείτο αυτήν ως ηδύνατο. Τούτον τον επίπονον βίον διήλθεν η Μελάνη έτη δεκατέσσαρα και τότε η μήτηρ αυτής ετελεύτησεν· όθεν εξελθούσα ενεταφίασεν αυτήν ως έπρεπε και έκαμεν εκείνο το έτος εις άλλο κελλίον σκοτεινόν κλαίουσα καθ’ εκάστην, νηστεύουσα και αγωνιζομένη ανδρείως κατά του δαίμονος. Εξήλθεν λοιπόν η φήμη της εις όλον τον κόσμον, και συνήχθησαν όχι μόνον κοράσια, αλλά και γυναίκες αμαρτωλαί πρότερον και έγιναν Μοναχαί τον αριθμόν ενενήκοντα, αι οποίαι ηλλοιώθησαν την καλήν όντως και θαυμασίαν αλλοίωσιν. Έκτισε δε κελλία και έγινε Κοινόβιον τέλειον. Έγραψε δε νόμον να μη ομιλήσουν με άνδρα πώποτε, ούτε να εξέλθουν από το Μοναστήριον, ούτε να δεχθώσι δωρεάν τινα, αλλά μόνον από τον κόπον των και από ό,τι έχει το Μοναστήριον να πορεύωνται· έκαμε δε εις αυτάς και Προεστώσαν άλλην να τας ποιμαίνη, αυτή δε υπηρέτει ως δούλη, δια να δώση εις αυτάς καλόν παράδειγμα ταπεινώσεως. Όταν δε ήθελε κανονίσει η Ηγουμένη καμμίαν με κανόνα βαρύν και υπέρμετρον, λόγου χάριν να νηστεύη τόσας ημέρας, όταν εγνώριζεν η Αγία ότι δεν ηδύνατο η αδελφή να τον φυλάξη, της έβαλλε φαγητόν εις το κελλίον κρυφίως και ευρίσκουσα αυτό έτρωγεν ευχαριστούσα τον Κύριον και ούτω και εις άλλας υποθέσεις τας εβοήθει, ως πρακτική και πάνσοφος όπου ήτο, αλλά περισσότερον εσπούδαζε να τας βοηθή εις τα ψυχικά και τας εδίδασκε πολλάκις με ψυχωφελείς λόγους τοιαύτα λέγουσα· «Προ πάντων φυλάττετε, αδελφαί μου, την ψυχήν καθαράν και παρθένον από ρυπαρούς λογισμούς και φιλοδονίας διανοήματα· έπειτα εγείρεσθε εις προσευχήν το μεσονύκτιον και όταν προσεύχεσθε, έχετε τον νουν σας εις τα λεγόμενα και μη προσπαθήτε να τελειώνετε γρήγορα, αλλά αργώς με φόβον και τρόμον ιστάμεναι· διότι εάν όταν ομιλή τις με επίγειον βασιλέα ίσταται μετά μεγάλης προσοχής και ταπεινώσεως, πόσην προσοχήν και ταπείνωσιν πρέπει να έχωμεν εις την προσευχήν, όπου ομιλούμεν με τον φοβερόν Κριτήν και αθάνατον Βασιλέα; Επιμελείσθε, αδελφαί μου, τας ψυχικάς αρετάς υπέρ τας σωματικάς σπουδαιότερον και μάλιστα την αγάπην και την ταπείνωσιν· διότι όστις δεν έχει τας δύο αυτάς αρετάς δεν σώζεται, εάν αποκτείνη από την ασιτίαν την σάρκα του· διότι και οι δαίμονες αγρυπνούσι και νηστεύουσι πάντοτε, αλλά δια την μισανθρωπίαν αυτών και την υπερηφάνειαν έγιναν σκότος εκ φωτός οι τρισάθλιοι». Έλεγε δε και τούτο η Οσία· «Η ψυχή είναι ως νύμφη, αι δε αρεταί στολαί νυμφικαί, καλλωπίζουσαι τα μέλη του σώματος· η νηστεία δηλαδή είναι ο στολισμός των ποδών. Όμως είναι ανάγκη να μη έχη μόνον τους πόδας εστολισμένους η νεόνυμφος, αλλά πολύ περισσότερον τας χείρας, το πρόσωπον και τα επίλοιπα άπαντα. Ταύτα λέγω δια τινας αδελφάς τας οποίας βλέπω και νηστεύουσι μόνον σωματικώς, αλλά ψυχικώς δεν επιμελούνται αι άφρονες. Προσέχετε, αδελφαί μου, επιμελέστατα, να μη αποκλεισθώμεν έξω του νυμφώνος, ως μωραί και ασύνετοι· έχετε την υπακοήν η μία προς την άλλην και μη επαίρεσθε όταν σας επαινώσιν ούτε να κακίζετε, όταν σας υβρίζουν δικαίως ή αδίκως». Έλεγε δε προς αυτάς και τούτο το αληθινόν παράδειγμα· «Αδελφός τις επήγε να υποταχθή εις φρόνιμόν τινα Γέροντα, όστις τον προσέταξε να δείρη εν είδωλον, το οποίον έτυχε και ήτο εκεί πλησίον των, να το λακτίση και να το υβρίση, ως να του έπταισεν· ο δε νέος υπήκουσε. Τότε του λέγει ο Γέρων· «Εάν δύνασαι και συ να υπομείνης αταράχως, ως τον αδριάντα αυτόν, τας ύβρεις και τας μάστιγας χωρίς αντιλογίας, θέλεις σωθή, ει δ’ άλλως ύπαγε όπου βούλεσαι»· με τοιαύτα και έτερα πλείστα σοφώτατα λόγια εδίδασκε τας αδελφάς η αείμνηστος. Μετά ταύτα έκτισεν η Οσία Εκκλησίαν, δια να ακούωσι την θείαν λειτουργίαν· κατά δε τον καιρόν εκείνον ο κατά σάρκα μεν ομόζυγος και νυμφίος αυτής ηγαπημένος, κατά πνεύμα δε αδελφός της γενόμενος, ο Απελλιανός, ο αοίδιμος και όντως μακάριος, αφήκε τα πρόσκαιρα και απήλθεν εις τα ουράνια· η δε Οσία ηγωνίζετο έτι περισσότερον, έμεινε δε εις το ιερόν έτη τέσσαρα, αγωνιζομένη με νηστείας και προσευχάς όσον ηδύνατο. Είχε δε πόθον να κτίση και Μοναστήριον ανδρών αλλά δεν είχε χρήματα, επειδή όλα τα έδωσεν εις ελεημοσύνας, ο Θεός όμως εφώτισεν άρχοντα τινα και της εχάρισε χρήματα άμετρα και ούτως έκτισε το Μοναστήριον, το οποίον επλήρωσε Μοναχών κατά τον πόθον αυτής· έδωκε δε εις αυτούς νόμους πώς να πορεύωνται. Ενώ δε εμελέτα να ησυχάση, δια να λυτρωθή από τας φροντίδας, της ήλθον γράμματα να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου την εκάλει εις θείος της, Βουλοσιανός καλούμενος, όστις έγινεν έπαρχος της Ρώμης και επήγαινε τότε εις την βασίλισσαν Ευδοκίαν δι’ αναγκαίαν υπόθεσιν, της έγραφε δε ότι είχε μέγαν πόθον να την ίδη να συνομιλήσωσιν. Η δε Αγία επόθει μεν και αυτή να υπάγη δια να τον επιστρέψη εις την ευσέβειαν, διότι ήτο Έλλην και μόνον δια τας ανδραγαθίας και τον πλούτον του τον έκαμαν έπαρχον, αλλά πάλιν εδειλία, μήπως και δεν ήτο Θεού θέλημα να καταφρονήση την ησυχίαν τότε εις το τέλος της, να υπάγη εις τα βασίλεια. Ηρώτησε λοιπόν περί τούτου Μοναχούς εναρέτους και την συνεβούλευσαν να μη αργοπορήση, διότι θα έκαμνε πολλήν ωφέλειαν· ανεχώρησε λοιπόν από την Ιερουσαλήμ και επορεύετο δια ξηράς, από όσας δε πόλεις και χώρας διήλθεν, εξήρχετο ο ευσεβής λαός μετά των Ιερέων και των Αρχιερέων καθώς και Μοναχοί και Μοναχαί με τιμήν πολλήν και την προσεκύνουν με τόσην ευλάβειαν, ως να ήτο ουράνιος. Όταν λοιπόν έφθασεν εις την Χαλκηδόνα, εδειλία να υπάγη εις το Βυζάντιον, νομίζουσα άπρεπον πράγμα να εισέλθη εις τοιαύτην πόλιν πολυάνθρωπον και περίφημον μία Ασκήτρια· έμεινεν λοιπόν εις τον Ναόν της πανευφήμου Ευφημίας και προσηύχετο έως το μεσονύκτιον, να την φωτίση ο Κύριος να πράξη το συμφερώτερον, και τότε εξήλθεν ευωδία θαυμάσιος από τον τάφον της Μεγαλομάρτυρος και επλήρωσε την ψυχήν της Οσίας με ευφροσύνην και ηδονήν ανεκλάλητον· όθεν θάρρος λαβούσα, αφ’ ου εξημέρωσε, διήλθεν εις το Βυζάντιον και εύρε τον Βουλοσιανόν ασθενή βαρέως, όστις βλέπων το σχήμα και την μορφήν της εθαύμασε τοιαύτην μεταβολήν παράδοξον· διότι από την πολλήν άσκησιν και κακοπάθειαν ήτο η όψις της εξαίσιον θέαμα· όθεν από την πολλήν του κατάπληξιν εβόησε λέγων· «Ω Μελάνη ηγαπημένη μου! Πως σε ήξευρα και πως κατεστάθης, άσχημος και άμορφος η πρώην ωραία και πάγκαλος»! Τότε η πάνσοφος Μελάνη ευρίσκουσα εκ του λόγου του θείου της πρόφασιν, απεκρίνατο· «Λάβε λοιπόν και συ, μακάριε και προσφιλέστατε θείε μου, ψυχωφελές παράδειγμα από εμέ· διότι δεν θα κατεφρόνουν εγώ τόσην δόξαν, την οποίαν είχα και τόσον πλούτον αμέτρητον, και δεν θα εβασάνιζα την σάρκα μου άσπλαγχνα, εάν δεν ήλπιζα να απολαύσω τα μέλλοντα αγαθά, τα αληθινά και αιώνια, δια τα οποία όχι μόνον εγώ, αλλά και άλλαι πολλαί θυγατέρες βασιλέων κι πλούσιοι άρχοντες, ηγεμόνες και αυτοκράτορες, αφήκαν το βασίλειον ως ευμάραντον και απηρνήθησαν αυτά τα ρευστά και μάταια, δια να κληρονομήσουν τα άφθαρτα και αιώνια». Τοσούτον δε ενουθέτησε και εδίδαξε τον Βουλοσιανόν η Οσία, ώστε τον κατέπεισε με τα πάνσοφα και γλυκύτατα λόγια της να αρνηθή την ασέβειαν και ηδυνήθη μία γυναίκα αδύνατος, υπέρ τόσους μεγάλους άρχοντας και σοφούς διδασκάλους, οίτινες τον εδίδαξαν πρότερον και εξόχως ο μέγας Αυγουστίνος· αλλά και η μήτηρ αυτού του άρχοντος και αυτός ακόμη ο βασιλεύς της Ρώμης πολλά τον εδίδαξαν με νουθεσίας και παραδείγματα διάφορα, αλλά όλοι αυτοί δεν ηδυνήθησαν να κατορθώσωσι τίποτε· μόνον η μακαρία Μελάνη, συνεργούσης της θείας Χάριτος, τον έφερεν εις τοσαύτην μετάνοιαν, ώστε έκλαιε πικρώς την προτέραν του αγνωσίαν συλλογιζόμενος. Όθεν αφού τον κατήχησεν ικανώς και τον εστερέωσεν εις την Ορθόδοξον πίστιν, απήλθον εις τον Άγιον Πρόκλον, όστις ήτο τότε Αρχιεπίσκοπος και τον εβάπτισε, και μετανοήσας εξ όλης καρδίας δια τας αμαρτίας του παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού ολίγας ημέρας ύστερον, ο δε Δεσπότης Χριστός τον συνηρίθμησε με τους εργάτας της ενδεκάτης ώρας ως πολυέλεος. Πρώτον λοιπόν καλόν το οποίον έκαμεν η Αγία εκεί εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο τούτο· να επιστρέψη προς θεογνωσίαν με ευκολίαν τον θείον της. Δεύτερον καλόν ήτο η κατά των αιρετικών νίκη της, διότι τότε ήτο φυτρωμένη εις τον καλόν σίτον και η του κατηραμένου και δυσσεβούς Νεστορίου αίρεσις, εις την οποίαν ήσαν βυθισμένοι πλήθος αμέτρητον. Η δε Αγία έκαμε τοιαύτην διάλεξιν με τους αιρετικούς, ώστε τους ενίκησε με την σοφίαν των λόγων της και διέλυσεν ως ιστόν αράχνης τα σοφίσματα ή μάλλον ειπείν τα φλυαρήματα εκείνων. Όθεν ο πονηρός διάβολος, τοιαύτην αισχύνην μη υποφέρων, μετεμορφώθη ως άνθρωπος, και εμφανισθείς εις αυτήν την εφοβέρισεν, ότι θα της κάμη όσα κακά δυνηθή. Απελθών λοιπόν εις τον βασιλέα και εις τους άλλους του παλατίου έλεγε πλείστα όσα ψεύματα δια την Αγίαν, ώστε να μη την έχουν ουδόλως εις ευλάβειαν. Έπειτα της προεκάλεσεν δεινήν ασθένειαν· η δε Αγία επικαλουμένη το όνομα του Χριστού ηφάνιζε τον πειράζοντα και έδιδεν εις τους ορώντας πολλήν ωφέλειαν με την αγγελικήν πολιτείαν της. Τρίτον δε καλόν ήτο ότι συνεβούλευσε την βασίλισσαν Ευδοκίαν να υπάγη να προσκυνήση τα Ιεροσόλυμα και άλλας ψυχωφελείς πράξεις να κάμη, εις όλα δε την ήκουσεν η βασίλισσα, διότι την ετίμα ως πνευματικήν της μητέρα. Ταύτα επιτυχούσα η μακαρία Μελάνη επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν της, μετά δε ταύτα δια την αγάπην της επήγεν εκεί η βασίλισσα και παρευρέθη εις τον εγκαινιασμόν της Εκκλησίας· έπειτα η μεν Ευδοκία προσκυνήσασα τους Αγίους Τόπους διεμοίρασεν ελεημοσύνην ανείκαστον και επέστρεψεν εις τα βασίλεια, η δε Αγία προεγνώρισεν εξ Αγίου Πνεύματος, ότι ήλθε το τέλος τής παροικίας της. Επήγε λοιπόν και απεχαιρέτησεν όλους τους σεβασμίους Τόπους, όταν δε ήλθεν η εορτή των Χριστουγέννων εισήλθεν η Οσία εις το άγιον Σπήλαιον και λέγει εις την αδελφήν της, ήτις την ηκολούθει, ότι ήλθεν η ώρα να υπάγη προς τον Ποθούμενον. Ταύτα ειπούσα εδεήθη προς τον Δεσπότην με πολλήν ευλάβειαν και ταπείνωσιν, να λάβη την ψυχήν της ως εύσπλαγχνος. Τότε της ήλθεν ολίγη θέρμη, αι δε αδελφαί όλαι συνήχθησαν, τον αποχωρισμόν αυτής οδυρόμεναι, αυτή δε τας παρηγόρησε και τας εδίδαξε πώς να πορεύωνται· έπειτα έκαμεν ευχήν δι’ αυτάς και αυταί δι’ αυτήν και αποχαιρετήσασα όλας παρέδωκεν εις χείρας Χριστού το πνεύμα της, την τελευταίαν ημέραν του Δεκεμβρίου μηνός. Τότε ο Πατριάρχης και όλος ο Κλήρος κι ο λαός, συναχθέντες ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς το πάνσεπτον αυτής Λείψανον. Ο δε πανάγαθος Θεός εθαυμάστωσε την δούλην αυτού προ του τέλους και μετά θάνατον και ετέλεσε θαυμάσια· εθεράπευσε μίαν κόρην, ήτις είχε δεινόν δαιμόνιον και ήτο κλεισμένον το στόμα της τοιουτοτρόπως, ώστε ούτε να ομιλήση λόγον ούτε να φάγη ουδόλως ηδύνατο. Άλλη γυνή πάλιν ήτο έγκυος και απέθανε το βρέφος εις την κοιλίαν της, η δε Αγία έβαλεν επάνω εις την ασθενή την ζώνην της και ευθύς εγέννησε το νεκρόν παιδίον και η γυνή υγιής εγένετο. Αυτά και έτερα έκαμεν όταν έζη η Οσία, τα δε μετά θάνατον είναι αμέτρητα, τα οποία αφήκαμεν δια συντομίαν και από ταύτα ημπορεί να εννοήση έκαστος την προς τον Θεόν παρρησίαν της Οσίας και πόσον εισηκούετο η προσευχή της από τον Δεσπότην Χριστόν τον Νυμφίον της. Ω πρέπει τιμή και προσκύνησις συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου