Αυξέντιος ο Όσιος Πατήρ ημών έζησε κατά τους χρόνους της βασιλείας
Θεοδοσίου του Μικρού του κατά τα έτη υη΄ - υν΄ (408 – 450) βασιλεύσαντος,
καταγόμενος μεν εκ της Ανατολής, Σχολάριος δε ων το αξίωμα. Γενόμενος Μοναχός,
ανέβη εις το όρος, όπερ κείται αντικρύ της Οξείας, μικράς νήσου πλησίον της
Χάλκης και των άλλων νήσων, αι οποίαι κείνται παρά την Κωνσταντινούπολιν. Ήτο
δε ο Όσιος ούτος εις την άσκησιν καρτερικώτατος και εις την πίστιν
ορθοδοξότατος, διότι την μεν κακοδοξίαν του Νεστορίου και του Ευτυχούς σφοδρώς
ήλεγξεν, απεδέχθη δε την εν Χαλκηδόνι Αγίαν και Οικουμενικήν τετάρτην Σύνοδον.
Ο αοίδιμος ούτος ηξιώθη παρά Θεού και της των θαυμάτων ενεργείας και Χάριτος, ήτο δε κατά την θεωρίαν του προσώπου κατηγλαϊσμένος και υπό της φύσεως και υπό της Χάριτος· όθεν, δι’ όλα αυτά τα προτερήματά του, ήτο σεβαστός και παρ’ αυτών των βασιλέων και ηξιούτο πολλής τιμής. Ακούσατε όμως τον κατά πλάτος Βίον αυτού, τον οποίον δια πρώτην φοράν παραθέτομεν ενταύθα μεταφρασμένον εις την απλήν Ελληνικήν χάριν της των πολλών ωφελείας. Θεοδόσιος Β΄ ο λεγόμενος Μικρός ευρίσκετο εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως από τριάκοντα πέντε ήδη ετών, και κατά την ιδίαν εποχήν ο Μέγας Αυξέντιος διέλαμπεν από το φως της ευσεβείας και ελαμπρύνετο από πάσαν σεμνότητα του αληθούς χριστιανικού βίου. Τόπος της καταγωγής του, όπως και του μακαρίου Ιώβ, ήτο η Ανατολή. Ήτο δε ισχυρός κατά την δύναμιν του σώματος, ευπρεπής κατά το ήθος, επιεικής προς τους άλλους και συγκαταβατικός, αφωσιωμένος πάντοτε εις την νηστείαν και εις τας προς τον Θεόν προσευχάς και δεήσεις. Δι’ αυτών εκαθάριζε την ψυχήν και το σώμα, και εις μεν την ψυχήν παρεχώρει τα πρωτεία και την κυριαρχίαν επί του σώματος, το δε σώμα ηνάγκαζε να υπηρετή την ψυχήν και να υποτάσσεται εις τα θελήματα εκείνης. Δι’ αυτού του τρόπου απένεμεν εις αμφότερα, την ψυχήν δηλαδή και το σώμα, τα ωφέλιμα και σωτήρια, υποτάσσων εις τον ηγεμόνα νουν τας αισθήσεις. Διαπρέπων λοιπόν εις τους πνευματικούς αυτούς αγώνας ο Μέγας Αυξέντιος, καίτοι ακόμη διαμένων εις την βασιλεύουσαν των πόλεων, ήτοι την Κωνσταντινούπολιν, δεν παρέλειπεν εν τούτοις να συναναστρέφηται τους περιβοήτους δια την αρετήν και την άσκησίν των Πατέρας της εποχής του, και εξετέλει μεν όσα ήρμοζον δια την υπακοήν προς τον επίγειον βασιλέα, τον οποίον υπηρέτει, δεν παρέλειπεν όμως και όσα θα τον έφερον πλησιέστερον προς τον Χριστόν τον πάντων Βασιλέα. Ένεκα τούτου λοιπόν συνανεστρέφετο και άλλους φιλαρέτους άνδρας, τους Μαρκιανόν, Άνθιμον και Σίτταν, άνδρας κατά πάντα θεοφιλείς και χρηστούς, αλλά και προς τινα Μοναχόν, Ιωάννην καλούμενον, συνεχώς μετέβαινεν, τον οποίον η αρετή του εκήρυττε μέγαν προς όλους, όστις κατ’ ακείνον τον καιρόν διέμενεν επί τινος στύλου ευρισκομένου παρά το Έβδομον. Παρά τούτου εξεπαιδεύθη εις τον φιλάρετον βίον ο Όσιος, όστις και προ τούτου, ίνα εκτελή πάσας τας εντολάς του Θεού, τον περισσότερον χρόνον διέμενεν εις το πλησίον της θαλάσσης Ναόν της Αγίας Ειρήνης, μετά των εναρέτων ανδρών, τους οποίους ήδη ανεφέραμεν, επιδιδόμενος εις προσευχάς και ολονυκτίους δεήσεις και τηρών πιστώς τας νηστείας και πάσαν άλλην εγκράτειαν, έχων όμως και πάντοτε εις τους οφθαλμούς τα δάκρυα από την πολλήν του κατάνυξιν. Κατά μίαν λοιπόν από τας ολονυκτίους δεήσεις του, καταληφθείς από ακράτητον δίψαν, εζήτησεν από ένα των υπηρετών του Ναού ολίγον εύκρατον δια να πίη. Ο δε υπηρέτης, απελθών προς τον οικονόμον του Ναού, όστις εφρόντιζε δι’ αυτό, και λαβών την άδειαν να αναμίξη ολίγον οίνον με θερμόν ύδωρ, τον φέρει εις τον Μέγαν Αυξέντιον. Εκείνος δε, αφού έπιεν ολίγον και παρηγόρησε μετρίως την δίψαν, η οποία τον εβασάνιζεν, έδωσε το υπόλοιπον εις τον φίλον του Μαρκιανόν, ο οποίος το εζήτησεν. Εκείνος δε, αφού το έλαβε και το επλησίασεν εις το στόμα του και αντελήφθη, ότι εκείνο το οποίον έπινεν ήτο οίνος, κατελήφθη από αγανάκτησιν, διότι, παρά την συνήθειάν του, έπιεν οίνον. Τότε ο θείος Αυξέντιος του λέγει· «Μη αγανακτής δια τας δωρεάς του Θεού· ημείς μεν βεβαίως εζητήσαμεν ύδωρ, ο δε Θεός μας έστειλεν οίνον προς πόσιν· δια τούτο δικαιότερον είναι να τον ευχαριστήσωμεν, παρά να αγανακτήσωμεν». Δια του τρόπου τούτου ο μεν Μαρκιανός, χωρίς να το αντιληφθή, περιέπεσεν ουχί ορθώς εις επίδειξιν της εγκρατείας, την οποίαν ετήρει, ο δε Αυξέντιος καλώς κατεπάτησε την εξ ανθρώπων προερχομένην δόξαν. Άλλοτε πάλιν, κατά μίαν των συνάξεων, προσήλθε κάποιος προς τον μακάριον Αυξέντιον και εζήτει ιμάτιον δια να ενδυθή, διότι ήτο γυμνός. Τούτο δε το έκαμεν όχι από ανέχειαν, αλλά μάλλον από απληστίαν, διότι, ενώ είχε, προσεποιείτο τον μη έχοντα. Τότε εκείνος του είπεν· «Αδελφέ, εάν μου δώση ο Θεός, θα σου δώσω και εγώ, διότι εκτός από αυτό που φορώ, δεν έχω τίποτε άλλο». Αυτά δε είπε, διότι συνήθιζε να μοιράζη εις τους πτωχούς ό,τι και αν είχε, μένων ο ίδιος με ένα μόνον ένδυμα πάντοτε. Επειδή όμως ο άνθρωπος εκείνος εξηκολούθησε να ζητή επιμόνως ένδυμα, ο ευλογημένος Αυξέντιος, αφού έβγαλε εκείνο το οποίον εφόρει, το έδωσε εις αυτόν. Μετ’ ολίγον, ελθών μετά των φίλων του προς τον θείον Ιωάννην εις το Έβδομον, όπως συνήθιζε, βλέπει εκεί πλησίον εκείνον ο οποίος επήρε το ιμάτιόν του, στενοχωρημένον και δακρυσμένον. Αφού λοιπόν έγινεν η συνήθης ευχή, λέγει προς αυτούς ο μακάριος Ιωάννης· «Καταρασθήτε, αδελφοί, εκείνον ο οποίος έκλεψε του πτωχού αυτού ανθρώπου τα ρούχα και τον άφησε γυμνόν». Ο δε θείος Αυξέντιος απήντησε χαριέντως· «Μάλλον πρέπει να ευλογήσης, Πάτερ, εκείνον ο οποίος έκαμε την πράξιν αυτήν». Επειδή δε ο Ιωάννης ηπόρησεν εις τους λόγους τούτους, ο Αυξέντιος, στραφείς προς τον δήθεν πτωχόν, του λέγει· «Δι’ όνομα του Θεού, αδελφέ, πόσα ενδύματα είχες»; Τότε αυτός λέγει· «Οκτώ, μαζί με εκείνο το οποίον μου έδωσες». Τότε λέγει ο θείος Αυξέντιος· «Αφού δεν σου έφθαναν τα επτά που είχες, αλλά και το ένα και μοναδικόν, το οποίον είχα, επέμενες να το πάρης, δικαίως τα έχασες όλα». Με αυτόν τον τρόπον και αφού με καλωσύνην ήλεγξε την πλεονεξίαν του ο δίκαιος, τον απέλυσεν. Μίαν ημέραν, μεταβαίνων εις το παλάτιον, βλέπει κάποιον, τον οποίον οι στρατιώται έσυρον βιαίως και τον ωδήγουν εις την φυλακήν. Πλησιάσας λοιπόν τους στρατιώτας και μεταχειρισθείς επιμόνους παρακλήσεις και χύσας άφθονα και θερμά δάκρυα, κατώρθωσε να τον ελευθερώση. Όσα δε έπραξεν ο Μέγας δια πολλά των εργαστηρίων και πως παραδόξως απέδειξεν ευπόρους τους ιδιοκτήτας των, οι οποίοι δεν ημπορούσαν να πωλήσουν τα πράγματα, τα οποία είχον εις αυτά, και είχον περιέλθει εις πολύ δύσκολον θέσιν, διαμείνας εις εν εξ αυτών επί τρεις ημέρας και εργασθείς με ημερομίσθιον, είναι σαφέστατα δείγματα της άκρας συμπαθείας και ελεημοσύνης του. Διότι την μεν λύπην των εμπόρων κατέπαυσε, τους δε εννέα οβολούς, τους οποίους έλαβεν ως μισθόν, τους εμοίρασε με μεγαλοψυχίαν εις τους πτωχούς. Δια τούτων έδειξεν εις όλους πόσον ήτο αξιοθαύμαστος αλλά και αληθής φίλος του Θεού, πράγμα το οποίον θα αποδείξη καλύτερον το τερατούργημα, το οποίον πρόκειται να διηγηθώμεν. Γυνή τις, η οποία κατείχετο από πονηρόν πνεύμα, συνήντησε κάποτε τον Μέγαν Αυξέντιον, όταν επέστρεφεν εκ του παλατίου, έχουσα ακάλυπτον την κεφαλήν, σύρουσα τας τρίχας της και φωνάζουσα με μεγάλην φωνήν· «Ω βία, από τον εχθρόν ημών Αυξέντιον! Είκοσι τώρα χρόνους κατοικώ εις αυτήν την γυναίκα και τώρα εκδιώκομαι βιαίως υπ’ αυτού». Τότε ο Μέγας εβίασε τον ίππον, επί του οποίου εκάθητο, δια να την προσπεράση, ώστε να μη γίνη γνωστή εις κανένα η θεία Χάρις, η οποία κατώκει εις αυτόν. Η γυνή όμως ηκολούθει με μεγάλας κραυγάς, μάλλον δε το πονηρόν πνεύμα, το οποίον διέμενεν εις αυτήν, μαστιζόμενον αοράτως από την θείαν Χάριν, έλεγεν· «Ιδού, εξέρχομαι, εάν μόνον με διατάξη αυτός». Εμαζεύθη δε γύρω από αυτόν πολύ πλήθος, ώστε αφού με δάκρυα και στεναγμούς παρεκάλεσεν ο μακάριος τον Θεόν, ευθύς απήλλαξε την γυναίκα από τον δαίμονα. Εξίσταντο λοιπόν όλοι θαυμάζοντες και δοξάζοντες τον Θεόν, ο οποίος τοιαύτην εξουσίαν έδωκεν εις τον δούλον του κατά των ακαθάρτων πνευμάτων. Τοιαύτα θαύματα ετέλει ο Μέγας Αυξέντιος, όταν ακόμη συνανεστρέφετο εις τον κόσμον. Κατόπιν, επειδή αντελήφθη ότι έγινε γνωστός εις όλους και θέλων να αποφύγη την δόξαν των ανθρώπων, επειδή εξ άλλου προείδε δια των ψυχικών οφθαλμών του την μέλλουσαν να συνταράξη την Αγίαν του Θεού Εκκλησίαν παράνομον αίρεσιν του δυσσεβούς Νεστορίου και του καταπτύστου και πραγματικώς δυστυχούς Ευτυχούς, αφού απηρνήθη τον κόσμον και τας βασιλικάς αυλάς και εγκατέλειψε το πλήθος των φίλων, τους οποίους είχε, τρέπεται προς τον μοναχικόν βίον. Αφού λοιπόν έφθασεν εις τα ερημικώτερα μέρη της Βιθυνίας και ανέβη εις την πλαγιάν του όρους, το οποίον καλείται Οξεία και το οποίον απέχει δέκα μίλια από την Χαλκηδόνα, διέμενεν εις κάποιαν πέτραν. Και μετ’ ολίγον ανέβησαν εκεί μερικά παιδία, τα οποία έκλαιον με πικρά δάκρυα, διότι έχασαν τα ζώα των, και όταν είδον τον δίκαιον εφοβήθησαν· διότι ήτο ενδεδυμένος με τρίχας και δέρματα, μιμούμενος τον Βαπτιστήν Ιωάννην. Ο δε Αυξέντιος λέγει εις αυτά με ήσυχον φωνήν· «Μη φοβείσθε, τέκνα μου· πηγαίνετε προς την αριστεράν πλευράν του βουνού και θα εύρητε τα ζώα σας». Όταν δε τα παιδία επήγαν και τα ευρήκαν, εφανέρωσαν εις τους γονείς των και άλλους γείτονας τα κατά τον Μέγαν Αυξέντιον. Εκείνοι δε, αφού ανέβησαν αμέσως εις το όρος, τον παρεκάλουν να προσευχηθή εις τον Θεόν υπέρ αυτών, και προς χάριν του έκτισαν μικρόν κελλίον πλησίον εις την κορυφήν του όρους. Έξω δε από το κελλίον έκτισαν άλλο μικρότερον, όσον ένα κλουβί, μέσα εις το οποίον και έκλεισε τον εαυτόν του, ψάλλων τα του Ψαλμού· «Εγενήθην ωσεί στρουθίον μονάζον επί δώματι» (Ψαλμ. ρα: 8 ). Καθ’ ημέραν λοιπόν ανήρχοντο πολλοί προς αυτόν και ελάμβανον μεγάλην ωφέλειαν. Επειδή δε η φήμη εκήρυττε τούτον μέγαν και εις τους πλησίον και εις τους μακράν ευρισκομένους, γυνή τις από την Νικομήδειαν, από τας επισήμους και πλουσίας, τυφλωθείσα και κατά τους δύο οφθαλμούς, αναβαίνει προς το όρος οδηγουμένη υπό χειραγωγού και τον παρεκάλει να την ευλογήση δια να εύρη την θεραπείαν της. Ο δε μακάριος, αφού παρήγγειλεν εις όλους τους εκεί παρόντας να προσευχηθούν υπέρ αυτής εις τον Θεόν και αφού, μετά την προσευχήν, ήγγισε με τας χείρας του τους οφθαλμούς της γυναικός, είπεν· «ο Χριστός, το φως το αληθινόν, να σε θεραπεύση, ω γύναι». Και ευθύς με τον λόγον του Αγίου εκείνη ανέβλεψε. Το γεγονός τούτο έγινε δια τον Μέγαν Αυξέντιον η αρχή των θαυμάτων εις το όρος της Οξείας. Από δε τους ενοχλουμένους υπό πνευμάτων ακαθάρτων συνέτρεχον εκεί πλήθος μεγάλον, και από τους εντοπίους και από τους ξένους, και πολλοί δι’ αυτού ηλευθερώνοντο από την επήρειαν των δαιμόνων. Ήτο δε τότε ο δέκατος χρόνος κατά τον οποίον ο Μέγας Αυξέντιος ησκήτευεν εις το όρος εκείνο. Κάποτε επρόκειτο να αναβή προς αυτόν χάριν ωφελείας κάποιος εκ των φίλων και συστρατιωτών του, ο οποίος έκαμνε τούτο πολύ συχνά. Εκάλεσε λοιπόν και ένα άλλον εκ των συστρατιωτών του να αναβή μαζί του εις το όρος προς τον Μέγαν Αυξέντιον. Εκείνος όμως, επειδή ήτο άπιστος, απεκάλει τον Όσιον πλάνον και απατεώνα, ο οποίος επλήρωνεν εις πολλούς πτωχούς τρεις ή και εξ οβολούς, δια να υποκρίνωνται τους δαιμονιζομένους και να εξαπατά ούτω τους ανθρώπους ότι κάμνει θαύματα. Αφού όμως ο χρηστός εκείνος άνθρωπος έπεισε και τούτον τον άπιστον να ανέλθη εις το όρος, ο Μέγας Αυξέντιος προς τον πρώτον μεν ωμίλησε με ιλαρότητα και με τους λόγους του τον ωφέλησε, προς εκείνον δε τον άπιστον ούτε μικρόν λόγον δεν είπεν. Όθεν, όταν κατέβαινον από το όρος, πάλιν εκείνος κατηγόρει τον δίκαιον, ότι όλα αυτά τα έκαμνε χάριν επιδείξεως και όχι από την αρετήν του. Όταν δε επλησίασαν εις την Χαλκηδόνα, ιδού έφθασεν ο δούλος του απίστου εκείνου και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς του εφανέρωσεν ότι η θυγάτηρ του εδαιμονίσθη. Τότε εκείνος, ως να ήτο αλιεύς, ο οποίος εδέχθη εξαφνικόν κτύπημα, ήλθεν αμέσως εις τον νουν του και με μεγάλην φωνήν ανέκραξεν· «Αλλοίμονον εις εμέ τον άπιστον»! Τότε είπε προς αυτόν ο θεοφιλής εκείνος άνθρωπος την φράσιν που αναφέρει και το Ιερόν Ευαγγέλιον· «Μη φοβείσαι, μόνον πίστευε και η θυγάτηρ σου θα σωθή». Ευθύς λοιπόν επορεύθησαν εις την πόλιν και αφού παρέλαβον την κόρην δεδεμένην με σχοινία, ανέβησαν πάλιν εις το όρος προς τον Όσιον, ο οποίος μόλις είδε την κόρην να βασανίζεται σκληρώς υπό του δαίμονος είπεν· «Δια τρεις ή εξ οβολούς πάσχει αυτά η κόρη»; Δια ποίον λόγον είπεν αυτά ο Όσιος; Δια να δείξη εις τον πατέρα της κόρης, ότι εκείνα τα οποία είπεν ούτος εναντίον του Οσίου ένεκα της απιστίας του, απεκαλύφθησαν καθαρά εις αυτόν υπό του Αγίου Πνεύματος. Όταν δε ο άπιστος αυτός εζήτησε με θερμά δάκρυα συγχώρησιν, ο μακάριος Αυξέντιος όχι μόνον συγχώρησιν του έδωσεν, αλλά και το πολύ μεγαλύτερον έκαμεν· ηλευθέρωσεν από το πονηρόν πνεύμα την θυγατέρα του και απέστειλε και τους δύο εις τον οίκον των χαίροντας, αφού συνεβούλευσεν αυτούς να μη δεικνύουν απιστίαν εις τα σημεία και τέρατα, τα οποία εκτελεί καθημερινώς ο Θεός δια των δούλων αυτού. Αλλά ποία θάλασσα δύναται να δεχθή το πλήθος των θαυμάτων, τα οποία έκτοτε επετέλεσεν ο Όσιος; Διότι δεν υπήρχε κανείς, ο οποίος ενοχλούμενος από πάθος τι ή από κάποιαν ασθένειαν ή από πονηρόν πνεύμα, και ο οποίος, ερχόμενος προς τον Όσιον, δεν απηλλάσσετο αμέσως από ό,τι και αν υπέφερε. Διότι λεπροί, χριώμενοι υπ’ εκείνου μόνον με έλαιον και λαμβάνοντες ευχήν, τελείως εκαθαρίζοντο. Οι παράλυτοι κατά το σώμα συνεσφίγγοντο ταχύτερον από τους λόγους του Οσίου. Τους δε δαιμονιζομένους, όσοι ηλευθερώθησαν από τα πονηρά πνεύματα, δεν είναι δυνατόν ουδέ ατελώς να αναφέρωμεν. Και δια να είπωμεν εν συντομία, δεν υπάρχει πόλις ή χώρα ούτε λιμήν τις εκ των πλησίον ή μακράν ευρισκομένων, εις τον οποίον να μη έγιναν γνωστά τα θαύματα του μακαρίου Αυξεντίου ή μάλλον δεν υπήρξε περίπτωσις, κατά την οποίαν να μη έλαβον την θεραπείαν οι κάτοικοι αυτών οι δεινώς πάσχοντες εκ δαιμόνων ή οι πάσχοντες από οιανδήποτε άλλην σωματικήν νόσον, επικαλεσθέντες τον Άγιον. Αλλά δίκαιον είναι να αναφέρωμεν ενταύθα συντόμως και τους αγώνας και τους κόπους αυτού υπέρ της ευσεβούς πίστεως. Αφού ο φιλόχριστος βασιλεύς Θεοδόσιος απέθανε και διεδέχθη τούτον εις την βασιλείαν ο ευσεβής Μαρκιανός, δια διαταγών αυτού και θείων θεσπισμάτων συνεκροτήθη η εν Χαλκηδόνι Σύνοδος των θείων Πατέρων κατά της αιρέσεως των Νεστορίου και Ευτυχούς, της ρυπαράς και μισοχρίστου δυάδος. Όταν λοιπόν όλοι συνήλθον επί το αυτό, και ο βασιλεύς και ο χορός των θείων Αρχιερέων τότε παρήγγειλαν να συνέλθη μετ’ αυτών και ο μακάριος Αυξέντιος δια την υπέρ της ευσεβείας συζήτησιν και την ακριβή κατανόησιν των ορθών δογμάτων. Εκείνος δε, από την υπερβολικήν μετριοφροσύνην του, απήντησε προς την Σύνοδον ότι δεν είναι έργον των Μοναχών να διδάσκουν αλλά μάλλον να διδάσκωνται, η δε διδασκαλία είναι έργον των Αρχιερέων. Πέμψας όμως ο βασιλεύς απεσταλμένους παρήγγειλε να τον φέρουν έστω και δια της βίας εις την Σύνοδον, εάν δεν θέλη να έλθη μόνος του. Οι δε απεσταλμένοι, επειδή ο Όσιος δεν υπήκουεν εις αυτούς δια την μετριοφροσύνην του, όπως είπομεν, και διότι απέφευγε την δόξαν των ανθρώπων, ήρχισαν να σκέπτωνται μήπως ο μακάριος Αυξέντιος δεν εφρόνει ορθώς περί την ορθήν πίστιν και προσεπάθουν δια της βίας να καταβιβάσουν τούτον από τον κλωβόν του. Τίποτε όμως δε κατώρθωνον, αν και εκάλεσαν τεχνίτας δια να κρημνίσουν τον κλωβόν. Τότε ο Μέγας Αυξέντιος είπε προς τους απεσταλμένους· «Εάν δεν επινεύση ο Θεός άνωθεν, δεν πρόκειται να ανοιχθή ο κλωβός». Γνωρίσας λοιπόν ότι και ο βασιλεύς και οι απεσταλμένοι εβιάζοντο δια την ευσέβειαν και ότι η εν Χαλκηδόνι Σύνοδος είχε συγκροτηθή κατά Νεστορίου και Ευτυχούς, των προδρόμων του Αντιχρίστου, διέταξε τους τεχνίτας να αφαιρέσουν τας σανίδας από την θυρίδα του κλωβού και αφού με τον τρόπον αυτόν ευκόλως ήνοιξαν, τον εβοήθησαν να εξέλθη και τον επεβίβασαν εις μίαν άμαξαν, επειδή δεν ηδύνατο να αναβή εις υποζύγιον. Διότι όλον το σώμα είχε καταπεπονημένον από την άσκησιν και την εγκράτειαν και προ παντός τους πόδας του από την αδιάκοπον στάσιν, από τους οποίους έπιπτον σκώληκες μαζί με αίματα. Αλλ’ ούτε και τα βόδια, τα οποία έσυρον την άμαξαν, εις την οποίαν επέβαινεν ο μακάριος, ημπορούσαν να βαδίζουν, αν και τα εκτυπούσαν και τα εμαστίγωναν με δύναμιν, εάν εκείνος δεν ήτο σύμφωνος εις τούτο. Τα δε τεράστια τα οποία έκαμε κατά την οδοιπορίαν εκείνην ο Μέγας Αυξέντιος ποία γλώσσα είναι ικανή να διηγηθή, από τα οποία τα περισσότερα εγίνοντο κατά παράδοξον τρόπον κατά δαιμόνων, εις άνδρας σκληρώς βασανιζομένους υπ’ αυτών, γυναίκας και βρέφη και άλογα ζώα; Όταν δε έφθασαν εις το Μοναστήριον του Αγίου Υπατίου, το οποίον ευρίσκετο πλησίον των Ρουφινιανών, το οποίον παρεχωρήθη εις αυτόν δια να ησυχάση εκεί μέχρις ότου αναφέρουν περί τούτου εις τον βασιλέα, έμεινεν ο Μέγας Αυξέντιος εκεί, όπου ο Ηγούμενος και οι Μοναχοί τον υπεδέχθησαν με μεγάλην χαράν. Πριν όμως ο Όσιος φθάση εκεί, όταν ευρίσκετο εις το Μαρτύριον του Αγίου Θαλαλαίου, το οποίον ήτο κτισμένον πλησίον της οδού, οι πτωχοί, οι οποίοι ετρέφοντο παρ’ αυτού εις το όρος της Οξείας, τον ηκολούθουν κλαίοντες και οδυρόμενοι και παρακαλούντες τον τροφέα των να επιστρέψη οπίσω. Τότε εκείνος είπε προς αυτούς· «Επιστρέψατε, τέκνα μου, εις το όρος· διότι αν και σωματικώς απεμακρύθην απ’ εκεί, αλλά νοερώς θα είμαι πάντοτε μαζί σας και θα σας θρέψη ο φιλάνθρωπος Κύριος, όπως εκείνος γνωρίζει». Εκείνοι δε, πιστεύσαντες εις τους λόγους του, επέστρεψαν πάλιν εις το όρος, εχορήγει δε πράγματι εις αυτούς ο φιλάνθρωπος Κύριος πάντα τα προς τροφήν αναγκαία, παρακινών δια του Οσίου πολλούς θεοφιλείς ανθρώπους δια την φροντίδα και την πρόνοιαν αυτών. Μετά ταύτα, πέμψας ο ευσεβής βασιλεύς Μαρκιανός πλοίον εις τας Ρουφινιανάς, εκάλεσε τον μακάριον και λέγει προς αυτόν, αφού τον εχαιρέτισε φιλοφρόνως και τον ησπάσθη· «Όλοι γνωρίζομεν ότι είσαι αληθής δούλος του Θεού, τίμιε Πάτερ· δια τούτο είναι ανάγκη και συ να συμφωνήσης και να συγκατατεθής εις όσα απεφάσισεν η εν Χαλκηδόνι Αγία Σύνοδος των θείων Πατέρων». Εκείνος τότε είπε προς αυτόν· «Και ποίος είμαι εγώ, βασιλεύς, ώστε να συγκαταλέγωμαι με Αγίους Πατέρας, εγώ ο οποίος έχω μάλλον ανάγκην από την διδασκαλίαν και την εξ άλλων ωφέλειαν; Πλην, εάν η εν Χαλκηδόνι Σύνοδος δεν επεχείρησε να πράξη τι, το οποίον να ανατρέπη το Σύμβολον των εν Νικαία συνελθόντων Πατέρων, αλλά ανεκήρυξε τελείαν την οικονομίαν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και εδογμάτισεν όπως η Άχραντος αυτού Μήτηρ ονομάζεται Θεοτόκος, καθήλε δε και τους δυσσεβείς Ευτυχή και Νεστόριον, τότε αποδέχομαι και συμφωνώ μετ’ αυτής, ευχαριστών τον Θεόν και την ευσέβειαν». Μόλις ήκουσεν αυτά ο βασιλεύς επλημμύρισεν από ανέκφραστον χαράν και ησπάσθη την τιμίαν κεφαλήν του Οσίου και με τιμητικήν συνοδείαν τον έστειλεν εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, ειδοποιήσας τον Πατριάρχην να αναγνωσθούν και εις τον Όσιον όσα απεφάσισε και ενέκρινεν η Αγία Σύνοδος. Αφού λοιπόν ήκουσε ταύτα με προσοχήν ο μακάριος και όλα ως ευσεβή τα επήνεσε και τα απεδέχθη, επέστρεψε πάλιν εις τας Ρουφινιανάς, και από εκεί ανέβη όχι εις το προηγούμενον όρος, αλλ’ εις άλλο πολύ τραχύτερον και υψηλότερον, Σκόπα καλούμενον, εις το οποίον και διέμενεν, αφού οι αδελφοί του έκαμαν πάλιν κλωβόν από ξύλα και άφησαν μικράν θυρίδα δια να συνομιλή με εκείνους, οι οποίοι ήρχοντο προς αυτόν, όπως εγίνετο και πρωτύτερα. Εκείνο όμως το οποίον ολίγον έλειψε να λησμονήσω είναι ότι ο Όσιος ήτο τοσούτον αιδέσιμος εις όλους δια το μέγεθος της αρετής του, ώστε και ο ίδιος ο βασιλεύς και οι θείοι εκείνοι Πατέρες αμφέβαλλον περί των καλώς ορισθέντων και αποφασισθέντων υπ’ αυτών, μέχρις ότου ο Όσιος απεδέχθη αυτά ως σύμφωνα με την ευσέβειαν και έδωσε την συγκατάθεσιν αυτού ως σφραγίδα επ’ αυτών. Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις την συνέχειαν της διηγήσεώς μας, από την οποίαν απεμακρύνθημεν. Μίαν νύκτα, ενώ προσηύχετο ο μακάριος, πλήθη δαιμόνων ελθόντα προσεπάθουν με κάθε τρόπον να τον κάμουν να διακόψη την προσευχήν του. Επειδή δε ουδέν επετύγχανον, τον επλήγωσαν τόσον πολύ, ώστε έμεινε σχεδόν άφωνος. Διότι εφοβούντο οι μισόκαλοι τας προσευχάς του Οσίου ως βέλη εις τας χείρας δυνατού πολεμιστού. Αλλ’ ο μακάριος Αυξέντιος, σημειώσας εναντίον αυτών το σημείον του Τιμίου Σταυρού, τους έκαμε να εξαφανισθώσιν. Όπως λοιπόν είχε συνήθειαν ο Όσιος, εκείνους οι οποίοι ήρχοντο προς αυτόν πρωϊ – πρωϊ τους απέλυε μετά την τρίτην ώραν. Και εκείνους, οι οποίοι ήρχοντο κατόπιν, μετά την έκτην. Διότι πολλοί ανέβαινον προς αυτόν και εκ των Ρουφινιανών και από άλλα μέρη προς ωφέλειαν ψυχής και σώματος, τους οποίους εδίδαξε να ψάλλουν και μερικάς ωδάς κατανυκτικάς, αι οποίαι μετά του ωφελίμου είχον πολύ το απλούν και απερίεργον. Μετά δε την εκτέλεσιν των ωδών ο μακάριος ήρχιζε την ψυχωφελή και σωτηριώδη διδασκαλίαν του, την οποίαν παρέτεινε σχεδόν μέχρι της εσπέρας, συμβουλεύων τους πάντας να οικονομούν καλώς τον βίον των και ποτέ να μη δεικνύουν ραθυμίαν εις την εκτέλεσιν καλών έργων, ούτε πάλιν, αφού πράξουν κάτι αγαθόν, να επιστρέφουν εις τον παλαιόν τρόπον ζωής, ούτε να επιστρέφουν όπως οι σκύλοι εις τον εμετόν των, αλλά μέχρι τέλους να επιμένουν εις την εργασίαν του αγαθού. «Διότι ο λογικός και ο φρόνιμος, έλεγε, δεν επιτρέπει μόνον εις τους σωματικούς οφθαλμούς να εξετάζουν τα ορώμενα, αλλά και με τους οφθαλμούς της ψυχής παρακολουθεί τα αόρατα. Και εις τα μεν αόρατα προσέχει πάντοτε, επειδή είναι σταθερά και μόνιμα, από δε τα ορατά, επειδή μεταβάλλονται και φεύγουν, απομακρύνεται, χωρίς να παθαίνη κανέν κακόν με το να είναι συνδεδεμένος με το φθαρτόν τούτο σώμα, όταν πολιτεύεται πάντοτε επαξίως προς τα αιώνια αγαθά». Ταύτα και ακόμη περισσότερα διδάσκοντος του Οσίου τους ερχομένους προς αυτόν, ήτο δυνατόν να ίδη κανείς άνδρας και γυναίκας να μεταβάλλουν τον τρόπον της ζωής των προς το καλύτερον και να απαρνούνται τελείως τας ηδονάς του σώματος. Μετά δε τους διδακτικούς τούτους λόγους, οι οποίοι απετέλουν τροφήν της ψυχής, απέστελλεν αυτούς εν ειρήνη εις τους οίκους των, μερικοί δε εξ αυτών παρέμενον εφεξής πλησίον του Μεγάλου Αυξεντίου, αρκούμενοι εις την τροφήν την οποίαν έδιδεν εις αυτούς. Διότι πολλοί εκ των πλουσίων έστελλον προς αυτόν εις το όρος τροφάς και παντός είδους δώρα και άλλα φιλεύματα. Εκείνος όμως μόνον έλαιον και κηρούς, εάν έφερε κανείς, εδέχετο, τα δε λοιπά τα εμοίραζεν εις τους πτωχούς, οι οποίοι συνεκεντρούντο πλησίον του. μερικούς δε οι οποίοι παρεκάλουν να κουρευθούν υπ’ αυτού και να λάβουν το μοναχικόν σχήμα δεν τους εδέχετο, αλλ’ αφού έδιδεν εις ένα έκαστον τρίχινον ή δερμάτινον στιχάριον, με τα οποία ήτο και εκείνος ενδεδυμένος, του έλεγεν· «Πήγαινε, αδελφέ, όπου σε οδηγήση ο Κύριος». Εις εξ αυτών, ονόματι Βασίλειος, αφού έλαβεν από τον Μέγαν Αυξέντιον ένα δερμάτινον επανωφόριον και το εφόρεσεν, αφού διέτρεξεν είκοσι μίλια δια να έλθη από τον οίκον του, κατώκησεν εις το ίδιον εκείνο όρος. Εναντίον λοιπόν αυτού επιτεθέντα τα πονηρά πνεύματα, τόσας πολλάς πληγάς του έδωσαν, ώστε τον άφησαν άφωνον. Μερικοί δε βοσκοί, οι οποίοι ήρχοντο καθ’ εκάστην προς αυτόν, ελθόντες και τότε εις την κέλλαν του Βασιλείου και σκύψαντες εις την θύραν, δεν ήκουσαν τον Βασίλειον να αποκριθή από μέσα. Ανοίξαντες λοιπόν την θύραν δια της βίας εισήλθον εντός και τον βλέπουν άφωνον, ολίγον αναπνέοντα και το σώμα του ολόκληρον ως μίαν πληγήν. Αμέσως λοιπόν, αφού τον ετοποθέτησαν εις μίαν άμαξαν, τον έφεραν προς τον Μέγαν Αυξέντιον, ο οποίος, ευθύς ως τον είδεν εις αυτήν την κατάστασιν, τον εφώναξεν εξ ονόματος· «Αδελφέ Βασίλειε»! Επειδή όμως εκείνος δεν απήντησεν, ωσάν να μη ήκουσεν, αν και ο Όσιος του εφώναξε δύο φοράς, τον εκάλεσε πάλιν με ισχυροτέραν φωνήν· «Αδελφέ Βασίλειε»! Αμέσως τότε εκείνος ανεσηκώθη και εκάθησεν, οπότε ο μακάριος του λέγει· «Σήκω, αδελφέ, διότι σου εδόθη άνωθεν εξουσία κατά των πονηρών πνευμάτων». Αφού λοιπόν εσηκώθη ο θαυμαστός Βασίλειος και ο Αυξέντιος τον εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, τον διέταξε να επιστρέψη εις το ασκητήριόν του, εις το οποίον επανελθών και γενναίως αγωνισθείς επί τρία έτη εγκατέλειψε τον πρόσκαιρον τούτον βίον. Ο θείος Αυξέντιος μαζί με τας ψυχωφελείς συμβουλάς του παρήγγελλε προς εκείνους, οι οποίοι ήρχοντο προς αυτόν, και τούτο: να μη τιμούν και σέβωνται εξ όλων των ημερών της εβδομάδος μόνον την Κυριακήν δια την Ανάστασιν του Κυρίου, αλλά και την Παρασκευήν, δια το ζωηφόρον Πάθος αυτού. Έκαστον δε Σάββατον ητοίμαζε και ετέλει μαζί με όλους τους παρευρισκομένους ολονύκτιον υμνωδίαν. Και κάποτε, κατά ένα Σάββατον, ανοίξας ο μακάριος την θύραν του κλωβού του, είπε προς τους παρόντας· «Αδελφοί και τέκνα, ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Συμεών (περί του Στυλίτου), ο στύλος της Εκκλησίας, αυτήν την στιγμήν εξεδήμησε προς Κύριον και η θεία ψυχή του δεν απηξίωσε να δώση εις εμέ τον ανάξιον τον τελευταίον της ασπασμόν». Ακούσαντες τους λόγους τούτους του Οσίου οι παρευρισκόμενοι εσημείωσαν την ημέραν και μετ’ ολίγον έγινε γνωστή εις όλους η εκ του βίου τούτου εκδημία του θαυμαστού Συμεών, γενομένη κατ’ εκείνην την ημέραν που είπεν εις αυτούς ο μακάριος Αυξέντιος. Η Χάρις όμως των θαυμάτων και των ιάσεων ουδέποτε τον εγκατέλειψε. Και δεν ήτο δυνατόν να γίνη διαφορετικά δι’ αυτόν, ο οποίος και προ της ασκήσεως, όταν ακόμη έζη εις την βασιλίδα των πόλεων, δηλαδή την Κωνσταντινούπολιν, ετέλεσεν αρκετά μεγάλα και παράδοξα θαύματα, τα οποία και μέχρι τέλους της ζωής του δεν έπαυε να τελή, αν και αποσιωπώμεν ταύτα δια να μη μακρηγορώμεν. Δι’ αυτό θα αναφέρωμεν ακόμη όσα μόνον έγιναν περί το τέλος της ζωής του μακαρίου Αυξεντίου, ίνα γνωρίσουν ταύτα οι φιλάρετοι, διότι πράγματι είναι μεγάλα και άξια να τα ενθυμούμεθα. Γυνή τις το όνομα Στεφανία, η οποία εχρημάτισεν ακόλουθος της ευσεβούς βασιλίσσης Πουλχερίας, αναβαίνουσα συχνάκις προς το όρος, ελάμβανε τας ευχάς του Οσίου. Αύτη, πληγωθείσα εις την ψυχήν από τον θείον έρωτα, παρεκάλει τον Όσιον να την ενδύση με τας χείρας του το μοναδικόν σχήμα. Επειδή δε ο Όσιος διαρκώς ανέβαλλε το ζήτημά της και έλεγεν ότι είναι δυνατόν να ζη αύτη εις τον κόσμον και δι’ αρίστης διαγωγής να ευαρεστήση εις τον Θεόν, εκείνη τον ηνώχλει περισσότερον, θέλουσα να πραγματοποιήση τον σκοπόν της. Συγκατατίθεται λοιπόν ο Όσιος και επέτρεψεν εις την γυναίκα να διαμείνη εις ένα επίπεδον τόπον ευρισκόμενον εις τους πρόποδας του όρους και εκεί να αφοσιωθή εις την μελέτην των θείων Γραφών. Μετά από αυτήν άλλη γυνή, Κοσμία κατά το όνομα αλλά και κατά τον βίον, έχουσα νόμιμον σύζυγον, έρχεται προς τον μέγαν Αυξέντιον και τον παρεκάλει να διαμείνη και αυτή μαζί με την Στεφανίαν. Έδωσε δε εις αυτάς ο μακάριος πράγματι ασκητικόν σχήμα, ετοιμάσας τριχίνους χιτώνας και μεγάλα ωμοφόρια, τα οποία εφόρεσαν, ώστε και από μόνον το σχήμα να τας σέβωνται οι βλέποντες αυτάς, διότι μέχρι τότε δεν είχεν εμφανισθή εις τα μέρη εκείνα σχήμα παρόμοιον. Έκτοτε λοιπόν και άλλαι γυναίκες προσήρχοντο, άλλαι μεν οδηγούμεναι προς τον Όσιον υπό ευγενών γονέων δια να διαφυλάξουν την παρθενίαν των, άλλαι δε φεύγουσαι από τους οίκους της αμαρτίας και απαρνούμεναι τον διάβολον και με θερμήν μετάνοιαν συντασσόμεναι με τον Χριστόν, ώστε εις ολίγον καιρόν να συναχθούν υπέρ τας εβδομήκοντα. Ηναγκάσθη λοιπόν εκ τούτου ο θείος Αυξέντιος να οικοδομήση Εκκλησίαν προς χάριν αυτών και να κτίση τα κατάλληλα κελλία δια την άσκησίν των. Εκάστη δε Κυριακήν και Παρασκευήν, αφού έστελλε και προσεκάλει τας Οσίας γυναίκας, τας συνεβούλευε και παρεκίνει να λησμονήσουν τελείως τα τερπνά του βίου, διότι τα εξ επαγγελίας του Θεού προωρισμένα δι’ ημάς αγαθά είναι πολύ τερπνότερα, και να μη γίνωνται δούλαι των σαρκικών ηδονών, λέγων προς αυτάς· «Αντί του φυσικού γάμου, με τον οποίον είναι συνδεδεμένη και η χηρεία, σεις επροτιμήσατε γάμον μυστικόν και μάλιστα απηλλαγμένον της χηρείας, αντί δε φθαρτού νυμφίου έχετε ενωθή με τον αθάνατον Νυμφίον Χριστόν, ο οποίος ξεπερνά εις το κάλλος, κατά τον θείον Δαβίδ, πάντας τους υιούς των ανθρώπων, όστις εις εκείνας, αι οποίαι θα μνηστευθούν με Αυτόν, εις όσας μεν ποθούν την αφθορίαν δίδει χαράν ανεκλάλητον, εις εκείνας δε αι οποίαι θα λιποτακτήσουν δίδει κόλασιν αιώνιον». Έλεγε πάλιν προς αυτάς ο Όσιος· «Προσέξατε λοιπόν μήπως κάποιος αρπάση την παρθενίαν σας και σας χωρίση από τον άφθαρτον Νυμφίον Χριστόν. Διότι το αμάρτημα τούτο είναι φοβερόν και βαρύτατον δι’ εκείνους που το διαπράττουν. Διότι δεν είναι εξ ίσου βαρύ έγκλημα το να σχίσης το ένδυμα ενός πτωχού και την πορφύραν ενός βασιλέως, ούτε πάλιν να ατιμάσης την εικόνα ενός βασιλέως και ενός κοινού ανθρώπου. Εικόνες δε του Θεού είναι αι παρθένοι, αι οποίαι έχουν εζωγραφισμένον Αυτόν εις τας καρδίας των. Δια τούτο η φθαρείσα παρθένος είναι πολύ περισσότερον αξιοκατάκριτος από εκείνους, οι οποίοι διαρκώς πορνεύονται, διότι το αμάρτημά των δεν είναι το ίδιον. Εάν δε απασχολή την σκέψιν σας ο νόμιμος γάμος και σας φαίνεται αξιοζήλευτος, ενθυμηθήτε τας συμφοράς, αι οποίαι τον ακολουθούν, και την εναντίον της Εύας απόφασιν του Θεού, πράγματα από τα οποία μόνον σεις είσθε ελεύθεραι, ως άγαμοι, και φροντίζετε μόνον δι’ ό,τι είναι αρεστόν εις τον Κύριον, κατά τον θείον Απόστολον. Προσέχετε λοιπόν τον εαυτόν σας εις το επάγγελμα, εις το οποίον εκλήθητε, ώστε να παρασταθήτε παρθένοι αγναί εις τον Χριστόν, ίνα δια της Χάριτος αυτού απολαύσετε και τα αιώνια αγαθά». Αυτά και τα παρόμοια με αυτά συνεβούλευεν ο θαυμαστός Αυξέντιος κατά τας δύο ημέρας της εβδομάδος, τας οποίας είπομεν, τας πνευματικάς θυγατέρας αυτού, τας οποίας εν Χριστώ δια του Ευαγγελίου εγέννησε, και ωδήγει αυτάς εις αύξησιν της πνευματικής ηλικίας, άλλοτε μεν ανερχομένας προς αυτόν εις το όρος, άλλοτε δε πάλιν κατερχόμενος ο ίδιος εις το ασκητήριόν των. Διότι ποτέ δεν τον είδε κανείς να καμφθή από οκνηρίαν ή ραθυμίαν, καίτι είχε φθάσει εις βαθύ γήρας, αλλά πάντοτε εφαίνετο ως νέος και δυνατός από την προθυμίαν του. Επειδή όμως και ο Όσιος ως άνθρωπος έμελλε κάποτε να αποθάνη, περιέπεσεν εις βραχείαν ασθένειαν, όλον δε τον χρόνον της ασθενείας του κατηνάλωσεν εις ευχαριστίας προς τον Θεόν και εις συμβουλάς προς τους άνδρας και τας γυναίκας, οι οποίοι απετέλουν το πνευματικόν ποίμνιόν του. Εγκαταλείψας κατόπιν τον επίκηρον τούτον βίον μετέβη προς την άφθαρτον και αιωνίαν ζωήν, επί της βασιλείας του ευσεβούς και φιλοχρίστου βασιλέως Λέοντος του μεγάλου κατά την ιδ΄ (14ην) Φεβρουαρίου. Το δε τίμιον του Αγίου σώμα, το πραγματικώς τίμιον, εγένετο αντικείμενον φιλονικίας μεταξύ πολλών. Διότι οι μεν ασκούμενοι εις το Μοναστήριον του Αγίου Υπατίου εις τας Ρουφινιανάς, εις το οποίον διέμεινεν επ’ ολίγον χρόνον, όταν προσεκλήθη υπό του βασιλέως και της εν Χαλκηδόνι συνελθούσης Αγίας Συνόδου, ως είπομεν ανωτέρω, έσπευσαν να θεωρήσουν ιδικόν των τον θησαυρόν. Άλλοι δε ήθελον να κατατεθή το άγιον αυτού λείψανον εις τον Ναόν του Αγίου Ζαχαρίου, ο οποίος ευρίσκετο εις κάποιο κτήμα, ευρισκόμενον εκεί πλησίον, καλούμενον Θέατρον. Αλλ’ ο πόθος των γυναικών, τας οποίας ο μακάριος Αυξέντιος έπεισε να ασκούνται εις τους πρόποδας του όρους και τας οποίας εστόλισε με τα τρίχινα ράσα, εδείχθη κατά πολύ ισχυρότερος όλων. Αύται δηλαδή, συγκεντρωθείσαι εξ όλων των μερών, με θερμά δάκρυα παρεκάλουν τους δια την ταφήν του Οσίου συγκεντρωθέντας Μοναχούς και Κληρικούς να μη στερήσουν αυτάς του θείου εκείνου λειψάνου. Κατετέθη λοιπόν το ιερόν του Αγίου λείψανον εις τον εκεί ιδρυμένον υπό του ιδίου Ναόν, ο οποίος είχε καθιερωθή εις ευκτήριον οίκον προς χάριν των μακαρίων εκείνων Μοναχών, όπου κατατεθείς ο νεκρός του μακαρίου Αυξεντίου μέχρι σήμερον αναβλύζει πηγάς ιαμάτων εις τους μετά πίστεως προσερχομένους, θεραπεύων παντοειδείς νόσους, δαίμονας εκδιώκων και έτοιμος ιατρός παντός νοσήματος υπάρχων, αποδεικνύων εις άπαντας ότι ο Αυξέντιος ζη ακόμη εν Θεώ και δια της Χάριτος αυτού ενεργεί ιάματα, ο θερμός και γνήσιος θεράπων αυτού, ο οποίος είθε δια των παρακλήσεων αυτού να παράσχη εις τον ευσεβή βασιλέα παν αυτού θέλημα, τον άνω μακαρισμόν και δόξαν αιώνιον, συγχώρησιν των αμαρτημάτων και απαλλαγήν απ’ αυτών, ζωήν αγήρω και απόλαυσιν της θείας τρυφής, την οποίαν ητοίμασεν ο Δεσπότης των όλων δια τους Αγίους αυτού, οι οποίοι εστόλισαν τας ψυχάς των ως λαμπάδας, εχούσας όλας τας αρετάς ως ένδυμα γάμου αντάξιον του εν ουρανοίς γάμου. Εις τον οποίον είθε να προσκληθώμεν και πάντες ημείς, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ο αοίδιμος ούτος ηξιώθη παρά Θεού και της των θαυμάτων ενεργείας και Χάριτος, ήτο δε κατά την θεωρίαν του προσώπου κατηγλαϊσμένος και υπό της φύσεως και υπό της Χάριτος· όθεν, δι’ όλα αυτά τα προτερήματά του, ήτο σεβαστός και παρ’ αυτών των βασιλέων και ηξιούτο πολλής τιμής. Ακούσατε όμως τον κατά πλάτος Βίον αυτού, τον οποίον δια πρώτην φοράν παραθέτομεν ενταύθα μεταφρασμένον εις την απλήν Ελληνικήν χάριν της των πολλών ωφελείας. Θεοδόσιος Β΄ ο λεγόμενος Μικρός ευρίσκετο εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως από τριάκοντα πέντε ήδη ετών, και κατά την ιδίαν εποχήν ο Μέγας Αυξέντιος διέλαμπεν από το φως της ευσεβείας και ελαμπρύνετο από πάσαν σεμνότητα του αληθούς χριστιανικού βίου. Τόπος της καταγωγής του, όπως και του μακαρίου Ιώβ, ήτο η Ανατολή. Ήτο δε ισχυρός κατά την δύναμιν του σώματος, ευπρεπής κατά το ήθος, επιεικής προς τους άλλους και συγκαταβατικός, αφωσιωμένος πάντοτε εις την νηστείαν και εις τας προς τον Θεόν προσευχάς και δεήσεις. Δι’ αυτών εκαθάριζε την ψυχήν και το σώμα, και εις μεν την ψυχήν παρεχώρει τα πρωτεία και την κυριαρχίαν επί του σώματος, το δε σώμα ηνάγκαζε να υπηρετή την ψυχήν και να υποτάσσεται εις τα θελήματα εκείνης. Δι’ αυτού του τρόπου απένεμεν εις αμφότερα, την ψυχήν δηλαδή και το σώμα, τα ωφέλιμα και σωτήρια, υποτάσσων εις τον ηγεμόνα νουν τας αισθήσεις. Διαπρέπων λοιπόν εις τους πνευματικούς αυτούς αγώνας ο Μέγας Αυξέντιος, καίτοι ακόμη διαμένων εις την βασιλεύουσαν των πόλεων, ήτοι την Κωνσταντινούπολιν, δεν παρέλειπεν εν τούτοις να συναναστρέφηται τους περιβοήτους δια την αρετήν και την άσκησίν των Πατέρας της εποχής του, και εξετέλει μεν όσα ήρμοζον δια την υπακοήν προς τον επίγειον βασιλέα, τον οποίον υπηρέτει, δεν παρέλειπεν όμως και όσα θα τον έφερον πλησιέστερον προς τον Χριστόν τον πάντων Βασιλέα. Ένεκα τούτου λοιπόν συνανεστρέφετο και άλλους φιλαρέτους άνδρας, τους Μαρκιανόν, Άνθιμον και Σίτταν, άνδρας κατά πάντα θεοφιλείς και χρηστούς, αλλά και προς τινα Μοναχόν, Ιωάννην καλούμενον, συνεχώς μετέβαινεν, τον οποίον η αρετή του εκήρυττε μέγαν προς όλους, όστις κατ’ ακείνον τον καιρόν διέμενεν επί τινος στύλου ευρισκομένου παρά το Έβδομον. Παρά τούτου εξεπαιδεύθη εις τον φιλάρετον βίον ο Όσιος, όστις και προ τούτου, ίνα εκτελή πάσας τας εντολάς του Θεού, τον περισσότερον χρόνον διέμενεν εις το πλησίον της θαλάσσης Ναόν της Αγίας Ειρήνης, μετά των εναρέτων ανδρών, τους οποίους ήδη ανεφέραμεν, επιδιδόμενος εις προσευχάς και ολονυκτίους δεήσεις και τηρών πιστώς τας νηστείας και πάσαν άλλην εγκράτειαν, έχων όμως και πάντοτε εις τους οφθαλμούς τα δάκρυα από την πολλήν του κατάνυξιν. Κατά μίαν λοιπόν από τας ολονυκτίους δεήσεις του, καταληφθείς από ακράτητον δίψαν, εζήτησεν από ένα των υπηρετών του Ναού ολίγον εύκρατον δια να πίη. Ο δε υπηρέτης, απελθών προς τον οικονόμον του Ναού, όστις εφρόντιζε δι’ αυτό, και λαβών την άδειαν να αναμίξη ολίγον οίνον με θερμόν ύδωρ, τον φέρει εις τον Μέγαν Αυξέντιον. Εκείνος δε, αφού έπιεν ολίγον και παρηγόρησε μετρίως την δίψαν, η οποία τον εβασάνιζεν, έδωσε το υπόλοιπον εις τον φίλον του Μαρκιανόν, ο οποίος το εζήτησεν. Εκείνος δε, αφού το έλαβε και το επλησίασεν εις το στόμα του και αντελήφθη, ότι εκείνο το οποίον έπινεν ήτο οίνος, κατελήφθη από αγανάκτησιν, διότι, παρά την συνήθειάν του, έπιεν οίνον. Τότε ο θείος Αυξέντιος του λέγει· «Μη αγανακτής δια τας δωρεάς του Θεού· ημείς μεν βεβαίως εζητήσαμεν ύδωρ, ο δε Θεός μας έστειλεν οίνον προς πόσιν· δια τούτο δικαιότερον είναι να τον ευχαριστήσωμεν, παρά να αγανακτήσωμεν». Δια του τρόπου τούτου ο μεν Μαρκιανός, χωρίς να το αντιληφθή, περιέπεσεν ουχί ορθώς εις επίδειξιν της εγκρατείας, την οποίαν ετήρει, ο δε Αυξέντιος καλώς κατεπάτησε την εξ ανθρώπων προερχομένην δόξαν. Άλλοτε πάλιν, κατά μίαν των συνάξεων, προσήλθε κάποιος προς τον μακάριον Αυξέντιον και εζήτει ιμάτιον δια να ενδυθή, διότι ήτο γυμνός. Τούτο δε το έκαμεν όχι από ανέχειαν, αλλά μάλλον από απληστίαν, διότι, ενώ είχε, προσεποιείτο τον μη έχοντα. Τότε εκείνος του είπεν· «Αδελφέ, εάν μου δώση ο Θεός, θα σου δώσω και εγώ, διότι εκτός από αυτό που φορώ, δεν έχω τίποτε άλλο». Αυτά δε είπε, διότι συνήθιζε να μοιράζη εις τους πτωχούς ό,τι και αν είχε, μένων ο ίδιος με ένα μόνον ένδυμα πάντοτε. Επειδή όμως ο άνθρωπος εκείνος εξηκολούθησε να ζητή επιμόνως ένδυμα, ο ευλογημένος Αυξέντιος, αφού έβγαλε εκείνο το οποίον εφόρει, το έδωσε εις αυτόν. Μετ’ ολίγον, ελθών μετά των φίλων του προς τον θείον Ιωάννην εις το Έβδομον, όπως συνήθιζε, βλέπει εκεί πλησίον εκείνον ο οποίος επήρε το ιμάτιόν του, στενοχωρημένον και δακρυσμένον. Αφού λοιπόν έγινεν η συνήθης ευχή, λέγει προς αυτούς ο μακάριος Ιωάννης· «Καταρασθήτε, αδελφοί, εκείνον ο οποίος έκλεψε του πτωχού αυτού ανθρώπου τα ρούχα και τον άφησε γυμνόν». Ο δε θείος Αυξέντιος απήντησε χαριέντως· «Μάλλον πρέπει να ευλογήσης, Πάτερ, εκείνον ο οποίος έκαμε την πράξιν αυτήν». Επειδή δε ο Ιωάννης ηπόρησεν εις τους λόγους τούτους, ο Αυξέντιος, στραφείς προς τον δήθεν πτωχόν, του λέγει· «Δι’ όνομα του Θεού, αδελφέ, πόσα ενδύματα είχες»; Τότε αυτός λέγει· «Οκτώ, μαζί με εκείνο το οποίον μου έδωσες». Τότε λέγει ο θείος Αυξέντιος· «Αφού δεν σου έφθαναν τα επτά που είχες, αλλά και το ένα και μοναδικόν, το οποίον είχα, επέμενες να το πάρης, δικαίως τα έχασες όλα». Με αυτόν τον τρόπον και αφού με καλωσύνην ήλεγξε την πλεονεξίαν του ο δίκαιος, τον απέλυσεν. Μίαν ημέραν, μεταβαίνων εις το παλάτιον, βλέπει κάποιον, τον οποίον οι στρατιώται έσυρον βιαίως και τον ωδήγουν εις την φυλακήν. Πλησιάσας λοιπόν τους στρατιώτας και μεταχειρισθείς επιμόνους παρακλήσεις και χύσας άφθονα και θερμά δάκρυα, κατώρθωσε να τον ελευθερώση. Όσα δε έπραξεν ο Μέγας δια πολλά των εργαστηρίων και πως παραδόξως απέδειξεν ευπόρους τους ιδιοκτήτας των, οι οποίοι δεν ημπορούσαν να πωλήσουν τα πράγματα, τα οποία είχον εις αυτά, και είχον περιέλθει εις πολύ δύσκολον θέσιν, διαμείνας εις εν εξ αυτών επί τρεις ημέρας και εργασθείς με ημερομίσθιον, είναι σαφέστατα δείγματα της άκρας συμπαθείας και ελεημοσύνης του. Διότι την μεν λύπην των εμπόρων κατέπαυσε, τους δε εννέα οβολούς, τους οποίους έλαβεν ως μισθόν, τους εμοίρασε με μεγαλοψυχίαν εις τους πτωχούς. Δια τούτων έδειξεν εις όλους πόσον ήτο αξιοθαύμαστος αλλά και αληθής φίλος του Θεού, πράγμα το οποίον θα αποδείξη καλύτερον το τερατούργημα, το οποίον πρόκειται να διηγηθώμεν. Γυνή τις, η οποία κατείχετο από πονηρόν πνεύμα, συνήντησε κάποτε τον Μέγαν Αυξέντιον, όταν επέστρεφεν εκ του παλατίου, έχουσα ακάλυπτον την κεφαλήν, σύρουσα τας τρίχας της και φωνάζουσα με μεγάλην φωνήν· «Ω βία, από τον εχθρόν ημών Αυξέντιον! Είκοσι τώρα χρόνους κατοικώ εις αυτήν την γυναίκα και τώρα εκδιώκομαι βιαίως υπ’ αυτού». Τότε ο Μέγας εβίασε τον ίππον, επί του οποίου εκάθητο, δια να την προσπεράση, ώστε να μη γίνη γνωστή εις κανένα η θεία Χάρις, η οποία κατώκει εις αυτόν. Η γυνή όμως ηκολούθει με μεγάλας κραυγάς, μάλλον δε το πονηρόν πνεύμα, το οποίον διέμενεν εις αυτήν, μαστιζόμενον αοράτως από την θείαν Χάριν, έλεγεν· «Ιδού, εξέρχομαι, εάν μόνον με διατάξη αυτός». Εμαζεύθη δε γύρω από αυτόν πολύ πλήθος, ώστε αφού με δάκρυα και στεναγμούς παρεκάλεσεν ο μακάριος τον Θεόν, ευθύς απήλλαξε την γυναίκα από τον δαίμονα. Εξίσταντο λοιπόν όλοι θαυμάζοντες και δοξάζοντες τον Θεόν, ο οποίος τοιαύτην εξουσίαν έδωκεν εις τον δούλον του κατά των ακαθάρτων πνευμάτων. Τοιαύτα θαύματα ετέλει ο Μέγας Αυξέντιος, όταν ακόμη συνανεστρέφετο εις τον κόσμον. Κατόπιν, επειδή αντελήφθη ότι έγινε γνωστός εις όλους και θέλων να αποφύγη την δόξαν των ανθρώπων, επειδή εξ άλλου προείδε δια των ψυχικών οφθαλμών του την μέλλουσαν να συνταράξη την Αγίαν του Θεού Εκκλησίαν παράνομον αίρεσιν του δυσσεβούς Νεστορίου και του καταπτύστου και πραγματικώς δυστυχούς Ευτυχούς, αφού απηρνήθη τον κόσμον και τας βασιλικάς αυλάς και εγκατέλειψε το πλήθος των φίλων, τους οποίους είχε, τρέπεται προς τον μοναχικόν βίον. Αφού λοιπόν έφθασεν εις τα ερημικώτερα μέρη της Βιθυνίας και ανέβη εις την πλαγιάν του όρους, το οποίον καλείται Οξεία και το οποίον απέχει δέκα μίλια από την Χαλκηδόνα, διέμενεν εις κάποιαν πέτραν. Και μετ’ ολίγον ανέβησαν εκεί μερικά παιδία, τα οποία έκλαιον με πικρά δάκρυα, διότι έχασαν τα ζώα των, και όταν είδον τον δίκαιον εφοβήθησαν· διότι ήτο ενδεδυμένος με τρίχας και δέρματα, μιμούμενος τον Βαπτιστήν Ιωάννην. Ο δε Αυξέντιος λέγει εις αυτά με ήσυχον φωνήν· «Μη φοβείσθε, τέκνα μου· πηγαίνετε προς την αριστεράν πλευράν του βουνού και θα εύρητε τα ζώα σας». Όταν δε τα παιδία επήγαν και τα ευρήκαν, εφανέρωσαν εις τους γονείς των και άλλους γείτονας τα κατά τον Μέγαν Αυξέντιον. Εκείνοι δε, αφού ανέβησαν αμέσως εις το όρος, τον παρεκάλουν να προσευχηθή εις τον Θεόν υπέρ αυτών, και προς χάριν του έκτισαν μικρόν κελλίον πλησίον εις την κορυφήν του όρους. Έξω δε από το κελλίον έκτισαν άλλο μικρότερον, όσον ένα κλουβί, μέσα εις το οποίον και έκλεισε τον εαυτόν του, ψάλλων τα του Ψαλμού· «Εγενήθην ωσεί στρουθίον μονάζον επί δώματι» (Ψαλμ. ρα: 8 ). Καθ’ ημέραν λοιπόν ανήρχοντο πολλοί προς αυτόν και ελάμβανον μεγάλην ωφέλειαν. Επειδή δε η φήμη εκήρυττε τούτον μέγαν και εις τους πλησίον και εις τους μακράν ευρισκομένους, γυνή τις από την Νικομήδειαν, από τας επισήμους και πλουσίας, τυφλωθείσα και κατά τους δύο οφθαλμούς, αναβαίνει προς το όρος οδηγουμένη υπό χειραγωγού και τον παρεκάλει να την ευλογήση δια να εύρη την θεραπείαν της. Ο δε μακάριος, αφού παρήγγειλεν εις όλους τους εκεί παρόντας να προσευχηθούν υπέρ αυτής εις τον Θεόν και αφού, μετά την προσευχήν, ήγγισε με τας χείρας του τους οφθαλμούς της γυναικός, είπεν· «ο Χριστός, το φως το αληθινόν, να σε θεραπεύση, ω γύναι». Και ευθύς με τον λόγον του Αγίου εκείνη ανέβλεψε. Το γεγονός τούτο έγινε δια τον Μέγαν Αυξέντιον η αρχή των θαυμάτων εις το όρος της Οξείας. Από δε τους ενοχλουμένους υπό πνευμάτων ακαθάρτων συνέτρεχον εκεί πλήθος μεγάλον, και από τους εντοπίους και από τους ξένους, και πολλοί δι’ αυτού ηλευθερώνοντο από την επήρειαν των δαιμόνων. Ήτο δε τότε ο δέκατος χρόνος κατά τον οποίον ο Μέγας Αυξέντιος ησκήτευεν εις το όρος εκείνο. Κάποτε επρόκειτο να αναβή προς αυτόν χάριν ωφελείας κάποιος εκ των φίλων και συστρατιωτών του, ο οποίος έκαμνε τούτο πολύ συχνά. Εκάλεσε λοιπόν και ένα άλλον εκ των συστρατιωτών του να αναβή μαζί του εις το όρος προς τον Μέγαν Αυξέντιον. Εκείνος όμως, επειδή ήτο άπιστος, απεκάλει τον Όσιον πλάνον και απατεώνα, ο οποίος επλήρωνεν εις πολλούς πτωχούς τρεις ή και εξ οβολούς, δια να υποκρίνωνται τους δαιμονιζομένους και να εξαπατά ούτω τους ανθρώπους ότι κάμνει θαύματα. Αφού όμως ο χρηστός εκείνος άνθρωπος έπεισε και τούτον τον άπιστον να ανέλθη εις το όρος, ο Μέγας Αυξέντιος προς τον πρώτον μεν ωμίλησε με ιλαρότητα και με τους λόγους του τον ωφέλησε, προς εκείνον δε τον άπιστον ούτε μικρόν λόγον δεν είπεν. Όθεν, όταν κατέβαινον από το όρος, πάλιν εκείνος κατηγόρει τον δίκαιον, ότι όλα αυτά τα έκαμνε χάριν επιδείξεως και όχι από την αρετήν του. Όταν δε επλησίασαν εις την Χαλκηδόνα, ιδού έφθασεν ο δούλος του απίστου εκείνου και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς του εφανέρωσεν ότι η θυγάτηρ του εδαιμονίσθη. Τότε εκείνος, ως να ήτο αλιεύς, ο οποίος εδέχθη εξαφνικόν κτύπημα, ήλθεν αμέσως εις τον νουν του και με μεγάλην φωνήν ανέκραξεν· «Αλλοίμονον εις εμέ τον άπιστον»! Τότε είπε προς αυτόν ο θεοφιλής εκείνος άνθρωπος την φράσιν που αναφέρει και το Ιερόν Ευαγγέλιον· «Μη φοβείσαι, μόνον πίστευε και η θυγάτηρ σου θα σωθή». Ευθύς λοιπόν επορεύθησαν εις την πόλιν και αφού παρέλαβον την κόρην δεδεμένην με σχοινία, ανέβησαν πάλιν εις το όρος προς τον Όσιον, ο οποίος μόλις είδε την κόρην να βασανίζεται σκληρώς υπό του δαίμονος είπεν· «Δια τρεις ή εξ οβολούς πάσχει αυτά η κόρη»; Δια ποίον λόγον είπεν αυτά ο Όσιος; Δια να δείξη εις τον πατέρα της κόρης, ότι εκείνα τα οποία είπεν ούτος εναντίον του Οσίου ένεκα της απιστίας του, απεκαλύφθησαν καθαρά εις αυτόν υπό του Αγίου Πνεύματος. Όταν δε ο άπιστος αυτός εζήτησε με θερμά δάκρυα συγχώρησιν, ο μακάριος Αυξέντιος όχι μόνον συγχώρησιν του έδωσεν, αλλά και το πολύ μεγαλύτερον έκαμεν· ηλευθέρωσεν από το πονηρόν πνεύμα την θυγατέρα του και απέστειλε και τους δύο εις τον οίκον των χαίροντας, αφού συνεβούλευσεν αυτούς να μη δεικνύουν απιστίαν εις τα σημεία και τέρατα, τα οποία εκτελεί καθημερινώς ο Θεός δια των δούλων αυτού. Αλλά ποία θάλασσα δύναται να δεχθή το πλήθος των θαυμάτων, τα οποία έκτοτε επετέλεσεν ο Όσιος; Διότι δεν υπήρχε κανείς, ο οποίος ενοχλούμενος από πάθος τι ή από κάποιαν ασθένειαν ή από πονηρόν πνεύμα, και ο οποίος, ερχόμενος προς τον Όσιον, δεν απηλλάσσετο αμέσως από ό,τι και αν υπέφερε. Διότι λεπροί, χριώμενοι υπ’ εκείνου μόνον με έλαιον και λαμβάνοντες ευχήν, τελείως εκαθαρίζοντο. Οι παράλυτοι κατά το σώμα συνεσφίγγοντο ταχύτερον από τους λόγους του Οσίου. Τους δε δαιμονιζομένους, όσοι ηλευθερώθησαν από τα πονηρά πνεύματα, δεν είναι δυνατόν ουδέ ατελώς να αναφέρωμεν. Και δια να είπωμεν εν συντομία, δεν υπάρχει πόλις ή χώρα ούτε λιμήν τις εκ των πλησίον ή μακράν ευρισκομένων, εις τον οποίον να μη έγιναν γνωστά τα θαύματα του μακαρίου Αυξεντίου ή μάλλον δεν υπήρξε περίπτωσις, κατά την οποίαν να μη έλαβον την θεραπείαν οι κάτοικοι αυτών οι δεινώς πάσχοντες εκ δαιμόνων ή οι πάσχοντες από οιανδήποτε άλλην σωματικήν νόσον, επικαλεσθέντες τον Άγιον. Αλλά δίκαιον είναι να αναφέρωμεν ενταύθα συντόμως και τους αγώνας και τους κόπους αυτού υπέρ της ευσεβούς πίστεως. Αφού ο φιλόχριστος βασιλεύς Θεοδόσιος απέθανε και διεδέχθη τούτον εις την βασιλείαν ο ευσεβής Μαρκιανός, δια διαταγών αυτού και θείων θεσπισμάτων συνεκροτήθη η εν Χαλκηδόνι Σύνοδος των θείων Πατέρων κατά της αιρέσεως των Νεστορίου και Ευτυχούς, της ρυπαράς και μισοχρίστου δυάδος. Όταν λοιπόν όλοι συνήλθον επί το αυτό, και ο βασιλεύς και ο χορός των θείων Αρχιερέων τότε παρήγγειλαν να συνέλθη μετ’ αυτών και ο μακάριος Αυξέντιος δια την υπέρ της ευσεβείας συζήτησιν και την ακριβή κατανόησιν των ορθών δογμάτων. Εκείνος δε, από την υπερβολικήν μετριοφροσύνην του, απήντησε προς την Σύνοδον ότι δεν είναι έργον των Μοναχών να διδάσκουν αλλά μάλλον να διδάσκωνται, η δε διδασκαλία είναι έργον των Αρχιερέων. Πέμψας όμως ο βασιλεύς απεσταλμένους παρήγγειλε να τον φέρουν έστω και δια της βίας εις την Σύνοδον, εάν δεν θέλη να έλθη μόνος του. Οι δε απεσταλμένοι, επειδή ο Όσιος δεν υπήκουεν εις αυτούς δια την μετριοφροσύνην του, όπως είπομεν, και διότι απέφευγε την δόξαν των ανθρώπων, ήρχισαν να σκέπτωνται μήπως ο μακάριος Αυξέντιος δεν εφρόνει ορθώς περί την ορθήν πίστιν και προσεπάθουν δια της βίας να καταβιβάσουν τούτον από τον κλωβόν του. Τίποτε όμως δε κατώρθωνον, αν και εκάλεσαν τεχνίτας δια να κρημνίσουν τον κλωβόν. Τότε ο Μέγας Αυξέντιος είπε προς τους απεσταλμένους· «Εάν δεν επινεύση ο Θεός άνωθεν, δεν πρόκειται να ανοιχθή ο κλωβός». Γνωρίσας λοιπόν ότι και ο βασιλεύς και οι απεσταλμένοι εβιάζοντο δια την ευσέβειαν και ότι η εν Χαλκηδόνι Σύνοδος είχε συγκροτηθή κατά Νεστορίου και Ευτυχούς, των προδρόμων του Αντιχρίστου, διέταξε τους τεχνίτας να αφαιρέσουν τας σανίδας από την θυρίδα του κλωβού και αφού με τον τρόπον αυτόν ευκόλως ήνοιξαν, τον εβοήθησαν να εξέλθη και τον επεβίβασαν εις μίαν άμαξαν, επειδή δεν ηδύνατο να αναβή εις υποζύγιον. Διότι όλον το σώμα είχε καταπεπονημένον από την άσκησιν και την εγκράτειαν και προ παντός τους πόδας του από την αδιάκοπον στάσιν, από τους οποίους έπιπτον σκώληκες μαζί με αίματα. Αλλ’ ούτε και τα βόδια, τα οποία έσυρον την άμαξαν, εις την οποίαν επέβαινεν ο μακάριος, ημπορούσαν να βαδίζουν, αν και τα εκτυπούσαν και τα εμαστίγωναν με δύναμιν, εάν εκείνος δεν ήτο σύμφωνος εις τούτο. Τα δε τεράστια τα οποία έκαμε κατά την οδοιπορίαν εκείνην ο Μέγας Αυξέντιος ποία γλώσσα είναι ικανή να διηγηθή, από τα οποία τα περισσότερα εγίνοντο κατά παράδοξον τρόπον κατά δαιμόνων, εις άνδρας σκληρώς βασανιζομένους υπ’ αυτών, γυναίκας και βρέφη και άλογα ζώα; Όταν δε έφθασαν εις το Μοναστήριον του Αγίου Υπατίου, το οποίον ευρίσκετο πλησίον των Ρουφινιανών, το οποίον παρεχωρήθη εις αυτόν δια να ησυχάση εκεί μέχρις ότου αναφέρουν περί τούτου εις τον βασιλέα, έμεινεν ο Μέγας Αυξέντιος εκεί, όπου ο Ηγούμενος και οι Μοναχοί τον υπεδέχθησαν με μεγάλην χαράν. Πριν όμως ο Όσιος φθάση εκεί, όταν ευρίσκετο εις το Μαρτύριον του Αγίου Θαλαλαίου, το οποίον ήτο κτισμένον πλησίον της οδού, οι πτωχοί, οι οποίοι ετρέφοντο παρ’ αυτού εις το όρος της Οξείας, τον ηκολούθουν κλαίοντες και οδυρόμενοι και παρακαλούντες τον τροφέα των να επιστρέψη οπίσω. Τότε εκείνος είπε προς αυτούς· «Επιστρέψατε, τέκνα μου, εις το όρος· διότι αν και σωματικώς απεμακρύθην απ’ εκεί, αλλά νοερώς θα είμαι πάντοτε μαζί σας και θα σας θρέψη ο φιλάνθρωπος Κύριος, όπως εκείνος γνωρίζει». Εκείνοι δε, πιστεύσαντες εις τους λόγους του, επέστρεψαν πάλιν εις το όρος, εχορήγει δε πράγματι εις αυτούς ο φιλάνθρωπος Κύριος πάντα τα προς τροφήν αναγκαία, παρακινών δια του Οσίου πολλούς θεοφιλείς ανθρώπους δια την φροντίδα και την πρόνοιαν αυτών. Μετά ταύτα, πέμψας ο ευσεβής βασιλεύς Μαρκιανός πλοίον εις τας Ρουφινιανάς, εκάλεσε τον μακάριον και λέγει προς αυτόν, αφού τον εχαιρέτισε φιλοφρόνως και τον ησπάσθη· «Όλοι γνωρίζομεν ότι είσαι αληθής δούλος του Θεού, τίμιε Πάτερ· δια τούτο είναι ανάγκη και συ να συμφωνήσης και να συγκατατεθής εις όσα απεφάσισεν η εν Χαλκηδόνι Αγία Σύνοδος των θείων Πατέρων». Εκείνος τότε είπε προς αυτόν· «Και ποίος είμαι εγώ, βασιλεύς, ώστε να συγκαταλέγωμαι με Αγίους Πατέρας, εγώ ο οποίος έχω μάλλον ανάγκην από την διδασκαλίαν και την εξ άλλων ωφέλειαν; Πλην, εάν η εν Χαλκηδόνι Σύνοδος δεν επεχείρησε να πράξη τι, το οποίον να ανατρέπη το Σύμβολον των εν Νικαία συνελθόντων Πατέρων, αλλά ανεκήρυξε τελείαν την οικονομίαν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και εδογμάτισεν όπως η Άχραντος αυτού Μήτηρ ονομάζεται Θεοτόκος, καθήλε δε και τους δυσσεβείς Ευτυχή και Νεστόριον, τότε αποδέχομαι και συμφωνώ μετ’ αυτής, ευχαριστών τον Θεόν και την ευσέβειαν». Μόλις ήκουσεν αυτά ο βασιλεύς επλημμύρισεν από ανέκφραστον χαράν και ησπάσθη την τιμίαν κεφαλήν του Οσίου και με τιμητικήν συνοδείαν τον έστειλεν εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, ειδοποιήσας τον Πατριάρχην να αναγνωσθούν και εις τον Όσιον όσα απεφάσισε και ενέκρινεν η Αγία Σύνοδος. Αφού λοιπόν ήκουσε ταύτα με προσοχήν ο μακάριος και όλα ως ευσεβή τα επήνεσε και τα απεδέχθη, επέστρεψε πάλιν εις τας Ρουφινιανάς, και από εκεί ανέβη όχι εις το προηγούμενον όρος, αλλ’ εις άλλο πολύ τραχύτερον και υψηλότερον, Σκόπα καλούμενον, εις το οποίον και διέμενεν, αφού οι αδελφοί του έκαμαν πάλιν κλωβόν από ξύλα και άφησαν μικράν θυρίδα δια να συνομιλή με εκείνους, οι οποίοι ήρχοντο προς αυτόν, όπως εγίνετο και πρωτύτερα. Εκείνο όμως το οποίον ολίγον έλειψε να λησμονήσω είναι ότι ο Όσιος ήτο τοσούτον αιδέσιμος εις όλους δια το μέγεθος της αρετής του, ώστε και ο ίδιος ο βασιλεύς και οι θείοι εκείνοι Πατέρες αμφέβαλλον περί των καλώς ορισθέντων και αποφασισθέντων υπ’ αυτών, μέχρις ότου ο Όσιος απεδέχθη αυτά ως σύμφωνα με την ευσέβειαν και έδωσε την συγκατάθεσιν αυτού ως σφραγίδα επ’ αυτών. Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις την συνέχειαν της διηγήσεώς μας, από την οποίαν απεμακρύνθημεν. Μίαν νύκτα, ενώ προσηύχετο ο μακάριος, πλήθη δαιμόνων ελθόντα προσεπάθουν με κάθε τρόπον να τον κάμουν να διακόψη την προσευχήν του. Επειδή δε ουδέν επετύγχανον, τον επλήγωσαν τόσον πολύ, ώστε έμεινε σχεδόν άφωνος. Διότι εφοβούντο οι μισόκαλοι τας προσευχάς του Οσίου ως βέλη εις τας χείρας δυνατού πολεμιστού. Αλλ’ ο μακάριος Αυξέντιος, σημειώσας εναντίον αυτών το σημείον του Τιμίου Σταυρού, τους έκαμε να εξαφανισθώσιν. Όπως λοιπόν είχε συνήθειαν ο Όσιος, εκείνους οι οποίοι ήρχοντο προς αυτόν πρωϊ – πρωϊ τους απέλυε μετά την τρίτην ώραν. Και εκείνους, οι οποίοι ήρχοντο κατόπιν, μετά την έκτην. Διότι πολλοί ανέβαινον προς αυτόν και εκ των Ρουφινιανών και από άλλα μέρη προς ωφέλειαν ψυχής και σώματος, τους οποίους εδίδαξε να ψάλλουν και μερικάς ωδάς κατανυκτικάς, αι οποίαι μετά του ωφελίμου είχον πολύ το απλούν και απερίεργον. Μετά δε την εκτέλεσιν των ωδών ο μακάριος ήρχιζε την ψυχωφελή και σωτηριώδη διδασκαλίαν του, την οποίαν παρέτεινε σχεδόν μέχρι της εσπέρας, συμβουλεύων τους πάντας να οικονομούν καλώς τον βίον των και ποτέ να μη δεικνύουν ραθυμίαν εις την εκτέλεσιν καλών έργων, ούτε πάλιν, αφού πράξουν κάτι αγαθόν, να επιστρέφουν εις τον παλαιόν τρόπον ζωής, ούτε να επιστρέφουν όπως οι σκύλοι εις τον εμετόν των, αλλά μέχρι τέλους να επιμένουν εις την εργασίαν του αγαθού. «Διότι ο λογικός και ο φρόνιμος, έλεγε, δεν επιτρέπει μόνον εις τους σωματικούς οφθαλμούς να εξετάζουν τα ορώμενα, αλλά και με τους οφθαλμούς της ψυχής παρακολουθεί τα αόρατα. Και εις τα μεν αόρατα προσέχει πάντοτε, επειδή είναι σταθερά και μόνιμα, από δε τα ορατά, επειδή μεταβάλλονται και φεύγουν, απομακρύνεται, χωρίς να παθαίνη κανέν κακόν με το να είναι συνδεδεμένος με το φθαρτόν τούτο σώμα, όταν πολιτεύεται πάντοτε επαξίως προς τα αιώνια αγαθά». Ταύτα και ακόμη περισσότερα διδάσκοντος του Οσίου τους ερχομένους προς αυτόν, ήτο δυνατόν να ίδη κανείς άνδρας και γυναίκας να μεταβάλλουν τον τρόπον της ζωής των προς το καλύτερον και να απαρνούνται τελείως τας ηδονάς του σώματος. Μετά δε τους διδακτικούς τούτους λόγους, οι οποίοι απετέλουν τροφήν της ψυχής, απέστελλεν αυτούς εν ειρήνη εις τους οίκους των, μερικοί δε εξ αυτών παρέμενον εφεξής πλησίον του Μεγάλου Αυξεντίου, αρκούμενοι εις την τροφήν την οποίαν έδιδεν εις αυτούς. Διότι πολλοί εκ των πλουσίων έστελλον προς αυτόν εις το όρος τροφάς και παντός είδους δώρα και άλλα φιλεύματα. Εκείνος όμως μόνον έλαιον και κηρούς, εάν έφερε κανείς, εδέχετο, τα δε λοιπά τα εμοίραζεν εις τους πτωχούς, οι οποίοι συνεκεντρούντο πλησίον του. μερικούς δε οι οποίοι παρεκάλουν να κουρευθούν υπ’ αυτού και να λάβουν το μοναχικόν σχήμα δεν τους εδέχετο, αλλ’ αφού έδιδεν εις ένα έκαστον τρίχινον ή δερμάτινον στιχάριον, με τα οποία ήτο και εκείνος ενδεδυμένος, του έλεγεν· «Πήγαινε, αδελφέ, όπου σε οδηγήση ο Κύριος». Εις εξ αυτών, ονόματι Βασίλειος, αφού έλαβεν από τον Μέγαν Αυξέντιον ένα δερμάτινον επανωφόριον και το εφόρεσεν, αφού διέτρεξεν είκοσι μίλια δια να έλθη από τον οίκον του, κατώκησεν εις το ίδιον εκείνο όρος. Εναντίον λοιπόν αυτού επιτεθέντα τα πονηρά πνεύματα, τόσας πολλάς πληγάς του έδωσαν, ώστε τον άφησαν άφωνον. Μερικοί δε βοσκοί, οι οποίοι ήρχοντο καθ’ εκάστην προς αυτόν, ελθόντες και τότε εις την κέλλαν του Βασιλείου και σκύψαντες εις την θύραν, δεν ήκουσαν τον Βασίλειον να αποκριθή από μέσα. Ανοίξαντες λοιπόν την θύραν δια της βίας εισήλθον εντός και τον βλέπουν άφωνον, ολίγον αναπνέοντα και το σώμα του ολόκληρον ως μίαν πληγήν. Αμέσως λοιπόν, αφού τον ετοποθέτησαν εις μίαν άμαξαν, τον έφεραν προς τον Μέγαν Αυξέντιον, ο οποίος, ευθύς ως τον είδεν εις αυτήν την κατάστασιν, τον εφώναξεν εξ ονόματος· «Αδελφέ Βασίλειε»! Επειδή όμως εκείνος δεν απήντησεν, ωσάν να μη ήκουσεν, αν και ο Όσιος του εφώναξε δύο φοράς, τον εκάλεσε πάλιν με ισχυροτέραν φωνήν· «Αδελφέ Βασίλειε»! Αμέσως τότε εκείνος ανεσηκώθη και εκάθησεν, οπότε ο μακάριος του λέγει· «Σήκω, αδελφέ, διότι σου εδόθη άνωθεν εξουσία κατά των πονηρών πνευμάτων». Αφού λοιπόν εσηκώθη ο θαυμαστός Βασίλειος και ο Αυξέντιος τον εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, τον διέταξε να επιστρέψη εις το ασκητήριόν του, εις το οποίον επανελθών και γενναίως αγωνισθείς επί τρία έτη εγκατέλειψε τον πρόσκαιρον τούτον βίον. Ο θείος Αυξέντιος μαζί με τας ψυχωφελείς συμβουλάς του παρήγγελλε προς εκείνους, οι οποίοι ήρχοντο προς αυτόν, και τούτο: να μη τιμούν και σέβωνται εξ όλων των ημερών της εβδομάδος μόνον την Κυριακήν δια την Ανάστασιν του Κυρίου, αλλά και την Παρασκευήν, δια το ζωηφόρον Πάθος αυτού. Έκαστον δε Σάββατον ητοίμαζε και ετέλει μαζί με όλους τους παρευρισκομένους ολονύκτιον υμνωδίαν. Και κάποτε, κατά ένα Σάββατον, ανοίξας ο μακάριος την θύραν του κλωβού του, είπε προς τους παρόντας· «Αδελφοί και τέκνα, ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Συμεών (περί του Στυλίτου), ο στύλος της Εκκλησίας, αυτήν την στιγμήν εξεδήμησε προς Κύριον και η θεία ψυχή του δεν απηξίωσε να δώση εις εμέ τον ανάξιον τον τελευταίον της ασπασμόν». Ακούσαντες τους λόγους τούτους του Οσίου οι παρευρισκόμενοι εσημείωσαν την ημέραν και μετ’ ολίγον έγινε γνωστή εις όλους η εκ του βίου τούτου εκδημία του θαυμαστού Συμεών, γενομένη κατ’ εκείνην την ημέραν που είπεν εις αυτούς ο μακάριος Αυξέντιος. Η Χάρις όμως των θαυμάτων και των ιάσεων ουδέποτε τον εγκατέλειψε. Και δεν ήτο δυνατόν να γίνη διαφορετικά δι’ αυτόν, ο οποίος και προ της ασκήσεως, όταν ακόμη έζη εις την βασιλίδα των πόλεων, δηλαδή την Κωνσταντινούπολιν, ετέλεσεν αρκετά μεγάλα και παράδοξα θαύματα, τα οποία και μέχρι τέλους της ζωής του δεν έπαυε να τελή, αν και αποσιωπώμεν ταύτα δια να μη μακρηγορώμεν. Δι’ αυτό θα αναφέρωμεν ακόμη όσα μόνον έγιναν περί το τέλος της ζωής του μακαρίου Αυξεντίου, ίνα γνωρίσουν ταύτα οι φιλάρετοι, διότι πράγματι είναι μεγάλα και άξια να τα ενθυμούμεθα. Γυνή τις το όνομα Στεφανία, η οποία εχρημάτισεν ακόλουθος της ευσεβούς βασιλίσσης Πουλχερίας, αναβαίνουσα συχνάκις προς το όρος, ελάμβανε τας ευχάς του Οσίου. Αύτη, πληγωθείσα εις την ψυχήν από τον θείον έρωτα, παρεκάλει τον Όσιον να την ενδύση με τας χείρας του το μοναδικόν σχήμα. Επειδή δε ο Όσιος διαρκώς ανέβαλλε το ζήτημά της και έλεγεν ότι είναι δυνατόν να ζη αύτη εις τον κόσμον και δι’ αρίστης διαγωγής να ευαρεστήση εις τον Θεόν, εκείνη τον ηνώχλει περισσότερον, θέλουσα να πραγματοποιήση τον σκοπόν της. Συγκατατίθεται λοιπόν ο Όσιος και επέτρεψεν εις την γυναίκα να διαμείνη εις ένα επίπεδον τόπον ευρισκόμενον εις τους πρόποδας του όρους και εκεί να αφοσιωθή εις την μελέτην των θείων Γραφών. Μετά από αυτήν άλλη γυνή, Κοσμία κατά το όνομα αλλά και κατά τον βίον, έχουσα νόμιμον σύζυγον, έρχεται προς τον μέγαν Αυξέντιον και τον παρεκάλει να διαμείνη και αυτή μαζί με την Στεφανίαν. Έδωσε δε εις αυτάς ο μακάριος πράγματι ασκητικόν σχήμα, ετοιμάσας τριχίνους χιτώνας και μεγάλα ωμοφόρια, τα οποία εφόρεσαν, ώστε και από μόνον το σχήμα να τας σέβωνται οι βλέποντες αυτάς, διότι μέχρι τότε δεν είχεν εμφανισθή εις τα μέρη εκείνα σχήμα παρόμοιον. Έκτοτε λοιπόν και άλλαι γυναίκες προσήρχοντο, άλλαι μεν οδηγούμεναι προς τον Όσιον υπό ευγενών γονέων δια να διαφυλάξουν την παρθενίαν των, άλλαι δε φεύγουσαι από τους οίκους της αμαρτίας και απαρνούμεναι τον διάβολον και με θερμήν μετάνοιαν συντασσόμεναι με τον Χριστόν, ώστε εις ολίγον καιρόν να συναχθούν υπέρ τας εβδομήκοντα. Ηναγκάσθη λοιπόν εκ τούτου ο θείος Αυξέντιος να οικοδομήση Εκκλησίαν προς χάριν αυτών και να κτίση τα κατάλληλα κελλία δια την άσκησίν των. Εκάστη δε Κυριακήν και Παρασκευήν, αφού έστελλε και προσεκάλει τας Οσίας γυναίκας, τας συνεβούλευε και παρεκίνει να λησμονήσουν τελείως τα τερπνά του βίου, διότι τα εξ επαγγελίας του Θεού προωρισμένα δι’ ημάς αγαθά είναι πολύ τερπνότερα, και να μη γίνωνται δούλαι των σαρκικών ηδονών, λέγων προς αυτάς· «Αντί του φυσικού γάμου, με τον οποίον είναι συνδεδεμένη και η χηρεία, σεις επροτιμήσατε γάμον μυστικόν και μάλιστα απηλλαγμένον της χηρείας, αντί δε φθαρτού νυμφίου έχετε ενωθή με τον αθάνατον Νυμφίον Χριστόν, ο οποίος ξεπερνά εις το κάλλος, κατά τον θείον Δαβίδ, πάντας τους υιούς των ανθρώπων, όστις εις εκείνας, αι οποίαι θα μνηστευθούν με Αυτόν, εις όσας μεν ποθούν την αφθορίαν δίδει χαράν ανεκλάλητον, εις εκείνας δε αι οποίαι θα λιποτακτήσουν δίδει κόλασιν αιώνιον». Έλεγε πάλιν προς αυτάς ο Όσιος· «Προσέξατε λοιπόν μήπως κάποιος αρπάση την παρθενίαν σας και σας χωρίση από τον άφθαρτον Νυμφίον Χριστόν. Διότι το αμάρτημα τούτο είναι φοβερόν και βαρύτατον δι’ εκείνους που το διαπράττουν. Διότι δεν είναι εξ ίσου βαρύ έγκλημα το να σχίσης το ένδυμα ενός πτωχού και την πορφύραν ενός βασιλέως, ούτε πάλιν να ατιμάσης την εικόνα ενός βασιλέως και ενός κοινού ανθρώπου. Εικόνες δε του Θεού είναι αι παρθένοι, αι οποίαι έχουν εζωγραφισμένον Αυτόν εις τας καρδίας των. Δια τούτο η φθαρείσα παρθένος είναι πολύ περισσότερον αξιοκατάκριτος από εκείνους, οι οποίοι διαρκώς πορνεύονται, διότι το αμάρτημά των δεν είναι το ίδιον. Εάν δε απασχολή την σκέψιν σας ο νόμιμος γάμος και σας φαίνεται αξιοζήλευτος, ενθυμηθήτε τας συμφοράς, αι οποίαι τον ακολουθούν, και την εναντίον της Εύας απόφασιν του Θεού, πράγματα από τα οποία μόνον σεις είσθε ελεύθεραι, ως άγαμοι, και φροντίζετε μόνον δι’ ό,τι είναι αρεστόν εις τον Κύριον, κατά τον θείον Απόστολον. Προσέχετε λοιπόν τον εαυτόν σας εις το επάγγελμα, εις το οποίον εκλήθητε, ώστε να παρασταθήτε παρθένοι αγναί εις τον Χριστόν, ίνα δια της Χάριτος αυτού απολαύσετε και τα αιώνια αγαθά». Αυτά και τα παρόμοια με αυτά συνεβούλευεν ο θαυμαστός Αυξέντιος κατά τας δύο ημέρας της εβδομάδος, τας οποίας είπομεν, τας πνευματικάς θυγατέρας αυτού, τας οποίας εν Χριστώ δια του Ευαγγελίου εγέννησε, και ωδήγει αυτάς εις αύξησιν της πνευματικής ηλικίας, άλλοτε μεν ανερχομένας προς αυτόν εις το όρος, άλλοτε δε πάλιν κατερχόμενος ο ίδιος εις το ασκητήριόν των. Διότι ποτέ δεν τον είδε κανείς να καμφθή από οκνηρίαν ή ραθυμίαν, καίτι είχε φθάσει εις βαθύ γήρας, αλλά πάντοτε εφαίνετο ως νέος και δυνατός από την προθυμίαν του. Επειδή όμως και ο Όσιος ως άνθρωπος έμελλε κάποτε να αποθάνη, περιέπεσεν εις βραχείαν ασθένειαν, όλον δε τον χρόνον της ασθενείας του κατηνάλωσεν εις ευχαριστίας προς τον Θεόν και εις συμβουλάς προς τους άνδρας και τας γυναίκας, οι οποίοι απετέλουν το πνευματικόν ποίμνιόν του. Εγκαταλείψας κατόπιν τον επίκηρον τούτον βίον μετέβη προς την άφθαρτον και αιωνίαν ζωήν, επί της βασιλείας του ευσεβούς και φιλοχρίστου βασιλέως Λέοντος του μεγάλου κατά την ιδ΄ (14ην) Φεβρουαρίου. Το δε τίμιον του Αγίου σώμα, το πραγματικώς τίμιον, εγένετο αντικείμενον φιλονικίας μεταξύ πολλών. Διότι οι μεν ασκούμενοι εις το Μοναστήριον του Αγίου Υπατίου εις τας Ρουφινιανάς, εις το οποίον διέμεινεν επ’ ολίγον χρόνον, όταν προσεκλήθη υπό του βασιλέως και της εν Χαλκηδόνι συνελθούσης Αγίας Συνόδου, ως είπομεν ανωτέρω, έσπευσαν να θεωρήσουν ιδικόν των τον θησαυρόν. Άλλοι δε ήθελον να κατατεθή το άγιον αυτού λείψανον εις τον Ναόν του Αγίου Ζαχαρίου, ο οποίος ευρίσκετο εις κάποιο κτήμα, ευρισκόμενον εκεί πλησίον, καλούμενον Θέατρον. Αλλ’ ο πόθος των γυναικών, τας οποίας ο μακάριος Αυξέντιος έπεισε να ασκούνται εις τους πρόποδας του όρους και τας οποίας εστόλισε με τα τρίχινα ράσα, εδείχθη κατά πολύ ισχυρότερος όλων. Αύται δηλαδή, συγκεντρωθείσαι εξ όλων των μερών, με θερμά δάκρυα παρεκάλουν τους δια την ταφήν του Οσίου συγκεντρωθέντας Μοναχούς και Κληρικούς να μη στερήσουν αυτάς του θείου εκείνου λειψάνου. Κατετέθη λοιπόν το ιερόν του Αγίου λείψανον εις τον εκεί ιδρυμένον υπό του ιδίου Ναόν, ο οποίος είχε καθιερωθή εις ευκτήριον οίκον προς χάριν των μακαρίων εκείνων Μοναχών, όπου κατατεθείς ο νεκρός του μακαρίου Αυξεντίου μέχρι σήμερον αναβλύζει πηγάς ιαμάτων εις τους μετά πίστεως προσερχομένους, θεραπεύων παντοειδείς νόσους, δαίμονας εκδιώκων και έτοιμος ιατρός παντός νοσήματος υπάρχων, αποδεικνύων εις άπαντας ότι ο Αυξέντιος ζη ακόμη εν Θεώ και δια της Χάριτος αυτού ενεργεί ιάματα, ο θερμός και γνήσιος θεράπων αυτού, ο οποίος είθε δια των παρακλήσεων αυτού να παράσχη εις τον ευσεβή βασιλέα παν αυτού θέλημα, τον άνω μακαρισμόν και δόξαν αιώνιον, συγχώρησιν των αμαρτημάτων και απαλλαγήν απ’ αυτών, ζωήν αγήρω και απόλαυσιν της θείας τρυφής, την οποίαν ητοίμασεν ο Δεσπότης των όλων δια τους Αγίους αυτού, οι οποίοι εστόλισαν τας ψυχάς των ως λαμπάδας, εχούσας όλας τας αρετάς ως ένδυμα γάμου αντάξιον του εν ουρανοίς γάμου. Εις τον οποίον είθε να προσκληθώμεν και πάντες ημείς, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου