Θαλέλαιος ο Όσιος Πατήρ ημών κατήγετο εκ της Κιλικίας και ήκμασε κατά
τον Ε΄ (5ον) αιώνα· αγαπήσας δε την ασκητικήν ζωήν, επήγεν εις την
πόλιν των Γαβάλων, την νυν Γιβέλ, την εν τη Συρία, απέχουσαν της Λαοδικείας
δεκαοκτώ μίλια, προς νότον. Μακράν δε της πόλεως ταύτης έως είκοσι στάδια, ήτοι
έως δύο και ήμισυ μίλια, ευρών ο Όσιος ούτος τόπον υψηλόν, ένθα υπήρχε ναός
αφιερωμένος εις τους δαίμονας και τιμώμενος με πολλάς θυσίας υπό των
ειδωλολατρών, έκτισεν εκεί μικράν καλύβην.
Βλέποντες δε οι δαίμονες την εκεί άφιξιν του ανθρώπου του Θεού Θαλελαίου, επεδίωκον να θανατώσωσιν αυτόν· αλλά κατ’ ουδένα τρόπον δεν ηδύναντο, διότι η προς τον Θεόν αδίστακτος πίστις του Οσίου εφύλαττεν αυτόν, η δε του Θεού Χάρις τον εβοήθει. Μη δυνάμενοι λοιπόν οι δαίμονες να βλάψωσι τον Όσιον, ωργίσθησαν σφόδρα και ώρμησαν κατά των πεφυτευμένων δένδρων, εκ των οποίων έξαφνα εξερρίζωσαν πλείονα των πεντακοσίων. Επειδή δε και μετά τούτο δεν ηδυνήθησαν να φοβίσωσι τον του Χριστού αγωνιστήν, εφεύρον, οι αλιτήριοι, άλλα μηχανεύματα· συναχθέντες την νύκτα έκαμνον θρήνους και ολολυγμούς, δεικνύοντες δε είτα αναμμένας λαμπάδας προσεπάθουν να ενσπείρωσι φόβον εις την καρδίαν του Οσίου· επειδή δε ο Όσιος κατεφρόνησεν όλας τας πλεκτάνας των, τούτου ένεκα, αφήσαντες αυτόν οι δαίμονες, ανεχώρησαν. Ο δε Όσιος, κατασκευάσας δύο τροχούς, έκαστος των οποίων ήτο κατά το μέγεθος δύο πήχεις, συνήρμοσε και τους δύο με σανίδας, όχι πυκνάς, αλλά αραιάς, καθήσας δε εν μέσω των τροχών, εκάρφωσε με καρφία τας αραιάς εκείνας σανίδας και εκρέμασε τον διπλούν εκείνον τροχόν εις τόπον ασκεπή· καθήμενος δε εντός αυτού, μάλλον δε κρεμάμενος, διήλθε δέκα έτη. Επειδή δε είχε σώμα μέγα, δεν ηδύνατο, όταν εκάθητο, να εκτείνη προς τα άνω την κεφαλήν του, αλλά έκυπτε πάντοτε και είχε το πρόσωπον εστηριγμένον επί των γονάτων. Προς τούτον τον Όσιον επήγε ποτέ ο Κύρου Θεοδώρητος, όστις έγραψε και τον Βίον του, και ηρώτησεν αυτόν δια ποίαν αιτίαν μετεχειρίζετο τον καινόν εκείνον τρόπον της ασκήσεως. Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Επειδή είμαι υποκείμενος εις πολλάς αμαρτίας, πιστεύω δε ακραδάντως, ότι είναι αληθείς αι τιμωρίαι εκείναι, τας οποίας απειλεί ο Θεός κατά των αμαρτωλών, δια τούτο εφεύρον τον καινόν τούτον τρόπον της ζωής, μηχανευόμενος εις το σώμα μου μετρίας τινάς τιμωρίας εις την παρούσαν ζωήν, ίνα ελαφρώσω το βάρος των επαπειλουμένων εκείνων τιμωριών της μελλούσης κολάσεως. Χειρότεραι δε είναι αι τιμωρίαι εκείναι, όχι μόνον κατά το ποσόν, αλλά και κατά το ποιόν, διότι είναι βίαιαι και ακούσιαι. Ό,τι δήποτε δε είναι βίαιον και χωρίς την γνώμην του ανθρώπου, αυτό είναι λυπηρότατον. Τουναντίον δε, ό,τι είναι θεληματικόν και εκούσιον, έστω και εάν είναι κοπιαστικόν και λυπηρόν, είναι όμως κατώτερον κακόν, διότι ο κόπος εκείνου είναι θεληματικός και όχι βίαιος και δυναστικός· εάν λοιπόν με τας μικράς αυτάς θλίψεις ολιγοστεύσω τας μελλούσας μεγάλας τιμωρίας, βεβαίως αποκτώ μέγα κέρδος». Ταύτα ακούσας ο Θεοδώρητος εθαύμασε πολύ δια την αγχίνοιαν του Οσίου, διότι όχι μόνον ηγωνίζετο περισσότερον των διωρισμένων και συνήθων εις τους Ασκητάς αγώνων, εφευρίσκων μόνος άλλους αγώνας μεγαλυτέρους, αλλά, προς τούτοις, εγνώριζε και τας αιτίας τούτων και ταύτας εις τους άλλους εδίδασκεν. Έλεγον δε οι κατοικούντες εις τα πέριξ, ότι πολλά θαύματα εποίησεν ο Όσιος ούτος δια της προσευχής του, όχι μόνον εις τους ανθρώπους, αλλά και εις ζώα, διότι και άνθρωποι και ζώα έλαβον δι’ αυτού την ιατρείαν εις πολλά πάθη. Εκ τούτου δε του Οσίου παρακινούμενοι οι τον τόπον εκείνον κατοικούντες Έλληνες αφήκαν την πατρικήν ασέβειαν και το περικαλύπτον αυτούς σκότος και έλαβον το φως της θεογνωσίας και πίστεως· τούτους δε μεταχειριζόμενος ο Όσιος ως οδηγούς και συνεργούς, εκρήμνισε τον εκεί ευρισκόμενον ναόν των δαιμόνων και έκτισεν αυτόν Ναόν Ιερόν εις το όνομα των καλλινίκων Μαρτύρων. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον αγωνισθείς ο μακάριος προς Κύριον εξεδήμησεν, ον ολοψύχως επόθησε και παρ’ ου προσεκλήθη, ίνα λάβη παρ’ αυτού τον άφθαρτον της ασκήσεως στέφανον.
Βλέποντες δε οι δαίμονες την εκεί άφιξιν του ανθρώπου του Θεού Θαλελαίου, επεδίωκον να θανατώσωσιν αυτόν· αλλά κατ’ ουδένα τρόπον δεν ηδύναντο, διότι η προς τον Θεόν αδίστακτος πίστις του Οσίου εφύλαττεν αυτόν, η δε του Θεού Χάρις τον εβοήθει. Μη δυνάμενοι λοιπόν οι δαίμονες να βλάψωσι τον Όσιον, ωργίσθησαν σφόδρα και ώρμησαν κατά των πεφυτευμένων δένδρων, εκ των οποίων έξαφνα εξερρίζωσαν πλείονα των πεντακοσίων. Επειδή δε και μετά τούτο δεν ηδυνήθησαν να φοβίσωσι τον του Χριστού αγωνιστήν, εφεύρον, οι αλιτήριοι, άλλα μηχανεύματα· συναχθέντες την νύκτα έκαμνον θρήνους και ολολυγμούς, δεικνύοντες δε είτα αναμμένας λαμπάδας προσεπάθουν να ενσπείρωσι φόβον εις την καρδίαν του Οσίου· επειδή δε ο Όσιος κατεφρόνησεν όλας τας πλεκτάνας των, τούτου ένεκα, αφήσαντες αυτόν οι δαίμονες, ανεχώρησαν. Ο δε Όσιος, κατασκευάσας δύο τροχούς, έκαστος των οποίων ήτο κατά το μέγεθος δύο πήχεις, συνήρμοσε και τους δύο με σανίδας, όχι πυκνάς, αλλά αραιάς, καθήσας δε εν μέσω των τροχών, εκάρφωσε με καρφία τας αραιάς εκείνας σανίδας και εκρέμασε τον διπλούν εκείνον τροχόν εις τόπον ασκεπή· καθήμενος δε εντός αυτού, μάλλον δε κρεμάμενος, διήλθε δέκα έτη. Επειδή δε είχε σώμα μέγα, δεν ηδύνατο, όταν εκάθητο, να εκτείνη προς τα άνω την κεφαλήν του, αλλά έκυπτε πάντοτε και είχε το πρόσωπον εστηριγμένον επί των γονάτων. Προς τούτον τον Όσιον επήγε ποτέ ο Κύρου Θεοδώρητος, όστις έγραψε και τον Βίον του, και ηρώτησεν αυτόν δια ποίαν αιτίαν μετεχειρίζετο τον καινόν εκείνον τρόπον της ασκήσεως. Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Επειδή είμαι υποκείμενος εις πολλάς αμαρτίας, πιστεύω δε ακραδάντως, ότι είναι αληθείς αι τιμωρίαι εκείναι, τας οποίας απειλεί ο Θεός κατά των αμαρτωλών, δια τούτο εφεύρον τον καινόν τούτον τρόπον της ζωής, μηχανευόμενος εις το σώμα μου μετρίας τινάς τιμωρίας εις την παρούσαν ζωήν, ίνα ελαφρώσω το βάρος των επαπειλουμένων εκείνων τιμωριών της μελλούσης κολάσεως. Χειρότεραι δε είναι αι τιμωρίαι εκείναι, όχι μόνον κατά το ποσόν, αλλά και κατά το ποιόν, διότι είναι βίαιαι και ακούσιαι. Ό,τι δήποτε δε είναι βίαιον και χωρίς την γνώμην του ανθρώπου, αυτό είναι λυπηρότατον. Τουναντίον δε, ό,τι είναι θεληματικόν και εκούσιον, έστω και εάν είναι κοπιαστικόν και λυπηρόν, είναι όμως κατώτερον κακόν, διότι ο κόπος εκείνου είναι θεληματικός και όχι βίαιος και δυναστικός· εάν λοιπόν με τας μικράς αυτάς θλίψεις ολιγοστεύσω τας μελλούσας μεγάλας τιμωρίας, βεβαίως αποκτώ μέγα κέρδος». Ταύτα ακούσας ο Θεοδώρητος εθαύμασε πολύ δια την αγχίνοιαν του Οσίου, διότι όχι μόνον ηγωνίζετο περισσότερον των διωρισμένων και συνήθων εις τους Ασκητάς αγώνων, εφευρίσκων μόνος άλλους αγώνας μεγαλυτέρους, αλλά, προς τούτοις, εγνώριζε και τας αιτίας τούτων και ταύτας εις τους άλλους εδίδασκεν. Έλεγον δε οι κατοικούντες εις τα πέριξ, ότι πολλά θαύματα εποίησεν ο Όσιος ούτος δια της προσευχής του, όχι μόνον εις τους ανθρώπους, αλλά και εις ζώα, διότι και άνθρωποι και ζώα έλαβον δι’ αυτού την ιατρείαν εις πολλά πάθη. Εκ τούτου δε του Οσίου παρακινούμενοι οι τον τόπον εκείνον κατοικούντες Έλληνες αφήκαν την πατρικήν ασέβειαν και το περικαλύπτον αυτούς σκότος και έλαβον το φως της θεογνωσίας και πίστεως· τούτους δε μεταχειριζόμενος ο Όσιος ως οδηγούς και συνεργούς, εκρήμνισε τον εκεί ευρισκόμενον ναόν των δαιμόνων και έκτισεν αυτόν Ναόν Ιερόν εις το όνομα των καλλινίκων Μαρτύρων. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον αγωνισθείς ο μακάριος προς Κύριον εξεδήμησεν, ον ολοψύχως επόθησε και παρ’ ου προσεκλήθη, ίνα λάβη παρ’ αυτού τον άφθαρτον της ασκήσεως στέφανον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου