Μαρκιανός ο Όσιος πατήρ ημών ήνθησε κατά τους χρόνους του συνωνύμου
αυτού αυτοκράτορος Μαρκιανού και Πουλχερίας εν έτει υνγ΄ (453). Οι γονείς του
ήσαν από την Ρώμην, από γένος περιφανέστατον και υπέρλαμπρον εις την αξίαν και
τα χρήματα πλούσιοι, εις δε την ευσέβειαν πλουσιώτεροι. Αφού δε έμαθε τα πρώτα
γράμματα, ήλθε με τους γονείς του και κατώκησαν εις την Κωνσταντινούπολιν· εκεί
δε εξεπαιδεύθη ο νέος καλλίτερον όχι τόσον εις την κάτω φιλοσοφίαν, αλλά πολλώ
μάλλον την μείζονα και τελειοτέραν.
Όθεν έγινεν ονομαστός εις όλους και περιβόητος. Βλέπων την αρετήν αυτού ο Πατριάρχης εκείνου του καιρού τον εχειροτόνησε κατά τάξιν πρεσβύτερον, έπειτα και οικονόμον της Μεγάλης Εκκλησίας, όχι ότι εζήτησεν εκείνος τοιαύτην αξίαν, αλλά ακουσίως του δια την ένθεον αυτού πολιτείαν τον εψήφισεν. Αλλά ταύτα μεν έγιναν ύστερον. Ότε δε ήτο ακόμη νέος, ως έλαβε την ιερωσύνην, οι γονείς αυτού ετελεύτησαν, λαβών δε τον πολύν πλούτον αυτού και την λαμπράν περιουσίαν, δεν την εδαπάνησεν εις απόλαυσιν του σώματος, αλλά ως σοφός όντως και φιλόθεος έκαμε συγκληρονόμους αυτού τους πένητας, διαμοιράζων εις αυτούς τον πλούτον του ελευθέρως. Και αυτούς μεν ευηργέτησε σωματικώς, χορτάσας πεινασμένους και ενδύσας γυμνούς, ευπορήσας απόρους και μηδέν έχοντας· ψυχικώς δε ωφέλησεν εαυτόν περισσότερον, θησαυρίζων εις τους ουρανούς ως φρόνιμος. Ηδονάς και θελήματα της σαρκός τελείως εμίσησε και μοναδικός αυτού πόθος ήτο να αναγινώσκη τας Αγίας Γραφάς. Όθεν από ταύτας ωφελήθη σημαντικώς, αποκτήσας όλας τας αρετάς, εξαιρέτως δε επολέμει δυνατά με την κοιλίαν και τους οφθαλμούς, ηξεύρων ότι από ταύτα τα δύο ζημιούνται οι νεώτεροι. Και ούτε έτρωγε φαγητά ηδονικά και νόστιμα, ούτε εκύτταζε πρόσωπα εύμορφα· ηγρύπνει δε το περισσότερον της νυκτός προσευχόμενος, Είχε δε ο Άγιος πολλήν ευλάβειαν εις τους Αγίους Μάρτυρας, και ηυτρέπιζε τους Ναούς των, όσοι δε εχρειάζοντο ανακαίνισιν, την έκαμνεν αόκνως. Έχων δε πόθον πολύν και μέριμναν να κτίση της Αγίας Αναστασίας Ναόν περικαλλή, έμαθεν ότι μία γυνή καλουμένη Νικώ εχήρευσε και είχεν οίκον μεγάλον και επίσημον εις το μέσον της πόλεως και τον επώλει· όθεν επήγε και βλέπων την οικίαν, ότι ήτο αρμοδία, εσυμφώνησε με την γυναίκα και της έδωσε δύο χιλιάδας φλωρία. Αλλ’ ο φθονερός και μισίκαλος ημπόδισε πάλιν και εις αυτό, δια να μη γίνη Εκκλησία τοιούτος οίκος θαυμάσιος, έβαλε δε λογισμούςκακούς εις τον νουν της γυναικός, και εθλίβετο ότι επώλησε τοιαύτην οικίαν υπέρλαμπρον, την οποίαν έκτισεν ο Μέγας Κωνσταντίνος, και δεν επλήρωνε της αυθεντίας φόρον ολότελα και από ταύτα ενικήθη η γυνή, ως γυνή ευμετάβολος, και έστρεψε τα αργύρια. Ο δε Μαρκιανός δεν ηθέλησε να την δυναστεύση, αλλά επήρε τα χρήματα, ελπίζων εις τον Θεόν να του στείλη άλλον τόπον κατά τον πόθον αυτού αρμόδιον· και ούτως έγινε με την θείαν Πρόνοιαν. Συνομιλούντες μίαν ημέραν με τον τότε Πατριάρχην, έμαθε παρ’ εκείνου ότι υπήρχε παλαιός τις Ναός εις τόπον καλούμενον Δομνίνου εμβόλοις, και τον συνεβούλευσε να ανακαινίση εκείνον, και θα εγίνετο εξαίσιος. Και όντος εδαπάνησεν αναρίθμητα αργύρια, και τον έκαμε με μάρμαρα, κίονας, τόξα και ζωγραφίας και άλλα όμοια τοσούτον ωραίον και περικαλλή, ώστε οι ορώντες εθαύμαζον. Όταν λοιπόν ετελειώθη ο τοιούτος περικαλλής και υπέρλαμπρος Ναός, προσεκάλεσε τον Πατριάρχην με τους κληρικούς και τους πιστούς Βασιλείς με τους Άρχοντας να τελέσουν τα εγκαίνια. Λοιπόν τη κβ΄ (22α) Δεκεμβρίου εσυνάχθη σχεδόν όλη η πόλις και ητοιμάσθησαν να ιερουργήσουν οι Ιερείς κατά την συνήθειαν. Τότε πλησιάζει τον Μαρκιανόν πτωχός τις πολλήν ανάγκην έχων και του εζήτησεν ελεημοσύνην δια τον Κύριον. Ο δε Όσιος ήτο πολλά συμπαθής και εύσπλαγχνος, και επειδή δεν είχε την ώραν εκείνην να του δώση κατά τον πόθον του αργύρια, επήρε τον πτωχόν εις μίαν γωνίαν απόκρυφα, όπου δεν τους έβλεπον οι άνθρωποι, και εκδύεται το ένδυμά του και το δίδει εις τον πτωχόν, δια να μη λυπήση τον Κύριον, και έμεινε μόνον με το υποκάμισον, διότι δεν εφόρει ποτέ του δύο ράσα, αλλά μονοχίτων ευαγγελικώς επορεύετο. Και τότε έβαλε τα ιερατικά, επειδή έμελλε να συλλειτουργήση και αυτός με τους άλλους Κληρικούς, και εισήλθεν εις το Άγιον Βήμα. Καθώς λοιπόν ελειτούργουν, έσυρε πολλάκις ο Άγιος το φελόνιον και το εσυμμάζωνε δια να μη το ίδωσιν οι άλλοι Ιερείς ότι ήτο γυμνός. Ο δε Αρχιερεύς και οι υπόλοιποι κυττάζοντες αυτόν είδον θαύμα φρικτόν και εξαίσιον, ήτοι ότι εφόρει στολήν βασιλικήν κατάστικτον, χρυσοϋφαντον και υπέρλαμπρον, ήτις ήστραπτε, και όταν ήπλωνε την χείρα να μεταλάβη τον λαόν, εφαίνετο περισσότερον εκείνο το θεοϋφαντον ύφασμα και όλοι το είδον. Όθεν οι Ιερείς εφθόνησαν και τον διέβαλον εις τον Πατριάρχην Γεννάδιον, όστις τον εκάλεσεν αφού ετελείωσεν την ιερουργίαν, και τον επέπληξε, διότι ετόλμησε να ενδυθή βασιλικήν στολήν, τοσούτον λαμπράν και πολύτιμον. Ο δε έπεσεν εις τους πόδας αυτού με δάκρυα λέγων, ότι είδον φάντασμα, διότι εκείνος ήτο ολόγυμνος. Τότε εξεδύθη την ιερατικήν στολήν του και ο Αρχιερεύς είδεν ότι πράγματι ήτο ολόγυμνος, ομοίως δε και αυτοί οι Βασιλείς. Ότε δε έμαθον και εκείνοι την υπόθεσιν ταύτην, τον είχον εις περισσοτέραν ευλάβειαν άπαντες, διότι τότε πλέον ηννόησαν ότι επρόκειτο περί θαύματος, την οποίαν στολήν τού την εχάρισεν ο Κύριος αντί της ιδικής του που έδωσεν. Όσοι δε ηκολούθουν την αίρεσιν του Αρείου, από το θαύμα αυτό και από άλλα, τα οποία ηκολούθησαν μετά ταύτα, είλκοντο και επέστρεφον εις την Ορθοδοξίαν, ακούοντες μάλιστα την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του. Εξερράγη δε ποτε πυρκαϊά εις το βόρειον μέρος της Πόλεως, και εφλέγετο το μέρος εκείνο, το δε πυρ εξηπλούτο μέχρι της θαλάσσης προς νότον. Περιεκύκλωσαν λοιπόν αι φλόγες και την Εκκλησίαν αυτήν του Οσίου, ήτοι την Αγίαν Αναστασίαν. Ο δε του Θεού άνθρωπος, μηδέν δειλιάσας, αλλά έχων πίστιν εις τον Θεόν καθαράν και άδολον, έλαβε το Ιερόν Ευαγγέλιον και αναβαίνων εις την στέγην της Εκκλησίας, εσταμάτησεν εις το μέσον της φλογός, λέγων ταύτα: «Χριστέ ο Θεός των Πατέρων ημών, όστις εφύλαξας τους τρεις Παίδας υγιείς εις την κάμινον, αυτός και σήμερον, Δέσποτα, διαφύλαξον και τούτον τον οίκον σου αβλαβή, τον οποίον ημείς με πόνον πολύν και πόθον εκτίσαμεν, και μη αφήσης το πυρ να τον αφανίση, δια να μη μας ονειδίσουν οι Αρειανοί· αλλά δείξον και τώρα θαυμάσιον, άξιον της Σης μεγαλωσύνης και αγαθότητος, εις δόξαν του ονόματός σου, και εις ημών των Ορθοδόξων δούλων σου καύχημά τε και αγαλλίαμα». Ταύτα ειπόντος του Αγίου με ροήν δακρύων αμέτρητον, βλέπουσιν όλοι όσοι ίσταντο από μακράν να στρέφη (ω του θαύματος!) η φλοξ, ήτις είχεν όλον τον Ναόν κυκλωμένον, εις τα οπίσω, και να ανακόπτεται η ορμή του πυρός, ώσπερ να το εδίωκε δύναμις ισχυροτάτη και ακαταμάχητος και έμεινεν ο ιερός εκείνος οίκος όλος απαθής και αβλαβής, ως οι τρεις Παίδες εν τη καμίνω. Όχι δε μόνον τούτο το θαύμα έγινεν εις εκείνην την Εκκλησίαν, αλλά και έτερα πάμπολλά όχι μόνον τότε ζώντος του Αγίου Μαρκιανού, αλλά και ύστερον. Διότι έξωθεν του νάρθηκος είναι μία εικών της Θεοτόκου, άνωθεν της ωραίας πύλης, ήτις κάμνει εις τους ασθενείς άπειρα θαύματα, θεραπεύουσα δαιμονιώντας, κλινήρεις και άλλα πάθη διώκουσα. Αλλά ας αφήσωμεν τα θαύματα δι’ άλλην διήγησιν και μόνον εν να είπωμεν, όπερ έγινεν όταν έζη ο Άγιος, δια να μη εξέλθωμεν από το προκείμενον. Εις εορτήν τινα ήσαν εις την Εκκλησίαν αυτήν άνδρες και γυναίκες, έπεσε δε μία έγκυος γυνή από ένα τόξον του αριστερού μέρους της Εκκλησίας, διότι έσκυψε πολύ ή διότι από συνεργίαν δαίμονος ημποδίσθη, και πίπτουσα από τόσον ύψος εξέψυχε, και εγένετο εις το μέσον της εορτής θρήνος πολύς και δάκρυα. Αλλά ο Άγιος έστρεψε τον θρήνον εις αγαλλίασιν· ύψωσε, λέγω, τας χείρας με όλον τον λαόν κοινώς προσευχόμενος και παρευθύς, ω του εξαισίου θαύματος! ανεστήθη η γυνή, και το βρέφος εσκίρτα εις την κοιλίαν της. Αλλά ας αφήσωμεν τα θαύματα, και ας γράψωμεν τα επίλοιπα της διηγήσεως. Ο Ναός της Αγίας Ειρήνης δεν ήτο ευθύς εξ αρχής τόσον μεγάλος, ούτε ωραίος και καλλωπισμένος, καθώς θεωρείται την σήμερον. Ο πανάγαθος όμως Θεός ηθέλησε να γίνη τοιούτος και απεκάλυψε ταύτα προς τον Πατριάρχην Γεννάδιον, λέγων: «Κατάλυσον αυτόν τον Ναόν, ίνα τον ανακαινίση ο διάδοχός σου μετά την σην αποβίωσιν». Ο Γεννάδιος λοιπόν τελειώσας το θείον πρόσταγμα ανεπαύθη, ο δε Μαρκιανός, ακούσας την θείαν αυτήν αποκάλυψιν, έβαλεν εις τον νουν του, ως οικονόμος που ήτο της Μεγάλης Εκκλησίας, ότι αυτόν ηννόει η όρασις, και παραλαβών κρυφίως ολίγους ανθρώπους, μετέβη μίαν νύκτα εις τον ρηθέντα Ναόν, και προσηύχετο εις τον Θεόν με ευλάβειαν ταύτα λέγων: «Ο Θεός των δυνάμεων, όστις ηδάφισας τους βωμούς των ειδώλων και μας ελύτρωσας από την μιαράν αυτών πλάνην, προστάσσων ημάς να σου οικοδομήσωμεν Εκκλησίας, αυτός και νυν επίβλεψον εις τον τόπον τούτον και αγίασον αυτόν, και δυνάμωσον ημάς να σου οικοδομήσωμεν τον οίκον τον οποίον προσέταξας». Ταύτα ευξάμενος απεκοιμήθη κατ’ οικονομίαν Θεού και τότε εμφανίζεται προς αυτόν ο Κύριος εις οπτασίαν και δεικνύει τον τόπον του Ναού και το μέγεθος. Έπειτα ήκουσε και θείαν φωνήν ταύτα λέγουσαν: «Μαρκιανέ, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Τότε εγερθείς ο Άγιος με φόβον και αγαλλίασιν, ανήγγειλε την οπτασίαν προς τον Αρχιεπίσκοπον, όστις του έδωκεν εξουσίαν να κάμη τον Ναόν κατά την άνωθεν προσταγήν· έβαλε περισσόν κόπον και έξοδα δια να θέση τα θεμέλια προς την θάλασσαν· έπειτα και την επίλοιπον οικοδομήν ετελείωσε με κίονας και μάρμαρα, και την εστέγασε τόσον επιδέξια, και την εσκέπασε με μόλυβδον, καθώς την σήμερον φαίνεται· και πάντες όσοι την βλέπουσι θαυμάζουν των τοίχων την στερεότητα, του εδάφους την ωραιότητα και των άλλων πάντων την τάξιν και κοσμιότητα. Εις αυτό το καλόν έργον εφθόνησεν ο διάβολος, και όταν ήθελον να στήσουν τους δύο κίονας, οι οποίοι είναι εμπρός εις το θυσιαστήριον, εκάθησεν εις τον ένα, όστις ήτο ο μεγαλύτερος και τον έθετον εις το αριστερόν μέρος, και τόσον τον έκαμε βαρύν, ώστε δεν ηδύναντο να τον ανασηκώσουν οι οικοδόμοι και εργάται, όχι δε μόνον τούτο, αλλά και από την θέσιν του δεν μετεκινείτο, και εθραύοντο τα σχοινία και τα ξύλα με τα οποία τον είχον δεδεμένον. Όθεν μετέβη ο Άγιος μόνος του, και κάμνων προσευχήν ευλαβώς προς τον Κύριον, εσημείωσε τον Σταυρόν εις τον κίονα, και επετίμησε τον δαίμονα λέγων: «Εχθρέ και πολέμιε του καλού παύσε, και μη εμποδίζης όσα εις δόξαν Θεού γίνονται». Ταύτα ειπών ο Άγιος εβοήθησε και αυτός με τας χείρας του, αν και ήτο γέρων και αδύνατος, παρευθύς δε με πολλήν ευκολίαν υψώθη το μάρμαρον, και εστάθη εις τον τόπον του. Δια να κηρύττεται δε το θαυμάσιον και να φαίνεται πάντοτε, κλίνει ολίγον εκείνος ο κίων έως την σήμερον και δεν ηδυνήθησαν να τον ορθώσωσι πώπωτε. Όχι δε μόνον αυτούς τους δύο Ναούς ο μακάριος Μαρκιανός ωκοδόμησεν, αλλά και έτερον του Αγίου Ισιδώρου, εις τον οποίον νέον Ναόν έφερε κατόπιν και τα άγια του λείψανα με τρόπον θαυμάσιον. Πολλοί δε άνθρωποι εθαύμαζον την πολλήν ευλάβειαν όπου είχεν εις τας Εκκλησίας ούτος ο Άγιος, και δια την τόσην δαπάνην όπου έκαμνε και του το έλεγον, εκείνος δε τους απεκρίνετο λέγων: «Αδελφοί, εάν είχα θυγατέρα να την υπανδρεύσω, δεν θα την εστόλιζα με τα ωραιότερα κοσμήματα που θα ημπόρουν; Πόσον λοιπόν πρέπει να στολίζωμεν την περικαλλή και ωραίαν νύμφην του Χριστού Εκκλησίαν, δια την οποίαν έχυσε το αίμα αυτού ο Δεσπότης και τοσούτον την εκαλλώπισε»; Τόσον φιλότιμος ήτο ο μέγας Μαρκιανός εις τα θεάρεστα έργα και δεν ελυπείτο κανέν έξοδον. Ωκοδόμησε δε και άλλους Ναούς εις άλλα μέρη, ως του Αγίου Θεοδώρου εις το Ταίναρον, του Αγίου Στρατονίκου εις το Ρήγιον και άλλους. Παρ’ όλην όμως την δαπάνην όπου έκαμνεν ο Άγιος δια τας Εκκλησίας, δεν παρημέλει την ελεημοσύνην εις πένητας, αλλά τους εβοήθει αφθόνως, από δε την πολλήν του συμπάθειαν εγύριζε την νύκτα τα στενά της Πόλεως και όσους πτωχούς εύρισκεν, οι οποίοι δεν εξήρχοντο την ημέραν από την εντροπήν των, διότι ήσαν πλούσιοι και επτώχευσαν, αυτούς άνδρες τε και γυναίκας ηλέει περισσότερον· και το θαυμασιώτερον όχι μόνον τους ζώντας, αλλά και νεκρόν τινα εάν εύρισκε πτωχόν και άπορον, όστις να μη είχε κανένα να τον επιμεληθή, τον εθεώρει ως θησαυρόν μέγαν και πολύτιμον και λούων και ενδύων αυτόν έλεγε προς τον νεκρόν ταύτα, ώσπερ να ήτο ζων να τον ήκουε: «Σήκω, αδελφέ, να κάμωμεν τον τελευταίον ασπασμόν κατά την συνήθειαν». Παρευθύς δε υπήκουεν ο νεκρός και εγειρόμενος (ω απορρήτου θαύματος!) εφίλει τον Άγιον· έπειτα πάλιν αφού ήθελε κάμει τον ασπασμόν έμενε νεκρός ως και πρότερον. Τούτο το υπέρ φύσιν τερατούργημα του Αγίου εγνωρίσθη και από άλλους τινάς, και μάλιστα από ένα δούλον ενός τραπεζίτου, όστις αντήλλασσε τα φλωρία με άσπρα, προς τον οποίον ήρχετο πολλάκις την νύκτα ο Άγιος και ήλλασσε φλωρία, και έπαιρνεν άσπρα δια να τα μοιράζη εις πένητας. Δια να μη τον γνωρίζη δε τις εσκέπαζε το πρόσωπόν του, ο δε τραπεζίτης μη ηξεύρων τις ήτο, εζύγιζε το χρυσίον με δόλον εξ αφορμής της νυκτός, και του εκράτει άδικα πολλά χρήματα. Ο δε Άγιος το εγνώριζεν, αλλ’ ως πράος δεν έλεγε τίποτε, προσεποιείτο δε ότι δεν το ήξευρε. Τούτο δε έγινε πολλάς φοράς. Όθεν έβαλεν ο άδικος δίκαιον λογισμόν να γνωρίση τις ήτο ο αδικούμενος· και όταν επήρε τα άσπρα μίαν νύκτα ο Άγιος, έστειλεν ένα του υπηρέτην κατόπιν κρυφά, να τον παρακολουθήση έως τον οίκον του, δια να γνωρίση τις ήτο. Καθώς δε επήγαινεν ο Άγιος εύρε νεκρόν τινα εις τον δρόμον, και αγοράσας από κάπηλόν τινα όσα εχρειάζετο δια τον νεκρόν, τον έλουσε και τον ενέδυσεν, έπειτα ηγέρθη ο νεκρός και ησπάσθησαν αλλήλους ως άνωθεν και τον επήρε να τον ενταφιάση ο Άγιος. Ταύτα βλέπων ο νέος ετρόμαξε και επιστρέψας ανήγγειλεν εις τον κύριον αυτού τα γενόμενα, όστις εφοβήθη τον Θεόν και επέστρεψεν εις τον Άγιον μετά δακρύων όσα τον ηδίκησε πρότερον, και επήρε συγχώρησιν. Όχι δε μόνον αυτάς τας αρετάς είχεν ο τρισμακάριος, αλλά και εις τας πόρνας πολλάκις επήγαινε, τον Δεσπότην Χριστόν μιμούμενος, και έδιδεν εις αυτάς ελεημοσύνας πολλάς, δια να έχουν τα αναγκαία να πορεύωνται και να μη πορνεύουν δια την πτωχείαν και απορίαν των. Κατά πάσαν δε εορτήν παρελάμβανε τινάς από αυτάς, αφού παρήγγελλεν εις αυτάς πρότερον να εγκρατευθούν από την αμαρτίαν ημέρας τινάς, και να λουσθούν από τον μολυσμόν της σαρκός και κάμνων διδαχήν εις την Εκκλησίαν δια τας τιμωρίας της αιωνίου κολάσεως, τας έκαμνε και μετενόουν δια τας αμαρτίας των. Πολλαί δε εξ αυτών έγιναν όχι μόνον Μοναχαί, αλλά και ηγίασαν και έκαμαν εις δόξαν του Κυρίου θαυμάσια, ότι εκείνος εφρόντιζε δι’ αυτάς εις το Μοναστήρι, και δεν είχον φροντίδα τινά του σώματος, ει μη μόνον να κλαίουν δια τας αμαρτίας των, και ούτως ετελείωνον τον βίον θεάρεστα. Εις ταύτα όλα τα καλά ήτο ο καλός Μαρκιανός αίτιος, όστις έδιδεν όσα είχεν ελεημοσύνην όχι μόνον χρήματα, κτήματα και άλλον πλούτον, αλλά και τα ενδύματά του έδιδε, και δεν είχε δεύτερον φόρεμα αλλά μόνον ένα ιμάτιον εβάσταζεν. Ημέραν δε τινά, ότε ήρχετο από την εορτήν του Αγίου (επειδή ως ευλαβής επήγαινεν εις τας πανηγύρεις και έψαλλεν) εβράχη. Όθεν ήναψε πυράν να στεγνώση το ράσον του και καθώς εξεδύθη και το έβαλε πλησίον της πυράς έτυχε και του παρήγγειλεν ο Πατριάρχης να υπάγη, διότι τον ήθελεν. Οι μεν λοιπόν απεσταλμένοι εκτύπων την θύραν ώραν πολλήν, εκείνος δε εντρέπετο να εξέλθη να τον ίδωσι γυμνόν, και ερωτήσας αυτούς έσωθεν τι ήθελον, τους έδωκεν απόκρισιν ότι εις ολίγην ώραν θα ήρχετο. Εις δε από εκείνους παρετήρησεν από μίαν οπήν και τον είδε ότι ήτο γυμνός. Όθεν έδραμε προς τον Πατριάρχην και το ωμολόγησε. Τοιούτος λοιπόν ήτο εις τας αρετάς ο μέγας ούτος Μαρκιανός· όθεν όλοι τον ηυλαβούντο, όχι μόνον ο κοινός λαός, αλλά και οι Αρχιερείς και η σύγκλητος, και αυτός ο βασιλεύς μάλιστα, έτι δε και οι δυνατοί πολέμαρχοι Άσπαρ και Αρδαβούριος, οι οποίοι ήσαν τότε αιρετικοί, και όμως τον είχον εις τόσην ευλάβειαν, ώστε δεν ετόλμων να τον ίδουν εις το πρόσωπον, του έστειλαν δε σκεύη χρυσά και αργυρά πολύτιμα και τα αφιέρωσαν εις τον Ναόν αυτού της Αγίας Αναστασίας, εκείνος δε πάλιν μετεγλώττισεν εις την γλώσσαν αυτών τα βιβλία μας και τους τα εχάρισε να τα αναγινώσκουν μήπως και ευλαβηθούν να γίνουν ευσεβείς Ορθόδοξοι. Όχι δε μόνον οι Βυζάντιοι ηυλαβούντο τον Άγιον, αλλά και έως εις την πατρίδα του επήγεν η αγαθή φήμη του, και ήρχοντο πολλοί, τόσων ημερών διάστημα, να τον βλέπωσιν· άλλοι μεν δια να λάβουν την ιατρείαν της ψυχής, και άλλοι του σώματος. Και πολλοί άρρωστοι έλαβον την ποθουμένην υγείαν δια τας ευπροσδέκτους προς τον Θεόν πρεσβείας του, από τα οποία θαυμάσια που έκαμεν εις τους συμπατριώτας αυτού να είπωμεν ένα και έπειτα να δώσωμεν τέλος της διηγήσεως. Γυνή τις πλουσία είχε μεγάλην ασθένειαν, και έρρεε το αίμα αυτής ακατάσχετον επί πολλούς χρόνους ως της αιμορροούσης. Όταν λοιπόν είδεν ότι εδαπάνησεν εις τους ιατρούς και τα φάρμακα πλούτον άμετρον ανωφελώς, ακούσασα του Οσίου τούτου τα σημεία και τέρατα, εμίσευσεν από την Ρώμην μετ’ ευλαβείας και πίστεως. Και ως έφθασεν εις το Βυζάντιον, έπεσεν εις τους πόδας αυτού διηγουμένη την δεινήν οδύνην αυτής την ανίατον. Ευθύς λοιπόν ως έκαμε προσευχήν δι’ αυτήν, έφυγεν η ασθένεια, και έμεινεν η γυνή όλως υγιής και επέστρεψε χαίρουσα. Αυτάς και άλλας πολλάς αγαθοεργίας τελέσας ο Άγιος ετελείωσε τον βίον θεαρέστως προ τού να εγκαινιάση τον Ναόν της Αγίας Ειρήνης. Όταν δε ήτο εις την τελευταίαν ώραν προσηύξατο ταύτα προς Κύριον: «Εις τας Αγίας σου χείρας αφήνω, Δέσποτα, την ψυχήν ταύτην την οποίαν εποίησας, και τον Ναόν τον οποίον με την βουλήν σου κατεσκεύασα». Ταύτα ειπών ετελεύτησεν εις τας ι΄ (10) Ιανουαρίου και εσυνάχθη όλη η πόλις, ο τε Πατριάρχης με τους Πρεσβυτέρους, και ο βασιλεύς με την Σύγκλητον, και οι επίλοιποι άπαντες άνδρες και γυναίκες ευλαβείς εσυνάχθησαν και εντίμως ως έπρεπε και αξίως τον Όσιον ενεταφίασαν. Η δε ευσεβής Βερίνα η βασίλισσα του μεγάλου Λέοντος έμεινεν επίτροπος του Αγίου εις τον Ναόν της Αγίας Ειρήνης και αυτή τον ετελείωσε και ιστόρησε και ετέλεσε με πόθον όσα υπελείποντο και όλην την στέγην εχρύσωσε, και τον ενεκαινίασε τον δεύτερον χρόνον εις τας κ΄ (20) Ιανουαρίου μηνός. Με τοσαύτα λοιπόν και τοιαύτα θαυματουργήματα εδοξάσθη από τον Θεόν ο θεομακάριστος, κατά την εκείνου φωνήν και θεολόγον επαγγελίαν την λέγουσαν: «Δοξάσω τους εμέ δοξάσοντας». Τούτου του Αγίου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της αιωνίου μακαριότητος, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω και Θεώ ημών εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Όθεν έγινεν ονομαστός εις όλους και περιβόητος. Βλέπων την αρετήν αυτού ο Πατριάρχης εκείνου του καιρού τον εχειροτόνησε κατά τάξιν πρεσβύτερον, έπειτα και οικονόμον της Μεγάλης Εκκλησίας, όχι ότι εζήτησεν εκείνος τοιαύτην αξίαν, αλλά ακουσίως του δια την ένθεον αυτού πολιτείαν τον εψήφισεν. Αλλά ταύτα μεν έγιναν ύστερον. Ότε δε ήτο ακόμη νέος, ως έλαβε την ιερωσύνην, οι γονείς αυτού ετελεύτησαν, λαβών δε τον πολύν πλούτον αυτού και την λαμπράν περιουσίαν, δεν την εδαπάνησεν εις απόλαυσιν του σώματος, αλλά ως σοφός όντως και φιλόθεος έκαμε συγκληρονόμους αυτού τους πένητας, διαμοιράζων εις αυτούς τον πλούτον του ελευθέρως. Και αυτούς μεν ευηργέτησε σωματικώς, χορτάσας πεινασμένους και ενδύσας γυμνούς, ευπορήσας απόρους και μηδέν έχοντας· ψυχικώς δε ωφέλησεν εαυτόν περισσότερον, θησαυρίζων εις τους ουρανούς ως φρόνιμος. Ηδονάς και θελήματα της σαρκός τελείως εμίσησε και μοναδικός αυτού πόθος ήτο να αναγινώσκη τας Αγίας Γραφάς. Όθεν από ταύτας ωφελήθη σημαντικώς, αποκτήσας όλας τας αρετάς, εξαιρέτως δε επολέμει δυνατά με την κοιλίαν και τους οφθαλμούς, ηξεύρων ότι από ταύτα τα δύο ζημιούνται οι νεώτεροι. Και ούτε έτρωγε φαγητά ηδονικά και νόστιμα, ούτε εκύτταζε πρόσωπα εύμορφα· ηγρύπνει δε το περισσότερον της νυκτός προσευχόμενος, Είχε δε ο Άγιος πολλήν ευλάβειαν εις τους Αγίους Μάρτυρας, και ηυτρέπιζε τους Ναούς των, όσοι δε εχρειάζοντο ανακαίνισιν, την έκαμνεν αόκνως. Έχων δε πόθον πολύν και μέριμναν να κτίση της Αγίας Αναστασίας Ναόν περικαλλή, έμαθεν ότι μία γυνή καλουμένη Νικώ εχήρευσε και είχεν οίκον μεγάλον και επίσημον εις το μέσον της πόλεως και τον επώλει· όθεν επήγε και βλέπων την οικίαν, ότι ήτο αρμοδία, εσυμφώνησε με την γυναίκα και της έδωσε δύο χιλιάδας φλωρία. Αλλ’ ο φθονερός και μισίκαλος ημπόδισε πάλιν και εις αυτό, δια να μη γίνη Εκκλησία τοιούτος οίκος θαυμάσιος, έβαλε δε λογισμούςκακούς εις τον νουν της γυναικός, και εθλίβετο ότι επώλησε τοιαύτην οικίαν υπέρλαμπρον, την οποίαν έκτισεν ο Μέγας Κωνσταντίνος, και δεν επλήρωνε της αυθεντίας φόρον ολότελα και από ταύτα ενικήθη η γυνή, ως γυνή ευμετάβολος, και έστρεψε τα αργύρια. Ο δε Μαρκιανός δεν ηθέλησε να την δυναστεύση, αλλά επήρε τα χρήματα, ελπίζων εις τον Θεόν να του στείλη άλλον τόπον κατά τον πόθον αυτού αρμόδιον· και ούτως έγινε με την θείαν Πρόνοιαν. Συνομιλούντες μίαν ημέραν με τον τότε Πατριάρχην, έμαθε παρ’ εκείνου ότι υπήρχε παλαιός τις Ναός εις τόπον καλούμενον Δομνίνου εμβόλοις, και τον συνεβούλευσε να ανακαινίση εκείνον, και θα εγίνετο εξαίσιος. Και όντος εδαπάνησεν αναρίθμητα αργύρια, και τον έκαμε με μάρμαρα, κίονας, τόξα και ζωγραφίας και άλλα όμοια τοσούτον ωραίον και περικαλλή, ώστε οι ορώντες εθαύμαζον. Όταν λοιπόν ετελειώθη ο τοιούτος περικαλλής και υπέρλαμπρος Ναός, προσεκάλεσε τον Πατριάρχην με τους κληρικούς και τους πιστούς Βασιλείς με τους Άρχοντας να τελέσουν τα εγκαίνια. Λοιπόν τη κβ΄ (22α) Δεκεμβρίου εσυνάχθη σχεδόν όλη η πόλις και ητοιμάσθησαν να ιερουργήσουν οι Ιερείς κατά την συνήθειαν. Τότε πλησιάζει τον Μαρκιανόν πτωχός τις πολλήν ανάγκην έχων και του εζήτησεν ελεημοσύνην δια τον Κύριον. Ο δε Όσιος ήτο πολλά συμπαθής και εύσπλαγχνος, και επειδή δεν είχε την ώραν εκείνην να του δώση κατά τον πόθον του αργύρια, επήρε τον πτωχόν εις μίαν γωνίαν απόκρυφα, όπου δεν τους έβλεπον οι άνθρωποι, και εκδύεται το ένδυμά του και το δίδει εις τον πτωχόν, δια να μη λυπήση τον Κύριον, και έμεινε μόνον με το υποκάμισον, διότι δεν εφόρει ποτέ του δύο ράσα, αλλά μονοχίτων ευαγγελικώς επορεύετο. Και τότε έβαλε τα ιερατικά, επειδή έμελλε να συλλειτουργήση και αυτός με τους άλλους Κληρικούς, και εισήλθεν εις το Άγιον Βήμα. Καθώς λοιπόν ελειτούργουν, έσυρε πολλάκις ο Άγιος το φελόνιον και το εσυμμάζωνε δια να μη το ίδωσιν οι άλλοι Ιερείς ότι ήτο γυμνός. Ο δε Αρχιερεύς και οι υπόλοιποι κυττάζοντες αυτόν είδον θαύμα φρικτόν και εξαίσιον, ήτοι ότι εφόρει στολήν βασιλικήν κατάστικτον, χρυσοϋφαντον και υπέρλαμπρον, ήτις ήστραπτε, και όταν ήπλωνε την χείρα να μεταλάβη τον λαόν, εφαίνετο περισσότερον εκείνο το θεοϋφαντον ύφασμα και όλοι το είδον. Όθεν οι Ιερείς εφθόνησαν και τον διέβαλον εις τον Πατριάρχην Γεννάδιον, όστις τον εκάλεσεν αφού ετελείωσεν την ιερουργίαν, και τον επέπληξε, διότι ετόλμησε να ενδυθή βασιλικήν στολήν, τοσούτον λαμπράν και πολύτιμον. Ο δε έπεσεν εις τους πόδας αυτού με δάκρυα λέγων, ότι είδον φάντασμα, διότι εκείνος ήτο ολόγυμνος. Τότε εξεδύθη την ιερατικήν στολήν του και ο Αρχιερεύς είδεν ότι πράγματι ήτο ολόγυμνος, ομοίως δε και αυτοί οι Βασιλείς. Ότε δε έμαθον και εκείνοι την υπόθεσιν ταύτην, τον είχον εις περισσοτέραν ευλάβειαν άπαντες, διότι τότε πλέον ηννόησαν ότι επρόκειτο περί θαύματος, την οποίαν στολήν τού την εχάρισεν ο Κύριος αντί της ιδικής του που έδωσεν. Όσοι δε ηκολούθουν την αίρεσιν του Αρείου, από το θαύμα αυτό και από άλλα, τα οποία ηκολούθησαν μετά ταύτα, είλκοντο και επέστρεφον εις την Ορθοδοξίαν, ακούοντες μάλιστα την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του. Εξερράγη δε ποτε πυρκαϊά εις το βόρειον μέρος της Πόλεως, και εφλέγετο το μέρος εκείνο, το δε πυρ εξηπλούτο μέχρι της θαλάσσης προς νότον. Περιεκύκλωσαν λοιπόν αι φλόγες και την Εκκλησίαν αυτήν του Οσίου, ήτοι την Αγίαν Αναστασίαν. Ο δε του Θεού άνθρωπος, μηδέν δειλιάσας, αλλά έχων πίστιν εις τον Θεόν καθαράν και άδολον, έλαβε το Ιερόν Ευαγγέλιον και αναβαίνων εις την στέγην της Εκκλησίας, εσταμάτησεν εις το μέσον της φλογός, λέγων ταύτα: «Χριστέ ο Θεός των Πατέρων ημών, όστις εφύλαξας τους τρεις Παίδας υγιείς εις την κάμινον, αυτός και σήμερον, Δέσποτα, διαφύλαξον και τούτον τον οίκον σου αβλαβή, τον οποίον ημείς με πόνον πολύν και πόθον εκτίσαμεν, και μη αφήσης το πυρ να τον αφανίση, δια να μη μας ονειδίσουν οι Αρειανοί· αλλά δείξον και τώρα θαυμάσιον, άξιον της Σης μεγαλωσύνης και αγαθότητος, εις δόξαν του ονόματός σου, και εις ημών των Ορθοδόξων δούλων σου καύχημά τε και αγαλλίαμα». Ταύτα ειπόντος του Αγίου με ροήν δακρύων αμέτρητον, βλέπουσιν όλοι όσοι ίσταντο από μακράν να στρέφη (ω του θαύματος!) η φλοξ, ήτις είχεν όλον τον Ναόν κυκλωμένον, εις τα οπίσω, και να ανακόπτεται η ορμή του πυρός, ώσπερ να το εδίωκε δύναμις ισχυροτάτη και ακαταμάχητος και έμεινεν ο ιερός εκείνος οίκος όλος απαθής και αβλαβής, ως οι τρεις Παίδες εν τη καμίνω. Όχι δε μόνον τούτο το θαύμα έγινεν εις εκείνην την Εκκλησίαν, αλλά και έτερα πάμπολλά όχι μόνον τότε ζώντος του Αγίου Μαρκιανού, αλλά και ύστερον. Διότι έξωθεν του νάρθηκος είναι μία εικών της Θεοτόκου, άνωθεν της ωραίας πύλης, ήτις κάμνει εις τους ασθενείς άπειρα θαύματα, θεραπεύουσα δαιμονιώντας, κλινήρεις και άλλα πάθη διώκουσα. Αλλά ας αφήσωμεν τα θαύματα δι’ άλλην διήγησιν και μόνον εν να είπωμεν, όπερ έγινεν όταν έζη ο Άγιος, δια να μη εξέλθωμεν από το προκείμενον. Εις εορτήν τινα ήσαν εις την Εκκλησίαν αυτήν άνδρες και γυναίκες, έπεσε δε μία έγκυος γυνή από ένα τόξον του αριστερού μέρους της Εκκλησίας, διότι έσκυψε πολύ ή διότι από συνεργίαν δαίμονος ημποδίσθη, και πίπτουσα από τόσον ύψος εξέψυχε, και εγένετο εις το μέσον της εορτής θρήνος πολύς και δάκρυα. Αλλά ο Άγιος έστρεψε τον θρήνον εις αγαλλίασιν· ύψωσε, λέγω, τας χείρας με όλον τον λαόν κοινώς προσευχόμενος και παρευθύς, ω του εξαισίου θαύματος! ανεστήθη η γυνή, και το βρέφος εσκίρτα εις την κοιλίαν της. Αλλά ας αφήσωμεν τα θαύματα, και ας γράψωμεν τα επίλοιπα της διηγήσεως. Ο Ναός της Αγίας Ειρήνης δεν ήτο ευθύς εξ αρχής τόσον μεγάλος, ούτε ωραίος και καλλωπισμένος, καθώς θεωρείται την σήμερον. Ο πανάγαθος όμως Θεός ηθέλησε να γίνη τοιούτος και απεκάλυψε ταύτα προς τον Πατριάρχην Γεννάδιον, λέγων: «Κατάλυσον αυτόν τον Ναόν, ίνα τον ανακαινίση ο διάδοχός σου μετά την σην αποβίωσιν». Ο Γεννάδιος λοιπόν τελειώσας το θείον πρόσταγμα ανεπαύθη, ο δε Μαρκιανός, ακούσας την θείαν αυτήν αποκάλυψιν, έβαλεν εις τον νουν του, ως οικονόμος που ήτο της Μεγάλης Εκκλησίας, ότι αυτόν ηννόει η όρασις, και παραλαβών κρυφίως ολίγους ανθρώπους, μετέβη μίαν νύκτα εις τον ρηθέντα Ναόν, και προσηύχετο εις τον Θεόν με ευλάβειαν ταύτα λέγων: «Ο Θεός των δυνάμεων, όστις ηδάφισας τους βωμούς των ειδώλων και μας ελύτρωσας από την μιαράν αυτών πλάνην, προστάσσων ημάς να σου οικοδομήσωμεν Εκκλησίας, αυτός και νυν επίβλεψον εις τον τόπον τούτον και αγίασον αυτόν, και δυνάμωσον ημάς να σου οικοδομήσωμεν τον οίκον τον οποίον προσέταξας». Ταύτα ευξάμενος απεκοιμήθη κατ’ οικονομίαν Θεού και τότε εμφανίζεται προς αυτόν ο Κύριος εις οπτασίαν και δεικνύει τον τόπον του Ναού και το μέγεθος. Έπειτα ήκουσε και θείαν φωνήν ταύτα λέγουσαν: «Μαρκιανέ, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Τότε εγερθείς ο Άγιος με φόβον και αγαλλίασιν, ανήγγειλε την οπτασίαν προς τον Αρχιεπίσκοπον, όστις του έδωκεν εξουσίαν να κάμη τον Ναόν κατά την άνωθεν προσταγήν· έβαλε περισσόν κόπον και έξοδα δια να θέση τα θεμέλια προς την θάλασσαν· έπειτα και την επίλοιπον οικοδομήν ετελείωσε με κίονας και μάρμαρα, και την εστέγασε τόσον επιδέξια, και την εσκέπασε με μόλυβδον, καθώς την σήμερον φαίνεται· και πάντες όσοι την βλέπουσι θαυμάζουν των τοίχων την στερεότητα, του εδάφους την ωραιότητα και των άλλων πάντων την τάξιν και κοσμιότητα. Εις αυτό το καλόν έργον εφθόνησεν ο διάβολος, και όταν ήθελον να στήσουν τους δύο κίονας, οι οποίοι είναι εμπρός εις το θυσιαστήριον, εκάθησεν εις τον ένα, όστις ήτο ο μεγαλύτερος και τον έθετον εις το αριστερόν μέρος, και τόσον τον έκαμε βαρύν, ώστε δεν ηδύναντο να τον ανασηκώσουν οι οικοδόμοι και εργάται, όχι δε μόνον τούτο, αλλά και από την θέσιν του δεν μετεκινείτο, και εθραύοντο τα σχοινία και τα ξύλα με τα οποία τον είχον δεδεμένον. Όθεν μετέβη ο Άγιος μόνος του, και κάμνων προσευχήν ευλαβώς προς τον Κύριον, εσημείωσε τον Σταυρόν εις τον κίονα, και επετίμησε τον δαίμονα λέγων: «Εχθρέ και πολέμιε του καλού παύσε, και μη εμποδίζης όσα εις δόξαν Θεού γίνονται». Ταύτα ειπών ο Άγιος εβοήθησε και αυτός με τας χείρας του, αν και ήτο γέρων και αδύνατος, παρευθύς δε με πολλήν ευκολίαν υψώθη το μάρμαρον, και εστάθη εις τον τόπον του. Δια να κηρύττεται δε το θαυμάσιον και να φαίνεται πάντοτε, κλίνει ολίγον εκείνος ο κίων έως την σήμερον και δεν ηδυνήθησαν να τον ορθώσωσι πώπωτε. Όχι δε μόνον αυτούς τους δύο Ναούς ο μακάριος Μαρκιανός ωκοδόμησεν, αλλά και έτερον του Αγίου Ισιδώρου, εις τον οποίον νέον Ναόν έφερε κατόπιν και τα άγια του λείψανα με τρόπον θαυμάσιον. Πολλοί δε άνθρωποι εθαύμαζον την πολλήν ευλάβειαν όπου είχεν εις τας Εκκλησίας ούτος ο Άγιος, και δια την τόσην δαπάνην όπου έκαμνε και του το έλεγον, εκείνος δε τους απεκρίνετο λέγων: «Αδελφοί, εάν είχα θυγατέρα να την υπανδρεύσω, δεν θα την εστόλιζα με τα ωραιότερα κοσμήματα που θα ημπόρουν; Πόσον λοιπόν πρέπει να στολίζωμεν την περικαλλή και ωραίαν νύμφην του Χριστού Εκκλησίαν, δια την οποίαν έχυσε το αίμα αυτού ο Δεσπότης και τοσούτον την εκαλλώπισε»; Τόσον φιλότιμος ήτο ο μέγας Μαρκιανός εις τα θεάρεστα έργα και δεν ελυπείτο κανέν έξοδον. Ωκοδόμησε δε και άλλους Ναούς εις άλλα μέρη, ως του Αγίου Θεοδώρου εις το Ταίναρον, του Αγίου Στρατονίκου εις το Ρήγιον και άλλους. Παρ’ όλην όμως την δαπάνην όπου έκαμνεν ο Άγιος δια τας Εκκλησίας, δεν παρημέλει την ελεημοσύνην εις πένητας, αλλά τους εβοήθει αφθόνως, από δε την πολλήν του συμπάθειαν εγύριζε την νύκτα τα στενά της Πόλεως και όσους πτωχούς εύρισκεν, οι οποίοι δεν εξήρχοντο την ημέραν από την εντροπήν των, διότι ήσαν πλούσιοι και επτώχευσαν, αυτούς άνδρες τε και γυναίκας ηλέει περισσότερον· και το θαυμασιώτερον όχι μόνον τους ζώντας, αλλά και νεκρόν τινα εάν εύρισκε πτωχόν και άπορον, όστις να μη είχε κανένα να τον επιμεληθή, τον εθεώρει ως θησαυρόν μέγαν και πολύτιμον και λούων και ενδύων αυτόν έλεγε προς τον νεκρόν ταύτα, ώσπερ να ήτο ζων να τον ήκουε: «Σήκω, αδελφέ, να κάμωμεν τον τελευταίον ασπασμόν κατά την συνήθειαν». Παρευθύς δε υπήκουεν ο νεκρός και εγειρόμενος (ω απορρήτου θαύματος!) εφίλει τον Άγιον· έπειτα πάλιν αφού ήθελε κάμει τον ασπασμόν έμενε νεκρός ως και πρότερον. Τούτο το υπέρ φύσιν τερατούργημα του Αγίου εγνωρίσθη και από άλλους τινάς, και μάλιστα από ένα δούλον ενός τραπεζίτου, όστις αντήλλασσε τα φλωρία με άσπρα, προς τον οποίον ήρχετο πολλάκις την νύκτα ο Άγιος και ήλλασσε φλωρία, και έπαιρνεν άσπρα δια να τα μοιράζη εις πένητας. Δια να μη τον γνωρίζη δε τις εσκέπαζε το πρόσωπόν του, ο δε τραπεζίτης μη ηξεύρων τις ήτο, εζύγιζε το χρυσίον με δόλον εξ αφορμής της νυκτός, και του εκράτει άδικα πολλά χρήματα. Ο δε Άγιος το εγνώριζεν, αλλ’ ως πράος δεν έλεγε τίποτε, προσεποιείτο δε ότι δεν το ήξευρε. Τούτο δε έγινε πολλάς φοράς. Όθεν έβαλεν ο άδικος δίκαιον λογισμόν να γνωρίση τις ήτο ο αδικούμενος· και όταν επήρε τα άσπρα μίαν νύκτα ο Άγιος, έστειλεν ένα του υπηρέτην κατόπιν κρυφά, να τον παρακολουθήση έως τον οίκον του, δια να γνωρίση τις ήτο. Καθώς δε επήγαινεν ο Άγιος εύρε νεκρόν τινα εις τον δρόμον, και αγοράσας από κάπηλόν τινα όσα εχρειάζετο δια τον νεκρόν, τον έλουσε και τον ενέδυσεν, έπειτα ηγέρθη ο νεκρός και ησπάσθησαν αλλήλους ως άνωθεν και τον επήρε να τον ενταφιάση ο Άγιος. Ταύτα βλέπων ο νέος ετρόμαξε και επιστρέψας ανήγγειλεν εις τον κύριον αυτού τα γενόμενα, όστις εφοβήθη τον Θεόν και επέστρεψεν εις τον Άγιον μετά δακρύων όσα τον ηδίκησε πρότερον, και επήρε συγχώρησιν. Όχι δε μόνον αυτάς τας αρετάς είχεν ο τρισμακάριος, αλλά και εις τας πόρνας πολλάκις επήγαινε, τον Δεσπότην Χριστόν μιμούμενος, και έδιδεν εις αυτάς ελεημοσύνας πολλάς, δια να έχουν τα αναγκαία να πορεύωνται και να μη πορνεύουν δια την πτωχείαν και απορίαν των. Κατά πάσαν δε εορτήν παρελάμβανε τινάς από αυτάς, αφού παρήγγελλεν εις αυτάς πρότερον να εγκρατευθούν από την αμαρτίαν ημέρας τινάς, και να λουσθούν από τον μολυσμόν της σαρκός και κάμνων διδαχήν εις την Εκκλησίαν δια τας τιμωρίας της αιωνίου κολάσεως, τας έκαμνε και μετενόουν δια τας αμαρτίας των. Πολλαί δε εξ αυτών έγιναν όχι μόνον Μοναχαί, αλλά και ηγίασαν και έκαμαν εις δόξαν του Κυρίου θαυμάσια, ότι εκείνος εφρόντιζε δι’ αυτάς εις το Μοναστήρι, και δεν είχον φροντίδα τινά του σώματος, ει μη μόνον να κλαίουν δια τας αμαρτίας των, και ούτως ετελείωνον τον βίον θεάρεστα. Εις ταύτα όλα τα καλά ήτο ο καλός Μαρκιανός αίτιος, όστις έδιδεν όσα είχεν ελεημοσύνην όχι μόνον χρήματα, κτήματα και άλλον πλούτον, αλλά και τα ενδύματά του έδιδε, και δεν είχε δεύτερον φόρεμα αλλά μόνον ένα ιμάτιον εβάσταζεν. Ημέραν δε τινά, ότε ήρχετο από την εορτήν του Αγίου (επειδή ως ευλαβής επήγαινεν εις τας πανηγύρεις και έψαλλεν) εβράχη. Όθεν ήναψε πυράν να στεγνώση το ράσον του και καθώς εξεδύθη και το έβαλε πλησίον της πυράς έτυχε και του παρήγγειλεν ο Πατριάρχης να υπάγη, διότι τον ήθελεν. Οι μεν λοιπόν απεσταλμένοι εκτύπων την θύραν ώραν πολλήν, εκείνος δε εντρέπετο να εξέλθη να τον ίδωσι γυμνόν, και ερωτήσας αυτούς έσωθεν τι ήθελον, τους έδωκεν απόκρισιν ότι εις ολίγην ώραν θα ήρχετο. Εις δε από εκείνους παρετήρησεν από μίαν οπήν και τον είδε ότι ήτο γυμνός. Όθεν έδραμε προς τον Πατριάρχην και το ωμολόγησε. Τοιούτος λοιπόν ήτο εις τας αρετάς ο μέγας ούτος Μαρκιανός· όθεν όλοι τον ηυλαβούντο, όχι μόνον ο κοινός λαός, αλλά και οι Αρχιερείς και η σύγκλητος, και αυτός ο βασιλεύς μάλιστα, έτι δε και οι δυνατοί πολέμαρχοι Άσπαρ και Αρδαβούριος, οι οποίοι ήσαν τότε αιρετικοί, και όμως τον είχον εις τόσην ευλάβειαν, ώστε δεν ετόλμων να τον ίδουν εις το πρόσωπον, του έστειλαν δε σκεύη χρυσά και αργυρά πολύτιμα και τα αφιέρωσαν εις τον Ναόν αυτού της Αγίας Αναστασίας, εκείνος δε πάλιν μετεγλώττισεν εις την γλώσσαν αυτών τα βιβλία μας και τους τα εχάρισε να τα αναγινώσκουν μήπως και ευλαβηθούν να γίνουν ευσεβείς Ορθόδοξοι. Όχι δε μόνον οι Βυζάντιοι ηυλαβούντο τον Άγιον, αλλά και έως εις την πατρίδα του επήγεν η αγαθή φήμη του, και ήρχοντο πολλοί, τόσων ημερών διάστημα, να τον βλέπωσιν· άλλοι μεν δια να λάβουν την ιατρείαν της ψυχής, και άλλοι του σώματος. Και πολλοί άρρωστοι έλαβον την ποθουμένην υγείαν δια τας ευπροσδέκτους προς τον Θεόν πρεσβείας του, από τα οποία θαυμάσια που έκαμεν εις τους συμπατριώτας αυτού να είπωμεν ένα και έπειτα να δώσωμεν τέλος της διηγήσεως. Γυνή τις πλουσία είχε μεγάλην ασθένειαν, και έρρεε το αίμα αυτής ακατάσχετον επί πολλούς χρόνους ως της αιμορροούσης. Όταν λοιπόν είδεν ότι εδαπάνησεν εις τους ιατρούς και τα φάρμακα πλούτον άμετρον ανωφελώς, ακούσασα του Οσίου τούτου τα σημεία και τέρατα, εμίσευσεν από την Ρώμην μετ’ ευλαβείας και πίστεως. Και ως έφθασεν εις το Βυζάντιον, έπεσεν εις τους πόδας αυτού διηγουμένη την δεινήν οδύνην αυτής την ανίατον. Ευθύς λοιπόν ως έκαμε προσευχήν δι’ αυτήν, έφυγεν η ασθένεια, και έμεινεν η γυνή όλως υγιής και επέστρεψε χαίρουσα. Αυτάς και άλλας πολλάς αγαθοεργίας τελέσας ο Άγιος ετελείωσε τον βίον θεαρέστως προ τού να εγκαινιάση τον Ναόν της Αγίας Ειρήνης. Όταν δε ήτο εις την τελευταίαν ώραν προσηύξατο ταύτα προς Κύριον: «Εις τας Αγίας σου χείρας αφήνω, Δέσποτα, την ψυχήν ταύτην την οποίαν εποίησας, και τον Ναόν τον οποίον με την βουλήν σου κατεσκεύασα». Ταύτα ειπών ετελεύτησεν εις τας ι΄ (10) Ιανουαρίου και εσυνάχθη όλη η πόλις, ο τε Πατριάρχης με τους Πρεσβυτέρους, και ο βασιλεύς με την Σύγκλητον, και οι επίλοιποι άπαντες άνδρες και γυναίκες ευλαβείς εσυνάχθησαν και εντίμως ως έπρεπε και αξίως τον Όσιον ενεταφίασαν. Η δε ευσεβής Βερίνα η βασίλισσα του μεγάλου Λέοντος έμεινεν επίτροπος του Αγίου εις τον Ναόν της Αγίας Ειρήνης και αυτή τον ετελείωσε και ιστόρησε και ετέλεσε με πόθον όσα υπελείποντο και όλην την στέγην εχρύσωσε, και τον ενεκαινίασε τον δεύτερον χρόνον εις τας κ΄ (20) Ιανουαρίου μηνός. Με τοσαύτα λοιπόν και τοιαύτα θαυματουργήματα εδοξάσθη από τον Θεόν ο θεομακάριστος, κατά την εκείνου φωνήν και θεολόγον επαγγελίαν την λέγουσαν: «Δοξάσω τους εμέ δοξάσοντας». Τούτου του Αγίου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της αιωνίου μακαριότητος, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω και Θεώ ημών εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου