Παύλος ο Όσιος πατήρ ημών ο Θηβαίος
ήτο κατά τους χρόνους του Δεκίου και Ουαλλεριανού των βασιλέων εν έτει σνε΄
(255), καταγόμενος από την εν Αιγύπτω πόλιν της Θηβαϊδος·
βλέπων δε τον μέγαν διωγμόν, όστις εγένετο από τον Δέκιον, εφοβήθη τας βασάνους
και εσκέπτετο να φύγη εις τόπον απόκρυφον. Ούτος ότε ήτο ετών δέκα πέντε
έμεινεν ορφανός, είχε δε μόνον μίαν αδελφήν ύπανδρον, της οποίας ο ανήρ επήγε
και επρόδωσεν αυτόν εις τους τυράννους ως Χριστιανόν, με σκοπόν να κληρονομήση
εκείνος το μερίδιον της πατρικής κληρονομίας του Αγίου· τούτου ένεκεν, την
ανάγκην αρετήν ποιησάμενος, εμάκρυνε φυγαδεύων, κατά τον Δαβίδ, εις την έρημον
και τα βουνά.
Παρερχομένου όμως του χρόνου εσμικρύνετο ο φόβος των βασάνων εις την καρδίαν του Οσίου και εγένετο μάλλον φόβος Θεού και επιθυμία του να αρέση εις τον Θεόν. Δια τούτο μεταβάς εις αυτήν την βαθυτάτην έρημον, πλησιάζει εις εν σπήλαιον, και ιδών τόπον ησυχαστικόν και ωραιότατον με πηγήν και φοίνικα, απεφάσισε να μείνη εκεί κρίνων ότι εις τούτον ο Κύριος τον ωδήγησε προς ψυχικήν του ωφέλειαν. Διέτριψε δε εκεί χρόνους τριάκοντα τρεφόμενος με χόρτα και φοίνικας και σκεπόμενος με τα φύλλα αυτών, αλλά μετά ταύτα τον ελυπήθη ο Κύριος και του έστελλε καθ’ εκάστην ήμισυν άρτον. Τον Όσιον τούτον Παύλον λέγουσιν ότι εύρεν εις την βαθυτέραν έρημον ο Μέγας Αντώνιος, και εμακάρισεν αυτόν δια τρία πράγματα: δια τον ήσυχον και ερημικόν τόπον, εις τον οποίον κατώκει, δια την μακροχρόνιον εκεί διαμονήν του και δια την από του κόσμου αναχώρησιν και φυγήν αυτού· διότι πρώτος ούτος από τους Οσίους ετόλμησε να προχωρήση εις τα βαθύτερα μέρη της ερήμου, και σχεδόν πρώτος αυτός εξέτεινεν εις τόσον μέγα διάστημα χρόνου τον δρόμον της ασκήσεως, διότι αναχωρήσας από τας φροντίδας του κόσμου έζησεν εις την έρημον εκ της νεαράς του ηλικίας. Κατά την εποχήν εκείνην ο Μέγας Αντώνιος ήτο ετών ενενήκοντα και πολλάκις εσκέπτετο και διηπόρει καθ’ εαυτόν λέγων· «Άρα γε να είναι άλλος Μοναχός εις την ενδοτέραν έρημον;» Νύκτα δε τινά, ενώεσκέπτετο ταύτα, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και του λέγει· «Ύπαγε ταχέως εις το ενδότερον της ερήμου, να εύρης τον Αββάν Παύλον, όστις είναι εναρετώτερός σου και θέλεις λάβει απ’ εκείνον μεγάλην ωφέλειαν». Ταύτα ακούσας δεν ανέβαλε τον καιρόν, αλλά καταφρονήσας ασθένειαν γήρατος, μακράν οδοιπορίαν και όλα τα άλλα εμπόδια, εκίνησε την πρωϊαν και περιπατών όλην την ημέραν κατεφλέγετο από την καύσιν του ηλίου· ήλπιζεν όμως εις τον Κύριον να του δείξη τον έμψυχον θησαυρόν, και δεν εσυλλογίζετο ουδόλως την δυσχέρειαν της οδού. Περιπατών ημέρας τρεις, μόνον ίχνη αλόγων ζώων εύρισκε, θηρίων πατήματα και δαιμόνων φαντάσματα, των οποίων άλλος με ως ο μυθολογούμενος ιπποκένταυρος ενεφανίζετο, έχων σχήμα κατά το ήμισυ ανθρώπου και κατά το έτερον ήμισυ ίππου, άλλος δε ως ο επίσης μυθολογούμενος Σάτυρος, έχων σχήμα πιθήκου και φέρων εις την κεφαλήν κέρατα, οι δε πόδες αυτού ήσαν ως αιγός· πλην ελπίζων εις τον Θεόν, δεν εδειλία, αλλά προσηύχετο να τον οδηγήση προς τον ποθούμενον. Την τρίτην ημέραν είδεν ένα λέοντα, όστις ανέβαινε βιαστικός εις ένα όρος· ο δε Όσιος, γνωρίσας ότι ο Θεός του επήκουσεν, ηκολούθησε το θηρίον και ούτως έφθασεν εις το σπήλαιον. Τότε ο μεν λέων εισήλθεν εις το σπήλαιον, ο δε Όσιος ίστατο έξωθεν· και βλέπων επιμελώς εις τα εντός του σπηλαίου, είδεν ολίγον φως· όθεν αποθέμενος δια την αγάπην πάσαν δειλίαν και φόβον, εκίνησε βιαίως να εισέλθη εντός αυτού και με την βίαν εσκόνταψεν εις ένα λίθον και εκτύπησε μικρόν εις τον πόδα. Ακούσας τον θόρυβον ο εντός του σπηλαίου διαμένων Όσιος Παύλος, έκλεισε την θύραν, ο δε Όσιος Αντώνιος παρεκάλει έξωθεν λέγων· «Δέομαί σου δια τον Κύριον, Όσιε Πάτερ, άνοιξόν μοι να ίδω το σεβάσμιόν σου πρόσωπον». Ο δε Όσιος Παύλος, θέλων να τον δοκιμάση, δεν ήνοιγεν· όθεν, μη δυνάμενος ο μακάριος Αντώνιος από τον κόπον της οδοιπορίας και το κτύπημα να ίσταται όρθιος, έπεσε πρηνήςκατά γης και εκείτετο ούτως εξ ώρας δεόμενος. Βλέπων δε τον ήλιον πλησιάζοντα εις την δύσιν του περεκάλει έτι θερμότερον τον Όσιον να του ανοίξη την είσοδον. Ο δε ηρώτησεν αυτόν έσωθεν τις ήτο, πόθεν ήλθε και τι εζήτει. Ταύτα είπεν ο Όσιος Παύλος δια να ίδη την υπομονήν του θείου Αντωνίου, διότι όλα τα εγίνωσκεν. Ο δε απεκρίνατο λέγων πάσαν την αλήθειαν, και τελευταίον προσέθηκε ταύτα· «Γινώσκω, άνθρωπε του Θεού, ότι δεν είμαι άξιος να σε ίδω να συνομιλήσωμεν, αλλ’ ήξευρε, ότι δεν αναχωρώ, εάν δεν απολαύσω την ποθουμένην μοι θέαν σου και τους σους γλυκυτάτους λόγους, ότι δι’ αυτό επεριπάτησα ο γέρων και αδύνατος τόσην μακράν οδοιπορίαν, και δεν εσυλλογίσθην κόπον και βάσανον ουδέ φόβον θηρίων. Ω επώνυμε και μιμητά του σκεύους της εκλογής, Παύλε παμμακάριστε, και τα άγρια θηρία ξενίζεις και υποδέχεσαι, και τον κατ’ εικόνα Θεού γενόμενον άνθρωπον, ει και αμαρτωλόν, αποστρέφεσαι και δεν με αξιώνεις να σε ίδω να συνομιλήσωμεν και να ευφρανθώμεν εν πνεύματι; Φεύ μοι τω τάλανι! Και πως μοι ανεστράφησαν εναντίως τα θεία ρήματα; Αιτών ου λαμβάνω, ζητών ουχ ευρίσκω, και κρούοντι ουκ ανοίγεταί μοι· αλλά δεν αναχωρώ έως ότου μου ανοίξης ή καν να τελευτήσω έξω της θύρας σου, και ούτω νεκρός να ελέγχω και να κατηγορώ αφώνως την ασπλαγχνίαν σου». Ταύτα μετά δακρύων λέγοντος του Μεγάλου Αντωνίου, απεκρίθη ο Όσιος Παύλος χαριέντως και του λέγει· «Όστις ζητεί δεν φοβερίζει, και όποιος κατηγορεί δεν δακρύζει». Τότε ανοίξας την θύραν υπεδέχθη αυτόν μετά πόθου λέγων· «Καλώς ήλθες, αδελφέ και συνεργάτα Αντώνιε». Ούτως αμφότεροι κατασπαζόμενοι αλλήλους εν αγίω φιλήματι και συνομιλούντες θείους λόγους ηγάλλοντο πνευματικώς. Έπειτα είπεν ο Μέγας Παύλος· «Διατί εκακοπάθησες να έλθης έως εδώ, να ίδης ένα σαπρόν γέροντα, όστις μέλλει να τελευτήση εις ολίγον διάστημα; Αλλ’ επειδή εδιδάχθημεν από τον θείον Παύλον, ότι η αγάπη πάντα στέργει, φανερόν είναι ότι αύτη σε ενεδυνάμωσε και προς εμέ καθωδήγησε. Λοιπόν, παρακαλώ σε, ειπέ μοι πως διάγουσιν οι άνθρωποι εις τας πόλεις και τα έθνη; Ευρίσκονται εις πολέμους ή εις ειρήνην; Προ πάντων δε ανάγγειλόν μοι σαφέστατα, εάν ευρίσκωνται εις την ειδωλολατρίαν οι ηγεμόνες». Ο δε έδωκεν εις αυτόν πληροφορίαν δι’ όλα αυτά και έτερα όμοια. Ο δε Όσιος εδόξασε τον Θεόν όυι έλαμπε πάλιν πανταχού η ευσέβεια. Ούτω συνομιλούντες οι Άγιοι βλέπουσιν επάνω εις κλάδον δένδρου κόρακα βαστάζοντα άρτον ακέραιον, όστις πετάξας από το δένδρον εις το μέσον αυτώντον άρτον απέθετο. Θαυμάζοντος δε του Οσίου Αντωνίου το παράδοξον, του είπεν ο Μέγας Παύλος· «τη αληθεία, αδελφέ, πολλά φιλάνθρωπος και ελεήμων είναι ο Κύριος, «Χορηγών σπέρμα τω σπείραντι και άρτον εις βρώσιν», «Ανοίγων χείρα, και εμπιπλών παν ζώον ευδοκίας». Εξήκοντα χρόνοι είναι όπου μου φέρει την τροφήν ο κόραξ ούτος, καθώς είδες, ουχί δε ένα άρτον, αλλά τον ήμισυν· και σήμερον δια την σην παρουσίαν εδιπλασίασεν ο αγαθός Θεός τροφεύς και Δεσπότης το σιτηρέσιον». Ταύτα ειπών ο Μέγας Παύλος και ευχαριστήσαντες τον Θεόν αμφότεροι, επήγαν εις την πηγήν να δειπνήσωσι και εφιλονίκουν ώραν πολλήν ως ταπεινόφρονες, τις να κόψη τον άρτον και να ευλογήση την τράπεζαν. Ο Μέγας Παύλος έλεγεν εις τον θείον Αντώνιον, ότι έπρεπε να έχη τα πρωτεία ως ξένος και ως πολλών Μοναχών Προεστώς και διδάσκαλος. Ο δε Μέγας Αντώνιος πάλιν επροτίμα τον μακάριον Παύλον ως γεροντότερον. Τέλος έλαβεν ο εις τον άρτον από το ένα μέρος και ο έτερος από το άλλο και κόπτοντες αυτόν εις το όνομα του Κυρίου, εγεύθησαν και εμπλησθέντες ηυχαρίστησαν. Έπειτα παρεκάλεσεν αυτόν ο θείος Αντώνιος να του είπη πόθεν ήτο, και πως απ’ αρχής επήγεν εις εκείνην την άβατον έρημον. Και ο Όσιος Παύλος του διηγήθη όλον τον βίον του ως ανωτέρω εγράψαμεν. Αφ’ ου ταύτα είπεν ο Όσιος, εποίησαν αγρυπνίαν όλην την νύκτα, ευχόμενοι και δοξολογούντες τον Κύριον, και το πρωϊ είπεν ο Όσιος Παύλος προς τον Μέγαν Αντώνιον· «Είναι πολλαί ημέραι, όπου μου απεκάλυψεν ο Κύριος ότι κατοικείς εις ταύτην την έρημον, και μου υπεσχέθη ότι θα σε ίδω προ της εμής τελειώσεως. Τώρα κατά την υπόσχεσιν σε απέστειλεν ο Θεός να ενταφιάσης το σώμα μου». Ταύτα ακούων ο Μέγας Αντώνιος έρρεον κρουνηδόν τα δάκρυα, δια τον χωρισμόν οδυρόμενος και τον παρεκάλει θερμώς να κάμη προς Κύριον δέησιν, να υπάγη και αυτός εις την συνοδείαν του. Ο δε απεκρίνατο· «Δεν πρέπει, αδελφέ, να ζητώμεν μόνον το ιδικόν μας συμφέρον, αλλά μάλιστα του πλησίον μας. Λοιπόν δεν είναι καιρός να υπάγης προς τον ποθούμενον, αλλά είναι ανάγκη να στηρίζης τους αδελφούς, να γίνουν όμοιοί σου εις την αρετήν. Παρακαλώ να μη βαρυνθής δι’ αγάπην μου, αλλά να μου φέρης τον μανδύαν, τον οποίον σου έδωκεν ο Μέγας Αθανάσιος, ότι έχω πολλήν ευλάβειαν να ενταφιάσης με εκείνον το εμόν λείψανον». Τούτο δε έλεγεν ο Όσιος, δια να μη ευρεθή παρών εις την τελευτήν αυτού ο θείος Αντώνιος και λυπηθή περισσότερον, αλλ’ ούτε ανάγκην είχεν από ιμάτιον εις τον θάνατον. Θαυμάσας ο Μέγας Αντώνιος εις το προορατικόν πνεύμα του Οσίου, τον ηυλαβείτο ως Άγγελον και δακρύσας τότε ησπάσθη αυτόν και λαβών συγχώρησιν επέστρεψεν εις το κελλίον του. Δύο δε μαθηταί του, ο Ισαάκ και ο Πλουσιανός, τον προϋπήντησαν και τον ερωτούσαν που ήτο τόσας ημέρας και έλειπεν. Ο δε απεκρίνατο· «Οίμοι τω αθλίω, τέκνα μου, ότι ψευδώς φορώ το σχήμα των Μοναχών και καμμίαν πράξιν δεν έχω ενάρετον, μόνον το ένδυμα επίπλαστον. Είδον τον Θεσβίτην Ηλίαν και Ιωάννην τον Πρόδρομον· είδον αληθώς άλλον Παύλον ως εν Παραδείσω διάγοντα εις την έρημον». Ερωτώμενος δε υπ’ αυτών, ουδέν απεκρίνατο, ειμή το «καιρός του λαλείν, καιρόςτου σιγάν». Μεταλαβών λοιπόν ολίγης τροφής, έλαβε τον ρηθέντα μανδύαν και έτρεχε δρομαίως προς τον ποθούμενον, Παύλον διψών, προς Παύλον βλέπων, τον οποίον είχε τρυφήν του πνεύματος, πνοήν και αναψυχήν της ψυχής του. Εβίαζετην οδοιπορίαν όσον ηδύνατο, φοβούμενος μήπως και δεν τον φθάση ζώντα δια να λάβη την ευλογίαν του. Περιπατήσας όλην την πρώτην ημέραν και μέρος από την δευτέραν, είδε κατά την οδόν με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής του Αγγέλων τάγματα, Προφητών και Αποστόλων χορούς, Μαρτύρων και Οσίων στρατεύματα, και μετ’ αυτών την ψυχήν του Παύλου υπέρ την χιόνα εκλάμπουσαν, την οποίαν επήγαιναν με πολλήν ευφροσύνην εις τα ουράνια. Ταύτα βλέπων έπεσε πρηνής εις την γην, βάλλων δε άμμον εις την κεφαλήν του έτυπτε το πρόσωπον αυτού, την συμφοράν οδυρόμενος. Αφού έκλαυσεν ώραν πολλήν, έτρεχε και ησθάνετο τόσην δύναμιν εις τα μέλη του, ως όταν ήτο νέος και περισσότερον. Αφού έφθασεν εις το σπήλαιον, εύρε τον Όσιον γονατιστόν, και είχε προς τον ουρανόν υψωμένας τας χείρας και το πρόσωπον. Νομίσας λοιπόν ότι ήτο ακόμη ζωντανός και προσηύχετο, συνηύχετο και αυτός πολλήν ώραν και έβλεπεν επιμελώς εάν σαλεύση μέλος τι του Αγίου ή στενάξη ή άλλο τι πράξη των ζώντων, να γνωρίση την αλήθειαν. Αφού παρήλθεν ώρα πολλή και ουδόλως εκινήθη, εγνώρισεν ότι ετελείωσε προσευχόμενος. Προσελθών λοιπόν μετά πολλής ευλαβείας και εναγκαλισάμενος εκείνο το σεβασμιώτατον λείψανον κατεφίλει αυτό οδυρόμενος, ότι δεν τον εγνώρισεν αρκετόν καιρόν προηγουμένως να απολαύση της συνομιλίας αυτού εις ψυχικήν του ωφέλειαν. Τυλίξας δε αυτόν με τον μανδύαν, τον οποίον έφερεν, είπε τους συνήθεις ψαλμούς και όσα τροπάρια ήξευρε και θέλων να τον ενταφιάση δε ήξευρε πως να σκάψη την γην, διότι δεν έλαβε μεθ’ εαυτού εργαλείον τι όταν ανεχώρησε από το κελλίον τοτ. Καθώς λοιπόν ίστατο περίλυπος συλλογιζόμενος να μη αναχωρήση, έως ου να του στείλη ο Κύριος εξ ύψους βοήθειαν, τότε βλέπει και ήρχοντο προς αυτόν δρομαίοι δύο φοβερώτατοι λέοντες από την ενδοτέραν έρημον και κατ’ αρχάς μεν εφοβήθη ως άνθρωπος· αλλά στηρίξας την καρδίαν αυτού προς Κύριον έμενεν άτρομος. Οι δε λέοντες, πλησιάσαντες πρώτον εις τον Όσιον Παύλον, έσειον τας ουράς των και με την γλώσσαν των τους πόδας αυτού περιέλειχον, ως να ήτο ζωντανός. Έπειτα γνωρίσαντες την τελείωσιν του Αγίου έκαμον βρυχηθμόν, πίπτοντες εις τους πόδας του. Ο δε Όσιος εθαύμασε βλέπων ότι και τα θηρία είχον δια συμφοράν αυτών του Παύλου την αναχώρησιν, μετ’ ολίγον δε έσκαψαν την γην με τους όνυχάς των και κάμνοντες λάκκον του λειψάνου ισόμετρον, εξήγαγον δε και το χώμα με τους πόδας των, έπειτα επήγαν εις τον Όσιον Αντώνιον, ώσπερ να εζήτουν ευλογίαν, σείοντες τας ουράς και τα ώτα των και έβαλλον κάτω την κεφαλήν και άλλα τοιαύτα σχήματα έκαμνον. Ο δε Μέγας Αντώνιος υψώσας τας χείρας προς τον ουρανόν τοιαύτα προσηύξατο· «Κύριε ο Θεός της γνώσεως, δίχως του προστάγματός σου ούτε φύλλον πίπτει του δένδρου, ούτε πτηνόν εις την γην καταφέρεται· Συ, Κύριε, ως γνωρίζεις παράσχου και τον μισθόν εις τα θηρία ταύτα». Ταύτα ειπών ο θείος Αντώνιος, έκαμε με την χείρα του σημείον εις τους λέοντας να αναχωρήσουν, εκείνοι δε επιστρέψαντες πάλιν εις το ιερόν λείψανον του Οσίου Παύλου και κατασπαζόμενοι αυτό ανεχώρησαν. Ο δε Όσιος Αντώνιος βαστάσας το ιερόν λείψανον ενεταφίασεν αυτό τω τμα΄ (341) έτει, Ιανουαρίου ιε΄ (15). Ο Άγιος ούτος εγεννήθη τω σκζ΄ (227) έτει εν Θηβαϊδι της Αιγύπτου, τω δε σν΄ (250) έφυγεν εις την έρημον, έζησεν εις το σπήλαιον έτη 91, τα δε πάντα ριδ΄ (114). Επρόσμενε δε ο Μέγας Αντώνιος ακόμη μίαν ημέραν, δια να ίδη εάν έλθη πάλιν με τον άρτον ο κόραξ, αλλά δεν εφάνη. Και γενόμενος κληρονόμος της στολής του Οσίου Παύλου, επήρεν εκείνο το ένδυμα των φοινίκων και επέστρεφεν εις το Μοναστήριον διηγούμενος εις τους Μοναχούς πάντα τα άνωθεν, την δε στολήν του Οσίου Παύλου είχεν εις τοσαύτην τιμήν και καύχημα, ώστε την εφόρει το Πάσχα και τας άλλας μεγάλας εορτάς.
Παρερχομένου όμως του χρόνου εσμικρύνετο ο φόβος των βασάνων εις την καρδίαν του Οσίου και εγένετο μάλλον φόβος Θεού και επιθυμία του να αρέση εις τον Θεόν. Δια τούτο μεταβάς εις αυτήν την βαθυτάτην έρημον, πλησιάζει εις εν σπήλαιον, και ιδών τόπον ησυχαστικόν και ωραιότατον με πηγήν και φοίνικα, απεφάσισε να μείνη εκεί κρίνων ότι εις τούτον ο Κύριος τον ωδήγησε προς ψυχικήν του ωφέλειαν. Διέτριψε δε εκεί χρόνους τριάκοντα τρεφόμενος με χόρτα και φοίνικας και σκεπόμενος με τα φύλλα αυτών, αλλά μετά ταύτα τον ελυπήθη ο Κύριος και του έστελλε καθ’ εκάστην ήμισυν άρτον. Τον Όσιον τούτον Παύλον λέγουσιν ότι εύρεν εις την βαθυτέραν έρημον ο Μέγας Αντώνιος, και εμακάρισεν αυτόν δια τρία πράγματα: δια τον ήσυχον και ερημικόν τόπον, εις τον οποίον κατώκει, δια την μακροχρόνιον εκεί διαμονήν του και δια την από του κόσμου αναχώρησιν και φυγήν αυτού· διότι πρώτος ούτος από τους Οσίους ετόλμησε να προχωρήση εις τα βαθύτερα μέρη της ερήμου, και σχεδόν πρώτος αυτός εξέτεινεν εις τόσον μέγα διάστημα χρόνου τον δρόμον της ασκήσεως, διότι αναχωρήσας από τας φροντίδας του κόσμου έζησεν εις την έρημον εκ της νεαράς του ηλικίας. Κατά την εποχήν εκείνην ο Μέγας Αντώνιος ήτο ετών ενενήκοντα και πολλάκις εσκέπτετο και διηπόρει καθ’ εαυτόν λέγων· «Άρα γε να είναι άλλος Μοναχός εις την ενδοτέραν έρημον;» Νύκτα δε τινά, ενώεσκέπτετο ταύτα, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και του λέγει· «Ύπαγε ταχέως εις το ενδότερον της ερήμου, να εύρης τον Αββάν Παύλον, όστις είναι εναρετώτερός σου και θέλεις λάβει απ’ εκείνον μεγάλην ωφέλειαν». Ταύτα ακούσας δεν ανέβαλε τον καιρόν, αλλά καταφρονήσας ασθένειαν γήρατος, μακράν οδοιπορίαν και όλα τα άλλα εμπόδια, εκίνησε την πρωϊαν και περιπατών όλην την ημέραν κατεφλέγετο από την καύσιν του ηλίου· ήλπιζεν όμως εις τον Κύριον να του δείξη τον έμψυχον θησαυρόν, και δεν εσυλλογίζετο ουδόλως την δυσχέρειαν της οδού. Περιπατών ημέρας τρεις, μόνον ίχνη αλόγων ζώων εύρισκε, θηρίων πατήματα και δαιμόνων φαντάσματα, των οποίων άλλος με ως ο μυθολογούμενος ιπποκένταυρος ενεφανίζετο, έχων σχήμα κατά το ήμισυ ανθρώπου και κατά το έτερον ήμισυ ίππου, άλλος δε ως ο επίσης μυθολογούμενος Σάτυρος, έχων σχήμα πιθήκου και φέρων εις την κεφαλήν κέρατα, οι δε πόδες αυτού ήσαν ως αιγός· πλην ελπίζων εις τον Θεόν, δεν εδειλία, αλλά προσηύχετο να τον οδηγήση προς τον ποθούμενον. Την τρίτην ημέραν είδεν ένα λέοντα, όστις ανέβαινε βιαστικός εις ένα όρος· ο δε Όσιος, γνωρίσας ότι ο Θεός του επήκουσεν, ηκολούθησε το θηρίον και ούτως έφθασεν εις το σπήλαιον. Τότε ο μεν λέων εισήλθεν εις το σπήλαιον, ο δε Όσιος ίστατο έξωθεν· και βλέπων επιμελώς εις τα εντός του σπηλαίου, είδεν ολίγον φως· όθεν αποθέμενος δια την αγάπην πάσαν δειλίαν και φόβον, εκίνησε βιαίως να εισέλθη εντός αυτού και με την βίαν εσκόνταψεν εις ένα λίθον και εκτύπησε μικρόν εις τον πόδα. Ακούσας τον θόρυβον ο εντός του σπηλαίου διαμένων Όσιος Παύλος, έκλεισε την θύραν, ο δε Όσιος Αντώνιος παρεκάλει έξωθεν λέγων· «Δέομαί σου δια τον Κύριον, Όσιε Πάτερ, άνοιξόν μοι να ίδω το σεβάσμιόν σου πρόσωπον». Ο δε Όσιος Παύλος, θέλων να τον δοκιμάση, δεν ήνοιγεν· όθεν, μη δυνάμενος ο μακάριος Αντώνιος από τον κόπον της οδοιπορίας και το κτύπημα να ίσταται όρθιος, έπεσε πρηνήςκατά γης και εκείτετο ούτως εξ ώρας δεόμενος. Βλέπων δε τον ήλιον πλησιάζοντα εις την δύσιν του περεκάλει έτι θερμότερον τον Όσιον να του ανοίξη την είσοδον. Ο δε ηρώτησεν αυτόν έσωθεν τις ήτο, πόθεν ήλθε και τι εζήτει. Ταύτα είπεν ο Όσιος Παύλος δια να ίδη την υπομονήν του θείου Αντωνίου, διότι όλα τα εγίνωσκεν. Ο δε απεκρίνατο λέγων πάσαν την αλήθειαν, και τελευταίον προσέθηκε ταύτα· «Γινώσκω, άνθρωπε του Θεού, ότι δεν είμαι άξιος να σε ίδω να συνομιλήσωμεν, αλλ’ ήξευρε, ότι δεν αναχωρώ, εάν δεν απολαύσω την ποθουμένην μοι θέαν σου και τους σους γλυκυτάτους λόγους, ότι δι’ αυτό επεριπάτησα ο γέρων και αδύνατος τόσην μακράν οδοιπορίαν, και δεν εσυλλογίσθην κόπον και βάσανον ουδέ φόβον θηρίων. Ω επώνυμε και μιμητά του σκεύους της εκλογής, Παύλε παμμακάριστε, και τα άγρια θηρία ξενίζεις και υποδέχεσαι, και τον κατ’ εικόνα Θεού γενόμενον άνθρωπον, ει και αμαρτωλόν, αποστρέφεσαι και δεν με αξιώνεις να σε ίδω να συνομιλήσωμεν και να ευφρανθώμεν εν πνεύματι; Φεύ μοι τω τάλανι! Και πως μοι ανεστράφησαν εναντίως τα θεία ρήματα; Αιτών ου λαμβάνω, ζητών ουχ ευρίσκω, και κρούοντι ουκ ανοίγεταί μοι· αλλά δεν αναχωρώ έως ότου μου ανοίξης ή καν να τελευτήσω έξω της θύρας σου, και ούτω νεκρός να ελέγχω και να κατηγορώ αφώνως την ασπλαγχνίαν σου». Ταύτα μετά δακρύων λέγοντος του Μεγάλου Αντωνίου, απεκρίθη ο Όσιος Παύλος χαριέντως και του λέγει· «Όστις ζητεί δεν φοβερίζει, και όποιος κατηγορεί δεν δακρύζει». Τότε ανοίξας την θύραν υπεδέχθη αυτόν μετά πόθου λέγων· «Καλώς ήλθες, αδελφέ και συνεργάτα Αντώνιε». Ούτως αμφότεροι κατασπαζόμενοι αλλήλους εν αγίω φιλήματι και συνομιλούντες θείους λόγους ηγάλλοντο πνευματικώς. Έπειτα είπεν ο Μέγας Παύλος· «Διατί εκακοπάθησες να έλθης έως εδώ, να ίδης ένα σαπρόν γέροντα, όστις μέλλει να τελευτήση εις ολίγον διάστημα; Αλλ’ επειδή εδιδάχθημεν από τον θείον Παύλον, ότι η αγάπη πάντα στέργει, φανερόν είναι ότι αύτη σε ενεδυνάμωσε και προς εμέ καθωδήγησε. Λοιπόν, παρακαλώ σε, ειπέ μοι πως διάγουσιν οι άνθρωποι εις τας πόλεις και τα έθνη; Ευρίσκονται εις πολέμους ή εις ειρήνην; Προ πάντων δε ανάγγειλόν μοι σαφέστατα, εάν ευρίσκωνται εις την ειδωλολατρίαν οι ηγεμόνες». Ο δε έδωκεν εις αυτόν πληροφορίαν δι’ όλα αυτά και έτερα όμοια. Ο δε Όσιος εδόξασε τον Θεόν όυι έλαμπε πάλιν πανταχού η ευσέβεια. Ούτω συνομιλούντες οι Άγιοι βλέπουσιν επάνω εις κλάδον δένδρου κόρακα βαστάζοντα άρτον ακέραιον, όστις πετάξας από το δένδρον εις το μέσον αυτώντον άρτον απέθετο. Θαυμάζοντος δε του Οσίου Αντωνίου το παράδοξον, του είπεν ο Μέγας Παύλος· «τη αληθεία, αδελφέ, πολλά φιλάνθρωπος και ελεήμων είναι ο Κύριος, «Χορηγών σπέρμα τω σπείραντι και άρτον εις βρώσιν», «Ανοίγων χείρα, και εμπιπλών παν ζώον ευδοκίας». Εξήκοντα χρόνοι είναι όπου μου φέρει την τροφήν ο κόραξ ούτος, καθώς είδες, ουχί δε ένα άρτον, αλλά τον ήμισυν· και σήμερον δια την σην παρουσίαν εδιπλασίασεν ο αγαθός Θεός τροφεύς και Δεσπότης το σιτηρέσιον». Ταύτα ειπών ο Μέγας Παύλος και ευχαριστήσαντες τον Θεόν αμφότεροι, επήγαν εις την πηγήν να δειπνήσωσι και εφιλονίκουν ώραν πολλήν ως ταπεινόφρονες, τις να κόψη τον άρτον και να ευλογήση την τράπεζαν. Ο Μέγας Παύλος έλεγεν εις τον θείον Αντώνιον, ότι έπρεπε να έχη τα πρωτεία ως ξένος και ως πολλών Μοναχών Προεστώς και διδάσκαλος. Ο δε Μέγας Αντώνιος πάλιν επροτίμα τον μακάριον Παύλον ως γεροντότερον. Τέλος έλαβεν ο εις τον άρτον από το ένα μέρος και ο έτερος από το άλλο και κόπτοντες αυτόν εις το όνομα του Κυρίου, εγεύθησαν και εμπλησθέντες ηυχαρίστησαν. Έπειτα παρεκάλεσεν αυτόν ο θείος Αντώνιος να του είπη πόθεν ήτο, και πως απ’ αρχής επήγεν εις εκείνην την άβατον έρημον. Και ο Όσιος Παύλος του διηγήθη όλον τον βίον του ως ανωτέρω εγράψαμεν. Αφ’ ου ταύτα είπεν ο Όσιος, εποίησαν αγρυπνίαν όλην την νύκτα, ευχόμενοι και δοξολογούντες τον Κύριον, και το πρωϊ είπεν ο Όσιος Παύλος προς τον Μέγαν Αντώνιον· «Είναι πολλαί ημέραι, όπου μου απεκάλυψεν ο Κύριος ότι κατοικείς εις ταύτην την έρημον, και μου υπεσχέθη ότι θα σε ίδω προ της εμής τελειώσεως. Τώρα κατά την υπόσχεσιν σε απέστειλεν ο Θεός να ενταφιάσης το σώμα μου». Ταύτα ακούων ο Μέγας Αντώνιος έρρεον κρουνηδόν τα δάκρυα, δια τον χωρισμόν οδυρόμενος και τον παρεκάλει θερμώς να κάμη προς Κύριον δέησιν, να υπάγη και αυτός εις την συνοδείαν του. Ο δε απεκρίνατο· «Δεν πρέπει, αδελφέ, να ζητώμεν μόνον το ιδικόν μας συμφέρον, αλλά μάλιστα του πλησίον μας. Λοιπόν δεν είναι καιρός να υπάγης προς τον ποθούμενον, αλλά είναι ανάγκη να στηρίζης τους αδελφούς, να γίνουν όμοιοί σου εις την αρετήν. Παρακαλώ να μη βαρυνθής δι’ αγάπην μου, αλλά να μου φέρης τον μανδύαν, τον οποίον σου έδωκεν ο Μέγας Αθανάσιος, ότι έχω πολλήν ευλάβειαν να ενταφιάσης με εκείνον το εμόν λείψανον». Τούτο δε έλεγεν ο Όσιος, δια να μη ευρεθή παρών εις την τελευτήν αυτού ο θείος Αντώνιος και λυπηθή περισσότερον, αλλ’ ούτε ανάγκην είχεν από ιμάτιον εις τον θάνατον. Θαυμάσας ο Μέγας Αντώνιος εις το προορατικόν πνεύμα του Οσίου, τον ηυλαβείτο ως Άγγελον και δακρύσας τότε ησπάσθη αυτόν και λαβών συγχώρησιν επέστρεψεν εις το κελλίον του. Δύο δε μαθηταί του, ο Ισαάκ και ο Πλουσιανός, τον προϋπήντησαν και τον ερωτούσαν που ήτο τόσας ημέρας και έλειπεν. Ο δε απεκρίνατο· «Οίμοι τω αθλίω, τέκνα μου, ότι ψευδώς φορώ το σχήμα των Μοναχών και καμμίαν πράξιν δεν έχω ενάρετον, μόνον το ένδυμα επίπλαστον. Είδον τον Θεσβίτην Ηλίαν και Ιωάννην τον Πρόδρομον· είδον αληθώς άλλον Παύλον ως εν Παραδείσω διάγοντα εις την έρημον». Ερωτώμενος δε υπ’ αυτών, ουδέν απεκρίνατο, ειμή το «καιρός του λαλείν, καιρόςτου σιγάν». Μεταλαβών λοιπόν ολίγης τροφής, έλαβε τον ρηθέντα μανδύαν και έτρεχε δρομαίως προς τον ποθούμενον, Παύλον διψών, προς Παύλον βλέπων, τον οποίον είχε τρυφήν του πνεύματος, πνοήν και αναψυχήν της ψυχής του. Εβίαζετην οδοιπορίαν όσον ηδύνατο, φοβούμενος μήπως και δεν τον φθάση ζώντα δια να λάβη την ευλογίαν του. Περιπατήσας όλην την πρώτην ημέραν και μέρος από την δευτέραν, είδε κατά την οδόν με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής του Αγγέλων τάγματα, Προφητών και Αποστόλων χορούς, Μαρτύρων και Οσίων στρατεύματα, και μετ’ αυτών την ψυχήν του Παύλου υπέρ την χιόνα εκλάμπουσαν, την οποίαν επήγαιναν με πολλήν ευφροσύνην εις τα ουράνια. Ταύτα βλέπων έπεσε πρηνής εις την γην, βάλλων δε άμμον εις την κεφαλήν του έτυπτε το πρόσωπον αυτού, την συμφοράν οδυρόμενος. Αφού έκλαυσεν ώραν πολλήν, έτρεχε και ησθάνετο τόσην δύναμιν εις τα μέλη του, ως όταν ήτο νέος και περισσότερον. Αφού έφθασεν εις το σπήλαιον, εύρε τον Όσιον γονατιστόν, και είχε προς τον ουρανόν υψωμένας τας χείρας και το πρόσωπον. Νομίσας λοιπόν ότι ήτο ακόμη ζωντανός και προσηύχετο, συνηύχετο και αυτός πολλήν ώραν και έβλεπεν επιμελώς εάν σαλεύση μέλος τι του Αγίου ή στενάξη ή άλλο τι πράξη των ζώντων, να γνωρίση την αλήθειαν. Αφού παρήλθεν ώρα πολλή και ουδόλως εκινήθη, εγνώρισεν ότι ετελείωσε προσευχόμενος. Προσελθών λοιπόν μετά πολλής ευλαβείας και εναγκαλισάμενος εκείνο το σεβασμιώτατον λείψανον κατεφίλει αυτό οδυρόμενος, ότι δεν τον εγνώρισεν αρκετόν καιρόν προηγουμένως να απολαύση της συνομιλίας αυτού εις ψυχικήν του ωφέλειαν. Τυλίξας δε αυτόν με τον μανδύαν, τον οποίον έφερεν, είπε τους συνήθεις ψαλμούς και όσα τροπάρια ήξευρε και θέλων να τον ενταφιάση δε ήξευρε πως να σκάψη την γην, διότι δεν έλαβε μεθ’ εαυτού εργαλείον τι όταν ανεχώρησε από το κελλίον τοτ. Καθώς λοιπόν ίστατο περίλυπος συλλογιζόμενος να μη αναχωρήση, έως ου να του στείλη ο Κύριος εξ ύψους βοήθειαν, τότε βλέπει και ήρχοντο προς αυτόν δρομαίοι δύο φοβερώτατοι λέοντες από την ενδοτέραν έρημον και κατ’ αρχάς μεν εφοβήθη ως άνθρωπος· αλλά στηρίξας την καρδίαν αυτού προς Κύριον έμενεν άτρομος. Οι δε λέοντες, πλησιάσαντες πρώτον εις τον Όσιον Παύλον, έσειον τας ουράς των και με την γλώσσαν των τους πόδας αυτού περιέλειχον, ως να ήτο ζωντανός. Έπειτα γνωρίσαντες την τελείωσιν του Αγίου έκαμον βρυχηθμόν, πίπτοντες εις τους πόδας του. Ο δε Όσιος εθαύμασε βλέπων ότι και τα θηρία είχον δια συμφοράν αυτών του Παύλου την αναχώρησιν, μετ’ ολίγον δε έσκαψαν την γην με τους όνυχάς των και κάμνοντες λάκκον του λειψάνου ισόμετρον, εξήγαγον δε και το χώμα με τους πόδας των, έπειτα επήγαν εις τον Όσιον Αντώνιον, ώσπερ να εζήτουν ευλογίαν, σείοντες τας ουράς και τα ώτα των και έβαλλον κάτω την κεφαλήν και άλλα τοιαύτα σχήματα έκαμνον. Ο δε Μέγας Αντώνιος υψώσας τας χείρας προς τον ουρανόν τοιαύτα προσηύξατο· «Κύριε ο Θεός της γνώσεως, δίχως του προστάγματός σου ούτε φύλλον πίπτει του δένδρου, ούτε πτηνόν εις την γην καταφέρεται· Συ, Κύριε, ως γνωρίζεις παράσχου και τον μισθόν εις τα θηρία ταύτα». Ταύτα ειπών ο θείος Αντώνιος, έκαμε με την χείρα του σημείον εις τους λέοντας να αναχωρήσουν, εκείνοι δε επιστρέψαντες πάλιν εις το ιερόν λείψανον του Οσίου Παύλου και κατασπαζόμενοι αυτό ανεχώρησαν. Ο δε Όσιος Αντώνιος βαστάσας το ιερόν λείψανον ενεταφίασεν αυτό τω τμα΄ (341) έτει, Ιανουαρίου ιε΄ (15). Ο Άγιος ούτος εγεννήθη τω σκζ΄ (227) έτει εν Θηβαϊδι της Αιγύπτου, τω δε σν΄ (250) έφυγεν εις την έρημον, έζησεν εις το σπήλαιον έτη 91, τα δε πάντα ριδ΄ (114). Επρόσμενε δε ο Μέγας Αντώνιος ακόμη μίαν ημέραν, δια να ίδη εάν έλθη πάλιν με τον άρτον ο κόραξ, αλλά δεν εφάνη. Και γενόμενος κληρονόμος της στολής του Οσίου Παύλου, επήρεν εκείνο το ένδυμα των φοινίκων και επέστρεφεν εις το Μοναστήριον διηγούμενος εις τους Μοναχούς πάντα τα άνωθεν, την δε στολήν του Οσίου Παύλου είχεν εις τοσαύτην τιμήν και καύχημα, ώστε την εφόρει το Πάσχα και τας άλλας μεγάλας εορτάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου