όστις
εμαρτύρησεν εν Μυτιλήνη, τελειωθείς δι’ αγχόνης εν έτει αψο΄ (1770).
Γεώργιος ή Ζώρζης ο Γκιουρτζής, ο Άγιος Νεομάρτυς, όταν ήτο νέος ηγοράσθη ως δούλος από κάποιον Αγαρηνόν. Ο αυθέντης του τον ετούρκευσε και βραδύτερον απέθανεν, ούτω δε ο Γεώργιος έμεινεν εις την θρησκείαν των Αγαρηνών έτη ολόκληρα εβδομήκοντα, μένων έως τότε ανύπανδρος. Έζη όμως ζωήν ειρηνικήν εις ένα εργαστήριον, πωλών και αγοράζων διάφορα είδη, μη γνωρίζων δε άλλην γλώσσαν, εκτός από την των Μουσουλμάνων.
Εις αυτήν λοιπόν την εσχάτην ηλικίαν ων ο ευλογημένος, εν μια των ημερών αναστάς από το εργαστήριόν του προσέρχεται εις τον κριτήν του τόπου, απορρίπτει το σαρίκιον, όπερ εφόρει και το δίδει εις τον κριτήν, λέγων εις αυτόν· «Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός θέλω να αποθάνω· Ζώρζης είναι και το όνομά μου και Ζώρζης πάλιν θα αποθάνω». Ο δε κριτής, βλέπων την τόσην αυτού μεταβολήν και το γήρας του και την γενειάδα του την πάλλευκον, του λέγει· «Μπρε Σαλή (διότι ούτως ωνομάζετο παρ’ αυτών), τι έπαθες; Έχασες τον νουν σου, αδελφέ». Και ο Μάρτυς απεκρίθη· «Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός θέλω να αποθάνω». Ο δε κριτής πάλιν και πολλάκις τον ηρώτησε δια ποίαν αιτίαν κάμνει τούτο. Ο Μάρτυς απεκρίνατο· «Χριστιανός είμαι»· τέλος τον ενέκλεισαν εις ένα δωμάτιον χωρίς δεσμά, έως ότου, κατά την γνώμην των, έλθη εις τον εαυτόν του. Την άλλην ημέραν τον έφεραν πάλιν εις εξέτασιν, ευρόντες δε αυτόν ομολογούντα την πίστιν του Χριστού, του είπον ότι θα τον θανατώσουν, ο δε Μάρτυς άλλο δεν έλεγε πλην ότι είναι Χριστιανός· ήτο δε εκ φύσεως ολιγόλογος ο γέρων. Τη Τρίτη ημέρα, ανακρίνας πάλιν αυτόν ο κριτής και ευρών επιμένοντα εις την των Χριστιανών αμώμητον πίστιν, παρέδωκεν αυτόν εις τους δημίους, οίτινες παρέλαβον αυτόν δια να τον οδηγήσουν εις τον τόπον της εκτελέσεως. Καθ’ οδόν τον έδερον όλοι ασπλάγχνως και εκείνος ο ευλογημένος υπέμενε τας πληγάς με μεγάλην σιωπήν και γενναιότητα· όταν δε έφθασαν εις ένα εργαστήριον και έκριναν ότι ήτο επιτήδειος ο τόπος δια να τον κρεμάσουν, επέρασαν τον βρόγχον εις τον λαιμόν του και τον εβίαζαν να είπη την ομολογίαν της θρησκείας των. Εκείνος όμως ο μακάριος έσφιγγε το στόμα του με όσην δύναμιν είχε, δια να μη ομιλήση· εκείνοι δε, όσον αυτός δεν ωμίλει, τόσον τον έδερον, περιφέροντες τον ευλογημένον εις όλην την αγοράν δια να τον πομπεύσουν βασανίζοντες αυτόν παντοιοτρόπως. Τέλος τον έφεραν εις τόπον Παρμά Καλέ λεγόμενον και πάλιν εκεί τον εκεντούσαν με τας μαχαίρας βιάζοντες να ομολογήση εαυτόν Μουσουλμάνον. Και επειδή ο γέρων δεν ήθελε, του εδείκνυον τον δάκτυλόν των, λέγοντες εις αυτόν· «Κάμε το δάκτυλόν σου ούτως, ότι ένας είναι ο Θεός». Εκείνος δε ο ευλογημένος έσφιγγε και τας δύο του παλάμας με όλην του την δύναμιν, ώστε δεν ήτο τρόπος να τας ανοίξη και ουδέ ήθελε να βλέπη καν εις το πρόσωπον εκείνους, αλλ’ έστρεφε τους οφθαλμούς του προς τον τοίχον· έπειτα του έδωκαν πολλούς ραβδισμούς και γρονθισμούς και τον ανύψωναν και πάλιν τον κατεβίβαζαν, μήπως μετανοήση· τέλος ιδόντες την στερράν του γνώμην και ότι τίποτε δεν ήτο δυνατόν να τον κλονίση από την αγάπην του Χριστού, απεφάσισαν και τον εκρέμασαν και ούτως έλαβε τον του μαρτυρίου στέφανον.
Γεώργιος ή Ζώρζης ο Γκιουρτζής, ο Άγιος Νεομάρτυς, όταν ήτο νέος ηγοράσθη ως δούλος από κάποιον Αγαρηνόν. Ο αυθέντης του τον ετούρκευσε και βραδύτερον απέθανεν, ούτω δε ο Γεώργιος έμεινεν εις την θρησκείαν των Αγαρηνών έτη ολόκληρα εβδομήκοντα, μένων έως τότε ανύπανδρος. Έζη όμως ζωήν ειρηνικήν εις ένα εργαστήριον, πωλών και αγοράζων διάφορα είδη, μη γνωρίζων δε άλλην γλώσσαν, εκτός από την των Μουσουλμάνων.
Εις αυτήν λοιπόν την εσχάτην ηλικίαν ων ο ευλογημένος, εν μια των ημερών αναστάς από το εργαστήριόν του προσέρχεται εις τον κριτήν του τόπου, απορρίπτει το σαρίκιον, όπερ εφόρει και το δίδει εις τον κριτήν, λέγων εις αυτόν· «Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός θέλω να αποθάνω· Ζώρζης είναι και το όνομά μου και Ζώρζης πάλιν θα αποθάνω». Ο δε κριτής, βλέπων την τόσην αυτού μεταβολήν και το γήρας του και την γενειάδα του την πάλλευκον, του λέγει· «Μπρε Σαλή (διότι ούτως ωνομάζετο παρ’ αυτών), τι έπαθες; Έχασες τον νουν σου, αδελφέ». Και ο Μάρτυς απεκρίθη· «Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός θέλω να αποθάνω». Ο δε κριτής πάλιν και πολλάκις τον ηρώτησε δια ποίαν αιτίαν κάμνει τούτο. Ο Μάρτυς απεκρίνατο· «Χριστιανός είμαι»· τέλος τον ενέκλεισαν εις ένα δωμάτιον χωρίς δεσμά, έως ότου, κατά την γνώμην των, έλθη εις τον εαυτόν του. Την άλλην ημέραν τον έφεραν πάλιν εις εξέτασιν, ευρόντες δε αυτόν ομολογούντα την πίστιν του Χριστού, του είπον ότι θα τον θανατώσουν, ο δε Μάρτυς άλλο δεν έλεγε πλην ότι είναι Χριστιανός· ήτο δε εκ φύσεως ολιγόλογος ο γέρων. Τη Τρίτη ημέρα, ανακρίνας πάλιν αυτόν ο κριτής και ευρών επιμένοντα εις την των Χριστιανών αμώμητον πίστιν, παρέδωκεν αυτόν εις τους δημίους, οίτινες παρέλαβον αυτόν δια να τον οδηγήσουν εις τον τόπον της εκτελέσεως. Καθ’ οδόν τον έδερον όλοι ασπλάγχνως και εκείνος ο ευλογημένος υπέμενε τας πληγάς με μεγάλην σιωπήν και γενναιότητα· όταν δε έφθασαν εις ένα εργαστήριον και έκριναν ότι ήτο επιτήδειος ο τόπος δια να τον κρεμάσουν, επέρασαν τον βρόγχον εις τον λαιμόν του και τον εβίαζαν να είπη την ομολογίαν της θρησκείας των. Εκείνος όμως ο μακάριος έσφιγγε το στόμα του με όσην δύναμιν είχε, δια να μη ομιλήση· εκείνοι δε, όσον αυτός δεν ωμίλει, τόσον τον έδερον, περιφέροντες τον ευλογημένον εις όλην την αγοράν δια να τον πομπεύσουν βασανίζοντες αυτόν παντοιοτρόπως. Τέλος τον έφεραν εις τόπον Παρμά Καλέ λεγόμενον και πάλιν εκεί τον εκεντούσαν με τας μαχαίρας βιάζοντες να ομολογήση εαυτόν Μουσουλμάνον. Και επειδή ο γέρων δεν ήθελε, του εδείκνυον τον δάκτυλόν των, λέγοντες εις αυτόν· «Κάμε το δάκτυλόν σου ούτως, ότι ένας είναι ο Θεός». Εκείνος δε ο ευλογημένος έσφιγγε και τας δύο του παλάμας με όλην του την δύναμιν, ώστε δεν ήτο τρόπος να τας ανοίξη και ουδέ ήθελε να βλέπη καν εις το πρόσωπον εκείνους, αλλ’ έστρεφε τους οφθαλμούς του προς τον τοίχον· έπειτα του έδωκαν πολλούς ραβδισμούς και γρονθισμούς και τον ανύψωναν και πάλιν τον κατεβίβαζαν, μήπως μετανοήση· τέλος ιδόντες την στερράν του γνώμην και ότι τίποτε δεν ήτο δυνατόν να τον κλονίση από την αγάπην του Χριστού, απεφάσισαν και τον εκρέμασαν και ούτως έλαβε τον του μαρτυρίου στέφανον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου