Γαβριήλ
ο Αγγελώνυμος Μάρτυς του Χριστού κατήγετο εκ της Προικονήσου, αφ’ ου δε
ηλικιώθη εξελέξατο τον ήσυχον και εκλεκτόν βίον των Μοναχών. Γενόμενος δε
Μοναχός, ως ευλαβής και ενάρετος, εφύλαττεν ακριβώς τα της μοναχικής πολιτείας
καθήκοντα ακριβέστατα, ένεκα δε τούτου έλαβε παρά Θεού ζήλον, ίνα μαρτυρήση δια
το όνομα αυτού το άγιον. Ελθών λοιπόν εις Κωνσταντινούπολιν έγινε κήρυξ εις την
Εκκλησίαν του Πατριαρχείου, ήτοι προσεκάλει δια της φωνής του τους Χριστιανούς
εις την Εκκλησίαν, διότι ούτε κώδωνες, αλλ’ ούτε και σήμαντρα επετρέποντο εις
τους Χριστιανούς υπό των Τούρκων, ίνα σημαίνωσι την ώραν της Εκκλησιαστικής
ακολουθίας.
Πολλάκις δε προσευχόμενος ο μακάριος παρεκάλει τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, όπως αξιώση αυτόν ίνα μαρτυρήση δια το όνομα αυτού το Άγιον, διό και επέτυχε της αιτήσεως ως εξής: Εξελθών ημέραν τινά έξω του Πατριαρχείου, όπως εύρη εκείνο όπερ επόθει και εζήτει παρά Θεού (το Μαρτύριον), διερχόμενος δια μιάς των οδών της πόλεως συνήντησεν Οθωμανόν τινα, όστις εκ της συνηθισμένης εις αυτούς θρασύτητος έσπρωξε τον Μάρτυρα, ως τάχα μη παραμερίσαντα από τον δρόμον, δια να του κάμη τόπον να περάση. Ο δε Μάρτυς αντέσπρωξεν αυτόν και την θρησκείαν του ύβρισεν· οι δε εκεί παρόντες Αγαρηνοί, ακούσαντες τας ύβρεις του Μάρτυρος και τας φωνάς του ομοπίστων των, οι οποίοι τους εκάλουν εις εκδίκησιν, έτρεξαν κατεπάνω του Μάρτυρος, τον συνέλαβον και δέρνοντες και σπρώχνοντες αυτόν ανηλεώς, τον έφεραν εις τον κριτήν· και ο μεν εις Αγαρηνός εβόα και εζήτει δίκην κατά του Μάρτυρος, διότι ύβρισε την πίστιν των, οι δε λοιποί φωνάζοντες εμαρτύρουν αληθή τα καταγγελλόμενα. Τότε ο κριτής επρόσταξε να βάλωσι τον Μάρτυρα εις την φυλακήν, δώσας και την κατ’ αυτού δίκην έγγραφον. Το πρωϊ εκβάλλοντες εκ της φυλακής τον Μάρτυρα τον έφεραν εις τον διοικητήν (διότι ο βασιλεύς ήτο με τον βεζύρην εις την Αδριανούπολιν) και έδειξαν εις αυτόν το του κριτού γράμμα. Ο δε διοικητής τον ηρώτησεν αν πράγματι είναι αληθή τα γραφόμενα και λεγόμενα κατ’ αυτού. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Ναι, αληθή είναι». Τότε, του λέγει ο διοικητής· «Άφες, άνθρωπε, την πίστιν ταύτην και ελθέ εις την ιδικήν μας· δεν βλέπεις πόσην δόξαν και τι βασίλειον έχει η του Μωάμεθ θρησκεία»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Μη μοι γένοιτο να έλθω εις τόσην τρέλλαν και αγνωσίαν, ώστε να είπω μόνον άνθρωπον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν, τον τέλειον άνθρωπον· τον δε ιδικόν σας, ουδέποτε θα ονομάσω προφήτην! Αλλά τον μεν Ιησούν μου ομολογώ και πιστεύω πως είναι Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού, τον δε ιδικόν σας Μωάμεθ κηρύττω πως δεν είναι προφήτης, αλλ’ άνθρωπος ιδιώτης, αγράμματος, πλαστογράφος και πολέμιος του Σωτήρος ημών Χριστού και επομένως τον εξουθενώ και αποστρέφομαι και την πίστιν του». Τότε λέγει ο διοικητής· «Μήπως είσαι μεθυσμένος, άνθρωπε; Ή είσαι τρελλός»; Λέγει ο Μάρτυς· «Ούτε μεθυσμένος, αλλ’ ούτε και τρελλός είμαι. Αλλά Χάριτι Θεού είμαι υγιής και κατά τον νουν και κατά την ψυχήν». Τότε ο διοικητής, τρέψας το ήμερον εις αγριότητα, είπε με θυμόν προς τον έπαρχον· «Παράλαβε αυτόν και αποκεφάλισέ τον». Ο δε έπαρχος, παραλαβών αυτόν δεδεμένον, έφερε πλησίον εις τον Παχτζέ-καπισί εγγύς του Τελωνείου, και προσευχηθείς πρώτον ο Μάρτυς, απετμήθη χαίρων την μακαρίαν κεφαλήν και έλαβε τον τρίπλοκον στέφανον, του Μαρτυρίου, της ασκήσεως και της παρθενίας. Επειδή δε οι Χριστιανοί δεν ηδυνήθησαν να δώσωσι χρήματα εις τους φιλοχρύσους Τούρκους, ίνα αγοράσωσι το ιερόν λείψανον του Μάρτυρος και ενταφιάσωσιν αυτό, μετά τρεις ημέρας το έρριψαν οι Τούρκοι εις την θάλασσαν. Ο δε Θεός, ο δοξάζων τους δούλους αυτού εν ουρανοίς, εδόξασε και τον Μάρτυρα τούτον, αν και επί γης το σώμα του μακαρίου έμεινεν, προς ώραν, άταφον.
Πολλάκις δε προσευχόμενος ο μακάριος παρεκάλει τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, όπως αξιώση αυτόν ίνα μαρτυρήση δια το όνομα αυτού το Άγιον, διό και επέτυχε της αιτήσεως ως εξής: Εξελθών ημέραν τινά έξω του Πατριαρχείου, όπως εύρη εκείνο όπερ επόθει και εζήτει παρά Θεού (το Μαρτύριον), διερχόμενος δια μιάς των οδών της πόλεως συνήντησεν Οθωμανόν τινα, όστις εκ της συνηθισμένης εις αυτούς θρασύτητος έσπρωξε τον Μάρτυρα, ως τάχα μη παραμερίσαντα από τον δρόμον, δια να του κάμη τόπον να περάση. Ο δε Μάρτυς αντέσπρωξεν αυτόν και την θρησκείαν του ύβρισεν· οι δε εκεί παρόντες Αγαρηνοί, ακούσαντες τας ύβρεις του Μάρτυρος και τας φωνάς του ομοπίστων των, οι οποίοι τους εκάλουν εις εκδίκησιν, έτρεξαν κατεπάνω του Μάρτυρος, τον συνέλαβον και δέρνοντες και σπρώχνοντες αυτόν ανηλεώς, τον έφεραν εις τον κριτήν· και ο μεν εις Αγαρηνός εβόα και εζήτει δίκην κατά του Μάρτυρος, διότι ύβρισε την πίστιν των, οι δε λοιποί φωνάζοντες εμαρτύρουν αληθή τα καταγγελλόμενα. Τότε ο κριτής επρόσταξε να βάλωσι τον Μάρτυρα εις την φυλακήν, δώσας και την κατ’ αυτού δίκην έγγραφον. Το πρωϊ εκβάλλοντες εκ της φυλακής τον Μάρτυρα τον έφεραν εις τον διοικητήν (διότι ο βασιλεύς ήτο με τον βεζύρην εις την Αδριανούπολιν) και έδειξαν εις αυτόν το του κριτού γράμμα. Ο δε διοικητής τον ηρώτησεν αν πράγματι είναι αληθή τα γραφόμενα και λεγόμενα κατ’ αυτού. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Ναι, αληθή είναι». Τότε, του λέγει ο διοικητής· «Άφες, άνθρωπε, την πίστιν ταύτην και ελθέ εις την ιδικήν μας· δεν βλέπεις πόσην δόξαν και τι βασίλειον έχει η του Μωάμεθ θρησκεία»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Μη μοι γένοιτο να έλθω εις τόσην τρέλλαν και αγνωσίαν, ώστε να είπω μόνον άνθρωπον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν, τον τέλειον άνθρωπον· τον δε ιδικόν σας, ουδέποτε θα ονομάσω προφήτην! Αλλά τον μεν Ιησούν μου ομολογώ και πιστεύω πως είναι Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού, τον δε ιδικόν σας Μωάμεθ κηρύττω πως δεν είναι προφήτης, αλλ’ άνθρωπος ιδιώτης, αγράμματος, πλαστογράφος και πολέμιος του Σωτήρος ημών Χριστού και επομένως τον εξουθενώ και αποστρέφομαι και την πίστιν του». Τότε λέγει ο διοικητής· «Μήπως είσαι μεθυσμένος, άνθρωπε; Ή είσαι τρελλός»; Λέγει ο Μάρτυς· «Ούτε μεθυσμένος, αλλ’ ούτε και τρελλός είμαι. Αλλά Χάριτι Θεού είμαι υγιής και κατά τον νουν και κατά την ψυχήν». Τότε ο διοικητής, τρέψας το ήμερον εις αγριότητα, είπε με θυμόν προς τον έπαρχον· «Παράλαβε αυτόν και αποκεφάλισέ τον». Ο δε έπαρχος, παραλαβών αυτόν δεδεμένον, έφερε πλησίον εις τον Παχτζέ-καπισί εγγύς του Τελωνείου, και προσευχηθείς πρώτον ο Μάρτυς, απετμήθη χαίρων την μακαρίαν κεφαλήν και έλαβε τον τρίπλοκον στέφανον, του Μαρτυρίου, της ασκήσεως και της παρθενίας. Επειδή δε οι Χριστιανοί δεν ηδυνήθησαν να δώσωσι χρήματα εις τους φιλοχρύσους Τούρκους, ίνα αγοράσωσι το ιερόν λείψανον του Μάρτυρος και ενταφιάσωσιν αυτό, μετά τρεις ημέρας το έρριψαν οι Τούρκοι εις την θάλασσαν. Ο δε Θεός, ο δοξάζων τους δούλους αυτού εν ουρανοίς, εδόξασε και τον Μάρτυρα τούτον, αν και επί γης το σώμα του μακαρίου έμεινεν, προς ώραν, άταφον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου