Ηλίας ο μακάριος
Νέος Οσιομάρτυς ήτο εκ μιάς πόλεως της Μεσσηνίας, Καλάμας καλουμένην, κουρεύς
την τέχνην· διότι δε ήτο φρόνιμος και έμπειρος εις τα πολιτικά, είχον εις αυτόν
όλοι οι προεστώτες υπόληψιν και πάντοτε τον συνανεστρέφοντο, λαμβάνοντες παρ’
αυτού συμβουλάς.
Μίαν δε φοράν διηγούμενοι διαφόρους υποθέσεις, ανέφερον και δια τα πολλά και βαρύτατα χρέη και άλλα μύρια βάσανα, όσα εδοκίμαζον εις εκείνον τον καιρόν της πρώτης αιχμαλωσίας οι της Πελοποννήσου Χριστιανοί· αυτός δε ο ευλογημένος, με πολύν πόνον και θλίψιν της καρδίας απεκρίθη προς τους προεστώτας, λέγων, ότι πρέπει να φροντίσωσι να ελαφρύνωσι τουςΧριστιανούς των βαρέων δοσιμάτων, διότι κινδυνεύουσι να αρνηθώσι την πίστιν των και να γίνωσι Τούρκοι. Εις τούτο οι προεστώτες τού ηναντιώνοντο λέγοντες, ότι δεν έχουν κανένα κίνδυνον οι Χριστιανοί. Τότε αυτός τους είπεν: «Εμέ αν δώση τις εν φέσι, αλλάσσω την πίστιν μου». Εις δε των προεστώτων, θέλων να χαριεντισθή, έστειλε και του ηγόρασεν εν φέσι και ευθύς αυτός επήγεν εις τον κριτήν του τόπου και ήλλαξε την πίστιν του. Όθεν έμειναν οι Χριστιανοί υπερβολικά λυπημένοι δια το τοιούτον. Μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού ήλθεν εις εαυτόν ο αοίδιμος και μετανοήσας δι’ εκείνο όπερ έπραξε, παρευθύς έφυγε και επήγεν εις το Άγιον Όρος και εξωμολογήθη μετά μεγάλης συντριβής την αμαρτίαν του, ποήσας δε τον πρέποντα κανόνα και μυρωθείς έγινε Μοναχός και διήνυσεν εκεί εναρέτως και οσίως οκτώ έτη. Η συνείδησις όμως τον έτυπτε πάντοτε, υπενθυμίζουσα εις αυτόν το λόγιον του Κυρίου το λέγον: «Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι:33). Τούτο δε είπεν εις ενάρετον τινά πνευματικόν, όστις συνεβούλευσεν αυτόν να υπάγη εις τας Καλάμας και εκεί να ομολογήση παρρησία τον Χριστόν. Λαβών λοιπόν, ο ευλογημένος, την ευχήν του πνευματικού και έχων στερεάν την απόφασιν, ανεχώρησε και επήγεν εις τας Καλάμας, εκεί δε εφανέρωσεν εις τους πνευματικούς τον σκοπόν του. Ούτοι όμως, φοβούμενοι μήπως δειλιάση, τον ημπόδιζον να προχωρήση εις το μαρτύριον. Αλλ’ αυτός, ως στερρός αδάμας, δεν υπελόγισε τελείως τον φόβον, αλλά κοινωνήσας τα Άχραντα Μυστήρια, ευθύς παρουσιάζεται εις την αγοράν και περιφέρεται εις τους δρόμους της πόλεως· και κατά μεν το πρώτον δεν τον εγνώρισαν, αφού δε δις και τρις διήλθεν έμπροσθεν των καταστημάτων, εγνώρισαν αυτόν οι Τούρκοι και κράξαντες αυτόν του είπον· «Δεν είσαι συ ο Μουσταφάς Αρδούνης»; Εγώ είμαι· πλην όχι Μουσταφάς, αλλά Ηλίας και Χριστιανός Ορθόδοξος. Και ευθύς ήρχισε να ονειδίζη κατά πολύ την θρησκείαν των χωρίς να δειλιάση τελείως, εκήρυττε δε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Ακούσαντες εκείνοι ταύτα, έδειραν αυτόν και ούτω δέροντες και ωθούντες έσυρον αυτόν εις τον κριτήν μαρτυρούντες εις αυτόν ταύτα· «Αυτός μόνος εζήτησε και έλαβε την πίστιν μας και τώρα την ατιμάζει». Ερωτηθείς δε και υπό του κριτού, ωμολόγησε τα αυτά. Όθεν έρριψεν αυτόν εις την φυλακήν και εις τα δεσμά δια να σκεφθή τι θα πράξη εις αυτόν. Έμεινε λοιπόν εκεί ο Άγιος ικανάς ημέρας βασανιζόμενος. Έπειτα έφεραν αυτόν εις δευτέραν εξέταξιν και ηρώτησεν αυτόν ο κριτής· «Τι εσυλλογίσθης»; Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Τι με ερωτάς; Καν μυρίας παιδείας μου κάμητε, δεν είναι δυνατόν να αρνηθώ τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν· κάμε λοιπόν ό,τι θέλεις εις εμέ». Βλέπων ο Κριτής το αμετάθετον της γνώμης του, απεφάσισε να καύσωσιν αυτόν με χλωρά ξύλα· όθεν ήρπασαν αυτόν οι δήμιοι και τον ωδήγουν εις τον τόπον της καταδίκης· κατά την πορείαν εις εξ αυτών εκτύπησε τον Άγιον με το ξίφος και του κατέκοψε την πλάτην, αλλ’ ο γενναίος αντί να δειλιάση έλαβε περισσότερον θάρρος και χαράν ψάλλων Ψαλμούς του Δαβίδ· φθάσαντες εις τον τόπον της καταδίκης έρριψαν αυτόν εις την πυράν, και ω του θαύματος! ούτε τα ράσα του, ούτε τα μαλλιά, ούτε τα γένειά του εκάησαν τελείως, αλλά ετελείωσεν η πυρκαϊά χωρίς να βλαβή διόλου το μαρτυρικόν σώμα του και ούτως έλαβεν ο μακάριος παρά του αγωνοθέτου Θεού ημών, τον αμάραντον στέφανον του Μαρτυρίου. Το εσπέρας εκείνοι, οίτινες εφύλαττον το σώμα του, είδον φως ουράνιον, όπερ κατέβη και περιεκύκλωσεν αυτό. Οι δε Αγαρηνοί βλέποντες τούτο έλεγον· «Επειδή η φωτιά δεν τον έκαυσε, έστειλεν ο Θεός πυρ από τους ουρανούς να τον καύση». Έπειτα οι Χριστιανοί με δόσιν χρημάτων επήραν το άγιον λείψανον και το ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς εκεί όπου τώρα είναι η Εκκλησία, την οποίαν προς τιμήν του Νεομάρτυρος Ηλιού ανήγειραν μετά ταύτα οι Χριστιανοί των Καλαμών, αλλά δια τον φόβον των Αγαρηνών την ωνόμασαν «Των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων». Εις δε τον καιρόν της ανακομιδής του αγίου λειψάνου εξήλθεν ευωδία άρρητος· όθεν έλαβον την αγίαν του κάραν εις ένα Μοναστήριον εκείνου του τόπου Βουρκάνου ονομαζόμενον και θαυματουργεί έως σήμερον· επήρε δε και η μάμμη τού από Καλάμας διδασκάλου Διονυσίου, του Ποδάρου επικαλουμένου (όστις και τούτο το μαρτύριον παρέδωκε) μίαν πλευράν του Αγίου και έθεσεν αυτήν εις τι μέρος της οικίας της. Εκεί είδε μίαν νύκτα και έλαμψε φως λαμπρότατον εις δόξαν του Μάρτυρος και του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Μίαν δε φοράν διηγούμενοι διαφόρους υποθέσεις, ανέφερον και δια τα πολλά και βαρύτατα χρέη και άλλα μύρια βάσανα, όσα εδοκίμαζον εις εκείνον τον καιρόν της πρώτης αιχμαλωσίας οι της Πελοποννήσου Χριστιανοί· αυτός δε ο ευλογημένος, με πολύν πόνον και θλίψιν της καρδίας απεκρίθη προς τους προεστώτας, λέγων, ότι πρέπει να φροντίσωσι να ελαφρύνωσι τουςΧριστιανούς των βαρέων δοσιμάτων, διότι κινδυνεύουσι να αρνηθώσι την πίστιν των και να γίνωσι Τούρκοι. Εις τούτο οι προεστώτες τού ηναντιώνοντο λέγοντες, ότι δεν έχουν κανένα κίνδυνον οι Χριστιανοί. Τότε αυτός τους είπεν: «Εμέ αν δώση τις εν φέσι, αλλάσσω την πίστιν μου». Εις δε των προεστώτων, θέλων να χαριεντισθή, έστειλε και του ηγόρασεν εν φέσι και ευθύς αυτός επήγεν εις τον κριτήν του τόπου και ήλλαξε την πίστιν του. Όθεν έμειναν οι Χριστιανοί υπερβολικά λυπημένοι δια το τοιούτον. Μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού ήλθεν εις εαυτόν ο αοίδιμος και μετανοήσας δι’ εκείνο όπερ έπραξε, παρευθύς έφυγε και επήγεν εις το Άγιον Όρος και εξωμολογήθη μετά μεγάλης συντριβής την αμαρτίαν του, ποήσας δε τον πρέποντα κανόνα και μυρωθείς έγινε Μοναχός και διήνυσεν εκεί εναρέτως και οσίως οκτώ έτη. Η συνείδησις όμως τον έτυπτε πάντοτε, υπενθυμίζουσα εις αυτόν το λόγιον του Κυρίου το λέγον: «Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι:33). Τούτο δε είπεν εις ενάρετον τινά πνευματικόν, όστις συνεβούλευσεν αυτόν να υπάγη εις τας Καλάμας και εκεί να ομολογήση παρρησία τον Χριστόν. Λαβών λοιπόν, ο ευλογημένος, την ευχήν του πνευματικού και έχων στερεάν την απόφασιν, ανεχώρησε και επήγεν εις τας Καλάμας, εκεί δε εφανέρωσεν εις τους πνευματικούς τον σκοπόν του. Ούτοι όμως, φοβούμενοι μήπως δειλιάση, τον ημπόδιζον να προχωρήση εις το μαρτύριον. Αλλ’ αυτός, ως στερρός αδάμας, δεν υπελόγισε τελείως τον φόβον, αλλά κοινωνήσας τα Άχραντα Μυστήρια, ευθύς παρουσιάζεται εις την αγοράν και περιφέρεται εις τους δρόμους της πόλεως· και κατά μεν το πρώτον δεν τον εγνώρισαν, αφού δε δις και τρις διήλθεν έμπροσθεν των καταστημάτων, εγνώρισαν αυτόν οι Τούρκοι και κράξαντες αυτόν του είπον· «Δεν είσαι συ ο Μουσταφάς Αρδούνης»; Εγώ είμαι· πλην όχι Μουσταφάς, αλλά Ηλίας και Χριστιανός Ορθόδοξος. Και ευθύς ήρχισε να ονειδίζη κατά πολύ την θρησκείαν των χωρίς να δειλιάση τελείως, εκήρυττε δε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Ακούσαντες εκείνοι ταύτα, έδειραν αυτόν και ούτω δέροντες και ωθούντες έσυρον αυτόν εις τον κριτήν μαρτυρούντες εις αυτόν ταύτα· «Αυτός μόνος εζήτησε και έλαβε την πίστιν μας και τώρα την ατιμάζει». Ερωτηθείς δε και υπό του κριτού, ωμολόγησε τα αυτά. Όθεν έρριψεν αυτόν εις την φυλακήν και εις τα δεσμά δια να σκεφθή τι θα πράξη εις αυτόν. Έμεινε λοιπόν εκεί ο Άγιος ικανάς ημέρας βασανιζόμενος. Έπειτα έφεραν αυτόν εις δευτέραν εξέταξιν και ηρώτησεν αυτόν ο κριτής· «Τι εσυλλογίσθης»; Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Τι με ερωτάς; Καν μυρίας παιδείας μου κάμητε, δεν είναι δυνατόν να αρνηθώ τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν· κάμε λοιπόν ό,τι θέλεις εις εμέ». Βλέπων ο Κριτής το αμετάθετον της γνώμης του, απεφάσισε να καύσωσιν αυτόν με χλωρά ξύλα· όθεν ήρπασαν αυτόν οι δήμιοι και τον ωδήγουν εις τον τόπον της καταδίκης· κατά την πορείαν εις εξ αυτών εκτύπησε τον Άγιον με το ξίφος και του κατέκοψε την πλάτην, αλλ’ ο γενναίος αντί να δειλιάση έλαβε περισσότερον θάρρος και χαράν ψάλλων Ψαλμούς του Δαβίδ· φθάσαντες εις τον τόπον της καταδίκης έρριψαν αυτόν εις την πυράν, και ω του θαύματος! ούτε τα ράσα του, ούτε τα μαλλιά, ούτε τα γένειά του εκάησαν τελείως, αλλά ετελείωσεν η πυρκαϊά χωρίς να βλαβή διόλου το μαρτυρικόν σώμα του και ούτως έλαβεν ο μακάριος παρά του αγωνοθέτου Θεού ημών, τον αμάραντον στέφανον του Μαρτυρίου. Το εσπέρας εκείνοι, οίτινες εφύλαττον το σώμα του, είδον φως ουράνιον, όπερ κατέβη και περιεκύκλωσεν αυτό. Οι δε Αγαρηνοί βλέποντες τούτο έλεγον· «Επειδή η φωτιά δεν τον έκαυσε, έστειλεν ο Θεός πυρ από τους ουρανούς να τον καύση». Έπειτα οι Χριστιανοί με δόσιν χρημάτων επήραν το άγιον λείψανον και το ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς εκεί όπου τώρα είναι η Εκκλησία, την οποίαν προς τιμήν του Νεομάρτυρος Ηλιού ανήγειραν μετά ταύτα οι Χριστιανοί των Καλαμών, αλλά δια τον φόβον των Αγαρηνών την ωνόμασαν «Των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων». Εις δε τον καιρόν της ανακομιδής του αγίου λειψάνου εξήλθεν ευωδία άρρητος· όθεν έλαβον την αγίαν του κάραν εις ένα Μοναστήριον εκείνου του τόπου Βουρκάνου ονομαζόμενον και θαυματουργεί έως σήμερον· επήρε δε και η μάμμη τού από Καλάμας διδασκάλου Διονυσίου, του Ποδάρου επικαλουμένου (όστις και τούτο το μαρτύριον παρέδωκε) μίαν πλευράν του Αγίου και έθεσεν αυτήν εις τι μέρος της οικίας της. Εκεί είδε μίαν νύκτα και έλαμψε φως λαμπρότατον εις δόξαν του Μάρτυρος και του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου