Δημήτριος ο Νέος Μάρτυς του Χριστού ευρίσκετο εις τον Γαλατάν της
Κωνσταντινουπόλεως εις την τοποθεσίαν την καλουμένην Καράκιοϊ, έχων την
επιστασίαν του ταμείου ενός καπηλείου του Χατζή Παναγιώτου, ων είκοσι πέντε
ετών, εύμορφος εις την όψιν, δυνατός εις το σώμα και σεμνός εις τα ήθη. Όθεν
και δια ταύτας τας αρετάς του και χάριτας εφθονείτο πάντοτε υπό των Λαζών
Τούρκων, οίτινες συχνάκις επήγαινον εις το καπηλείον εκείνο και κατεγίνοντο
πολλάκις με διαφόρους τρόπους να μεταστρέψωσιν αυτόν από της αληθούς πίστεως
του Χριστού και να τον τουρκεύσωσιν· αλλά δεν ηδυνήθησαν.
Εν μια των ημερών επήγαν κατά την συνήθειάν των ούτοι οι Λαζοί εις το καπηλείον και πιόντες και μεθύσαντες εφιλονίκησαν μεταξύ των τόσον, ώστε εμαχαιρώθη εις εξ αυτών· ο δε ευλογημένος Δημήτριος, βλέπων αυτούς εις τοιαύτην κατάστασιν, επήγε μετά των συνεταίρων του και εμβήκεν εις το μέσον αυτών, ίνα τους χωρίση και ειρηνεύση κατά την άδειαν, την οποίαν είχον όλοι οι κάπηλοι παρά της τότε βασιλείας, να ειρηνεύωσιν εκείνους οίτινες ερίζουσιν αναμεταξύ των εις το καπηλείον· και ούτω διαχωρίσαντες αυτούς, τους εδίωξαν εκείθεν. Τη επομένη ημέρα, έχοντες φθόνον οι μιαροί εκείνοι προς τον Δημήτριον, ως είπομεν, επήραν τον πληγωθέντα Τούρκον και επήγαν αυτόν εις τον βεζύρην καταμαρτυρούντες ψευδώς, ότι ο Δημήτριος τον επλήγωσε και πρέπει κατά τον νόμον ή να δώση αίμα αντί αίματος, ήτοι να θανατωθή, ή να γίνη Τούρκος. Όθεν προσέταξεν ο βεζύρης και έφεραν τον Μάρτυρα εις το κριτήριον και του λέγει· «Ιδού ούτοι τι μαρτυρούσι κατά σου, συ δε τι απολογείσαι εις ταύτα»; Τότε ο νέος, χωρίς να δειλιάση, διηγήθη λεπτομερώς την υπόθεσιν, καθώς ηκολούθησεν. Ο δε βεζύρης του λέγει· «Εν των δύο πρέπει να εκλέξης· ή να γίνης Τούρκος ή έχεις να θανατωθής». Ο Μάρτυς απεκρίθη με γενναιότητα· «Εγώ ούτε Τούρκον εκτύπησα, ούτε Τούρκος γίνομαι, να μη μοι δώση ο Θεός· αλλά Χριστιανός εγεννήθην και Χριστιανός θέλω αποθάνει». Τότε ο βεζύρης, βλέπων το αμετάθετον της γνώμης αυτού, έδωκε την κατ’ αυτού απόφασιν δια να τον αποκεφαλίσωσι· και ούτω, λαβόντες οι δήμιοι τον Άγιον, τον έφεραν πλησίον εις την θέσιν της καταδίκης· και ιδού, άλλη διαταγή του βεζύρου, ίνα επιστρέψωσιν οπίσω. Ελθόντος του Μάρτυρος ενώπιον αυτού, ήρχισεν ο βεζύρης να κολακεύη τον Μάρτυρα, υποσχόμενος εις αυτόν αξιώματα και πολλά χρήματα, μόνον να τουρκεύση και ν’ αρνηθή τον Χριστόν. Ο δε γενναίος Μάρτυς του Χριστού δεν εδελεάσθη υπό των κολακευτικών λόγων, αλλά με παρρησίαν και ελευθεροστομίαν μεγάλην ήλεγξε την θρησκείαν αυτών. Ούτω δε παρέδωκεν αυτόν ο βεζύρης εις τας χείρας των κατ’ αυτού μαρτυρούντων. Οι δε, λαβόντες αυτόν, τον επήγαν εις το καφενείον και εκεί συνήχθη πολύ πλήθος Τούρκων και καθείς εξ αυτών εκολάκευε και παρεκίνει τον Άγιον δια να γίνη Τούρκος. Αλλ’ ο Μάρτυς ίστατο στερεός και ήλεγχεν αυτούς και την πίστιν αυτών. Ο δε βεζύρης διέταξε και παρέστησαν έμπροσθέν του τον Μάρτυρα και πάλιν, ήρχισε δε να τον παρακινή να δεχθή την θρησκείαν των, ποτέ μεν με κολακείας, ποτέ δε με απειλάς και μη δυνάμενος να καταπείση αυτόν, αφήκεν αυτόν και δια τρίτην εξέτασιν. Αφού δε και τρίτον έφερε τον Μάρτυρα έμπροσθέν του και τα αυτά ειπών και πλείονα και απειλήσας αυτόν, δεν ηδυνήθη να μεταστρέψη την γνώμην του, διέταξε και τον απεκεφάλισαν έμπροσθεν του καπηλείου του και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος τρισαριστεύς του Χριστού τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Επί ολοκλήρους δε νύκτας φως ουράνιον έλαμπεν επί του μαρτυρικού λειψάνου· εις δε των Χριστιανών επήγε δια νυκτός να λάβη το λείψανον κρυφίως· αλλ’ οι φύλακες τον συνέλαβον, εκ του οποίου έλαβον αρκετά χρήματα. Μετά δε τρεις μήνας εκείνοι οι Λαζοί εφόνευσαν και τον ευλογημένον Παναγιώτην, τον κύριον του καπηλείου, κατά το πρωϊ, εξερχόμενον της οικίας του, δια το μίσος, όπερ είχον προς τον Μάρτυρα Δημήτριον· ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν άπαντες της Βασιλείας των ουρανών. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν
Εν μια των ημερών επήγαν κατά την συνήθειάν των ούτοι οι Λαζοί εις το καπηλείον και πιόντες και μεθύσαντες εφιλονίκησαν μεταξύ των τόσον, ώστε εμαχαιρώθη εις εξ αυτών· ο δε ευλογημένος Δημήτριος, βλέπων αυτούς εις τοιαύτην κατάστασιν, επήγε μετά των συνεταίρων του και εμβήκεν εις το μέσον αυτών, ίνα τους χωρίση και ειρηνεύση κατά την άδειαν, την οποίαν είχον όλοι οι κάπηλοι παρά της τότε βασιλείας, να ειρηνεύωσιν εκείνους οίτινες ερίζουσιν αναμεταξύ των εις το καπηλείον· και ούτω διαχωρίσαντες αυτούς, τους εδίωξαν εκείθεν. Τη επομένη ημέρα, έχοντες φθόνον οι μιαροί εκείνοι προς τον Δημήτριον, ως είπομεν, επήραν τον πληγωθέντα Τούρκον και επήγαν αυτόν εις τον βεζύρην καταμαρτυρούντες ψευδώς, ότι ο Δημήτριος τον επλήγωσε και πρέπει κατά τον νόμον ή να δώση αίμα αντί αίματος, ήτοι να θανατωθή, ή να γίνη Τούρκος. Όθεν προσέταξεν ο βεζύρης και έφεραν τον Μάρτυρα εις το κριτήριον και του λέγει· «Ιδού ούτοι τι μαρτυρούσι κατά σου, συ δε τι απολογείσαι εις ταύτα»; Τότε ο νέος, χωρίς να δειλιάση, διηγήθη λεπτομερώς την υπόθεσιν, καθώς ηκολούθησεν. Ο δε βεζύρης του λέγει· «Εν των δύο πρέπει να εκλέξης· ή να γίνης Τούρκος ή έχεις να θανατωθής». Ο Μάρτυς απεκρίθη με γενναιότητα· «Εγώ ούτε Τούρκον εκτύπησα, ούτε Τούρκος γίνομαι, να μη μοι δώση ο Θεός· αλλά Χριστιανός εγεννήθην και Χριστιανός θέλω αποθάνει». Τότε ο βεζύρης, βλέπων το αμετάθετον της γνώμης αυτού, έδωκε την κατ’ αυτού απόφασιν δια να τον αποκεφαλίσωσι· και ούτω, λαβόντες οι δήμιοι τον Άγιον, τον έφεραν πλησίον εις την θέσιν της καταδίκης· και ιδού, άλλη διαταγή του βεζύρου, ίνα επιστρέψωσιν οπίσω. Ελθόντος του Μάρτυρος ενώπιον αυτού, ήρχισεν ο βεζύρης να κολακεύη τον Μάρτυρα, υποσχόμενος εις αυτόν αξιώματα και πολλά χρήματα, μόνον να τουρκεύση και ν’ αρνηθή τον Χριστόν. Ο δε γενναίος Μάρτυς του Χριστού δεν εδελεάσθη υπό των κολακευτικών λόγων, αλλά με παρρησίαν και ελευθεροστομίαν μεγάλην ήλεγξε την θρησκείαν αυτών. Ούτω δε παρέδωκεν αυτόν ο βεζύρης εις τας χείρας των κατ’ αυτού μαρτυρούντων. Οι δε, λαβόντες αυτόν, τον επήγαν εις το καφενείον και εκεί συνήχθη πολύ πλήθος Τούρκων και καθείς εξ αυτών εκολάκευε και παρεκίνει τον Άγιον δια να γίνη Τούρκος. Αλλ’ ο Μάρτυς ίστατο στερεός και ήλεγχεν αυτούς και την πίστιν αυτών. Ο δε βεζύρης διέταξε και παρέστησαν έμπροσθέν του τον Μάρτυρα και πάλιν, ήρχισε δε να τον παρακινή να δεχθή την θρησκείαν των, ποτέ μεν με κολακείας, ποτέ δε με απειλάς και μη δυνάμενος να καταπείση αυτόν, αφήκεν αυτόν και δια τρίτην εξέτασιν. Αφού δε και τρίτον έφερε τον Μάρτυρα έμπροσθέν του και τα αυτά ειπών και πλείονα και απειλήσας αυτόν, δεν ηδυνήθη να μεταστρέψη την γνώμην του, διέταξε και τον απεκεφάλισαν έμπροσθεν του καπηλείου του και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος τρισαριστεύς του Χριστού τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Επί ολοκλήρους δε νύκτας φως ουράνιον έλαμπεν επί του μαρτυρικού λειψάνου· εις δε των Χριστιανών επήγε δια νυκτός να λάβη το λείψανον κρυφίως· αλλ’ οι φύλακες τον συνέλαβον, εκ του οποίου έλαβον αρκετά χρήματα. Μετά δε τρεις μήνας εκείνοι οι Λαζοί εφόνευσαν και τον ευλογημένον Παναγιώτην, τον κύριον του καπηλείου, κατά το πρωϊ, εξερχόμενον της οικίας του, δια το μίσος, όπερ είχον προς τον Μάρτυρα Δημήτριον· ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν άπαντες της Βασιλείας των ουρανών. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου